ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.2157/22

 

26 Απριλίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S. L. M. E.

                                                                                                                        Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Ελ. Μυριάνθους, Δικηγόρος για Αιτήτρια

Κα Α. Αριστείδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση                                                       

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία της κοινοποιήθηκε στις 29/03/22, με επιστολή ημερομηνίας 31/03/22, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από τη Δημοκρατία του Κονγκό, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 15/11/20 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 08/12/20 (ερ.1-3, 14-16, 38).

Στις 24/02/22 και 14/03/22 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με την αιτήτρια από την Υπηρεσία προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.39-49, 30-38). Μετά το πέρας των συνεντεύξεων ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 29/03/22 απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.72-82).

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της δόθηκε διά χειρός 31/03/22, μαζί με την αιτιολογία αυτής, και της μεταφράστηκε στη μητρική της γλώσσα (ερ.84-85).

Επί της επίδικης αιτήσεως ασύλου η αιτήτρια καταγράφει ότι γεννήθηκε στην Brazaville, πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής «Κονγκό»), και σε ηλικία τριών ετών, η αιτούσα δήλωσε ότι μετέβη στην Pointe Noire, όπου ολοκλήρωσε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευσή. Αργότερα η αιτούσα επέστρεψε στην πόλη Brazaville και στη συνέχεια μετέβη στην Καζαμπλάνκα (Μαρόκο) για να σπουδάσει. Επέστρεψε εκ νέου στο Port-Noire, όπου διέμεινε μέχρι το 2020, ενώ στη συνέχεια διέμεινε στην πόλη Brazaville για περίπου τρεις εβδομάδες πριν εγκαταλείψει οριστικά τη Δημοκρατία του Κονγκό. Η αιτήτρια επιβεβαίωσε ότι εγκατέλειψε νόμιμα το Κονγκό από το αεροδρόμιο και εισήλθε στα ελεγχόμενα από τη Δημοκρατία εδάφη μέσω κατεχομένων στις 15/11/20. Είναι άγαμη και άτεκνη, ο πατέρας απεβίωσε το 2016, η δε μητέρα της, τους εγκατέλειψε όταν η αιτήτρια ήταν 5 ετών. Έχει μία αδερφή που ζει στο Benin, και 5 ετεροθαλείς αδερφούς με τους οποίους δεν βρίσκεται σε επικοινωνία. Είναι Χριστιανή και ανήκει στην εθνοτική ομάδα Bantou. Σπούδασε Νομική σε πανεπιστήμιο στο Brazaville και στη συνέχεια για ένα χρόνο Λογιστικά στο Μαρόκο. Σε σχέση με το επάγγελμά της, η αιτήτρια δήλωσε ότι εργάστηκε από το Δεκέμβριο του 2018 μέχρι το Σεπτέμβριο του 2020 στην εταιρεία Bollore Transport Logistics, στην πόλη Port-Noire.

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε το Κονγκό, η αιτήτρια δήλωσε, αρχικά, ότι καθώς διατηρούσε ομοφυλοφιλική σχέση με τη Milka από το 2015, αυτή της ζήτησε να πλησιάσει το αφεντικό της, τον οποίον κατονομάζει, να δημιουργήσει ερωτική σχέση μαζί του και να τεκνοποιήσει μαζί του, προκειμένου να κρατήσουν οι δύο τους το παιδί αφού δεν ήταν δυνατό να υιοθετήσουν ως ομόφυλο ζευγάρι. Έτσι, ως ανέφερε, διατήρησε ερωτική σχέση με το αφεντικό της, του οποίου η σύζυγος και τα τέκνα διέμεναν στη Γαλλία, από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Αύγουστο 2020, αφότου η αιτήτρια έμεινε έγκυος τον Ιούλιο του 2020. Τον Αύγουστο 2020 η Milka της συνέστησε να ενημερώσει το αφεντικό της σχετικά με την εγκυμοσύνη της και να του πει ότι θα κάνει έκτρωση και ότι δεν επιθυμεί να συνεχιστεί η σχέση τους. Η αιτήτρια, ως ανέφερε, έστειλε μήνυμα στο αφεντικό της, πλην όμως το μήνυμα αυτό το είδε η σύζυγός του, η οποία είχε εν τω μεταξύ επιστρέψει από στη χώρα τον Ιούνιο 2020.

Το αφεντικό της έκλεισε με την αιτήτρια ραντεβού στο διαμέρισμά του, όμως όταν αυτή μετέβη εκεί, εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο από το οποίο κατέβηκε η σύζυγος του, ως ανέφερε η αιτήτρια, η οποία με τη βοήθεια μιας άλλης γυναίκας, χτύπησε την αιτήτρια και την ανάγκασε να επιβιβαστεί στο όχημά της. Η σύζυγος ήταν αδερφή σύμβουλου του προέδρου της χώρας, τον οποίο ονομάτισε η αιτήτρια. Τότε μετέφερε την αιτήτρια σε ένα σπίτι όπου, αφού την χτύπησε, άρχισε να την κακοποιεί σεξουαλικά και σωματικά για να την αναγκάσει να αποβάλει. Όταν η σύζυγος έφυγε, μια άγνωστη κοπέλα, η οποία άκουσε την αιτήτρια να φωνάζει, τη βοήθησε να δραπετεύσει. Στη συνέχεια αυτή πήγε σε ένα Internet café και έστειλε ένα μήνυμα στο αφεντικό της, στο οποίο του εξηγούσε τί είχε προηγηθεί, ενώ εκείνος της έδωσε τον αριθμό του αδερφού του και της ζήτησε να μιλήσει με εκείνον για να την βοηθήσει.

Η αιτήτρια δήλωσε ότι κάλεσε τον αδερφό του αφεντικού της και συνάντησε αυτόν και το αφεντικό της την επόμενη ημέρα. Τότε το αφεντικό της έδωσε στην αιτήτρια να πάρει κάποια χάπια. Οι δυο τους συνέχισαν να μιλάνε πίνοντας χυμό, όταν όμως αυτός ήπιε το χυμό, άρχισε να κάνει εμετό και ο αδερφός του να τον μεταφέρει στο νοσοκομείο. Όταν η αιτήτρια κάλεσε τον αδερφό του εκείνος της ανέφερε ότι το αφεντικό της ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση και την κατηγόρησε ότι τον δηλητηρίασε η ίδια. Την επόμενη ημέρα η αιτήτρια μίλησε με μια συνάδελφό της, η οποία την ενημέρωσε πως το αφεντικό της είχε αποβιώσει και ότι η φωτογραφία της είχε ανέβει σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, λόγω του ότι διατηρούσε δεσμό μαζί του. Τότε η αιτήτρια μετέβη σς αστυνομικό τμήμα προκειμένου να καταγγείλει το περιστατικό, ωστόσο εκεί την ενημέρωσαν ότι δεν μπορούν να κάνουν κάτι λόγω του ότι η σύζυγος του αφεντικού της ήταν η αδερφή συμβούλου του προέδρου.

Η αιτήτρια ακολούθως είχε πόνους στην κοιλιά και ο γιατρός τον οποίο επισκέφτηκε της είπε ότι πρέπει να υποβληθεί σε επέμβαση. Όταν η Milka ρώτησε την αιτήτρια με επιμονή αν απέβαλε το μωρό που κυοφορούσε, η αιτήτρια κατάλαβε ότι η Milκα δεν επρόκειτο να την επισκεφτεί, με αποτέλεσμα η αιτήτρια να κάνει απόπειρα αυτοκτονίας, καταπίνοντας υγρά καθαρισμού. Καθώς αυτό έγινε στο ξενοδοχείο όπου διέμενε, μια καμαριέρα κάλεσε ένα φίλο της από το Καμερούν, ο οποίος της πρότεινε να μεταβεί στη Δημοκρατία και να αναζητήσει προστασία.

Κατά τη 2η συνέντευξη που έγινε με την αιτήτρια, υποβλήθηκαν ερωτήσεις σχετικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό στη βάση του μοντέλου DSSH. Ερωτώμενη αρχικά γιατί δεν είχε αναφέρει κάτι η αιτήτρια επί τούτου στην αίτηση της και στη συνέντευξη που έγινε σχετικά με αξιολόγηση της ευαλωτότητας της, ανέφερε ότι της είπαν να είναι σύντομη στην καταγραφή της αίτησης της και κατά την αξιολόγηση της ευαλωτότητας της υπήρχαν και άλλοι αιτητές στο χώρο και ντράπηκε και έτσι αποφάσισε να τα πει όλα στη συνέντευξη της. Καλούμενη να περιγράψει πως βιώνει τον σεξουαλικό της προσανατολισμό είπε ότι ενδιαφέρεται για γυναίκες και όποτε είναι με άνδρα «δεν [νιώθει] πολύ καλά». Ερωτώμενη πότε συνειδητοποίησε ότι ελκύεται από γυναίκες ανέφερε ότι αυτό έγινε όταν σπούδαζε και είχε μια κοντινή φίλη που έπαιζε ποδόσφαιρο, της εξέφρασε την επιθυμία της και έτσι άρχισαν σχέση.

Ερωτώμενη σχετικά με την ως άνω σχέση της, η αιτήτρια ανέφερε ότι 3 χρόνια μετά, όταν αποφοίτησαν, αυτή έφυγε και, ενόψει του ότι είναι δύσκολες οι σχέσεις εξ αποστάσεως, τελικά γνώρισε μια άλλη κοπέλα. Ερωτώμενη για τις σχέσεις της με το αντίθετο φύλο, η αιτήτρια ανέφερε ότι όποτε έδιδε ευκαιρία στη σχέση της ένιωθε άβολα. Ως ανέφερε, ήθελε να το ζήσει (σ.σ. ετεροφυλοφιλική σχέση) όμως όταν ήταν με γυναίκα εκφραζόταν πιο εύκολα. Ερωτώμενη για τις ομοφυλοφιλικές της σχέσεις δεν ανέφερε κάποια λεπτομέρεια παρά μόνο τη δυσκολία της να εκφραστεί δημοσίως. Ερωτώμενη για τη σχέση που είχε αναφέρει ότι συνήψε με γυναίκα στη Δημοκρατία η αιτήτρια ανέφερε ότι δεν γνωρίζει το επώνυμο της. Ερωτώμενη για το πως τελείωσε η σχέση της με τη Milka, που είχε στην προηγούμενη συνέντευξη αναφέρει, η αιτήτρια δήλωσε ότι ήταν μαζί από το 2015 μέχρι το 2021 και όταν της αποκάλυψε ότι διατηρεί δεσμό με κοπέλα εδώ, αποφάσισαν να μην είναι μαζί. Όταν ρωτήθηκε για την αντιμετώπιση που έχει η κοινωνία στη χώρα της προς τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ η αιτήτρια ανέφερε ότι δεν επιτρέπονται οι γάμοι ομόφυλων και είναι «άσχημα, υπάρχει πολλή κριτική και απόρριψη». Ερωτώμενη για το πως αντέδρασε ο πατέρας όταν έμαθε μέσω της αδελφής της ότι η αιτήτρια είναι ομοφυλόφιλη, ανέφερε πως την κάλεσε να μιλήσουν, τη ρωτούσε σχετικά με τη ζωή της και της είπε ότι ντρέπεται.

Ερωτηθείσα τί φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η αιτήτρια δήλωσε ότι δεν ξέρει αν δημοσιεύτηκε ότι θέλουν να τη σκοτώσουν και ότι άνθρωποι σαν αυτήν (εννοεί άτομα ΛΟΑΤΚΙ) δεν είναι ελεύθεροι.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα της αιτήτριας κατά τις συνεντεύξεις, σχημάτισαν τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς ως εξής:

1.    Ταυτότητα, το προφίλ και χώρα καταγωγής της αιτήτριας

2.    Η αιτήτρια κακοποιήθηκε σωματικά και σεξουαλικά από τη σύζυγο του αφεντικού της λόγω του ότι διατηρούσε σχέση με εκείνον και ήταν έγκυος το παιδί του και δέχθηκε απειλές από την οικογένεια του καθώς κατηγορήθηκε ως υπεύθυνη για το θάνατο του

3.    Ο σεξουαλικός προσανατολισμός της αιτήτριας

4.    Δίωξη από το κράτος λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού

Εκ των ως άνω ισχυρισμών οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν ως αξιόπιστο και αληθή τον 1ο ισχυρισμό, απορρίπτοντας τους λοιπούς ισχυρισμού της αιτήτριας.

Αναφορικά με τον 2ο ως άνω ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι επί τούτου δηλώσεις της αιτήτριας στερούντο νοηματικής συνέπειας, συνοχής, περιέχουν πλήθος αντιφάσεων επί πολλών σημείων και το συνολικό αφήγημά της στερείται ευλογοφάνειας. Ως αναφέρουν οι καθ΄ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση που ετοίμασαν, εντοπίστηκε αναντιστοιχία ανάμεσα σε αυτά που κατέγραψε η αιτήτρια κατά την υποβολή του αιτήματός της και σε αυτά που περιέγραψε κατά την προφορική της συνέντευξη. Συγκεκριμένα, στο έντυπο καταγραφής η αιτούσα δήλωσε ότι απήχθη από τη σύζυγο του συντρόφου της και μεταφέρθηκε σε ένα χωριό ενώ προσέθεσε ότι έφυγε από την πόλη μετά από 2 ημέρες. Κατά την προφορική της συνέντευξη, η αιτούσα παρουσίασε ένα διαφορετικό αφήγημα σχετικά με τα άτομα που θέλουν να τη σκοτώσουν, καθώς γίνεται αναφορά και στα μέλη της οικογένειάς του και όχι συγκεκριμένα στη σύζυγό του.

Εντοπίστηκε επίσης ότι η αιτήτρια δήλωσε στην 1η συνέντευξη ότι εργαζόταν από 17/12/18 μέχρι 11/09/20 ενώ στη 2η συνέντευξη δήλωσε ότι ξεκίνησε να εργάζεται στις 18/12/17. Περαιτέρω εντοπίστηκε ότι η αιτήτρια αρχικά δήλωσε ότι μετά την απαγωγή της δεν επέστρεψε στον χώρο εργασίας, ενώ κατά τη συμπληρωματική της συνέντευξη δήλωσε ότι αν και δεν είχε φυσική παρουσία στο γραφείο, δήλωσε την παραίτησή της τον Σεπτέμβριο, ενώ η απαγωγή είχε γίνει τον Αύγουστο. Σε διευκρινιστική ερώτηση αναφορικά με το λόγο που ενημέρωσε το αφεντικό της για την εγκυμοσύνη της αν και δεν ήθελε εκείνος να έχει καμιά ανάμειξη στην ανατροφή του παιδιού, η αιτήτρια απάντησε ότι δεν μπορούσε να σταματήσει να εργάζεται και είχε συμφωνήσει με το αφεντικό της να λάβει άδεια μητρότητας, πράγμα που κρίθηκε ότι στερείται συνοχής και λογικής συνέπειας και είναι περαιτέρω αντιφατική, καθώς είχε αναφέρει προηγουμένως ότι σκόπευε να ανακοινώσει στο αφεντικό της ότι θα προχωρήσει σε έκτρωση. Συνεπώς δεν είχε κάποιο νόημα να λάβει άδεια μητρότητας.

Από έλλειψη ευλογοφάνειας κρίθηκε ότι χαρακτηρίζονται και οι δηλώσεις της αιτήτριας  αναφορικά με τον τρόπο και το χρόνο που απέβαλε, αφού, ως εντόπισαν οι καθ’ ων η αίτηση, αρχικά δήλωσε ότι έλαβε γνώση της εγκυμοσύνης της τον Ιούλιο του 2020 και ότι η γυναίκα του αφεντικού της έδωσε να καταπιεί κατά τη διάρκεια της απαγωγής της τον Αύγουστο 2020 χάπια προκειμένου να αποβάλει ενώ την κακοποίησε κατά την απαγωγή της, ακολούθως δήλωσε ότι τον Σεπτέμβριο 2020 εκδήλωσε πόνους στην κοιλιά με αποτέλεσμα να εισαχθεί στο νοσοκομείο και να υποβληθεί σε επέμβαση τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, μετά από απόπειρα αυτοκτονίας (ερ.32 1Χ -33 4Χ). Σε σχέση με τις κατ’ ισχυρισμό απειλές, η αιτήτρια δήλωσε ότι άρχισαν όταν η σύζυγος του αφεντικού της αντιλήφθηκε την ερωτική τους σχέση, ενώ κατά τη 2η  συνέντευξη δήλωσε πως άρχισε να δέχεται τις απειλές μετά το θάνατό του αφεντικού της.

Επιπροσθέτως των ως άνω εντοπίστηκε ότι αν και δήλωσε στην 1η συνέντευξη ότι ο αδερφός του αφεντικού την απείλησε ότι θα αναρτήσει φωτογραφίες της στο αεροδρόμιο προκειμένου να μην μπορεί να ταξιδέψει, η αιτήτρια κατάφερε να εγκαταλείψει νόμιμα και χωρίς κανένα πρόβλημα τη χώρα καταγωγής. Τέλος εντοπίστηκε ότι η αιτήτρια δεν ανέφερε την εγκυμοσύνη της στην καταγραφή της αίτησης της, ενώ στην συνέντευξη ευαλωτότητας δεν αναφέρθηκε στη φερόμενη απόπειρα αυτοκτονίας.

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ανωτέρω ισχυρισμού κρίθηκε ότι, λόγω της προσωπικής φύσεως του υπό εξέταση ισχυρισμού, αυτός δεν μπορεί να διασταυρωθεί από εξωτερικές πηγές και ως εκ τούτου τα λεγόμενα της αιτήτριας αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξή του. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος στο σύνολό του.

Αναφορικά με τον 3ο ουσιώδη ισχυρισμό κρίθηκε ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει σαφείς πληροφορίες αναφορικά με τον τρόπο που ένιωσε όταν σύναψε σχέση με γυναίκα για πρώτη φορά, καθώς δήλωσε αορίστως ότι αισθάνθηκε καλά και δεν ήταν επίσης σε θέση να προσδιορίσει για ποιο λόγο έλκεται από τις γυναίκες, ενώ προσέθεσε, χωρίς συνοχή, ότι ναι μεν κατά το παρελθόν σύναψε δεσμούς με άνδρες, πλην όμως δεν της άρεσαν αυτά που άκουγε από αυτούς. Αναφορικά με τη διαφοροποίηση των συναισθημάτων προς τους άνδρες και τις γυναίκες, η αιτήτρια δήλωσε ασαφώς ότι είναι δύσκολο να το εξηγήσει, καταλήγοντας ότι μπορεί να διαχειριστεί τα προβλήματα που προκύπτουν στις σχέσεις τις με τις γυναίκες, όχι όμως και με τους άνδρες. Περαιτέρω αξιολογήθηκε ότι η αιτήτρια ανάφερε πως δεν γνωρίζει μέρη που συγκεντρώνονται  άτομα ΛΟΑΤΚΙ στη χώρα της, πλην όμως εντοπίστηκαν χώροι εστίασης στην πόλη Pointe Noire, οι οποίοι απευθύνονται σε μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.

Επιπροσθέτως των ως άνω εντοπίστηκε ότι στην συμπληρωματική της συνέντευξη, η αιτήτρια δήλωσε ότι αναγκάστηκε να μετοικήσει στις φοιτητικές εστίες όταν ο σεξουαλικός προσανατολισμός μαθεύτηκε από τον πατέρα της, ωστόσο στην αρχική της συνέντευξη είχε δηλώσει ότι διέμενε μαζί του μέχρι το θάνατό του. Τέλος κρίθηκε ότι η αιτήτρια επέδειξε άγνοια σε σχέση με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν τα ομόφυλα άτομα στη χώρα καταγωγής, αφού, ερωτηθείσα σχετικώς, απάντησε, με τρόπο που δεν παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό, ότι στη Δημοκρατία του Κονγκό απαγορεύεται να λάβουν χώρα γάμοι μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου. Συνολικά κρίθηκε ότι η αιτήτρια επί το πλείστον απέφυγε να απαντήσει επί της ουσίας στις υποβληθείσες ερωτήσεις, παραμένοντας γενικόλογη και δεν έδωσε ικανοποιητική εξήγηση αναφορικά με το γιατί δεν αναφέρθηκε επί του προσανατολισμού της κατά την αίτηση της και την συνέντευξη ευαλωτότητας που ακολούθησε.

Αναφορικά με την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας, η δηλώσεις της αιτήτριας κρίθηκαν το μοναδικό τεκμήριο και λόγω του ότι τα δεδομένα που προέκυψαν από την εφαρμογή του μοντέλου DSSH δεν κατέδειξαν ότι η αιτήτρια ορίζεται ως ομοφυλόφιλο άτομο, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος.

Αναφορικά με τον 4ο ουσιώδη ισχυρισμό της αιτήτριας περί φόβου διώξεως της από τις αρχές της χώρα καταγωγής της λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού, αυτός απορρίφθηκε ως άρρηκτα συνδεδεμένος με τον 3ο ισχυρισμό που αφορά τον σεξουαλικό της προσανατολισμό. Σημειώνεται ότι οι πληροφορίες που παρατίθενται από τους καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού αφορούν τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και όχι τη Δημοκρατία του Κονγκό, που είναι η χώρα καταγωγής της αιτήτριας.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου επί τη βάσει του ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός αναφορικά με την καταγωγή, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας,  ήταν κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Σημειώνεται ότι και πάλι εδώ γίνεται αναφορά σε Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και όχι τη Δημοκρατία του Κονγκό, που είναι η χώρα καταγωγής της αιτήτριας.

Συνεπεία των ως άνω ευρημάτων η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε.

Επί της αιτήσεως η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας καταγράφει αρκετούς νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, πολλούς εκ των οποίων αναπτύσσει και στην αγόρευση, κατά τις Διευκρινήσεις όμως της παρούσας περιόρισε τους προωθούμενους ισχυρισμούς σε αυτούς που αφορούν την μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας και μη επαρκούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης.

Οι καθ' ων η αίτηση αντέταξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη, προϊόν δέουσας έρευνας των ισχυρισμών που υποβλήθηκαν, οι οποίοι εξετάστηκαν ενδελεχώς και εις βάθος, και η κατάληξη τους είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας.

Δεδομένου ότι οι προωθούμενοι εκ της αιτήτριας ισχυρισμοί συνεπλέκονται άρρηκτα με την επί της ουσίας ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων, στα πλαίσια της οποίας θα εξεταστεί και η διενέργεια δέουσας έρευνας και επάρκεια αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.204, αναφέρονται, τα εξής:

«Όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας, οι αιτήσεις που βασίζονται σε γενετήσιο προσανατολισμό ή ταυτότητα φύλου μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολες στον χειρισμό, επειδή οι λόγοι της αίτησης συνδέονται με ευαίσθητες και προσωπικές πτυχές της ιδιωτικής ζωής. Οι αιτούντες ενδέχεται να νιώθουν στιγματισμένοι, να ντρέπονται και/ή να αρνούνται την πραγματικότητα· ενδέχεται επίσης να έχουν υποστεί απόρριψη και/ή κακομεταχείριση από την οικογένεια και/ή την κοινότητά τους. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να καθιστούν δύσκολη για τους αιτούντες την αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών με σαφή και συνεκτικό τρόπο και, ως εκ τούτου, τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζουν μπορεί να γνωστοποιούνται με καθυστέρηση, να είναι ελλιπή και να περιέχουν ανακολουθίες.

Ένα από τα μοντέλα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία, το μοντέλο DSSH υπ’ αριθ. 2 [Difference, Stigma, Shame, Harm (Διαφορά, Στίγμα, Ντροπή, Βλάβη)], βασίζεται στην αντίληψη ότι υπάρχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία τα οποία είναι πιθανό να είναι κοινά σε άτομα που αναγνωρίζουν ένα φύλο ή μια σεξουαλική ταυτότητα που δεν συνάδει με τις ετεροκανονικές κοινωνίες στις οποίες ζουν (όπου ο κανόνας είναι η ταύτιση του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου και η ετεροφυλοφιλία). Το μοντέλο προτείνει μια διαρθρωμένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση αιτήσεων, η οποία βασίζεται στο φύλο και στη σεξουαλική ταυτότητα και εξηγείται, με πρακτικά παραδείγματα, στον δεύτερο τόμο του εγχειριδίου με τίτλο Credibility assessment training manual της Ουγγρικής Επιτροπής του Ελσίνκι.

[…]

Η ύπαρξη ή μη ορισμένων στερεοτυπικών συμπεριφορών ή εμφανίσεων δεν θα πρέπει να αποτελεί βάση για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο αιτών έχει ή δεν έχει ορισμένο γενετήσιο προσανατολισμό και/ή ορισμένη ταυτότητα φύλου. Δεν υπάρχουν καθολικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που τυποποιούν τα άτομα ΛΟΑΔΜ (λεσβίες, ομοφυλόφιλοι αμφιφυλόφιλα, διεμφυλικά και μεσοφυλικά άτομα), όπως δεν υπάρχουν και για τα ετεροφυλόφιλα άτομα. Οι εμπειρίες της ζωής τους μπορεί να διαφέρουν σημαντικά, ακόμη και αν προέρχονται από την ίδια χώρα.»

Έχοντας διέλθει με προσοχή του περιεχομένου του φακέλου και όσα η αιτήτρια αναφέρει τόσο στην επίδικη αίτηση όσο και στις συνεντεύξεις που ακολούθησαν, είναι κατάληξη μου ότι, ως και οι καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν στην επίδικη έκθεση, το αφήγημα της αιτήτριας για τα κατ’ ισχυρισμό προσωπικά βιώματα της και οι απαντήσεις της στις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν αναφορικά με το σύνολο των λεγομένων έβριθαν κενών, ανακριβειών, στερούνταν χρονικής συνέχειας και ευλογοφάνειας και – πράγμα στο οποίο δίδω ιδιαίτερη βαρύτητα – περιείχαν εξόφθαλμες αντιφάσεις σε καίρια σημεία του ιστορικού, ως το ανέφερε.

Θα πρέπει να σημειωθεί βεβαίως ότι, ως και εκ του ως άνω αποσπάσματος καθίσταται σαφές, κατά την εξέταση ισχυρισμών που αφορούν σεξουαλικό προσανατολισμό δεν θα πρέπει να γίνονται τυποποιημένες προσεγγίσεις και η αξιολόγηση αξιοπιστίας δεν μπορεί να διέρχεται μέσα από στερεοτυπικά πρότυπα (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-148/13-C-150/13, A. B. C., ημ.02/12/14) και δεν πρέπει να απαιτείται από τον αιτητή να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες για τις σεξουαλικές του εμπειρίες ή να προσφέρει σχετικά με τούτο στοιχεία ή άλλης μορφής μαρτυρία.

Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι το μοντέλο DSSH, του οποίου έγινε χρήση στα πλαίσια της εξέτασης της επίδικης αίτησης, τυγχάνει αμφισβήτησης από τη βιβλιογραφία και γι’ αυτό η χρήση του, αλλά και κάθε εξέταση των δεδομένων υποθέσεων ως η παρούσα από το Δικαστήριο θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή.

Στην απόφαση Α. Β. C. του ΔΕΕ (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής στις σκέψεις 61-65.

 «61. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να προβαίνουν στην αξιολόγησή τους συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος και ότι το άρθρο 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85 απαιτεί από τις ίδιες αυτές αρχές να διεξάγουν τη συνέντευξη συνεκτιμώντας τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση ασύλου.

62. Μολονότι η υποβολή ερωτήσεων που αφορούν στερεοτυπικές αντιλήψεις ενδέχεται να συνιστά χρήσιμο στοιχείο στη διάθεση των αρμόδιων αρχών προκειμένου να προβούν στη σχετική αξιολόγηση, εντούτοις η εκτίμηση των αιτήσεων για την παροχή του καθεστώτος πρόσφυγα η οποία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε στερεοτυπικές αντιλήψεις συνδεόμενες με τους ομοφυλόφιλους δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των διατάξεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, στο μέτρο που δεν παρέχει στις εν λόγω αρχές τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη την ατομική κατάσταση του οικείου αιτούντος άσυλο.»

Επανέρχομαι στα γεγονότα που αφορούν την παρούσα.

Εν προκειμένω η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει τις κατ’ ελάχιστον αναμενόμενες λεπτομέρειες για καμία από τις περιστασιακές ή εφήμερες σχέσεις ή περιπτύξεις που είχε με γυναίκες, τόσο στη Κύπρο όσο και στη χώρα καταγωγής και δεν έδωσε την παραμικρή βιωματική λεπτομέρεια αναφορικά με γνωριμίες που είχε με άλλες γυναίκες με τις οποίες είχε επαφή. Ερωτώμενη σχετικά περιορίστηκε σε γενικόλογες αναφορές, χωρίς να είναι σε θέση να περιγράψει έστω μια ανάμνηση από όλες αυτές τις εφήμερες σχέσεις, κάποιο ιδιαίτερο συμβάν ή άλλο αξιοσημείωτο, το οποίο κράτησε, έστω φωτογραφικά, στην μνήμη της. Επιπροσθέτως ελλείπουν παντελώς λεπτομέρειες από την αντίδραση του πατέρα της, κάποια συγκεκριμένη συζήτηση, κάποιος ιδιαίτερος χαρακτηρισμός ο οποίος επέδρασε στον ψυχισμό της. Όλα αυτά θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση να περιγράψει η αιτήτρια στις ομολογουμένως πολλές ερωτήσεις που έγιναν και θα έδιναν την αναμενόμενη βιωματική διάσταση στο αφήγημα της, ουδόλως δε αφορούν σημεία ή στιγμές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι θίγουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. 

Όλο το αφήγημα της αιτήτριας, τόσο αναφορικά με τον σεξουαλικό της προσανατολισμό όσο και αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό κακοποίηση που δέχθηκε από τη σύζυγο του αφεντικού της, την εγκυμοσύνη της, τη διακοπή της και τις απειλές που ισχυρίζεται ότι δέχθηκε από την οικογένεια του αφεντικού της στερείται παντελώς βιωματικών στοιχείων, και χρονικής συνοχής. Συμφωνώ λοιπόν με όσα επί των ως άνω λεπτομερώς αναφέρουν οι καθ΄ ων η αίτηση στα ερ.73-80, τα οποία παρατίθενται και στα πλαίσια της παρούσης πιο πάνω, πλην των πληροφοριών που παρατέθηκαν αναφορικά με τη μεταχείριση ατόμων ΛΟΑΤΚΙ που, ως πιο πάνω αναφέρω, αφορούσαν την Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και όχι τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας.

Απομένει η εξέταση της εξωτερικής συνοχής των ισχυρισμών της αιτήτριας, μέσα από την οποία διέρχεται η τελική κρίση επί της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της.

Σχετικά με τη μεταχείριση ατόμων ΛΟΑΤΚΙ στη χώρα καταγωγής, εντοπίζω τα ακόλουθα.

Κανένας νόμος δεν απαγορεύει ρητά τη συναινετική σεξουαλική συμπεριφορά μεταξύ ενηλίκων. Το αρ.300 του Συντάγματος απαγορεύει την «προσβολή της δημόσιας αιδούς» που τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο ετών. Το άρθρο 331 ορίζει ότι όποιος «διαπράττει άσεμνη πράξη ή «παρά φύση» πράξη με άτομο του ιδίου φύλου κάτω των 21 ετών» μπορεί να τιμωρηθεί με φυλάκιση από 6 μήνες έως 3 χρόνια.[1]

Τοπικές ΜΚΟ ανέφεραν ότι σπάνια καταδικάζονταν δράστες επιθέσεων κατά ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων και ότι τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ+ αντιμετώπιζαν δυσκολίες στο να καταγγείλουν διακρίσεις στην απασχόληση. Μια τοπική ΜΚΟ ανέφερε ότι οι αρχές σπάνια έλαβαν μέτρα για τη διερεύνηση, τη δίωξη ή την τιμωρία αξιωματούχων που διέπραξαν καταχρήσεις κατά ατόμων LGBTQI+, είτε στις δυνάμεις ασφαλείας είτε αλλού στην κυβέρνηση.[2]

Ακτιβιστές LGBTQI+ ανέφεραν πολλές περιπτώσεις του λεγόμενου διορθωτικού βιασμού κατά γυναικών και ανδρών κατά τη διάρκεια του έτους. Η τοπική ΜΚΟ Rainbow Sunrise Mapabazuko κατέγραψε 27 περιπτώσεις διορθωτικού βιασμού, κυρίως κατά λεσβιών και τρανς γυναικών και κατέγραψε τέσσερις περιπτώσεις ακρωτηριασμού ατόμων ΛΟΑΤΚΙ την ίδια περίοδο. Όταν οι επιζώντες πήγαν σε κλινική για φροντίδα, είτε τους αρνήθηκαν τις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης είτε αντιμετώπισαν πίεση να «αλλάξουν» το LGBTQI+ καθεστώς τους.[3]

Έκθεση του USDOS για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη χώρα για το 2022 [4] αναφέρει πως δεν υπάρχει νόμος που να απαγορεύει ρητά τη συναινετική σεξουαλική συμπεριφορά μεταξύ ενηλίκων του ίδιου φύλου ή νόμος που να απαγορεύει τις διακρίσεις κατά ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων στη στέγαση, την απασχόληση, τους νόμους περί ιθαγένειας και την πρόσβαση σε κρατικές υπηρεσίες. Το εύρος των διακρίσεων είναι δύσκολο να μετρηθεί όμως οι διακρίσεις εις βάρος των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων παρέμειναν ευρέως διαδεδομένες στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, στέγαση, προσωπική ασφάλεια, την απασχόληση, εκπαίδευση, οικογένεια και την πρόσβαση σε άλλες κοινωνικές υπηρεσίες.

Ενόψει των ως άνω πληροφοριών καταλήγω ότι τα όσα αναφέρει η αιτήτρια σχετικά με τη διακριτική μεταχείριση ατόμων ΛΟΑΤΚΙ συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής.

Όμως η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών της αιτήτριας, ως ανωτέρω εξηγώ, είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών της. Η συμφωνία ισχυρισμών με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής δεν αρκεί από μόνη της για την αποδοχή ενός αφηγήματος, τη στιγμή που στερείται εσωτερικής συνοχής, ενόψει της συνολικής θεώρησης και αποτίμησης των δεικτών αξιοπιστίας. Τούτο γιατί αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια, πολλές φορές, σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων του.

Άλλωστε, ως στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», 2018, σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»

Είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών της αιτήτριας μπορεί να γίνει αποδεκτός. Οι σημαντικές ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους. Στην απουσία δε περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις, ως ανωτέρω λεπτομερώς καταγράφονται, είναι η κατάληξη μου ότι τα κενά παραμένουν. Γι’ αυτό και θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας του 2ου, 3ου και, κατ’ επέκταση, του 4ου ισχυρισμού της αιτήτριας. Το όλο αφήγημα παρουσιάζει κενά, ελλείψεις και αοριστίες, οι οποίες πλήττουν αναπόφευκτα την συνολική συνοχή και αξιοπιστία της αιτήριας.

Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τελευταίο τόπο διαμονής της αιτήτριας (Port Noire).

Στη βάση δεδομένων ACLED για την περίοδο 29/09/22- 29/09/23, σε όλη την επικράτεια της Δημοκρατίας του Κονγκό καταγράφηκαν 11 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 21 θάνατοι. Σε αυτά περιλαμβάνονται τέσσερα περιστατικά βίας κατά αμάχων με 8 θύματα και 7 εξεγέρσεις με 13 θύματα. Στην πρωτεύουσα Brazaville, κατά την ίδια περίοδο καταγράφηκαν 9 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία προκάλεσαν 9 θανάτους (5 εξεγέρσεις με 8 θύματα, 1 περιστατικό βίας κατά αμάχων με 1 θύμα και 3 διαδηλώσεις χωρίς κανένα θύμα). Ως προς την πόλη Port-Noire, κατά την ίδια περίοδο καταγράφηκε 1 εξέγερση και 1 περιστατικό βίας κατά αμάχων, χωρίς θύματα.

Είναι κατάληξη μου εκ των ως άνω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια, δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί της περί του σεξουαλικού της προσανατολισμού έχουν απορριφθεί, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [5] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, C-901/19 CF and DN ημ.10/06/21).

Σημειώνω ότι η αιτήτρια είναι ηλικίας 32 ετών, υγιής, με ψηλό μορφωτικό επίπεδο και εργασιακή εμπειρία, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας, δεδομένου ότι όσα ανέφερε περί του σεξουαλικού της προσανατολισμού δεν έγιναν αποδεκτά. Αυτά συνηγορούν υπέρ του ότι η αιτήτρια διατηρεί εύλογες πιθανότητες να εξασφαλίσει επαρκή βιοπορισμό κατά την επιστροφή της, παρά την απουσία οικογενειακού δικτύου, και οι όποιες δυσκολίες αντιμετωπίσει δεν θεωρώ πως θα καθιστούσαν την ζωή της ανυπόφορη και θα την εξέθεταν σε κινδύνους που υπερβαίνουν τον μέσο κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο τοπικός πληθυσμός στην καθημερινότητα του. Άλλωστε, ως και στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

Σημειώνεται σχετικώς ότι οι γυναίκες στη χώρα απολαμβάνουν ίσο νομικό καθεστώς με τους άνδρες, παρά το ότι υπάρχουν κοινωνικές πιέσεις και εθιμικές αντιλήψεις που συμβάλλουν στη μείωση των δικαιωμάτων τους σε κάποιες περιπτώσεις και υπάρχουν ακόμα διακρίσεις στο εργασιακό περιβάλλον. Σημειώνω τέλος ότι τον Μάιο 2022 ψηφίστηκε νόμος δια του οποίου καθίσταται ευκολότερη η πρόσβαση σε προστασία από τις αρχές σε περίπτωση βίας κατά γυναικών, ενδοοικογενειακής βίας και σεξουαλικής παρενόχλησης, πράγμα που δεικνύει την περαιτέρω βελτίωση των συνθηκών.[6]    

Έπεται λοιπόν ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης [της] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα αρ.3 και 19 του Νόμου, αντίστοιχα.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] USDOS – US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2089109.html (accessed on 4 October 2023)

[2] Ό.π. USDOS, under Section “Acts of Violence, Criminalization, and Other Abuses Based on Sexual Orientation, Gender Identity or Expression, or Sex Characteristics

[3] Ό.π.

[4] USDS, 2022 Country Reports on Human Rights Practices: Republic of the Congo

Section 6: Discrimination and societal abuse - Acts of violence, criminalization, and other abuses based on sexual orientation, gender identity or expression, or sex characteristics

https://www.state.gov/reports/2022-country-reports-on-human-rights-practices/republic-of-the-congo/

[5] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf

[6] CONGO, REP 2022 HUMAN RIGHTS REPORT (state.gov), https://www.state.gov/wp-content/uploads/2023/03/415610_CONGO-REP-2022-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο