ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.1047/23

 

23 Απριλίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Μ. Ο. Κ.

                                                                                                            Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Δ. Κυριάκου Ζησιμοπούλου, δικηγόρος για Αιτητή

Κα Μ. Τρεμούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η   Α Π Ο Φ Α Σ Η 

Αίτηση ημ.09/02/24 για Προσαγωγή Μαρτυρίας

 

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του επιδόθηκε στις 24/03/23, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Μετά την καταχώρηση ενστάσεως από τους καθ’ ων η αίτηση και τη καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων εκατέρωθεν, ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση, δια της οποίας αιτείται άδεια για να προσαγάγει μαρτυρία με τη μορφή του Υποδείγματος Ένορκης Δήλωσης (στο εξής ΥΕΔ), ως αυτό συνάπτεται αυτούσιο ως Τεκμήρια 1, 2 και 3 (ΥΕΔ στα Ελληνικά, ΕΔ μετάφρασης και Γαλλική ΥΕΔ, αντίστοιχα) επί της ενόρκου δηλώσεως (στο εξής ΕΔ) που τίθεται προς υποστήριξη αιτήσεως. Σημειώνεται ότι η παρούσα αίτηση ορίστηκε σε δικάσιμο κατά την οποία η κυρίως αίτηση είχε οριστεί για διευκρινήσεις.

Ο ενόρκως δηλών στην παρούσα ενδιάμεση αίτηση, δικηγόρος του αιτητή επί της κυρίως αιτήσεως, αναφέρει ότι έχει εξουσιοδοτηθεί προς τούτο εξ αυτού και έχει πλήρη γνώση των γεγονότων που την αφορούν. Η μαρτυρία για την προσαγωγή της οποίας ζητείται άδεια είναι αναγκαία εφόσον δια της προτεινόμενης να καταχωρηθεί ενόρκου δηλώσεως, όπου ενόρκως δηλών είναι ο αιτητής, επισυνάπτονται, «ένταλμα σύλληψης/ προσαγωγής» του αιτητή και «έγγραφο με τίτλο “καταζητούμενο πρόσωπο”», καθώς και μεταφράσεις των δύο αυτών εγγράφων στην ελληνική γλώσσα. Εκ των δύο αυτών τεκμηρίων, τα όποια, ως αναφέρει ο ενόρκως δηλών, «ήρθαν τώρα στην κατοχή του αιτητή από συγγενικό του πρόσωπο καθώς ήταν πολύ δύσκολο να ανευρεθούν», θεμελιώνεται η αξιοπιστία των ισχυρισμών του αιτητή και αυξάνουν «κατά πολύ τις πιθανότητες του αιτητή» (να του χορηγηθεί διεθνής προστασία). Τέλος αναφέρει ότι, σε  περίπτωση που επιτραπεί η προσαγωγή της μαρτυρίας αυτής, η οποία «είναι ορθό, δίκαιο και αναγκαίο» να επιτραπεί, «ο αιτητής είναι σε θέση να αντεξεταστεί» από τους καθ’ ων η αίτηση.

Στο ΥΕΔ, για το οποίο ο αιτητής αιτείται άδειας όπως προσαγάγει, επισυνάπτονται τα ως αναφερόμενα έγγραφα και αναφέρονται επιγραμματικά οι ισχυρισμοί του, ως είχε αυτός αναφέρει και στους καθ’ ων η αίτηση κατά τη συνέντευξη που έγινε, ότι ο οδηγός, τον οποίο είχε προσλάβει ο αιτητής για να οδηγεί το ταξί του, απεβίωσε σε αυτοκινητιστικό ατύχημα και η οικογένεια του απειλεί τον αιτητή γι’ αυτόν τον λόγο. Περαιτέρω, ως λέγει, ο ίδιος καταζητείται από τις αρχές της χώρας του για την εμπλοκή του στο ατύχημα προς διερεύνηση τυχόν ανάμιξης του σε ανθρωποκτονία εξ αμελείας.

Τα ανωτέρω συνοψίζουν την μαρτυρία για την οποία ζητείται άδεια να προσαχθεί και τα επ’ αυτού επιχειρήματα του αιτητή.

Οι καθ’ ων η αίτηση ενίστανται στην αίτηση και αναφέρουν ότι δεν καταδεικνύεται η σχετικότητα των στοιχείων των οποίων επιχειρείται προσαγωγή με τα επίδικα δια της προσφυγής θέματα, δεν συγκεκριμενοποιούνται αυτά επαρκώς, σε αντίθεση με την νομολογία επί του ζητήματος προσαγωγής μαρτυρίας και ότι, ακόμα και δεδομένης της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο των ενώπιον του στοιχείων και δεδομένων, ουδείς σκοπός εξυπηρετείται δια της προσαγωγής της μαρτυρίας που επιχειρεί ο αιτητής. Σημειώνουν δε ότι η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε με μεγάλη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αφότου η κυρίως αίτηση είχε οριστεί για διευκρινήσεις.

Στις εκατέρωθεν γραπτές αγορεύσεις οι συνήγοροι των μερών αναπτύσσουν περαιτέρω τα ως άνω εκατέρωθεν επιχειρήματα και παραθέτουν νομολογία προς υποστήριξη των ως άνω ισχυρισμών. Δεν κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ στην κατ’ ιδίαν επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται από τους συνηγόρους στα πλαίσια των αγορεύσεων τους πέραν όπου τούτο κριθεί απαραίτητο για τους σκοπούς εξέτασης της παρούσης αιτήσεως, στη βάση της πάγιας θέσης της νομολογίας και δεδομένης της εξουσίας του Δικαστηρίου για έλεγχο που εκτείνεται σε εξ υπαρχής και επί της ουσίας εξέταση της προσβαλλόμενης πράξης.

Προτού προχωρήσω σημειώνω ότι η σχετικότητα της επιχειρούμενης να προσαχθεί μαρτυρίας είναι βεβαίως αυταπόδεικτη εν προκειμένω καθότι συνίσταται σε έγγραφα τα οποία συναρτώνται άμεσα με τους ισχυρισμούς του αιτητή περί διώξεως του λόγω του θανάτου οδηγού ο οποίος εργαζόταν γι’ αυτόν.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό περί καθυστέρησης στην υποβολή της υπό κρίση αιτήσεως παρατηρώ ότι ουδείς εκ των μερών κάνει αναφορά στο κ.10 (α) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως τροποποιήθηκε μετά την πρόσφατη τροποποίηση του τον Σεπτέμβριο 2022 και εφαρμόζεται για προσφυγές που, ως η παρούσα, καταχωρήθηκαν μετά τις 19/09/22.

Στον ως άνω κανονισμό σημειώνεται ρητώς ότι, προκειμένου να δοθεί άδεια προσαγωγής μαρτυρίας τα οποία δεν επισυνάφθηκαν στην προσφυγή κατά τη καταχώρηση της, θα πρέπει το Δικαστήριο να ικανοποιηθεί ότι «πρόκειται για έγγραφα ή στοιχεία ή μαρτυρία, τα οποία άνευ δικής του υπαιτιότητας, ο αιτητής αδυνατούσε να υποβάλει κατά το προηγούμενο στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή κατά την καταχώρηση της προσφυγής του σύμφωνα με τον κανονισμό 3(β), και […] είναι συναφή με τα επίδικα θέματα της υπόθεσης.»

Η αίτηση καταχωρήθηκε περί τους 10 μήνες μετά την καταχώρηση της με τον ως άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής, αφότου τα δικόγραφα είχαν ολοκληρωθεί (είχε δοθεί δύο φορές χρόνος για καταχώρηση απαντητικής, ο οποίος παρήλθε άπρακτος) και η υπόθεση είχε οριστεί στις 09/02/24 για Διευκρινήσεις. Τα έγγραφα των οποίων ζητείται η προσαγωγή φέρουν ημερομηνία σύνταξης τις 30/04/21 και 12/12/21, ήτοι 8 και 14 μήνες αντίστοιχα, προτού καταχωρηθεί η παρούσα αίτηση. Για την ως άνω καθυστέρηση το μόνο που αναφέρει ο ενόρκως δηλών στην ΕΔ που υποστηρίζει την επίδικη ενδιάμεση αίτηση είναι πως τα έγγραφα των οποίων επιχειρείται η προσαγωγή «ήρθαν τώρα στην κατοχή του αιτητή από συγγενικό του πρόσωπο καθώς ήταν πολύ δύσκολο να ανευρεθούν» (παρ.2 ΕΔ).

Είναι σαφές, εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του κ.10 (α) και 3 (β) του Δικαστηρίου ότι ο αιτητής έχει κάθε δικαίωμα να προσάγει κάθε μαρτυρία σχετική με τους στην επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας ισχυρισμούς του. Τούτο όμως δεν είναι ανεξέλεγκτο, αλλά υπόκειται, ευλόγως, σε προϋποθέσεις και περιορισμούς που σκοπό έχουν, αφενός την απρόσκοπτη συνέχιση της διαδικασίας και την ολοκλήρωση της το ταχύτερο δυνατόν, και, αφετέρου, το να μην καταλήγει η διαδικασία της προσφυγής να είναι κατ’ ουσία μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας παρά δευτεροβάθμια εξέταση της επίδικης 1ης αιτήσεως διεθνούς προστασίας.

Παρεμφερώς με τα ως άνω, στην απόφαση του ΔΕΕ στην C-652/16 Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801, αναφέρεται ότι: «Το άρθρο 46, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, συνδυαζόμενο με την αναφορά σε ένδικο βοήθημα στο άρθρο 40, παράγραφος 1, της οδηγίας, έχει την έννοια ότι το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης περί μη χορηγήσεως διεθνούς προστασίας υπέχει καταρχήν την υποχρέωση να εξετάσει, ως «νέο διάβημα» και αφού ζητήσει την εξέτασή τους από την αποφαινόμενη αρχή, τους λόγους χορήγησης διεθνούς προστασίας οι οποίοι, μολονότι σχετίζονται με τα γεγονότα ή τις απειλές που φέρονται να έχουν συμβεί πριν από την έκδοση της απόφασης ή ακόμη και πριν από την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, προβλήθηκαν εντούτοις για πρώτη φορά κατά τη διαδικασία της προσφυγής. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαστήριο δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση αν διαπιστώσει ότι οι λόγοι αυτοί ή τα στοιχεία αυτά προβλήθηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της προσφυγής ή δεν προβλήθηκαν κατά τρόπον αρκούντως συγκεκριμένο ώστε να μπορούν να εξεταστούν δεόντως, ή ακόμη, προκειμένου περί πραγματικών στοιχείων, αν διαπιστώσει ότι τα στοιχεία αυτά δεν είναι σημαντικά ή δεν διαφέρουν επαρκώς από τα στοιχεία που ήδη έλαβε υπόψη της η αποφαινόμενη αρχή.»

Άλλωστε, οι εύλογοι περιορισμοί στη δικονομική ελευθερία προώθησης της προσφυγής ενός αιτητή δεν είναι ξένη στη νομολογία επί της δικονομίας του διοικητικού δικαίου της Δημοκρατίας. Σχετικά, στη Βαρδιάνος v Richards (1998) 1 Α.Α.Δ 698, ημ.04/04/98, λέχθηκε ότι «[α]πό τη συμμόρφωση προς τα χρονοδιαγράμματα αυτά εξαρτάται η απρόσκοπτη απονομή της δικαιοσύνης και συνακόλουθα το κύρος της.».

Εκ του απαυγάσματος της ως άνω παρεμφερούς νομολογίας και του κ.10 (α), ο οποίος και ρυθμίζει το δικαίωμα του αιτητή να προσάγει νέα μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, συνάγεται ότι το δικαίωμα αυτό – αν και παρέχεται δεόντως σε κάθε αιτητή – υποβάλλεται στους περιορισμούς που στον εν λόγω κανονισμό ρητώς αναφέρονται. Σημειώνω δε και τονίζω ότι η ανάγκη για αιτιολόγηση της καθυστέρησης γίνεται έτι επιτακτικότερη – και συνεπώς επιβάλλει την σχολαστικότερη αναφορά στους λόγους που οδήγησαν στην καθυστερημένη υποβολή της αιτήσεως – όσο προχωρά η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, ιδίως δε όταν η υπόθεση έχει ήδη οριστεί για διευκρινήσεις, κατόπιν συμπλήρωσης των δικογράφων εκατέρωθεν.

Οιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα άφηνε ανοικτό το ενδεχόμενο ο αιτητής να προχωρεί κατά το δοκούν, σε οιονδήποτε στάδιο της διαδικασίας, σε αιτήσεις ως η παρούσα, με ότι αυτό συνεπάγεται, χωρίς τη στοιχειώδη αιτιολόγηση του γιατί δεν ήταν σε θέση να πράξει τούτο προηγουμένως.

Είναι κατάληξη μου ότι η εν πολλοίς αόριστη αναφορά περί δυσκολίας ανεύρεσης των εγγράφων που επιθυμεί να προσαγάγει, η οποία εκφράζεται με τη λακωνική αναφορά ότι αυτά «ήρθαν τώρα στην κατοχή του αιτητή από συγγενικό του πρόσωπο καθώς ήταν πολύ δύσκολο να ανευρεθούν» (παρ.2 ΕΔ), δεν είναι αρκετή. Εν προκειμένω ελλείπει παντελώς οιαδήποτε αναφορά σχετικά με το που οφείλεται η δυσκολία ανεύρεσης, δεδομένου ότι τα έγγραφα φέρουν ημερομηνία συντάξεως κατά πολύ παλαιότερη της υπό κρίση αίτησης, ποιες προσπάθειες έγιναν και πως εν τέλει εξασφαλίστηκαν από συγγενικό πρόσωπο του αιτητή, ως ο ενόρκως δηλών αναφέρει. Τα στοιχεία δε αυτά θεωρώ πως είχε υποχρέωση, έστω στοιχειωδώς, να αναφέρει ο αιτητής, προκειμένου να δύναται το Δικαστήριο να διαπιστώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει ο επίδικος κ.10.

Οι ως άνω ελλείψεις σφραγίζουν αναπόφευκτα και τη τύχη της παρούσης αιτήσεως.

Η αίτηση απορρίπτεται.

Έξοδα €300, καταβλητέα κατά το τέλος της διαδικασίας, επιδικάζονται υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο