ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.249/22

 

30 Απριλίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α. Α. F.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Ελ. Χαραλάμπους για Λάζου – Μασούρα – Χαραλάμπους ΔΕΠΕ, Δικηγόροι αιτητή

Κα Ι. Στυλιανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.17/12/21, η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν, δια της οποίας απορρίφθηκε το αίτημα του για αναγνώριση του ως πρόσφυγα ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος και απόφαση δια της οποίας να αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας (Αιτητικά Α και Β).

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, o αιτητης κατάγεται από τη Σομαλία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 10/04/21 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 23/05/21 (ερ.9-11, 38).

Στις 17/11/21 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του στην παρουσία διερμηνέα στη μητρική του γλώσσα (ερ.26-38). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 13/12/21 του αποδόθηκε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (ερ.92-107).

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία επιδόθηκε διά χειρός στις 17/12/21, μαζί με την αιτιολογία αυτής και του μεταφράστηκε σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν (ερ.110-111).

Επί της αιτήσεως ασύλου ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω «ρατσισμού και ανασφάλειας».

Κατά  τη συνέντευξη που διενεργήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στο χωριό Harfo στην περιοχή Galkayo της Σομαλίας όπου και διέμεινε μέχρι το 2000 ενώ στη συνέχεια μετοίκησε με την οικογένειά του, στην πόλη Galkayo, πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας. Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής το 2017 και εγκαταστάθηκε στο Μπαγκλαντές, όπου διέμεινε 4 χρόνια εργαζόμενος ως υπάλληλος καθαρισμών και στη συνέχεια μετέβη στην Τουρκία όπου και διέμεινε 6 μήνες πριν εισέλθει παράτυπα στα εδάφη της Δημοκρατίας (μέσω κατεχομένων) τον Απρίλιο 2021. Είναι άγαμος και άτεκνος ο πατέρας του απεβίωσε το 2005 λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε ενώ η μητέρα του και η 27χρονη αδερφή του διαμένουν στην πόλη Galkayo μαζί με τον πατριό του, αφού η μητέρα του παντρεύτηκε εκ νέου μετά το θάνατο του πατέρα του. Είναι Μουσουλμάνος και ανήκει στην εθνοτική ομάδα Arab Salan, η οποία ανήκει στην ευρύτερη εθνοτική ομάδα Meheri Ismail. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ανέφερε πως, λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε η μητέρα του, εγκατέλειψε το σχολείο το 2015 μετά από 12 χρόνια φοίτησης και δεν έχει εργαστεί στη Σομαλία όμως εργάστηκε περιστασιακά ως υπάλληλος καθαρισμών στο Μπαγκλαντές.

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο πατριός του, που ήταν αλκοολικός και ήδη κακομεταχειριζόταν τον ίδιο, τη μητέρα και την αδερφή του, έμαθε το 2011 ότι ο αιτητής είναι ομοφυλόφιλος με αποτέλεσμα να τον χτυπήσει, να τον τραυματίσει και στη συνέχεια να ενημερώσει γι’ αυτό τα μέλη της τοπικής κοινωνίας, που με τη σειρά τους επιτέθηκαν στον αιτητή και προσπάθησαν να τον σκοτώσουν. Ο αιτητής προσέθεσε πως η μητέρα του ήδη γνώριζε και αποδεχόταν τον σεξουαλικό του προσδιορισμό και ως εκ τούτου ήταν το πρόσωπο που τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής και να μεταβεί στο Μπαγκλαντές το 2017. Σε σχέση με το πως έμαθε ο πατριός του τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, δήλωσε ότι ο πατριός τον εντόπισε να επιδίδεται σε σεξουαλικές περιπτύξεις με τον φίλο του εντός της οικίας του, στην απουσία των υπολοίπων μελών της οικογένειας. Τότε ο πατριός  του ειδοποίησε τους γείτονες, οι οποίοι θέλησαν να σκοτώσουν δια λιθοβολισμού αυτόν και τον φίλο του.

Ερωτηθείς να προσδιορίσει τους λόγους για του οποίους υπέμενε την κακοποιητική συμπεριφορά του πατριού του από το 2011 μέχρι το 2017, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν είχε κάπου αλλού να πάει ενώ ερωτηθείς να περιγράψει πως κατάφερε να επιβιώσει όλο αυτό το διάστημα απάντησε ότι ο πατριός του τον χτυπούσε συνήθως με ένα πλαστικό μπαστούνι ενώ προσπάθησε και να τον πυροβολήσει.

Σε σχέση με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, στα πλαίσια του μοντέλου αξιολόγησης DSSH, ο αιτητής δήλωσε ότι δεν έλκεται από γυναίκες αλλά από άνδρες καθώς αυτό τον καθιστά χαρούμενο. Αντιλήφθηκε τη διαφορετικότητά του σε ηλικία επτά ετών καθώς τον ενδιέφερε να έρθει σε ερωτική επαφή με άνδρες ενώ του άρεσε να ασχολείται με τα οικιακά, να ντύνεται με τα ρούχα της αδερφής του και να χορεύει όπως τα κορίτσια. Δεν έχει συνευρεθεί ποτέ του ερωτικά με γυναίκα ενώ, όταν βρισκόταν στη χώρα καταγωγής, διατηρούσε σχέση με ένα γείτονά του. Σε σχέση με τον τρόπο που έρχονται σε επαφή μεταξύ τους τα ομοφυλόφιλα άτομα στη χώρα καταγωγής δήλωσε ότι γνωρίζονται μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ενώ σε σχέση με τον ίδιο ανέφερε ότι στο Facebook δεν χρησιμοποιεί το πραγματικό του όνομα καθώς η κοινωνία, λόγω θρησκευτικών επιβολών,  μισούν τους ομοφυλόφιλους και ως εκ τούτου ήταν αναγκασμένος να διατηρεί τον σεξουαλικό του προσανατολισμό κρυφό.

Σε σχέση με τον τρόπο που εκφράζει τον σεξουαλικό του προσανατολισμό στην Κύπρο ο αιτητής δήλωσε ότι δεν τον ενδιαφέρει να βρει κάποιο σύντροφο καθώς επικαλέστηκε οικογενειακά προβλήματα και άγχος αν και προσέθεσε ότι μιλά με κάποια ομοφυλόφιλα άτομα μέσω της εφαρμογής Grindr πλην όμως δεν έχει συναντήσει κάποιο εξ αυτών. Σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι δεν γνωρίζει κάποια LGBTI κοινότητα στη χώρα καταγωγής και ούτε την ύπαρξη καταστημάτων διασκέδασης που απευθύνονται σε άτομα ΛΟΑΤΚΙ, κατονομάζοντας ωστόσο κάποιες διαδικτυακές σελίδες και εφαρμογές.

Αναφορικά με το στίγμα και τη ντροπή, ο αιτητής δήλωσε ότι πλην της οικογένειάς του, τα άτομα που γνώριζαν τον σεξουαλικό του προσανατολισμό ήταν η σχέση του και ένας ακόμα συμμαθητής του. Σε σχέση με τον τρόπο που αντέδρασαν τα μέλη της τοπικής κοινωνίας όταν αποκαλύφθηκε ο σεξουαλικός του προσανατολισμός, ο αιτητής δήλωσε ότι του δημιούργησαν πρόβλημα καθώς του πετούσαν αντικείμενα και τον απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν.

Τέλος, ερωτηθείς αναφορικά με τυχόν βλάβη που υπέστη συνεπεία του ισχυριζόμενου σεξουαλικού προσανατολισμού του, ο αιτητής δήλωσε ότι στον τόπο διαμονής άγνωστοι σκότωσαν τον πρώην σύντροφό του ενώ και ο ίδιος δέχθηκε επιθέσεις. Ανέφερε πως, σύμφωνα με εξ ακοής μαρτυρίες, στην περιοχή Galkayo έχουν δολοφονηθεί μέλη της LGBTI κοινότητας χωρίς ωστόσο οι αρχές να ασχολούνται με αυτές. Ολοκληρώνοντας, ο αιτητής ανέφερε ότι υπέστη κατ’ επανάληψη κακοποιητική συμπεριφορά από τον πατριό του καθώς και των μελών της τοπικής κοινωνίας. Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής, ο αιτητής δήλωσε ότι θα τον σκοτώσουν ο πατριός του και τα μέλη της γειτονιάς του λόγω του ότι γνωστοποιήθηκε ο σεξουαλικός προσανατολισμός του ενώ προσέθεσε ότι θα αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα λόγω της οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη, κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους 2 ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή

2.    Φόβος δίωξης του αιτητή από τον πατριό του και την τοπική κοινωνία για τον λόγο ότι είναι ομοφυλόφιλος

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο ως άνω ισχυρισμό του αιτητή, απέρριψαν δε τον 2ο ισχυρισμό.

Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι δεν πληρείται η εσωτερική συνοχή του, κατόπιν αξιολόγησης στη βάση του μοντέλου αξιολόγησης DSSH, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε στοιχεία διαφορετικότητας, στίγματος, ντροπής και βλάβης. Σε σχέση μ’ αυτό αξιολογήθηκε το ότι ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε τη διαφορετικότητα  και δεν επέδειξε βαθιά συναισθηματική έλξη στο ίδιο φύλο, καθώς, ως επί τούτου καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση, αυτός περιορίστηκε αποκλειστικά στην σεξουαλική έλξη αγνοώντας ότι η έλξη προς οποιοδήποτε φύλο προέρχεται από συναισθηματικούς λόγους και όχι αποκλειστικά από σεξουαλικούς. Οι καθ’ ων η αίτηση σημείωσαν ότι αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι ο αιτητής δεν συναναστράφηκε ποτέ με κάποιο άτομα του ιδίου σεξουαλικού προσανατολισμού πλην του κατ’ ισχυρισμό πρώην συντρόφου του..

Αναφορικά με τα στοιχεία του στίγματος και της ντροπής, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν τα στοιχειοθετεί καθώς δεν επέδειξε συναισθήματα ντροπής, απομόνωσης ή αντιμετώπιση άλλης δυσκολίας λόγω της ομοφυλοφιλίας του. Συγκεκριμένα, η λειτουργός έκρινε ότι ο αιτητής δεν επέδειξε αίσθημα ντροπής καθώς κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, δεν επέδειξε καμία αμηχανία για το σεξουαλικό του προσανατολισμό, ενώ σύμφωνα με τις δηλώσεις του συναντιόταν επανειλημμένα με το σύντροφό του στην οικία της οικογένειάς του, η οποία μάλιστα γνώριζε τη σεξουαλική του ταυτότητα, παρά τις εις βάρος του φερόμενες πράξεις δίωξης εκ μέρους του πατριού του.

Τέλος κρίθηκε πως δεν στοιχειοθετήθηκε βλάβη εις βάρος του αιτητή, καθώς εκείνος δεν εξέφρασε φόβο δίωξης από κρατικούς φορείς λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού αλλά εστίασε στο ότι ήθελε να απομακρυνθεί από τον πατριό του και την τοπική κοινωνία λόγω της κακομεταχείρισης που υφίστατο. Ο αιτητής επέδειξε άγνοια ως προς το γεγονός ότι η ομοφυλοφιλία διώκεται ποινικά στη χώρα καταγωγής αν και αναγνώρισε τους πιθανούς κινδύνους να πέσει θύμα κακόμεταχείρισης και πράξεων βίας από κρατικούς και μη φορείς. Ολοκληρώνοντας οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν ότι ο αιτητής δεν έχει σαφή εικόνα της επικρατούσας κατάστασης στη χώρα καταγωγής ως προς τις αντιλήψεις της κοινωνίας για τα άτομα της LGBTI κοινότητας.

 

 

Σχετικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, οι καθ’ ων η αίτηση έκαναν έρευνα αναφορικά με την μεταχείριση των ατόμων της κοινότητας LGBTQI στη χώρα καταγωγής, όπου διαπιστώθηκε η ύπαρξη νόμου που ποινικοποιεί την ομοφυλοφιλία, ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του Ισλαμικού Νόμου (Σαρία). Επίσης διαπιστώθηκε ότι άτομα ΛΟΑΤΚΙ υφίστανται πλήθος περιστατικών στοχοποίησης, συμπεριφοράς διακρίσεων, βία και κοινωνικό αποκλεισμό και ότι το σύνολο της κοινωνίας θεωρεί το Νόμο Σαρία ως το θεμέλιο της υπόστασης της χώρας με αποτέλεσμα να στιγματίζονται μέλη της LGBTI κοινότητας. Τα ανωτέρω, ως καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση, δεν συνάδουν με τα όσα ανέφερε ο αιτητής καθώς, σύμφωνα με τα λεγόμενα του, παρότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός του ήταν γνωστός στην τοπική κοινωνία, δεν υπέστη πράξη δίωξης από τις αρχές ή αυστηρή τιμωρία ή βία από τη κοινωνία.

Συνεπεία των ως άνω, δεδομένου ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν θεώρησαν ότι πληρείται η εσωτερική και εξωτερική συνοχή του ισχυρισμού αυτού, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε.

Υπό το φως τον ανωτέρω, κατά την αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του μόνου  αποδεκτού ουσιώδους πραγματικού περιστατικού, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή και δη τον τόπο γέννησης, καταγωγής και συνήθους διαμονής του, κρίθηκε ότι συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα και περιοχή καταγωγής του κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθώς διαφάνηκε ότι η κατάσταση στον τόπο διαμονής του είναι έκρυθμη. Συγκεκριμένα, κατόπιν έρευνας, προέκυψε ότι στην πόλη Galkayo δραστηριοποιείται η οργάνωση Al Shabaab, αμφισβητώντας και αξιώνοντας τον έλεγχο όλο και περισσότερων εδαφών, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται ανοδικές τάσεις στα περιστατικά ασφαλείας. Συνεπεία των ανωτέρω ήταν κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι στον τόπο διαμονής του αιτητή επικρατούν συνθήκες εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, στα πλαίσια της οποίας ασκείται αδιακρίτως ασκούμενη βία, και ο αιτητής να κινδυνεύσει αποκλειστικά λόγω της φυσικής του παρουσίας στην περιοχή.

Ενόψει των ως άνω ευρημάτων αποδόθηκε στον αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη βάση του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου.

 

Σημειώνω ότι η παρούσα είχε καταχωρηθεί προσωπικά από τον αιτητή, ο οποίος, έπειτα διόρισε δικηγόρο, που καταχώρησε τροποποιημένη αίτηση, μετά από αίτηση και σχετικό διάταγμα του Δικαστηρίου.

Στην τροποποιημένη αίτηση ο αιτητής προσθέτει αρκετά νομικά σημεία, τα πλείστα εκ των οποίων αναπτύσσονται εμπεριστατωμένα και διανθισμένα με πλούσια νομολογία στα πλαίσια των αγορεύσεων που ακολούθησαν.  

Η ευπαίδευτη συνήγορος του αναφέρει στις γραπτές αγορεύσεις που καταχώρησε ότι δεν έγινε εξατομικευμένη εξέταση των ισχυρισμών του αιτητή στη συνέντευξη. Ως επί τούτου αναφέρει, δεν έγιναν επαρκείς ερωτήσεις στα πλαίσια του μοντέλου εξέτασης DSSH, δεν αξιολογήθηκαν σωστά τα λεγόμενα του αιτητή αναφορικά με τη διαφορετικότητα, το στίγμα, τη βλάβη που υπέστη και άλλες πτυχές του μοντέλου, δεν έγιναν ερωτήσεις επί των αντιφάσεων που εντοπίστηκαν, δεν έγινε χρήση των κατευθυντήριων γραμμών από UNHCR και της σχετικής νομολογίας και δεν αποδόθηκε, ως άρμοζε, το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Σχετικά με τα ως άνω ο αιτητής παραθέτει αποσπάσματα από τη συνέντευξη εκ των οποίων, ως αναφέρει, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι το αφήγημα του έχει την απαραίτητη εσωτερική συνοχή και αξιοπιστία και πως, σε κάθε περίπτωση, τα όποια κενά ήθελε θεωρηθεί ότι υπάρχουν στους ισχυρισμούς τους, δεν είναι τέτοια που να κλονίζουν στο σύνολο της την συνολική αξιοπιστία αυτών. Σημειώνει δε σχετικώς ότι οι καθ’ ων η αίτηση παράβηκαν το καθήκον συνεργασίας κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης, ως προνοείται από την οικεία νομοθεσία και νομολογία.

Προς υποστήριξη της αξιοπιστίας του η συνήγορος του αιτητή επισημαίνει ότι έδωσε ξεκάθαρες απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, παρείχε σαφείς λεπτομέρειες της βλάβης που υπέστη δια της λεκτικής και σωματικής βίας που εξάσκησε ο πατριός του, τη θανάτωση του φίλου του, την σωματική βία που βίωσε από την τοπική κοινωνία, την απουσία προστασίας από τις αρχές κατ’ αυτών των συμπεριφορών και εξήγησε επαρκώς τη διαφορετικότητα του και τις εκφράσεις αυτής (ντυνόταν με γυναικεία ρούχα, γυναικεία συμπεριφορά), τη συναισθηματική πτυχή της σχέσης του με τον φίλο του και τα σωματικά τραύματα που έφερε (κεφάλι, δάχτυλα). Τέλος αναφέρει ότι δεν λήφθηκε υπόψη η έκθεση της κοινωνικής λειτουργού, την οποία και επισυνάπτει στην προσφυγή (Παράρτημα Α), δεν έγιναν ιατρικές εξετάσεις αναφορικά με τραύματα που φέρει, τα οποία συνιστούν ενδείξεις κακομεταχείρισης, κατά παράβαση των αρ.15 και 18 (3) του Νόμου και σημειώνει ότι ο αιτητής ήταν ανήλικος όταν υπέστη τα όσα αναφέρει.

Αναφορικά με την εξωτερική συνοχή και αξιοπιστία των ισχυρισμών του η συνήγορος του αιτητή παραθέτει πλήθος πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής (ΠΧΚ) αναφορικά με την μεταχείριση ατόμων από ΛΟΑΤΚΙ από τις αρχές και το κοινωνικό σύνολο, εκ των οποίων, ως σημειώνει, προκύπτει αναμφισβήτητα ότι αυτοί υπόκεινται σε πράξεις διώξεως, και δεν έχουν πρόσβαση σε προστασία κατ’ αυτών. Περαιτέρω, ως ισχυρίζεται, τα όσα σημειώνουν οι καθ’ ων η αίτηση στην επίδικη έκθεση περί του ότι δεν συνάδουν τα όσα αναφέρει με τις διαθέσιμες πληροφορίες είναι λανθασμένα καθώς, ως και στο πρακτικό της συνέντευξης καταγράφεται, ο αιτητής αναφέρθηκε στο μίσος που υπόκεινται άτομα ΛΟΑΤΚΙ, την αντίθεση των μουσουλμάνων στην ομοφυλοφιλία, τον θάνατο του φίλου του και την απραξία των αρχών κατά τέτοιων πράξεων διώξεως.

Καταλήγει ότι εν προκειμένω θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο αιτητής ανήκει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα, ήτοι ατόμων ΛΟΑΤΚΙ, η οποία γίνεται αντιληπτή ως διακριτό σύνολο της κοινωνίας, φέρουσα εγγενές χαρακτηριστικό (τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους) και υπόκειται δίωξη από τις αρχές και την κοινωνία για τον λόγο αυτό.

Επί όλων των ως άνω παραθέτει πλούσια νομολογία του ΔΕΕ και ΕΔΔΑ, στην οποία θα αναφερθώ πιο κάτω, όπου τούτο κριθεί σκόπιμο στα πλαίσια της παρούσης.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, προϊόν δέουσας έρευνας, δεν έγινε κατά την εξέταση της επίδικης αίτησης καμία πλημμέλεια αναφορικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις του αιτητή, επαρκώς αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας και ζητούν απόρριψη της προσφυγής.

Έχω διέλθει με προσοχή τα όσα αναφέρουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών επί της αιτήσεως, ενστάσεως και στις γραπτές τους αγορεύσεις, καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φάκελου.

Σημειώνω ότι, δεδομένου ότι στα πλαίσια της επίδικης αίτησης χορηγήθηκε στον αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αυτό που απομένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις παροχής προσφυγικού καθεστώτος, πράγμα που διέρχεται, ως και η συνήγορος του σημειώνει, μέσα από την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του αιτητή αναφορικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και τις κατ’ ισχυρισμό πράξεις διώξεως που λόγω τούτου υπέστη, λαμβανομένου υπόψη του ότι ο κίνδυνος μελλοντικής δίωξης για τον λόγο αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον υπαρκτός, εφόσον, ως και οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν στην επίδικη έκθεση, η δίωξη ατόμων ΛΟΑΤΚΙ είναι ευρέως διαδεδομένη στη χώρα καταγωγής, ως προκύπτει από τις  διαθέσιμες ΠΧΚ στις οποίες ανέτρεξαν.

Προχωρώ λοιπόν σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή σε σχέση με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και τις κατ’ ισχυρισμό πράξεις διώξεως που λόγω τούτου υπέστη, ως αποτυπώνονται στις επί τούτου δηλώσεις του, οι οποίες καταγράφονται και πιο πάνω, στα πλαίσια της παρούσης.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Στο ίδιο εγχειρίδιο, σελ.204, αναφέρονται, τα εξής:

«Όσον αφορά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας, οι αιτήσεις που βασίζονται σε γενετήσιο προσανατολισμό ή ταυτότητα φύλου μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολες στον χειρισμό, επειδή οι λόγοι της αίτησης συνδέονται με ευαίσθητες και προσωπικές πτυχές της ιδιωτικής ζωής. Οι αιτούντες ενδέχεται να νιώθουν στιγματισμένοι, να ντρέπονται και/ή να αρνούνται την πραγματικότητα· ενδέχεται επίσης να έχουν υποστεί απόρριψη και/ή κακομεταχείριση από την οικογένεια και/ή την κοινότητά τους. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να καθιστούν δύσκολη για τους αιτούντες την αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών με σαφή και συνεκτικό τρόπο και, ως εκ τούτου, τα αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζουν μπορεί να γνωστοποιούνται με καθυστέρηση, να είναι ελλιπή και να περιέχουν ανακολουθίες.

Ένα από τα μοντέλα που αναφέρονται στη βιβλιογραφία, το μοντέλο DSSH υπ’ αριθ. 2 [Difference, Stigma, Shame, Harm (Διαφορά, Στίγμα, Ντροπή, Βλάβη)], βασίζεται στην αντίληψη ότι υπάρχουν ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία τα οποία είναι πιθανό να είναι κοινά σε άτομα που αναγνωρίζουν ένα φύλο ή μια σεξουαλική ταυτότητα που δεν συνάδει με τις ετεροκανονικές κοινωνίες στις οποίες ζουν (όπου ο κανόνας είναι η ταύτιση του βιολογικού και του κοινωνικού φύλου και η ετεροφυλοφιλία). Το μοντέλο προτείνει μια διαρθρωμένη μεθοδολογία για την αξιολόγηση αιτήσεων, η οποία βασίζεται στο φύλο και στη σεξουαλική ταυτότητα και εξηγείται, με πρακτικά παραδείγματα, στον δεύτερο τόμο του εγχειριδίου με τίτλο Credibility assessment training manual της Ουγγρικής Επιτροπής του Ελσίνκι.

[…]

Η ύπαρξη ή μη ορισμένων στερεοτυπικών συμπεριφορών ή εμφανίσεων δεν θα πρέπει να αποτελεί βάση για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο αιτών έχει ή δεν έχει ορισμένο γενετήσιο προσανατολισμό και/ή ορισμένη ταυτότητα φύλου. Δεν υπάρχουν καθολικά χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που τυποποιούν τα άτομα ΛΟΑΔΜ (λεσβίες, ομοφυλόφιλοι αμφιφυλόφιλα, διεμφυλικά και μεσοφυλικά άτομα), όπως δεν υπάρχουν και για τα ετεροφυλόφιλα άτομα. Οι εμπειρίες της ζωής τους μπορεί να διαφέρουν σημαντικά, ακόμη και αν προέρχονται από την ίδια χώρα.»

Έχω διέλθει με προσοχή το πρακτικό της συνέντευξης του αιτητή.

Τονίζεται βεβαίως ότι, ως και η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή εισηγείται, δεν χωρούν κατά την εξέταση ισχυρισμών που αφορούν σεξουαλικό προσανατολισμό τυποποιημένες προσεγγίσεις και η αξιολόγηση αξιοπιστίας δεν μπορεί να διέρχεται και να βασίζεται σε στερεοτυπικά πρότυπα (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-148/13-C-150/13, A. B. C., ημ.02/12/14) αλλά ούτε και δύναται να ζητηθεί από τον αιτητή να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες για τις σεξουαλικές του εμπειρίες ή να προσφέρει σχετικά με τούτο στοιχεία ή άλλης μορφής μαρτυρία.  Σημειώνεται επίσης ότι το μοντέλο DSSH, του οποίου έγινε χρήση στα πλαίσια της εξέτασης της επίδικης αίτησης, τυγχάνει αμφισβήτησης από τη βιβλιογραφία και γι’ αυτό η χρήση του, αλλά και κάθε εξέταση των δεδομένων υποθέσεων ως η παρούσα από το Δικαστήριο θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή.

Στην απόφαση Α. Β. C. του ΔΕΕ (ανωτέρω) αναφέρονται τα εξής στις σκέψεις 61-62.

 «61. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2004/83 επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές την υποχρέωση να προβαίνουν στην αξιολόγησή τους συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος και ότι το άρθρο 13, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2005/85 απαιτεί από τις ίδιες αυτές αρχές να διεξάγουν τη συνέντευξη συνεκτιμώντας τις προσωπικές ή γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση ασύλου.

62. Μολονότι η υποβολή ερωτήσεων που αφορούν στερεοτυπικές αντιλήψεις ενδέχεται να συνιστά χρήσιμο στοιχείο στη διάθεση των αρμόδιων αρχών προκειμένου να προβούν στη σχετική αξιολόγηση, εντούτοις η εκτίμηση των αιτήσεων για την παροχή του καθεστώτος πρόσφυγα η οποία στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο σε στερεοτυπικές αντιλήψεις συνδεόμενες με τους ομοφυλόφιλους δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των διατάξεων που μνημονεύονται στην προηγούμενη σκέψη, στο μέτρο που δεν παρέχει στις εν λόγω αρχές τη δυνατότητα να λάβουν υπόψη την ατομική κατάσταση του οικείου αιτούντος άσυλο.»

Στην παρούσα, κατά την εξέταση της αξιοπιστίας των δηλώσεων του αιτητή, έγινε χρήση των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών από τους καθ’ ων η αίτηση και συμφωνώ με τα συμπεράσματα τους, όπως καταγράφονται στην σχετική έκθεση που ετοιμάστηκε, καθώς ο αιτητής παρέμεινε γενικόλογος κατά τη συνέντευξη σε όλες ανεξαιρέτως τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν.

Ως διαφαίνεται από τους καταγεγραμμένους ισχυρισμούς του αιτητή και τις απαντήσεις του στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, αυτός δεν ήταν σε θέση να παρέχει τις κατ’ ελάχιστον αναμενόμενες λεπτομέρειες επ’ ουδενός εκ των κατ’ ισχυρισμό συμβάντων κακομεταχείρισης. Ερωτώμενος σχετικά περιορίστηκε σε γενικόλογες αναφορές περί επίθεσης που δέχθηκε από τον πατριό του και τον κοινωνικό περίγυρο, χωρίς να είναι σε θέση να περιγράψει με εύλογα αναμενόμενες λεπτομέρειες έστω μια ανάμνηση από όλες αυτά το οποίο κράτησε, έστω φωτογραφικά, στην μνήμη του. Αυτό που αναφέρει σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό επί σειρά ετών κακομεταχείριση του και τη βία που του άσκησε τόσο ο πατριός του όσο και ο κοινωνικός του περίγυρος αποτυπώνεται στις εκφράσεις (μετάφραση δική μου) «με κτύπησαν και προσπάθησαν πολλές φορές να με σκοτώσουν» (γείτονες) και «με κλείδωνε σε ένα μικρό δωμάτιο στην κουζίνα, μου έσπασε το δάκτυλο και με τραυμάτισε στο κεφάλι» (πατριός) (ερ.32 – 1Χ). Ερωτώμενος επί των ως άνω ο αιτητής ανέφερε πως τον χτύπησε τόσο ο πατριός του όσο και οι γείτονες του «αμέτρητες φορές», χωρίς εντούτοις και πάλι να αναφέρει την ελάχιστη λεπτομέρεια για τα συμβάντα στα οποία αναφέρεται.

Τα ανωτέρω ενδεχομένως να μπορούν να αιτιολογηθούν ενόψει του ότι ο αιτητής, κατά τον χρόνο που ο ίδιος τοποθετεί την ανακάλυψη από τον πατριό του του σεξουαλικού του προσανατολισμού ήταν ηλικίας 14 ετών. Όμως αυτά τα συμβάντα κακοποίησης και βίας, σύμφωνα με τα λεγόμενα του αιτητή, διήρκησαν μέχρι και που έφυγε από τη χώρα το 2017, όταν αυτός ήταν πλέον 20 ετών. Για όλο δε αυτό το διάστημα 6 και πλέον ετών ο αιτητής αρκείται, ερωτώμενος σχετικά, να επαναλάβει κατ’ ουσία γενικές αναφορές σε κτυπήματα που δέχθηκε, χωρίς να δίδει κάποια βιωματική λεπτομέρεια. Για το διάστημα αυτό των 6 ετών ουδεμία αναφορά γίνεται στην καθημερινότητα του, στο πως κατάφερνε να προστατευθεί ή να γλυτώσει τις επιθέσεις που του γίνονταν, κάποιο ιδιαίτερο συμβάν που τον στιγμάτισε, κάποιον ιδιαίτερο χαρακτηρισμό που άκουσε, πόσοι και πότε του επιτίθεντο και πως, τελικώς, η μητέρα του, ως ισχυρίζεται, τον βοήθησε να φύγει από τη χώρα ενώ ήταν 20 ετών και όχι νωρίτερα, νοουμένου ότι είχε ενηλικιωθεί το 2015.

Εντοπίζω δε και τις εξής αντιφάσεις στο αφήγημα του αναφορικά με την κακοποίηση που υπέστη. Ενώ αρχικώς αναφέρει ότι ο πατέρας του προσπάθησε να τον σκοτώσει πολλές φορές (ερ.31 – 1Χ), μετέπειτα αναφέρει ότι αυτό έγινε μια νύχτα, όταν και τον προστάτευσε η μητέρα του (ερ.31 – 4Χ). Στην δε επίδικη αίτηση ουδέν αναφέρει για τον σεξουαλικό του προσανατολισμό ή την κακοποίηση που υπέστη. Το μόνο που αναγράφει είναι ότι έφυγε από τη χώρα του λόγω «ρατσισμού και ανασφάλειας». Περαιτέρω, ενώ αναφέρει αρχικώς ότι ο πατέρας του τον εξέθεσε στην κοινότητα τους (ερ.31 – 3Χ), σε ακόλουθη ερώτηση σχετικά με το σχολείο και την αντιμετώπιση του εκεί, ανέφερε ότι δεν γνώριζε κανείς για τον προσανατολισμό του (ερ.28 – 1Χ). Είναι αντιφατικό θεωρώ και μη ευλογοφανές να γνώριζαν γι’ αυτό οι γείτονες και η κοινότητα του, μεταξύ των οποίων ήταν και – κατά λογική βεβαιότητα – συμμαθητές του, αλλά εντούτοις αυτό να μην έγινε γνωστό στο σχολείο που φοιτούσε.

Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του αιτητή σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό του σημειώνω ότι, ως προκύπτει από τα ερ.28-30, έγιναν αρκετές ερωτήσεις στον αιτητή επ’ αυτού. Στις ερωτήσεις αυτές, ιδιαιτέρως αναφορικά με το πως βιώνει ο ίδιος τη διαφορετικότητα του, ο αιτητής παρέμεινε εν πολλοίς μονολεκτικός, αναφέροντας επί το πλείστο στερεοτυπικές πληροφορίες, χωρίς να είναι σε θέση και πάλι να αναφέρει την παραμικρή βιωματική λεπτομέρεια για τη σχέση που είχε με τον γείτονα του, τον οποίον, ως αναφέρει, σκότωσαν. Αναφέρει επί τούτου ότι ο πατέρας του έμαθε για τον σεξουαλικό προσανατολισμό του αιτητή όταν τον είδε να έχει σεξουαλική επαφή με τον φίλο του, στο σπίτι τους, σε ηλικία 14 ετών. Μάλιστα, ως αναφέρει, παρά τα ως άνω, είχε συχνά σεξουαλική επαφή με τον φίλο του στην οικία του και ο πατριός του τους είδε αρκετές φορές (ερ.31 – 3Χ).

Ερωτώμενος για το πως αντιλαμβάνεται ο ίδιος τον σεξουαλικό του προσανατολισμό του, περιορίστηκε να αναφέρει ότι ελκύεται από άνδρες και πως τούτο έγινε σε ηλικία 7 ετών, όταν ένιωσε ενδιαφέρον να έρθει «σε σεξουαλική επαφή με άλλα αγόρια» και φορούσε γυναικεία ρούχα, χόρευε «σαν γυναίκα» και ήθελε να «[κάνει] τις δουλειές του σπιτιού, σαν γυναίκα». Όλες οι ως άνω εκφράσεις έχουν να κάνουν με στερεοτυπικές εκφράσεις και στερεότυπες συμπεριφορές που αποδίδονται στο γυναικείο φύλο σε παραδοσιακές κοινωνίες και όχι με απόδοση του σεξουαλικού προσανατολισμού, ο οποίος «νοείται ως αναφερόμενος στην ικανότητα κάθε ατόμου να αισθάνεται βαθιά συναισθηματική, τρυφερή και/ή σεξουαλική έλξη προς και να έχει ερωτικές και σεξουαλικές σχέσεις με άτομα διαφορετικού ή του ίδιου φύλου ή περισσότερων του ενός φύλων» [1].

Ομοίως προς τα ως άνω, ουδεμία λεπτομέρεια δίδει για τη καθημερινότητα του αναφορικά με τη σχέση που διατηρούσε, για απροσδιόριστο διάστημα, με φίλο του.

Είναι αυτό ακριβώς το ως άνω περιεχόμενο του σεξουαλικού του προσανατολισμού που ο αιτητής θεωρώ πως ήταν ευλόγως αναμενόμενο να είναι σε θέση, τηρουμένης βέβαια όποιας λογικής απόκλισης εξαιτίας πολιτισμικών διαφορών, να περιγράψει στις πολλές ερωτήσεις που τέθηκαν και θα έδιναν την αναμενόμενη βιωματική διάσταση στο αφήγημα του, ουδόλως δε αφορούν σημεία ή στιγμές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι θίγουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Συνεπώς, παρά το ότι δεν θα συμφωνήσω με την βαρύτητα που δίδεται από τους καθ’ ων η αίτηση στην αδυναμία του αιτητή να εκφράσει και να διατυπώσει τις εσωτερικές διεργασίες που αφορούσαν τα όσα ισχυρίστηκε, ήτοι το πως βίωσε την συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού, τούτο άλλωστε θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι αναμενόμενο από άτομο το οποίο μεγάλωσε υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι δεν ήταν σε θέση να παρέχει εύλογα θεωρώ αναμενόμενες βιωματικές λεπτομέρειες για τη σχέση που είχε όλο αυτό τον καιρό και τον θάνατο του φίλου του.

Όλες οι ανωτέρω αναγραφόμενες ελλείψεις που εντοπίζω στο αφήγημα του αιτητή δεν αφορούν βεβαίως σε λεπτομέρειες που αφορούν σαρκική επαφή, επί του οποίου θα ήταν αναμενόμενη η ενδεχόμενη δυσχέρεια του να εκφραστεί ή να διατυπώσει και δεν πρέπει να αναζητούνται σε κάθε περίπτωση (βλ. απόφαση ABC, ανωτέρω) και θα μπορούσαν να παρέχουν σαφείς ενδείξεις αξιοπιστίας των ισχυρισμών του. Επιπροσθέτως των ως άνω ελλείπουν παντελώς λεπτομέρειες από την αντίδραση της μητέρας του, κάποια συγκεκριμένη συζήτηση μ’ αυτήν, κάποιο συναίσθημα καθ’ όλα τα έτη που υπέμεινε την κατ’ ισχυρισμό κακοποίηση που υπέστη.

Σημειώνεται βεβαίως ότι δεν αναμένεται ο αιτητής να είναι σε θέση να δώσει λεπτομερείς απαντήσεις σε κάθε ερώτηση που του υποβάλλεται, ειδικώς σε σχέση, ως εν προκειμένω, με ενδόμυχα συναισθήματα, σκέψεις και αντιλήψεις, αναμένεται όμως να αναφέρει με εύλογη λεπτομέρεια και συνέπεια τα γεγονότα που αφορούν τον πυρήνα του αιτήματός του, όπως ορισμένες λεπτομέρειες, ως και ανωτέρω αναλύεται, οι οποίες θα προσέδιδαν την απαιτούμενη αληθοφάνεια και βιωματική διάσταση στο αφήγημα του.

Το ζητούμενο που ελλείπει εν προκειμένω αποτυπώνεται θεωρώ χαρακτηριστικά στην έκφραση που χρησιμοποιείται στην απόφαση του UKIAT (Δευτεροβάθμιο Tribunal) στην HS (Homosexuals: Minors, Risk on Return) Iran v. Secretary of State for the Home Department [2005] UKAIT 00120, 4 August 2005 [2], όπου, στην παρ.128, το Δικαστήριο, κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών του εκεί αιτητή, ανέφερε ότι «there is the full, consistent detail and the plausible noting of small points, unlikely to be observed or recounted by a person who had not had the experience described. ». Κατά παράφραση του ως άνω αποσπάσματος, σε δική μου μετάφραση, σημειώνω ότι εν προκειμένω ο αιτητής απέτυχε να αναφέρει αυτή την πλήρη, συνεκτική, ευλογοφανή παράθεση των μικρών σημείων και λεπτομερειών, που θα ήταν απίθανο να προσέξει ή να είναι σε θέση να ανακαλέσει άτομο το οποίο δεν είχε βιώσει την εμπειρία που ο αιτητής παραθέτει. Είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που το όλο αφήγημα του αιτητή υπολείπεται του ευλόγως αναμενόμενου και είναι εκ τούτου που θεωρώ ότι διαβρώνεται η εσωτερική συνοχή των λεγομένων του.

Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου προχωρώ σε αξιολόγηση της εξωτερικής συνοχής των λεγομένων του αιτητή, η οποία διέρχεται βεβαίως μέσα από εντοπισμό πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής αναφορικά με τη μεταχείριση ΛΟΑΤΚΙ ατόμων.

Έκθεση της EASO του 2021 [3] αναφέρει πως η Σομαλία, συμπεριλαμβανομένης της μη αναγνωρισμένης Δημοκρατίας Somaliland και του αυτόνομου περιφερειακού κράτους της Puntland, περιγράφεται ως ένα επικίνδυνο μέρος για τους ομοφυλόφιλους. Ωστόσο, οι αναφορές για την κατάσταση των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων είναι λιγοστές λόγω του ότι το θέμα αποτελεί ταμπού και λόγω του κοινωνικού στίγματος που εμποδίζει τα άτομα αυτά να εκφράζονται ανοιχτά για τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου τους. Οι αναφορές βασίζονται κυρίως σε μεμονωμένες περιπτώσεις που αναδείχθηκαν από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Το Σύνταγμα της Σομαλίας επιβεβαιώνει στο άρθρο 2 ότι το Ισλάμ είναι η κρατική θρησκεία και η Sharia ο υπέρτατος νόμος της χώρας. Το Σύνταγμα ωστόσο δεν προβλέπει καμία καθοδήγηση ως προς τον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται η συμμόρφωση ενός συγκεκριμένου νόμου με τις αρχές της Sharia. Δεδομένης της συνεχιζόμενης αδυναμίας της Σομαλικής κυβέρνησης, τα δικαστήρια του ισλαμικού νόμου της Sharia απολαμβάνουν πολύ υψηλότερα ποσοστά έγκρισης και εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτών. Στα νότια της Σομαλίας κυριαρχούν ισλαμικά δικαστήρια, τα οποία μπορούν να επιβάλλουν ποινές για σχέσεις μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου που φτάνουν από μαστίγωμα έως τη θανατική ποινή.

Ο ποινικός κώδικας της Σομαλίας, ο οποίος θεσπίστηκε το 1962 και τέθηκε σε ισχύ το 1964, ορίζει ότι η ομοφυλοφιλία είναι παράνομη. Το άρθρο 409 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ότι "όποιος έχει σαρκική επαφή με πρόσωπο του ιδίου φύλου τιμωρείται, εφόσον η πράξη δεν συνιστά σοβαρότερο έγκλημα και επισύρει ποινή φυλάκισης από τρεις μήνες έως τρία έτη. Πρόσφατες εκθέσεις αναφέρουν ότι η σεξουαλική επαφή μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου τιμωρείται με φυλάκιση από τρεις μήνες μέχρι τρία έτη. Παρόλο που η θανατική ποινή για την ομοφυλοφιλία δεν προβλέπεται από το ποινικό δίκαιο της Σομαλίας, μια αυστηρή ερμηνεία του νόμου της Sharia θα μπορούσε να νομιμοποιήσει τη χρήση της. Αυτό συμβαίνει στις περιοχές που βρίσκονται υπό τον έλεγχο της Al Shabaab.

Σύμφωνα με το Bertelsmann Foundation, “η Al-Shabaab έχει δημιουργήσει δικαστήρια στην περιοχή ελέγχου της και ακολουθεί τη δική της, αρκετά αυστηρή ερμηνεία του νόμου της Sharia [...]. Αυτές περιλαμβάνουν την επιβολή αυστηρών τιμωριών (huduud), συμπεριλαμβανομένων του ακρωτηριασμού των άκρων, του λιθοβολισμού και των εκτελέσεων”. Τα δικαστήρια της Al Shabaab έχουν εκδώσει στο παρελθόν θανατικές ποινές για ομοφυλόφιλους. Στις αρχές του 2017, η Al Shabaab φέρεται ότι εκτέλεσε δύο άνδρες που είχαν κατηγορηθεί ότι ήταν ομοφυλόφιλοι. Υπάρχουν αναφορές ότι άνδρες ύποπτοι για ομοφυλοφιλία τιμωρούνται με βιασμό εκτός από τη θανατική ποινή. Ωστόσο, οι πληροφορίες αυτές είναι δύσκολο να διασταυρωθούν. Γενικά, ο αριθμός των ατόμων που καταδικάζονται για ομοφυλοφιλία θεωρείται ότι είναι υψηλότερος, καθότι πιθανόν, οι περισσότεροι λόγω φόβου δεν το αναφέρουν.

Έκθεση του USDΟS αναφορικά με τις πρακτικές ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Σομαλία για το 2022 [4]  αναφέρει πως ο νόμος ποινικοποιεί τη "σαρκική επαφή με άτομο του ίδιου φύλου" με ποινή φυλάκισης τριών μηνών έως τριών ετών, αν και δεν υπήρχαν επίσημες αναφορές για την εφαρμογή του. Σύμφωνα με τοπικές ερμηνείες της Sharia, η ομοφυλοφιλία τιμωρείται με θάνατο. Δεν υπήρξαν γνωστές κρατικές εκτελέσεις κατά τη διάρκεια του έτους βάσει του νόμου αυτού, ωστόσο, κατά την τελευταία δεκαετία υπήρξαν αναφορές για ισλαμιστικές ομάδες όπως η Al-Shabaab που προέβησαν σε εξωδικαστικές δολοφονίες ανδρών για αποδιδόμενες ομοφυλοφιλικές πράξεις.

Υπήρξαν ελάχιστες αναφορές για κοινωνική βία με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου, λόγω του σοβαρού κοινωνικού στίγματος που εμπόδιζε τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα να εκφράσουν δημόσια τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου τους. Δεν υπάρχουν νόμοι περί εγκλημάτων μίσους ή άλλοι μηχανισμοί ποινικής δικαιοσύνης που να στηρίζουν τη δίωξη εγκλημάτων με κίνητρο την προκατάληψη κατά των μελών της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ.

Ελάχιστες επίσης υπήρξαν και οι αναφορές για διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου λόγω του σοβαρού κοινωνικού στίγματος που εμπόδιζε τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα να εκφράσουν δημόσια τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου τους. Ο νόμος δεν απαγορεύει τις διακρίσεις με βάση τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή την ταυτότητα φύλου και το κοινωνικό στίγμα κατά των σχέσεων μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου είναι διάχυτο.

Έκθεση του Freedom House του 2022 για τη Σομαλία [5] αναφέρει πως τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα στη Σομαλία γενικά δεν δημοσιοποιούν την ταυτότητά τους. Η σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου μπορεί να τιμωρηθεί με φυλάκιση έως και τριών ετών σύμφωνα με τον ποινικό κώδικα και τα άτομα που κατηγορούνται για τέτοιου είδους δραστηριότητες υπόκεινται σε εκτέλεση στις περιοχές που ελέγχονται από την Al-Shabaab.

Έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου [6] που δημοσιεύτηκε το 2020, παραπέμπει σε έκθεση του DFAT του 2017 για τη Σομαλία, η οποία αναφέρει ότι τον Ιανουάριο του 2017 η Al-Shabaab εκτέλεσε δημόσια δύο άνδρες αφού βρέθηκαν να εμπλέκονται σε σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ ιδίου φύλου, αφού καταδικάστηκαν για "ανήθικη συμπεριφορά" σε δικαστήριο της Sharia και εκτελέστηκαν σε πλατεία. Η ίδια πηγή ανέφερε πως στην πράξη, υπάρχουν κοινωνικά και πολιτισμικά εμπόδια που αποκλείουν τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα από το να ζουν ανοιχτά οπουδήποτε στη Σομαλία. Σε έκθεση του 2014, η Σουηδική Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης περιέγραψε τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα στη Σομαλία ως "σιωπηλά και αόρατα". Η ομοφυλοφιλία αποτελεί θέμα ταμπού και αν εκφραστεί δημόσια, θέτει τα άτομα σε κίνδυνο παρενόχλησης από την κοινότητα καθώς και σε αντίποινα, που μερικές φορές παίρνουν τη μορφή εξοστρακισμού από τις οικογένειές τους ή από την κοινότητα και συχνά καταλήγει σε περιστατικά  βίας όπως μαστίγωμα, λιθοβολισμό και κάποτε σε θάνατο.

Ενόψει των ως άνω πληροφοριών δεν θα πρέπει να αμφισβητείται, άλλωστε αυτό είναι αποδεκτό και από τους καθ’ ων η αίτηση, ως καταγράφουν στην επίδικη έκθεση, ότι τα όσα αναφέρει ο αιτητής σχετικά με τη διακριτική μεταχείριση ατόμων ΛΟΑΤΚΙ και την κατ’ ισχυρισμό δίωξη με τη μορφή σωματικής, ψυχολογικής και λεκτικής βίας, τόσο από το κοινωνικό σύνολο όσο και από τις αρχές, με βάση και τη νομοθεσία, αλλά και η απουσία προστασίας κατά τέτοιων συμπεριφορών, δεδομένου ότι οι δράστες είναι ενίοτε οι ίδιες οι αρχές, συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής.

Όμως η έλλειψη εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή είναι τέτοια που, στα πλαίσια συνολικής αξιολόγησης και αποτίμησης των στοιχείων που απαρτίζουν την υπόθεση, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τη γενική και συνολική αξιοπιστία των ισχυρισμών της, καθώς η συμφωνία των ισχυρισμών του με διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής δεν αρκεί, τη στιγμή που στερείται εσωτερικής συνοχής, για τους λόγους που λεπτομερώς ανωτέρω εξηγούνται, ενόψει της συνολικής θεώρησης των δεικτών αξιοπιστίας.

Αν η αξιολόγηση γινόταν στη βάση μόνο της εξωτερικής συνοχής, θα οδηγούσε σε αποδοχή ισχυρισμών για τούτο και μόνο τον λόγο, οι οποίοι στερούνται εσωτερικής συνοχής και θα οδηγούσε σε ανεπιφύλακτη αποδοχή, ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση των λεγομένων του. Στα πλαίσια συνολικής θεώρησης και αποτίμησης ενός αφηγήματος, οι ισχυρισμοί ενός αιτητή και η εσωτερική συνοχή τους, δεν μπορεί παρά να παραμένει το πρωταρχικό σημείο αναφοράς. Άλλωστε, ως στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», 2018, σελ.97, αναφέρεται, «[…] είναι αναγκαία η επαγρύπνηση για καταστάσεις στις οποίες ορισμένοι αιτούντες μπορεί να προσαρμόσουν τους ισχυρισμούς τους ώστε να είναι συνεπείς με συναφείς ΠΧΚ, οι οποίες κατά την άποψή τους θα στηρίξουν την αίτησή τους.»

Είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι ουδείς εκ των ισχυρισμών του αιτητή μπορεί να γίνει αποδεκτός. Οι σημαντικές ελλείψεις εσωτερικής συνοχής δεν αφήνουν περιθώριο αποδοχής τους. Στην απουσία δε περαιτέρω μαρτυρίας που θα συμπλήρωνε τα κενά και τις ελλείψεις, ως ανωτέρω λεπτομερώς καταγράφονται, είναι η κατάληξη μου ότι τα κενά παραμένουν. Γι’ αυτό και θα συμφωνήσω με την κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση επί της αξιοπιστίας του ισχυρισμού αιτητή περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού και της κατ’ ισχυρισμό δίωξης που υπέστη εξ αυτού, παρά τις διαπιστωθείσες κατά τόπους πλημμέλειες της πορείας εξέτασης του. Το όλο αφήγημα παρουσιάζει κενά και ελλείψεις, οι οποίες πλήττουν αναπόφευκτα την συνολική συνοχή και αξιοπιστία του αιτητή.

Σχετικά τώρα με τα όσα ισχυρίζεται η συνήγορος του αιτητή περί του ότι δεν λήφθηκε υπόψη η έκθεση της κοινωνικής λειτουργού που παρακολουθούσε τον αιτητή (Παρ.2 της τροπ. Αιτήσεως), σημειώνω ότι όσα εκεί αναγράφονται είχαν αναφερθεί από τον αιτητή κατά τη συνέντευξη, περιλαμβανομένης της ψυχολογικής κατάστασης του (βλ. και ερ.29 – 3Χ). Συνεπώς τίποτε νέο δεν προσθέτουν και δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν τα ως άνω ευρήματα μου, δεδομένης της τρωθείσας αξιοπιστίας του αιτητή.

Ομοίως η μη διενέργεια ιατρικής εξέτασης στον αιτητή, σύμφωνα με όσα η συνήγορος του αιτητή επικαλείται περί τούτου, σε κάθε περίπτωση, ενόψει και της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο τόσο των γεγονότων όσο και των νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν, δεν θα μπορούσε να οδηγήσουν σε ακύρωση της προσβαλλόμενης αφού το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να ασκήσει πρωτογενή κρίση.

Σημειώνω ότι το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να προβαίνει «σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής […] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» και «την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας» [αρ.11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)], και ο αιτητής διατηρεί δικαίωμα να προσφέρει στα πλαίσια της προσφυγής ισχυρισμούς, είτε προγενέστερους είτε μεταγενέστερους της επίδικης πράξης (βλ. έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.21/09/21 και αρ.11 (2) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018).

Σχετική με τα ως άνω είναι και η πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στην C-756/21, ECLI:EU:C:2023:523, ημ.29/06/23, όπου το Δικαστήριο, πραγματευόμενο τις δικονομικές συνέπειες διαπιστωθείσας παραβάσεως καθήκοντος συνεργασίας, ανέφερε τα εξής στις σκέψεις 87-91 και στην κατάληξη της:

«87      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2004/83, οσάκις τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την αρχή σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στον αιτούντα να τεκμηριώσει την αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας και οσάκις ορισμένες πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος δεν τεκμηριώνονται με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, οι πτυχές αυτές δεν χρειάζονται επιβεβαίωση, όταν πληρούνται οι όροι που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως εʹ της εν λόγω διατάξεως.

88      Οι σωρευτικές αυτές προϋποθέσεις είναι ότι ο αιτών αιτήθηκε την παροχή διεθνούς προστασίας το συντομότερο δυνατόν, ότι έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του, ότι έχει υποβάλει όλα τα συναφή στοιχεία τα οποία έχει στη διάθεσή του, ότι έχει παράσχει ικανοποιητική εξήγηση για την τυχόν έλλειψη άλλων λυσιτελών στοιχείων, ότι οι δηλώσεις του αιτούντος θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς και δεν έρχονται σε αντίθεση με διαθέσιμα ειδικά και γενικά στοιχεία που αφορούν την περίπτωσή του και ότι η γενική αξιοπιστία του αιτούντος είναι αποδεδειγμένη.

89      Επομένως, από το άρθρο 4, παράγραφος 5, της οδηγίας 2004/83 προκύπτει ότι, όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαριθμούνται στα στοιχεία αʹ έως εʹ της εν λόγω διατάξεως, οι δηλώσεις των αιτούντων άσυλο οι οποίες δεν τεκμηριώνονται με αποδεικτικά στοιχεία ενδέχεται να χρειάζονται επιβεβαίωση (πρβλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2014, A κ.λπ., C‑148/13 έως C‑150/13, EU:C:2014:2406, σκέψη 51).

90      Κατά συνέπεια, η γενική αξιοπιστία του αιτούντος άσυλο είναι ένα, μεταξύ άλλων, στοιχείο το οποίο πρέπει να συνεκτιμάται, κατά το πρώτο στάδιο της αξιολόγησης, που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 και αφορά τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία προς στήριξη της αιτήσεως, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά πόσον οι δηλώσεις των αιτούντων άσυλο χρήζουν επιβεβαίωσης.

91      Πάντως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διαπιστώσεις που διατυπώνονται, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, σχετικά με τις προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 5, στοιχεία αʹ έως δʹ, της οδηγίας 2004/83 μπορούν να επηρεάσουν την αξιολόγηση της γενικής αξιοπιστίας του αιτούντος στην οποία αναφέρεται το στοιχείο εʹ της εν λόγω διατάξεως.

[…] (Κατάληξη απόφασης)

1)     Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων για την αναγνώριση και το καθεστώς των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως προσφύγων ή ως προσώπων που χρήζουν διεθνούς προστασίας για άλλους λόγους,

έχει την έννοια ότι:

        η προβλεπόμενη στην εν λόγω διάταξη υποχρέωση συνεργασίας επιβάλλει στην αποφαινόμενη αρχή να λαμβάνει, αφενός, ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με όλα τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος άσυλο και διεθνή προστασία και, αφετέρου, ιατροδικαστική πραγματογνωμοσύνη για την ψυχική υγεία του αιτούντος, όταν υπάρχουν ενδείξεις για προβλήματα ψυχικής υγείας τα οποία ενδέχεται να οφείλονται σε τραυματικό γεγονός που συνέβη στη χώρα καταγωγής και όταν η διενέργεια μιας τέτοιας πραγματογνωμοσύνης είναι αναγκαία ή πρόσφορη για την αξιολόγηση των πραγματικών αναγκών διεθνούς προστασίας του αιτούντος, υπό την προϋπόθεση ότι ο τρόπος διενέργειας της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης είναι σύμφωνος, μεταξύ άλλων, προς τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

        η διαπίστωση, στο πλαίσιο της ασκήσεως προβλεπόμενου από το εθνικό δίκαιο δευτεροβάθμιου δικαστικού ελέγχου, παραβάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη δεν απαιτείται να επισύρει οπωσδήποτε, αφ’ εαυτής, την εξαφάνιση της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας, δεδομένου ότι είναι δυνατόν να απαιτηθεί από τον αιτούντα διεθνή προστασία να αποδείξει ότι η απόφαση περί απορρίψεως της προσφυγής θα μπορούσε να είναι διαφορετική, αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση.»

Σημειώνω ότι η ως άνω απόφαση αναφέρεται στην Οδηγία 2004/83/ΕΚ επαναδιατύπωση της οποίας είναι η Οδηγία 2011/95/ΕΕ, της οποίας το αρ.4 αντιστοιχεί, μεταξύ άλλων, στο αρ.18 (3) και (5) του Νόμου, στα οποία αναφέρεται η συνήγορος του αιτητή.

Εν προκειμένω, δεδομένων των ως άνω ευρημάτων μου επί της εσωτερικής αξιοπιστίας και συνοχής των ισχυρισμών του αιτητή, δεν θεωρώ κατ’ αρχήν ότι θα μπορούσε να γίνει λόγος για απόδοση σ’ αυτόν του ευεργετήματος της αμφιβολίας.

Περαιτέρω, αναφορικά με την παράλειψη ιατρικής εξέτασης του αιτητή, σημειώνω ότι, αφενός δεν θεωρώ ότι, δεδομένης της παντελούς ελλείψεως εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών του, ήταν σκόπιμη ή πρόσφορη για την εξέταση της επίδικης αίτησης [βλ. αρ.15 (1) του Νόμου] και, αφετέρου, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι η επίδικη απόφαση θα διαφοροποιούνταν από το όποιο αποτέλεσμα εξέτασης επί των ενδείξεων σωματικής βίας που επικαλέστηκε ο αιτητής, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Το αν ο αιτητής έχει τα τραύματα που περιγράφει στο χέρι και στο πρόσωπο δεν φαίνεται να αμφισβητείται από τους καθ’ ων η αίτηση και δεν θα μπορούσε να ενισχύσει τα όσα ανέφερε περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού δεδομένων των λοιπών ουσιωδών ελλείψεων που εντοπίστηκαν στο αφήγημα του. Δεν έχω λοιπόν ικανοποιηθεί εκ των ενώπιον μου στοιχείων ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση «θα μπορούσε να είναι διαφορετική» (βλ. ανωτέρω απόφαση ΔΕΕ).

Σε κάθε περίπτωση, αν ο αιτητής θεωρούσε καταλυτική την σχετική ιατρική εξέταση των τραυμάτων του, θα μπορούσε, εκπροσωπούμενος στα πλαίσια της παρούσης δεόντως από δικηγόρο επιλογής του, έχοντας πλήρη γνώση των κενών που εντοπίστηκαν στο αφήγημα του, που οδήγησαν στην απόρριψη των ισχυρισμών του περί του σεξουαλικού του προσανατολισμού και της δίωξης του γι’ αυτόν τον λόγο, να προχωρήσει μόνος του σε ιατρική ή ψυχολογική εξέταση από κατάλληλο ιατρό και να προσφέρει σχετική έκθεση στο Δικαστήριο προς ενίσχυση των σχετικών ισχυρισμών του, κατά τα διαλαμβανόμενα στο αρ.15 (8) του Νόμου. Εντούτοις ουδέν έπραξε.

Έπεται λοιπόν ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» ως ορίζεται στο αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Αρχές της Yogyakarta (Οι), Αρχές της Yogyakarta για την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου των δικαιωμάτων του ανθρώπου σε σχέση με τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου, Μάρτιος 2007 https://arxesyogyakarta.wordpress.com/wp-content/uploads/2008/06/cebfceb9-ceb1cf81cf87ceb5cf83-cf84ceb7cf83-yogyakarta-el5.pdf

[2] HS (Homosexuals: Minors, Risk on Return) Iran v. Secretary of State for the Home Department | Refworld, https://www.refworld.org/jurisprudence/caselaw/gbrait/2005/en/57477

[3] EASO, Somalia Targeted Profiles Country of Origin Information Report, September 2021, σ. 103-106

https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_09_EASO_COI_Report_Somalia_Targeted_profiles.pdf

 

[4] USDS, 2022 Country Reports on Human Rights Practices: Somalia

Section 6: Discrimination and societal abuse - Acts of violence, criminalization, and other abuses based on sexual orientation, gender identity or expression, or sex characteristics

https://www.state.gov/reports/2022-country-reports-on-human-rights-practices/somalia/

 

 

[5] Freedom House, Freedom in the world 2022 – Somalia

https://freedomhouse.org/country/somalia/freedom-world/2022

[6] UK Home Office, Country Background Note: Somalia, Version 1.0, December 2020, σ. 49-50

https://assets.publishing.service.gov.uk/media/5fe097b18fa8f5148af85a42/Somalia_-_background_note_-_CPIN_-_v1.0__GOV.UK_.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο