ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αριθ.: 2400/23

16 Απριλίου 2024

 

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ. Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με τα άρθρα (α) 146, 13,14,28,30 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

C.I. από Νιγηρία

Αιτητής

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών και Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

Άννα Αριστείδου (κα), Δικηγόρος του Αιτητή

Ειρήνη Προκοπίου (κα) για Δέσποινα Κυπριανίδου (κα) , Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ' ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα Προσφυγή ο Αιτητής προσβάλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 30/06/2023 η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 07/07/2023, με την οποία τον πληροφορούν ότι το αίτημα του για διεθνή προστασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου απορρίπτεται καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο και ότι ο Αιτητής δεν απέδειξε οποιονδήποτε λόγο για να του παραχωρηθεί το καθεστώς πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο Αιτητής στις 13/05/2022 υπέβαλε αίτηση για παροχή Διεθνούς Προστασίας, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση περιοχές της Δημοκρατίας μέσω των κατεχόμενων από την Τουρκία και μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών της και στις 16/05/2022 παρέλαβε βεβαίωση υποβολής αίτησης. Στις 23/06/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο Λειτουργό του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για το Άσυλο (EUAA), ο οποίος ετοίμασε έκθεση- εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στις 30/06/2023. Αυθημερόν ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την πιο πάνω έκθεση- εισήγηση κι αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή. Στις 07/07/2023 ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου προς τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη της αίτησης του και αιτιολόγηση της απόφασης. Η εν λόγω επιστολή επιδόθηκε στον Αιτητή αυθημερόν. Ο  Αιτητής στις 26/07/2023 καταχώρισε την παρούσα προσφυγή στο  Δικαστήριο.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής, μέσω της συνηγόρου του, προβάλλει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με την Γραπτή Αγόρευση.

Κατά την γραπτή αγόρευση, επαναλαμβάνει όσα αναφέρει και στην αίτησή του χωρίς να δίνει περαιτέρω λεπτομέρειες, παραθέτοντας αποσπάσματα από σχετικούς νόμους και νομολογία που, όπως ορθώς παρατηρείται στην γραπτή αγόρευση των Καθ’ ων, δεν συσχετίζονται ειδικώς με τα γεγονότα της προσφυγής και/ή με τα δεδομένα του εν λόγω Αιτητή.

Οι Καθ΄ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου είναι ορθή, νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη, λήφθηκε, δε, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Διεθνές Δίκαιο και τους Νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Πρόσθετων Πρωτοκόλλων αυτής, και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας των Καθ' ων η Αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.

Κατά τις διευκρινήσεις της 12/12/2023 η συνήγορος του Αιτητή υιοθέτησε το περιεχόμενο της αίτησής  και της γραπτής της αγόρευσης και η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση το περιεχόμενο της Ένστασής και της Γραπτής της αγόρευσης.  

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχήν, θα πρέπει να τονιστεί ότι  τα νομικά σημεία στην αίτηση του Αιτητή είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

"Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Όπως αναφέρεται ρητά στο σχετικό Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου,

"7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογιών συγχρόνως ταύτα πλήρως.  Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσίν προς τον κανονισμόν τούτον."

Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης ενός συνταγματικού άρθρου, συγκεκριμένων νόμων και γενικών διοικητικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή.».

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636:

«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία.»

Σχετική είναι και  η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4.

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Όσον αφορά δε τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούνται με την γραπτή αγόρευση του Αιτητή, παρατηρώ ότι και αυτοί, όπως αναφέρεται και ανωτέρω, εγείρονται με γενικότητα και αοριστία, δεδομένου ότι ελλείπει η οποιαδήποτε υπαγωγή στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, καθώς και η οποιαδήποτε επί της ουσίας τεκμηρίωση και διασαφήνιση του θεμελίου επί του οποίου οι εν λόγω ισχυρισμοί στηρίζονται. Κατ' επέκταση, ενόψει των ανωτέρω, οι νομικοί ισχυρισμοί που προβάλλονται με την αίτηση και την γραπτή αγόρευση του Αιτητή δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο λόγω της γενικότητας και της αοριστίας με την οποία προωθούνται και ως εκ τούτου απορρίπτονται στο σύνολό τους.

Το Δικαστήριο, στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

Περαιτέρω  όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Κηαi ν. Τhe Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια των συνεντεύξεων του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου  και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα και ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία. Μετά το τέλος των συνεντεύξεων, ο Αιτητής, ο διερμηνέας και ο αρμόδιος λειτουργός υπέγραψαν κάθε σελίδα των συνεντεύξεων. Και στο τέλος των εντύπων των συνεντεύξεων ο Αιτητής πιστοποίησε με την υπογραφή του ότι το περιεχόμενο αυτών μεταφράστηκε ορθά.

Ειδικότερα, ο Αιτητής είναι ενήλικος υπήκοος Νιγηρίας, με ημερομηνία γέννησης 27/02/2002 στην Πολιτεία Delta της Νιγηρίας, ειδικότερα την πόλη Abavo της Τοπικής Διοικητικής Περιοχής Ika South της Πολιτείας Delta της Νιγηρίας, όπου και διαβιούσε μόνιμα μέχρι που εγκατέλειψε την χώρα του, είναι χριστιανός, διαζευγμένος και έχει ως μητρική γλώσσα τα αγγλικά.  Υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 13/05/2022. Κατά την υποβολή της αίτησης του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας ισχυρίστηκε ότι βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία γιατί η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο. Ειδικότερα ότι ο πατέρας του νυμφεύθηκε δυο συζύγους, τη μητέρα του, ως δεύτερη σύζυγο και μια ακόμη γυναίκα, τη μητριά του, όπως την αποκαλεί, την οποία ο πατέρας του χώρισε γιατί δεν απέκτησε μαζί της παιδί. Η μητριά του αποφάσισε να τον δολοφονήσει και γι’ αυτό κατέφυγε στην Κυπριακή Δημοκρατία.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του την 23/06/2022 ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως ο πατέρας του νυμφεύθηκε τη μητριά του πριν τη μητέρα του κι ότι η μητριά του, επειδή δεν απέκτησε τέκνα με τον πατέρα του, ζήλευε την μητέρα του επειδή γέννησε τον Αιτητή. Για τον λόγο αυτό, όπως ισχυρίστηκε, χρησιμοποιώντας μαύρη μαγεία το 2020 δολοφόνησε τον πατέρα του κι επιχείρησε να δολοφονήσει πνευματικώς και τον ίδιο τον Αιτητή το 2021.

Στην εισήγηση του ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε συνολικά δύο ισχυρισμούς. Ο πρώτος εξ' αυτών, ο οποίος αφορά την ταυτότητα και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, έγινε δεκτός. Ο δεύτερος, ο οποίος αφορά τον ισχυρισμό του ότι η αποκαλούμενη μητριά του επιχείρησε να δολοφονήσει τον ίδιο το 2021 πνευματικώς και δολοφόνησε τον πατέρα του με μαύρη μαγεία το 2020, δεν έγινε αποδεκτός. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι οι περιγραφές του Αιτητή κρίθηκαν ότι είχαν έλλειψη εξειδίκευσης και λεπτομερειών. Ο Αιτητής, όταν του ζητήθηκε να περιγράψει  τη σχέση της μητριάς του και του πατέρα του μετά το διαζύγιό τους, απάντησε δίχως να παραθέσει περαιτέρω λεπτομέρειες ή να εξειδικεύσει ότι δεν είχαν καμία απολύτως σχέση μεταξύ τους. Επίσης, ενώ ο Αιτητής δήλωσε αρχικώς ότι ο πατέρας του είχε ένα ατύχημα επιστρέφοντας από τη φάρμα του, όταν του ζητήθηκε να αποσαφηνίσει τον ισχυρισμό του ότι η μητριά του δολοφόνησε τον πατέρα του, απάντησε ότι τον δολοφόνησε χρησιμοποιώντας μαύρη μαγεία. Παρότι ο αρμόδιος λειτουργός κάλεσε τον Αιτητή επανειλημμένως κατά τη διάρκεια της συνέντευξης να περιγράψει το μοιραίο περιστατικό, ο Αιτητής επαναλάμβανε απλώς ότι συνέβη όταν ο πατέρας του επέστρεφε από την εργασία του κι ότι ήταν πολύ επικίνδυνο, δίχως να μπορεί να προσθέσει λεπτομέρειες σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά της φερόμενης επίθεσης.

Επίσης σε σχέση με τον ισχυρισμό ότι η αποκαλούμενη μητριά του επιχείρησε να τον δολοφονήσει, κρίθηκε πως ο Αιτητής ανέφερε ασυνάρτητα και δίχως εξειδίκευση ότι η μητριά του εμφανίστηκε σε όνειρο και του επιτέθηκε πνευματικώς, χωρίς να παραθέσει οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια για να τεκμηριώσει τη φερόμενη πνευματική επίθεση. Συνεπώς, κρίθηκε πως δεν παρείχε συνεκτικές και εξειδικευμένες πληροφορίες για την φερόμενη επίθεση της μητριάς στον πατέρα του και στον ίδιο.

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία, ο λειτουργός διαπίστωσε ότι η μαύρη μαγεία υφίσταται ως πρακτική στην χώρα καταγωγής του Αιτητή.

 

Συνεκτιμώντας την αξιολόγηση τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή περί απόπειρας δολοφονίας του ιδίου και δολοφονίας του πατέρα του, επειδή ο Αιτητής δεν έδωσε επαρκείς και συνεκτικές πληροφορίες για να στηρίξει τον φόβο δίωξης του, ο ανωτέρω ισχυρισμός του δεν έγινε αποδεκτός.

 

Εν συνεχεία, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε αξιολόγηση του κινδύνου.

Κατά τη διεξαγωγή της νομικής ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός του EUAA έκρινε ότι, σύμφωνα με τις σχετικές δηλώσεις του Αιτητή, το προσωπικό του προφίλ, καθώς και την εκτίμηση κινδύνου, δεν διαπιστώθηκε οποιοσδήποτε φόβος δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 1Α(2) της Συνθήκης της Γενεύης του 1951 για το καθεστώς των Προσφύγων και το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Βάσει της εν λόγω κατάληξης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν εμπίπτει στο καθεστώς του πρόσφυγα.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.  Ειδικότερα έλαβε υπόψη ότι πρόκειται για νεαρό άντρα (ημ. γέννησης 27/02/2002), ενήλικο, υγιή, ανεξάρτητο, μορφωμένο και πριν την αναχώρηση του από την χώρα καταγωγής του ζούσε και έχει σπουδάσει χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Επίσης δεν αντιμετωπίζει οποιαδήποτε μορφή ευαλωτότητας.

 

Αναφορικά με τον κίνδυνο που δύναται να προκύψει για τον Αιτητή εξαιτίας της γενικής κατάστασης ασφαλείας στην Πολιτεία Delta, η οποία ήταν ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του κι όπου αναμένεται να επιστρέφει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, παρατηρήθηκε από τον λειτουργό ότι σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, γενικά για το μέσο πολίτη στην Πολιτεία Delta της Νιγηρίας, δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος βλάβης που να εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 15c του Qualification Directive.

 

Ο λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφάλειας στην Πολιτεία Delta, διαπίστωσε ότι δεν παρατηρούνται περιστατικά ασφάλειας κι ο βαθμός άσκησης αδιάκριτης βίας δεν φθάνει σε τόσο ψηλό επίπεδο έτσι ώστε να γίνει αποδεκτό ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι ο Αιτητής να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητάς του, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της εν λόγω περιοχής.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, και ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε προσφυγικό καθεστώς υπό την έννοια του Άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο  φόβο δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο, αφού οι συνδεόμενοι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν στο σύνολό τους. Ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο εκχώρησης προσφυγικού καθεστώτος στο πρόσωπό του απορρίφθηκε. Περαιτέρω καμία αναφορά δεν έκανε σχετικά με τις αρχές της χώρας του ήτοι ότι διατρέχει οποιοδήποτε κίνδυνο προερχόμενο από αυτές. 

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε, αρχικά, ότι βάσει του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε δεκτός, ήτοι η ταυτότητα και η καταγωγή του, δεν προκύπτουν λόγοι εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, πιθανολογείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια των Άρθρων 19 (2) (α) και (β), καθώς δεν έγινε δεκτός οποιοσδήποτε ισχυρισμός που θα δικαιολογούσε την υπαγωγή του στα ανωτέρω άρθρα.

Αναφορικά δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στο Άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο  αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, με βάση τον αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι την Πολιτεία Delta της Νιγηρίας. Επί τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω αδιάκριτης βίας. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν  μπόρεσε να θεμελιώσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια του Άρθρου 19 (2) (γ) και συνεπώς το αίτημά του απορρίφθηκε και ως προς την πιθανότητα υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

Καταρχάς κρίνω ότι, ορθά ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διαπίστωσε και κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση, η οποία υιοθετήθηκε από τoν εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συγκεκριμένα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, αφού  δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου και προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ο Αιτητής προσκόμισε επίσημο ταυτοποιητικό έγγραφο από τη χώρα καταγωγής του (διαβατήριο).

Σε σχέση με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του επειδή φοβόταν ότι θα δολοφονηθεί πνευματικώς από τη μητριά του κι ότι ο πατέρας του δολοφονήθηκε με μαύρη μαγεία, ορθά  κρίθηκε πως ο Αιτητής υπέπεσε σε ασάφειες, αοριστίες και έλλειψη επαρκών πληροφοριών, σε σχέση με την φερόμενη δίωξη του για τους λόγους που αναλύθηκαν εκτενώς στην προσβαλλόμενη. Επιπρόσθετα, προς υποστήριξη των επιχειρημάτων της διοίκησης, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει κατά τρόπο πλήρη και συνεκτικό τόσο την φερόμενη επίθεση κατά του ιδίου όσο κι αυτή στον πατέρα του, αναλισκόμενος σε γενικόλογες επαναλήψεις των ίδιων των γεγονότων. Σε κανένα σημείο της συνέντευξής του δεν μπόρεσε να παραθέσει την παραμικρή λεπτομέρεια για τις φερόμενες επιθέσεις.

Επίσης, είναι σε γνώση του Δικαστηρίου ότι υπάρχουν χώρες και κουλτούρες, όπου η πίστη στην μαγεία είναι δυνατή και εδραιωμένη στον πληθυσμό. Ωστόσο ο υποκειμενικός φόβος της μαγείας χωρίς ταυτόχρονη απόδειξη εύλογης απειλής πρόκλησης βλάβης, δεν δημιουργεί αντικειμενική βάση στο φόβο αυτό και δεν εμπίπτει στο πλαίσιο υποχρεώσεων προστασίας που γεννά η Σύμβαση της Γενεύης του 1951.

 Βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή  και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.  Staats-secretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Πολιτεία Delta, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

O χάρτης του ACLED (dashboard) σημειώνει 106 περιστατικά ασφαλείας ότι έλαβαν χώρα στην πολιτεία Delta την χρονική περίοδο 05/04/2023-05/04/2024 .[1] τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο 115 ανθρώπων. Αναλυτικότερα, έχουν καταγραφεί, 49 περιστατικά βίας κατά πολιτών με 23 απώλειες ανθρώπινων ζωών, 0 εκρήξεις/περιστατικά απομακρυσμένης βίας με καμία απώλεια, 17 εξεγέρσεις/ταραχές (riots) με 14 απώλειες ανθρώπινων ζωών, 52 διαμαρτυρίες (protests) με 2 απώλειες ανθρώπινων ζωών και 40 μάχες (battles) με 78 απώλειες ανθρώπινων ζωών.[2] Δεδομένου δε ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Delta ανέρχεται στα 5,636,100 (2022)[3], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή (115 ανθρώπινες απώλειες) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην περιοχή συνήθους διαμονής του στην Πολιτεία Delta της Νιγηρίας, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας νεαρής ηλικίας, υγιής, επαρκούς μορφωτικού επιπέδου, με  υποστηρικτικό δίκτυο στον τόπο γέννησης και συνήθους διαμονής του και ικανός προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στη Νιγηρία ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν.

Τέλος, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, καθόρισε με την Κ.Δ.Π. 166/2023 τη χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία) ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

Υπό το φως των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται  με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

 

 

 

                     Βούλα Κουρουζίδου – Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2024, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ - 05/04/2023-05/04/2024 ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ - Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ - West Africa – NIgeria – Delta)

[2] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, 2024, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ - 01/03/2023 – 01/03/2024 ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ - Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ - West Africa – NIgeria – Imo) [ημερ. πρόσβασης 05/03/2024]

https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[3] https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο