ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.2047/22

 

23 Απριλίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ο. Α. Μ.

                                                                                                                        Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Μ. Μπαγιαζίδου, Δικηγόρος για Αιτήτρια

Κα Θ. Παπαχαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που αναφέρεται στην επιστολή ημ.28/03/22, η οποία της κοινοποιήθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (αιτητικό Α) και έκδοση απόφασης επί της ουσίας του αιτήματος της, προς αντικατάσταση της προσβαλλόμενης (αιτητικό Β).

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 23/10/17 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 02/09/21 (ερ.1-3, 30).

Στις 11/01/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.19-30). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 28/03/22 το αίτημα για διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.70-78).  

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της δόθηκε διά χειρός 28/03/22, μαζί με την σχετική αιτιολογία αυτής, στην αγγλική γλώσσα, την οποία κατανοεί (ερ.81-82).

Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε η αιτήτρια καταγράφει ότι αρχικά μετέβη στη Δημοκρατία για λόγους σπουδών, αλλά όταν εν συνεχεία ο θείος της, ο οποίος την στήριζε οικονομικά, ανακάλυψε ότι η ίδια είναι αμφιφυλόφιλη, διέκοψε κάθε επαφή μαζί της και της είπε να μην επικοινωνήσει εκ νέου μαζί του.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε η αιτήτρια ανέφερε ότι ανήκει στη φυλή Igbo, κατάγεται από την Abuja της Νιγηρίας, αλλά σε ηλικία 5 ετών μετακόμισε με την μητέρα της στην οικία του θείου της στην πολιτεία Enugu. Ακολούθως, ως ανέφερε, μετακόμισε για λόγους σπουδών στην πολιτεία Anambra και ότι το 2016 επέστρεψε στην οικία του θείου της στην πολιτεία Enugu, όπου και παρέμεινε έως τον Οκτώβριο του 2017, οπότε και ήρθε στη Δημοκρατία και φοίτησε σε ιδιωτικό κολλέγιο. Οι γονείς της έχουν αποβιώσει και, κατόπιν του θανάτου της μητέρας της το 2016, ο θείος της την στήριζε οικονομικά. Οι συγγενείς που έχει στη Νιγηρία είναι ο θείος της και τα ξαδέρφια της, ήτοι τα τέκνα του θείου της.

Αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι, κατόπιν του θανάτου της μητέρας της, αποφάσισε, μετά από παρότρυνση του θείου της, ο οποίος τη στήριζε οικονομικά, να μεταβεί στη Δημοκρατία για να συνεχίσει τις σπουδές της. Επιπλέον, ισχυρίστηκε ότι είναι αμφιφυλόφιλη ως προς τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, καθώς και ότι ο θείος της διέκοψε κάθε επαφή μαζί της όταν ανακάλυψε το γεγονός αυτό μέσω ενός αναρτημένου από την ίδια βίντεο σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης, στο οποίο απεικονίζεται η ίδια με την πρώην σύντροφό της σε μία προσωπική στιγμή. Ακόμη, ανέφερε ότι ο θείος της την απείλησε ότι, σε περίπτωση επιστροφής της, θα παραδώσει το βίντεο στις αρχές και προσέθεσε ότι στη Νιγηρία αυτό αποτελεί σοβαρό αδίκημα.

Ερωτηθείσα δε για ποιο λόγο μεταφόρτωσε το βίντεο σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, η αιτήτρια δήλωσε ότι αυτό έγινε κατά λάθος και ότι η πρόθεσή της ήταν να κοινοποιήσει το βίντεο προσωπικά στην πρώην σύντροφό της. Επιπλέον, ανέφερε ότι πλέον δεν έχει στη κατοχή της το εν λόγω βίντεο, ήτοι ότι το έχει διαγράψει, καθότι δεν υπήρχε πλέον λόγος να το διατηρήσει. Ερωτηθείσα δε πώς γνωρίζει ότι ο θείος της το έχει ακόμη στην κατοχή του, απάντησε ότι ο θείος της έστειλε ο ίδιος το βίντεο. Ερωτηθείσα ακόμη για ποιο λόγο ο θείος της την απείλησε ότι σε περίπτωση επιστροφής της θα παραδώσει το βίντεο στις αστυνομικές αρχές, η αιτήτρια υπέθεσε ότι ο θείος της θα προβεί στην ενέργεια αυτή αφενός διότι η ίδια δεν μπορεί να συνάψει ομόφυλη σχέση στη Νιγηρία, αφετέρου διότι της είχε αναφέρει, όταν διατηρούσαν ακόμη επαφή, ότι όταν επιστρέψει θα την παντρέψει με έναν μεγαλύτερο άντρα.

Αναφορικά με την πρώην σύντροφό της, η αιτήτρια ανέφερε ότι γνωρίστηκαν στην Αγία Νάπα, ότι η σχέση τους διήρκησε για διάστημα 4-5 μηνών και ότι ο λόγος που έληξε ήταν επειδή η πρώην σύντροφός της έπρεπε να μετακομίσει στη Σουηδία. Περαιτέρω, ανέφερε ότι προ της εν λόγω σχέσης δεν είχε συνάψει άλλες ομόφυλες σχέσεις, αλλά ότι απλώς είχε σεξουαλικές επαφές με άλλες γυναίκες και ότι επί του παρόντος δεν βρίσκεται σε κάποια ομόφυλη ή ετερόφυλη σχέση.

Αναφορικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, η αιτήτρια δήλωσε ότι, παρότι είχε στο παρελθόν ετερόφυλες σχέσεις, αισθάνεται μεγαλύτερη συναισθηματική σύνδεση με τις γυναίκες. Ακόμη, ανέφερε ότι στη Νιγηρία είχε κατά κύριο λόγο ετερόφυλες και λίγες μόνο ομόφυλες σχέσεις και ισχυρίστηκε ότι άρχισε να συνειδητοποιεί τον σεξουαλικό της προσανατολισμό σε ηλικία 20-21 ετών. Ερωτηθείσα τι είδους σκέψεις και συναισθήματα της προκάλεσε η συνειδητοποίηση του σεξουαλικού της προσανατολισμού, δήλωσε ότι αρχικά πίστεψε ότι τρελαινόταν, καθώς ένιωθε ότι ο σεξουαλικός της προσανατολισμός ήταν ασυνήθιστος λόγω του τρόπου με τον οποίο παρουσιάζεται από τη τοπική κοινωνία.

Ερωτηθείσα ακόμη αναφορικά με την αντιμετώπιση των αμφιφυλόφιλων ατόμων από το κοινωνικό σύνολο, η αιτήτρια δήλωσε ότι οι αμφιφυλόφιλοι θεωρούνται ως πνευματικά ασταθή άτομα που δεν θα έπρεπε να υπάρχουν και πρόσθεσε ότι, για τον λόγο αυτό, εάν κάποιο άτομο με τέτοιο σεξουαλικό προσανατολισμό συλληφθεί, αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης 14 ετών. Ερωτηθείσα δε τι συναισθήματα της προκαλούσε το γεγονός ότι ήταν αμφιφυλόφιλη σε μία κοινωνία που δεν αποδεχόταν τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, η αιτήτρια δήλωσε ότι κάποιος με τον δικό της σεξουαλικό προσανατολισμό ζει μέσα στον φόβο και δεν μπορεί να κάνει οτιδήποτε χωρίς να δεχθεί κριτική. Πρόσθετα ανέφερε ότι είχε αποκαλύψει κάποια στιγμή τον σεξουαλικό της προσανατολισμό στη μητέρα της και ότι η τελευταία εξαγριώθηκε, της είπε ότι δεν πρέπει να μιλάει για τέτοια πράγματα και στη συνέχεια την χαστούκισε.

Ερωτηθείσα αν μπορεί να επιστρέψει στη Νιγηρία, στην πολιτεία Anambra, όπου διέμενε επί σειρά ετών, δεδομένου ότι πλέον δεν έχει επικοινωνία με τον θείο της, ανέφερε ότι στην εν λόγω πολιτεία δεν βρίσκεται κανένα μέλος της οικογένειάς της, ότι θα πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή προκειμένου να αποκτήσει κοινωνικό περίγυρο και ότι «θα είναι σαν να επιστρέφει εκ νέου σε ένα κλουβί». Ερωτηθείσα ακόμη τι πιστεύει ότι θα μπορούσε να της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, δήλωσε ότι εάν ο θείος της την καταγγείλει στις αρχές θα εκτίσει ποινή φυλάκισης 14 ετών. Επιπλέον, η αιτήτρια δήλωσε ότι ουδέποτε έχει συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα καταγωγής της για οποιονδήποτε λόγο και ότι οι αρχές της χώρας καταγωγής της θα της επιτρέψουν μεν να επιστρέψει στη χώρα, αλλά ότι εάν το εν λόγω βίντεο βρεθεί στην κατοχή τους, η ίδια θα αντιμετωπίσει προβλήματα. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο θείος της θα πληροφορηθεί σε κάθε περίπτωση ότι έχει επιστρέψει στη Νιγηρία διότι είναι άτομο με μεγάλη επιρροή.

Τέλος, ερωτηθείσα για ποιο λόγο υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 02/09/21 και όχι το 2019, όταν – ως η ίδια ισχυρίστηκε - ο θείος της ανακάλυψε τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, ανέφερε ότι πίστευε ότι θα μπορέσει να επιλύσει το πρόβλημα με τον θείο της και ότι δεν πίστευε ότι θα υπάρξει τέτοια κλιμάκωση, ενώ ερωτηθείσα με ποιον τρόπο πίστευε ότι θα επιλυθεί το πρόβλημα, αφ’ ης στιγμής είχε διακοπεί η επικοινωνία της με τον θείο της αφότου ο τελευταίος είδε το βίντεο, η αιτήτρια απάντησε ότι πίστευε ότι «ο χρόνος θα τα γιατρέψει όλα».

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε η αιτήτρια εντόπισαν και αξιολόγησαν τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.

1.    Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπο διαμονής της αιτήτριας (Enugu)

2.    Έφυγε από τη χώρα καταγωγής για λόγους εκπαιδευτικούς

3.    Σεξουαλικός προσανατολισμός της αιτήτριας ως αμφιφυλόφιλο άτομο

4.    Φόβος δίωξης της αιτήτριας λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού

Εκ των ως άνω ισχυρισμών έγιναν αποδεκτοί ο 1ος και 2ος ισχυρισμός, οι λοιποί δε ισχυρισμοί απορρίφθηκαν, συνεπεία ελλείψεως εσωτερικής συνοχής, ως καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση.

Αναφορικά με τον 2ο ως άνω ισχυρισμό οι δηλώσεις της αιτήτριας κρίθηκε ότι παρότι πληροφορίες από εξωτερικές πηγές επιβεβαιώνουν ότι στη χώρα καταγωγής άτομα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό υφίστανται εκτεταμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους και οι ομόφυλες πράξεις ποινικοποιούνται με φυλάκιση έως 14 έτη, εντούτοις, σύμφωνα και με τις κατευθυντήριες οδηγίες του μοντέλου DSSH (Difference, Stigma, Shame, Harm), δεν πληρείται η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, καθότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές πληροφορίες, οι ισχυρισμοί της παρουσιάζονται με επιπολαιότητα και η ίδια υπέπεσε κατά τη συνέντευξη σε ασάφειες αοριστίες και αντιφάσεις (βλ. ερ.73-75).

Ως εκ των ως άνω ο 3ος ισχυρισμός απορρίφθηκε.

Συνεπεία δε της απόρριψης του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού περί του σεξουαλικού της προσανατολισμού της αιτήτριας, ο οποίος και αποτελεί το υπόβαθρο για τον φόβο δίωξης που εξέφρασε η αιτήτρια, τόσο από τον θείο της όσο και από τις αρχές της χώρας της, απορρίφθηκε και ο 4ος ουσιώδης ισχυρισμός.

Κατά την αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου με βάση τους ουσιώδεις ισχυρισμούς που έγινα αποδεκτοί, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, κατόπιν αξιολόγησης της γενικής κατάστασης ασφαλείας στην πολιτεία Enugu, τόπος διαμονής της αιτήτριας, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν καταδεικνύεται κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής.

Με βάση τα ως άνω η επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε και εκδόθηκε απόφαση επιστροφής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής.

Στην αγόρευση της η ευπαίδευτη συνήγορος της αναφέρει ότι δεν έγινε εν προκειμένω δέουσα έρευνα των ισχυρισμών της αιτήτριας κατά τη συνέντευξη, δεν έγιναν αρκετές και στοχευμένες ερωτήσεις αλλά μόνο γενικές ερωτήσεις και η χρήση του μοντέλου εξέτασης DSSH έγινε χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση της αιτήτριας, αντίθετα με όσα επί τούτου αναφέρονται στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-473/16. Περεταίρω λέγει ότι έγινε επιλεκτική και μεροληπτική αξιολόγηση των ισχυρισμών της αιτήτριας και δια τούτο το εύρημα των καθ’ ων η αίτηση περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών της περί του σεξουαλικού προσανατολισμού της είναι λανθασμένα. Ακροθιγώς αναφέρεται δε ότι ο προϊστάμενος των καθ’ ων η αίτηση υιοθέτησε παθητικά την υποβληθείσα έκθεση και γι’ αυτό – σε κάθε περίπτωση – η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί.

Εν συνεχεία η συνήγορος της αιτήτριας, παραθέτοντας αποσπάσματα από την οικεία νομοθεσία και νομολογία ΔΕΕ, αλλά και σύντομες πληροφορίες αναφορικά με τη μετεχείριση ατόμων ΛΟΑΤΚΙ στη χώρα καταγωγής, σημειώνει ότι εν προκειμένω θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αιτήτρια ανήκει, λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού της, σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, η οποία υπόκειται σε πράξεις διώξεως, τόσο από τις αρχές όσο και από τον κοινωνικό περίγυρο (και από τον θείο της).

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, προϊόν δέουσας έρευνας του επίδικου αιτήματος, λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης καθώς και ότι η δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας αυτής. Ζητούν γι’ αυτό απόρριψη της παρούσης αιτήσεως.

Σε σχέση με τον ισχυρισμό περί παθητικής υιοθέτησης της έκθεσης-εισήγησης ως αυτή υποβλήθηκε, παρατηρώ ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην παρούσα αφού το αποφασίζον όργανο εξέδωσε δεόντως διακριτή απόφαση (σφραγίδα ερ.78) και τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το λεκτικό της εν λόγω απόφασης συνίσταται στην έγκριση της σχετικής έκθεσης-εισήγησης στο σύνολο της.

Σχετικά με τούτο είναι και τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας κ.ά. v. Mobil Oil (Cyprus) Ltd κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ. 294, όπου λέχθηκε ότι «Το γεγονός ότι ο Υπουργός απλώς ανέφερε ότι συμφωνεί με την εισήγηση του λειτουργού δεν σημαίνει ότι δεν ασχολήθηκε με την επίλυση του θέματος ούτε και αποτελεί  άρνηση άσκησης της εξουσίας που του παρέχει ο Νόμος.» Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.6447/2013, Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, ημ.30/09/15, με αναφορά στην σχετική επί του ζητήματος νομολογία, λέχθηκε ότι «Η σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης. Αντίθετα, ενσωματώνει ολόκληρη την έκθεση τους λειτουργού, την οποία υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία, ή, διαφοροποίηση Η απλή συμφωνία δεν εξυπακούει ότι ο Υπουργός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση τρίτου, (Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, ECLI:CY:AD:2014:D151, υποθ. αρ. 718/2012, ECLI:CY:AD:2014:D151, ημερ. 26.2.2014). Στο πλαίσιο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο αιτητής.».

Το δε αρ.17 (8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) προνοεί ότι «[δ]ε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»

Εδώ ο εξουσιοδοτημένος προς τούτο λειτουργός της Υπηρεσίας (ερ.80), υιοθετώντας στο σύνολο της, ως δύναται να πράξει, και εγκρίνοντας σχετική εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, εξάσκησε θεωρώ δεόντως την σχετική εξουσία που του δίδει ο Νόμος και η σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.

Οι λοιποί ισχυρισμοί της αιτήτριας συνεπλέκονται και αφορούν την ουσία της δια της παρούσης προσβαλλόμενης απόφασης και την ορθότητα της και γι’ αυτό θα εξεταστούν μαζί πιο κάτω.

Προχωρώ λοιπόν σε αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ενώπιον μου στοιχείων αναφορικά με τον 3ο ισχυρισμό της αιτήτριας, ο οποίος αποτελεί και τη βάση του 4ου ουσιώδους ισχυρισμού της. 

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στη σελ.98 ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.204, αναφέρονται, τα εξής:

«Όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας, οι αιτήσεις που βασίζονται σε γενετήσιο προσανατολισμό ή ταυτότητα φύλου μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολες στον χειρισμό, επειδή οι λόγοι της αίτησης συνδέονται με ευαίσθητες και προσωπικές πτυχές της ιδιωτικής ζωής. Οι αιτούντες ενδέχεται να νιώθουν στιγματισμένοι, να ντρέπονται και/ή να αρνούνται την πραγματικότητα· ενδέχεται επίσης να έχουν υποστεί απόρριψη και/ή κακομεταχείριση από την οικογένεια και/ή την κοινότητά τους. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να καθιστούν δύσκολη για τους αιτούντες την αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών με σαφή και συνεκτικό τρόπο και, ως εκ τούτου, τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζουν μπορεί να γνωστοποιούνται με καθυστέρηση, να είναι ελλιπή και να περιέχουν ανακολουθίες.

Ένα από τα μοντέλα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία, το μοντέλο DSSH υπ’ αριθ. 2 [Difference, Stigma, Shame, Harm (Διαφορά, Στίγμα, Ντροπή, Βλάβη)], βασίζεται στην αντίληψη ότι υπάρχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία τα οποία είναι πιθανό να είναι κοινά σε άτομα που αναγνωρίζουν ένα φύλο ή μια σεξουαλική ταυτότητα που δεν συνάδει με τις ετεροκανονικές κοινωνίες στις οποίες ζουν (όπου ο κανόνας είναι η ταύτιση του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου και η ετεροφυλοφιλία). Το μοντέλο προτείνει μια διαρθρωμένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση αιτήσεων, η οποία βασίζεται στο φύλο και στη σεξουαλική ταυτότητα και εξηγείται, με πρακτικά παραδείγματα, στον δεύτερο τόμο του εγχειριδίου με τίτλο Credibility assessment training manual της Ουγγρικής Επιτροπής του Ελσίνκι.

[…]

Η ύπαρξη ή μη ορισμένων στερεοτυπικών συμπεριφορών ή εμφανίσεων δεν θα πρέπει να αποτελεί βάση για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο αιτών έχει ή δεν έχει ορισμένο γενετήσιο προσανατολισμό και/ή ορισμένη ταυτότητα φύλου. Δεν υπάρχουν καθολικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που τυποποιούν τα άτομα ΛΟΑΔΜ (λεσβίες, ομοφυλόφιλοι αμφιφυλόφιλα, διεμφυλικά και μεσοφυλικά άτομα), όπως δεν υπάρχουν και για τα ετεροφυλόφιλα άτομα. Οι εμπειρίες της ζωής τους μπορεί να διαφέρουν σημαντικά, ακόμη και αν προέρχονται από την ίδια χώρα.»

Έχω διέλθει με προσοχή το πρακτικό της συνέντευξης της αιτήτριας και όσα είχε αναφέρει σε σχέση με το αφήγημα της.

Δεν παραγνωρίζω βεβαίως ότι κατά την εξέταση ισχυρισμών που αφορούν σεξουαλικό προσανατολισμό δεν χωρούν τυποποιημένες προσεγγίσεις και η αξιολόγηση αξιοπιστίας δεν μπορεί να διέρχεται μέσα από στερεοτυπικά πρότυπα (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, C-148/13-C-150/13, A. B. C., ημ.02/12/14) αλλά ούτε και δύναται να ζητηθεί από τον αιτητή να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες για τις σεξουαλικές του εμπειρίες ή να προσφέρει σχετικά με τούτο στοιχεία ή άλλης μορφής μαρτυρία.

Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι το μοντέλο DSSH, του οποίου έγινε χρήση στα πλαίσια της εξέτασης της επίδικης αίτησης, τυγχάνει αμφισβήτησης από τη βιβλιογραφία και γι’ αυτό η χρήση του, αλλά και κάθε εξέταση των δεδομένων υποθέσεων ως η παρούσα από το Δικαστήριο θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή. Σημειώνω όμως εδώ ότι η χρήση του μοντέλου DSSH δεν συνιστά διενέργεια πραγματογνωμοσύνης (άλλωστε δεν έγινε ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη από ειδικό πραγματογνώμονα εν προκειμένω), παρά μόνο συνιστά ένα εργαλείο για πληρέστερη καταγραφή και αξιολόγηση των ισχυρισμών της αιτήτριας στα πλαίσια του εν λόγω ισχυρισμού και δεν εμπίπτει στα όσα αναφέρονται στην μνημονευθείσα από την συνήγορο της αιτήτριας απόφαση του ΔΕΕ στην C-473/16, F., ECLI:EU:C:2018:36, ημ.25/01/18, όπου λέγεται ότι «[το] άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη διενέργεια και στη χρήση, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον αληθεύει ο προβαλλόμενος γενετήσιος προσανατολισμός του αιτούντος διεθνή προστασία, ψυχολογικής πραγματογνωμοσύνης όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, η οποία αποβλέπει στο να δώσει μια εικόνα, βάσει προβολικών τεστ προσωπικότητας, για τον γενετήσιο προσανατολισμό του αιτούντος.». Σε κάθε περίπτωση για την εφαρμογή του μοντέλου εξέτασης DSSH ουδεμία συναίνεση απαιτείται.

Σχετικά δε με τα ως άνω, στην απόφαση Α. Β. C. του ΔΕΕ (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής κατατοπιστικά στις σκέψεις 61-65, επί του ζητήματος αξιολόγησης αξιοπιστίας στα πλαίσια υποθέσεων ως η παρούσα.

 «61. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να προβαίνουν στην αξιολόγησή τους συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος και ότι το άρθρο 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85 απαιτεί από τις ίδιες αυτές αρχές να διεξάγουν τη συνέντευξη συνεκτιμώντας τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση ασύλου.

62. Μολονότι η υποβολή ερωτήσεων που αφορούν στερεοτυπικές αντιλήψεις ενδέχεται να συνιστά χρήσιμο στοιχείο στη διάθεση των αρμόδιων αρχών προκειμένου να προβούν στη σχετική αξιολόγηση, εντούτοις η εκτίμηση των αιτήσεων για την παροχή του καθεστώτος πρόσφυγα η οποία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε στερεοτυπικές αντιλήψεις συνδεόμενες με τους ομοφυλόφιλους δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των διατάξεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, στο μέτρο που δεν παρέχει στις εν λόγω αρχές τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη την ατομική κατάσταση του οικείου αιτούντος άσυλο.

63. Επομένως, η αδυναμία ενός αιτούντος άσυλο να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήσεις δεν μπορεί να συνιστά αφ’ εαυτής επαρκή λόγο για να συναχθεί η αναξιοπιστία του αιτούντος, στο μέτρο που η προσέγγιση αυτή είναι αντίθετη προς τις απαιτήσεις του άρθρου 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 καθώς και του άρθρου 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85.

64. Δεύτερον, μολονότι οι εθνικές αρχές βασίμως προβαίνουν, κατά περίπτωση, σε υποβολή ερωτήσεων προκειμένου να εκτιμήσουν τα γεγονότα και τις περιστάσεις σχετικά με τον προβαλλόμενο γενετήσιο προσανατολισμό των αιτούντων άσυλο, εντούτοις οι ερωτήσεις που αφορούν τις λεπτομέρειες των σεξουαλικών πρακτικών του οικείου αιτούντος άσυλο προσβάλλουν τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνει ο Χάρτης και, ειδικότερα, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής που προβλέπει το άρθρο του 7.

65. Όσον αφορά, τρίτον, τη δυνατότητα των εθνικών αρχών να κρίνουν παραδεκτή, όπως πρότειναν ορισμένοι αναιρεσείοντες των κύριων δικών, την τέλεση ομοφυλοφιλικών πράξεων, την ενδεχόμενη υποβολή τους σε «τεστ» προκειμένου να αποδείξουν την ομοφυλοφιλία τους ή ακόμη την οικειοθελή εκ μέρους τους προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων όπως είναι οι βιντεοσκοπημένες λήψεις των ερωτικών τους συνευρέσεων, υπογραμμίζεται ότι, πλην του ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν έχουν κατ’ ανάγκη αποδεικτική αξία, ενδέχεται περαιτέρω να συνεπάγονται και προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο σεβασμός της οποίας κατοχυρώνεται από το άρθρο 1 του Χάρτη. »

Στην παρούσα, κατά την εξέταση της αξιοπιστίας των δηλώσεων της αιτήτριας, έγινε χρήση των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών από τους καθ’ ων η αίτηση και συμφωνώ με τα συμπεράσματα τους, όπως καταγράφονται στην σχετική έκθεση που ετοιμάστηκε, καθώς η αιτήτρια παρέμεινε γενικόλογη και αόριστη κατά τη συνέντευξη σε όλες τις ερωτήσεις που τις υποβλήθηκαν.

Εν προκειμένω η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει τις κατ’ ελάχιστον αναμενόμενες λεπτομέρειες για καμία από τις περιστασιακές ή εφήμερες σχέσεις ή περιπτύξεις που είχε με γυναίκες, τόσο στη Κύπρο όσο και στη χώρα καταγωγής και δεν έδωσε την παραμικρή βιωματική λεπτομέρεια αναφορικά με γνωριμίες που είχε με άλλες γυναίκες με τις οποίες είχε επαφή. Ερωτώμενη σχετικά περιορίστηκε σε γενικόλογες αναφορές για τον τρόπο προσέγγισης της, χωρίς να είναι σε θέση να περιγράψει με εύλογα αναμενόμενες λεπτομέρειες έστω μια ανάμνηση από όλες αυτές τις εφήμερες σχέσεις, κάποιο ιδιαίτερο συμβάν ή άλλο αξιοσημείωτο, το οποίο κράτησε, έστω φωτογραφικά, στην μνήμη της.

Όλα αυτά θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να περιγράψει η αιτήτρια στις πολλές ερωτήσεις που τέθηκαν και θα έδιναν την αναμενόμενη βιωματική διάσταση στο αφήγημα της, ουδόλως δε αφορούν σημεία ή στιγμές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι θίγουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Ομοίως προς τα ως άνω, ουδεμία λεπτομέρεια δίδει για τη καθημερινότητα της τόσο στη Δημοκρατία όσο και στη χώρα καταγωγής, κάποιο μέσο ή τόπο γνωριμιών ομόφυλων ή ετερόφυλων ατόμων.

Συνεπώς, παρά το ότι δεν θα συμφωνήσω με την βαρύτητα που δίδεται από τους καθ’ ων η αίτηση στην αδυναμία της αιτήτριας να εκφράσει και να διατυπώσει τις εσωτερικές διεργασίες που αφορούσαν τα όσα ισχυρίστηκε, ήτοι το πως βίωσε την συνειδητοποίηση του σεξουαλικού της προσανατολισμού ως αμφιφυλόφιλο άτομο, τούτο άλλωστε θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι αναμενόμενο από άτομο το οποίο μεγάλωσε υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει εύλογα θεωρώ αναμενόμενες βιωματικές λεπτομέρειες για τις σχέσεις και τις γνωριμίες που είχε όλο αυτό τον καιρό. Όλα τούτα δεν αφορούν βεβαίως σε λεπτομέρειες που αφορούν σαρκική επαφή, επί του οποίου θα ήταν αναμενόμενη η ενδεχόμενη δυσχέρεια της να εκφραστεί ή να διατυπώσει και δεν πρέπει να αναζητούνται σε κάθε περίπτωση (βλ. απόφαση ABC, ανωτέρω). Τούτα δε τα στοιχεία θα μπορούσαν να παρέχουν σαφείς ενδείξεις αξιοπιστίας των ισχυρισμών της αιτήτριας.

Επιπροσθέτως των ως άνω ελλείπουν παντελώς λεπτομέρειες από την αντίδραση της οικογένειας της, κάποια συγκεκριμένη συζήτηση, κάποιος ιδιαίτερος χαρακτηρισμός ο οποίος επέδρασε στον ψυχισμό της. Σημειώνω εδώ ότι το μόνο που αναφέρει για την αντίδραση της μητέρας της ήταν ότι αυτή θύμωσε και τη χαστούκισε, ουδέν άλλο. Ομοίως ουδέν αναφέρει σε σχέση με την αντίδραση του θείου της, πέραν του ότι της είπε ότι δεν θέλει να έχει επαφή μαζί της και ότι θα δώσει το βίντεο στις αρχές. Σε κανένα από τα δύο κατ’ ισχυρισμό συμβάντα δεν αναφέρει η αιτήτρια πως ένιωσε η ίδια, ποια ήταν τα λόγια που χρησιμοποίησαν τόσο ο θείος όσο και η μητέρα της, τι έγινε μετά απ’ αυτό και τι ειπώθηκε συγκεκριμένα.

Πρέπει βεβαίως να σημειωθεί ότι δεν αναμένεται από αιτητή να είναι σε θέση να δώσει λεπτομερείς απαντήσεις σε κάθε ερώτηση, αναμένεται όμως να αναφέρει με εύλογη λεπτομέρεια και συνέπεια τα γεγονότα που αφορούν τον πυρήνα του αιτήματός του, όπως ορισμένες λεπτομέρειες, ως και ανωτέρω αναλύεται, οι οποίες θα προσέδιδαν την απαιτούμενη αληθοφάνεια και βιωματική διάσταση στο αφήγημα της. Σ’ αυτό θεωρώ ότι απέτυχε η αιτήτρια.

Η τελική κρίση βεβαίως επί της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της αιτήτριας διέρχεται και μέσα από την εξέταση και αντιπαραβολή τους με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ).

Σύμφωνα με τις πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, η ομοφυλοφιλία αποτελεί ποινικοποιημένη συμπεριφορά στη Νιγηρία και τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ υφίστανται διακρίσεις και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους από κρατικούς αλλά και από ιδιωτικούς φορείς. Στις 07/01/14 υπογράφηκε ο Νόμος περί (Απαγόρευσης) Σύναψης Γάμου μεταξύ Ατόμων του Ιδίου Φύλου (Same Sex Marriage (Prohibition) Act - SSMPA). Ο εν λόγω νόμος απαγορεύει τη σύναψη γαμήλιου συμβολαίου ή συμφώνου συμβίωσης μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου, τιμωρούμενη με ποινή μέγιστης φυλάκισης 14 ετών. Το άρθρο 4 παράγραφος 2 ορίζει ότι «η δημόσια επίδειξη ερωτικών σχέσεων του ίδιου φύλου είτε άμεσα είτε έμμεσα απαγορεύεται.» [1]

Οι σεξουαλικές πράξεις μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου ποινικοποιούνται από τον Ποινικό Κώδικα της Νιγηρίας του 1916 (Κεφάλαιο 21 - Αδικήματα κατά της Ηθικής). Συγκεκριμένα, το άρθρο 214 ορίζει ότι: «Κάθε άτομο που 1) έχει σαρκική γνώση οποιουδήποτε προσώπου ενάντια στην τάξη της φύσης· 2) έχει σαρκική γνώση ενός ζώου· ή 3) επιτρέπει σε ένα αρσενικό άτομο να έχει σαρκική γνώση του ιδίου ή της ιδίας ενάντια στην τάξη της φύσης· είναι ένοχος κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δεκατεσσάρων ετών», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 215, κάθε πρόσωπο που τελεί απόπειρα να διαπράξει τα παραπάνω αδικήματα είναι ένοχος για διάπραξη κακουργήματος και υπόκειται σε φυλάκιση επτά (7) ετών.» Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 217, οποιοσδήποτε άντρας εμπλέκεται σε «προσβολή δημοσίας αιδούς» με άλλους άνδρες, δημοσίως ή ιδιωτικά, υπόκειται φυλάκιση τριών (3) ετών.[2]

Σύμφωνα με την International Lesbian, Gay, Bisexual, Trans and Intersex Association (ILGA) «[α]ρκετές πολιτείες της Βόρειας Νιγηρίας έχουν υιοθετήσει τους νόμους της ισλαμικής Σαρία, ποινικοποιώντας σεξουαλικές δραστηριότητες μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Η μέγιστη ποινή για τέτοιες πράξεις μεταξύ ανδρών είναι η θανατική ποινή, ενώ η μέγιστη ποινή για τέτοιες πράξεις μεταξύ γυναικών είναι το μαστίγωμα ή/και φυλάκιση […] Οι πολιτείες που έχουν υιοθετήσει τέτοιους νόμους είναι οι: Bauchi (το έτος 2001), Borno (2000), Gombe (2001), Jigawa (2000), Kaduna (2001), Kano (2000), Katsina (2000), Kebbi (2000), Niger (2000), Sokoto (2000), Yobe (2001) και Zamfara (2000)».[3]

Περαιτέρω, σύμφωνα με μία δημοσκόπηση που ανατέθηκε από την Πρωτοβουλία για Ίσα Δικαιώματα (The Initiative for Equal Rights - TIERs), έναν μη κερδοσκοπικό οργανισμό που δραστηριοποιείται για την προστασία δικαιωμάτων των σεξουαλικών μειονοτήτων, το ποσοστό αποδοχής των λεσβιών, των ομοφυλόφιλων και των αμφιφυλόφιλων από μέλη της οικογένειας αυξάνεται ελαφρά, από 11 % το 2015 σε 13 % το 2017. Ταυτόχρονα, η ποινικοποίηση των σχέσεων μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου υποστηρίζεται από το 90% των Νιγηριανών που ερωτηθήκαν για τη δημοσκόπηση, ποσοστό που αντιστοιχεί σε αύξηση κατά 4% από το 2015. Από τους ερωτηθέντες, το 39% (9% περισσότερο από το 2015) είχε την άποψη ότι τα ΛΟΑΤ (Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφιφυλόφιλοι, Τρανς) άτομα θα πρέπει να έχουν ίση πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες όπως η υγειονομική περίθαλψη, η εκπαίδευση και η στέγαση. Στην ερώτηση αν γνωρίζουν κάποιον που είναι λεσβία, ομοφυλόφιλος ή αμφιφυλόφιλος - μέλος της οικογένειας, φίλος ή κάποιος στην περιοχή τους - το 17% των ερωτηθέντων απάντησε θετικά. Από την άλλη πλευρά, το ποσοστό των Νιγηριανών που πιστεύουν ότι η χώρα θα ήταν ένα καλύτερο μέρος χωρίς τα ΛΟΑΤ άτομα, παρέμεινε στο 90%.[4]

Σε έκθεση της ίδιας οργάνωσης του 2019 αναφορικά με τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων επί τη βάσει του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου στη Νιγηρία, αναφέρεται ότι, σύμφωνα με υποθέσεις οι οποίες συγκεντρώθηκαν από οργανώσεις για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διάφορες πολιτείες της Νιγηρίας κατά το διάστημα μεταξύ Δεκεμβρίου 2018 και Νοεμβρίου 2019, ο συνολικός αριθμός των παραβιάσεων ανήλθε σε 330 και ο αριθμός των θυμάτων σε 397.[5]

Εκ των περιστατικών αυτών, 42 αφορούν σε βιαιοπραγίες και επιθέσεις, 33 σε αυθαίρετες συλλήψεις / παράνομες κρατήσεις, 12 σε επιθέσεις από τον όχλο, 19 σε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής, 68 σε εκβιασμό, 11 σε αναγκαστικές εξώσεις, 51 σε παράνομες απολύσεις από την εργασία, 31 σε κλοπές, 8 σε απαγωγές, 1 σε άρνηση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη, 61 σε απόπειρες βιασμού / τετελεσμένους βιασμούς, 24 σε δυσφημήσεις / ρητορική μίσους, 19 σε βασανιστήρια, 21 σε στιγματισμό και διακρίσεις και 5 σε παραβίαση του δικαιώματος στην ειρηνική συνάθροιση.[6] Επιπλέον, σύμφωνα με την έκθεση, οι περισσότερες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων διαπράττονται από μη κρατικούς φορείς, καθότι οι κρατικοί φορείς ευθύνονται μόνο για το 22% περίπου των παραβιάσεων που αναφέρονται στην έκθεση, ήτοι για τα 71 από τα 330 περιστατικά παραβιάσεων, ενώ για τα 11 από τα 330 περιστατικά οι κρατικοί φορείς ευθύνονται από κοινού με μη κρατικούς φορείς.[7]

Η έκθεση υποδεικνύει επίσης ότι από το 2014, ενώ έχει σημειωθεί ελαφρά μείωση των περιστατικών σωματικής βίας κατά των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων στη Νιγηρία, παρατηρείται εντούτοις αύξηση των περιστατικών εκβιασμού, παραβίασης της ιδιωτικής ζωής, αυθαίρετων συλλήψεων και παράνομων κρατήσεων, ενώ ειδικά για το 2019 καταγράφηκε σημαντική αύξηση σε υποθέσεις παράνομων επ’ αυτοφώρων ερευνών, στοχευμένης κακοποίησης και συλλήψεων επί τη βάσει του σεξουαλικού προσανατολισμού και της θεωρούμενης ταυτότητας φύλου του ατόμου, καθώς και σε υποθέσεις παράνομων κρατήσεων και διαφθοράς.[8] Ακόμη, αναφέρεται ότι οι αρχές επιβολής του νόμου στοχοποίησαν συγκεκριμένα ανυποψίαστα άτομα και τα διαπόμπευσαν δημοσίως ως κοινούς εγκληματίες, ενώ επιπλέον παρερμήνευσαν είτε από άγνοια είτε εσκεμμένα νόμους και πολιτικές προκειμένου να στοχοποιήσουν άτομα που ανήκουν στην κατώτερη κοινωνική τάξη.[9] 

Επιπλέον, στην ίδια έκθεση σημειώνεται ότι «υπάρχουν πολλές περιπτώσεις όπου αστυνομικοί υπάλληλοι συλλαμβάνουν αυθαίρετα άτομα που θεωρούνται ότι είναι ΛΟΑΤΚΙ [Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφιφυλόφιλοι, Τρανς, Κουίρ, Ίντερσεξ],  με βάση πληροφορίες που αποκτήθηκαν παράνομα από τα τηλέφωνά τους ή με βάση έμμεσες αποδείξεις. Οι αστυνομικοί ζητούν τότε τεράστια χρηματικά ποσά προκειμένου να διεκπεραιώσουν την απελευθέρωσή τους. Αυτές οι παραβιάσεις συχνά δεν αναφέρονται λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης στους θεσμούς επιβολής του νόμου[10] Ακόμη, αναφέρεται ότι «ο εκβιασμός ήταν το πιο συνηθισμένο είδος παραβιάσεων που διαπράττεται από μη κρατικούς φορείς. Υπήρχαν επίσης πολλές περιπτώσεις παγίδευσης: δράστες που προσποιούνται ότι είναι ΛΟΑΤΚΙ για να δελεάσουν και να επιτεθούν σε άλλους[11]

Ειδικά δε για τις ΛΑΤΚ (Λεσβίες, Αμφιφυλόφιλες, Τρανς, Κουίρ) γυναίκες, η έκθεση σημειώνει ότι το ποσοστό των περιστατικών που αναφέρθηκαν από γυναίκες στη Νιγηρία είναι χαμηλό, γεγονός που συνιστά μία σημαντική τάση μεταξύ των αναφερόμενων παραβιάσεων κατά των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Ειδικότερα, το 2018 καταγράφηκαν μόνο 21 τεκμηριωμένες περιπτώσεις, ενώ το 2019 παρατηρήθηκε μία μικρή αύξηση, με τον αριθμό των περιπτώσεων να ανέρχεται στις 53. Οι συγγραφείς αναφέρουν σχετικά ότι, παρότι ο αριθμός αυτός είναι ακόμα πολύ χαμηλός, καταδεικνύει εντούτοις ότι η διαστρέβλωση και οι διακρίσεις που μαστίζουν τις ΛΑΤΚ γυναίκες σταδιακά μειώνεται.[12]

Οι γυναίκες που ανήκουν σε σεξουαλικές μειονότητες εκτίθενται σε κάθε μορφή βίας, τόσο σωματικής (δολοφονίες, επιθέσεις, βιασμοί, σεξουαλικές επιθέσεις) όσο και ψυχολογικής (απειλές, εξαναγκασμοί, αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας). Μερικές φορές υπόκεινται σε εκβιασμό και σεξουαλική παρενόχληση από μέλη της οικογένειας και φίλους, καθώς και σε βιασμό με σκοπό τη «θεραπεία» τους και τη μετατροπή τους σε ετερόφυλες, ενώ ορισμένες ΛΑΤΚ γυναίκες εξαναγκάζονται σε γάμο, καθότι οι οικογένειές τους πιστεύουν ότι έτσι θα προστατευτεί η δημόσια εικόνα τους. Επιπλέον, οι ΛΑΤΚ γυναίκες υφίστανται διακρίσεις στον χώρο εργασίας τους και αναγκάζονται συνεχώς να κρύβουν τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου τους.[13]

Τέλος, επί τη βάσει και των ανωτέρω πληροφοριών από την έκθεση της οργάνωσης TIERs, η Αυστριακή Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Μετανάστευσης και Ασύλου, σε έκθεσή της αναφορικά με την κατάσταση σεξουαλικών μειονοτήτων αναφέρει ότι «γενικά, η ομοφυλοφιλία μεταξύ γυναικών συνιστά μικρότερο ταμπού από την ομοφυλοφιλία μεταξύ ανδρών. Οι γυναίκες με ομόφυλο ή αμφίφυλο σεξουαλικό προσανατολισμό διατρέχουν μικρότερο κίνδυνο και επηρεάζονται λιγότερο από συλλήψεις και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους. Ωστόσο, τα δίκτυά τους είναι πιο αδύναμα. Μερικές φορές λαμβάνουν χώρα βιασμοί και άλλες μορφές βίας. Μερικές γυναίκες περιορίζονται σε κλειστούς χώρους από τις οικογένειές τους ή αναγκάζονται να υποβληθούν σε «θεραπείες».»[14]

Ενόψει των ως άνω πληροφοριών δεν θα πρέπει να αμφισβητείται ότι τα όσα αναφέρει η αιτήτρια σχετικά με τη διακριτική μεταχείριση ατόμων ΛΟΑΤΚΙ και την κατ’ ισχυρισμό δίωξη τόσο από το κοινωνικό σύνολο όσο και από τις αρχές, με βάση και τη νομοθεσία, συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής.

Όμως η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών της αιτήτριας, ως ανωτέρω εξηγώ, είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν μια υπό εξέταση υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική αξιοπιστία. Τούτο γιατί η συμφωνία όσων αναφέρει η αιτήτρια με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής δεν αρκεί από μόνη της για την αποδοχή ενός αφηγήματος, τη στιγμή που τούτο στερείται εσωτερικής συνοχής, ενόψει και της συνολικής θεώρησης και αποτίμησης των δεικτών αξιοπιστίας.

Σημειώνω ότι αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια, πολλές φορές, σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων του. Άλλωστε, ως στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», 2018, σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.» Στη δε σελ.131 του ιδίου εγχειριδίου τονίζεται σχετικώς ότι «[η] γενικευμένη προσβασιμότητα πολλών πηγών ΠΧΚ, μέσω του διαδικτύου ή άλλων μέσων ενημέρωσης, συνεπάγεται την ανάγκη οι δικαστικοί λειτουργοί να έχουν υπόψη τους την πιθανότητα ορισμένες αιτήσεις διεθνούς προστασίας να έχουν καταρτιστεί κατά τρόπο ώστε να είναι συνεπείς με τις συναφείς ΠΧΚ.»

Εν προκειμένω λοιπόν οι σημαντικές ελλείψεις εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών της αιτήτριας αφήνουν εύλογα ερωτηματικά για τη συνολική αξιοπιστία της και δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους. Στην απουσία δε περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τις ελλείψεις, ως ανωτέρω λεπτομερώς καταγράφονται, είναι η κατάληξη μου ότι τα κενά παραμένουν. Γι’ αυτό και θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας του 3ου ουσιώδους ισχυρισμού και κατ’ επέκταση του 4ου ισχυρισμού της αιτήτριας. Το όλο αφήγημα παρουσιάζει κενά, ελλείψεις και αοριστίες, οι οποίες πλήττουν αναπόφευκτα την συνολική συνοχή και αξιοπιστία της αιτήριας.

Στα ως άνω προσθέτω και δίδω ιδιαίτερη βαρύτητα στην καθυστέρηση στην υποβολή της επίδικης αίτησης διεθνούς προστασίας, η οποία και υπεβλήθη 4 έτη μετά την άφιξη της αιτήτριας στη Δημοκρατία και 2 έτη αφότου, ως η ίδια ισχυρίστηκε, ο θείος της έμαθε για τον σεξουαλικό της προσανατολισμό, που ήταν και ο λόγος που της δημιούργησε τον φόβο δίωξης τον οποίο επικαλείται. Σημειώνω δε ότι η όποια αναφορά σε ελπίδα για καλυτέρευση του ζητήματος (ερ.20) δεν θεωρώ πως αιτιολογεί επαρκώς τη καθυστέρηση αυτή, δεδομένου ότι θα παρέμεινε (σύμφωνα με τα λεγόμενα της), σε περίπτωση που ο ισχυρισμός περί αμφιφυλοφιλίας γινόταν αποδεκτός, το ζήτημα της δίωξης της από τη κοινωνία και τις αρχές και λαμβανομένου υπόψη ότι ουδείς ισχυρισμός υπάρχει περί αναστολής της αιτήτριας ή επιφυλακτικότητας να το εκφράσει προηγουμένως.

Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τελευταίο τόπο διαμονής της αιτήτριας (Enugu).

Αναφορικά με τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Enugu, σε αναφορά του ACLED για το διάστημα από 08/03/23 έως 08/03/24, καταγράφηκαν 79 περιστατικά ασφαλείας και προέκυψαν εξ αυτών 68 θάνατοι[15] σε σύνολο πληθυσμού περί των 4 ½ εκατομμυρίων [16]. Κατά το έτος 2020, καταγράφηκαν 18 περιστατικά ασφαλείας και προέκυψαν εξ αυτών 5 θάνατοι, σε σύνολο πληθυσμού περί των 4 ½  εκατομμυρίων. Κατά το 1ο τρίμηνο του 2021, και πάλι σύμφωνα με σχετική έκθεση του ACLED, καταγράφηκαν 10 θάνατοι σε σύνολο 6 περιστατικών.[17] Στο δε εγχειρίδιο του EASO «Country Guidance, Nigeria, October 2021», αναφέρεται ότι από τα περιστατικά ασφαλείας που καταγράφονται δεν προκύπτει πραγματικός κίνδυνος σε αμάχους, με την έννοια του αρ.19 (2) (γ). [18] 

Είναι κατάληξη μου εκ των ως άνω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή. Δεν μπορώ να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια, δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί της περί του σεξουαλικού της προσανατολισμού έχουν απορριφθεί, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [19] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN ημ.10/06/21,).

Έπεται λοιπόν ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης [της] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

Σημειώνεται ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022 και 166/2023, οι οποίες εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Νιγηρία, ‘Same Sex Marriage (Prohibition) Act’, 7 Ιανουαρίου 2014, https://laws.lawnigeria.com/2018/04/23/lfn-same-sex-marriage-prohibition-act-2014/

[2] Νιγηρία, ‘Criminal Code Act’, 1 Ιουνίου 1916, https://laws.lawnigeria.com/2018/04/20/lfn-criminal-code-act/

[3] ILGA, ‘State-Sponsored Homophobia 2017’, Μάιος 2017, https://ilga.org/downloads/2017/ILGA_State_Sponsored_Homophobia_2017_WEB.pdf

[4] TIERs/NOIPolls, ‘Social perception survey on lesbian, gay and bisexual rights’, Ιανουάριος 2017, https://theinitiativeforequalrights.org/wp-content/uploads/2017/05/Social-Perception-Survey-On-LGB-Rights-Report-in-Nigeria3.pdf ; Reuters, ‘LGBT acceptance slowly grows in Nigeria, despite anti-gay laws’, 17 Μαΐου 2017, https://www.reuters.com/article/us-nigeria-lgbt-survey/lgbt-acceptance-slowly-grows-in-nigeria-despite-anti-gay-laws-idUSKCN18C2T8 ; EUAA, Country of Origin Information Report, ‘Nigeria: Targeting of Individuals’, Νοέμβριος 2018, σσ. 121 – 2, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2018_EASO_COI_Nigeria_TargetingIndividuals.pdf

[5] TIERs - The Initiative for Equal Rights, ‘2019 Report on Human Rights Violations based on Real or Perceived Sexual Orientation and Gender Identity in Nigeria’, σσ. 7, 15, https://theinitiativeforequalrights.org/wp-content/uploads/2019/12/2019-Human-Rights-Violations-Reports-Based-on-SOGI.pdf

[6] Ό.π., σ. 17

[7] Ό.π., σ. 7

[8] Ό.π. σ. 16

[9] Ό.π.

[10] Ό.π., σ. 18

[11] Ό.π.

[12] Ό.π., σ. 15

[13] TIERs - The Initiative for Equal Rights, ‘2019 Report on Human Rights Violations based on Real or Perceived Sexual Orientation and Gender Identity in Nigeria’ (ό.π. σημ. 5), σ. 25

[14] Stefan Baumann, Mag., ‘Nigeria: On the situation of sexual minorities, with additional information from FFM Nigeria 2019, update of the analysis of sexual minorities of 30.9.2016’, Research Paper – Staatendokumentaion, Austrian Federal Office for Immigration and Asylum, 15 Σεπτεμβρίου 2020, σ. 54, https://coi.euaa.europa.eu/administration/austria/PLib/NIGR_Analyse_Homosexuelle_2020_09_15_KE_en_final.pdf

[15] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

(βλ. Πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 08/03/2023-08/03/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions - Remote violence/ Riots   και ΠΕΡΙΟΧΗ: Western Africa – Nigeria - Enugu

[16] City Population, Nigeria - Enugu State,  https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/

[17]  EASO Country Guidance: Nigeria Security Situation, June 2021, σ. 199-202

https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2021_06_EASO_COI_Report_Nigeria_Security_situation.pdf

[18] EASO Country Guidance: Nigeria Common analysis and guidance note, October 2021, σ. 125-126

https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-01/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf

[19] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο