ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                                      Υπόθεση Αρ.:  T2422/23

 

29 Απριλίου, 2024

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

M.S.M.

 

Αιτητής

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Α. Κιρακόζοβα (κα) για Νατάσα Χαραλαμπίδου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για τον Αιτητή

[Παρoύσα η κα. S. Habib για πιστή μετάφραση από τα Ελληνικά στα Αγγλικά και αντίστροφα]

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 09/08/2023, η οποία του γνωστοποιήθηκε αυθημερόν και με την οποία τον πληροφορούν ότι απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας διαδικαστικοί κανονισμοί του 2019. Tα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας του Μπαγκλαντές και στις 24/10/2017, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Στις 09/02/2018, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος αυθημερόν, ετοίμασε Έκθεση Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή.  Στις 28/02/2018, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Την 01/03/2018, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε από τον Αιτητή στις 29/03/2018.

Στις 11/04/2018, ο Αιτητής καταχώρησε διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (εφεξής «ΑΑΠ») κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την αίτησή του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε κατόπιν εξέτασης της, με απόφαση της ΑΑΠ ημερ. 02/08/2019.

Στις 05/03/2021, ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για επανεξέταση του αιτήματός του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 20/05/2021, αρμόδια Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία. Στις 02/06/2021, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενεργώντας για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση/Εισήγηση της αρμόδιας Λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που αφορούσε την εισήγηση όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή να κριθεί ως απαράδεκτη. Στις 04/06/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή, η οποία δόθηκε δια χειρός στον Αιτητή στις 08/07/2021. 

Ακολούθως, στις 19/07/2021, ο Αιτητής, μέσω συνηγόρου, καταχώρησε την προσφυγή με αριθμό 4438/21 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση που εκδόθηκε στις 22/03/2022.

Στις 11/05/2022, ο Αιτητής υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για επανεξέταση του αιτήματός του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 13/07/2022, αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το δεύτερο μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία. Στις 30/08/2022, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενεργώντας για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου Λειτουργού σχετικά με τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση που αφορούσε την εισήγηση όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή να κριθεί ως απαράδεκτη. Στις 30/08/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή, η οποία δόθηκε δια χειρός στον Αιτητή στις 09/09/2022. 

Στη συνέχεια στις 13/09/2022, ο Αιτητής, μέσω συνηγόρων, καταχώρησε την προσφυγή με αριθμό 5801/22 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησής της.

Στις 08/08/2023, ο Αιτητής υπέβαλε τρίτη μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για επανεξέταση του αιτήματός του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 09/08/2023, αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το τρίτο μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία.  Αυθημερόν, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενεργώντας για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου Λειτουργού σχετικά με τη τρίτη μεταγενέστερη αίτηση που αφορούσε την εισήγηση όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή να κριθεί ως απαράδεκτη. Στις 09/08/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή, η οποία δόθηκε δια χειρός στον Αιτητή στις 10/08/2023.  Έπειτα, εναντίον της εν λόγω απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας, ο Αιτητής, μέσω των δικηγόρων του, παραθέτει τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης: 1. Μη δέουσα έρευνα, 2. Η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη, 3. Η απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, 4. Η προσβαλλόμενη αντιβαίνει στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο και/η στις οδηγίες της ΕΕ και/ή στις διεθνείς συμβάσεις, 5. Παραβίαση γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, 6. Παράλειψη του να δοθεί στον Αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας, 7. Παράλειψη άσκησης διακριτικής ευχέρειας και 8. Υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.

Στην υπό εξέταση υπόθεση σύμφωνα με τον κανονισμό 3(ε) του Περί Ίδρυσης και λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας διαδικαστικοί κανονισμοί του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των Καθ' ων η Αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία. Συνεπώς, λαμβάνω υπόψη τα όσα ο Αιτητής αναφέρει επί της ενώπιον μου διαδικασίας.

TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο.  Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή.

Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:

«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

Το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

[...]»

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση της αίτησης προκειμένου να εξακριβώσω αν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση λαμβανομένου υπ' όψιν ότι σύμφωνα με τον Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλές συμπέρασμα (βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέγει και εξετάζει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή η οποία αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην πρόσφατη υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).

Ως εκ τούτου, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3) (α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου.  Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II και περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».

Άρα, λοιπόν, το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, υπό το άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχει μόνο κατά πόσον, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και αφού κρίνει επί του κατά πόσο προέκυψαν τα εν λόγω νέα στοιχεία η απόφαση θα πάσχει και θα ακυρωθεί. Επομένως, στα πλαίσια αποτελεσματικής πρόσβασης του Αιτητή στη δικαιοσύνη, το δικαστήριο δεν προχωρά καθ' εαυτό σε ουσιαστική εξέταση τους, όπως προνοεί το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16(Δ) (3) (β), αφού για να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του Αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχει απόφαση από το διοικητικό όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα του Αιτητή σε πρώτο βαθμό, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από το διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε από κοινού με το Υπόμνημα κατά το στάδιο των διευκρινήσεων στην παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος Μπαγκλαντές. Κατά την υποβολή της αρχικής του αίτησης για διεθνή προστασία, παρέλειψε να καταγράψει τους λόγους που τον οδήγησαν στο να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (βλ. ερυθρό 1 του Δ.Φ.).  Κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ανέφερε ότι στις 05/07/2015, εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές με φοιτητική άδεια (ερυθρό 43 του Δ.Φ.). Δήλωσε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του για να σπουδάσει και να εργαστεί. Όταν ερωτήθηκε αν αντιμετώπιζε άλλης φύσεως προβλήματα στο Μπαγκλαντές, απάντησε ότι είχε οικονομικό πρόβλημα. Ερωτηθείς ως προς το λόγο που υπέβαλε αίτηση ασύλου, ανέφερε ότι ήθελε να μείνει στην Κυπριακή Δημοκρατία νόμιμα. Τέλος, κληθείς να αναφέρει τι επρόκειτο να του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, απάντησε ότι θα αντιμετώπιζε οικονομικό πρόβλημα ένεκα ενός δανείου.

Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι, παρά την ικανοποιητική αξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν στην εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του, ήτοι σπουδές και οικονομικοί λόγοι, εντούτοις οι ισχυρισμοί του δεν ενέπιπταν στους λόγους της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στους περί Προσφύγων Νόμους 2000-2020 και επομένως, εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή (ερυθρά 45 – 44 του Δ.Φ.).

Στις 11/04/2018, ο Αιτητής καταχώρησε εμπρόθεσμα διοικητική προσφυγή ενώπιον της ΑΑΠ, χωρίς να προβάλει νέα στοιχεία, η οποία απορρίφθηκε στις 02/08/2019. Η ΑΑΠ έκρινε ότι επρόκειτο για οικονομικό μετανάστη και όχι για πρόσφυγα καθώς οι λόγοι  που τον οδήγησαν στην εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του,  δεν ενέπιπταν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στους περί Προσφύγων Νόμους.

Με τη μεταγενέστερη αίτηση του η οποία υπεβλήθη στις 05/03/2021, ο Αιτητής κατέγραψε ότι ενόσω ζούσε στη χώρα καταγωγής του, τσακώθηκε με έναν άντρα για τα πολιτικά. Ισχυρίστηκε δε ότι ο άντρας αυτός, απείλησε την οικογένειά του σε περίπτωση που ο Αιτητής επέστρεφε στη χώρα καταγωγής του, θα τον σκότωνε.  Ζήτησε επίσης να του δοθεί η ευκαιρία να μείνει στην Κυπριακή Δημοκρατία (ήθελε να μείνει στην Κύπρο για να προστατέψει τη ζωή του)  (ερυθρά 60 και 62 του Δ.Φ.).

Η αρμόδια λειτουργός στο Σημείωμα – Εισήγηση, το οποίο εγκρίθηκε στις 02/06/2021, ανέφερε ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή πως διωκόταν από άτομο με το οποίο τσακώθηκαν για τα πολιτικά, δεν αναφέρθηκε από τον Αιτητή κατά την προηγούμενη αίτησή του και άρα, ένεκα δικής του υπαιτιότητας δεν πρόβαλε τον ισχυρισμό αυτό.  Ως εκ τούτου, εισηγήθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή να κριθεί ως απαράδεκτη με βάση το άρθρο 16 (Δ) των περί Προσφύγων Νόμων.

Έπειτα, εναντίον της απόφασης αυτής, καταχωρήθηκε η προσφυγή υπ’ αρ. 4438/2021 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση που εκδόθηκε στις 22/03/2022.

Με τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή του η οποία υπεβλήθη στις 11/05/2022, ο Αιτητής ανέφερε πληθώρα λόγων ένεκα των οποίων δεν μπορούσε να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι εκκρεμούσε υπόθεση εναντίον του και ότι σε περίπτωση επιστροφής του, θα αντιμετώπιζε οικονομικά και πολιτικά προβλήματα.  Ακόμη, δήλωσε ότι οι αστυνομικές αρχές τον αναζητούσαν και ότι αν τον έβρισκαν, θα τον συλλάμβαναν. Τέλος, ζήτησε να του δοθεί η ευκαιρία να μείνει στην Κυπριακή Δημοκρατία για να προστατέψει τη ζωή του  (ερυθρά 96 και 99 του Δ.Φ.). 

Η αρμόδια λειτουργός στο Σημείωμα – Εισήγηση, το οποίο εγκρίθηκε στις 13/07/2022, ανέφερε ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποτελούσαν νέα στοιχεία, αφού λέχθηκαν από τον ίδιο σε προγενέστερη εξέταση της αίτησής του.  Ως εκ τούτου, εισηγήθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή να κριθεί ως απαράδεκτη με βάση το άρθρο 16 (Δ) των περί Προσφύγων Νόμων.

Έπειτα, εναντίον της απόφασης αυτής, καταχωρήθηκε η προσφυγή υπ’ αρ. 5801/22 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησής της.

Με την τρίτη μεταγενέστερη αίτησή του η οποία υπεβλήθη στις 08/08/2023, ο Αιτητής κατέγραψε ότι πληροφορήθηκε από τον πατέρα του πως διωκόταν από ανθρώπους της κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι διωκόταν επειδή συμμετείχε σε μια μυστική συνάντηση ενάντια στην κυβέρνηση, η οποία πραγματοποιήθηκε σε ιδιοκτησία που ενοικίαζε ο κ. Abul Kashem. Ακόμη, ισχυρίστηκε ότι δεν προσκόμισε τα έγγραφα αυτά σε προηγούμενο στάδιο καθότι τα παρέλαβε στις 22/06/2023 και πως η μητέρα του τα έλαβε από το Δικαστήριο και τα έστειλε στις 26/06/2023.  Τέλος, ανέφερε ότι ανέμενε να του σταλούν κι άλλα έγγραφα από τη μητέρα του. 

Η αρμόδια λειτουργός στο Σημείωμα – Εισήγηση, το οποίο εγκρίθηκε στις 08/08/2023, όσον αφορά το έγγραφο που προσκόμισε ο Αιτητής, ανέφερε τα εξής: το έγγραφο αυτό επρόκειτο για μια μετάφραση ενός άλλου εγγράφου, μετάφραση που πραγματοποιήθηκε από το δικηγορικό γραφείο του κ. MD Jahangir Hossain και των συνεργατών του.  Στην έκθεση αυτή γινόταν λόγος για ένα συμβάν που έλαβε χώρα στις 08/01/2015 στο Κέντρο Νεότητας κοντά στο Chinishpur Old Village κάτω από το Narsingi Model Thana στο κέντρο του Kader Mollah City College σε οριοθετημένο χώρο από τοίχους όπου ο εργολάβος Abu Kashem διατηρούσε επιχείρηση τούβλων και άμμου. Ο Αιτητής μαζί με άλλα 49 άτομα παραβίασαν το N. 1974 (άρθρα) 15(1)(3)/ 25-D και τον περί εκρηκτικών υλών νόμο (Ν.1908) (άρθρα 4/6). Ακολούθως, επισήμανε ότι τα έγγραφα αυτά είχαν υποστηρικτικό χαρακτήρα.  Ακόμη, αναφορικά με τους ισχυρισμούς που πρόβαλε με τη τρίτη μεταγενέστερη αίτησή του, ανέφερε ότι ο Αιτητής δεν αναφέρθηκε στα στοιχεία αυτά κατά την προηγούμενη αίτησή του, ενώ αυτά προϋπήρχαν, αφού αφορούσαν συμβάν που έλαβε χώρα στις 08/01/2015 και επομένως, δεν τα υπέβαλε λόγω δικής του υπαιτιότητας.  Ως εκ τούτου, εισηγήθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή να κριθεί ως απαράδεκτη με βάση το άρθρα 12Βτετράκις και 16 Δ των περί Προσφύγων Νόμων.

Έχοντας εξετάσει με προσοχή το διοικητικό φάκελο καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτόν, παρατηρώ ότι τα υποστηρικτικά έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής, αποτελούν νέο πραγματικό γεγονός και τα οποία έπρεπε να εξεταστούν από τον αρμόδιο λειτουργό.  Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός είχε υποχρέωση να προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο εξέτασης του παραδεκτού, ήτοι κατά πόσο τα νέα στοιχεία προβλήθηκαν στην τρίτη μεταγενέστερη αίτηση χωρίς υπαιτιότητα του Αιτητή και κατά πόσο αύξαναν τις πιθανότητες για τη χορήγηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Στο δεύτερο αυτό στάδιο του παραδεκτού, ελλείψει σχετικής αναφοράς στο άρθρο 16 (3) (β), η κλήση του Αιτητή προς συνέντευξη επαφιόταν στην διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου λειτουργού. Από την ανάγνωση της Έκθεσης – Εισήγησης προκύπτει ότι ο αρμόδιος λειτουργός παρέλειψε να αναφέρει κατά πόσο τα έγγραφα αυτά αποτελούσαν νέα στοιχεία ή όχι και δεν προχώρησε σε περαιτέρω εξέτασή τους.  Αντ’ αυτού, αφού κατέγραψε συνοπτικά το περιεχόμενο του ενός εγγράφου, ήτοι του μεταφρασμένου εγγράφου με τίτλο “First Information Report”, προχώρησε με το να αναφέρει μόνο ότι “Αξίζει να σημειωθεί ότι τα υποβληθέντα έγγραφα που αναφέρονται στα ερυθρά 183-149 έχουν καθαρά υποστηρικτικό χαρακτήρα”.

Ως έχω αναλύσει και πιο πάνω, στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι κατά πόσο «υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του και εφόσον διαπιστωθεί αυτό η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο (i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και περαιτέρω κατά πόσο (ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

Με βάση τα πιο πάνω, κρίνω ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση πάσχει λόγω νομικής πλάνης και λανθασμένης εφαρμογής του νόμου, αφού δεν εξετάστηκαν οι προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(α) και 16Δ(3)(β). Στην υπό εξέταση περίπτωση νέα στοιχεία που δεν ελήφθησαν υπόψιν στην τρίτη μεταγενέστερη αίτηση του είναι τα υποστηρικτικά έγγραφα, τα οποία, σύμφωνα με τον Αιτητή, αποδεικνύουν τη δίωξή του λόγω της πολιτικής του δράσης

Εντούτοις, ενόψει της δικαιοδοσίας που έχει το παρόν Δικαστήριο για έλεγχο της ορθότητας της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση, όπου και σύμφωνα με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το παρόν Δικαστήριο κέκτηται εξουσίας όπως εξετάζει πέραν από την νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και την ορθότητα αυτής, ήτοι εξέταση επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή.

Επί αυτού και ως προς την δυνατότητα του Δικαστηρίου να προβαίνει σε έλεγχο ορθότητας επί του προκαταρτικού σταδίου, συμπληρωματικά, παραπέμπω και στα όσα ελέγχθηκαν στην απόφαση στην υπόθεση "Alheto" C-585/16 παράγραφος 115 ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης: (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

«[.] η πλήρης και ex-nunc εξέταση εκ μέρους του δικαστή δεν απαιτείται κατ' ανάγκη να αφορά την επί της ουσίας εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας και ότι μπορεί, συνεπώς, να αφορά το παραδεκτό της αίτησης διεθνούς προστασίας, εφόσον το εθνικό δίκαιο επιτρέπει κάτι τέτοιο κατ' εφαρμογήν του άρθρου 33, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32».

Ως έχω αναλύσει και πιο πάνω, η προκαταρκτική εξέταση χωρίζεται σε δύο στάδια, και αποτελεί προϋπόθεση η εξέταση και των δύο σταδίων του παραδεκτού προκειμένου να προχωρήσει η διοίκηση στην εξέταση του μεταγενέστερου αιτήματος επί της ουσίας. Αυτό συνάγεται και από το λεκτικό του άρθρου 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου:

«Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω σε εξέταση του κατά πόσο ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή στη βάση των προϋποθέσεων που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Για να αξιολογήσω κατά πόσο υφίστανται οι προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, θα πρέπει να εξακριβώσω εάν με την υποβολή των νέων στοιχείων αυξάνονται οι πιθανότητες να χορηγηθεί στον Αιτητή προσφυγικό καθεστώς ή συμπληρωματική προστασία και, ως προς τη δεύτερη προϋπόθεση, αν ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ενόψει του δεδομένου ότι αυτές οι δύο προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β) τίθενται σωρευτικά και όχι διαζευκτικά, σε περίπτωση που δεν πληρείται μια εκ των δύο, δεν χρήζει ανάλυσης η δεύτερη.

Αρχικά παρατηρώ ότι ο εν λόγω ισχυρισμός του Αιτητή περί πολιτικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει στην χώρα καταγωγής του προβλήθηκε σε διάφορα στάδιο της προηγούμενης διαδικασίας και ειδικότερα κατά την πρώτη και δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση του (βλ. ερυθρά 198 και 197 Δ.Φ.). Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός ως νέο πραγματικό γεγονός αναφορικά με τα πολιτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε στην χώρα καταγωγής του παρουσιάστηκε, αξιολογήθηκε και απορρίφθηκε κατά την διάρκεια προηγούμενης εξέτασης και ειδικότερα της πρώτης και δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Άρα τα εν λόγω «νέα στοιχεία» που κατέθεσε ο Αιτητής έχουν σκοπό να μεταβάλουν την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του εν λόγω πραγματικού γεγονότος. Παρόλα αυτά εντοπίζω από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και τα όσα ανέφερε ο Αιτητής τόσο επί  της μεταγενέστερης αίτησης του αλλά και κατά την ακροαματική διαδικασία ότι στα νέα στοιχεία που προσκόμισε ο Αιτητής γίνεται αναφορά σε ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στις 08/01/2015 και ως εκ τούτου πρόκειται από τα ενώπιον μου στοιχεία για γεγονός που προϋπήρχε του αιτήματος του. Ερωτηθείς γιατί δεν τα ανέφερε ή και ακόμη γιατί δεν  προσκόμισε τα εν λόγω στοιχεία κατά τις προηγούμενες διαδικασίες δεδομένου ότι πρόκειται για συμβάν που έλαβε χώρα το 2015 ήτοι 2 χρόνια πριν την υποβολή της πρώτης αίτησης του για διεθνή προστασία δηλαδή το 2017. Ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν ήξερε ότι εκκρεμούσε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία εναντίον του στην χώρα καταγωγής του ενώ έμαθε ότι εκκρεμούσε κάποια διαδικασία εναντίον του τρία χρόνια μετά την είσοδο του στην Κυπριακή  Δημοκρατία.

Ο Αιτητής δεν έδωσε σαφή και ευλογοφανή απάντηση σε σχέση με τον λόγο που  δεν αναφέρθηκε στα πολιτικά του προβλήματα κατά την αρχική του αίτηση αλλά ούτε γιατί δεν κατέθεσε τα εν λόγω έγγραφα σε προηγούμενο στάδιο. Εκπρόθεσμη υποβολή δηλώσεων ή καθυστερημένη παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων επηρεάζουν αρνητικά την αξιοπιστία ενός Αιτητή, εκτός εάν παρέχονται  έγκυρες εξηγήσεις[1]. Συνεπώς, τα εν λόγω στοιχεία δεν κατατέθηκαν και, ως εκ τούτου δεν έτυχαν αξιολόγησης, λόγω υπαιτιότητας του ίδιου του Αιτητή. Για τον λόγο αυτό κρίνεται ότι η ύπαρξη νέων στοιχείων δεν μπορεί να οδηγήσει στην ουσιαστική εξέτασή τους και η μεταγενέστερη αίτησή του θεωρείται απαράδεκτη βάσει του άρθρου 16 Δ (3) (β) (ii) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Από τα όσα ανέφερε ενώπιον μου κατά την ακροαματική διαδικασία και την ουσιαστικά παραδοχή του Αιτητή ότι γνώριζε για τις εν λόγω ποινικές διαδικασίες κατά την παραμονή του στην Δημοκρατία,  εύλογα προκύπτει ότι ο Αιτητής μπορούσε να επικαλεστεί αλλά και να προσκομίσει τα εν λόγω στοιχεία κατά την εξέταση της προγενέστερης αίτησης του αλλά και ακόμη με την προσφυγή του κατά της απορριπτικής απόφασης επί της αρχικής του αίτησης, αφού τα πολιτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε προϋπήρχαν του αιτήματος του για διεθνή προστασία. Άρα πρόκειται για στοιχεία, τα οποία ήταν στην διάθεση του Αιτητή ή ισχυρισμοί που μπορούσαν να είχαν προβληθεί και δεύτερο θεωρούνταν ως νέα, εάν ο αιτών προέβαλε βάσιμους λόγους για τη μη προσκόμισή/προβολή τους σε εκείνο το στάδιο[2] κάτι το οποίο δεν προκύπτει επί της παρούσας υπόθεσης. Ο Αιτητής δεν προβάλλει ευλογοφανείς ισχυρισμούς γιατί δεν προσκόμισε τα εν λόγω στοιχεία σε προηγούμενα στάδιο της διαδικασίας ενώ και όπως ανέφερε γνώριζε για τις ποινικές διαδικασίες τρία χρόνια μετά την είσοδο του στην Δημοκρατία. Αντιθέτως, κατά την υποβολής του αιτήματος του όπως επίσης και κατά την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτηση του αλλά και της μετέπειτα προσφυγής του τόσο ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων αλλά και ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την απόρριψη της αρχικής του αίτησης για διεθνή προστασία η οποία απερρίφθη στις 29/01/2022 επικαλέστηκε οικονομικής φύσεως προβλήματα.

Συνάμα παρατηρώ ότι ο Αιτητής επικαλείτο διαφορά πολιτικά προβλήματα μετά την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία σε διάφορα μεταγενέστερα στάδια χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση, ισχυρισμοί οι οποίο εξετάστηκαν και απερίφθησαν τόσο με την πρώτη αλλά και με την δεύτερη μεταγενέστερη του αίτηση. Τονίζεται ότι η βασική ιστορία ενός αιτούντος πρέπει να είναι συνεπής καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ακόμη και αν ορισμένες πτυχές του απολογισμού των γεγονότων μπορεί να είναι αβέβαιοι ή «κάπως απίθανοι», υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπονομεύουν τη συνολική αξιοπιστία της αξίωσης.[3] Ωστόσο, «όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν ισχυρούς λόγους για να αμφισβητηθεί η αλήθεια των δηλώσεων ενός αιτούντος άσυλο, το άτομο πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση για τους ισχυρισμούς ανακρίβειες σε αυτές τις παρατηρήσεις».[4] Στην παρούσα υπόθεση και από τα ενώπιόν μου δεδομένα παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει με συνοχή και ευλογοφάνεια τους ισχυρισμούς του ενώ υπάρχει γενικότερα μια εναλλαγή διάφορων ισχυρισμών από την καταχώρηση της αρχικής του Αίτησης για διεθνή προστασία μέχρι και την παρούσα εξέταση της τρίτης μεταγενέστερη αίτησης του στοιχεία τα οποία κρίνω ότι πλήττουν ανεπανόρθωτα την εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή.

Ειδικότερα και προς τούτου προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο ότι ο Αιτητής αρχικά ανέφερε στην αίτηση του διεθνή προστασία ότι υπέβαλε αίτημα για οικονομικούς λόγους ενώ ερωτηθείς εάν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα στην χώρα καταγωγής του πέραν του οικονομικού αυτός απάντησε αρνητικά (βλ. ερυθρό 36). Στην συνέχεια κατά την ιεραρχική του προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων δήλωσε ότι αντιμετωπίζει μεγάλο οικονομικό πρόβλημα εξαιτίας ενός δανείου που είχε συνάψει από τράπεζα. Στην πρώτη μεταγενέστερη αίτηση ισχυρίστηκε πολιτικά προβλήματα ότι δηλαδή είχε μια διαμάχη με ένα άτομο αναφορικά με την πολιτική στην χώρα του, όπως επίσης και ότι δέχεται απειλές από τον εν λόγω άτομο. Ενώ στην δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση του ισχυρίστηκε ότι υπάρχει υπόθεση εναντίον του, αντιμετωπίζει πολιτικά και οικονομικά προβλήματα όπως επίσης και ότι είχε παρενοχληθεί σε πολιτικό επίπεδο από ισχυρούς ανθρώπους στην περιοχή του ενώ με την τρίτη μεταγενέστερη του αίτηση αναφέρει ότι άνθρωποι της παρούσας κυβέρνησης των αναζητούν πήγαν στο σπίτι του ενώ ενημερώθηκε μέσω της μητέρας του ότι η κυβέρνηση τον αναζητά καθότι είχε μυστική συνάντηση εναντίον της κυβέρνησης.

Γενικά, είναι λογικό να αναμένεται ότι μια αίτηση για διεθνή προστασία παρουσιάζεται επαρκώς και λεπτομερώς, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα του αιτήματος του. Η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β)  2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «σχετικών στοιχείων».

Συγχρόνως και σύμφωνα με πάγια νομολογία του παρόντος Δικαστηρίου αόριστες αναφορές σε κινδύνους ζωής όπως αόριστα στην προκειμένη περίπτωση προβάλλει ο Αιτητής, χωρίς στοιχειοθετημένους και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς, δεν μπορούν να  θεμελιώσουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. (Βλ. υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

Το βάρος απόδειξης αρχικά είναι στον αιτούντα άσυλο αποδείξει τα γεγονότα που στηρίζουν το αίτημά του και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του σύμφωνα το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Πέραν της γενικότερης αναξιοπιστίας ως αναφέρω πιο πάνω φρονώ ότι και σε κάθε περίπτωση οι αόριστοι και ατεκμηρίωτοι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν τεκμηριώνουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και ως εκ τούτου τα όσα ο Αιτητής ανέφερε και προσκόμισε με την μεταγενέστερη του αίτηση δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Ως προς τα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής, διαπιστώνω ότι πρόκειται για αντίγραφο εγγράφου στη μητρική γλώσσα του Αιτητή, ημερ. 22/06/2023 (ερυθρά 165 – 149 του Δ.Φ.) (εφεξής πρώτο έγγραφο) και έγγραφο με τίτλο “ First Information Report ”, ημερ. 26/06/2023, (ερυθρά 183 -166 του Δ.Φ.) (εφεξής δεύτερο έγγραφο).  Το δεύτερο έγγραφο αποτελεί μετάφραση του πρώτου εγγράφου, μετάφραση που πραγματοποιήθηκε από το δικηγορικό γραφείο του κ. MD Jahangir Hossain και των συνεργατών του.  Το δεύτερο έγγραφο δε αναφέρει ότι στις 08/01/2015, τόσο ο Αιτητής όσο και άλλα άτομα, συνωμοτήσαν εναντίον της κυβέρνησης, σαμποτάραν τις επικείμενες εκλογές της Εθνοσυνέλευσης, επιτέθηκαν στις δυνάμεις επιβολής του νόμου, προκάλεσαν ζημιές και βανδαλισμούς σε οχήματα, βιομηχανικές εγκαταστάσεις και κυβερνητική περιουσία, προκαλώντας ζημιά στο λαό και δημιουργώντας φόβο και τρόμο στους πολίτες.  Με τις πράξεις τους αυτές, παραβίασαν το N. 1974 (άρθρα) 15(1)(3)/ 25-D και τον περί εκρηκτικών υλών νόμο (Ν.1908) (άρθρα 4 και 6). 

Κατόπιν έρευνας του παρόντος Δικαστηρίου εν σχέση με τα έγγραφα αυτά, διαπιστώθηκαν τα εξής όσον αφορά τα άρθρα 15 (1) (3) και 25D του Special Powers Act 1974:

Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 1 του Special Powers Acts 1974: Απαγορεύεται η οποιαδήποτε πράξη που γίνεται με σκοπό να παρεμποδιστεί η λειτουργία ή να προκληθεί ζημία σε κτίρια, οχήματα, μηχανήματα, συσκευές ή άλλες ιδιοκτησίες που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς της Κυβέρνησης ή οποιασδήποτε τοπικής αρχής ή εθνικοποιημένης εμπορικής ή βιομηχανικής επιχείρησης και γενικότερα σε οποιεσδήποτε άλλες εγκαταστάσεις, κτίρια, δρόμους, σιδηρόδρομους, κανάλια, γέφυρες, φράγματα, λιμένες, ναυπηγεία, φάρους και αεροδρόμια.  

Το άρθρο 15 παρ. 3 του Special Powers Act 1974, ορίζει ότι αν οποιοδήποτε πρόσωπο παραβιάσει τις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου τιμωρείται με θανατική ποινή ή με δια βίου φυλάκιση ή με αυστηρή φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δεκατέσσερα έτη.

Το άρθρο 25D του Special Powers Act 1974, ορίζει ότι “όποιος επιχειρεί ή συνωμοτεί ή προετοιμάζει τη διάπραξη ή υποθάλπει οποιοδήποτε αδίκημα που τιμωρείται δυνάμει του παρόντος νόμου τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα”.[5]

Αναφορικά με τα άρθρα 4 και 6 του Explosive Substances (Act), 1908, διαπιστώθηκαν τα εξής:

Το άρθρο 4 του Explosive Substances (Act), 1908, ορίζει ότι οποιοδήποτε πρόσωπο “ α) προβαίνει σε πράξη με την οποία προτίθεται να προκαλέσει με εκρηκτική ύλη ή συνωμοτεί για να προκαλέσει με εκρηκτική ύλη, έκρηξη στο Μπαγκλαντές και η πράξη αυτή είναι τέτοιας φύσεως που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή άλλου ατόμου ή να προκαλέσει βλάβη σε πρόσωπο ή περιουσία, ή β) έχει στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχο του οποιαδήποτε εκρηκτική ύλη με πρόθεση να θέσει τη ζωή άλλου ατόμου σε κίνδυνο ή να προκαλέσει σοβαρή βλάβη σε πρόσωπο η περιουσία στο Μπαγκλαντές ή να επιτρέψει σε άλλο άτομο (με εκρηκτική ύλη) να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή ή να προκαλέσει σοβαρή βλάβη σε πρόσωπο ή περιουσία στο Μπαγκλαντές, τιμωρείται, ανεξάρτητα από το αν πραγματοποιείται ή όχι οποιαδήποτε έκρηξη και ανεξάρτητα από το αν έχει πράγματι προκληθεί ή όχι οποιαδήποτε ζημία σε πρόσωπο ή περιουσία, με 7 χρόνια φυλάκιση (μπορεί να φτάσει μέχρι τα 20 χρόνια), ενώ μπορεί να προστεθεί και χρηματική ποινή ”. 

Το άρθρο 6 του Explosive Substances (Act), 1908, αναφέρει ότι “…οποιοδήποτε πρόσωπο προωθεί, συμβουλεύει, βοηθά, υποθάλπει ή είναι συνεργός στη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος δυνάμει του παρόντος νόμου τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα ”.[6]

Παρά το γεγονός ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείται (βάσει του δεύτερου εγγράφου) εντοπίζονται από τις εξωτερικές πηγές, εντούτοις, η αποδεικτική αξία του εγγράφου είναι χαμηλή, ένεκα του ότι πρόκειται ουσιαστικά για ζήτημα ιδιωτικής φύσεως και όχι επίσημο έγγραφο που συντάχθηκε και μεταφράστηκε από ένα δικηγόρο ονόματι MD Jahangir Hossain, διορισμένο από τον Αιτητή και την οικογένειά του. Επιπρόσθετα, εντοπίζονται στο έγγραφο λεκτικά και συντακτικά λάθη τα οποία, πέραν του ότι το καθιστούν δυσνόητο, πλήττουν περαιτέρω την αξιοπιστία του (ερυθρά 171 και 168 του Δ.Φ.). Συνάμα παρατηρώ ότι το περιεχόμενο του εγγράφου δεν είναι συμβατό με τις δηλώσεις του Αιτητή καθότι ουδέποτε ο Αιτητής αναφέρθηκε  στα εν λόγω αδικήματα αλλά ούτε και για την συνάντηση που είχε στις 08/01/2015, όπου τόσο ο Αιτητής όσο και άλλα άτομα, συνωμοτήσαν εναντίον της κυβέρνησης, σαμποτάραν τις επικείμενες εκλογές της Εθνοσυνέλευσης σε κανένα στάδιο της διαδικασίας.  Αντιθέτως οι ισχυρισμοί του περί πολιτικών προβλημάτων πλήττονται από αοριστία και έλλειψη συνοχής ενώ προκύπτουν εύλογα ερωτήματα ως προς την αληθοφάνεια των ισχυρισμών του. Ο Αιτητής αδυνατεί από τα ενώπιον μου στοιχεία να παρουσιάσει το αφήγημα του με λεπτομέρεια και συνοχή ενώ οι απαντήσεις του, - ότι δηλαδή κινδυνεύει λόγω πολιτικών προβλημάτων – πάσχουν από προφανή έλλειψη λεπτομερειών και συνεκτικότητας, στερούνται δε λογικής συνάφειας και εύλογα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως γενικές και αόριστες πλήττοντας ανεπανόρθωτα την εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού.

Επισημαίνω ότι τα έγγραφα που προσκομίζονται ως αποδεικτικά στοιχεία σε αίτηση διεθνούς προστασίας, αξιολογούνται με βάση τη νομολογία και τα πρότυπα του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του αιτητή και (α) τη συνάφειά τους με συγκεκριμένο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό, (β) την ύπαρξη συγκεκριμένου τύπου εγγράφου σύμφωνα με τις γενικές πληροφορίες της χώρας καταγωγής, (γ) το περιεχόμενο του εγγράφου, με την έννοια του αν αυτό είναι συμβατό με τις δηλώσεις του αιτητή, αν είναι ακριβές αντίγραφο και αν αποτελεί άμεση μαρτυρία ενός συγκεκριμένου ουσιώδους πραγματικού περιστατικού, (δ) τον τύπο του εγγράφου, προς αξιολόγηση της γνησιότητάς του, (ε) τη φύση του εγγράφου, αν δηλαδή προσκομίζεται στην πρωτότυπη μορφή του ή σε αντίγραφο.[7] Ως αναφέρεται στον Πρακτικό Οδηγό της EASO «Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων»:[8]

«Τα έγγραφα πρέπει να εξετάζονται από κοινού με άλλα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζονται για να τεκμηριώσουν το συγκεκριμένο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό το οποίο προορίζονται να στηρίξουν, καθώς και με άλλα στοιχεία της αξιολόγησης της αξιοπιστίας. Κάθε έγγραφο πρέπει να αξιολογείται με τον ίδιο τρόπο όπως και οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Δεν πρέπει να απορρίπτεται η βαρύτητα ενός εγγράφου χωρίς να παρέχονται οι λόγοι για τους οποίους ο υπάλληλος κατέληξε στο εν λόγω συμπέρασμα με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία —ήτοι, συλλεγείσες αντικειμενικές πληροφορίες για τη χώρα σχετικά με την αξιοπιστία του εγγράφου, συνεκτιμώντας και άλλα συναφή αποδεικτικά στοιχεία.».

Περαιτέρω, στον Οδηγό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο «Δικαστική Ανάλυση: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου»,[9] αναφέρεται ότι οι αρχές που διέπουν την αξιολόγηση τόσο των γεγονότων και περιστάσεων όσο και των αποδεικτικών στοιχείων που έχει αναφέρει ή προσκομίσει ο αιτητής, περιλαμβάνουν την αξιολόγηση με βάση, μεταξύ άλλων, όλα τα συναφή στοιχεία και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων και των δηλώσεων του αιτητή. Σε κάθε περίπτωση, πριν από οποιαδήποτε αρνητική διαπίστωση, θα πρέπει να έχει παρασχεθεί στον αιτούντα η κατάλληλη ευκαιρία ώστε να δώσει εξηγήσεις ή να σχολιάσει τις σχετικές ανησυχίες.

Στη βάση των ανωτέρω και, εξετάζοντας εν προκειμένω το προσκομισθέν έγγραφο,  και σε σύγκριση με όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, κρίνω ότι αυτό δε μπορεί να γίνει αποδεκτό καθώς δε μπορεί να εξακριβωθεί η γνησιότητά του και σε κάθε περίπτωση το περιεχόμενο του εγγράφου, δεν είναι συμβατό με τις δηλώσεις του αιτητή καθότι ο Αιτητής ουδέποτε αναφέρθηκε στα εν λόγω περιστατικά και ως εκ τούτου δεν έχει καμία αποδεικτική αξία αφού φέρει σημαντικές αντιφάσεις και επομένως, δεν αυξάνει τις πιθανότητες επιτυχίας της αίτησης του Αιτητή. 

Συνεπώς, δεν πληρείται καμία υπό τις προϋποθέσεις του Άρθρου 16(3)(β), που όπως αναλύθηκε πιο πάνω εξετάζεται στα πλαίσια του δεύτερου σταδίου εξέτασης του παραδεκτού, και ως εκ τούτου και η τρίτη μεταγενέστερη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Βάσει μάλιστα του Άρθρου 16(3) (β), εφόσον καμία από τις δύο προϋποθέσεις που τίθενται σωρευτικά δεν πληρείται, η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης δεν προχωράει στο στάδιο εξέτασης της ουσίας των ισχυρισμών.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, όπως τα έχω αναλύσει και πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ενόψει την κατάληξης μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, καμία διαταγή για έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή είναι απαράδεκτη.

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Βλ. Υπόθεση ΕΔΑΔ, CRUZ VARAS AND OTHERS κατά Σουηδίας , Αριθ. Αιτ. 15576/89 ημερ. 22/3/1991 Παρ. 73

[2] Βλ. ΕΑΣΟ- Πρακτικός οδηγός για τις μεταγενέστερες αιτήσεις 16 /12/ 2021 σελίδα 27

https://euaa.europa.eu/el/publications/praktikos-odigos-gia-tis-metagenesteres-aitiseis

 

[3] Βλ. απόφαση ΕΔΑΔ SAID v. THE NETHERLANDS  05/07/2005 Παρ. 53.

[4] Βλ. Αποφάσεις ΕΔΑΔ, JK and Others v Sweden, 23/08/2016.  Παρ.  93;  και , RH v Sweden, 01/02/2016 Παρ.. 58

[5]  The Special Powers Act 1974 (ACT NO. XIV OF 1974), άρθρα 15 (1) (3) και 25D.

Διαθέσιμο στο: http://bdlaws.minlaw.gov.bd/act-details-462.html (τελευταία πρόσβαση στις 24/04/2024).

[6]  The Explosive Substances Act 1908 (ACT NO. VI OF 1908), άρθρα 4 και 6.

Διαθέσιμο στο: http://bdlaws.minlaw.gov.bd/act-details-87.html (τελευταία πρόσβαση στις 24/04/2024).

[7] Πρακτικός οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, Σειρά πρακτικών οδηγών της EASO, Μάρτιος 2015, σ. 14-15, διαθέσιμο στο: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/PG%20Evidence%20Assessment%20-%20EL.pdf

[8] Ibid, αριθμός 3, σελίδα 15.

[9] UAA, Δικαστική Ανάλυση: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 2018, σελ. 108, διαθέσιμο στο: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/EASO-Evidence-and-Credibility-Assessment-JA-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο