ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  1623/2023

17 Απριλίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ , ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

B.D.Z.,

 από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

                                                          Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για τον Αιτητή: Δημητρίου για Μούσουλος, Κανέλλα & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Δικηγόροι για τους Καθ' ων η αίτηση: Σ. Πιτσιλλίδου για Α. Σιαξατέ (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής στρέφεται εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 24.02.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για άσυλο, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (στο εξής αναφερόμενη ως «ΛΔΚ»), την οποίαν εγκατέλειψε στις 20.10.2021 και αφίχθηκε μέσω του αεροδρομίου Ercan στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Ακολούθως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές στις 05.12.2021, υποβάλλοντας αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 02.02.2022. Στις 07.02.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής αναφερόμενη ως «EUAA»), ο οποίος στις 21.02.2022 υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 24.02.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 24.02.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ίδιας ημερομηνίας. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, μέσω του συνηγόρου του, προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της παρούσας διαδικασίας όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση νομικού ισχυρισμού περί μη δέουσας έρευνας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ορθώς η αίτηση  του Αιτητή απορρίφθηκε στο σύνολό της.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση του ως πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου[1]. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 [2] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως [4].

 

Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, ενώ δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Αυτός είναι και ο λόγος που το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως δέχεται πως είναι αλυσιτελής η προβολή λόγων σε δίκη επί διοικητικής προσφυγής ουσίας που αφορούν στη νομιμότητα ή την επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξεως [5], την πλάνη περί τα πράγματα, την κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας. Συνεπώς, η απλή επίκληση τέτοιων ισχυρισμών δεν επαρκούν από μόνοι τους για να ανατρέψουν την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Εν πάση περιπτώσει ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ουσιαστικής ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[6], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση [7].

 

Ως  εκ  τούτου , προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Παρατηρώ συναφώς ότι κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής διότι κινδυνεύει η ζωή του. Κατέγραψε συγκεκριμένα ότι υπήρχε ένας επιχειρηματίας ο οποίος ήθελε να αναγκάσει τους γονείς του Αιτητή να του πουλήσουν τις οικίες τους, πλην όμως επειδή οι γονείς του Αιτητή αρνήθηκαν, ο εν λόγω επιχειρηματίας έστειλε κάποιους εγκληματίες να σκοτώσουν τον Αιτητή και την οικογένειά του. Ο Αιτητής υποστήριξε πως ο εν λόγω επιχειρηματίας ήταν πλούσιος και ως εκ τούτου μπορούσε να επηρεάσει και να ελέγξει τη δικαιοσύνη, ενώ ολοκληρώνοντας προσέθεσε ότι ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας άρχισε να αναζητά και τον ίδιο προκειμένου να τον σκοτώσει (ερυθρό 1, Δ.Φ. και  μετάφραση αυτού).

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa. Σε σχέση με το θρήσκευμά του, ο Αιτητής  δήλωσε Χριστιανός, ενώ αναφορικά με την πατρική του οικογένεια, ισχυρίστηκε ότι αμφότεροι οι γονείς του δολοφονήθηκαν το 2021 στην Kinshasa και ότι δεν έχει άλλα αδέλφια. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση δήλωσε άγαμος και άτεκνος, ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι ολοκλήρωσε σπουδές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ ως προς το επάγγελμά του προέβαλε ότι από το 2018 μέχρι το 2020 εργάστηκε ως υπάλληλος πρατηρίου υγρών καυσίμων (ερυθρά 27-32 Δ.Φ.).

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής,  κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής προέβαλε ότι μια ημέρα ο πατέρας του τον ενημέρωσε ότι όφειλε χρήματα στο νεότερο αδερφό του, ήτοι τον πατρικό θείο του Αιτητή, με αποτέλεσμα εκείνος να συμφωνήσει με έναν επιχειρηματία να ασκήσει, ο δεύτερος,  πίεση στον πατέρα του. Ειδικότερα, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο εν λόγω επιχειρηματίας πίεζε τον πατέρα του Αιτητή να του πουλήσει την οικία του έτσι ώστε να εισπράξει τα οφειλόμενα ο θείος του. Ως ισχυρίστηκε, μια νύχτα εισήλθαν εντός της οικίας του άγνωστοι εγκληματίες και σκότωσαν τους γονείς του ενώ ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει και να φυγαδευτεί στην οικία ενός φίλου του πατέρα του στην Kinshasa. Συνεχίζοντας την αφήγησή του, δήλωσε ότι αφού ενημέρωσε τον φίλο του πατέρα του σχετικά με το τι είχε συμβεί, εκείνος μετέβη στην οικία του Αιτητή, όπου διαπίστωσε ότι έλειπαν τα πτώματα των γονέων του, εντόπισε ωστόσο το διαβατήριο του Αιτητή το οποίο πήρε μαζί του και το έδωσε στον Αιτητή και του συνέστησε να εγκατασταθεί στην περιοχή Kikwit. Ο Αιτητής ακολούθως προέβαλε ότι στην περιοχή Kikwit φιλοξενήθηκε στην οικία ενός έτερου φίλου του πατέρα του, ενώ κατόπιν επικοινωνίας με τον φίλο του πατέρα του ο οποίος τον φιλοξένησε στην Kinshasa, ενημερώθηκε ότι ο επιχειρηματίας που πίεζε τον πατέρα του να του πουλήσει την οικία του ήταν πολύ ισχυρός και μπορούσε να επηρεάσει τη δικαιοσύνη. Στη συνέχεια ο Αιτητής δήλωσε ότι φίλος του πατέρα του ο οποίος τον φιλοξένησε στην Kinshasa διευθέτησε τις λεπτομέρειες του ταξιδιού του και έτσι συναντήθηκαν στο αεροδρόμιο, όπου αφού του παρέδωσε όλα τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα, τον ενημέρωσε ότι το πρόσωπο που σκότωσε τους γονείς του ήταν ο πατρικός του θείος, ο οποίος χρησιμοποίησε τον ανωτέρω επιχειρηματία προκειμένου να πιέσει τον πατέρα του να του πουλήσει την οικία του και να εισπράξει ο ίδιος τα οφειλόμενα. Προσέθεσε δε ότι σύμφωνα με τα λεγόμενα του φίλου του πατέρα του, ο τελευταίος δολοφονήθηκε γιατί δεν ήθελε να επιστρέψει τα χρήματα που χρωστούσε στον αδερφό του.

 

Κατά την εξεταστική διαδικασία προς διερεύνηση του ανωτέρω αφηγήματος και ερωτηθείς πως προέκυψε η οφειλή του πατέρα του προς το θείο του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο θείος του, είχε δανείσει χρήματα στον πατέρα του προκειμένου εκείνος να αγοράσει την οικία που διέμενε (ερυθρό 24, 3Χ Δ.Φ.). Ζητηθείς να προσδιορίσει το χρόνο κατά τον οποίο ο θείος του άρχισε να ζητάει τα οφειλόμενα χρήματα από τον πατέρα του, ο Αιτητής επικαλέστηκε το μακρινό παρελθόν, πλην όμως δήλωσε ότι ο πατέρας του τον ενημέρωσε το Μάρτιο του 2021 ότι ο πατρικός του θείος ζητούσε τα εν λόγω χρήματα.

 

Ερωτηθείς για ποιο λόγο ο πατέρας του αρνήθηκε να πουλήσει την οικία του δεδομένου ότι και θα αποπλήρωνε την οφειλή του και θα λάμβανε το μερίδιό του, ο Αιτητής προέβαλε ότι ο πατέρας του δεν επιθυμούσε να πουλήσει την οικία του και υποσχέθηκε στον αδερφό του ότι θα του αποπληρώσει το χρέος. Ερωτηθείς στη συνέχεια για ποιο λόγο ο θείος του αρνήθηκε την πρόταση του πατέρα του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο θείος του ζήλευε (ερυθρό 23 1Χ, Δ.Φ.) ενώ ως προς το ποσό που ο πατέρας του όφειλε στον θείο του ο Αιτητής δήλωσε άγνοια (ερυθρό 23 2Χ, Δ.Φ.).

 

Ως προς την πίεση που ο επιχειρηματίας φερόταν να ασκεί προς τον πατέρα του, ο Αιτητής απάντησε, σε σχετικώς υποβληθείσα ερώτηση, ότι ο εν λόγω επιχειρηματίας και ο θείος του είχαν σχεδιάσει την αγορά του ακινήτου του πατέρα του έτσι ώστε και ο θείος του να εισπράξει το οφειλόμενο ποσό. Κληθείς εκ νέου να απαντήσει στην υποβληθείσα ερώτηση, ο Αιτητής προέβαλε ότι ο επιχειρηματίας τηλεφωνούσε στον πατέρα του και του ζητούσε να πουλήσει την οικία που διέμενε (ερυθρό 23 4Χ, Δ.Φ.).

 

Ως προς τη φερόμενη δολοφονία των γονέων του, αρχικά ζητήθηκε από τον Αιτητή να περιγράψει λεπτομερώς την εξέλιξη του εν λόγω περιστατικού με τον Αιτητή να περιγράφει ότι αφού ο ίδιος και οι γονείς του έπεσαν για ύπνο, το περιστατικό έλαβε χώρα στις 2 τα ξημερώματα και στη συνέχεια ο ίδιος διέφυγε προς την οικία ενός φίλου του πατέρα του. Ερωτηθείς σχετικώς, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν αντίκρισε τους γονείς του νεκρούς καθώς διέφυγε από το παράθυρο. Κληθείς να εξηγήσει πως αντιλήφθηκε ότι δολοφονήθηκαν οι γονείς του αφού ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει χωρίς να τους δει, ο Αιτητής επικαλέστηκε το γεγονός ότι άκουσε κακούς ήχους και απειλές και ότι στη συνέχεια άκουσε βήματα να πλησιάζουν προς την πόρτα του δωματίου του (ερυθρό 22 2Χ, Δ.Φ.).

 

Ως προς τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να διαφύγει, ο Αιτητής δήλωσε ότι πήδηξε από το παράθυρο και το φράχτη της οικίας του, ενώ δήλωσε άγνοια ως προς το εάν τον ακολούθησαν τα άτομα που φέρονται να  σκότωσαν τους γονείς του (ερυθρό 22 3Χ, Δ.Φ.).

 

Ερωτηθείς κατά πόσο ενημέρωσε τις αστυνομικές αρχές, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά επικαλούμενος το γεγονός ότι η αστυνομία στη χώρα καταγωγής δε βοηθάει (ερυθρό 22 4Χ, Δ.Φ.).

 

Ως προς την οικία του φίλου του πατέρα του στην Kinshasa επί της οποίας φέρεται να φιλοξενήθηκε μετά τη δολοφονία των γονέων του, ο Αιτητής δήλωσε ότι διέμεινε για μια ημέρα ενώ την επόμενη ημέρα διέφυγε στην περιοχή Kikwit (ερυθρό 22 5Χ, δ.φ.). Κληθείς να περιγράψει το ταξίδι του από την Kinshasa μέχρι την περιοχή Kikwit, o Αιτητής δήλωσε ότι μετέβη με ένα αυτοκίνητο το οποίο μετέφερε ανθρώπους (ερυθρό 21 1Χ, δ.φ.) ενώ ερωτηθείς αν απειλήθηκε κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην περιοχή Kikwit, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά (ερυθρό 21 3Χ, Δ.Φ.).

 

Αφού στη συνέχεια επιβεβαίωσε τον ισχυρισμό του περί του ότι κατά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής έμαθε από το φίλο του πατέρα του, στο αεροδρόμιο, ότι υπεύθυνος για το θάνατο των γονέων του ήταν ο ανωτέρω επιχειρηματίας, ο Αιτητής ρωτήθηκε πως γίνεται να φοβόταν το συγκεκριμένο πρόσωπο σε προγενέστερο, της σχετικής ενημέρωσης που έλαβε, χρόνο, προέβαλε ότι οι σκέψεις του πήγαιναν στο συγκεκριμένο επιχειρηματία καθώς αυτός πίεζε τον πατέρα του να πουλήσει το ακίνητο (ερυθρό 21 4Χ, Δ.Φ.).

 

Ερωτηθείς, τέλος, τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα τον σκοτώσουν ο πατρικός του θείος και ο επιχειρηματίας που σκότωσε τους γονείς του (ερυθρό 25 6Χ, Δ.Φ.).

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

Έχοντας παραθέσει τους ισχυρισμούς του Αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, προχωρώ τώρα στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε επί αυτών, από τον αρμόδιo λειτουργό της EUAA.

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, o λειτουργός EUAA διαχώρισε τους ισχυρισμούς του Αιτητή σε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αφορά τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και ο δεύτερος αφορά τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι οι γονείς του δολοφονήθηκαν αφού ο πατέρας του δέχτηκε απειλές από τον αδερφό του και από έναν επιχειρηματία οι οποίοι ήθελαν να τον πείσουν να τους πουλήσει  την οικία του προκειμένου να εισπράξει τα οφειλόμενα ο θείος του.

 

Από αυτούς τους ισχυρισμούς, αποδεκτός έγινε μόνο ο πρώτος, περί των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή, ενώ ο έτερος ισχυρισμός απορρίφθηκε καθώς σύμφωνα με τον λειτουργό της EUAA δεν θεμελιώθηκε η αξιοπιστία του, κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό.

 

Συγκεκριμένα, αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, o αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει το λόγο για τον οποίον ο θείος του δε δέχτηκε την πρόταση του πατέρα του να επιστρέψει τα χρήματα απευθείας στον ίδιο και αντ’ αυτού προτίμησε να βάλει τον επιχειρηματία να του ασκήσει πίεση, καθώς ο Αιτητής προέβαλε χωρίς νοηματική συνοχή και ευλογοφάνεια ότι ο θείος του ζήλευε τον πατέρα του (ερυθρό 23 1Χ, Δ.Φ.). Η εν λόγω δήλωση έρχεται άλλωστε και σε νοηματική αντίφαση με τη δήλωση του Αιτητή περί του ότι ο θείος του δάνεισε τα εν λόγω χρήματα στον πατέρα του προκειμένου να τον βοηθήσει να αγοράσει την οικία που διέμενε (ερυθρό 24 3Χ, Δ.Φ.). Στη συνέχεια ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε ότι αν και αρχικά  ο Αιτητής δήλωσε ότι μετά την ενημέρωση που έλαβε από τον πατέρα του, το Μάρτιο του 2021,  σχετικά με το εν θέματι ζήτημα δεν ξανασυζήτησε το θέμα με εκείνον, πλην όμως στη συνέχεια δήλωσε, ανατρέποντας την ανωτέρω δήλωσή του, ότι ο ίδιος συμβούλεψε τον πατέρα του να μην πουλήσει το ακίνητο (ερυθρό 23 2Χ, Δ.Φ.). Ζητηθείς άλλωστε να περιγράψει με σαφήνεια την πίεση που ασκούσε στον πατέρα του ο εν λόγω επιχειρηματίας, ο Αιτητής προέβαλε αορίστως και χωρίς περιγραφική λεπτομέρεια ότι ο εν λόγω επιχειρηματίας ζητούσε από τον πατέρα του  συχνά, δια τηλεφώνου, να του πουλήσει την οικία του (ερυθρό 23 4Χ, Δ.Φ.). Κληθείς να περιγράψει λεπτομερώς άλλωστε το περιστατικό της φερόμενης δολοφονίας των γονέων του, ο Αιτητής προέβαλε γενικόλογα και χωρίς περιγραφική λεπτομέρεια μια λακωνική, ασαφή περιγραφή κατά τη διάρκεια της οποίας ουσιαστικά επανέλαβε τον πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού χωρίς ωστόσο να παραθέτει οποιαδήποτε ενισχυτική περιγραφή και/ή λεπτομέρεια (ερυθρό 22 2Χ, Δ.Φ.). Πέραν τούτου, οι δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι διέφυγε από την οικία του επειδή άκουσε βήματα να πλησιάζουν στην πόρτα του κρίθηκε ως μη συνεκτική καθώς δεν κρίθηκε ότι αντικατοπτρίζει με επάρκεια τις συνθήκες υπό τις οποίες φέρεται να έλαβαν χώρα δύο βίαιες δολοφονίες (ερυθρό 22 2Χ, Δ.Φ.), ενώ στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι δεν κατήγγειλε τη δολοφονία των γονέων του στην αστυνομία καθώς δήλωσε ασαφώς ότι η αστυνομία στη χώρα καταγωγής του δεν βοηθάει (ερυθρό 22 4Χ, Δ.Φ.).

 

Σε σχέση άλλωστε με τις δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με το τι ακολούθησε της φερόμενης δολοφονίας των γονέων του, ο λειτουργός της EUAA εντόπισε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς το ταξίδι του από την Kinshasa μέχρι την περιοχή Kikwit καθώς δήλωσε χωρίς περιγραφική λεπτομέρεια ότι μετέβη εκεί με ένα αυτοκίνητο που μετέφερε ανθρώπους (ερυθρό 21 1Χ, Δ.Φ.). Παράλληλα, ο Αιτητής δεν προσδιόρισε τους λόγους για τους οποίους ένιωθε φόβο στην περιοχή Kikwit δεδομένου ότι η εν λόγω περιοχή βρίσκεται μακριά της Kinshasa αλλά και του ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις του, ο Αιτητής ουδεμία ενόχληση δέχτηκε από τον επιχειρηματία που φέρεται να δολοφόνησε τους γονείς του (ερυθρό 21 3Χ, Δ.Φ.). Η αξιοπιστία του Αιτητή στη συνέχεια κλονίστηκε περαιτέρω καθώς εκείνος δήλωσε ότι έμαθε στο αεροδρόμιο, κατά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής, ότι το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για το θάνατο των γονέων του ήταν ο εν λόγω επιχειρηματίας. Εκ της συγκεκριμένης δήλωσης ωστόσο, λειτουργός της EUAA αξιολόγησε ότι προκύπτει χρονική νοηματική ασυνέπεια καθώς ο Αιτητής δήλωσε ότι φοβόταν τον εν λόγω επιχειρηματία σε χρόνο προγενέστερο από αυτόν κατά τον οποίο φέρεται να ενημερώθηκε ότι εκείνος ήταν υπεύθυνος για τη δολοφονία των γονέων του. Κληθείς άλλωστε να σχολιάσει την ανωτέρω αντίφαση, ο Αιτητής δήλωσε ανεπαρκώς ότι τον φοβόταν γιατί ο εν λόγω επιχειρηματίας ήταν το μόνο πρόσωπο που ασκούσε πίεση στον πατέρα του προκειμένου να πουλήσει την οικία του  (ερυθρό 21 4Χ, Δ.Φ.). Ούτε ο Αιτητής ήταν σε θέση άλλωστε να αποσαφηνίσει το είδος της σχέσης που διατηρούσε ο θείος του με τον επιχειρηματία που δήλωσε ότι δολοφόνησε τους γονείς του, αφού σε σχετικώς υποβληθείσα ερώτηση αποκρίθηκε χωρίς συνοχή ότι οι δυο  τους είχαν συμφωνήσει να ασκήσουν πίεση στον πατέρα του Αιτητή. Παρόλα αυτά ο Αιτητής δεν παρέθεσε ουδεμία άλλη πληροφορία και/ή λεπτομέρεια για την εν λόγω συμφωνία (ερυθρό 21 4Χ, Δ.Φ.).

 

Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν ήταν ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού καθώς λόγω ασάφειας, έλλειψης συνοχής και περιγραφικής λεπτομέρειας κρίθηκε ότι τα εκ του Αιτητή εξιστορισθέντα δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικό περιστατικό.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι φωτογραφίες τις οποίες επέδειξε ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, ήτοι μία φωτογραφία ενός ζευγαριού το οποίο σύμφωνα με τον ίδιο ήταν οι γονείς του,  μία φωτογραφία στην οποία απεικονίζεται ένας άγνωστος άνδρας, ο οποίος σύμφωνα με τον Αιτητή ήταν ο επιχειρηματίας που φέρεται να υποκίνησε τη δολοφονία των γονέων του και μία φωτογραφία που απεικονίζει τον Αιτητή την ημέρα που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, δεν αποτελούν στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να ενισχύσουν την αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού καθώς η ταυτότητα των εικονιζόμενων προσώπων δεν επιβεβαιώνεται. Ακόμα όμως και σε περίπτωση που η ταυτότητα των απεικονιζόμενων προσώπων είχε επιβεβαιωθεί, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι λόγω της φύσης των φωτογραφιών, ήτοι της απλής απεικόνισης των εν λόγω προσώπων, αυτές δε θα μπορούσαν να έχουν ενισχυτική επίδραση στην αξιολόγηση του ισχυρισμού του.

Στη συνέχεια ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι λόγω της προσωπικής φύσης των εξιστορισθέντων περιστατικών, ο πυρήνας του υπό εξέταση ισχυρισμού δεν θα μπορούσε να διασταυρωθεί σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης.  Ως εκ τούτου, βασιζόμενος αποκλειστικά στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, όπως αναλύθηκε ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο. 

 

Υπό το φως των ανωτέρω και προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa , ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας. Ως προς τη συμπληρωματική προστασία, ο λειτουργός της EUAA έκρινε κατόπιν σχετικής έρευνας αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ότι δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύρραξης επιφέρουσες αδιακρίτως ασκούμενη βία  στην πόλη Kinshasa, ούτως ώστε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού της EUAA όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

 

Αρxικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς,  δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου, ενώ οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες προσέτρεξε ό λειτουργός της EUAA.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο κρίσιμο ισχυρισμό του Αιτητή, κατόπιν προσεκτικής μελέτης τόσο της προφορικής συνέντευξης του Αιτητή, όσο και της εισηγητικής έκθεσης του λειτουργού της EUAA, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τα εξιστορισθέντα γεγονότα λεπτομερώς και ευλογοφανώς, ενώ  κατά το στάδιο της διερεύνησης των ισχυρισμών του δεν μπόρεσε να παράσχει σαφείς, συνεκτικές, λεπτομερείς και ευλογοφανείς  απαντήσεις.  Παρατηρώ ότι το αφήγημά του συνίσταται σε ένα συγκεχυμένο σύμπλεγμα δηλώσεων, υποθέσεων και γεγονότων, τα οποία φέρεται να έλαβε γνώση αποκλειστικά δια της μαρτυρίας τρίτων προσώπων. Καθώς ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε μια άκρως αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη αξιολόγηση των δηλώσεων του Αιτητή, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού του τελευταίου αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, το Δικαστήριο επιγραμματικά αξιολογεί ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς, κατά τρόπο που παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό, ούτε τη φερόμενη δολοφονία των γονέων του αλλά ούτε και τον τρόπο με τον οποίο φέρεται, ακολούθως, να εγκαταστάθηκε στην περιοχή Kikwit. Δεν ήταν επίσης σε θέση να εξηγήσει γιατί κρυβόταν από τον επιχειρηματία που φέρεται να δολοφόνησε τους γονείς του, λαμβανομένου υπόψη ότι,  αφενός μεν δήλωσε ότι το εν λόγω πρόσωπο δεν τον ενόχλησε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής, αφετέρου δε,  δήλωσε ότι πληροφορήθηκε ότι αυτό τα πρόσωπο και ο θείος του ήταν υπεύθυνοι για το  θάνατο των γονέων του, την ημέρα που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής.

 

Σημειώνεται ότι ακόμα και σε περίπτωση που ο ισχυρισμός του Αιτητή περί δολοφονίας των γονέων του κρινόταν αξιόπιστος, από το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων δεν προκύπτει  αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα στη φερόμενη δολοφονία τους και την εμπλοκή του θείου του και του επιχειρηματία. Εξάλλου από το σύνολο των δηλώσεων του Αιτητή, δεν προκύπτει οποιουδήποτε είδους στοχοποίηση του ίδιου από τα εν λόγω πρόσωπα. Η δε βάση του ισχυρισμού του Αιτητή, η οποία συνίσταται στις αόριστες δηλώσεις του περί του ότι πληροφορήθηκε  την τελευταία ημέρα διαμονής του στη χώρα καταγωγής, και μάλιστα στο αεροδρόμιο, ότι τα ανωτέρω πρόσωπα ήταν υπεύθυνα για τη δολοφονία του πατέρα του, κλονίζει ανεπανόρθωτα όχι μόνο την αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού αλλά και τον πυρήνα του αιτήματός του.

 

Ολοκληρώνοντας, το Δικαστήριο κρίνει ότι αν και ο αρμόδιος λειτουργός έδωσε τη δυνατότητα στον Αιτητή να παραθέσει και να αποσαφηνίσει  κάθε πτυχή του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο τελευταίος ωστόσο δεν μπόρεσε δια των δηλώσεών του να θεμελιώσει την εσωτερική αξιοπιστία του προβληθέντος αφηγήματος.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο συντάσσεται με την κρίση του αρμόδιου λειτουργού περί αδυναμίας επιβεβαίωσης του πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού σε εξωτερικές πηγές λόγω της υποκειμενικής του φύσης και ως εκ τούτου, βασιζόμενο αποκλειστικά στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας, απορρίπτει τον ισχυρισμό του Αιτητή ως μη αξιόπιστο στο σύνολό του.

 

Υπό το φως λοιπόν, του μοναδικού ισχυρισμού του Αιτητή που έχει γίνει αποδεκτός τόσο από τον λειτουργό της EUAA όσο και από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης υπό τις πρόνοιες του άρθρου 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα,  καθώς ο συνδεόμενος με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, ο συναφώς εκπεφρασμένος φόβος του δεν κρίθηκε βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Όλως επικουρικώς, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει κατά την προφορική του συνέντευξη για ποιο λόγο φοβάται ότι θα τον σκοτώσουν ο θείος του και ο επιχειρηματίας  άμα τη επιστροφή στη χώρα καταγωγής, από τη στιγμή που ενδεχομένως ο θείος να έχει ήδη οικειοποιηθεί την οικία του πατέρα του, λόγω της διαφυγής του Αιτητή. Ειδικότερα, υποβληθείς στη συγκεκριμένη ερώτηση, ο Αιτητής προέβαλε χωρίς νοηματική συνέπεια ότι αυτά τα πράγματα δεν έχουν σημασία στη χώρα καταγωγής και ότι τα ανωτέρω άτομα θα ψάξουν να τον βρουν (ερυθρό 20 1Χ, Δ.Φ.).

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Λαμβάνοντας, εν προκειμένω,  υπόψη το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια, καθώς  από το προαναφερόμενο ιστορικό, το μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό και δεδομένου ότι ο Αιτητής  δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής[8] δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στις πρόνοιες του εδαφίου (γ) του άρθρου 19(2) σημειώνεται ότι σε σχέση με τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε  στην  απόφασή  του C-901/19, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, ημερομηνίας 10.06.2021[9] ότι αυτοί είναι:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12 ,  EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του στην υπόθεση Sufi and Elmi κατά Ηνωμ. Βασιλείου, ημερ. 28.11.2011[10] αξιολόγησε, κατά τρόπο μη εξαντλητικό, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[11] (έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35.  Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[12] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Kinshasa, κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι σύμφωνα με την έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ορισμένων ένοπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα»[13] .  Παράλληλα, το International Crisis Group's Crisis Watch δεν κατέγραψε απώλειες αμάχων συνδεόμενες με περιστατικά ασφαλείας στην Kinshasa από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι και τον Ιούλιο του 2021[14]. Πρόσθετα, στην Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ το 2022 αναφέρεται ότι  ένοπλες συγκρούσεις στη ΛΔΚ εντοπίζονται στις περιοχές Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï and Mai-Ndombe χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Κινσάσα[15] . Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Κινσάσα δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.

 

Αναλύοντας τα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν περαιτέρω έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 22.03.2023 έως 22.03.2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshasa 55 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 69 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (48 θάνατοι), 26 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), 7 ήταν περιστατικά μαχών (20 θάνατοι), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[16]Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται, το 2023, σε 16.316.000 κατοίκους[17],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (72 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

 

Σημειώνεται ότι βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, το Δικαστήριο αξιολογεί  ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή δεν λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών  περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι o Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρ. 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344

[5] Μεταξύ άλλων: ΣτΕ 1818/2015, ΣτΕ 4596/2012, ΣτΕ 2170/2003.

[6] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[7] Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010

[8] Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)

[9] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland.

[10] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011.

[11] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009.

[12] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

[13] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, [ημερ. πρόσβασης 08.04.2024]

[14] International Crisis Group, Crisis Watch, Tracking Conflict Worldwide, Democratic Republic of Congo, n.d, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database?location%5B%5D=7&date_range=custom&from_month=01&from_year=2020&to_month=07&to_year=2021, [ημερ. πρόσβασης 08.04.2024]

[15] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2022, n.d. διαθέσιμο σε https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/,  [ημερ. πρόσβασης 08.04.2024]

[16] Αccled, Kinshasa, reference period 08.03.2023 -08.03.2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερπρόσβασης 02.04.2024]

[17] https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [ημερ. πρόσβασης 08.04.2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο