ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Νομική Αρωγή αρ.17/24

 

5 Απριλίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ.1 ΤΟΥ 2003 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002 (Ν. 165(Ι)/2002)

 

Αίτηση από:

 

                                                                       S. Μ. N.

                                                                                                                                    Αιτητής

 

 

Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Κα Ι. Χαραλάμπους, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Κος Η. Φανούς,  μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, προκειμένου να διορίσει δικηγόρο για να χειριστεί την προσφυγή την οποία έχει ήδη καταχωρίσει εναντίον απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.29/01/24, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε.

Ως προκύπτει από το σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας, ο αιτητής κατάγεται από τη Λ. Δ. Κονγκό, εισήλθε στη Δημοκρατία παράτυπα, και στις 10/12/20 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία και απορρίφθηκε.

Η παρούσα στηρίζεται στους περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Αρ.1) του 2003 και στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002, Ν. 165(Ι)/2002 και συγκεκριμένα στις διατάξεις του άρθρου 6Β (2) (α) και 6Β (2) (ββ) του σχετικού Νόμου, το οποίο ορίζει τα ακόλουθα:

«(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή διεθνούς προστασίας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος -

[.]

(α) Κατά δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτητή, την οποία απόφαση ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ ή 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ή

υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(αα) Η δωρεάν νομική αρωγή αφορά μόνο την πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι την εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ούτε άλλο ένδικο μέσο∙ και

(ββ) κατά την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας:

Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου (ββ) εφαρμόζονται χωρίς να περιορίζουν αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη.»

Κατά την εξέταση των εκατέρωθεν ισχυρισμών το Δικαστήριο προβαίνει σε εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, χωρίς να αποφασίζεται οριστικά η τύχη της προσφυγής που σε κάθε περίπτωση έχει δικαίωμα να καταχωρήσει ή και να προωθήσει (αν έχει ήδη καταχωρηθεί) με ίδια μέσα ο αιτητής. Το αποτέλεσμα της παρούσας δεν επηρεάζει βεβαίως τη τελική έκβαση της προσφυγής (βλέπε και Durgo Man v. Δημοκρατίας, Ν. Α. 278/09, ημ.15/07/09 και Baghour και Roud Gad, Ν.Α. 7/11 και 8/11, ημ.28/03/11).

Στην απόφαση στην αιτ. Νομικής Αρωγής αρ.31/2013, SINGH KHUSHWANT του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Όπως νομολογιακά έχει αποφασιστεί, ο Νόμος δίνει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει, κατά πόσον «είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση». Είναι, επίσης, πάγια γραμμή της Νομολογίας, ότι ο Αιτητής δεν πρέπει να στερείται, χωρίς επαρκή λόγο, του δικαιώματός του να ακουστεί η προσφυγή του από το Ανώτατο Δικαστήριο, έχοντας τη βοήθεια συνηγόρου.  Από την άλλη, όμως, δεν είναι επιτρεπτή η παροχή νομικής αρωγής ανεξέλεγκτα, με συνακόλουθο την σπατάλη δημοσίου χρήματος με την καταχώρηση προσφυγών, οι οποίες δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας.

[…]

Παρεμβάλλω ότι είναι βασική αρχή πως το Δικαστήριο, εξετάζοντας αιτήσεις αυτής της μορφής και ασκώντας την ευρεία διακριτική του εξουσία, δεν προβαίνει σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το αποτέλεσμα της ίδιας της προσφυγής, αλλά παραμένει στην πιθανολόγηση έκδοσης θετικής απόφασης. […]. Τελικό, λοιπόν, κριτήριο είναι η πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης και, κατά την εξέταση μιας τέτοιας πιθανότητας, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει για την οριστική τύχη της προσφυγής, αλλά, όπως είναι καθήκον του, σταθμίζει τα ενώπιόν του στοιχεία, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον οι απαραίτητες προϋποθέσεις του Νόμου ικανοποιούνται, για να συνεκτιμήσει την πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης στην αναμενόμενη να καταχωρηθεί προσφυγή.».

Στα ανωτέρω θα πρέπει βεβαίως να συνυπολογιστεί ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάσει στα πλαίσια προσφυγής εξ υπαρχής τα γεγονότα και νομικά ζητήματα και πως, στη βάση του άρ.11 (5) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, «[…] λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.»

Από τα συνημμένα στο Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα προκύπτουν τα ακόλουθα.

Στην αίτηση διεθνούς προστασίας ο αιτητής καταγράφει πως μετά τον θάνατο των γονιών του τον φιλοξενούσε ένα ιερέας, ο οποίος τον βοήθησε να εξεύρει εργασία ως καθαριστής στην οικία του πρώην κυβερνήτη της Kinshasa, τον οποίο ονομάζει. Στις 20/10/20, καθώς καθάριζε την αυλή της οικίας, ανακάλυψε μικρό κιβώτιο με κάνναβη, το οποίο στη συνέχεια έδειξε στον εργοδότη του. Ο εργοδότης του αισθάνθηκε ντροπή και του είπε να μην το αναφέρει σε κανένα. Βλέποντας στο μεταξύ να γίνονται συχνά συναλλαγές με εμπόρους ναρκωτικών στην οικία, μίλησε με τον ιερέα και αποφάσισε να παραιτηθεί. Αυτό, ως αναφέρε, είχε ως συνέπεια να αρχίσει ο εργοδότης του να τον αναζητεί από τις 30/10/20 με σκοπό να τον σκοτώσει.

Κατά τη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στη Kinshasa, στη συνέχεια μετακόμισε στο Itury και το 2008 επέστρεψε στη Kinshasa και παρέμεινε εκεί μέχρι την αναχώρησή του. Με τη σύντροφό του στη Δημοκρατία (επίσης αιτήτρια ασύλου) έχουν αποκτήσει ένα υιό. Ο πατέρας του ιδίου απεβίωσε το 2008, η μητέρα του το 2011 και δεν έχει αδέρφια.

Αναφορικά με τους λόγους που έφυγε από τη χώρα καταγωγής ο αιτητής ανέφερε ότι όταν απεβίωσε η μητέρα του διέμενε σε οίκημα της εκκλησίας υπό την προστασία ενός ιερέα,  ο οποίος του εξασφάλισε εργασία στην οικία του δήμαρχου της Kinshasa. Στις 20/10/20, ενώ καθάριζε τον κήπο, ανακάλυψε λευκή σκόνη, η οποία θεώρησε αρχικά ότι ήταν μπογιά και ζήτησε από συνάδελφό του να την φυλάξει.  Άκουσε τότε τον εν λόγω συνάδελφό του να συζητά με τον ιδιοκτήτη της οικίας για ναρκωτικά και να λένε ότι επειδή ο αιτητής τα είχε ανακαλύψει, θα πρέπει ενταχθεί και ο ίδιος στην ομάδα πώλησής τους. Ο ίδιος, ως ανέφερε, μετά από όσα άκουσε έφυγε και δεν επέστρεψε ξανά στην οικία. Στις 25/10/10, ως ισχυρίστηκε, αστυνομικοί, παρουσιάζοντας ένταλμα σύλληψης, επισκέφθηκαν την εκκλησία όπου διέμενε και ανέφεραν στον ιερέα ότι ο αιτητής έκλεψε 150.000 δολάρια από την ανωτέρω οικία. Τον συνέλαβαν δια της βίας και τον μετέφεραν σε αστυνομικό σταθμό όπου τον κτύπησαν. Με την παρέμβαση του ιερέα μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο, με τη δέσμευση να επιστραφούν τα χρήματα μετά τη νοσηλεία του. Μετά από δύο ημέρες νοσηλείας, ο ιερέας τον μετέφερε σε μοναστήρι και διευθέτησε την αναχώρησή του από τη χώρα.

Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής εξέφρασε φόβο ότι θα τον σκοτώσουν σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής. Κατά τη συνέντευξη ο αιτητής προσκόμισε 4 φωτογραφίες, τις οποίες ισχυρίστηκε ότι έβγαλε ο ιερέας. Η 1η απεικονίζει έναν άντρα να συλλαμβάνεται από αστυνομικούς (την οποία ως ισχυρίστηκε έβγαλε ο ιερέας κατά τη σύλληψή του) και οι υπόλοιπες απεικονίζουν ένα άτομο χωρίς τις αισθήσεις του να αιμορραγεί στο έδαφος, ενώ σε μία εξ αυτών απεικονίζεται νοσοκόμα να τον φροντίζει, ισχυριζόμενος ότι οι υπόλοιπες λήφθηκαν από τον ιερέα στο χώρο κράτησής του.

Η Υπηρεσία Ασύλου, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή, σχημάτισε τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.

1.    Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής του αιτητή

2.    Ο αιτητής βρήκε ναρκωτικά στην οικία του εργοδότη του, ο οποίος ήταν πρώην δήμαρχος της Kinshasa

3.    Κατηγορήθηκε για κλοπή χρημάτων από τον εργοδότη του, συνελήφθη και έτυχε κακομεταχείρισης από αστυνομικούς

Εκ των ως άνω έγινε δεκτός ο 1ος ισχυρισμός, απορρίφθηκαν δε οι ισχυρισμοί 2 και 3, λόγω ελλείψεως εσωτερικής συνοχής.

Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι η αφήγηση του αιτητή υπήρξε γενική, χωρίς επαρκείς λεπτομέρειες και εντοπίστηκαν αντιφάσεις, με συνέπεια ο εν λόγω ισχυρισμός να μην γίνει αποδεκτός.

Συγκεκριμένα αξιολογήθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει πληροφορίες για τον ιερέα που κατ’ ισχυρισμό του τον φρόντιζε και με τον οποίο διέμενε για 9 χρόνια και ούτε για τον δήμαρχο στην οικία του οποίου, ως ισχυρίστηκε, εργαζόταν όταν και ανακάλυψε τα ναρκωτικά τα οποία οδήγησαν στη δίωξη του. Περαιτέρω κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν και πάλι σε θέση να περιγράψει με λεπτομέρεια τι ακριβώς είχε βρει, ισχυριζόμενος αόριστα ότι βρήκε μία λευκή ουσία/σκόνη, η οποία θεώρησε ότι ήταν μπογιά, τα όσα δε περιέγραψε επί τούτου στη συνέντευξή έρχονται σε πλήρη αντίφαση με τα όσα κατέγραψε στην αίτησή του, όπου καταγράφει ότι βρήκε συσκευασία με κάνναβη. Όταν του επισημάνθηκε η αντίφαση ο αιτητής δεν έδωσε επαρκή εξήγηση, επιρρίπτοντας το λάθος στη γλώσσα και αναφέροντας ότι και τα δύο είναι ναρκωτικές ουσίες.

Επίσης αρνητικά αξιολογήθηκε η αντίφαση που εντοπίστηκε στο ότι, επί της αιτήσεως του ο αιτητής κατέγραψε ότι έδειξε το κουτί στον ιδιοκτήτη της οικίας, ο οποίος αισθάνθηκε ντροπή και του είπε να μην το αναφέρει σε κανένα, ενώ κατά τη συνέντευξη ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε είδε ή μίλησε με τον εργοδότη του. Κληθείς να εξηγήσει τη αντίφαση στους ισχυρισμούς του, απάντησε ότι λόγω πίεσης έκανε λάθος και κατέγραψε κάτι που δεν συνέβη. Επιπρόσθετα, ενώ στη συνέντευξή δήλωσε ότι ουδέποτε παρατήρησε ύποπτες δραστηριότητες στην οικία που εργαζόταν, στην αίτησή του κατέγραψε ότι είχε δει πολλούς πωλητές ναρκωτικών να παρελαύνουν. Σε σχετική ερώτηση, απάντησε ότι είδε άτομα, αλλά δεν είδε ναρκωτικά.

Κατά την εξέταση της εξωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού έγινε έρευνα όπου διαπιστώθηκε πως ο ονομαζόμενος ιδιοκτήτης της οικίας όντως υπήρξε πρώην κυβερνήτης της Kinshasa και το 2019 εξελέγη γερουσιαστής της επαρχίας. Επιπλέον διαπιστώθηκε ότι η ονομασία Diamba είναι άλλη ονομασία για την μαριχουάνα.

Βάσει των ανωτέρω, δεδομένου και του ότι τα όσα ανέφερε για τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη του δεν επιβεβαιώνονται από πληροφορίες και λαμβανομένου υπόψη του ότι, ως κρίθηκε, ο αιτητής δεν έδωσε επαρκείς λεπτομέρειες και εντοπίστηκαν σοβαρές αντιφάσεις ανάμεσα στα όσα κατέγραψε στην αίτησή του και στα όσα ανέφερε στη συνέντευξή, ο 2ος ουσιώδης ισχυρισμός απορρίφθηκε.

Επί του 3ου ουσιώδη ισχυρισμού κρίθηκε ότι δεν υπήρξε συνοχή στην περιγραφή της σύλληψής του και δεν ήταν σε θέση να δώσει λεπτομερείς περιγραφές σχετικά με τον χώρο στον οποίο μεταφέρθηκε. Περαιτέρω αξιολογήθηκε το ότι ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο ιερέας τον μετέφερε στο νοσοκομείο χωρίς συνοδεία αστυνομικού με το ιδιωτικό του όχημα, αφού τον φωτογράφισε μετά την κακοποίησή του στο χώρο κράτησης. Σε μία εκ των φωτογραφιών απεικονίζεται νοσοκόμα και σε σχετική ερώτηση ο αιτητής διαφοροποίησε τους ισχυρισμούς του, λέγοντας ότι οι φωτογραφίες λήφθηκαν στο νοσοκομείο. Περαιτέρω κρίθηκε ότι δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με την αναχώρησή του από τη χώρα, ενώ υπέπεσε σε αντίφαση αναφορικά με το όχημα το οποίο τον μετέφερε στο αεροδρόμιο. Εξάλλου αντιφατικό κρίθηκε το ότι, ενώ ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν έλαβε απειλές ενόσω βρισκόταν στη χώρα του, ερωτηθείς κατά πόσο τον αναζήτησαν οι αρχές ή άτομα που εργάζονταν για τον διώκτη του, απάντησε αόριστα ότι ο ιερέας τον προειδοποίησε ότι βρίσκεται σε κίνδυνο και ότι τον αναζητούν χωρίς να δίνει οποιαδήποτε πληροφορία ή εξήγηση για τον κίνδυνο αυτό. Αντίφαση εντοπίστηκε και αναφορικά με το ότι στην αίτησή του ο αιτητής κατέγραψε ότι στις 30 Οκτωβρίου ο κατ’ ισχυρισμό διώκτης του  άρχισε να τον αναζητά για να τον σκοτώσει και ουδεμία αναφορά έκανε στο γεγονός της κατηγορίας περί κλοπής χρημάτων και της επακόλουθης σύλληψής του και κακομεταχείρισής του από αστυνομικούς, ως ανέφερε κατά τη συνέντευξη.

Σχετικά με τις φωτογραφίες που προσκομίστηκαν, σημειώθηκε ότι σε μία εξ αυτών απεικονίζεται άνδρας που δεν μοιάζει στον αιτητή (υπάρχει διαφορά ύψους), ο οποίος συλλαμβάνεται από 2 αστυνομικούς, ενώ ο αιτητής δήλωσε στη συνέντευξή του ότι συνελήφθη από 11 αστυνομικούς, γεγονός που ως επισημάνθηκε δεν ανταποκρίνεται στη φωτογραφία. Όταν τέθηκαν τα πιο πάνω ενώπιον του αιτητή επέμενε ότι αυτός απεικονίζεται και ότι οι αστυνομικοί τον κτύπησαν πριν τη λήψη της φωτογραφίας. Στις άλλες τρεις φωτογραφίες απεικονίζεται ένα άτομο χωρίς αισθήσεις και αιμόφυρτο στο έδαφος, ενώ σε μία απεικονίζεται μια νοσοκόμα. Ωστόσο επί των φωτογραφιών αυτών, επισημάνθηκε ότι δεν είναι εφικτό να αναγνωρίσει κανείς το πρόσωπο που βρίσκεται στο έδαφος. Σχετικά λοιπόν με τις προσαχθείσες φωτογραφίες η Υπηρεσία κατέληξε ότι, δεδομένης της τρωθείσας εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή, δεν μπορούν να τεκμηριώσουν περαιτέρω τους ισχυρισμούς του.

Σε έρευνα που έγινε σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης διαπιστώθηκε ότι η αστυνομία στη χώρα καταγωγής όντως προβαίνει σε αυθαίρετες συλλήψεις και κρατήσεις με σκοπό να αποσπάσει χρήματα από μέλη της οικογένειας. Εντούτοις, δεδομένης της ελλείψεως εσωτερικής συνοχής, ο 3ος ισχυρισμός απορρίφθηκε.

Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού, ήτοι των προσωπικών στοιχείων του αιτητή, κατόπιν αξιολόγησης πληροφοριών για την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής (Kinshasa), κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του δεν προκύπτει βάσιμος φόβος δίωξης στο πλαίσιο του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, ούτε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Συνεπεία των ως πιο πάνω το αίτημα για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε.

Στον αιτητή μεταφράστηκε το σημείωμα του γενικού εισαγγελέα και του δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρει οτιδήποτε επιθυμεί, αφότου του εξηγήθηκαν οι προϋποθέσεις που θέτει η οικεία νομοθεσία σε σχέση με την έγκριση αιτήσεων ως η παρούσα, χωρίς εντούτοις να προσθέσει κάτι περαιτέρω στα όσα ως άνω καταγράφονται.

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Ενόψει και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών κατά την εξέταση της αξιοπιστίας του αφηγήματος ενός αιτητή, εν προκειμένω θα συμφωνήσω, κατά την εκ πρώτης όψεως θεώρηση και αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων, με την κατάληξη της Υπηρεσίας, καθότι θεωρώ πως ο αιτητής δεν έδωσε ικανοποιητικές απαντήσεις, το αφήγημα του είχε – σε καίρια σημεία αυτού κενά και δεν έδωσε τις εύλογα αναμενόμενες εξηγήσεις στα σχετικά ερωτήματα που του υποβλήθηκαν σε σχέση με τις διαπιστωθείσες, ορθώς, αντιφάσεις μεταξύ των λεγομένων του κατά τη συνέντευξη και των όσων κατέγραψε επί της επίδικης αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υπέβαλε. Θεωρώ λοιπόν ότι, ως και η Υπηρεσία κατέληξε, ότι το αφήγημα του στερείται ευλογοφάνειας και συνοχής και έρχεται σε αντίθεση με πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του, ως εντοπίστηκαν.

Χαρακτηριστικά σημειώνω ότι δίδω βαρύτητα στο ότι, ερωτώμενος σχετικά, ανέφερε ότι ο κατ’ ισχυρισμό διώκτης του δεν εργάζεται πλέον, που έρχεται σε αντίθεση με τις διαθέσιμες πληροφορίες ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε εκλεγεί μέλος του κογκρέσου της επαρχίας Kwango. Τούτο θεωρώ ότι δεν είναι εύλογο να μην το γνωρίζει ο αιτητής, δεδομένου ότι εργαζόταν στην οικία του, ως αναφέρει. Περαιτέρω καίρια θεωρώ την αντίφαση που εντοπίστηκε ανάμεσα στα αναγραφόμενα στην αίτηση του, όπου είχε αναφέρει ότι εντόπισε κάνναβη, ενώ στη συνέντευξη αναφέρθηκε σε άσπρη ουσία με μορφή σκόνης. Περαιτέρω σημειώνω ότι, σε συμφωνία με τα επ’ αυτού ευρήματα της Υπηρεσίας, θεωρώ ότι έλειπαν οι αναμενόμενες βιωματικές λεπτομέρειες και συνοχή από τους ισχυρισμούς του που αφορούσαν τη σύλληψη του και κακομεταχείριση του από τις αρχές και τη μετέπειτα φυγή του από τη χώρα.

Ενόψει των όσων πιο πάνω αναφέρω, με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, είναι κατάληξη μου ότι το αφήγημα του αιτητή βρίθει κενών, ασαφειών και αντιφάσεων, τέτοιων που αποδοχή του θα συνιστούσε αφελή και ανεπιφύλακτη αποδοχή των λεγομένων του, ενάντια σε κάθε εύλογα κριτική θεώρηση τους.

Συνεπώς – στο βαθμό που απαιτείται επί αιτήσεως ως η παρούσα, ήτοι μέσα από μια τεκμηριωμένη πιθανολόγηση στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων – καταλήγω ότι η προσφυγή που έχει καταχωρηθεί δεν διατηρεί πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας.

Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου παρέλκει η εξέταση της παρούσας στην βάση της οικονομικής δυνατότητας του αιτητή να προωθήσει με ίδια μέσα την προσφυγή που έχει καταχωρήσει.

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα. 

Σημειώνεται ότι το αποτέλεσμα της παρούσας δεν προδικάζει το αποτέλεσμα της προσφυγής που καταχώρησε, την οποία ο αιτητής έχει κάθε δικαίωμα να προωθήσει.

Τα έξοδα του μεταφραστή να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο