ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                                      Υπόθεση Αρ.:  Τ2462/23

 

29 Απριλίου, 2024

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

P.B.

 

Αιτητής

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Μ. Μαυρονικόλας (κος) για Αλ. Ταχέρ Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για τον Αιτητή

[Παρούσες η κα. S. Habib για πιστή μετάφραση από τα Ελληνικά στα Αγγλικά και αντίστροφα και η κα. A. Aarsala για πιστή μετάφραση από τα Nepali στα Ελληνικά και αντίστροφα]

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 14/08/2023, η οποία του γνωστοποιήθηκε αυθημερόν και με την οποία τον πληροφορούν ότι απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον Αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας διαδικαστικοί κανονισμοί του 2019. Tα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας του Νεπάλ και στις 11/09/2020 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 09/09/2021, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 11/09/2021, ετοίμασε Έκθεση Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στις 19/09/2021, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Στις 08/10/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε από τον Αιτητή στις 12/11/2021.

Ακολούθως, στις 03/12/2021, ο Αιτητής, μέσω συνηγόρου, καταχώρησε την προσφυγή με αριθμό 8316/2021 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. Στις 24/01/2023, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας εξέδωσε απορριπτική απόφαση για την Αίτηση του Αιτητή.

Στη συνέχεια, στις 24/03/2023, ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για επανεξέταση του αιτήματος του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 02/08/2023, αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία. Στις 04/08/2023, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενεργώντας για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου Λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που αφορούσε την εισήγηση όπως η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή να κριθεί  απαράδεκτη. Στις 14/08/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή, η οποία αυθημερόν δόθηκε δια χειρός στον Αιτητή. Στη συνέχεια, εναντίον της εν λόγω απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας, ο Αιτητής, μέσω των δικηγόρων του, παραθέτει τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης: 1. Μη δέουσα έρευνα, 2. Η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη, 3. Η απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, 4. Δεν εξετάστηκαν οι προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία, 5. Η προσβαλλόμενη αντιβαίνει στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο και/η στις Οδηγίες της ΕΕ και/ή στις διεθνείς συμβάσεις που υπέγραψε η Κυπριακή Δημοκρατία από τις οποίες και δεσμεύεται, 6. Παραβίαση δικαιώματος ακρόασης, 7. Παραβίαση αρχής αναλογικότητας, 8. Παράλειψη άσκησης διακριτικής ευχέρειας και 9. Υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.

Στην υπό εξέταση υπόθεση σύμφωνα με τον κανονισμό 3(ε) του Περί Ίδρυσης και λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας διαδικαστικοί κανονισμοί του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των Καθ' ων η Αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία. Συνεπώς, λαμβάνω υπόψη τα όσα ο Αιτητής αναφέρει επί της ενώπιον μου διαδικασίας.

TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο.  Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο.  Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή.

Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:

«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

Το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

[...]»

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση της αίτησης προκειμένου να εξακριβώσω αν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση λαμβανομένου υπ' όψιν ότι σύμφωνα με τον Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλές συμπέρασμα (βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσο το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέγει και εξετάζει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή η οποία αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην πρόσφατη υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).

Ως εκ τούτου, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3) (α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου.  Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II και περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».

Άρα, λοιπόν, το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, υπό το άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχει μόνο κατά πόσον, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και αφού κρίνει επί του κατά πόσο προέκυψαν τα εν λόγω νέα στοιχεία η απόφαση θα πάσχει και θα ακυρωθεί. Επομένως, στα πλαίσια αποτελεσματικής πρόσβασης του Αιτητή στη δικαιοσύνη, το δικαστήριο δεν προχωρά καθ' εαυτό σε ουσιαστική εξέταση τους, όπως προνοεί το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16(Δ) (3) (β), αφού για να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του Αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχει απόφαση από το διοικητικό όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα του Αιτητή σε πρώτο βαθμό, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση/Εισήγηση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από το διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε από κοινού με το Υπόμνημα κατά το στάδιο των διευκρινίσεων στην παρούσα προσφυγή, ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος Νεπάλ. Κατά την υποβολή της αρχικής του αίτησης για διεθνή προστασία, υποστήριξε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για το λόγο του ότι τσακώθηκε με έναν άντρα και κατόπιν του τσακωμού, ο άντρας αυτός, τον έψαχνε παντού για να τον σκοτώσει αλλά και επειδή ήθελε να σπουδάσει (βλ. ερυθρό 1 του Δ.Φ.).  Κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ανέφερε ότι εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές με διαβατήριο και φοιτητική άδεια (ερυθρό 29 2Χ - 3Χ του Δ.Φ.).  Δήλωσε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του λόγω των διαφορών που αντιμετώπιζε με έναν άντρα αλλά και της ανάγκης του να μεταβεί σε άλλη χώρα για να σπουδάσει (ερυθρό 28 4Χ - 5Χ του Δ.Φ.). Σχετικά με τις διαφορές που είχε με αυτόν τον άντρα, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του πήρε δάνειο από εκείνον και ότι με το που ήρθε να ζητήσει πίσω τα χρήματα, τσακώθηκαν, με αποτέλεσμα να χτυπήσουν και οι δυο (δανειστής και αιτητής).  Ο Αιτητής ανέφερε ότι τον ενημέρωσαν ότι ο δανειστής μεταφέρθηκε στην εντατική θεραπεία και ότι ανοίχτηκε υπόθεση εναντίον του (ερυθρό 28 7Χ του Δ.Φ.).  Σε ερωτήσεις σχετικές με την υπόθεση αυτή, ανέφερε ότι η υπόθεση ανοίχτηκε 2-3 μέρες μετά το περιστατικό του τσακωμού του με το δανειστή του πατέρα του και ότι όντως αφορούσε το περιστατικό αυτό (ερυθρό 26 1Χ του Δ.Φ.). Ερωτηθείς ως προς το πως τον άφησαν να φύγει από τη χώρα καταγωγής του, αφού - ως ισχυρίστηκε -  εκκρεμούσε υπόθεση εναντίον του, απάντησε ότι δεν γνώριζε και ότι με το που έλαβε τη φοιτητική άδεια, έφυγε από τη χώρα (ερυθρό 26 2Χ του Δ.Φ.).

Η αρμόδια λειτουργός έκρινε ότι, παρά την ικανοποιητική αξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν στην εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του, ήτοι σπουδές και οικονομικοί λόγοι, εντούτοις οι ισχυρισμοί του δεν ενέπιπταν στους λόγους της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στους περί Προσφύγων Νόμους 2000-2020(ερυθρά 34 – 33 του Δ.Φ.).  Σημείωσε δε ότι μπορεί ο Αιτητής, κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, να ανέφερε ότι διωκόταν από το δανειστή του πατέρα του εξαιτίας ενός τσακωμού, όμως, δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές απαντήσεις ώστε να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό αυτό και ο ισχυρισμός δεν μπορούσε να διερευνηθεί μέσω εξωτερικών πηγών λόγω του προσωπικού του χαρακτήρα  (ερυθρά 35 – 34 του Δ.Φ.). Τέλος, η αρμόδια λειτουργός εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή (ερυθρό 33 του Δ.Φ.).

Η πρωτοβάθμια απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επικυρώθηκε με την απόφαση ημερομηνίας 24/01/2023 του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στην προσφυγή με αριθμό 8316/2021.

Με τη μεταγενέστερη αίτησή του η οποία υπεβλήθη στις 24/03/2023, ο Αιτητής κατέγραψε ότι ενόσω ζούσε στη χώρα καταγωγής του, δεχόταν συνεχώς απειλές κατά της ζωής του. Ισχυρίστηκε δε ότι πρόσφατα γνώρισε και ερωτεύτηκε μια κοπέλα από άλλη κάστα και ότι αν επέστρεφαν στο Νεπάλ, δεν θα τους άφηναν να παντρευτούν για το λόγο του ότι ανήκαν σε διαφορετικές κάστες.  Ακόμη, ανέφερε ότι τους απείλησαν ότι σε περίπτωση επιστροφής τους, θα τους χώριζαν και θα σκότωναν τον Αιτητή.  (ερυθρό 64 του Δ.Φ.)

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκρινε ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποτελούσαν νέα στοιχεία που να αύξαναν τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε τους λόγους για τους οποίους δεν ανέφερε τα στοιχεία αυτά κατά την προηγούμενη αίτησή του και άρα, λόγω δικής του υπαιτιότητας, δεν υπέβαλε τα στοιχεία αυτά.  Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή κρίθηκε ως απαράδεκτη με βάση τα άρθρα 12Βτετράκις(2)(δ) και 16Δ(3)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Έχοντας εξετάσει με προσοχή το διοικητικό φάκελο του Αιτητή όπως και τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτόν, κρίνω ότι ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή πρωτίστως και υπό το φως βεβαίως και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, αφού δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β) ήτοι (ίί) ικανοποιείται πως ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος,».

Παρατηρώ ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι πρόσφατα γνώρισε και ερωτεύτηκε μια κοπέλα από άλλη κάστα και ότι αν επέστρεφαν στο Νεπάλ, θα τους χώριζαν και θα σκότωναν τον Αιτητή, (φαίνεται να) αποτελούσε νέο στοιχείο, αφού δεδομένου των όσων προέβαλε στην αίτηση και στη συνέντευξή του, ο ισχυρισμός αυτός δεν προϋπήρχε του αιτήματός του. Ωστόσο, βάσει των όσων ανέφερε κατά τη διάρκειά της ενώπιον μου διαδικασίας, ο ισχυρισμός αυτός δεν αποτελούσε νέο στοιχείο, αφού όταν ερωτήθηκε σχετικά με το πόσο καιρό έβγαινε με αυτή την κοπέλα, απάντησε 4 χρόνια. Ο Αιτητής υπέβαλε την αρχική αίτηση ασύλου του στις 11/09/2020 και η ακροαματική διαδικασία διεξήχθη στις 23/10/2023 και επομένως ο Αιτητής γνώριζε την κοπέλα αυτή 1 και πλέον χρόνο πριν την υποβολή της αρχικής του αίτησης.  Ζητηθείς να αναφέρει για ποιο λόγο δεν αναφέρθηκε σε αυτή τη σχέση κατά τη διάρκεια της συνέντευξης επί της αρχικής του αίτησης, απάντησε ότι δεν το ανέφερε επειδή ήταν στην αρχή της σχέσης τους. Ως εκ τούτου, από τα όσα ανέφερε ενώπιον μου κατά την ακροαματική διαδικασία εύλογα προκύπτει ότι ο Αιτητής μπορούσε να επικαλεστεί τα εν λόγω στοιχεία κατά την εξέταση της προγενέστερης αίτησης του αλλά και με την προσφυγή του κατά της απορριπτικής απόφασης επί της αρχικής του αίτησης, αφού η σχέση αυτή προϋπήρχε του αιτήματος του για διεθνή προστασία. Στοιχεία τα οποία ήταν στην διάθεση του αιτούντος ή ισχυρισμοί που μπορούσαν να είχαν προβληθεί, θεωρούνταν ως νέα, εάν ο αιτών προέβαλε βάσιμους λόγους για τη μη προσκόμισή/προβολή τους σε εκείνο το στάδιο[1].

Το άρθρο 40 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ επιτρέπει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφοι 2 και 3 κατά την προηγούμενη διαδικασία, ιδίως με την άσκηση του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 46. Αυτή η συγκεκριμένη διάταξη αναγνωρίζει ότι μπορεί να υπάρξουν αντικειμενικές ή υποκειμενικές καταστάσεις στις οποίες ο αιτών δεν μπορεί να παρουσιάσει ορισμένα στοιχεία της υπόθεσής του. Στην παρούσα υπόθεση του Αιτητή δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία ότι προκύπτουν τέτοιες αντικειμενικές ή υποκειμενικές καταστάσεις στις οποίες ο αιτών δεν μπορούσε να παρουσιάσει τα εν λόγω στοιχεία της υπόθεσής του ούτε ο Αιτητής προέβαλε ενώπιον μου τέτοιους συγκεκριμένους ισχυρισμούς. Συνεπώς, κρίνω πως τα παραπάνω στοιχεία που προβλήθηκαν με τη μεταγενέστερη του αίτηση δεν ήταν νέα και ουσιώδη στοιχεία και κατά συνέπεια ορθώς δεν έχρηζαν περαιτέρω εξέτασης καθότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β)(ίί) του περί Προσφύγων Νόμου.

Επίσης, διαπιστώνω από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ότι ο Αιτητής στα διάφορα στάδια εξέτασης του αιτήματός του για Διεθνή Προστασία παρουσίασε ως λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του οικονομικού περιεχομένου λόγους και ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς περί δίωξης του από ένα δανειστή του πατέρα του χωρίς ωστόσο να αναφέρει, αν και του δόθηκε η ευκαιρία, κάποιον άλλο κίνδυνο που πιθανόν να αντιμετώπιζε στη χώρα καταγωγής του.

Σε κάθε περίπτωση παρατηρώ ότι οι λόγοι που αναφέρει ο Αιτητής δεν αυξάνουν με οποιοδήποτε τρόπο τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθώς δεν τεκμηριώνουν συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό του για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου). Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν ο Αιτητής  επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

Ο Αιτητής δεν προσέφερε οποιοδήποτε νέο στοιχείο το  οποίο να αποδεικνύει  τα προβλήματα που αντιμετωπίζει εξαιτίας της σχέσης του που να δικαιολογούν τον φόβο του ότι αντιμετωπίζει σοβαρή και πραγματική απειλή δίωξης. Οι γενικοί  και ατεκμηρίωτοι ισχυρισμοί του περί πιθανού κινδύνου δίωξης του λόγω της σχέσης του με αυτή την κοπέλα, δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη δικαιολογημένου φόβου δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.

Ο Αιτητής επί της μεταγενέστερης του Αίτησης προβάλλει μια γενική χωρίς συνοχή αφήγηση χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε συγκεκριμενοποιήσει αναφορικά με τον φόβο δίωξης του και τις υποτιθέμενες απειλές που είχε δεχθεί από κάποια άτομα λόγω του ότι σύναψε σχέση με μια κοπέλα από άλλη κάστα. Οι  δηλώσεις του αν και εκ πρώτης όψεως «φαίνεται» να πρόκειται για νέο στοιχείο καθότι δεν προβλήθηκε σε προηγούμενη διαδικασία, δεν αρκούν ώστε δυνητικά να μεταβάλουν το συμπέρασμα των Καθ’ ων και απόρριψης της αίτηση του Αιτητή κατά το στάδιο του παραδεκτού καθότι και από τα ενώπιον μου στοιχεία εντός του διοικητικού φακέλου δεν προκύπτει οτιδήποτε στοιχείο, ικανό να θεμελιώσει οποιοδήποτε ουσιαστικό ισχυρισμό κατά τρόπο που να παραπέμπει σε πραγματικό βιωματικό περιστατικό ούτε ασκεί οποιαδήποτε επιρροή στη θεμελίωση του αιτήματός του για διεθνή προστασία. Επιπλεόν ο Αιτητής δεν παραθέτει οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο να στηρίζει τους εν λόγω προβαλλόμενους ισχυρισμούς ή και να στηρίζει την εν λόγω δίωξη που επικαλείται.

Το βάρος απόδειξης αρχικά είναι στον αιτούντα άσυλο αποδείξει τα γεγονότα που στηρίζουν το αίτημά του και να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του σύμφωνα το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).

Συγχρόνως και σύμφωνα με πάγια νομολογία του παρόντος Δικαστηρίου αόριστες αναφορές σε κινδύνους ζωής όπως αόριστα στην προκειμένη περίπτωση προβάλλει ο Αιτητής, χωρίς στοιχειοθετημένους και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς, δεν μπορούν να  θεμελιώσουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

Ούτε στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν επικαλείται ειδικώς ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής (βλαπόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32) δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής της (βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου).  Ούτε εξάλλου προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητής, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή (βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43).

Με βάση λοιπών το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι  οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά τη λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία  όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας αλλά και η αιτιολογία αυτής είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, με αναφορά στους ισχυρισμούς που προέβαλε ο Αιτητής και υπαγωγή τους στη σχετική εφαρμοστέα νομοθεσία. Η προσβαλλόμενη δια της παρούσης προσφυγής απόφαση είναι δια τούτο θεωρώ προϊόν δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας - αφού οι Καθ' ων η αίτηση πραγματεύτηκαν όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή στο πλαίσιο της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης και υπήγαγαν αυτούς στις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, ως πιο πάνω καταγράφεται, και είναι περαιτέρω πλήρως και σαφώς αιτιολογημένη.

Σημειώνεται συναφώς το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 27.5.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022), δυνάμει του οποίου η χώρα καταγωγής του Αιτητή ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα ιθαγενείας, χωρίς εν προκειμένω ο τελευταίος να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία, που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας.

Υπό το φως των ανωτέρω, ορθώς η μεταγενέστερη αίτηση του κρίθηκε ως απαράδεκτη κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασής της.

 Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται  με €500 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

 Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                         

 

 



[1] Βλ. ΕΑΣΟ- Πρακτικός οδηγός για τις μεταγενέστερες αιτήσεις 16 /12/ 2021 σελίδα 27

https://euaa.europa.eu/el/publications/praktikos-odigos-gia-tis-metagenesteres-aitiseis

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο