ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

 Υπόθεση Αρ. 2448/2023

 

18 Απριλίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 

M.S.E.M.

 

   Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

 

               Καθ’ ων η αίτηση

 

                                      …………………………..........

 

Μιχάλης Μαυρονικόλας, για Αλ Ταχέρ, Μπενέτη και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόρος για τoν αιτητή

 

Ανδρέας Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 01/06/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση  καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:  Ο αιτητής είναι υπήκοος της Αιγύπτου και στις 18/06/2019 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας αφού εισήλθε νόμιμα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή  Δημοκρατία περιοχές. Την ίδια ημέρα, ο αιτητής παρέλαβε τη Βεβαίωση Υποβολής αίτησης Διεθνούς Προστασίας (Confirmation of Submission of an Application for International Protection).

 

Στις 8/10/2020 και στις 9/2/2021 , οι Καθ’ ων η Αίτηση απέστειλαν επιστολή στον αιτητή (στη διεύθυνση την οποία δήλωσε ο τελευταίος ενώπιον των αρχών), με την οποία τον ενημέρωναν για την ημερομηνία και την ώρα διενέργειας της προσωπικής του συνέντευξης.  Παρά τα ως άνω διαβήματα και/ή ενέργειες, ο αιτητής δεν παρέστη στην προσωπική του συνέντευξη.  Σημειώνεται πως το αρμόδιο όργανο προσπάθησε να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με τον αιτητή (ερυθρά 19 και 27 του διοικητικού φακέλου) αλλά επίσης δεν κατέστη δυνατό.  Στις 3/6/2021, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε το κλείσιμο του φακέλου του αιτητή και τη διακοπή εξέτασης της αίτησης του, δυνάμει του άρθρου 16Β (2) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.  Στις 3/6/2021, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για κλείσιμο του φακέλου του αιτητή και διακοπή της διαδικασίας.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 5/6/2021 η οποία ταχυδρομήθηκε στον αιτητή στις 11/6/2021, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενημέρωσε τον αιτητή για το κλείσιμο του φακέλου του και τη διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης του δυνάμει του άρθρου 16Β (1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, καθώς θεωρήθηκε πως ο αιτητής, σιωπηρά, απέσυρε την αίτησή του ή/και υπαναχώρησε από αυτήν. 

 

Στις 23/8/2022, ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος Διεθνούς Προστασίας, η οποία κρίθηκε παραδεκτή από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου.  Στις 31/5/2023, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή.  Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου αναφορικά με την μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή.  Την 1/6/2023, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση – Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.  Στις 30/6/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση η οποία  παραλήφθηκε δια χειρός από τον αιτητή αυθημερόν.  Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής  απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ο συνήγορος του αιτητή κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 13/02/2024, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, απέσυρε όλους τους νομικούς ισχυρισμούς που προωθούσε μέσω της Γραπτής του Αγόρευσης και δήλωσε πως προωθεί το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Κατά συνέπεια οι νομικοί ισχυρισμοί που αποσύρθηκαν, απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο κατά την ίδια δικάσιμο.

 

Προχωρώ να εξετάσω τον μοναδικό ισχυρισμό που προωθεί ο αιτητής περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την  ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας. 

 

Ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του γιατί αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα.  Αφού έκλεισε ο φάκελος του και διακόπηκε η διαδικασία εξέτασης του αιτήματος του επειδή ο αιτητής δεν παρουσιάστηκε στη καθορισμένη για το αίτημά του συνέντευξη, υπέβαλε μεταγενέστερο αίτημα.  Στα πλαίσια του μεταγενέστερου αιτήματος ο αιτητής δήλωσε πως επιθυμεί να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης του και να εργαστεί στην Κυπριακή Δημοκρατία επειδή όπως ισχυρίστηκε στη χώρα του δεν δύναται να εξεύρει εργασία.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να εξετάσει κατ’ ουσίαν το αίτημα του αιτητή εφόσον το αίτημα του δεν είχε εξεταστεί προηγουμένως.  Κατά συνέπεια προγραμματίστηκε συνέντευξη του αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο αιτητής δήλωσε πως βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία για να εργαστεί και να υποστηρίξει οικονομικά την οικογένεια του.  Επεσήμανε πως αυτός είναι και ο μοναδικός λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα του εφόσον τα εισοδήματα στην Αίγυπτο είναι χαμηλά σε σχέση με το κόστος διαβίωσης που όπως ισχυρίστηκε είναι αρκετά υψηλό.  Πρόσθετα, δήλωσε ότι ουδέποτε έχει παρενοχληθεί και/ή τεθεί υπό κράτηση στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο δίωξης και δήλωσε πως οι αρχές τη χώρας του θα του επέτρεπαν την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, αλλά εξέφρασε την ανησυχία ότι θα αντιμετωπίσει προβλήματα οικονομικής φύσεως.

 

Στη βάση των ανωτέρω προβαλλόμενων  ισχυρισμών, o αρμόδιoς λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην Έκθεση-Εισήγησή του κατέγραψε πως  οι λόγοι που ώθησαν τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του είναι οικονομικής φύσεως και επομένως, δεν δύνανται να αποτελέσουν λόγο παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης/Εισήγησης ενέκρινε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν έχει επικαλεσθεί  στη συνέντευξή του κανέναν απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις υπαγωγής ατόμου σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, αντιθέτως, το μόνο πρόβλημα που επικαλέστηκε, είναι τα οικονομικής φύσεως  προβλήματα που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και η πρόθεση του να εργαστεί, στοιχεία που δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα, έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Ούτε όμως θα μπορούσαν να του χορηγήσουν καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας όπως η έννοια αυτή καθορίζεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες: «62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Στην πιο πάνω παράγραφο, το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες προβαίνει σε ένα σαφή διαχωρισμό της έννοιας του οικονομικού μετανάστη από αυτήν του πρόσφυγα.   Όπως έχει κατ’ επανάληψην νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του ορισμού του πρόσφυγα (Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16/7/2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10/2/2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, υπόθεση αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21/12/2011).

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (Βλ. σχ. παρ.37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του.  Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές. Οι οικονομικοί λόγοι που επικαλείται ο αιτητής ως λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και να αιτηθεί διεθνούς προστασίας, δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του Ν. 6 (Ι)/2000, ενώ δεν επικαλέστηκε εναντίον του δίωξη από οποιονδήποτε φορέα που τον εμποδίζει να διαμείνει και να εργαστεί στη χώρα καταγωγής του.

 

Πρόσθετα, ορθά κρίθηκε από το δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής

ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του  δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την ΚΔΠ 166/2023, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική  μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, δεν είχαν υποχρέωση να διεξάγουν  οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα, αλλά προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας του αρμόδιου οργάνου.

 

Ως εκ τούτου, ο σχετικός προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αποφασίζοντος οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς  οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο