ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 1364/2023

 

05 Απριλίου, 2024

 [Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

1. D.E.A. (Αιτητής 1), 2. S.I. (Αιτήτρια 2), 3. M.E.A. (ανήλικο τέκνο) από Ιράκ

Αιτητές

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Εμφανίσεις:

Ο Αιτητής 1 παρών.

Α. Αναστασιάδη (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση.

E. Melek (κα) για πιστή μετάφραση από τα Σοράνι στα Ελληνικά και αντίστροφα.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτητές προσβάλλουν την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 13/04/23 η οποία τους κοινοποιήθηκε στις 25/04/23, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα τους για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Οι Αιτητές είναι υπήκοοι Ιράκ και στις 23/10/18 υπέβαλαν αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 22/07/19 πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη του Αιτητή 1 και στις 23/07/19 αυτή της Αιτήτριας 2 (συζύγου του). Την 23/08/19 ετοιμάστηκε έκθεση/εισήγηση και ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής τους στις 16/09/19, απόφαση που ανακλήθηκε. Διενεργήθηκε εκ νέου συνέντευξη του Αιτητή 1 στις 06/02/23, στις 09/02/23 αυτή της Αιτήτριας 2 (συζύγου του) και 2η συνέντευξη του Αιτητή 1 στις 21/02/23. Στις 15/03/23 ετοιμάστηκε έκθεση/εισήγηση και ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός αποφάσισε την απόρριψη της αίτησής τους στις 16/03/23, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής 1 με την αίτηση προσφυγής του αναφέρει ότι έχει οικογενειακά προβλήματα με συγγενείς του και εάν επιστρέψει στη χώρα του θα σκοτώσουν τον υιό του, λόγω κάποιου παλιού εθίμου που επικρατεί μεταξύ των οικογενειών. Υιοθετεί δε τα όσα ανέφερε κατά την συνέντευξη του.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα και ότι οι ισχυρισμοί των Αιτητών που έγιναν αποδεκτοί αφορούν ιδιωτικής φύσης διαφορές που δεν εμπίπτουν στις προϋποθέσεις πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα όσα υποστηρίζονται από τον Αιτητή 1 και αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018) προχωρεί να εξετάσει την ουσία του αιτήματος του Αιτητή στη βάση του περιεχόμενου του διοικητικού του φακέλου (στο εξής «ΔΦ»)

Κατά την καταγραφή του αιτήματός τους, οι Αιτητές δήλωσαν ότι εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους εξαιτίας οικογενειακών λόγων. Ειδικότερα, ανέφεραν ότι ο αδελφός του Αιτητή 1 σκότωσε έναν άνδρα που ανήκε σε μια ισχυρή οικογένεια, κατόπιν ο πατέρας του σκότωσε ένα άλλο μέλος της ίδιας οικογένειας και ακολούθως η εν λόγω οικογένεια άρχισε να απειλεί την οικογένεια τους.

 

Ο Αιτητής 1 κατάγεται από το χωριό Shekh Mahmudiyan που ανήκει στο κυβερνείο του Erbil και διέμενε στην πόλη Erbil. Δήλωσε ότι έφυγε από την χώρα του εξαιτίας μιας βεντέτας. Η οικογένειά του, η οποία ανήκει στη φυλή Shekh Mamoodi, εμπλέκεται σε μια διαμάχη γης με μία άλλη οικογένεια, η οποία ανήκει στις φυλές Swrchi και Harki. Μία μέρα ο αδερφός του επισκέφθηκε την διαφιλονικούμενη γη και στο σημείο βρίσκονταν επίσης οι Sarbaz και Safeez, αδέρφια και γιοι του Hussein. Οι τρεις τους ήρθαν σε λεκτική αντιπαράθεση με αποτέλεσμα ο αδερφός του Αιτητή 1 να σκοτώσει τον Safeen και να τραυματίσει τον αδερφό του τελευταίου. Ο Αιτητής 1 ενημερώθηκε τηλεφωνικά για το συμβάν και μίλησε με διάφορους άνδρες με επιρροή, ώστε να βρεθεί λύση στο πρόβλημα. Ένας από αυτούς τους άνδρες (Zamdar Asaad) του πρότεινε να μείνει στην οικία του για κάποιο διάστημα, καθώς διέθετε προσωπικό ασφαλείας. Ο Αιτητής 1 και η σύζυγός του (Αιτήτρια 2) αποφάσισαν να σταματήσουν το γιο τους από το σχολείο, καθώς ενημερώθηκαν ότι ένα ύποπτο όχημα ακολουθούσε μια μέρα το σχολικό λεωφορείο. Ανέφερε ότι η αντίπαλη οικογένεια σκότωσε τον αδερφό του και ήταν πλέον διατεθειμένη να συμφωνήσει «ειρήνη», ωστόσο ο πατέρας του Αιτητή 1 ήθελε να πάρει εκδίκηση για την δολοφονία του υιού του και σκότωσε τον Sarbaz και τον πατέρα του, τον Hussein στον δρόμο του Makhmur. Καθώς δεν υπήρχε καμία ελπίδα για «ειρήνη» μετά από αυτή την εξέλιξη, ο Αιτητής 1 αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (ερυθρά 249-248, 202-201 ΔΦ).

 

Ερωτηθείς τί φοβάται σε περίπτωση επιστροφής του, δήλωσε ότι αν επιστρέψει θα δολοφονηθεί, καθώς οι βεντέτες δεν ξεχνιούνται και φοβάται για τη ζωή του γιου του. Σε ερώτηση εάν έχει υπάρξει οποιαδήποτε εξέλιξη σε σχέση με τη βεντέτα μετά την έξοδό του από τη χώρα, δήλωσε ότι βρίσκεται σε επαφή με ανθρώπους και φίλους και προσπαθεί να επιλύσει το ζήτημα, ώστε να επιστρέψει στη χώρα του. Αναφορικά με τη διαφιλονικούμενη γη, δήλωσε ότι πρόκειται για ένα χωράφι 8 στρεμμάτων, το οποίο βρίσκεται πλησίον νερού με αποτέλεσμα η αξία του να είναι πολύ μεγάλη ενώ σε σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης, ανέφερε ότι πριν πολλά χρόνια ο παππούς του και ο παππούς του Hossain πήγαν στον κοινοτάρχη (μουχτάρη) προκειμένου να διανείμει τη γη μεταξύ τους. Ο συγκεκριμένος διαμοιρασμός αποτυπώνεται σε ένα έγγραφο ονόματι Kochani Roshi, ωστόσο δεν υπάρχει επίσημος τίτλος ιδιοκτησίας, παρόλο που η οικογένεια του προσπάθησε να κάνει την μετατροπή. Αναφέρθηκε δε εκτενώς σε γεγονότα που οδήγησαν εν τέλει στη σύγκρουση μεταξύ των οικογενειών (ερυθρά 247-244 ΔΦ).

 

Αναφορικά με το θάνατο του αδερφού του, ο Αιτητής 1 απάντησε ότι ενημερώθηκε τηλεφωνικά για το συμβάν και ότι δεν γνωρίζει πολλές λεπτομέρειες για τις περιστάσεις της δολοφονίας. Δήλωσε ότι τη νύχτα της δολοφονίας ο πατέρας του βρισκόταν στο σπίτι ενός φίλου στο δρόμο του Makhmur. Δεν έχει πιστοποιητικό θανάτου του αδελφού του. Σε σχέση με τη δολοφονία του Sarbaz και του Hussein από τον πατέρα του, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει πολλές λεπτομέρειες, ωστόσο γνωρίζει ότι ο πατέρας του πυροβόλησε τους δύο άντρες ενώ βρίσκονταν εντός ενός οχήματος για λόγους εκδίκησης του θανάτου του αδελφού του Αιτητή 1 (ερυθρά 242-240 ΔΦ). Ερωτηθείς για το θάνατο του πατέρα του, δήλωσε ότι η δολοφονία του έλαβε χώρα στην Sulaymaniyah στις αρχές του 2019 είτε στις 28 ή 29/01/19 και ενώ ο ίδιος βρισκόταν ήδη στην Κύπρο. Ενημερώθηκε, δήλωσε, για τη δολοφονία από την αδερφή του και ότι στις ειδήσεις και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ανέφεραν ότι οι δολοφόνοι του πατέρα του ήταν τα ξαδέρφια του Hussein. Ερωτηθείς αναφορικά με το περιστατικό με το σχολικό λεωφορείο, δήλωσε ότι αφού ο αδερφός του διέπραξε τη δολοφονία, ήταν πολύ προσεκτικός με το γιο του και ξεκίνησε να τον στέλνει στο σχολείο αρχικά με τον βοηθό του και στη συνέχεια με τη γυναίκα του και τον αδερφό της. Επιπρόσθετα, ενημέρωσε το διευθυντή του σχολείου για τη βεντέτα και του ζήτησε να τον ενημερώσει αν εντόπιζε οποιαδήποτε ύποπτη συμπεριφορά. Κάποια στιγμή αργότερα, ο διευθυντής του σχολείου του τηλεφώνησε και τον ενημέρωσε ότι ένα όχημα ακολουθούσε το σχολικό λεωφορείο, ενώ επίσης οι κάμερες του σχολείου κατέγραψαν δύο άντρες που έλεγχαν την περιοχή του σχολείου. Κατόπιν αυτού, ο Αιτητής 1 αποφάσισε τόσο για την ασφάλεια του γιου του όσο και για την ασφάλεια των υπόλοιπων παιδιών, να σταματήσει το γιο του από το σχολείο, καθώς φοβόταν ότι η αντίπαλη οικογένεια ενδέχεται να απαγάγει το γιο του, ώστε να τον αναγκάσει να παραδοθεί. Σε σχέση με την επίθεση εναντίον του δήλωσε ότι το περιστατικό έλαβε χώρα μετά το θάνατο του Safeez και ενώ ο ίδιος βρισκόταν παρκαρισμένος κοντά στα φανάρια Ainkawa και περίμενε κάποιον. Ξαφνικά τον πυροβόλησαν δύο φορές μέσα από ένα αγροτικό όχημα και καθώς ο ίδιος είχε όπλο μαζί του πυροβόλησε στον αέρα, ώστε να τους αναγκάσει να φύγουν. Δεν είδε τα πρόσωπα των δραστών, αλλά είναι βέβαιος ότι πρόκειται για συγγενείς του Hussein. Μετά την παρέλευση 45 λεπτών-μίας ώρας, έφτασε στο σημείο η αστυνομία και όταν ο Αιτητής δήλωσε ότι επιθυμεί να υποβάλει καταγγελία σε βάρος της οικογένειας του Hussein, οι αστυνομικοί τον απέτρεψαν λέγοντάς του ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο γιατί πρόκειται για μία πολύ ισχυρή οικογένεια, τα μέλη της οποίας χρησιμοποιούνται από το κόμμα PDK (Kurdistan Democratic Party), που έχει την εξουσία στην περιοχή, ως πληρωμένοι δολοφόνοι. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής 1 ρωτήθηκε και για την επίθεση στην οικία του την οποία ανέφερε η σύζυγός του (Αιτήτρια 2) (ερυθρά 240-234 ΔΦ).

 

Ερωτηθείς σχετικά με τις εξελίξεις μετά την έξοδό του από τη χώρα, ο Αιτητής 1 δήλωσε ότι βρίσκεται σε επικοινωνία με το γιο του κοινοτάρχη, ο οποίος τον έχει ενημερώσει ότι η αντίπαλη οικογένεια εξακολουθεί να τον αναζητεί. Ο ίδιος είναι διατεθειμένος να παραχωρήσει στην αντίπαλη οικογένεια τη διαφιλονικούμενη γη και επίσης να μεταφέρει τους τάφους της αδερφής του και του αδερφού του στο Erbil και να φροντίσει για την μετεγκατάσταση του θείου του από το χωριό στο Erbil, αλλά η άλλη πλευρά δεν συμφωνεί με την ειρηνική επίλυση της γιατί έχουν δολοφονηθεί 3 μέλη από την οικογένειά τους και 2 μέλη από τη δική του οικογένεια, και άρα επιδιώκουν την επέλευση «ισότητας» στον αριθμό των νεκρών εκατέρωθεν. Επίσης, δήλωσε ότι έχει έρθει σε επαφή με ανθρώπους που θεωρούσε ότι θα μπορούσαν να επέμβουν, ώστε να επιλυθεί η διαμάχη, ωστόσο τα άτομα αυτά έλαβαν τα λεφτά που του ζήτησαν και δεν προέβησαν σε κάποια ουσιαστική κίνηση (ερυθρά 235-234 ΔΦ). Σε ερώτηση εάν κατήγγειλε τα σχετιζόμενα με τη βεντέτα περιστατικά στην αστυνομία, απάντησε ότι δεν εμπιστεύεται τις αρχές της χώρας του και ότι οι βεντέτες ρυθμίζονται από τους φυλετικούς κανόνες. Αν θα μπορούσε να μετεγκατασταθεί σε κάποια άλλη περιοχή, ο Αιτητής 1 δήλωσε ότι δεδομένου ότι ο πατέρας του, που ήταν πρώην στρατιωτικός (συνταγματάρχης), δολοφονήθηκε στην Sulaymaniyah και ενώ διέθετε προσωπικό ασφαλείας, είναι αδύνατο για τον ίδιο να ζήσει σε κάποια περιοχή, ειδικά σε περιοχή που ελέγχεται από το PDK, καθώς θα είναι ακόμα πιο εύκολο να τον εντοπίσουν. Από την πλευρά της η Αιτήτρια 2 κατά την προσωπική της συνέντευξη εξέθεσε τις εμπειρίες της γύρω από τα κρίσιμα περιστατικά. Δήλωσε άγνοια σε σχέση με αρκετά ζητήματα, γεγονός που απέδωσε στο ότι ως γυναίκα δεν λαμβάνει ενημερώσεις για τέτοιου είδους ζητήματα. Σε γενικές γραμμές ωστόσο, οι πληροφορίες που παρείχε για πτυχές των κρίσιμων γεγονότων βρίσκονται σε συμφωνία με τις πληροφορίες που παρείχε ο Αιτητής 1 στη δική του προσωπική συνέντευξη.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου αποδέχθηκε όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή 1 και της Αιτήτριας 2 και προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου, κατέληξε σε συνάρτηση με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ότι δεν τεκμηριώνεται εύλογη πιθανότητα έκθεσης των Αιτητών σε μεταχείριση ισοδυναμούσα με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής τους στο Erbil. Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί κτηματικής διαμάχης, ο λειτουργός κατέγραψε ότι παρόλο που έγινε δεκτός σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή 1 ο ίδιος δεν είχε ενεργή ανάμειξη στη διαμάχη περιοριζόμενος απλά στο να συμβουλεύσει τον πατέρα του να επιλύσει το πρόβλημα με ειρηνικό τρόπο. Περαιτέρω, ο Αιτητής 1 πρότεινε ως λύση στο παρελθόν να παραχωρηθεί η γη στην αντίπαλη οικογένεια και ότι σύμφωνα με δήλωσή του δεν επιθυμεί να διεκδικήσει τη γη σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιρακινό Κουρδιστάν. Στη βάση αυτών των επισημάνσεων, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν τεκμηριώνεται εύλογη πιθανότητα έκθεσης των Αιτητών σε μεταχείριση ισοδυναμούσα με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής τους.  Αναφορικά, τώρα, με τις δολοφονίες μελών τόσο της οικογενείας του όσο και μελών της αντίπαλής οικογένειας και/ή των επιθέσεων που δέχθηκε κρίθηκε ότι ο Αιτητής 1 δήλωσε ασαφώς ότι έχει ενημερωθεί από τον γιο του κοινοτάρχη ότι η αντίπαλη οικογένεια επιζητεί εκδίκηση και δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τί βήματα έχουν λάβει προκειμένου να τον εντοπίσουν. Μη σαφής και μη τεκμηριωμένη σε πραγματικά γεγονότα ήτο και η δήλωση του Αιτητή ότι η αντίπαλη οικογένεια επιθυμεί συνέχιση της βεντέτας μέχρι να επέλθει ισότητα αναφορικά με τον αριθμό των δολοφονηθέντων ατόμων εκατέρωθεν. Ακολούθως, επεσήμανε ότι τόσο οι αδερφές του όσο και η σύζυγος του αδερφού του παραμένουν εν ζωή, ενώ εξακολουθούν να διαμένουν στο Ιρακινό Κουρδιστάν. Αντίστοιχα, ο λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή 1 αναφορικά με την προσπάθειά του να επιλύσει τη διαμάχη μετά την έξοδό του από τη χώρα αποστέλλοντας χρήματα σε άτομα που ανήκουν σε ειδικά τμήματα του κόμματος PDK, ήταν μη σαφείς. Επιπρόσθετα, επεσήμανε ότι και οι δηλώσεις της Αιτήτριας 2 σε σχέση με την αναζήτηση του συζύγου της (Αιτητή 1) από την αντίπαλη οικογένεια για λόγους εκδίκησης ήταν εξίσου μη σαφής. Τέλος, επισημάνθηκε ότι τα περιστατικά σε βάρος της οικογένειας των Αιτητών έλαβαν χώρα, ενώ ο αδερφός του Αιτητή 1 ήταν ακόμα εν ζωή. Ακολούθως, ο λειτουργός παρέπεμψε σε κάποιες σύντομες πληροφορίες αναφορικά με διαφυλετικές διαμάχες καταλήγοντας ότι (α) δεδομένου του μεγάλου χρονικού διαστήματος που έχει μεσολαβήσει από τη στιγμή που έλαβαν χώρα τα κρίσιμα γεγονότα, (β) δεδομένου ότι οι επιθέσεις κατά των Αιτητών έλαβαν χώρα σε χρόνο κατά τον οποίο ο αδερφός και ο πατέρας του Αιτητή 1 ήταν ακόμα εν ζωή και άρα η βεντέτα ήταν ακόμα ενεργή και (γ) δεδομένου ότι οι δηλώσεις των Αιτητών αναφορικά με το γεγονός ότι η αντίπαλη οικογένεια εξακολουθεί να επιζητεί εκδίκηση ήταν ασαφείς και μη τεκμηριωμένες, δεν στοιχειοθετείτε εύλογη πιθανότητα έκθεσης των Αιτητών σε μεταχείριση ισοδυναμούσα με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής τους στο Erbil εξαιτίας της βεντέτας. Προχωρώντας δε στο κομμάτι της νομικής ανάλυσης, ο λειτουργός έκρινε ότι από τις δηλώσεις των Αιτητών, το εν γένει προφίλ τους και την εκτίμηση κινδύνου στην βάσει των αποδεκτών ουσιωδών ισχυρισμών, προκύπτει ότι παρότι οι ίδιοι εξέφρασαν υποκειμενικό φόβο δίωξης, δεν πληρούνται τα αντικειμενικά στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξής τους για έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στο Άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000) (ερυθρό 306-303 Δ.Φ.)

 

Το Δικαστήριο αφού διεξήλθε των λεπτομερειών της έκθεσης/εισήγησης και των ευρημάτων που διατυπώνονται σε αυτή διαπιστώνει, όπως και η εισήγηση της λειτουργού, ότι δεν θα μπορούσε να παρασχεθεί καθεστώς πρόσφυγα στους Αιτητές στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών τους. Σε σχέση με το υποκειμενικό και αντικειμενικό στοιχείο του φόβου στο σημείωμα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες όπου ο φόβος δίωξης συνδέεται με ζητήματα βεντέτας[1], αναφέρεται ότι στις περιπτώσεις αυτές είναι σημαντικό να αξιολογηθεί κατά πόσο ο φόβος και/ή η μεταχείριση του αιτούντα άσυλο ισοδυναμεί με δίωξη. Στο πλαίσιο αιτημάτων που αφορούν βεντέτα, είναι σημαντικό να αξιολογηθούν διάφοροι παράμετροι ήτοι φύση της βεντέτας, εμπειρίες άλλων μελών της οικογένειας ή της φυλής που εμπλέκονται στη βεντέτα, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον κάποιο μέλος της οικογένειας έχει σκοτωθεί ή τραυματιστεί από την αντίπαλη οικογένεια ή φυλή. Οι βεντέτες προκύπτουν όταν οι φυλές αδυνατούν να επιλύσουν τις διαφορές τους με ειρηνικά μέσα και μπορεί να οδηγήσουν σε ένοπλες συγκρούσεις και κύκλους αντιποίνων και εκδίκησης[2]. Οι διαμάχες γης μπορεί να κλιμακωθούν σε βεντέτες είτε όταν τα πράγματα δεν μπορούν να επιλυθούν με τη χρήση μηχανισμών συμφιλίωσης των φυλών, τους κρατικούς μηχανισμούς δικαίου, είτε όταν υπάρχει έλλειψη λογοδοσίας και επανόρθωσης και οι άνθρωποι μπορεί να επιχειρήσουν να πάρουν γη (ή να πάρουν πίσω γη) με τη βία. Σε αυτή την περίπτωση, τα άτομα στα οποία ανήκει η γη ή που επί του παρόντος κατέχουν τη γη, αλλά και όσοι ζουν και εργάζονται στη γη ακόμα και αν δεν εμπλέκονται στη διαμάχη, μπορεί να απειληθούν ή να εμπλακούν στη βία και να αναγκαστούν να μεταναστεύσουν σε άλλη περιοχή για να αναζητήσουν ασφάλεια. Οι εμπλεκόμενοι μπορεί να ζητήσουν διαμεσολάβηση από τη φυλή τους, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην καταβολή αποζημίωσης για τον τερματισμό της βεντέτας. Σε αυτή την περίπτωση, η αποζημίωση καταβάλλεται είτε από τους ίδιους τους εμπλεκόμενους είτε με οικονομική βοήθεια από τη φυλή. Από την άλλη πλευρά, η φυλή μπορεί να αρνηθεί να εμπλακεί εάν στη βεντέτα εμπλέκονται ισχυροί παράγοντες της περιοχής, καθώς μπορεί να φοβάται την αντιπαράθεση με ισχυρούς παράγοντες. Ανάλογα με τη φύση της διαφοράς και την περιοχή, η βεντέτα μπορεί να αφορά μόνο το άτομο και τα άμεσα μέλη της οικογένειάς του ή μπορεί να αφορά ευρύτερα τα μέλη της φυλής[3]. Σύμφωνα με τον κώδικα της φυλής, τα αρσενικά μέλη μιας εκτεταμένης οικογένειας ("khamsa") είναι υποχρεωμένα να εκδικηθούν τον τραυματισμό ή τον θάνατο άλλου μέλους, είτε δολοφονώντας κάποιον από το «khamsa» του δολοφόνου ή, συνηθέστερα, συμφωνώντας οικονομική αποζημίωση προς την οικογένεια του θύματος. Επίσης, ο δράστης της αρχικής δολοφονίας ενδέχεται να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την περιοχή[4]. Στο αποδεκτό αφήγημα των Αιτητών δεν διαπιστώνεται το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου δίωξης. Ο Αιτητής 1 (α) ουδέποτε έχει εμπλακεί προσωπικά ο ίδιος στη διαμάχη, (β) επιζητούσε πάντα ειρηνική διευθέτηση της διαφοράς, (γ) τα μέλη της οικογενείας του που ήτο υπεύθυνα για τον θάνατο μελών της αντίπαλης οικογένειας έχουν αποβιώσει, (δ) ήταν και είναι πρόθυμος να παραχωρήσει την διαφιλονικούμενη γη στην αντίπαλη οικογένεια, (ε) τα υπόλοιπά μέλη της ευρύτερης οικογενείας του συνεχίζουν να διαμένουν στην πόλη διαμονής του, (στ) ενώ δεν τεκμηριώθηκε από τις δηλώσεις του ιδίου ότι  η αντίπαλη οικογένεια εξακολουθεί να επιζητεί εκδίκηση. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα γεγονότα της περίπτωσης των Αιτητών σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις τους δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο τους εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψαν την χώρα καταγωγής τους και δεν επιθυμουν να επιστρέψουν σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (Βλέπε §37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ούτε τα γεγονότα που έχουν γίνει αποδεκτά πληρούν σωρευτικά τα κριτήρια μορφής δίωξης ως οι πρόνοιες του Άρθρου 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023,(Ν.6(Ι)/2000). Δεν προκύπτει ότι πρόκειται για πρόσωπα που λόγω των περιστάσεων τους χρήζουν διεθνούς προστασίας και δεν έχουν τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις τους ότι ανήκουν σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του που να αντιμετωπίζουν δίωξη, ενώ σε περίπτωση επιστροφής τους δεν θα αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας τους. Ούτε υπάρχει καταδίκη, σύλληψη, ή καταζητούνται είτε από τις αρχές της χώρας τους είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Επομένως, η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και στα πλαίσια του Νόμου καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις των Αιτητών δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Από τα ενώπιον μου στοιχεία, επίσης, καταδεικνύεται ότι αξιολογήθηκαν μέσω επίσημων πηγών πληροφόρησης κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος οι Αιτητές να υποστούν σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής τους στην περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής τους ήτοι καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται, ούτως ώστε να δικαιούνται συμπληρωματική προστασία σύμφωνα με το Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλαν τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής, θα υποβληθούν σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[5] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Κατόπιν δε σχετικής έρευνας αναφορικά με τις επικρατούσες συνθήκες στη χώρα καταγωγής και σύμφωνα με  το Σημείωμα Καθοδήγησης της EUAA για το Ιράκ το έτος 2022, στην περιοχή KRI (Ιρακινού Κουρδιστάν) και συγκεκριμένα στο κυβερνείο του και συγκεκριμένα στο κυβερνείο του Erbil, η σταθερότητα εξαρτάται από τη φύση της σχέσης μεταξύ του Δημοκρατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (KDP), το οποίο ελέγχει το Ερμπίλ και τη Ντοχούκ,  και την Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν (PUK), που ελέγχει τη Σουλεϊμανίγια. Η συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών φαίνεται να είναι δύσκολη.  Η κυβέρνηση του Ιρακινού Κουρδιστάν (KRG) είναι στενά συνδεδεμένη με την Τουρκία σε διάφορα οικονομικά θέματα και αποδέχεται τις τουρκικές επιχειρήσεις κατά του PKK που πραγματοποιούνται στο Ιρακινό Κουρδιστάν. Οι συγκρούσεις μεταξύ PKK και Τουρκίας εντάθηκαν από το 2020. Η Τουρκία επέκτεινε τις βάσεις της βαθύτερα στο Ιρακινό Κουρδιστάν και οι μάχες μεταξύ των δύο μερών εντατικοποιήθηκαν. Επίσης, δυνάμεις συνασπισμού πραγματοποίησαν, το 2020 και το 2021, αρκετές επιχειρήσεις κατά του ISIL στο βουνό Qarachogh, κοντά στο Makhmur[6]. Προκύπτει ότι στην ευρύτερη περιφέρεια του Erbil παρουσιάζονται κατά καιρούς συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύρραξης ανάμεσα στους ένοπλους φορείς που δραστηριοποιούνται εκεί. Η ύπαρξη, όμως, «ένοπλης σύρραξης» στο έδαφος μιας χώρας ή μιας περιοχής της ή διάφορων περιοχών της, αν και αναγκαία, δεν είναι επαρκής προϋπόθεση από μόνη της για παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας[7]. Ειδικά ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός αξιολόγησε μέσω διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε συνάρτηση με την στάθμιση κατώτατου επιπέδου/όριο - lower threshold[8] και αφού ανέλυσε το τι αποτελεί αδιάκριτη βία λόγω ένοπλης σύγκρουσης σε έδαφος μιας χώρας[9] και την έννοια της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας[10] - που έχει προτείνει το ΔΕΕ στις αποφάσεις Elgafaji[11] και Diakité[12] - κατέληξε ότι δεν προκύπτει δεδομένης της έντασης της σύγκρουσης στην περιοχή των Αιτητών σε συνδυασμό με τις προσωπικές τους περιστάσεις ότι θα εκτεθούν σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω μόνο της παρουσίας τους σε περίπτωση επιστροφής τους. (ερυθρό 303-300 Δ.Φ.)

 

Το ανωτέρω συμπέρασμα ενδυναμώνεται και από της πληροφορίες που προκύπτουν από το Σημείωμα Καθοδήγησης της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Ασυλο για το Ιράκ το έτος 2022, το οποίο αναφέρει ότι εξετάζοντας τους δείκτες στο κυβερνείο του Erbil, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι εκεί λαμβάνουν χώρα περιστατικά ασφαλείας, ωστόσο όχι σε υψηλό επίπεδο. Αντιστοίχως, απαιτείται ένα υψηλότερο επίπεδο επιμέρους στοιχείων και/ή επιβαρυντικών περιστάσεων προκειμένου να αποδειχθεί ουσιώδης λόγος να πιστεύεται ότι ένας πολίτης, που επέστρεφε στην επικράτεια του Erbil, θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης[13]. Αλλωστε, τα περιστατικά ασφαλείας στο κυβερνείο του Erbil παρατηρούνται κυρίως στις περιοχές Rawanduz και Makhmur, και όχι στον αστικό ιστό της πόλης Erbil, οποία αποτελεί τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής των Αιτητων. Όπως δε προκύπτει από την τελευταία αναφορά σε περιστατικά βίας και σε απώλειες ζωών από τη βάση δεδομένων ACLED το διάστημα από τις 08/03/23 έως τις 08/03/24 καταγράφηκαν 910 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 101 απώλειες. Εξ αυτών των 910 περιστατικών 44 καταχωρήθηκαν ως «μάχες» (“battles”) και οδήγησαν σε 36 απώλειες, τα 9 ως «βία κατά πολιτών» (“violence against civilians”) και οδήγησαν σε 6 απώλειες, τα 855 ως «εκρήξεις ή απομακρυσμένη βία» (“explosions/remote violence”) και οδήγησαν σε 59 απώλειες και τα 2 ως «αναταραχές» (“riots”) με καμία συνδεόμενη απώλεια[14]. Σημειωτέον, δε, ότι ο πληθυσμός του κυβερνείου του Erbil καταγράφεται στους 896.716 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το έτος 2023[15]. Εν προκειμένω, δεν έχουν εγερθεί ή/και αναδειχθεί οποιαδήποτε χαρακτηριστικά ή στοιχεία που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι οι Αιτητές θα τεθούν σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας. Ούτε τo προφίλ τους εμπίπτει εντός των ευάλωτων κατηγοριών και/ή ευπάθειας και/ή χαρακτηριστικού ευαλωτότητας καθώς αποτελούν οικογένεια, της οποίας τα μέλη είναι υγιή, οι δε γονείς φέρουν την ικανότητα να εργαστούν και να έχουν πρόσβαση σε μέσα συντήρησης της οικογένειάς τους, χωρίς αναπηρία και χωρίς ιστορικό κάποιας χρόνιας ασθένειας ενώ βάσει των στοιχείων που έγιναν αποδεκτά δεν προκύπτει ότι διατρέχουν οποιονδήποτε κίνδυνο στον τόπο τελευταίας διαμονής τους.

 

Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων των Αιτητών, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να τους αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €800 έξοδα εναντίον των Αιτητών και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

                         

                

 

 

                         Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] UNCHR, UNHCR position on claims for refugee status under the 1951 Convention relating to the Status of Refugees based on a fear of persecution due to an individual’s membership of a family or clan engaged in a blood feud, 2006, - https://www.refworld.org/policy/legalguidance/unhcr/2006/en/38378

[2] Bobseine, Tribal Justice in a Fragile Iraq, 07/11/19, https://production-tcf.imgix.net/app/uploads/2019/11/08121945/tribal-justice_bobseinePDF.pdf, σελ. 6

[3] EASO, Country of Origin Information Report, Iraq - Targeting of Individuals, Ιανουάριος 2022, σελ. 89-90

[4] UNHCR, Tribal Conflict Resolution in Iraq, 15/01/18- https://www.refworld.org/reference/countryrep/unhcr/2018/en/120267, σελ. 1-2

[5] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[6] EUAA, Country Guidance, Iraq, June 2022, σελ 195-196, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-iraq-june-2022,)

[7] EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 17 

[8] EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 16-17 – σημείο 1.2.1.

[9] Απόφαση του ΔΕΕ της 17/02/2009 στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji και Noor Elgafaji κατά Staatssecretaris van Justitie, σκέψη 34

[10] EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 26 – 1.6.2. Η έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf)

[11] Ibid 9 σκέψεις 32&38

[12] Απόφαση του ΔΕΕ της 30/01/2014 στην υπόθεση C-285/12, Aboubacar Diakité κατά Commissaire général aux réfugiés etaux apatrides, σκέψη 35

[13] EUAA, Country Guidance, Iraq, June 2022, σελ. 198, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-iraq-june-2022,

[14] Προσαρμοσμένη έρευνα στη βάση δεδομένων ACLED, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard Η κατηγορία «μάχες» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «ένοπλη σύγκρουση», «ανάκτηση εδαφών από τη κυβέρνηση», «κατάκτηση περιοχής από μη κυβερνητικό φορέα». Η κατηγορία «βία κατά πολιτών» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «απαγωγή/εξαναγκασμένη εξαφάνιση», «επίθεση», «σεξουαλική βία». Η κατηγορία «έκρηξη/απομακρυσμένη βία» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «επίθεση από αέρος/επίθεση με drone», «χρήση χημικών όπλων», «χρήση χειροβομβίδας», «απομακρυσμένη έκρηξη, ενεργοποίηση ναρκών, ενεργοποίηση αυτοσχέδιου εκρηκτικού μηχανισμού», «επίθεση με οβίδες/πυροβολικό/πύραυλο», «επίθεση αυτοκτονίας». Η κατηγορία «αναταραχές» περιλαμβάνει τις υποκατηγορίες «βία σε κατάσταση οχλοκρατίας» και «βίαιη διαδήλωση».

[15] https://worldpopulationreview.com/world-cities/erbil-population,


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο