ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αρ.: 2320/23

 

16 Απριλίου 2024

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με τάρθρο 146 του Συντάγματος

 Μεταξύ:

A.  K. O. από τη Νιγηρία

Αιτητής

-και-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Κ. Κουπαρή (κα) Χ. Χριστοδουλίδη (δρ) Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Μ. Βασιλείου (κα) για Α. Φιλίππου (κος), Δικηγόροι για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Δήλωση και/ή απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 24/06/23, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 13/7/2023 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 είναι παράνομη, άκυρη, αντισυνταγματική και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που βρίσκονται ενώπιον μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και στις 29/11/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, μέσω μη ελεγχόμενων από την Κυπριακή Δημοκρατία εδαφών. Στις 14/6/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από  αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum - EUAA), ο οποίος στις  20/6/2023 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή.  Στις 24/6/2023 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας  την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Την 13/7/2023 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή  επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή  αυθημερόν. Στις 19/7/2023 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής, δια του δικηγόρου του, προβάλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση. Κατά τη Γραπτή του Αγόρευση, ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη χωρίς δέουσα έρευνα.

Ο δικηγόρος των Καθ' ων η Αίτηση, με τη Γραπτή της Αγόρευση, αιτείται την απόρριψη του συνόλου των ισχυρισμών που προβάλλονται με γενικότητα ελλείψει δικανικού συλλογισμού και χωρίς υπαγωγή σε συγκεκριμένα γεγονότα. Παράλληλα, αντιτείνει ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη

Με την απαντητική της Αγόρευση, η δικηγόρος του Αιτητή επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν τους ισχυρισμούς της περί μη δέουσας έρευνας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Σχετική είναι και  η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4. «Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1. του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρό­τητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή του Νόμου και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κά­ποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγό­μενου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερσή του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις».

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Ο συνήγορος του Αιτητή γενικά και αόριστα παραθέτει τα νομικά σημεία στην αγόρευσή του και επικαλείται παραβιάσεις του  περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου ωστόσο ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης. Εκλείπει δε η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους λόγους ακύρωσης που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται. 

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν έγινε επαρκής ή δέουσα έρευνα κρίνω ότι δεν ευσταθεί και απορρίπτεται για τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω.

Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί  η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται κατά τη διενέργεια της έρευνας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97A.Ε.2371, Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσο το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου 2010).

Περαιτέρω, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. THE REPUBLIC OF CYPRUS (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας  που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α., Αναθεωρητικές Εφέσεις 868 και 869, ημερομηνίας 13.12.90).».

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους. Ειδικότερα, στην αρχή της συνέντευξής του, ο Αιτητής, αφού ενημερώθηκε για τη διαδικασία και τα δικαιώματά του, επιβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση και ότι μπορεί να απαντήσει, ως επίσης ότι δεν έχει οποιεσδήποτε απορίες σχετικά με τη διαδικασία.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία τα οποία εμπεριέχονται στον διοικητικό φάκελο, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ενδελεχή εξέταση του αιτήματος του Αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας, καθώς και όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον του, ενώ εξάντλησε κατά τη συνέντευξη με τον Αιτητή όλες τις πτυχές των ισχυρισμών του και εν τέλει εκεί όπου θεώρησε σκόπιμο προέβη σε περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων μέσω έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε τόσο με την  υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

Ειδικότερα, ο Αιτητής είναι ενήλικος υπήκοος Νιγηρίας. Κατά την υποβολή της αίτησής του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, καθώς η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο, εξαιτίας περιουσιακών διαφορών. Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε ότι δεδομένου ότι ο ίδιος τύγχανε ο μοναδικός κληρονόμος του πατέρα του, βάσει των παραδόσεων, η μητριά του, η οποία είχε ακόμη δύο κόρες, ορκίστηκε ότι θα τον σκοτώσει. Περαιτέρω, αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό που συνέβη το βράδυ της 15ης  του Απρίλη, όπου η μητριά του, έστειλε ένοπλα μέλη θρησκευτικής σέχτας, τα οποία εισήλθαν στην οικεία του, ενώ ο Αιτητή κατάφερε να δραπετεύσει καθώς είχε παραμείνει ξύπνιος το βράδυ.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, δήλωσε ότι κατάγεται από το χωριό Mbano, της πολιτείας Imo, όπου διέμεινε μέχρι το 2000. Έκτοτε και μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του ζούσε στη πρωτεύουσα της ανωτέρω πολιτείας, το Owerri. Είναι  φυλετικής καταγωγής Igbo, καθολικός χριστιανός, απόφοιτος λυκείου, διατηρούσε φαρμακείο από το 2001 έως 2016 και έκτοτε απασχολούνταν σε αγροτικές εργασίες, ενώ χαίρει υγείας. Έγγαμος, πατέρας τεσσάρων τέκνων, οι οποίοι, σύζυγος και τέκνα, διαμένουν στο Owerri. Η βιολογική του μητέρα διαμένει με τη κόρη της στη πολιτεία Anambra. Ο πατέρας του απεβίωσε το 2017. Εγκατέλειψε αεροπορικώς τη χώρα καταγωγής του στις 13/10/2021 και εισήλθε στη Δημοκρατία, παράνομα στις 28/10/2021.

 

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής αναφέρθηκε στη περιουσιακή διαμάχη μεταξύ του ιδίου και της μητριάς του και στις επιθέσεις που δέχτηκε από μέλη θρησκευτικής σέχτας εξαιτίας της ως άνω διαφοράς. Πιο συγκεκριμένα, ο Αιτητής δήλωσε ότι τα προβλήματα με τη μητριά του ξεκίνησαν από τη παιδική του ηλικία, εξαναγκαζόμενος σε ηλικία 5 ετών να διαφύγει στην Anambra, όπου κατοικούσε η μητέρα του και όπου παρέμεινε για δύο χρόνια, ενώ διογκώθηκαν μετά το θάνατο του πατέρα του τον Μάρτιο του 2017. Κατόπιν οικογενειακού συμβουλίου που πραγματοποιήθηκε στις 2/10/2017, όπου η μητριά του ζήτησε το μισό της περιουσίας για τη κόρη της, κάτι που ο Αιτητής αρνήθηκε, άρχισε να δέχεται επιθέσεις από μέλη θρησκευτικής σέχτας ονόματι Black Cats.

 

Ειδικότερα, και σε σχέση με τις επιθέσεις, ο Αιτητής αναφέρθηκε σε δύο περιστατικά που έλαβαν χώρα στις 2/10/2017 και στις 15/4/2021 αντιστοίχως. Σε σχέση με το πρώτο περιστατικό, δήλωσε ότι στο δρόμο της επιστροφής του προς το σπίτι, άγνωστοι τον σταμάτησαν και αφού επιβεβαίωσαν ότι επρόκειτο για τον ιδιο τον απείλησαν πως αν δεν διευθετήσει το θέμα με τη μητριά του, τότε θα έχει να κάνει μαζί τους. Σε σχέση με το δεύτερο περιστατικό, δήλωσε ότι περί τις 8 με 9 το βράδυ, επτά οπλισμένα άτομα τον επισκέφτηκαν στην οικεία του, αναζητώντας τον, λέγοντας στη σύζυγό του ότι έχουν κάποιο μήνυμα για τον ίδιο, ενώ μόλις η σύζυγός του άρχισε να καλεί τα μέλη της κοινότητας, τράπηκαν σε φυγή. Ερωτηθείς σχετικά με την εμφάνισή τους, δήλωσε ότι φορούσαν κίτρινο και κόκκινο στο κεφάλι. Την επομένη του περιστατικού, η σύζυγός με τα τέκνα του διέφυγαν στο River State, ενώ ο ίδιος παρέμεινε στο Owerri.

 

Ερωτηθείς για τα πρόσωπα των επιθέσεων και εν γένει τη θρησκευτική σέχτα, δήλωσε ότι δεν τους γνωρίζει προσωπικά, ότι είναι αιμοβόροι, κάθε Πέμπτη πραγματοποιούν συναντήσεις στους δρόμους, ενώ για τη σχέση της μητριά του μαζί τους, δήλωσε ότι κάθε φορά που τον συναντούσαν του έλεγαν για εκείνη.

 

Ερωτηθείς αν ανάμεσα από τα δύο περιστατικά είχε δεχτεί κάποια άλλη ενόχληση, δήλωσε ότι τον είχαν προσεγγίσει αρκετές φορές, ενώ όταν του ζητήθηκε να γίνει πιο συγκεκριμένος δήλωσε ότι κατά καιρούς διαφορετικά πρόσωπα τον προσέγγιζαν και ότι του συνέβησαν πολλά πράγματα. Ερωτηθείς εκ νέου για τα περιστατικά, απάντησε ότι αν δεν επιλύσει το ζήτημα με τη μητριά του, θα εξακολουθούν να τον κυνηγούν. Ερωτηθείς αν αυτό το διάστημα επιχείρησε να επικοινωνήσει με τη μητριά του απάντησε αρνητικά και πως η μόνη επικοινωνία που είχε ήταν με την ετεροθαλή αδερφή του, σχετικά με το μίσθωμα της οικείας του πατέρα του.

 

Ερωτηθείς αν μετά το δεύτερο περιστατικό που ανέφερε, αντιμετώπισε άλλα προβλήματα δήλωσε ότι του έστελναν προφορικές απειλές, ενώ όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει τον λόγο που δεν τον προσέγγισαν εκ νέου δια ζώσης, δεδομένου ότι παρέμενε στην οικεία του, δήλωσε ότι πιστεύαν ότι είχε φύγει και πως κατά διαστήματα βρισκόταν στην Anambra και στο River State, ενώ όσο διέμενε στο σπίτι του δεν μπορούσαν να τον δουν, καθώς δεν εργαζόταν. Ερωτηθείς αν στις άλλες δύο πολιτείες αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα απάντησε αρνητικά, ενώ σχετικά με τους λόγους που επέλεξε να εγκαταλείψει τη χώρα του, αντί  να μεταβεί σε αυτές τις πολιτείες, επικαλέστηκε τη παράδοση. Τέλος, ερωτηθείς αν συνέβη κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό που τον έκανε να εγκαταλείψει τη χώρα του τον Οκτώβριο του 2021, απάντησε αρνητικά.

 

Περαιτέρω, ερωτηθείς σχετικώς, δήλωσε ότι η σύζυγός του τον ενημέρωσε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στο χωριό τους, καθώς ακόμη τον αναζητούν. Όταν του ζητήθηκε να επεξηγήσει, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει πολλές πληροφορίες, ότι τον Οκτώβριο του 2022 την προσέγγισαν μέλη της σέχτας, ρωτώντας την για τον ίδιο, χωρίς να γνωρίζει λεπτομέρειες. Επίσης, δήλωσε ότι την περίοδο, που  ίδιος βρισκόταν στη Νιγηρία, έγινε απόπειρα απαγωγής των παιδιών του, ενώ ερωτηθείς αν απευθύνθηκε στην αστυνομία, απάντησε αρνητικά, δεδομένου ότι ανέλαβε το σχολείο να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες.

 

Ερωτηθείς σχετικά με την επίμαχη περιουσία, δήλωσε ότι αποτελούνταν από εκτάσεις γης στο χωριό Ibeme και μια κατοικία στο Lagos, ότι οι τίτλοι ιδιοκτησίας είναι στη κατοχή της μητέρας του, ενώ σχετικά με το λόγο που ενώ η μητριά του είχε στη κατοχή της τους τίτλους, ήθελε να τον σκοτώσει, απάντησε ότι όταν απεβίωσε ο πατέρας του εκείνη κράτησε όλους του τίτλους και πως οι τίτλοι δεν περιέχουν το όνομά του. 

 

Περαιτέρω ο Αιτητής δήλωσε ότι το Σεπτέμβριο του 2021, πούλησε κομμάτι της περιουσία για να εξασφαλίσει χρήματα, ώστε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, με αποτέλεσμα μέλη της σέχτας να τον εντοπίσουν και να τον απειλήσουν για να δώσει τα χρήματα στη μητριά του. Ερωτηθείς για τον τρόπο που πούλησε μέρος της περιουσίας, παρά το γεγονός ότι δεν κατείχε τους τίτλους, δήλωσε ότι τον βοήθησε ο θείος του, ενώ σχετικά με τις απειλές, δήλωσε ότι αφού η μητριά του πληροφορήθηκε από τρίτους τι συνέβη, δύο μέλη της σέχτας τον σταμάτησαν στο δρόμο, ενώ ο Αιτητής κατάφερε να διαφύγει τρέχοντας.  Όταν του ζητήθηκε να επεξηγήσει τον τρόπο που διέφυγε, δεδομένου ότι οι διώχτες του οδηγούσαν μοτοσυκλέτα, απάντησε ότι διέμενε κοντά. Τέλος, ανέφερε ότι ο αγοραστής της περιουσίας πέθανε, λίγες μέρες μετά τις απειλές που δέχτηκε ο Αιτητής, θεωρώντας υπαίτια τη μητριά του.

 

Σε σχέση με τη κρατική προστασία, ο Αιτητής δήλωσε ότι ουδέποτε απευθύνθηκε στην αστυνομία, καθώς τον απείλησαν ότι αν το κάνει θα τους σκοτώσουν όλους.

 

Σε σχέση με το μελλοντικό του φόβο, δήλωσε ότι σε περίπτωση επιστροφής του φοβάται ότι θα δολοφονηθεί από τα μέλη της σέχτας. Επίσης ανέφερε ότι κατόπιν πρόσφατης επικοινωνίας που είχε με τη σύζυγό του, πληροφορήθηκε ότι η ετεροθαλής αδερφή του απείλησε τη σύζυγό του.

 

Σχετικά με τη δυνατότητά του να μετεγκατασταθεί σε περίπτωση επιστροφής του στην Abuja, απάντησε αρνητικά, λόγω του υψηλού κόστους ζωής.

 

Στην εισήγηση του ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε συνολικά δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, την περιοχή καταγωγής και τελευταίας διαμονής και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, και ο δεύτερος ισχυρισμός τον κίνδυνο που διατρέχει από τη μητριά του, η οποία ήθελε να ιδιοποιηθεί την περιουσία του πατέρα του.

 

Ο πρώτος εξ' αυτών, ο οποίος αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή έγινε αποδεκτός, καθώς όσα δήλωσε ο Αιτητής διασταυρώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ενώ δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου. 

 

Ο δεύτερος ωστόσο ισχυρισμός του Αιτητή έτυχε απόρριψης, ελλείψει εσωτερικής αξιοπιστίας. Πιο συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει τα προβλήματα που αντιμετώπισε από τη μητριά του, παρά τις ερωτήσεις που του τέθηκαν. Περαιτέρω, οι δηλώσεις του περί του καθεστώτος ιδιοκτησίας της περιουσίας κρίθηκαν ασαφείς, αναφέροντας αρχικά ότι ιδιοκτήτης εμφανίζεται ο πατέρας του και που τους τίτλους ιδιοκτησίας τους έχει στην κατοχή της η μητριά του και στη συνέχεια πως ο ίδιος εκποίησε μέρος της περιουσίας, με τη βοήθεια του θείου του, χωρίς να μπορεί να δώσει εξήγηση για τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποίησε τη πώληση, ενώ δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει ούτε τους λόγους που η μητριά του ήθελε να τον σκοτώσει, παρά το γεγονός ότι κρατούσε τους τίτλους ιδιοκτησίας. Επιπλέον, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του σχετικά με τα μέλη της αίρεσης και τις απειλές που δέχονταν από εκείνους, ήταν ασαφείς καθώς δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς λεπτομέρειες ούτε για την αίρεση, ούτε για τις απειλές, παρά το γεγονός ότι τον προσέγγιζαν επί μία τετραετία. Επίσης, ασαφείς και ανεπαρκείς λεπτομερειών κρίθηκαν και οι δηλώσεις του για το διάστημα μεταξύ 2017 – 2021. Σε σχέση με το περιστατικό της 15ης Απριλίου του 2021, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή στερούνταν λεπτομερειών, καθώς όταν ζητήθηκε να αναφέρει τη συνομιλία της συζύγου μαζί τους, δεν ήταν σε θέση να απαντήσει. Τέλος, αντιφατικές κρίθηκαν οι δηλώσεις του σχετικά με το διάστημα που μεσολάβησε από την τελευταία επαφή που είχε με τα μέλη της αίρεσης τον Απρίλιο του 2021 και της φυγής του τον Οκτώβριο του 2021, καθώς αρχικά δήλωσε ότι δεν συνέβη οτιδήποτε, ενώ στη συνέχεια ότι έλαβε απειλητικά μηνύματα, ενώ η εξηγήσεις που παρείχε, κρίθηκαν ασαφείς.

 

Ο λειτουργός κατέληξε ότι η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή δε στοιχειοθετείται. Περαιτέρω ο αρμόδιος λειτουργός  ανέτρεξε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με τις ενδοοικογενειακές διαφορές, αλλά και τη δράση των αιρέσεων, ωστόσο καταλήγει ότι ένεκα της έλλειψης στοιχειοθέτησης της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή ,ο ισχυρισμός χρήζει απόρριψης.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου, βάσει του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.  

 

Αναφορικά με τον κίνδυνο που δύναται να προκύψει για τον Αιτητή εξαιτίας της γενικής κατάστασης ασφαλείας στην πολιτεία Imo, η οποία ήταν ο τελευταίος τόπος διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του κι όπου αναμένεται να επιστρέφει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, παρατηρήθηκε από τον λειτουργό ότι σύμφωνα με τα στατιστικά δεδομένα του ACLED, ότι το Imo State  δεν εμφανίζει υψηλό αριθμό περιστατικών και κατά συνέπεια δεν προκύπτουν λόγοι που να θεωρείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη, σε περίπτωση επιστροφής του.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, και ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε προσφυγικό καθεστώς υπό την έννοια του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο  φόβο δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο, αφού οι συνδεόμενοι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν στο σύνολό τους. Ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο εκχώρησης προσφυγικού καθεστώτος στο πρόσωπό του απορρίφθηκε.

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε, ότι δεν προκύπτουν λόγοι εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, για να πιθανολογηθεί ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια των Άρθρων 19 (2) (α) και (β), καθώς δεν έγινε δεκτός οποιοσδήποτε ισχυρισμός που θα δικαιολογούσε την υπαγωγή του στα ανωτέρω άρθρα.

Αναφορικά δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στο Άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο  αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, με βάση τον αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι την πολιτεία Imo. Επί τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω αδιάκριτης βίας. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν  μπόρεσε να θεμελιώσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια του Άρθρου 19 (2) (γ) και συνεπώς το αίτημά του απορρίφθηκε και ως προς την πιθανότητα υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

Καταρχάς κρίνω ότι, ορθά ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διαπίστωσε και κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση, η οποία υιοθετήθηκε από τoν εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συγκεκριμένα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, αφού  δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου και προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ο λειτουργός προέβη σε σχετική έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης η οποία επιβεβαίωσε τα όσα σχετικά ανέφερε ο Αιτητής.

Σε σχέση με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του λόγω φόβου για τη ζωή του εξαιτίας των περιουσιακών διαφορών με τη μητριά του, θα συμφωνήσω με τους Καθ’ ων, ότι οι δηλώσεις του Αιτητή χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους από ασάφεια, γενικότητα, ανεπάρκεια λεπτομέρειών, ασυνέπεια και αντιφάσεις. Πιο συγκεκριμένα και σε σχέση με τις επιθέσεις που δέχτηκε ο Αιτητής, παρατηρείται ότι δηλώσεις του υπήρξαν παντελώς γενικές, καθώς παρά τις ερωτήσεις που του τέθηκαν δεν ήταν σε θέση να παράσχει πληροφορίες για τα πρόσωπα των επιθέσεων, το συσχετισμό τους με την οργάνωση που επικαλείται και τις μεταξύ τους συνομιλίες, τόσο του ίδιου, όσο και της συζύγου του, ενώ εξέλειπε και η περιγραφικότητα των περιστατικών, κάτι που εύλογα θα αναμένονταν από τον Αιτητή, ο οποίος αρκέστηκες σε γενικόλογες δηλώσεις και εικασίες. Εξίσου, και οι δηλώσεις του περί απειλών, όπου ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει ούτε το περιεχόμενο τους, αλλά ούτε πλαίσιο κατά το οποίο συντελούνταν. Περαιτέρω, και σε σχέση με τη πώληση μέρους της περιουσίας, οι δηλώσεις του υπήρξαν αντιφατικές, δεδομένου πως κατά δήλωσή του οι τίτλοι βρίσκονται στην κατοχή της μητριά τους, ενώ οι εξηγήσεις που παρείχε ότι τον βοήθησε ο θείος του, κρίνονται ανεπαρκείς. Περαιτέρω μη εύλογες εμφανίζονται οι δηλώσεις του, τόσο περί αδυναμίας της σέχτας να τον εντοπίσει το διάστημα που διέμενε στην οικεία, λαμβάνοντας υπόψη και την ευκολία με την οποία φέρεται να τον εντόπιζε εκτός της οικείας του, όπως μη εύλογες παρουσιάζονται και οι εξηγήσεις του Αιτητή, ότι θεωρούσαν ότι είχε εγκαταλείψει τη περιοχή, λόγω της συζύγου του. Μη εύλογη, κρίνεται και η διαφυγή του Αιτητή στην τελευταία επίθεση που δέχτηκε, ισχυριζόμενος ότι ως πεζός κατάφερε να διαφύγει της μηχανής, ιδίως δε η αιτιολόγηση ότι τα κατάφερε καθώς ήταν κοντά στην οικεία του. Περαιτέρω, και σε σχέση με τη θρησκευτική σέχτα ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες, πλην κάποιων γενικών χαρακτηριστικών, ενώ οι δηλώσεις του περί συσχετισμού της σέχτα με τη μητριά του παρουσιάστηκαν κατά τρόπο αόριστο. Ακόμα και σε σχέση με τη δολοφονία του αγοραστή της περιουσίας ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει κάποια πληροφορία, ενώ και ο συσχετισμός του με την υπόθεσή του βασίζονταν σε εικασία του ίδιου. Τέλος, και σε σχέση με τη σύζυγό του και τα τέκνα του, παρομοίως οι δηλώσεις του ήταν ασαφείς και αόριστες, μη δυνάμενος να δώσει πληροφορίες για τις επαφές της συζύγου του με τα μέλη της σέχτας και τις απειλές που δέχτηκε από εκείνους, χωρίς να μπορεί να δώσει ούτε το χρονικό πλαίσιο των απειλών, ούτε το περιεχόμενό τους, ενώ σε σχέση με την απόπειρα απαγωγής των τέκνων του, δεν παρείχε κάποια σαφή πληροφορία, αδυνατώντας να προσδιορίσει χρονικά το περιστατικό και το συσχετισμό με την υπόθεσή του.

Βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή  και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Imo, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

Στην τελευταία έκδοση καθοδηγητικής έκθεσης (Country Guidance) για τη Νιγηρία διαπιστώνεται ότι στην πολιτεία Imo , ως έχει κατηγοριοποιηθεί, δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά από περιστατικά που συνιστούν απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.[1]

Προκειμένου να ολοκληρωθεί η εικόνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 5/04/2023 έως 5/04/2024, καταγράφηκαν στην πολιτεία Imo  95 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια 166 ανθρώπινων ζωών. Αναλυτικότερα, έχουν καταγραφεί, 34 περιστατικά μαχών (με 71 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 54 περιστατικά βίας κατά των αμάχων πολιτών (με 95 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 3 εκρήξεις/βία ασκηθείσα εξ αποστάσεως (με καμία απώλεια ανθρώπινης ζωής), και 4 εξεγέρσεις (με καμία απώλεια ανθρώπινης ζωής).[2] Δεδομένου δε ότι ο πληθυσμός της  πολιτείας Imo ανέρχεται στα 5.459.300 σύμφωνα με την τελευταία επίσημη καταμέτρηση του 2022[3], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην περιοχή συνήθους διαμονής του στην πολιτεία Imo της Νιγηρίας, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας νεαρής ηλικίας, υγιής, ο οποίος έχει λάβει τη βασική εκπαίδευση στη χώρα του και ικανός προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στη Νιγηρία ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

Τέλος, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, καθόρισε με την Κ.Δ.Π. 166/2023 ημερ. 26/05/2023 τη χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία) ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

                                           

 

 

 

Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1]  European Union Agency for Asylum (EUAA), Country Guidance: Nigeria, p. 126 - 127, October 2021, https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-nigeria-october-2021 (assessed on 10/04/2024)

[2] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), Εφαρμοζόμενες παράμετροι: Western Africa: Nigeria: Imo State, 22/03/2023 - 22/03/2024, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (assessed on 10/04/2024)

[3] City Population, Africa: Nigeria: Imo State, https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA017__imo/  (assessed on 10/04/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο