ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 1612/23

 

4 Απριλίου 2024

[Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, ΔΔΔΔΠ.] 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Μ.Μ.

Αιτητής

-και-

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

  ....................

 

 

Λ. Μούσουλος (κος) για Μούσουλος, Κανέλλα και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι του Αιτητή

Κ. Φράγκου (κα) για Χ. Δημητρίου, δικηγόρος για τους Kαθ' ων η αίτηση.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Δ. Κατσαρίδης Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής αιτείται δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 12/05/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή την 18/05/2023 και με την οποία τον πληροφορούν την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα κατάχρησης εξουσίας, πλάνης και κακής εφαρμογής του νόμου.

 

 

 

Γεγονότα

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 13/07/2021. Στις 23/03/2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο - EUAA (εφεξής «ο αρμόδιος λειτουργός»). Στις 21/04/2023, αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή.  Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 26/05/2023. Στις 12/05/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 18/05/2023.

Στη συνέχεια, την 26/05/2023 εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο συνήγορος του Αιτητή, στην προσφυγή την οποία κατέθεσε προέβαλε πλήθος λόγων ακυρώσεων τους οποίους ωστόσο δεν ανέπτυξε δια της γραπτής του αγόρευσης. Στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης υποστηρίζει, μέσω του συνηγόρου του ότι δεν διεξήχθη η δέουσα έρευνα από τους Καθ’ων η αίτηση επί των ισχυρισμών που αφορούν την πίεση που δεχόταν ο Αιτητής από τον πατέρα του να ασπαστεί την θρησκεία Vuvamu και να προχωρήσει σε σεξουαλική σχέση με τη θεία του εξαιτίας των οποίων εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής. Αναφέρει περαιτέρω ότι λόγω των περιστάσεών του μπορεί να του αναγνωριστεί δικαιολογημένος φόβος δίωξης. 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, ισχυριζόμενοι ότι οι λόγοι ακυρώσεως δεν που προβάλλει ο Αιτητής διά της καταχωρισθείσας προσφυγής του δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 και ότι οποιαδήποτε πραγματικά γεγονότα τα οποία αναφέρονται στη Γραπτή Αγόρευση του Αιτητή δεν δύνανται να ληφθούν υπόψη εφόσον δεν προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, ως προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου. Περαιτέρω αναφέρουν επίσης ότι η επίδικη πράξη αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις νομοθετημένες διατάξεις, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που τους παρέχει ο νόμος και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Επιπλέον, παρατηρώ ότι οι λόγοι προσφυγής, όπως αναπτύσσονται στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή χαρακτηρίζονται από γενικότητα και απουσιάζει η υπαγωγή των περιστάσεων του Αιτητή και των γεγονότων της υπόθεσης στις κατ΄ επίκληση παραβιασθείσες διατάξεις. Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883]., Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. 

Προχωρώντας, ακόμη και εάν εξαντλώντας την επιείκεια του παρόντος Δικαστηρίου και εξεταστούν οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών.  Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο στις περιπτώσεις που απαριθμούνται υπό του άρθρου 11 του Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος του 2018 (Ν. 73(I)/2018) ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως, δυνάμενη να προβεί σε νέα εκτίμηση και αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού και των στοιχείων του φακέλου και αποφαίνεται αιτιολογημένως επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας του εκάστοτε προσφεύγοντος (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).

Συνεπώς, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου, δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009). 

Εν προκειμένω παρατηρώ ότι o Αιτητής δεν προβάλλει οποιοδήποτε ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας που να δικαιολογεί την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Υπό το φως της πιο πάνω διαπίστωσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας με την οποία αυτοί εγείρονται, εφόσον ο Αιτητής δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του για άσυλο και να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.[1]

Κατόπιν των ανωτέρω και λαμβανομένης υπόψη της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 [Ν.73(Ι)/2018], το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσιαστικής της ορθότητας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου τόσο της νομιμότητας όσο και της ουσιαστικής ορθότητας (έλεγχος επί της ουσίας) της επίδικης πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, παρατηρώ ότι  κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής εξαιτίας οικογενειακής σύγκρουσης η οποία οφειλόταν στην επιθυμία του Αιτητή να παντρευτεί μία κοπέλα η οποία ήταν ήδη έγκυος.

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε το 1995 στην πόλη Kinshasa, είναι Songe εθνοτικής καταγωγής, χριστιανός ακόλουθος του καθολικού δόγματος και μιλάει λιγκάλα και γαλλικά. Η Kinshasa υπήρξε ο τόπος διαμονής του μέχρι την 13/08/2018 οπότε και μετέβη για εργασιακούς λόγους στη Γουινέα. Από εκεί επέστρεψε ξανά στην Kinshasa και παρέμεινε μέχρι την 11/05/2021 ημερομηνία κατά την οποία εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής και ταξίδεψε για την Κύπρο. Στη Δημοκρατία εισήλθε παράτυπα την 09/06/2021. Παρακολούθησε δέκα έτη σχολικής εκπαίδευσης και εγκατέλειψε το σχολείο το έτος 2010. Ως προς το επαγγελματικό του προφίλ δήλωσε ότι εργαζόταν ως ηλεκτρολόγος από το έτος 2012 μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής τη δεύτερη φορά. Ο αιτητής δήλωσε άγαμος και πατέρας ενός ανήλικου τέκνου το οποίο γεννήθηκε το 2013. Σε σχέση με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι γονείς και η αδελφή του διαμένουν στην Κινσάσα δεν έχει επαφή μαζί τους από το 2014.

Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, o Αιτητής, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής του, δήλωσε ότι ο πατέρας του ήδη από το έτος 2005 επιθυμούσε ο αιτητής να ακολουθήσει τη θρησκεία Vuvamu την οποία ακολουθούσε και ο ίδιος. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του πατέρα του τα πνεύματα των προγόνων υπαγόρευαν ότι ο Αιτητής έπρεπε να έρθει σε ερωτική επαφή με τη θεία του προκειμένου να έχει μακροζωία. Ο Αιτητής δεν δέχτηκε διότι η πράξη αυτή θα θεωρείτο αιμομιξία κατά τις επιταγές της θρησκείας του κι εγκατέλειψε την πατρική οικία. Το έτος 2013 όταν η κοπέλα του έμεινε έγκυος την έστειλε να μείνει με τον πατέρα του διότι ο ίδιος έμενε με άλλα άτομα και δεν υπήρχε η δυνατότητα να μείνουν μαζί. Ο πατέρας του ο οποίος ήθελε ο Αιτητής να παντρευτεί μία κοπέλα από την οικογένεια, τη θεία του συγκεκριμένα, απογοητεύτηκε. Η κοπέλα του αιτητή ξυλοκοπήθηκε από τον πατέρα του τρεις φορές και εγκατέλειψε την πατρική οικία του Αιτητή το 2014. Έκτοτε ο πατέρας του Αιτητή δεν τον ενόχλησε ξανά. Το έτος 2015 ο αιτητής είχε πρόβλημα με το πόδι του και ένας παραδοσιακός θεραπευτής του είπε ότι επρόκειτο για κατάρα από την οικογένεια η οποία θα τον κρατούσε άρρωστο όλη του τη ζωή, ωστόσο ο θεραπευτής κατάφερε να τον κάνει καλά. Η ασθένεια ωστόσο τον ακολούθησε τόσο στη Γουινέα όπου μετέβη για εργασία, όσο και κατά την επιστροφή του στην Kinshasa όπου ένας παραδοσιακός θεραπευτής του είπε τα ίδια με όσα του είχε πει ο προηγούμενος θεραπευτής.

Σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής φοβάται για το τι μπορεί να του κάνει ο πατέρας του ο οποίος του είπε ότι η ζωή του θα είναι σύντομη αν επιστρέψει στη ΛΔΚ.

Ερωτώμενος αν θα μπορούσε να εγκατασταθεί με ασφάλεια στην Κινσάσα ο αιτητής απάντησε αρνητικά λέγοντας ότι δεν μπορεί να ζήσει με ασφάλεια στην Αφρική  διότι είναι καταραμένος εκεί.

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς.

Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής και την ταυτότητα του Αιτητή, ο οποίος και έγινε αποδεκτός καθώς ο αιτητής υπήρξε σαφής και συνεκτικός στις δηλώσεις του. Πληροφορίες από εξωτερικές πηγές υποστηρίζουν τις δηλώσεις του σχετικά με τη γλώσσα, τη θρησκεία, τον τόπο καταγωγής, το σχολείο και την εθνοτική του καταγωγή.

Ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή συνίσταται στο ότι ο πατέρας του Αιτητή ζήτησε από εκείνον να ακολουθήσει τη θρησκεία του, να έχει σεξουαλικές σχέσεις με τη θεία του και φερόταν άσχημα στη σύντροφο του αιτητή. Ο δεύτερος ισχυρισμός έτυχε απόρριψης καθώς ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του με λεπτομέρεια ενώ οι δηλώσεις του ήταν μη συγκεκριμένες και μη λεπτομερείς. Πιο συγκεκριμένα, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τη θρησκεία του πατέρα του, τις πρακτικές που ακολουθούσαν παρόλο που διέμενε μαζί του μέχρι το έτος 2010 και ο πατέρας του αιτητή ήταν ακόλουθος της θρησκείας αυτής από τότε που γεννήθηκε ο Αιτητής. Διαπιστώθηκε αδυναμία του Αιτητή να παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την πρώτη φορά που του προτάθηκε να ακολουθήσει τη θρησκεία Vuvamu από τον πατέρα του και το περιστατικό κατά το οποίο αρνούμενος να ακολουθήσει τη Vuvamu εγκατέλειψε την πατρική του οικία το έτος 2010. Οι δηλώσεις του Αιτητή επαναλαμβάνονταν ενώ καθυστερούσε να απαντήσει στα ερωτήματα τα οποία του τέθηκαν από τον λειτουργό. Κατά την εξέταση των δηλώσεών του που αφορούσαν την προτροπή εκ μέρους του πατέρα του να κοιμηθεί ο Αιτητής με τη θεία του, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με το περιστατικό αυτό ενώ περιορίστηκε σε ασαφείς, μη συνεκτικές δηλώσεις που αφορούσαν την επιθυμία των πνευμάτων των προγόνων του να προχωρήσει σε σεξουαλική επαφή με τη θεία του. Ο λειτουργός διαπιστώνει έλλειψη συνοχής μεταξύ των δηλώσεων του Αιτητή ότι εγκατέλειψε την πατρική οικία το 2010, εντούτοις εγκατέστησε τη φίλη του στην πατρική του οικία όταν εκείνη έμεινε έγκυος. Όταν του ζητήθηκε να περιγράψει τη ζωή της φίλης του στην πατρική του οικία ο λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του υπήρξαν μη λεπτομερείς καθώς αναφέρθηκε μόνο ότι η κοπέλα ξυλοκοπήθηκε από τον πατέρα του τρεις φορές πριν να φύγει από το σπίτι αυτό. Σε ό,τι αφορά την εξωτερική αξιοπιστία ο λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες που επιβεβαιώνουν κάποιες από τις δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τη θρησκεία Vuvamu ωστόσο, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε λόγω ελλιπούς εσωτερικής αξιοπιστίας.

Στα πλαίσια του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία, το προφίλ, τον τόπο καταγωγής και την ταυτότητα του αιτητή ο λειτουργός παραθέτοντας πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας συνήγαγε κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο Αιτητής δεν φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς.

Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.

Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου (15(γ) της Οδηγίας), οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν, κατόπιν σχετικής έρευνας αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους του Αιτητή, ήτοι την πόλη Kinshasa, ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε αφού στην Kinshasa η κατάσταση ασφαλείας αξιολογήθηκε ως σταθερή.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι οι ισχυρισμοί του σχετικά με τα προσωπικά της στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.

Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν κατάφερε να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ούτε ως προς τον φόβο της σε περίπτωση επιστροφής της.

Ως προς την αξιοπιστία του Αιτητή, σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου.  Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος.  Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»»).

Εναπόκειται στον Αιτητή να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες[2]. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).  Ωστόσο δεν υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο Αιτητής, εντούτοις οφείλει προσωπικά να συνεργάζεται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο Αιτητής.

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξης του ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στην συνέντευξη που έδωσε.

Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψιν μου ότι ούτε και κατά την παρούσα διαδικασία ο Αιτητής  ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τους βασικούς ισχυρισμούς του λεπτομερώς και παρέχοντας συγκεκριμένες πληροφορίες, ανατρέποντας στην ουσία τα ευρήματα των Καθ’ων η Αίτηση  αφού δεν επικαλέστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους 5 λόγους που εξαντλητικά αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Ειδικότερα, έχοντας μελετήσει προσεκτικά  την συνέντευξη που διεξήχθη, την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, όσο το υλικό που περιέχεται στον φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου και γενικότερα το υλικό το οποίο βρίσκεται ενώπιον μου, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε επαρκή έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων. Ο Αιτητής υπέβαλε ασαφείς, αόριστους και μη ευλογοφανείς ισχυρισμούς αναφορικά με τους λόγους που φέρονται να τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής.

Συγκεκριμένα, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ο ισχυρισμός του Αιτητή σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του έγινε ορθώς αποδεκτός από τους Καθ’ων η αίτηση αφού οι δηλώσεις του κρίθηκαν σαφείς και οι πληροφορίες που προέβαλε επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός και από το παρόν Δικαστήριο.

Ως προς τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει τον πυρήνα του ισχυρισμού του καθώς, κατόπιν προσεκτικής μελέτης των πρακτικών των προφορικών του συνεντεύξεων, δεν αξιολογείται ότι αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα από τον πατέρα του ο οποίος ήθελε ο Αιτητής να ασπαστεί τη θρησκεία Vuvamu. Καθώς ο ίδιος δηλώνει εξάλλου, από το έτος 2014 κατά το οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής δεν ενοχλήθηκε ξανά από τον πατέρα του ούτε και είχε κάποια επαφή μαζί του έκτοτε (ερ.38 1χ). Καθώς οι Καθ’ ων η αίτηση αναλύουν εκτενώς στην έκθεση/εισήγησή τους τους λόγους για του οποίους έκριναν τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο, το Δικαστήριο επισημαίνει ως προς την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του, επιγραμματικά, ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει κανένα σκέλος του υπό εξέταση ισχυρισμού. Ειδικότερα, καθώς ο ίδιος ο Αιτητής υπήρξε μη λεπτομερής κατά τις δηλώσεις του που αφορούσαν την προσπάθεια του πατέρα του να τον κάνει ακόλουθο της θρησκείας Vuvamu, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει την πρώτη προσέγγιση του πατέρα του προκειμένου ο Αιτητής να γίνει ακόλουθος της Vuvamu και τους λόγους που του υπαγόρευε να ακολουθήσει τη θρησκεία αυτή, ενώ δεν ήταν σε θέση να μεταφέρει με λεπτομέρεια την ημέρα εκείνη που έλαβε την απόφαση να αποχωρήσει οριστικά από την πατρική του οικία εξαιτίας της πίεσης που του ασκούσε ο πατέρας του να ακολουθήσει τη θρησκεία του. Η αδυναμία του Αιτητή να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους όφειλε να κοιμηθεί με τη θεία του ή να προχωρήσει σε σχέση με γυναίκα που ανήκε στην οικογένεια καθώς επίσης και το γεγονός ότι εμπιστεύτηκε την κοπέλα του και το κυοφορούμενο παιδί του στον πατέρα του τρία χρόνια αφότου είχε εγκαταλείψει την οικογενειακή οικία εξαιτίας διαφορών του με τον πατέρα του, πλήττει περαιτέρω την αξιοπιστία του σε ό,τι αφορά την κακή σχέση του με τον πατέρα του και προβλημάτων που αντιμετώπιζε από εκείνον. Αξιολογώντας συνολικά τις δηλώσεις του Αιτητή σημειώνεται ότι ελλείπει  το προσωπικό βιωματικό στοιχείο που θα προσέδιδε σε αυτές την απαραίτητη λεπτομέρεια και συνοχή που θα συνέδραμε στη θεμελίωση της εσωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού. Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή σχετικά με τον υπό εξέταση ισχυρισμό, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι η πηγή εκ των οποίων αντλούνται οι πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής που αφορούν τη θρησκεία Vuvamu αντλήθηκαν από σελίδα του Facebook. Επειδή αυτό το περιεχόμενο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όπως είναι το Facebook μπορεί να δημιουργηθεί από χρήστες τίθεται εν αμφιβόλω ότι η πηγή αυτή πληροί τα πρότυπα ποιότητας τα οποία απαιτούνται η διαδικασία της διεξοδικής και κριτικής αξιολόγησης μιας πηγής όπως για παράδειγμα το στοιχεία της αντικειμενικότητας[3]. Κατόπιν της αναζήτησης του Δικαστηρίου εντοπίστηκε αναφορά στη θρησκεία Vuvamu σε ένα διεθνή ιστότοπο εκδόσεων μελετών (Saudi journals) με ελεύθερη πρόσβαση  σκοπός του οποίου είναι η διάδοση της γνώσης σε άρθρο που αφορά τις αντιλήψεις γύρω από την μετενσάρκωση σε αφρικανικές κουλτούρες. Εκεί αναφέρεται ότι η Vuvamu είναι αφροκεντρικό κίνημα το οποίο καλεί σε επιστροφή στις ρίζες[4]. Ομοίως, στην από Οκτωβρίου ¨Έκθεσή του σχετικά με τις κοινωνικό- οικονομικές συνθήκες στην Κινσάσα η Ολλανδική Υπηρεσία Μετανάστευσης αναφέρει ότι πρόκειται για «αφρικανική» «παραδοσιακή» εκκλησία[5]

Επί τη βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, το Δικαστήριο καταλήγει, ομοίως με τους Καθ’ων η αίτηση, στην απόρριψη του υπό εξέταση ισχυρισμού ως μη αξιόπιστου, καθώς, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, δεν κρίνεται ότι αντικατοπτρίζει βιωματικά περιστατικά ενώ στερείται λεπτομέρειας και συνεκτικότητας.

Συναφώς επισημαίνεται ότι  ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[6] , όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/ης, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η[7]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής  δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας ο αρμόδιος λειτουργός του υπέβαλε επαρκείς ανοιχτού τύπου ερωτήσεις προκειμένου να καλυφθεί τόσο ο πυρήνας του αιτήματός του, όσο και τα επί μέρους θέματα, ακολουθώντας τη ορθή διερευνητική διαδικασία, ενώ συνεργάστηκε με τον Αιτητή κατά το στάδιο του προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεώς του[8]. Παράλληλα, οι Καθ’ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις του Αιτητή, συνεκτιμώντας την ατομική του κατάσταση καθώς και τις προσωπικές του περιστάσεις, εκ των οποίων δεν ανέκυψε κάποιος παράγοντας ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αδυναμία του να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικό περιστατικό. Συμπερασματικά, εξ όσων ο Αιτητής ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι πρόκειται για μία αφήγηση περιστατικών χωρίς τη  λεπτομέρεια που θα προσιδίαζε σε βιωματικά περιστατικά η οποία περιορίζεται σε αόριστες επαναλήψεις των ήδη λεχθέντων.

Στη βάση λοιπόν του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου, το Δικαστήριο κρίνει ότι από τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή δεν υπάρχει κάποιο που να επιτείνει τον κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής. Εξετάζοντας την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa της ΛΔΚ, τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, εκ της διενεργηθείσας έρευνας προέκυψε ότι:

«Στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό λαμβάνουν χώρα αρκετές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις στις οποίες εμπλέκονται διαφορετικοί μη κρατικοί και διεθνείς παράγοντες.

Οι ένοπλες δυνάμεις του Κονγκό (FARDC) συμμετέχουν σε μια σειρά από μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις εναντίον, τουλάχιστον, των Συμμαχικών Δημοκρατικών Δυνάμεων (ADF) και του Mai-Mai Yakutumba, των Δημοκρατικών Δυνάμεων για την Απελευθέρωση της Ρουάντα (Forces démocratiques de libération du Ρουάντα, FDLR), ο Συνεταιρισμός για την Ανάπτυξη του Κονγκό (Coopérative de développement économique du Congo, CODECO) και το M23.

Η Αποστολή Σταθεροποίησης του Οργανισμού του ΟΗΕ στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (MONUSCO) υποστηρίζει τις ένοπλες δυνάμεις του Κονγκό (FARDC) και είναι συμβαλλόμενο μέρος στις συγκρούσεις.

Η Κένυα παρενέβη υπέρ της ΛΔΚ στον αγώνα της κατά των ανταρτικών ομάδων.

Η Ρουάντα φέρεται να υποστηρίζει το M23 στο Βόρειο Κίβου»[9].

Στον ιστότοπο του Rulac αναφέρεται ότι:

«Οι αντάρτες περικύκλωσαν τη στρατηγική πόλη Sake, που θεωρείται το τελευταίο εμπόδιο πριν από την Γκόμα. Στην επικράτεια Masisi του North Kivu`, η M23 στις αρχές Φεβρουαρίου συμμετείχε σε σκληρές μάχες με τον στρατό του Κονγκό και τους συμμάχους πολιτοφύλακες Wazalendo, υποστηριζόμενες από ξένους εργολάβους ασφαλείας και στρατεύματα του νοτιοαφρικανικού μπλοκ (SADC), γύρω από την πόλη Sake (25 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Γκόμα), η οποία δέχτηκε επίθεση Στις 7 Φεβρουαρίου, μάχες αναφέρθηκαν επίσης σε χωριά νότια της Sake, ιδίως σε Shasha, Kirotshe και Bweremana, με αναφορές για M23 και συμμαχικές δυνάμεις που ανέπτυξαν τεθωρακισμένα οχήματα εξοπλισμένα με πυραύλους εδάφους-αέρος. Μετά από σύντομη ηρεμία, η βία συνεχίστηκε στις 25 Φεβρουαρίου στα περίχωρα του Sake. Ο στρατός και οι σύμμαχοι στα τέλη Φεβρουαρίου διατήρησαν τον έλεγχο της Sake, ενώ οι αντάρτες κατέλαβαν τους γύρω λόφους και έλεγχαν την πρόσβαση, εκτός από τον δρόμο προς την Goma. Η ΜΚΟ Γιατροί χωρίς Σύνορα αργά τον Φεβρουάριο είπε ότι οι μάχες και οι βομβαρδισμοί προκάλεσαν εκτοπισμό 180.000 αμάχων προς την πόλη Goma και Minova στην επαρχία South Kivu από τις 7 Φεβρουαρίου.»[10]

Η Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τα έτη 2022/2023 σχετικά με την κατάσταση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παγκοσμίως αναφέρει σχετικά με τη ΛΔΚ: «Οι ένοπλες συγκρούσεις συνεχίστηκαν σε πολλά μέρη της επικράτειας της ΛΔΚ, συμπεριλαμβανομένων των επαρχιών Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï και MaiNdombe. Η ανάδυση της ανταρτικής ομάδας, Κίνημα 23 Μαρτίου (M23), στην επαρχία Nord-Kivu επιδείνωσε την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κρίση στην ανατολική ΛΔΚ, ενώ αναζωπύρωσε τις στρατιωτικές και πολιτικές εντάσεις μεταξύ της ΛΔΚ και της Ρουάντα.»[11]

Εκ των ανωτέρω παρατιθέμενων πληροφοριών συνάγεται ότι η ένταση εντοπίζεται στις επαρχίες Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï και MaiNdombe της ΛΔΚ και δεν αφορά την Kinshasa όπου ο Αιτητής αναμένεται να εγκατασταθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ. Συνεπώς, ο Αιτητής δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής.

Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπλέον,  ούτε επί των όσων αναφέρει ο Αιτητής περί « υποτιθέμενης κατάρας από τον πατέρα του» συνιστούν πράξεις δίωξης κατά το άρθρο 1Α παράγραφος 2 της Σύμβασης της Γενεύης καθότι δεν πρόκειται για πράξεις αρκούντως σοβαρές λόγο της φύσης και επανάληψης ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίασης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πράγματι, από τα ενώπιον μου στοιχεία η  Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συν τοις άλλοις, βάσει των στοιχείων του προφίλ του Αιτητής και των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ και δη στην Kinshasa, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρ. 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο .  Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. 

Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Αναλύοντας τα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν περαιτέρω έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa κατά την εξέταση του κινδύνου που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής, οι εξωτερικές πηγές δεν υποδεικνύουν την ύπαρξη εντάσεων στην συγκεκριμένη περιοχή. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 08/03/2023 έως 08/03/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshasa 55 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 69 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (47 θάνατοι), 26 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), καταγράφηκαν 7 περιστατικά μαχών ή εκρήξεων (20 θάνατοι) ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά απομακρυσμένης βίας[12] .  Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται το 2023 σε περίπου 14.565.700 κατοίκους[13],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

Βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών πληροφοριών, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων της για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι Καθ’ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, η δε τελευταία κρίνεται ως επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ το περιεχόμενό της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος του Αιτητή (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  

Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς, δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία,  τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση  της Υπηρεσίας, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων με αποτέλεσμα να μη συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να της εκχωρηθεί προσφυγικό καθεστώς. Περαιτέρω, δεν συνέτρεχε κάποιος λόγος για να αναγνωρισθεί στο πρόσωπό του Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ και δη στην Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π



[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247  και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.

[2] Judgment of the Court (First Chamber), 22 November 2012 M. M. v Minister for Justice, Equality and Law υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[3] Βλ. και EUAA, Country of Origin  Information (COI) Report Methodology, February 2023, https://euaa.europa.eu/publications/euaa-coi-report-methodology, σ.15

[4] Kiatezua Lubanzadio Luyaluka, Kôngo and Hindu Perceptions of Reincarnation and their Reinterpretation of African Cultures, δημοσιευμένο στο Saudi Journal of Humanities and Social Sciences, ημερομηνία δημοσίευσης: 11/01/2022 , διαθέσιμο σε: https://saudijournals.com/media/articles/SJHSS_71_21-28.pdf

[5] The Danish Immigration Service, Democratic Republic of the Congo Socioeconomic conditions in Kinshasa, October 2022, https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf, σ.53

[6] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[7] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[8] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[9] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 14 February 2023, διαθέσιμο σε: https://www.rulac.org/browse/countries/democratic-republic-of-congo#collapse1accord,

[10] International Crisi Group, Democratic Republic of Congo, Advance of M23 rebels on strategic town of Sake in North Kivu caused mass displacement amid major uptick in fighting involving sophisticated weapons. February 2024, https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/february-trends-and-march-alerts-2024#democratic-republic-of-congo,

[11] Amnesty International, AMNESTY  INTERNATIONAL  REPORT 2022/23 THE STATE OF THE WORLD’S HUMAN RIGHTS, 27/03/2023, https://www.amnesty.org/en/documents/pol10/5670/2023/en/, σ.143

[12] Αccled, Kinshasa, reference period 08/03/2023 08/03/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard,

[13] Macrotrends, Kinshasa Population, 2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population,


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο