ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Aρ.: 1106Α/24

(Παραπομπή Υπόθεσης αρ. 294/24

του Διοικητικού Δικαστηρίου)

 

26 Απριλίου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος 

Μεταξύ:

Α. S.

                                            

Aιτητή,

 

και 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργού Εσωτερικών

2. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ' ων η αίτηση

 .........

 

Κ. Γιαννακού (κα) και Ν. Ζένιου, για Α. Χρίστου και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για τον Αιτητή

 

Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους Δ.Δ.Δ.Δ.Π. Ο Αιτητής με τη παρούσα προσφυγής αιτείται την ακόλουθη θεραπεία:

«1.   Διαταγή ή/και Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, διά της οποίας η Απόφαση, ημερομηνίας 07/02/2024, των Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία αφορούσε διαταγή, όπως ο Αιτητής παραμένει υπό κράτηση, μέχρις ότου απελαθεί,  να κηρύσσεται άκυρη, παράνομή και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος ή/και

2.     Διαταγή ή/και Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου διά της οποίας να κηρύσσεται άκυρη, παράνομή και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος, η Απόφαση των Καθ’ων η Αίτηση, ημερομηνίας 07/02/2024, λόγω της παραβίασης της αρχής του δεδικασμένου (res judicata) ή/και

3.     Διαταγή ή/και Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να καθορίζεται δίκαιη και εύλογη θεραπεία ή/και αποζημίωση για αξιώσεις που δεν ικανοποιηθούν από τα όργανα, πρόσωπα ή αρχή ή/και

4.     Οποιανδήποτε άλλη Διαταγή ή/και Απόφαση το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιη ή/και εύλογή υπό τις περιστάσεις

5.     Έξοδα της παρούσας πλέον Φ.Π.Α. πλέον έξοδα επίδοσης.».

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως, όπως προκύπτουν από τα υποβληθέντα ενώπιόν μου έγγραφα: O Αιτητής κατάγεται από τη Συρία. Στις 3.4.2018, καταχωρίστηκε το έντυπο της αίτησής του για διεθνή προστασίας.  Περί τις 20.12.2019, εκδόθηκε απόφαση αναγνώρισης του Αιτητή ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως του 2019. Ως απότοκο της αναγνώρισής στον Αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας, εκδόθηκε άδεια παραμονής του στη Δημοκρατία, την οποία ο Αιτητής φαίνεται να ανανέωνε με ισχύ μέχρι τις 31.7.2025. Στις 23.8.2023, ο Αιτητής συνελήφθη από την αστυνομία στη Λεμεσό στο πλαίσιο διερεύνησης ποινικών αδικημάτων και κρατήθηκε στο πλαίσιο διατάγματος προσωποκράτησής του για περίοδο 8 ημερών. Στις 31.8.2023, εκδόθηκε εναντίον του Αιτητή διάταγμα απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και του άρθρου 29 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023. Αυθημερόν εκδόθηκε επίσης διάταγμα απέλασης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και του άρθρου 29 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023. Την ίδια ημερομηνία, με επιστολή ημερομηνίας 31.8.2023, η οποία απευθύνεται στον Αιτητή αυτός ενημερώνεται ότι έχει καταστεί παράνομος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και ότι έχουν εκδοθεί εναντίον του τα ανωτέρω διατάγματα κράτησης και απέλασης, τα οποία επισυνάπτονται στην εν λόγω επιστολή. Στο πλαίσιο της ίδιας επιστολής, ο Αιτητής ενημερώνεται ότι δεν θα απελαθεί στο Λίβανο. Ενημερώνεται τέλος για το δικαίωμά του για άσκηση προσφυγής του στο Διοικητικό Δικαστήριο (στο εξής: το ΔΔ) εντός 75 ημερών. Εναντίον του διατάγματος κράτησής του και της απόφασης κήρυξής του ως παράνομου μετανάστη, ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αριθμό 1578/23 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου και κατά του διατάγματος απέλασής του της προσφυγή υπ’ αριθμό 3260/23. Με την απόφασή του στη προσφυγή υπ’ αριθμό 1578/23, το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε ότι είναι αναρμόδιο να εξετάσει την απόφαση κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη ενώ επικύρωσε τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης. Εναντίον της εν λόγω απόφασης, ο Αιτητής καταχώρισε την έφεση υπ’ αριθμό 12/2024, της οποίας η εκδίκαση εκκρεμεί.  Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (στο εξής: το ΔΔΔΠ) με την απόφασή του στην προσφυγή υπ’ αριθμό 3260/23, ημερομηνίας 5.2.2024 ακύρωσε το διάταγμα απέλασης, διαπιστώνοντας παράβαση του δικαιώματος ακρόασης του Αιτητή. Στις 7.2.2024, ενώ ο Αιτητής τελούσε ακόμα υπό κράτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νέο διάταγμα κράτησης και νέο διάταγμα απέλασης της αυτής ημερομηνίας, τα οποία εκδόθηκαν επί της ίδιας νομικής βάσεως με τα προηγούμενα.

 

2.             Στις 22.2.2024, ο Αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αριθμό 295/2024 ενώπιον του ΔΔ κατά του διατάγματος κράτησης του Αιτητή ημερομηνίας 7.2.2024. Το ΔΔ με απόφασή του ημερομηνίας 22.3.2024, αποφάσισε να παραπέμψει, δυνάμει του άρθρου 12Β των  περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμων του 2015 έως (Αρ. 2) του 2023. (στο εξής: o περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος), την παρούσα προσφυγή προς εκδίκαση στο ΔΔΔΠ.

 

3.             Το παρόν Δικαστήριο, με οδηγίες του ημερομηνίας 5.4.2024, κάλεσε τους διαδίκους να τοποθετηθούν γραπτώς και προφορικώς επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας του, το οποίο αποφάσισε να εξετάσει προδικαστικώς, πριν προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της επίδικης απόφασης, επιφυλάσσοντας την απόφασης του επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας εξέτασης της παρούσας προσφυγής στις 16.4.2024.

 

Το νομικό πλαίσιο

Ενωσιακό Δίκαιο

4.             Το άρθρο 21 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (στο εξής: η Οδηγία 2011/95/ΕΕ), τιτλοφορείται «Προστασία από την επαναπροώθηση» και προβλέπει τα εξής:

«1.   Τα κράτη μέλη σέβονται την αρχή της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τις διεθνείς τους υποχρεώσεις.

2.   Οσάκις δεν απαγορεύεται από τις διεθνείς υποχρεώσεις της παραγράφου 1, ένα κράτος μέλος δύναται να επαναπροωθήσει πρόσφυγα, ανεξαρτήτως του αν αναγνωρίζεται επισήμως ως τέτοιος, όταν:

α)

υφίστανται εύλογοι λόγοι για να θεωρείται ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται· ή

 

β)

δεδομένου ότι έχει καταδικασθεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού εγκλήματος, συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία του κράτους μέλους αυτού.

3. Τα κράτη μέλη δύνανται να ανακαλούν, να τερματίζουν ή να αρνούνται να ανανεώσουν ή να χορηγήσουν την άδεια διαμονής πρόσφυγα επί του οποίου έχει εφαρμογή η παράγραφος 2.».

 

5.             Σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις (8) και (9) της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (στο εξής: η Οδηγία 2008/115/ΕΚ):

 

«(8)

 

Αναγνωρίζεται ότι είναι νόμιμο τα κράτη μέλη να επιστρέφουν τους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται δίκαια και αποτελεσματικά συστήματα ασύλου, τα οποία τηρούν πλήρως την αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

(9)

Σύμφωνα με την οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση για άσυλο σε ένα κράτος μέλος δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι διαμένει παράνομα στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους μέχρι να εκδοθεί απόφαση που να απορρίπτει την αίτηση, ή απόφαση που να του/της στερεί το δικαίωμα να διαμείνει ως αιτών άσυλο.».

 

6.             Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, με το τίτλο «Ευνοϊκότερες διατάξεις» ορίζει τα εξής:

 

«2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη διατάξεως ευνοϊκότερης για τους υπηκόους τρίτων χωρών που περιέχεται στο κοινοτικό κεκτημένο περί μετανάστευσης και ασύλου.».

 

7.             Το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας καθορίζει τα της απόφασης επιστροφής το άρθρο 8 αυτής τα της αποφάσεως απομάκρυνσης και το άρθρο 15 αυτής, τα της κράτησης ενόψει απομάκρυνσης.

 

Διεθνές Δίκαιο

8.              Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».

 

9.             Δυνάμει του Άρθρου 32  της Σύμβασης της Γενεύης

 « 1. Αι Συμβαλλόμεναι Χώραι δεν θα απελαύνουν πρόσφυγας νομίμως διαμένοντας επί του εδάφους αυτών, ειμή μόνον δια λόγους εθνικής ασφαλείας ή δημοσίας τάξεως. 2. Η απέλασις τοιούτου πρόσφυγος δεν θα πραγματοποιείται ειμή μόνον κατόπιν αποφάσεως λαμβανομένης συμφώνως προς την υπό της νομοθεσίας προβλεπομένην διαδικασίαν. - Εφ' όσον επιτακτικοί λόγοι εθνικής ασφαλείας δεν αντιτίθενται εις τούτο, οι πρόσφυγες θα δικαιούνται να προσάγουν αποδείξεις περί της αθωότητος αυτών, να προσφεύγουν και να παρίστανται προς τούτο ενώπιον αρμοδίων αρχών ή ενός ή πλειόνων προσώπων ειδικώς εντεταλμένων υπό της αρμοδίας αρχής. 3. Αι Συμβαλλόμεναι Χώραι θα παράσχουν εις τους ανωτέρω πρόσφυγας λογικάς προθεσμίας προς επιδίωξιν αδείας κανονικής εισόδου εις ετέραν χώραν. Αι Συμβαλλόμεναι Χώραι δύνανται να εφαρμόζουν, κατά τας προθεσμίας ταύτας, μέτρα εσωτερικής τάξεως οία ήθελον κριθή αναγκαία.».

 

Εθνικό Δίκαιο

(η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

10.          Οι παράγραφοι 1 και 1A του Άρθρου 146 του Συντάγματος προβλέπουν τα εξής:

«1. Tο Aνώτατον Συνταγματικόν Δικαστήριον, σε διά νόμου προβλεπομένη περίπτωση, κατά την οποία έφεση παραπέμπεται ενώπιόν του υπό του Εφετείου, κέκτηται ως νόμος ήθελε ορίσει, δικαιοδοσία να αποφασίζει επί τοιαύτης εφέσεως και το Εφετείο σε κάθε άλλη περίπτωση κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει επί εφέσεως κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου το οποίο έχει αποκλειστική δικαιοδοσία να αποφασίζει σε πρώτο βαθμό επί πάσης προσφυγής υποβαλλομένης κατ’ αποφάσεως, πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντων εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αυτή είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του Συντάγματος ή τον νόμον ή εγένετο καθ’ υπέρβασιν ή κατάχρησιν της εξουσίας της εμπεπιστευμένης εις το όργανον ή την αρχήν ή το πρόσωπον τούτο. Επιπροσθέτως, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσία να αποφασίζει, σε διά νόμου προβλεπομένη περίπτωση και ως νόμος ήθελε ορίσει, επί αποφάσεως εκδιδομένης  υπό του Εφετείου σε ενώπιόν του εκκρεμούσα έφεση κατά αποφάσεως Διοικητικού Δικαστηρίου.

1Α. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, νόμος ήθελε ορίσει περί της ίδρυσης, της δικαιοδοσίας και των εξουσιών Διοικητικού Δικαστηρίου.».

 

11.          Τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως (Αρ. 2) του 2023 (στο εξής: o περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του ΔΔΔΠ Νόμος), υπό το τον τίτλο «Δικαιοδοσία Δικαστηρίου», ορίζουν τα εξής:

«11.-(1) Κάθε δικαστής του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας ασκεί τις εξουσίες που ανατίθενται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από το Σύνταγμα, τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου εκάστοτε σε ισχύ νόμου.

(2) Το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αποφασίζει επί πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου.».

 

12.          Η δικαιοδοσία του ΔΔ καθορίζεται στο άρθρο 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου.

 

13.          Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις υπαγωγής ενός αιτούντος διεθνούς προστασίας στο καθεστώς του πρόσφυγα.

 

14.          Το εδάφιο (4) του άρθρου 5 του περί Προσφύγων Νόμου υπό τον τίτλο «Αποκλεισμός αιτητή» καθορίζει τα ακόλουθα:

«(4)(α) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει εκ των υστέρων, βάσει γεγονότων που αποκαλύπτονται μετά την αναγνώριση σε πρόσωπο του καθεστώτος του πρόσφυγα, ότι το πρόσωπο αυτό ενέπιπτε, κατά την ημερομηνία που του αναγνωρίστηκε το εν λόγω καθεστώς, σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1), με αιτιολογημένη απόφασή του, ανακαλεί την απόφαση βάσει της οποίας αναγνωρίστηκε το εν λόγω καθεστώς.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει εκ των υστέρων, βάσει γεγονότων που αποκαλύπτονται μετά την αναγνώριση σε πρόσωπο του καθεστώτος της συμπληρωματικής προστασίας, ότι το πρόσωπο αυτό ενέπιπτε, κατά την ημερομηνία που του αναγνωρίστηκε το εν λόγω καθεστώς, σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), με αιτιολογημένη απόφασή του, ανακαλεί την απόφαση βάσει της οποίας αναγνωρίστηκε το εν λόγω καθεστώς.

(5) Χωρίς επηρεασμό του καθήκοντος του δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας να αποκαλύπτει κάθε σχετικό στοιχείο το οποίο έχει στη διάθεσή του, ο Προϊστάμενος καταδεικνύει στην προβλεπόμενη στην παράγραφο (β) του εδάφιου (4) απόφασή του, σε εξατομικευμένη βάση, ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν δικαιούται συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το εδάφιο (2).

(6) Αιτήσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (3), εξετάζονται με την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων του άρθρου 13 και, αποφάσεις για ανάκληση του καθεστώτος που αναγνωρίστηκε δυνάμει του εδαφίου (4) λαμβάνονται μετά από την κατ’ αναλογία εφαρμογή της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων που προβλέπεται στο άρθρο 13.».

 

15.           Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει της προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

16.          Το άρθρο 29 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος), το οποίο τιτλοφορείται «Απέλαση προσώπων υπό διεθνή προστασία» ορίζει τα εξής:

«(1) Ο Διευθυντής δικαιούται να αποφασίζει την απέλαση δικαιούχου διεθνούς προστασίας-

(α) όταν υφίσταται εύλογος λόγος για να θεωρεί ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ή

(β) όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού αδικήματος και, ως εκ τούτου, συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία.

(2) Προτού ο Διευθυντής προβεί στην έκδοση διατάγματος απέλασης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου δυνάμει του εδαφίου (1), ο Διευθυντής-

     α) Παρέχει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο την ευκαιρία να προβεί σε γραπτές ή προφορικές παραστάσεις, και

(β) ενημερώνει τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου:

Νοείται ότι ο εκπρόσωπος της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ενημερώνεται για τις αποφάσεις του Διευθυντή μετά από υποβολή σχετικού αιτήματος προς αυτόν.

(2Α) Ο Διευθυντής ενημερώνει γραπτώς τον πρόσφυγα ή το πρόσωπο με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας για την απόφασή του για την έκδοση διατάγματος απέλασης.

[…]

(4) Απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης πρόσφυγα ή προσώπου με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σε χώρα, στην οποία η ζωή ή η ελευθερία του θα βρισκόταν σε κίνδυνο ή θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια ή εξευτελιστική ή απάνθρωπη μεταχείριση ή τιμωρία ή καταδίωξη λόγω φύλου, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας του ως μέλος σε συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο, πολιτικών του αντιλήψεων, ένοπλης σύρραξης ή περιβαλλοντικής καταστροφής.

 

(5) Απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης οποιουδήποτε προσώπου σε χώρα όπου θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.

 

(6) Πρόσωπα στα οποία τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του εδαφίου (1) απολαμβάνουν καθ’ ον χρόνο είναι παρόντα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4,16, 22, 31, 32 και 33 της Σύμβασης.».

17.          Το άρθρο 30Α του περί Προσφύγων Νόμου, με τον τίτλο «Έκδοση αδειών διαμονής» ορίζει τα εξής:

30Α.—(1) Κάθε μία από τις άδειες διαμονής που προβλέπονται στα άρθρα 18Α, 19 και 20ΣΤ εκδίδεται από το Διευθυντή ως ειδική άδεια, δυνάμει του Κανονισμού 15 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 μέχρι 2002, στην οποία καθορίζεται το καθεστώς που διέπει την παραμονή του προσώπου στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, ανάλογα με την περίπτωση, σύμφωνα με τα πιο πάνω αναφερόμενα άρθρα.

 

(2) Κατά την έκδοση των αδειών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι οποίες υπερισχύουν οποιωνδήποτε τυχόν αντίθετων διατάξεων των περί Αλλοδαπών κα Μεταναστεύσεως Κανονισμών.».

 

18.          Η παράγραφος (ζ) του εδαφίου (1) άρθρο 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), υπό τον τίτλο «Απαγoρευμέvoι μεταvάστες», ως έχει τελευταίως τροποποιηθεί από τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικός) Νόμο του 2022 (στο εξής: ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος) ορίζει τα εξής:

«6.-(1) Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-

(α) […]·

(ζ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo φαίvεται από μαρτυρία τηv oπoία τo Υπoυργικό Συμβoύλιo δυvατό vα θεωρήσει επαρκή, ότι εvδέχεται vα συμπεριφερθεί κατά τέτoιo τρόπo πoυ vα καταστεί επικίvδυvo στηv ησυχία, δημόσια τάξη, έvvoμη τάξη ή δημόσια ήθη ή vα πρoκαλέσει έχθρα, μεταξύ τωv πoλιτώv της Δημoκρατίας και της Αυτής Μεγαλειότητας ή vα ραδιoυργήσει εvαvτίov της εξoυσίας της Αυτής Μεγαλειότητας και αρχής στη Δημoκρατία·».

 

19.          Τα άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου υπό τον τίτλο «Διατάγματα απέλασης» προβλέπει τα εξής:

«14.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ και τωv όρωv oπoιασδήπoτε άδειας ή έγκρισης πoυ χoρηγήθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή oπoιωvδήπoτε Καvovισμώv πoυ εκδόθηκαv βάσει αυτoύ και με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου, o Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης δύvαται vα διατάξει oπoιoδήπoτε αλλoδαπό o oπoίoς είvαι απαγoρευμέvoς μεταvάστης ή oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo, αφoύ εισήλθε στη Δημoκρατία με άδεια vα παραμείvει σε αυτή για περιoρισμέvη περίoδo, παραμέvει στη Δημoκρατία μετά τηv παρέλευση της περιόδoυ αυτής ή oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo περιλαμβάvεται εvτός της κατηγoρίας πoυ απαριθμείται στηv παράγραφo (θ) τoυ εδαφίoυ (1) τoυ άρθρoυ 6 vα απελαθεί από τη Δημoκρατία και, εv τω μεταξύ, vα τεθεί υπό κράτηση.

(2) Αλλoδαπός o oπoίoς διατάσσεται vα απελαθεί θα απελαύvεται-

(α) σε κάπoιo μέρoς στη χώρα στηv oπoία αυτός αvήκει·

(β) με τηv έγκριση τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, στo μέρoς από όπoυ αυτός ήρθε πoυ δεv είvαι η χώρα στηv oπoία αυτός αvήκει ή σε oπoιoδήπoτε μέρoς στo oπoίo αυτός συγκατατίθεται vα απελαθεί, vooυμέvoυ ότι η κυβέρvηση κάθε τέτoιoυ τόπoυ συγκατατίθεται vα δεχτεί αυτόv.

(3) Βρετταvός υπήκooς o oπoίoς περιλαμβάvεται στηv κατηγoρία πoυ απαριθμείται στηv παράγραφo (ι) τoυ εδαφίoυ  (1) τoυ άρθρoυ 6 και o oπoίoς διατάσσεται vα απελαθεί, με τηv έγκριση τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ θα απελαύvεται στo μέρoς από όπoυ αυτός ήλθε ή σε oπoιoδήπoτε μέρoς στo oπoίo αυτός συγκατατίθεται vα απελαθεί, vooυμέvoυ ότι η Κυβέρvηση κάθε τέτoιoυ τόπoυ συγκατατίθεται vα δεχτεί αυτόv.

(4) […]

(5)-  (α) Η εξoυσία απέλασης πoυ χoρηγείται από τo άρθρo αυτό, αvεξάρτητα από oπoιαδήπoτε διάταξη πoυ περιέχεται στo Νόμo αυτό, θα επεκτείvεται στηv απέλαση oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ πoυ περιλαμβάvεται εvτός τωv κατηγoριώv πoυ απαριθμoύvται στις παραγράφoυς (στ), (ζ) και (η) τoυ εδαφίoυ (1) τoυ άρθρoυ 6:

Νoείται μόvo ότι τo πρόσωπo αυτό δεv είvαι Βρετταvός υπήκooς και κατέχει τηv υπηκoότητα ξέvoυ Κράτoυς κατά τo χρόvo πoυ εκδίδεται διάταγμα απέλασης.

(β) Πρόσωπo, τo oπoίo διατάσσεται vα απελαθεί βάσει τoυ εδαφίoυ αυτoύ, θα απελαθεί σε κάπoιo μέρoς στη χώρα της oπoίας τηv υπηκoότητα αυτός κατέχει ή σε τέτoιo άλλo μέρoς όπως τo Υπoυργικό Συμβoύλιo δύvαται vα διατάξει με τη συγκατάθεση της Κυβέρvησης τoυ μέρoυς αυτoύ.

(γ) Τo Υπoυργικό Συμβoύλιo θα έχει εξoυσία vα διoρίζει, με  έvταλμα πoυ φέρει τηv υπoγραφή τoυ, φύλακα της κιvητής και ακίvητης περιoυσίας oπoιoυδήπoτε πρoσώπoυ εvαvτίov τoυ oπoίoυ έχει εκδoθεί διάταγμα απέλασης βάσει τoυ εδαφίoυ αυτoύ και o oπoίoς έχει απελαθεί από τη Δημoκρατία σύμφωvα με αυτό και δύvαται vα εκδίδει καvovισμoύς για τη διαχείριση από τo φύλακα τέτoιας περιoυσίας, μέχρις ότoυ o απελαθείς δυvατό vα διoρίσει τo δικό τoυ αvτιπρόσωπo ή vα κάvει άλλες διευθετήσεις πoυ αφoρoύv τέτoια περιoυσία, και γεvικά για τηv καλύτερη εφαρμoγή τωv σκoπώv της παραγράφoυ αυτής.

(6) Πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία και /ή διάταγμα κράτησης ή περιορισμού—

(α) Πληροφορείται γραπτώς σε γλώσσα κατανοητή από αυτό τους λόγους για την πιο πάνω απόφαση εκτός εάν λόγοι εθνικής ασφάλειας καθιστούν κάτι τέτοιο ανεπιθύμητο· και

(β) έχει δικαίωμα να αντιπροσωπευθεί ενώπιον του Διευθυντή ή οποιασδήποτε άλλης αρχής της Δημοκρατίας και να ζητήσει την παροχή υπηρεσιών μεταφραστή.».

 

Σκεπτικό της απόφασης του ΔΔ για παραπομπή της παρούσας προσφυγής προς εκδίκαση από το ΔΔΔΠ

20.          Προτού καταγραφούν οι θέσεις των διαδίκων επί του θέματος της αρμοδιότητας κρίνεται σκόπιμη η παράθεση αυτούσιου του σκεπτικού της απόφασης παραπομπής της παρούσας προσφυγής στο παρόν Δικαστήριο:

 

«Μελετώντας την υπόθεση, προβληματίστηκα κατά πόσο δικαιοδοσία έχει το ΔΔ ή το ΔΔΔΠ δεδομένου ότι στον αιτήτη παραχωρήθηκε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας το οποίο ουδέποτε ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε. Όπως  προκύπτει από τα γεγονότα, η διοίκηση προχώρησε στην έκδοση  διατάγματος απέλασης ασκώντας τις εξουσίες που της δίνονται από το Άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου. Ο εν λόγω νόμος δεν φαίνεται να περιλαμβάνει πρόνοια αναφορικά με διαδικασία έκδοσης διατάγματος κράτησης δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας και εικάζεται ότι είναι αυτός ο λόγος που η διοίκηση προχώρησε στην έκδοση διατάγματος κράτησης επικαλούμενη και το Κεφάλαιο 105.

 

Λόγω του ότι ένα διάταγμα κράτησης εκδίδεται μόνο για την προετοιμασία επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης και εφόσον η βάση έκδοσης του διατάγματος απέλασης είναι το Άρθρο 29 του Περί Προσφύγων Νόμου και επειδή δεν εξυπηρετείται η απονομή της δικαιοσύνης από τον κατακερματισμό δύο διαδικασιών που η μία είναι παρεπόμενη της άλλης σε δύο διαφορετικά Δικαστήρια, θεωρώ ότι υπό τις περιστάσεις το καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο εκδίκασης είναι το  ΔΔΔΠ ενώπιον του οποίου εκκρεμεί προς εκδίκαση το διάταγμα απέλασης του ιδίου προσώπου.

Τέλος, αναφέρω ότι στη σημερινή δικάσιμο κατόπιν συζήτησης με τους διαδίκους συμφώνησαν και οι διάδικοι ότι αρμόδιο δικαστήριο είναι το ΔΔΔΠ.

Στη βάση του Άρθρου 11Β του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου, Ν. 131(Ι)/2015, η υπόθεση παραπέμπεται στο ΔΔΔΠ προς εκδίκαση.».

 

Θέσεις των μερών επί του ζητήματος της δικαιοδοσίας

Θέσεις Αιτητή

21.          Ο Αιτητής επισημαίνει εκ προοιμίου ότι το ζήτημα της αρμοδιότητας εξέτασης διαταγμάτων κράτησης για σκοπούς απέλασης δυνάμει του άρθρου 29 περί Προσφύγων Νόμου έχει απασχολήσει τόσο το ΔΔ όσο και το ΔΔΔΠ. Παραπέμπει καταρχάς στην απόφαση του ΔΔ στην προσφυγή υπ’ αριθμό 186/2023, A.A.J. κατά Δημοκρατίας, ημερ. 30.3.2023, στο πλαίσιο της οποίας αποφασίστηκε ότι αυτό κέκτηται δικαιοδοσίας εξέτασης του διατάγματος κράτησης αλλά όχι της απόφασης κήρυξης του ίδιου αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη. Η ίδια νομολογιακή προσέγγιση ακολουθήθηκε ως υποδεικνύει ο Αιτητή και σε άλλες αποφάσεις του ΔΔ.

 

22.          Ως προς τα όρια της δικαιοδοσίας του ΔΔΔΠ, σε σχέση πράξεις, οι οποίες εκδίδονται δυνάμει του Κεφ. 105, ο Αιτητής παραπέμπει στο άρθρο 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του ΔΔΔΠ Νόμου και στη νομολογία του ΔΔΔΠ, όπου σύμφωνα με τον Αιτητή, προκύπτει ότι εμπίπτουν στη δικαιοδοσίας του μόνο πράξεις, οι οποίες εκδίδονται δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδική μνεία γίνεται στην απόφαση στην Προσφυγή υπ’ αριθμό 363/23, Α.Α.J. ν Δημοκρατίας, ημερ. 20.7.2023 όπου το αντικείμενο της εκεί προσφυγής αφορούσε σε διάταγμα απέλασης δυνάμει του  άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου. Το ΔΔΔΠ αναλύοντας τα όρια της δικαιοδοσίας του, εξέτασε και ακύρωσε την απόφαση απέλασης, αποφαινόμενο εντούτοις ταυτόχρονα ότι η κήρυξη προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, δεν εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ΔΔΔΠ αλλά του ΔΔ.

 

23.          Ο Αιτητής καταλήγει ότι το ΔΔΔΠ δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει την παρούσα προσφυγή, υποστηρίζοντας την προσέγγιση της 363/23, ανωτέρω. Επισημαίνει συναφώς ότι ο Αιτητής εν προκειμένω είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας χωρίς να έχει προηγουμένως προχωρήσει η διοίκηση σε οποιαδήποτε ανάκληση του καθεστώτος του κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 5(4)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Ως εκ τουτου, εισηγείται ότι η κρίση του ΔΔΔΠ επί του διατάγματος απέλασης δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε και δεν αποτελεί επίδικο ζήτημα προς κρίση. Ως εκ τούτου, ως εισηγείται η εκδίκαση τόσο του διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου καθώς και η πράξη κήρυξης ενός προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη αμφότερα έχουν εκδοθεί δυνάμει του κεφαλαίου 105 και ελλείψει ρητής νομοθετικής διάταξης και δεδομένου του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του ΔΔΔΠ Νόμου, δεν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του ΔΔΔΠ.

 

24.          Σχολιάζει εξάλλου ο Αιτητής ότι παρά τα όσα καταγράφονται στο πρακτικό ημερομηνίας 22.3.2024 του ΔΔ, δεν υπήρξε σύμφωνη γνώμη για παραπομπή της εδώ επίδικη απόφασης στο ΔΔΔΠ, αλλά αντίθετα αυτό που εισηγήθηκε ο Αιτητής είναι ότι η κράτηση αποτελεί πράγματι παρεπόμενο μέτρο της απόφασης απέλασης. Επισημαίνει δε ότι η θέση του αυτή προωθείται και στο πλαίσιο της Έφεσης 12/2024, κατά της απόφασης στην προσφυγής 1598/2023, η οποία εκκρεμεί ακόμα προς εκδίκαση. Καίτοι ο Αιτητής συμφωνεί ότι οι εν λόγω πράξεις προσφορότερο θα ήταν να εκδικάζονται από ένα δικαστήριο, εντούτοις, υποβάλλει ότι η επέκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου δεν μπορεί να γίνει νομολογιακά.

 

25.          Εξάλλου, σχολιάζει ο Αιτητής ότι το γεγονός ότι οι Καθ’ ων η αίτηση επέλεξαν αντί της διαδικασίας ανάκλησης του καθεστώς του αιτούντος κατά τα προβλεπόμενα στον περί Προσφύγων Νόμο, εφαρμόζοντας και επικαλούμενοι αντί αυτού το άρθρο 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και την κήρυξη ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας σε απαγορευμένο μετανάστη, δεν μπορεί, ως υποστηρίζει να αποτελέσει αιτιολογία για την επέκταση της δικαιοδοσίας του ΔΔΔΠ.

 

Καταλήγοντας, ο Αιτητής υποβάλει ότι το ΔΔΔΠ δεν κέκτηται δικαιοδοσία εκδίκασης της παρούσας προσφυγής.

 

Θέσεις των Καθ’ ων η αίτηση

26.          Οι Καθ’ ων η αίτηση παραθέτουν επίσης το ιστορικό της διαδικασίας, εισηγούμενοι ότι το ΔΔΔΠ, εφόσον και τα δύο μέρη συμφώνησαν με την παραπομπή της παρούσας προσφυγής σε αυτό, δεν θα πρέπει να εξετάσει το ζήτημα της δικαιοδοσίας και ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης δέον να συνεκδικαστεί με το διάταγμα απέλασης, το οποίο επίσης εκκρεμεί ενώπιον του ΔΔΔΠ, προς το συμφέρον απονομής της δικαιοσύνης. Εισηγούνται εξάλλου, ότι ο Αιτητής δεν μπορεί να τοποθετείται κατά της δικαιοδοσίας ΔΔΔΠ αφ΄ης στιγμής ο ίδιος συμφώνησε με την εν λόγω παραπομπή και ακολούθως δεν προχώρησε σε αίτηση έκδοσης προνομιακού εντάλματος certiorari.  

 

27.          Παραπέμπουν επίσης στο άρθρο 11 του περί Ιδρύσεως όπου καθορίζεται η περίμετρος της δικαιοδοσίας του ΔΔΔΠ στην οποία υπάγονται όλες οι πράξεις που εκδίδονται δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου. Παραπέμποντας ακολούθως στο άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου (έκδοση διατάγματος απέλασης δικαιούχου διεθνούς προστασίας), επισημαίνουν ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε καθώς θεωρήθηκε αναγκαία η κράτηση του αιτητή μέχρις ότου αυτός απελαθεί. Σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση, μέχρι το αρμόδιο Δικαστήριο εκφράσει κρίση περί της νομιμότητας του διατάγματος απέλασης η αιτιολογική βάση του διατάγματος τεκμαίρεται νόμιμη και επομένως δεν παρέχεται έδαφος για εξέτασή του. Είναι για αυτό το λόγο, για τον οποίο ως εισηγούνται οι Καθ’ ων η αίτηση είναι αναγκαία οι συνεκδίκαση του διατάγματος απέλασης και του διατάγματος κράτησης που συναρτάται με αυτό, προκειμένου να παρέχεται επαρκής και αποτελεσματική προστασία στους δικαιούχους διεθνούς προστασίας και η πρακτική αποτελεσματικότητα του νόμου.

 

28.          Συνεχίζοντας, οι Καθ’ ων η αίτηση υποβάλλουν ότι όσον αφορά στην πράξη κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη με δεδομένο ότι ο Αιτητής διατηρεί ακόμα το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει την κήρυξη του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη. Επίσης δεν μπορεί ως ισχυρίζεται το ΔΔΔΠ να αποφανθεί επί του επίδικου διατάγματος κράτησης προτού περατωθεί η διαδικασία εξέτασης της προσφυγής επί του διατάγματος απέλασης, η οποία αποτελεί και το υπόβαθρο έκδοσης του διατάγματος κράτησης.

 

29.          Οι Καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν στην απόφαση του ΔΔ στην προσφυγή αρ. 186/2023, και σε άλλες αποφάσεις του ΔΔ, όπου κρίθηκε ότι το ΔΔ δεν έχει δικαιοδοσία υπό τις περιστάσεις, ήτοι το γεγονός ότι αφορά σε δικαιούχο διεθνούς προστασίας, να εξετάσει την κήρυξη του Αιτητή σε απαγορευμένο μετανάστη. Υιοθετούν προς τούτο την προσέγγιση του ΔΔ. Αντίθετα, αναφερόμενοι στην απόφαση του ΔΔΔΠ στην προσφυγή αρ. 363/2023 (βλ. ανωτέρω), εκφράζοντας τη διαφωνία τους με την κατάληξη ότι αυτό είναι αναρμόδιο να εξετάσει τη κήρυξη του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, υποβάλλοντας ότι αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε κατακερματισμό της διαδικασίας εις βάρος του Αιτητή. Αναφορικά με την ανάγκη αποφυγής του κατακερματισμού των διαδικασιών, οι Καθ΄ων η αίτηση παραπέμπουν στη απόφαση επί της Έφεσης κατά απόφασης του ΔΔ αρ. 66/2016, ημερ. 13.7.2023. Υποβάλλουν ότι αρμόδιο για την εξέταση τόσο του διατάγματος απέλασης όσο και του διατάγματος κράτησης δεν μπορεί παρά να είναι το ΔΔΔΠ, καθώς όλα τα παρεπόμενα της απέλασης μέτρα αποσκοπούν στην επίτευξη του σκοπού της απέλασης και μεταβάλλουν τα δικαιώματα του δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Για σκοπούς παροχής επαρκούς και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ως χαρακτηριστικά αναφέρουν, πρέπει ένα δικαστήριο να εξετάζει την ολότητα του ζητήματος. Η εξέταση των ζητημάτων αυτών από ένα δικαστήριο εξυπηρετεί εξάλλου την οικονομία δικαστικού χρόνου και πόρων και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων. Επικουρικώς, εισηγούνται ότι η αρχή της δικονομικής αυτονομίας των κρατών μελών κάμπτεται στην περίπτωση που τα εθνικά ένδικα μέσα δεν παρέχουν αποτελεσματική ένδικη προστασία ή όταν η προσκόλληση σε θέματα δικαιοδοσίας δεν ωφελεί τη διαδικασία ή τον ίδιο τον Αιτητή. Τέλος, υποστηρίζουν ότι εφόσον η υπόθεση έχει ήδη παραπεμφθεί από το ΔΔ στο ΔΔΔΠ το τελευταίο οφείλει να το εξετάσει καθώς δεν υπάρχει αντίστοιχη διάταξη στο περί Ιδρύσεως για παραπομπή από το ΔΔΔΠ στο ΔΔ και διότι αυτό απορρέει από το δικαίωμα του Αιτητή σε πραγματική και αποτελεσματική προσφυγή.

 

Κατάληξη

30.          Όπως προκύπτει από το εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής, αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας αποτελεί διάταγμα κράτησης εκδοθέντος δυνάμει του άρθρου 14 του Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Νόμου για σκοπούς απέλασης δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

31.          Ως προς το υπό εξέταση ζήτημα περί της (καθ’ ύλην) αρμοδιότητας του παρόντος δικαστηρίου να εξετάσει διάταγμα κράτησης που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Νόμου για σκοπούς απέλασης δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου, εκ προοιμίου επισημαίνεται ότι αυτό αποτελεί ζήτημα δημοσία τάξεως. Ως τέτοιο, το Δικαστήριο δύναται να το εξετάσει και αυτεπάγγελτα και σε περίπτωση  που διαπιστώσει ότι αυτό είναι αναρμόδιο να εξετάσει το αντικείμενο της διαδικασίας οφείλει να απέχει από την εκδίκαση της διαφοράς. (Βλ. Απόφαση στην  Πολιτική Έφεση Αρ. 7502, Παναγίωτου ν. Χ’’ Κυριάκου, ημερ. 26.4.1991,  (1991) 1 ΑΑΔ 362).

 

32.          Ως εκ τούτου, η εξέταση του εν λόγω ζητήματος δεν επαφίεται στη βούληση των μερών, ούτε και τυχόν μεταξύ τους συμφωνία θα  μπορούσε με οποιοδήποτε τρόπο να παρεμποδίσει την αυτεπάγγελτη εξέτασή του. Ως εκ τούτου, δεν θα εξεταστούν περαιτέρω οι συναφείς αιτιάσεις των διαδίκων, περί της ύπαρξης ή μη σύμφωνης γνώμης παραπομπής της παρούσας προσφυγής ενώπιον του ΔΔΔΠ.

 

33.          Προκειμένου δε ένα πρωτοβάθμιο δικαστήριο να ασκήσει αρμοδιότητα εξέτασης μίας διαφοράς θα πρέπει να υφίσταται το απαραίτητο προς τούτο δικαιοδοτικό υπόβαθρο.

 

34.          Όπως εναργώς προκύπτει από τις παραγράφους 1 και 1Α του Άρθρου 146 του Συντάγματος σε συνάρτηση με το Άρθρο 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του ΔΔΔΠ, το ΔΔΔΠ αποφασίζει επί πάσης προσφυγής η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παράλειψης οφειλόμενης ενέργειας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου. Σε καμία δε άλλη διάταξη του Συντάγματος ή άλλου νόμου της Δημοκρατίας δεν προβλέπεται ρητώς αρμοδιότητα εκδίκασης απόφασης ή πράξης ή παράλειψης πέραν των οριζόμενων στο άρθρο 11.

 

35.          Το επίδικο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και παρατίθεται συνέχεια για σκοπούς εύκολης αναφοράς στο περιεχόμενό του:

«ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ

Δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και ΜετανάστευσηςΝόμου Κεφ. 105
όπως  τροποποιήθηκε μέχρι το 2022
και
του άρθρου 29 των  περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023

Αρχηγό Αστυνομίας

ΕΠΕΙΔΗ ο Α.S. υπήκοος ΣΥΡΙΑΣ, κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας στη Δημοκρατία είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, έχω αποφασίσει την απέλαση του δυνάμει του άρθρου 29 των Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ με διάταγμα απέλασης ημερομηνίας 07/02/2024 που εκδόθηκε δυνάμει των εξουσιών που δίνει στο Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης το άρθρο 29 του Περί Προσφύγων Νόμου (2000-2023) και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος, διατάχθηκε όπως ο προαναφερόμενος A.S. απελαθεί από τη Δημοκρατία το συντομότερο δυνατό και στη συνέχεια να παραμείνει εκτός της Δημοκρατίας.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο A.S. να παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 και το Άρθρο 188(3) (γ) του Συντάγματος και οι όποιες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως ο A. S. παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί.

ΚΑΙ με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεση του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκεί εξουσία και εντολή

ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την τη 07η ημέρα του Φεβρουαρίου, 2024.».

 

36.          Από το ίδιο το λεκτικό του διατάγματος κράτησης προκύπτει ότι αυτό εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου ενώ στο προοίμιό του καταγράφεται ότι αυτό εκδίδεται διότι ο Αιτητής έχει κηρυχθεί ταυτόχρονα ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, έχει εκδοθεί διάταγμα απέλασής του και επειδή η κράτησή του είναι αναγκαία για σκοπούς της απέλασής του δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου. Ως εκ τούτου, καίτοι η κράτηση αποτελεί μέτρο που λήφθηκε για σκοπούς απέλασης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου, αυτή αποτελεί ξεχωριστή διοικητική πράξη, η οποία εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου. Συνεπώς, παρά το γεγονός ότι η απέλαση αποτελεί το νομιμοποιητικό έρεισμα την απόφασης κράτησης, η αρμόδια αρχή αντλεί εξουσία έκδοσής της από τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο.

 

37.          Επιπλέον, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 15 της Οδηγίας της επιστροφής, η οποία μεταφέρεται στη εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 14 και 18ΠΣΤ του περί  Αλλοδαπών και μεταναστεύσεως Νόμου, η κράτηση δεν αποτελεί άνευ ετέρου μέτρο που απαραιτήτως συνοδεύει την απόφαση απέλασης καθώς θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να εξετάζεται η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα του μέτρου και να διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια. Ως εκ τούτου, το διάταγμα κράτησης ως απόφαση, η οποία εκδίδεται δυνάμει του περί Αλλοδαπών και όχι δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, ως ορίζει το άρθρο 11 του περί Ιδρύσεων εκπίπτει της αρμοδιότητας του ΔΔΔΠ.

 

38.          Σημειώνεται συναφώς ότι όπου ο νομοθέτης θέλησε να καταστήσει αρμόδιο το ΔΔΔΠ προς εξέταση πράξεων, οι οποίες εκδίδονται δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεων Νόμου το έπραξε ρητώς με ειδική μνεία στο περί Προσφύγων Νόμων. Ενδεικτικώς αναφέρονται τα άρθρα 12Δ(3)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου και άρθρο και το άρθρο 13(2(δ) του περί Προσφύγων Νόμου, όπου ορίζεται ότι όταν ο Προϊστάμενος απορρίψει αίτηση διεθνούς προστασίας εκδίδει κατά περίπτωση απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή διάταγμα απέλασης, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης αυτής, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου. Η νομική βάση ωστόσο της απόφασης επιστροφής/ απομάκρυνσης ή απέλασης βρίσκεται και στον περί Προσφύγων Νόμο ενώ προκειμένου να μην εγείρεται αμφιβολία ως τη δικαιοδοσία εξέτασης των εν λόγω αποφάσεων υπάρχει και η προσθήκη της φράσης αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης αυτής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς το ενιαίο εξέτασης από ένα δικαιοδοτικό όργανο των δύο κατά τα άλλα διακριτών πράξεων (απορριπτική απόφαση επί αιτήσεως ασύλου και απόφαση επιστροφής).

 

39.          Έχοντας εξετάσει το ζήτημα από απόψεως εθνικού δικαίου δεν παροράται ότι πηγή δικαίου εν προκειμένω, δεν αποτελούν μόνο οι εθνικές διατάξεις αλλά και το ενωσιακό δίκαιο και κυρίως η νομολογία του ΔΕΕ, η οποία ερμηνεύει τις διατάξεις, με τις οποίες εναρμονίζεται η εθνική νομοθεσία. (Βλ. Α.Ε. Αρ. 56/2010, Sigma Radio T.V. Public v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερ. 3.4.2015, Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 81/19,  xxx Alabdala v. Δημοκρατίας, ημερ. 20.7.2021 ECLI:CY:AD:2021:A330, Απόφαση του του ΔΕΕ, της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing S.A, σκέψη 8)

 

40.          Ούτε από το γράμμα των συναφών διατάξεων, άρθρο 21 της οδηγίας 2011/95 και άρθρο 18 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, ούτε και από τη νομολογία του ΔΕΕ φαίνεται να απορρέει οποιαδήποτε ρητή υποχρέωση προς τα κράτη μέλη ούτως ώστε η δικαστική αρχή η οποία να εξετάζει δικαστικώς το διάταγμα απέλασης δυνάμει του άρθρου 21 να ταυτίζεται με τη δικαστική αρχή, η οποία να εξετάζει και το διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 18. Το ζήτημα αυτό αφήνεται ως εκ τούτου, στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.

 

41.          Οι Καθ’ ων η αίτηση προβάλουν ότι η εξέταση των δύο πράξεων από δυο διαφορετικά δικαστήρια αντίκεται στην αρχή της αποτελεσματικότητας των εν λόγω διατάξεων και στην αρχή της της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας και ότι προσφορότερη και αποτελεσματικότερη είναι η εξέταση των δύο αυτών πράξεων από ένα δικαστήριο.

 

42.          Επισημαίνεται συναφώς ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας ή της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας υποχρεώνει τα κράτη μέλη να μεριμνούν ώστε τα ένδικα μέσα και οι δικονομικοί κανόνες του εθνικού δικαίου να μην καθιστούν αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή τη δικαστική επιδίωξη των αξιώσεων που αντλούνται από το δίκαιο της Ένωσης. Η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου απορρέουσα από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, πράγμα που έχει καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και που έχει επίσης επιβεβαιωθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (Βλ. απόφαση του ΔΕΕ της 13ης Μαρτίου 2007, C-432/05, Unibet, ECLI:EU:C:2007:163, σκέψεις 36 έως 40).

 

43.          Προκειμένου να εξεταστεί κατά πόσον όντως η δικονομική επιλογή του εθνικού νομοθέτη παραβιάζει την εν λόγω αρχή θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η εκδίκαση των διαταγμάτων απέλασης και κράτησης από δύο διαφορετικά δικαστήριο, όπως προβλέπεται εν προκειμένω, θα καθιστούσαν εξαιρετικά δυσχερή τη δικαστική προστασία του Αιτητή.

 

44.          Επισημαίνεται καταρχάς ότι η άσκηση προσφυγής ενώπιον και των δύο δικαστηρίων κατά των εν λόγω πράξεων απορρέει από το άρθρο 146 του Συντάγματος σε συνάρτηση με τις οικείες νομοθεσίες περί της ίδρυσης και λειτουργίας των δύο δικαστηρίων. Επιπλέον ειδικά για το διάταγμα κράτηση το δικαίωμα άσκησης προσφυγής εναντίον του προβλέπεται και στα εδάφια (2) και (3) του άρθρου 18ΠΣΤ του Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου. Προβλέπεται συνεπώς με ρητή εθνική δικονομική διάταξη η δυνατότητα άσκησης ενδίκου μέσου κατά των εν λόγω αποφάσεων. Επιπλέον, σε περίπτωση που ακυρωθεί πρώτα το διάταγμα απέλασης από το ΔΔΔΠ, χωρίς προηγουμένως να έχει εκδοθεί απόφασης επί της κράτησης η ακυρωτική αυτή απόφαση υποχρεώνει τη διοίκηση να ανακαλέσει και το συναφές διάταγμα κράτησης καθώς δεν υφίσταται πλέον η νομιμοποιητική του βάση. Εάν εκδοθεί από την άλλη πρώτα η απόφαση επί του διατάγματος κράτησης, η απόφαση απέλασης δεν χάνει αυτόματα το αντικείμενό της καθώς αυτό θα εξαρτηθεί από την πλημμέλεια που οδήγησε στην ακύρωσή του. Όπως δε εξηγήθηκε ανωτέρω, η απόφαση κράτησης δεν αποτελεί εν προκειμένω προϋπόθεση της ύπαρξης του διατάγματος απέλασης παρά μόνο το αντίθετο.

 

45.          Ως προς τα ζητήματα που εξετάζονται στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου επί  των δύο αυτών πράξεων σημειώνονται τα εξής. Εξετάζονται καταρχάς οι διαδικαστικές εγγυήσεις έκδοσης των δύο αυτών διακριτών πράξεων, οι οποίες απορρέουν καταρχήν από το άρθρο 14 και 18ΠΣΤ για το διάταγμα κράτησης και το από το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου και οι οποίες είναι διακριτές.

 

46.          Από την άλλη, ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις έκδοσής του διατάγματος απέλασης στο πλαίσιο του άρθρο 29 δεν εξετάζεται το καθεστώς του Αιτητή ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας, δεν γίνεται με άλλα λόγια επαναξιολόγηση της αίτησής του για διεθνή προστασία, καθώς η εν λόγω διάταξη κάνει λόγο για απέλαση δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Η τυχόν πράξη ανάκλησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας αποτελεί ξεχωριστή διαδικασία, η οποία στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης δεν έχει τύχει εφαρμογής. Αυτό που εξετάζεται αντίθετα είναι κατά πόσον όντως υφίσταται εύλογος λόγος για να θεωρεί ότι το εν λόγω πρόσωπο και δικαιούχος διεθνούς προστασίας αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ή ότι όντως το εν λόγω πρόσωπο έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού αδικήματος και, ότι ως εκ τούτου, συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία. Επιπλέον κρίσιμο είναι κατά πόσον η εν λόγω απόφαση απέλασης παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης όπως αυτή εξειδικεύεται στα εδάφια (4) και (5) του ιδίου άρθρου.

 

47.          Από την άλλη, στο πλαίσιο εξέτασης του διατάγματος κράτησης εξετάζεται όντως κατά πόσο η κράτηση εξυπηρετεί το σκοπό εκτέλεσης διατάγματος απέλασης και εξετάζεται σε συνάρτηση με τα οριζόμενα στο άρθρο 18ΠΣΤ επίσης του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ήτοι ότι είναι αναγκαία και ανάλογη του επιδιωκόμενου σκοπού και κατά πόσον υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή ότι  ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης. (Βλ. Απόφαση του ΔΕΕ C‑241/21, I. L. κατά Politsei- ja Piirivalveamet, ημερ. 6.10.2022, ECLI:EU:C:2022:753, σκέψεις 40 έως 42 και αιτιολογική σκέψη 16 της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ)

 

48.          Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και εάν ανέκυπταν κοινά νομικά ζητήματα προς εξέταση στο πλαίσιο των δύο δικαστικών διαδικασιών, αφ’ ης στιγμής πρόκειται περί αποφάσεων πρωτόδικων δικαστηρίων θα μπορούσε πάντοτε τυχόν διχογνωμία να επιλυθεί στο επίπεδο του ενδίκου βοηθήματος της έφεσης από το Εφετείο.

 

49.          Από τις ανωτέρω διατάξεις δεν προκύπτει πώς η εκδίκαση των εν λόγω πράξεων καθιστά εξαιρετικά δυσχερή την άσκηση των αντίστοιχων ενδίκων βοηθημάτων και κατ΄επέκταση πώς παραβιάζεται η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Κριτήριο εν προκειμένω δεν αποτελεί το κατά πόσον το κράτος μέλος θα μπορούσε να θεσπίσει καλύτερους ή αποτελεσματικότερους δικονομικούς κανόνες αλλά το κατά πόσον οι εν ισχύ δικονομικοί κανόνες καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή την πρόσβαση της δικαστική προστασία καθαυτοί.

 

50.          Το τελευταίο δε είναι κρίσιμο, διότι εάν το εκάστοτε Δικαστήριο αναλάμβανε ή απείχε από την άσκηση δικαιοδοσία θεωρώντας ότι έτσι εξυπηρετείται καλύτερα η δικαστική διαδικασία ή για οικονομία δικαστικού χρόνου θα οδηγείτο σε παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών καθώς και σε ανασφάλεια δικαίου ως προς το κρίσιμο αυτό ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Το κριτήριο ωστόσο όπως εξηγείται ανωτέρω δεν είναι κατά πόσο θα μπορούσε να εφαρμοστεί μια καλύτερη διαδικασία αλλά εάν οι υφιστάμενες δικονομικές διατάξεις καθιστούν εξαιρετικά δυσχερή το δικαστικό έλεγχο των επίδικων πράξεων, δεδομένο που δεν ισχύει εν προκειμένω.

 

51.          Περαιτέρω, ως προς την εξέταση του ζητήματος της κήρυξης ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας αφ’ ης στιγμής η εν λόγω απόφαση εδράζεται στον περί αλλοδαπών Νόμο δεν υπάρχει δικαιοδοτικό έρεισμα εξέτασης του από το ΔΔΔΠ. Καίτοι δεν αποτελεί επίδικο εν προκειμένω ζήτημα οφείλεται να σχολιαστεί ότι εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες ως προς την ορθότητα κήρυξης ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας ως απαγορευμένου μετανάστη προκειμένου να αρθεί μέσω αυτής της οδού το δικαίωμα παραμονής του στη Δημοκρατία και κατ’ επέκταση να απελαθεί. Κρίνεται σκόπιμη η αναφορά και στην εν λόγω διάταξη καθώς οι Καθ’ ων η αίτηση εισηγούνται στο πλαίσιο του επιχειρηματολογίας τους περί παράβασης της αρχής της αποτελεσματικής προστασίας ότι και οι τρεις αυτές πράξεις (κήρυξη του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, διάταγμα κράτησης και διάταγμα απέλασης) θα πρέπει να εκδικάζονται λόγω τα συνάφειάς τους από το ΔΔΔΠ.

 

52.          Προς τούτο επισημαίνονται οι αιτιολογικές σκέψεις (8) και (9) της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, σύμφωνα με τις οποίες είναι νόμιμο τα κράτη μέλη να επιστρέφουν τους παρανόμως διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών, υπό την προϋπόθεση ότι εφαρμόζονται δίκαια και αποτελεσματικά συστήματα ασύλου, τα οποία τηρούν πλήρως την αρχή της μη επαναπροώθησης. Εν προκειμένω, το εθνικό σύστημα ασύλου διαμορφώνεται πρωτίστως μέσω των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπλέον, προβλέπεται ότι, υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση για άσυλο σε ένα κράτος μέλος δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι διαμένει παράνομα στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους μέχρι να εκδοθεί απόφαση που να απορρίπτει την αίτηση, ή απόφαση που να του/της στερεί το δικαίωμα ως αιτών άσυλο. Επιπλέον το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας και το αντίστοιχο αυτού άρθρο 18ΟΣΤ(2) ορίζει ότι οι διατάξεις της εν λόγω οδηγίας εφαρμόζονται με την επιφύλαξη διατάξεως ευνοϊκότερης για τους υπηκόους τρίτων χωρών που περιέχεται στο κοινοτικό κεκτημένο περί μετανάστευσης και ασύλου.

 

53.          Υπό το φως των ανωτέρω, εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα  της επιλογή της διοίκησης να προχωρήσει στο χαρακτηρισμό ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας ως απαγορευμένου μετανάστη παύοντας με τον τρόπο αυτό το δικαίωμα παραμονής του στη Δημοκρατία, παρακάμπτοντας τις διαδικασίες άρσης του δικαιώματος παραμονής ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας κυρίως κατόπιν απόφασης ανάκλησης του καθεστώτος του ή/και ανάκλησης της άδειας παραμονής του, οι οποίες θεσπίζονται στο ειδικότερο και νεότερο περί Προσφύγων Νόμο. Σημειώνεται ότι η διάταξη του άρθρου 6(1) περιέχεται στο αρχικό κείμενο του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου του 1959. Εξάλλου επισημαίνεται ότι το άρθρο 21, το οποίο μεταφέρθηκε στην εθνική έννομη τάξη με το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου στην παράγραφο 3 αυτού προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να ανακαλούν, να τερματίζουν ή να αρνούνται να ανανεώσουν ή να χορηγήσουν την άδεια διαμονής πρόσφυγα επί του οποίου έχει εφαρμογή η παράγραφος 2 (απόφαση επαναπροώθησης πρόσφυγα και προϋποθέσεις εφαρμογής της), δίδοντας έτσι κατεύθυνση ως προς τις ενέργειες που αναμένεται να προηγηθούν της απέλασης πρόσφυγα, ιδίως όταν υφίσταται πράξη αναγνώρισης. Από την εν λόγω διάταξη εξάλλου προκύπτει και η διάκριση μεταξύ της χορήγησης καθεστώς του πρόσφυγα σε σχέση με την ιδιότητα του πρόσφυγα, η οποία ιδιότητα είναι δεδομένη εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις ανεξαρτήτως πράξεως αναγνώρισής της (Βλ. απόφαση του ΔΕΕ τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, της 14ης Μαΐου 2019, ECLI:EU:C:2019:403, σκέψεις 90 έως 92). Αυτό δεν ισχύει ωστόσο με την ιδιότητα του δικαιούχου συμπληρωματικής προστασία, καθώς η ιδιότητά του δεν απορρέει απευθείας από τη Σύμβαση της Γενεύης αλλά αποτελεί ευνοϊκότερη ρύθμιση του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση το άρθρο 21 της Οδηγίας 2011/95 δεν κάνει λόγο σε δικαιούχο διεθνούς προστασίας, παρά μόνο σε πρόσφυγα. Ως εκ τούτου το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου επεκτείνει την εφαρμογή του και στις περιπτώσεις δικαιούχων συμπληρωματικής προστασίας. Υπό αυτές τις συνθήκες φαίνεται ακόμα πιο προφανής η ανάγκη να προηγηθεί σε αυτές της περιπτώσεις πράξη παύσης της άδειας παραμονής του δικαιούχου ή ανάκλησης του καθεστώτος δυνάμει των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου Το προβάδισμα δε που δίδεται στις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου έναντί των εναρμονιστικών διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως νόμου από την ίδια την Οδηγία 2008/115/ΕΚ είναι σαφές.

 

54.          Επαναλαμβάνεται τέλος, ότι οι μηχανισμοί ανάκλησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αρθρο 5(4)) και παύσης της άδειας παραμονής (άρθρο 30Α) προβλέπονται στον περί Προσφύγων Νόμο. Οι διαδικασίες δε του περί Προσφύγων Νόμου διασφαλίζουν μία διαδικασία, ιδίως η διαδικασία ανάκλησης δυνάμει του άρθρου 5(4) του περί Προσφύγων Νόμου, παρέχουσα επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις προς διασφάλιση της εξατομικευμένης εξέταση του ενδεχομένου ανάκλησης του καθεστώτος και όλων των παρεπόμενων συνεπειών αυτής, καθώς ακολουθείται κατ΄αναλογία η διαδικασία εξέτασης των αιτήσεως ασύλου. Ως εκ τούτου, εν μέρει το ζήτημα που εγείρεται αναφορικά τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου εδράζεται στην ακολουθητέα από τους Καθ’ ων η αίτηση διαδικασία, με σκοπό την απέλαση προσώπων, τα οποία καίτοι αναγνωρίστηκαν ως δικαιούχοι διεθνούς προστασίας στην πορεία προκύπτει ότι αποτελούν αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας ή για την κοινωνία, και όχι στις ισχύουσες ουσιαστικές ή δικονομικές διατάξεις.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, καταλήγω ότι το παρόν Δικαστήριο δεν κέκτηται δικαιοδοσίας εκδίκασης του επίδικου διατάγματος κράτησης δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου.

 

Η ανωτέρω απόφαση δεν οδηγεί σε αρνησιδικία καθώς οι διάδικοι έχουν στη διάθεσή τους τα κατάλληλα δικονομικά μέσα προκειμένου να καθοριστεί το καθ’ ύλην αρμόδιο δικαστήριο προς εξέτασης της υπό αναφορά προσφυγής, ήτοι το ένδικο βοήθημα της έφεσης ή την καταχώριση αίτησης προς έκδοση προνομιακού εντάλματος. Δεν εντοπίζεται δε στο εθνικό δίκαιο άλλος μηχανισμός επίλυσης του ζητήματος όταν υπάρχουν αντικρουόμενες αποφάσεις σε θέματα δικαιοδοσίας μεταξύ των δύο διοικητικών δικαστηρίων της Δημοκρατίας.

 

Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, δεν εκδίδεται καμία διαταγή για έξοδα.

          Κ. Κ. Κλεάνθους,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.          


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο