ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                             Υπόθεση αρ. 2770/2023

                                   

4  Απριλίου 2024

 

[ Β. Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                            Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

                                   Ι.Μ. – F 17-00XXX ,ARC 57ΧXX06

                               

Αιτητής

                                                     και 

                   Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                                                                                                           Καθ' ων η αίτηση

  

Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

 

Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος  για τους Καθ' ων η Αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 28/07/2023 η οποία του κοινοποιήθηκε στις 17/08/2023, με την οποία τον πληροφορούν ότι απορρίφθηκε η διοικητική του προσφυγή  κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, δια της οποίας απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρης και στερούμενης οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος. Περαιτέρω αιτείται απόφασης δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσει τις σχετικές διαδικασίες που ακολουθήθηκαν σχετικά με το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου αιτούντος και /ή με το προσδιορισμό της ηλικίας του , παρανομες άκυρες ,και στερημένες οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής «Δ.Φ.Υ.Α.») και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (στο εξής «Δ.Φ.Α.Α.Π.»), ο Αιτητής είναι υπήκοος Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής «ΛΔΚ») και εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 18/01/2017, οπότε και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στη συνέχεια, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (πρωήν «E.A.S.O» και νυν «EUAA») πραγματοποίησε συνέντευξη με τον Αιτητή στις 27/08/2018 και στις 17/09/2018 ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματός του.  Στις 22/11/2018 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος ασύλου του Αιτητή. Στις 27/11/2018 ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου προς τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη της αίτησής του και αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία του επιδόθηκε και επεξηγήθηκε στις 21/12/2018.

Στις 28/12/2018 λήφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (εφεξής  «Α.Α.Π») διοικητική προφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στη συνέχεια, με απόφαση της Α.Α.Π. ημερομηνίας 17/12/2020, μεταφέρθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου ούτως ώστε να εξεταστεί από τον Προϊστάμενο, ως να του έχει υποβληθεί ως ένσταση κατά της αρχικής αρνητικής του απόφασης ημερομηνίας 22/11/2018.

Στις 26/07/2023 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου επί της Διοικητικής Προσφυγής/ Ένστασης του Αιτητή. Στη συνέχεια ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της Διοικητικής Προσφυγής / Ένστασης του Αιτητή στις 28/07/2023. Στις 28/07/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή επί τη Διοικητικής Προσφυγής / Ένστασης του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως και υπογράφηκε από τον Αιτητή στις 17/08/2023.

Στις 18/08/2023, ο Αιτητής, δια της συνηγόρου του, καταχώρησε την υπό εξέταση, υπ’ αριθ. 2770/23 προσφυγή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προσβάλλοντας την από 28/07/2023 απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Δια της καταχώρησης του εισαγωγικού του δικογράφου, ο Αιτητής, δια της συνηγόρου του, προώθησε αορίστως πλήθος λόγων ακυρώσεως της προσβαλλόμενης,  οι οποίοι ωστόσο τίθενται με γενικότητα και δεν εξειδικεύονται καθώς δεν αναφέρονται τα γεγονότα επί των οποίων βασίζονται.

Δια της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου του, ο Αιτητής προωθεί ως μοναδικό ισχυρισμό προς ακύρωση της προσβαλλόμενης την έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ΄ων η αίτηση. Συγκεκριμένα, η συνήγορος του Αιτητή υπεραμύνεται της αξιοπιστίας των ισχυρισμών που προέβαλε ο Αιτητής ως προς τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, ενώ προωθεί ότι η προσβαλλόμενη ελήφθη κατόπιν παραβίασης των διαδικαστικών εγγυήσεων σχετικά με το βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου καθώς και παραβίαση των άρθρων 19 και 5 του περί Προσφύγων Νόμου, αφού ο Αιτητής, παρά το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει, δεν παραπέμφθηκε σε γιατρό. 

 

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η Αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και προϊόν δέουσας έρευνας. Υποβάλλουν περαιτέρω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος των λόγων ακύρωσης που προωθεί μέσω της γραπτής του αγόρευσης, αφού οι ισχυρισμοί που εγείρει η συνήγορός του προβάλλονται κατά τρόπο γενικό, αόριστο και επιγραμματικό και εκλείπει η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους κανόνες που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται, κατά παράβαση του Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Γι' αυτό το λόγο υποβάλλουν ότι οι λόγοι ακύρωσης που προωθούν οι Αιτητές δεν μπορούν να εξεταστούν.  Σε κάθε περίπτωση, ως προς τον ισχυρισμό περί παραβίασης των διαδικαστικών εγγυήσεων σε σχέση με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση προωθεί ότι εν λόγω ισχυρισμός προωθείται αορίστως και χωρίς να εξηγεί η συνήγορος του Αιτητή με ποιον τρόπο επηρεάστηκαν δυσμενώς τα δικαιώματα του Αιτητή, με αποτέλεσμα ο συγκεκριμένος ισχυρισμός να είναι έκθετος σε απόρριψη. Σε σχέση δε με τον ισχυρισμό της συνηγόρου του Αιτητή περί του ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν διερεύνησαν δεόντως την κατάσταση της υγείας του, η συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση αντιτείνει ότι ο Αιτητής παραπέμφθηκε σε ιατρό, ο οποίος αποφάνθηκε ότι η αιμορραγία  αντιμετώπιζε στο μάτι του αποκαταστάθηκε σταδιακά με πλήρη τελικά  αποκατάσταση της όρασης χωρίς κάποια παρέμβαση, ενώ κατά τα λοιπά προέβαλε ότι ο Αιτητής δεν αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας αφού, ούτως ή άλλως, δεν προσκομίστηκε οιαδήποτε μαρτυρία η οποία να καταλήγει σε διαφορετικό συμπέρασμα σε σχέση με την ιατρική έκθεση ή σε σχέση με τις εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε ο Αιτητής αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του. Καταληκτικά, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση υποβάλει ότι ο Αιτητής υπήρξε αναξιόπιστος ως προς τους ισχυρισμούς του και δεν έχει κατορθώσει να αποσείσει το βάρος απόδειξης αυτών, και ως εκ τούτου υποβάλλουν ότι η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί καθώς δεν έχει στοιχειοθετηθεί φόβος δίωξης ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής.

Δια της απαντητικής αγόρευσης της συνηγόρου του, ο Αιτητής προωθεί ότι βάσει των ισχυρισμών του προκύπτει πράξη παρελθούσας δίωξης εις βάρος του και επομένως θα πρέπει το Δικαστήριο να τον αναγνωρίσει ως πρόσφυγα ή να του χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας καθώς προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής του ή κίνδυνος να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής. Σε σχέση δε με τον ισχυρισμό που ήγειρε δια της γραπτής της αγόρευσης περί του ότι η Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να διερευνήσουν την κατάσταση της υγείας του Αιτητή, η συνήγορός του προωθεί ότι ο Αιτητής εξακολουθεί να ταλαιπωρείται από ζαλάδες και πονοκεφάλους και ότι παρουσιάζει απώλεια μνήμης συνεπεία του τραύματός του στο μάτι. Προσθέτει δε ότι στη χώρα καταγωγής η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας είναι πολυέξοδη και ο αριθμός του ιατρικού προσωπικού περιορισμένος, γεγονός το οποίο σε συνδυασμό με τον κίνδυνο δίωξης που φέρει από το στρατό της χώρας καταγωγής, ισοδυναμεί με κίνδυνο να υποστεί εξευτελιστική μεταχείριση.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς θα πρέπει να τονιστεί ότι τα νομικά σημεία που εγείρονται στην αίτηση ακύρωσης της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης από τη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Αιτητή εγείρονται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακυρώσεως της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται και εξειδικεύονται πλήρως.

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Περαιτέρω, δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμό παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. [..]

Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης συγκεκριμένων νόμων και Γενικών Διοικητικών Αρχών  χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή.[.]»

Είναι ευδιάκριτο ότι οι νομικοί ισχυρισμοί του Αιτητή είναι με γενικότητα και αοριστία που παρατίθενται στη γραπτή και απαντητική αγόρευσή του, καθώς ενώ επικαλούνται παραβιάσεις του Συντάγματος, του περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης.

 

Ως εκ τούτου, όλοι οι λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν αναπτύσσονται επαρκώς στη γραπτή αγόρευση θεωρούνται νομολογιακά εγκατελειφθέντες και δεν δύνανται να τύχουν εξέτασης από το δικαστήριο. (Ηλιάδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 313, Λοΐζου Παντελής ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1994) 4 ΑΑΔ 663). Περαιτέρω οι νομικοί ισχυρισμοί που προβάλλονται με την απαντητική αγόρευση δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη εφόσον δεν προβλήθηκαν δια της  αγόρευσης του Αιτητή (βλ. απόφαση στην υπόθεση Αρ. 219/2014 του Διοικητικού Δικατηρίου ημερ. 9 Μαΐου 2017M.A.N.I ESTATES LTD κ.α., ) ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ 1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥκαι ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ Η/ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝE CLI:CY:DD:2017:175) απόσπασμα της οποίας παρατίθεται πιο κάτω:

"Θα πρέπει επίσης να επισημάνω ότι οι ως αμέσως ανωτέρω ισχυρισμοί των αιτητριών περί εκ μέρους της Διοίκησης υπέρβασης εξουσίας, καθώς και των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, κατά παράβαση του άρθρου 48 του Νόμου 158(Ι)/1999 δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο, εφόσον, ναι μεν έχουν δικογραφηθεί, αλλά δεν αναπτύσσονται, ούτε καν αναφέρονται, στην αρχική γραπτή αγόρευση των αιτητών, παρά μόνο επαναφέρονται, ανεπίτρεπτα, από το δικηγόρο τους στην απαντητική του αγόρευση. Άμεσα σχετική με το ζήτημα είναι η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Γεώργιος Π. Γεωργίου ν. Δήμος Πάφου, ECLI:CY:AD:2016:D403, Υποθ. Αρ. 1601/2011, ημερ. 9.8.2016, ECLI:CY:AD:2016:D403, ECLI:CY:AD:2016:D403, καθώς και η πιο πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην MARINA BOTA ν. Υπουργείου Εσωτερικών (Τμήμα Μετανάστευσης), Υποθ. Αρ. 1150/2015, ημερ. 12.1.2017, όπου είχα την ευκαιρία να εξετάσω παρόμοιο ζήτημα. Θα μπορούσε βεβαίως ο συνήγορος των αιτητών να υποβάλει προς το Δικαστήριο αίτημα για να καταχωρήσει συμπληρωματική γραπτή αγόρευση. Ουδέν, ωστόσο, έπραξε, παρά μόνο επέλεξε, ανεπίτρεπτα, να αναπτύξει νέους λόγους ακύρωσης δια της απαντητικής του γραπτής αγόρευσης.''

Υπο το φως των πιο πάνω  συμφωνώ με τη θέση των Καθ' ων η Αίτηση ως προς το ότι όλοι οι λόγοι ακύρωσης του Αιητή εγείρονται με γενικότητα και αοριστία, δεδομένου ότι ελλείπει η οποιαδήποτε υπαγωγή στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, καθώς και η οποιαδήποτε επί της ουσίας τεκμηρίωση και διασαφήνιση του θεμελίου επί του οποίου οι εν λόγω ισχυρισμοί στηρίζονται, παραβιάζουν δε τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και απορρίπτονται ως νομικά εγκαταλειφθέντες. Ειδικότερα, η συνήγορος του Αιτητή ναι μεν εγείρει τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου, ωστόσο η παράθεση του εν λόγω ισχυρισμού, όπως ορθά εντόπισε η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, εγείρεται ασαφώς καθώς η συνήγορός του δεν προσδιορίζει ποιες πράξεις και/ή παραλείψεις και με ποιον τρόπο επηρέασαν δυσμενώς τα δικαιώματα του Αιτητή, με αποτέλεσμα ο συγκεκριμένος ισχυρισμός να καθίσταται αδύνατο να αξιολογηθεί από το παρόν Δικαστήριο και απορρίπτεται.

Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και ex nunc.

Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

Το δε Δικαστήριο, στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

Περαιτέρω όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Knai v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 1534). Η έκταση της έρευνας, που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης, εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και η Ε.Δ.Υ, έχει διακριτική ευχέρεια επιλογής του τρόπου αξιολόγησης των υποψηφίων (Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων, Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 869, ημερομηνίας 13/12/90).)».

Ενόψει των πιο πάνω, θα εξετάσω την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε με την αίτησή του για διεθνή προστασία, κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, με την ιεραρχική του προσφυγή όσο και όσα προβάλλονται με την παρούσα Προσφυγή και τα όσα το προέκυψαν από την ανεξάρτητη έρευνα στην οποία προέβη το παρόν Δικαστήριο. 

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατά την υποβολή της αίτησής του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω εμπορίας ανθρώπων (βλ. ερυθρό 1 Δ.Φ.Υ.Α.).

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σε σχέση με τα προσωπικά της στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa, πρωτεύουσα της χώρας καταγωγής. Υπέβαλε δε ότι το 2016 εγκαταστάθηκε με τον πατέρα του για λίγους μήνες στην πόλη Masisi και στη συνέχεια στην πόλη Goma από όπου εξήλθε της χώρας καταγωγής και αφού διήλθε μέσω Ρουάντα και Ουγκάντα, στη συνέχεια ταξίδεψε αεροπορικώς μέχρι την Αίγυπτο από όπου ταξίδεψε ακτοπλοϊκώς μέχρι τη Λάρνακα εισερχόμενος παράνομα εντός των εδαφών της Δημοκρατίας.  Αναφορικά με την εθνοτική του ταυτότητα, ο Αιτητής δήλωσε ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Mayombe και ως προς το θρήσκευμά του δήλωσε Χριστιανός Προτεστάντης. Ως προς την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο πατέρας του απεβίωσε και ότι αγνοεί που βρίσκεται η μητέρα του. Προσέθεσε δε ότι διαθέτει άλλα δύο ετεροθαλή αδέρφια τα οποία ωστόσο δε γνωρίζει που βρίσκονται. Σε σχέση με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι φοίτησε μέχρι το 5ο έτος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και σε σχέση με το επάγγελμά του δήλωσε ότι ουδέποτε εργάστηκε στη χώρα καταγωγής (βλ. ερυθρά 48 – 44 Δ.Φ.Υ.Α.).

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του ο Αιτητής δήλωσε ότι  μετά τις σχολικές εξετάσεις τις οποίες έδωσε τον Ιούλιο του 2016, ο πατέρας του επέστρεψε στην Kinshasa από την πόλη Beni όπου εργαζόταν ως στρατιωτικός και του ζήτησε να τον ακολουθήσει στην πόλη Beni. Καθώς η μητέρα του διαφωνούσε με την εν λόγω πρόταση λόγω της κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στην πόλη Beni, ο Αιτητής και εκείνη ταξίδεψαν αεροπορικώς μέχρι την πόλη Beni, στη συνέχεια όμως ένα στρατιωτικό όχημα τους μετέφερε στην πόλη Masisi, από όπου καταγόταν οι γονείς της μητέρας του, ο δε πατέρας του παρέμεινε στην πόλη Beni. Τον Αύγουστο που ακολούθησε, η μητέρα του Αιτητή ενημερώθηκε από κάποιους στρατιώτες οι οποίοι επισκέφτηκαν την οικία της ότι σκοτώθηκε ο σύζυγός της, ενώ της ζήτησαν να πάρουν μαζί τους και τον Αιτητή καθώς ο πατέρας του τον είχε υποδείξει ως νόμιμο κληρονόμο του. Επειδή όμως η μητέρα του αρνήθηκε να τους παραδώσει τον Αιτητή, οι εν λόγω στρατιώτες πήραν μαζί τους την ίδια και έκτοτε ο Αιτητής έχει χάσει τα ίχνη της. Ο Αιτητής ακολούθως προέβαλε ότι την επόμενη ημέρα χτύπησε το τηλέφωνο της μητέρας του, το οποίο εκείνη είχε αφήσει στην οικία που διέμεναν, και ένας εκ των φρουρών του πατέρα του του μετέφερε ότι σύμφωνα με τις οδηγίες της μητέρας του θα πρέπει να πάει στο δωμάτιό της, να πάρει μια τσάντα με χρήματα που υπήρχε εκεί και να διαφύγει. Ως εκ τούτου, ο Αιτητής μετέβη στην οικία ενός γείτονά του ονόματι Johny, του οποίου ο πατέρας ήταν επίσης στρατιωτικός, ο οποίος όμως του δήλωσε ότι δε μπορεί να τον βοηθήσει γιατί θα θεωρείτο προδότης από τις στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας καταγωγής. Ωστόσο ο Johny συνέστησε στον Αιτητή να μεταβεί στην πόλη Goma και να περιμένει περαιτέρω οδηγίες. Αφιχθείς στην πόλη Goma o Αιτητής δέχτηκε μια τηλεφωνική κλήση από την ξαδέρφη του φίλου του Johny, ονόματι Priscille, η οποία τον ενημέρωσε ότι οι στρατιώτες αναζητούν την ίδιο και τη μητέρα του. Στη συνέχεια η Priscille κάλεσε εκ νέου τον Αιτητή και τον ενημέρωσε ότι διαθέτει ένα θείο, ο οποίος είναι επιχειρηματίας, από τον οποίο θα ζητούσε να φιλοξενήσει για λίγο τον Αιτητή. Όταν ο Αιτητής συνάντησε το θείο της Priscille, τον ενημέρωσε ότι διέθετε χρήματα και εκείνος τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής οδικώς, διερχόμενος μέσω Ρουάντα και Ουγκάντα. Στη συνέχεια ο Αιτητής προσέθεσε ότι σύμφωνα με πληροφορίες που περιήλθαν εις γνώση του, στις 13 Αυγούστου έλαβε χώρα μια σφαγή στην πόλη Beni και επειδή ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός, μάλλον δολοφονήθηκε στο ανωτέρω περιστατικό. Προσέθεσε δε ότι όταν του ανακοίνωσαν το θάνατο του πατέρα του, του ζήτησαν να στρατολογηθεί προκειμένου να τον αντικαταστήσει στο στράτευμα (βλ. ερυθρά 66 3Χ, 65 1Χ Δ.Φ.Υ.Α.). Προχωρώντας στη διερεύνηση του ανωτέρω αφηγήματος, ο αρμόδιος λειτουργός το διαχώρισε σε θεματικές υποβάλλοντας στον Αιτητή περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής αρχικά υποβλήθηκε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με το εάν ο πατέρα του τον ενημέρωσε ότι θα πρέπει να τον αντικαταστήσει ως στρατιωτικό και το εάν αυτή η πρακτική συναντάται συχνά στη χώρα καταγωγής. Στη συνέχεια ο Αιτητής υποβλήθηκε σε ερωτήσεις αναφορικά με το περιστατικό της επίσκεψης των στρατιωτών στην οικία του κατά την οποία ο ίδιος και η μητέρα του φέρονται να ενημερώθηκαν για το θάνατο του πατέρα του και τη φερόμενη υποχρέωσή του Αιτητή να τον αντικαταστήσει στο στράτευμα, όσο και για τους λόγους για τους οποίους οι εν λόγω στρατιώτες πήραν μαζί τους τελικά τη μητέρα του Αιτητή και όχι τον ίδιο. Ακολούθως ζητήθηκε από τον Αιτητή να αποσαφηνίσει το περιεχόμενο της συνομιλίας του με το φρουρό του πατέρα του την επόμενη ημέρα της αρπαγής της μητέρας του, καθώς και το λόγο για τον οποίο ο εν λόγω άνδρας συνέστησε στον Αιτητή να εγκαταλείψει την πόλη που διέμενε. Ακολούθως ο Αιτητής κλήθηκε να αποσαφηνίσει το λόγο για τον οποίο ο φίλος του Johny του συνέστησε να διαφύγει στην πόλη Goma, τη διάρκεια και τις συνθήκες διαμονής του εκεί και το λόγο για τον οποίο η Priscille και ο θείος της προσφέρθηκαν να τον βοηθήσουν. Στο επόμενο στάδιο της διερεύνησης του αφηγήματος του Αιτητή, εκείνος υποβλήθηκε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με το τηλεφώνημα που δέχτηκε από την Priscille, η οποία τον ενημέρωσε ότι τον αναζητούν οι στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας καταγωγής. Κατά το τελικό στάδιο της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής υποβλήθηκε σε ερωτήσεις αναφορικά με την ιδιότητα του πατέρα του και συγκεκριμένα το βαθμό που εκείνος έφερε όσο βρισκόταν εν ζωή, τα καθήκοντά του και τους λόγους για τους οποίους διέμενε στην πόλη Beni (βλ. ερυθρά 64 – 60 Δ.Φ.Υ.Α.).

Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα τον σκοτώσουν γιατί αρνήθηκε να καταταγεί στο στρατό και εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής. Ερωτηθείς ποιος φοβάται ότι θα τον σκοτώσει, ο Αιτητής δήλωσε ότι δε γνωρίζει ποια ένοπλη ομάδα τον αναζητά, αλλά ο στρατός της χώρας καταγωγής είναι εύκολο να εντοπίσει κάποιον που διαμένει στην επικράτειά της (βλ. ερυθρό 64 Δ.Φ.Υ.Α.).

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικά της συνέντευξης του Αιτητή και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός που εισηγήθηκε την αρχική απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή σχημάτισε στην εισήγησή του δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ του Αιτητή, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του. Ο δεύτερος αφορά τις δηλώσεις του περί του ότι τον αναζητούσε ο στρατός λόγω του ότι αρνήθηκε να αντικαταστήσει το θανούντα πατέρα του στο στράτευμα.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή έγινε αποδεκτός καθώς οι σχετικές του δηλώσεις κρίθηκαν μεν σαφείς και ακριβείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης.

Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή έτυχε απόρριψης καθώς οι σχετικές του δηλώσεις κρίθηκαν ασαφείς, αόριστες και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας. Συγκεκριμένα, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, οι δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι οι στρατιώτες πήραν τη μητέρα του και όχι τον ίδιο όταν επισκέφτηκαν την οικία τους, κρίθηκαν ως στερούμενες νοηματικής συνοχής και ευλογοφάνειας καθώς, εφόσον αναζητούσαν τον ίδιο, θα αναμενόταν από εκείνους πάρουν μαζί τους τον ίδιο και όχι τη μητέρα του. Κληθείς άλλωστε να προσδιορίσει τους λόγους για τους οποίους συνέβη αυτό, ο Αιτητής επέδειξε άγνοια και προέβαλε χωρίς συνοχή ότι η μητέρα του τον ενημέρωσε πως θα επέστρεφε και ότι δεν κατάλαβε για ποιο λόγο οι στρατιωτικοί την πήραν μαζί τους (βλ. ερυθρά 63 1Χ, 2Χ Δ.Φ.Υ.Α.).

Σε σχέση με την τηλεφωνική κλήση που φέρεται να δέχτηκε την επόμενη ημέρα στο τηλέφωνο της μητέρας του, κατά τη διάρκεια της οποίας ο φρουρός του πατέρα του του συνέστησε να εγκαταλείψει την περιοχή που διέμενε, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ασαφείς και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας  αφού ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει το λόγο για τον οποίο το εν λόγω άτομα φέρεται να του τηλεφώνησε και μάλιστα στον τηλεφωνικό αριθμό που άνηκε στη μητέρα του. Συγκεκριμένα, ζητηθείς να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο δέχθηκε την ανωτέρω κλήση, ο Αιτητής προέβαλε χωρίς συνοχή ότι έπραξε ότι του υπέδειξε το εν λόγω άτομο, χωρίς ωστόσο να απαντά με σαφήνεια στο υποβληθέν ερώτημα. Ερωτηθείς άλλωστε αν γνώριζε ότι τον αναζητά ο στρατός, ο Αιτητής προέβαλε αορίστως ότι ο ίδιος δε το γνώριζε, πλην όμως το πληροφορήθηκε από το φρουρό του πατέρα του και το θείο της Priscille (βλ. ερυθρό 61 1Χ Δ.Φ.Υ.Α.).

Βάσει της ανωτέρω αξιολόγησης, ο λειτουργός που εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματός του Αιτητή, έκρινε ότι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τον υπό εξέταση ισχυρισμό ήτο ασαφείς και στερούμενες συνοχής, αφού, καταληκτικά, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει τις δηλώσεις του περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής γιατί τον αναζητούσε ο στρατός με σκοπό να αντικαταστήσει το θανούντα πατέρα του.  Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, εκ της οποίας ωστόσο δεν ανέκυψαν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την εφαρμογή της αναγκαστικής στρατολόγησης ανηλίκων στη χώρα καταγωγής. Ούτε άλλωστε ανέκυψαν πληροφορίες που να επιβεβαιώνουν τη στρατολόγηση ανηλίκων στις εμπόλεμες περιοχές της ΛΔΚ προκειμένου να αντικαταστήσουν τους θανούντες γονείς τους. Τουναντίον μάλιστα, ανευρέθηκαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι ο στρατός της ΛΔΚ σταμάτησε να στρατολογεί ανήλικα παιδιά, ενώ απελευθέρωσε και κάποια εξ αυτών τα οποία είχαν στρατολογηθεί κατά το παρελθόν. Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ως εξωτερικά μη αξιόπιστες και ως εκ τούτου, σε συνδυασμό με την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος καθώς κρίθηκε ότι τα εκ του Αιτητή εξιστορισθέντα δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη το μοναδικό αποδεκτό του Αιτητή που αφορά τα στοιχεία του προσωπικού του  προφίλ, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε το φόβο του Αιτητή ως αβάσιμο και μη δικαιολογημένο αφού ο σχετικά συνδεόμενος ισχυρισμός του Αιτητή απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος.

Προχωρώντας ακολούθως στη Νομική Ανάλυση, ο λειτουργός έκρινε ότι ελλείψει βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου, δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας ο Αιτητής  να κινδυνεύσει με  δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, υπό την έννοια του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ως προς το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, για τον ανωτέρω λόγο, ήτοι την έλλειψη βάσιμου και δικαιολογημένου κινδύνου, ο λειτουργός έκρινε ότι, υπό την έννοια των Άρθρων 19 (1) και (2) του Νόμου, δεν συντρέχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι εάν επιστρέψει  στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας αλλά ούτε και σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής του ως άμαχος πολίτης λόγω αδιάκριτης βίας.

Με βάση την πιο πάνω εισηγητική έκθεση, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου απέρριψε την αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία. Εναντίον της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο τελευταίος καταχώρησε εμπρόθεσμα στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων διοικητική προσφυγή.  Στο σχετικό έντυπο της διοικητικής προσφυγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι προσέβαλε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου διότι απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του περί του ότι αναζητείτο από το στρατό προκειμένου να αντικαταστήσει τον πατέρα του στο στράτευμα. Ως εκ τούτου αιτήθηκε όπως επανεξεταστεί εκ νέου η υπόθεσή του αφού κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Κύπρο δημιούργησε οικογένεια (βλ. ερυθρό 103 Δ.Φ.Α.Α.Π.).

Ένεκα της κατάργησης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, η διοικητική προσφυγή του Αιτητή εξετάστηκε ως ένσταση από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία, δια επιστολής ημερομηνίας 17/07/2023, ενημέρωσε τον Αιτητή ότι έχει το δικαίωμα να προσκομίσει τυχόν πρόσθετα υποστηρικτικά της αίτησής του στοιχεία και/ή λόγους ένστασης. Στη συνέχεια ο Αιτητής προσκόμισε την από 20/07/2023 διάγνωση του οφθαλμιάτρου με υποειδίκευση στη χειρουργική υαλοειδούς-αμφιβληστροειδούς, κου Δρ. Ανδρέα Κοντού (βλ. ερυθρό 104 β Δ.Φ.Υ.Α.).

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην εισηγητική του έκθεση, περιέγραψε με λεπτομέρεια τα διαδικαστικά θέματα σχετικά με την εξέταση της αίτησης του Αιτητή, παρέθεσε με λεπτομέρεια τους ισχυρισμούς του ως αυτοί προέκυψαν μέσα από την αίτησή του για διεθνή προστασία και τη  συνέντευξή του, στη δε συνέχεια κατέγραψε τα ουσιώδη σημεία της έκθεσης - εισήγησης στη βάση της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση του Αιτητή.

Εξετάζοντας την ένσταση του Αιτητή επί της ουσίας, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά συντάχθηκε με τη διάκριση των ουσιωδών ισχυρισμών του όπως αυτοί διακρίθηκαν στην απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, στη βάση της συνεντεύξεώς του. Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί που διακρίθηκαν  συνίσταντο 1) στα στοιχεία του προσωπικού προφίλ του Αιτητή και 2) στις δηλώσεις του περί του ότι αναζητείτο από τις στρατό της χώρας καταγωγής προκειμένου να στρατολογηθεί για να αντικαταστήσει το θανούντα πατέρα του στο στράτευμα.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή έγινε δεκτός, αφού οι δηλώσεις του κρίθηκαν ως σαφείς και λεπτομερείς, ενώ δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία. Ο αρμόδιος λειτουργός επισήμανε ότι εφόσον ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του εκάστοτε Αιτητή/τριας θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από μια σταθερότητα και/ή προκειμένου να νοηθεί ως τέτοιος κάποιος τόπος, θα πρέπει να αποτελεί το κέντρο των βιοτικών του/ης συμφερόντων, ορθώς κρίθηκε ότι τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή αποτέλεσε η πόλη Kinshasa, καθώς, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, ο Αιτητής διέμεινε εκεί  από γεννήσεώς του μέχρι το 2016, ενώ ακολούθως διέμεινε στην πόλη Masisi μόλις για δύο μήνες.

Ο δεύτερος ωστόσο ισχυρισμός του Αιτητή έτυχε και πάλι απόρριψης.  Συγκεκριμένα, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή παρουσιάστηκαν μη συνεκτικές και στερούμενες ευλογοφάνειας. Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει γιατί οι στρατιώτες που επισκέφτηκαν την οικία του προκειμένου να τον στρατολογήσουν, εν τέλει πήραν μαζί του τη μητέρα του αντί για τον ίδιο. Ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε ότι αν και ο Αιτητής ήταν ανήλικος κατά την υπό εξέταση χρονική στιγμή, θα αναμενόταν ευλόγως από εκείνον να είναι σε θέση να εξηγήσει γιατί οι εν λόγω στρατιώτες πήραν τη μητέρα του και όχι τον ίδιο, αφού δήλωσε ότι ήταν παρόν κατά την εξέλιξη του υπό εξέταση περιστατικού. Επίσης, αν και ο Αιτητής δήλωσε ότι την επόμενη ημέρα έλαβε ένα τηλεφώνημα στην τηλεφωνική συσκευή της μητέρας του από συναδέλφους του πατέρα του, κατά τη διάρκεια του οποίου του ζητήθηκε να πάρει τα χρήματα που είχε κρύψει η μητέρα του στην οικία που διέμεναν και να διαφύγει, παρατηρήθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει ούτε τον τρόπο με τον οποίο το άτομο που του τηλεφώνησε γνώριζε ότι υπήρχαν κρυμμένα χρήματα εντός της οικίας του, αλλά ούτε και να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο το εν λόγω άτομο δεν του αποκάλυψε που βρισκόταν η μητέρα του. Στη βάση των ανωτέρω παρατηρήσεων, οι οποίες κρίθηκαν ως αποδυναμώνουσες την αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

Σε σχέση με την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η αδυναμία του λειτουργού που συνέταξε την αρχική απορριπτική απόφαση να εντοπίσει αξιόπιστες πηγές που να επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις του Αιτητή, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει βάση επί της οποίας θα επερχόταν άνευ ετέρου η απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού. Παρόλα αυτά, σημείωσε ότι η αδυναμία εντοπισμού πληροφοριών που να επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις του Αιτητή, σε συνδυασμό με την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του ως παρατέθηκε ανωτέρω, ορθώς οδήγησε στην απόρριψη του υπό εξέταση ισχυρισμού.

Επιπροσθέτως, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι αν και λήφθηκαν υπόψη τα προσωπικά χαρακτηριστικά του Αιτητή, ήτοι το φύλο, η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του, το μορφωτικό του επίπεδο και η οικονομική του κατάσταση, ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις και νοηματικά κενά στα οποία δεν θα αναμενόταν ευλόγως να υποπέσει δεδομένου ότι τα εξιστορισθέντα φέρονται να αποτελούν βιωματικά περιστατικά. Συν τοις άλλοις, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή στερούντο χωρικής και χρονικής συνοχής καθ’όλη τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξής και ως εκ τούτου ορθώς ο ισχυρισμός του αναφορικά με τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής  απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος. Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός συντάχθηκε  με το συμπέρασμα του λειτουργού που συνέταξε την απορριπτική απόφαση του Αιτητή περί απόρριψης του υπό εξέταση ισχυρισμού, τον οποίο απέρριψε εκ νέου.

Ως προς την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο λειτουργός που συνέταξε την αρχική απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή, παρέλειψε να προβεί σε εξατομικευμένη και αναλυτική αξιολόγηση του μελλοντοστραφή κινδύνου του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, αφού δεν έλαβε υπόψη τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, και δη της κατάσταση της υγείας του.

Προχωρώντας ο ίδιος στην αξιολόγηση του μελλοντοστραφή κινδύνου που ενδεχομένως ο Αιτητής αντιμετωπίσει στη χώρα καταγωγής, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή που αφορά τα προσωπικά του στοιχεία, δεν προκύπτουν ενδείξεις εκ των οποίων δύναται να αξιολογηθεί ευλόγως ότι ο Αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης της σωματικής του ακεραιότητας ή της ζωής του. Ως εκ τούτου ο εκπεφρασμένος φόβος του Αιτητή κρίθηκε ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.

Σε σχέση δε με το μη εκπεφρασμένο κίνδυνο του Αιτητή, ο οποίος δύναται να απορρέει από την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής και δη στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ήτοι την πόλη Kinshasa, o αρμόδιος λειτουργός προέβη σε αυτοτελή έρευνα σε εξωτερικές πηγές εκ της οποίας διαπιστώθηκε ότι στη χώρα καταγωγής παρατηρείται πλήθος παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε σχέση όμως με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι επαναπατρισθέντες στη χώρα καταγωγής, ανέκυψαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι στο Κόγκο εφαρμόζονται διαδικασίες οι οποίες διευκολυνθούν τα εν λόγω άτομα κατά την επιστροφή τους στη χώρα καταγωγής. Παράλληλα, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι τα άτομα που επιστρέφουν στην Kinshasa, είτε οικειοθελώς ή αναγκαστικά, δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα αν δεν διώκονται για συγκεκριμένους λόγους όπως, λόγου χάρη, για προηγούμενη πολιτική δραστηριότητα. Βάσει όλων των ανωτέρω, σε συνδυασμό με το ότι ο Αιτητής αποτελεί ένα υγιή, αρτιμελή, νεαρό άνδρα, ο οποίος δεν ανήκει στα προφίλ των ατόμων που ενδεχομένως να κινδυνέψουν με σύλληψη κατά την επιστροφή τους στη χώρα καταγωγής, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα κατά την επιστροφή και είσοδό του στη χώρα καταγωγής.

Αναφορικά τέλος με τον μη εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή που δύναται να απορρέει από την κατάσταση της υγείας του,  ο αρμόδιος λειτουργός ανέτρεξε σε πηγές οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι το σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στη χώρα καταγωγής δεν είναι εγγυημένο και δεν παρέχεται δωρεάν, πλην όμως έκρινε ότι αφορά του σύνολο του πληθυσμού της χώρας καταγωγής του Αιτητή και ως εκ τούτου δε εμπίπτει στην έννοια της δίωξης με βάση τη σύμβαση της Γενεύης, λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με την προσκομισθείσα εκ του Αιτητή βεβαίωση, ότι ο Αιτητής δεν αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας.

Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι προκύπτουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, ο φόβος του Αιτητή κρίθηκε στο σύνολό του αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.

Προχωρώντας στη Νομική Ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε ότι εν τη  απουσία βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης, δεν προκύπτουν λόγοι για τους οποίους ο Αιτητής θα μπορούσε να υπαχθεί στις πρόνοιες του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ούτως ώστε να του χορηγηθεί προσφυγικό καθεστώς.

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι στη βάση των όσων έχουν γίνει αποδεκτά και ελλείψει βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου να υποστεί σοβαρή βλάβη ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, δε συντρέχουν λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, βασανιστήρια, ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (α) και (β). Σε σχέση δε με το ενδεχόμενο ο Αιτητής να κινδυνεύσει να πέσει θύματα αδιάκριτης βίας υπό την έννοια του Άρθρου 19 (2) (γ) του Νόμου, o αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Kinshasa, και αφού ανέκυψαν πληροφορίες που επιβεβαίωσαν ότι η κατάσταση ασφαλείας εκεί είναι σταθερή, έκρινε ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στις πρόνοιες του  ανωτέρω άρθρου.

Εξέτασα με προσοχή τους ισχυρισμούς του Αιτητή και αρχικά κρίνω ότι η διοικητική προσφυγή τίποτε δεν προσέθεσε στα στοιχεία της συνέντευξής του και, επομένως, εύλογα οι Καθ' ων η Αίτηση έκριναν ότι δεν χρειαζόταν να καλέσουν τον Αιτητή σε νέα συνέντευξη.  Τέτοια συνέντευξη άλλωστε είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική (δέστε Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 383, Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387, Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, κ.ά.). 

 

Οι Καθ' ων η Αίτηση, άλλωστε, δεν είναι υποχρεωμένοι να διεξάγουν νέα έρευνα εφόσον η διαπίστωσή τους εξαντλείται στο κατά πόσο η έρευνα από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης με τη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων (Yuri Polishchuk v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 27/2005, ημερ. 19.11.2005, Aida Oganezov v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1869/08, ημερ. 4.3.2010 και Muhammad Igbal v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1629/07, ημερ. 14.4.2009).

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη διοικητική προσφυγή του. Η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αποτελεί το προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο.

Έχοντας σταχυολογήσει άλλωστε την προφορική συνέντευξη του Αιτητή ελέγχοντας την ορθότητα της προσβαλλόμενης ως προς την ουσία του αιτήματός του, αποτελεί θέση του Δικαστηρίου ότι ορθώς έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός 1 σχετικά με τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας διαμονής τους καθώς δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία. Σημειώνεται συναφώς ότι, όπως ορθά αξιολογήθηκε και από τους Καθ’ ων η αίτηση, ως τόπος τελευταίας διαμονής του Αιτητή κρίνεται η πόλη Kinshasa, αφενός λόγω του ότι ο Αιτητής διέμεινε εκεί από γεννήσεώς του μέχρι και την ηλικία των 16 ετών, στη δε πόλη Masisi, διέμεινε προσωρινά για λίγους μήνες. Δεν προβλήθηκε άλλωστε κάποιος ισχυρισμός τον Αιτητή, καίτοι εκπροσωπείται από δικηγόρο, που να υποστηρίζει το αντίθετο.

Σε σχέση με τον ισχυρισμό 2, ο οποίος συνίσταται στις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι τον αναζητούσε ο στρατός της χώρας καταγωγής προκειμένου να αντικαταστήσει το θανούντα πατέρα του στο στράτευμα, το Δικαστήριο συντάσσεται με την αξιολόγηση των Καθ΄ων η αίτηση για τους ακόλουθους λόγους. Δεδομένου του ότι οι Καθ’ ων η αίτηση αναλύουν πλήρως τους λόγους για τους οποίους απέρριψαν την αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο επιγραμματικά τονίζει ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει το προβληθέν αφήγημα κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικές εμπειρίες καθώς οι δηλώσεις του Αιτητή στερούνται συνοχής, σαφήνειας και περιγραφικής λεπτομέρειας. Ειδικότερα, δεδομένου του πυρήνα του αιτήματος του καθώς και των δηλώσεών του κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο οι στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας καταγωγής πήραν μαζί τους τη μητέρα όταν επισκέφτηκαν την οικία τους, αν και φέρονται να αναζητούσαν τον ίδιο με σκοπό να τον στρατολογήσουν. Η δε σχετική δήλωση του Αιτητή περί του ότι οι στρατιώτες που επισκέφτηκαν την οικία του, τον ενημέρωσαν ότι θα περάσουν την επόμενη ημέρα για να πάρουν τον ίδιο, κρίνεται ως στερούμενη ευλογοφάνειας σε βαθμό που πλήττεται ανεπανόρθωτα η αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού. Ούτε άλλωστε ο Αιτητής ήταν σε θέση να παραθέσει μια ευλογοφανή και συνεκτική απάντηση αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο το άτομο που του τηλεφώνησε την επόμενη ημέρα γνώριζε ότι στην οικία του βρισκόταν μια τσάντα με χρήματα, αλλά ούτε και τον λόγο για τον οποίο το εν λόγω άτομο δεν αποκάλυψε στον Αιτητή το που βρισκόταν η μητέρα του. Σε κάθε περίπτωση, η αλληλουχία των υπό εξέταση γεγονότων, ως την παρέθεσε ο Αιτητής, δεν διέπεται από νοηματική συνοχή. Ειδικότερα,  το σκέλος του ισχυρισμού αναφορικά με την αρπαγή της μητέρας του από τους στρατιώτες στερείται ευλογοφάνειας, οι δε ακόλουθες δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι τον αναζητούσε ο στρατός βασίζονται αποκλειστικά σε αόριστες και ασαφείς πληροφορίες που φέρεται να αποκόμισε τηλεφωνικά από τρίτα άτομα, χωρίς ωστόσο να πλαισιώνονται από άλλα στοιχεία τα οποία ενδυναμώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού. Σημειώνεται στο συγκεκριμένο σημείο, ότι το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ο Αιτητής ήταν ανήλικος, γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει τη δυνατότητα παροχής σαφών και λεπτομερών απαντήσεων, όχι όμως και την αδυναμία του να στοιχειοθετήσει την εσωτερική αξιοπιστία των περιστατικών κατά τα οποία φέρεται να ήταν παρόν, όπως λόγου χάρη την αντ’ αυτού αρπαγή της μητέρα του από στρατιώτες των ενόπλων δυνάμεων της χώρας του, οι οποίοι ωστόσο , σύμφωνα με τις δηλώσεις του, ήθελαν να στρατολογήσουν τον ίδιο. Βάσει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

Προχωρώντας στη διερεύνηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή σε σχέση με την πρακτική της αναγκαστικής στρατολόγησης ανηλίκων στη χώρα καταγωγής και δη στις περιοχές που επηρεάζονται από ένοπλες συγκρούσεις, όπως η περιφέρει του Βόρειου Κίβου, επί της οποίας βρίσκονται τόσο η πόλη Beni όσο και η πόλη Masisi, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας ανέκυψαν πληροφορίες βάσει έκθεσης του 2024 της Ύπατης Αρμοστείας του Ο.Η.Ε. («UNHCR»),  οι οποίες αναφέρουν ότι δύο χρόνια κυκλικής σύγκρουσης στις περιοχές του Βόρειου Κίβου, Ρουτσουρού και Μασίσι, ανάγκασαν πάνω από 1,3 εκατομμύρια ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους εντός της ΛΔΚ, με αποτέλεσμα συνολικά 5,7 εκατομμύρια άνθρωποι να εκτοπιστούν εσωτερικά στις επαρχίες του Βόρειου Κίβου, του Νότιου Κίβου και του Ιτούρι. Από τις βίαιες συγκρούσεις που τυλίξαν την πόλη Sake, στην επικράτεια Masisi, στις 7 Φεβρουαρίου 2024, σχεδόν 300.000 άνθρωποι έφτασαν στην πόλη Goma και τα περίχωρά της, διογκώνοντας αυθόρμητες και επίσημες τοποθεσίες εκτοπισμού καθώς αναζητούν απεγνωσμένα καταφύγιο από αδιάκριτους βομβαρδισμούς και άλλες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[1]. Σε σχέση δε με την στρατολόγηση των ανηλίκων στα πλαίσια της ανωτέρω σύρραξης, η ίδια πηγή επιβεβαιώνει ότι  η συνεχόμενη  βία σημαίνει ότι πολλά παιδιά έχουν εκτοπιστεί και πολλά παιδιά είναι πλέον ασυνόδευτα και εκτίθενται σε σοβαρούς κινδύνους και παραβιάσεις, όπως απαγωγή, αναγκαστική στρατολόγηση, ακρωτηριασμό και βιασμό[2]. Παράλληλα, έκθεση του ACAPS το 2024, αναφέρει ότι στην ευρύτερη περιφέρεια του Βόρειου Κίβου υπάρχουν επίσης αναφορές ότι το M23 έχει στρατολογήσει παιδιά με τη βία κατά τη διάρκεια των μαχών στα εδάφη Rutshuru και Masisi, ενώ καταλήγει στο ότι τα παιδιά το Βόρειο Κίβου διατρέχουν υψηλό κίνδυνο να υποστούν σοβαρές παραβιάσεις, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής βίας και της εξαναγκασμού στρατολόγηση από ένοπλες ομάδες, συμπεριλαμβανομένου του M23. Μεταξύ του πρώτου εξαμήνου του 2022 και του την ίδια περίοδο το 2023, σημειώθηκε αύξηση 41% στις παραβιάσεις κατά παιδιών σε ολόκληρη τη ΛΔΚ, κυρίως όμως στο Βόρειο Κίβου[3]. Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών, ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι στις εμπόλεμες περιοχές της ανατολικής ΛΔΚ συναντάται η πρακτική της υποχρεωτικής στρατολόγησης παιδιών, πλην όμως η εν λόγω πρακτική εφαρμόζεται από τις παραστρατιωτικές ομάδες που έρχονται σε σύγκρουση με τον εθνικό στρατό της χώρας καταγωγής. Αναφορικά δε με την στρατολόγηση ανηλίκων εκ μέρους του εθνικού στρατού του Κόγκο στα πλαίσια της ανωτέρω σύρραξης, εξωτερικές πηγές επιβεβαιώνουν ότι κανένα παιδί στρατιώτης δεν καταγράφηκε στις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό καθώς ο εθνικός στρατός έχει αφαιρεθεί ακόμη και από τη μαύρη λίστα των Ηνωμένων Εθνών των στρατών που στρατολογούν ή/και χρησιμοποιούν παιδιά[4]. Συν τοις άλλοις, στις πηγές που ανέτρεξε το Δικαστήριο, δεν ανευρέθησαν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την κληρονομική διαδοχή των θέσεων πεσόντων στρατιωτικών από τα τέκνα τους, όπως ο Αιτητής επικαλείται. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εξωτερικά μη αξιόπιστος.

Βάσει λοιπόν της αξιολόγησης της εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, το Δικαστήριο απορρίπτει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως μη αξιόπιστο στο σύνολό του, καθώς, για τους λόγους που ανωτέρω αναφέρθηκαν, δεν κρίνεται ότι τα εκ του Αιτητή εξιστορισθέντα αντικατοπτρίζουν βιωματική εμπειρία ενώ δεν επιβεβαιώνονται και από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.  

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε αιτητή/αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του/ης για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά ούτε κατά την ενώπιον μου διαδικασία.

Προχωρώντας λοιπόν στην αξιολόγηση του μελλοντοστραφή κινδύνου που ο Αιτητής ενδέχεται να αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής υπό το φως των ισχυρισμών που έχουν γίνει δεκτοί, το Δικαστήριο τοποθετείται ως ακολούθως. Σε σχέση με τον εκπεφρασμένο φόβο του Αιτητή, ο οποίος απορρέει από τις δηλώσεις του περί του ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής θα κινδυνεύσει λόγω της άρνησής του να στρατολογηθεί αντικαθιστώντας το θανούντα πατέρα του,  αποτελεί θέση του Δικαστηρίου ότι καθώς ο συνδεόμενος με το συγκεκριμένο φόβο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος, δεν κρίνεται ότι προκύπτει οιαδήποτε ένδειξη συνεχούς, πραγματικής και υφιστάμενης απειλής του Αιτητή από τον εθνικό στρατό της χώρας καταγωγής. Προς επίρρωση του ανωτέρω συμπεράσματος, λαμβάνεται υπόψη ότι όταν ο Αιτητής ρωτήθηκε από ποιον φοβάται ότι θα κινδυνέψει, εκείνος απάντησε ασαφώς ότι δε γνωρίζει ποια ένοπλη ομάδα τον αναζητά, αλλά γνωρίζει ότι εάν ο στρατός της χώρας καταγωγής αναζητά κάποιον που βρίσκεται εντός της επικράτειας της χώρας καταγωγής, καθίσταται εύκολο να τον εντοπίσει (βλ. ερυθρό 64 Δ.Φ.Υ.Α.). Η συγκεκριμένη διατύπωση και/ή αδυναμία του Αιτητή να περιγράψει με σαφήνεια τον φερόμενο ως εν δυνάμει φορέα δίωξής του, αποτελεί περαιτέρω ενδεικτικό στοιχείο της αβασιμότητας του φόβου του.

Συμπερασματικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι  δεν προκύπτει απολύτως κανένα στοιχείο εκ του οποίου θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει οποιαδήποτε συνεχόμενη, αληθή, πραγματική και έμπρακτη  απειλή από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη. Για όλους τους ανωτέρω λόγους, ο φόβος του Αιτητή του κρίνεται ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος σε όλη του την έκταση. 

Προχωρώντας στη Νομική Ανάλυση, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Ούτε άλλωστε πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στο Άρθρο 19 (2) (α) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση υπό τις πρόνοιες του ανωτέρω άρθρου.

Σε σχέση δε με τον ισχυρισμό της συνηγόρου του περί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα κινδυνεύσει να υποβληθεί σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική µμεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β), λόγω του προβλήματος υγείας που αντιμετωπίζει σε συνδυασμό με την κατάσταση του συστήματος υγείας στη χώρα καταγωγής, το Δικαστήριο τοποθετείται ως ακολούθως. Όπως ορθώς τοποθετήθηκε και ανέλυσε η αδερφή Δ. κα Χ. Πλαστήρα στην απόφαση 5622/2021, μεταξύ των περιπτώσεων σοβαρής βλάβης που απαριθμεί το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου, περιλαμβάνεται και η απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και η οποιαδήποτε ταλαιπωρία από ασθένεια, ενδέχεται να εμπίπτει στις πρόνοιες της εν λόγω διάταξη. Σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΕ[5], η ασθένεια θα πρέπει να έχει τον ελάχιστο βαθμό σοβαρότητας ήτοι να «υπάρχει άμεσος κίνδυνος θανάτου ή σημαντικοί λόγοι να θεωρηθεί ότι, μολονότι δεν διατρέχει άμεσο κίνδυνο θανάτου, θα αντιμετώπιζε, ελλείψει της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα προορισμού ή ελλείψει προσβάσεως σε αυτήν, πραγματικό κίνδυνο εκθέσεως σε σοβαρή, ταχεία και μη αναστρέψιμη επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του συνεπαγόμενη έντονους πόνους ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του» ( βλ.  απόφαση του ΔΕΕ MP, C‑353/16, ημερ. 24.04.2018). Επομένως, ως προβλέπεται και στην πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση του ΔΕΕ, θα πρέπει να εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο οι επιπτώσεις που ενδέχεται να υποστεί ο εν λόγω Αιτητής σε περίπτωση απουσίας των κατάλληλων υποδομών της υγείας στη χώρα καταγωγής.  

Εν προκειμένω, αν και από τις πηγές που παρατίθενται στην απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση προκύπτει ότι το σύστημα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στη χώρα καταγωγής πάσχει τόσο σε σχέση με την προσβασιμότητα στις υπηρεσίες του όσο και στην αποτελεσματικότητά του, εν προκειμένω δεν κρίνεται ότι ο Αιτητής αντιμετωπίζει κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας και ότι ελλείψει της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής στη χώρα προορισμού ή ελλείψει προσβάσεως σε αυτήν, θα εκτεθεί σε σοβαρή, ταχεία και μη αναστρέψιμη επιδείνωση της καταστάσεως της υγείας του συνεπαγόμενη έντονους πόνους ή σημαντική μείωση του προσδόκιμου ζωής του. Το εν λόγω συμπέρασμα προκύπτει συνδυαστικά, τόσο από το ερυθρό 53 του Δ.Φ.Υ.Α., το οποίο αποτελεί γνωμάτευση ημερομηνίας  02/03/2018 του Νοσοκομείου Λάρνακας το οποίο αναφέρει ότι ο Αιτητή έχρηζε τότε χειρουργικής επέμβασης στο μάτι του λόγω αιμορραγίας, πλην όμως με βάσει μεταγενέστερη γνωμάτευση ημερομηνίας 20/07/2023 του οφθαλμιάτρου κου Δρ. Ανδρέα Κοντού, επιβεβαιώθηκε ότι το ανωτέρω πρόβλημα αποκαταστάθηκε πλήρως χωρίς κάποια παρέμβαση, γεγονός εκ του οποίου προκύπτει ότι ο Αιτητής δε πάσχει από κάποια σοβαρή οφθαλμολογική ασθένεια αλλά το εν λόγω πρόβλημα αποτέλεσε ένα περιστασιακό πρόβλημα υγείας που ο Αιτητής αντιμετώπισε και όχι κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας το οποίο προκαλεί στον Αιτητή πόνους ή ενδέχεται να μειώσει το προσδόκιμο ζωής του. Σημειώνεται συναφώς, ότι ο Αιτητής δεν προσκόμισε κάποιο άλλο έγγραφο και/ή ιατρικής γνωμάτευση που να αναιρεί το ανωτέρω συμπέρασμα του Δικαστηρίου. Καταληκτικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής συνιστά ένα απόλυτα υγιές άτομο και ως εκ τούτου δεν προκύπτουν σωρευτικά οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (β) προκειμένου να του εκχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας για λόγους υγείας.

 Επικουρικώς ωστόσο και προς πληρότητα της παρούσας απόφασης, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας ανευρέθηκε ότι στην Kinshasa δραστηριοποιείται πλήθος μη κυβερνητικών οργανώσεων[6],[7] εκ των οποίων η οργάνωση HJ Foundation, η οποία το 2023 ίδρυσε στην Kinshasa ένα ιατρικό κέντρο το οποίο προσφέρει ένα ευρύ φάσμα δωρεάν ιατρικών υπηρεσιών σε ευάλωτα άτομα, συμπεριλαμβανομένων δωρεάν οφθαλμολογικών υπηρεσιών[8]. Ως εκ τούτου, ο σχετικός ισχυρισμός που εγείρει η συνήγορος του Αιτητή απορρίπτεται ως αβάσιμος καθώς το Δικαστήριο κρίνει ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (β), όπως η συνήγορός του προωθεί.

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

 

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[9]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

 

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα συμπληρωματικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής/τρια δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.[10]

Εν προκειμένω, κρίνω πως σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που χρησιμοποίησε ο αρμόδιος λειτουργός, στις οποίες ανέτρεξε και το παρόν Δικαστήριο, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, δηλαδή στην Kinshasa, δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Σύμφωνα άλλωστε με επικαιροποιημένη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, το έτος 2023 οι συνεχιζόμενες ένοπλες συγκρούσεις στη Λ.Δ. του Κονγκό συνέχισαν να επηρεάζουν σοβαρά τους αμάχους και η κυβέρνηση του προέδρου Félix Tshisekedi σημείωσε μικρή πρόοδο στις συστημικές μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε προκειμένου να σπάσει τους κύκλους της βίας, της κακοποίησης, της διαφθοράς και της ατιμωρησίας που μαστίζουν τη χώρα εδώ και δεκαετίες.[11] Περαιτέρω, σύμφωνα με ταξιδιωτικές συμβουλές για τη Λ.Δ.Κ. από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, στους ταξιδιώτες συστήνεται να ξανά σκεφτούν το ταξίδι τους αλλά δεν αποτρέπονται από το να ταξιδέψουν. Οι μόνες περιοχές στις οποίες υπάρχει αποτροπή είναι οι επαρχίες του Βόρειου Kivu, Ituri και η ανατολική περιοχή της Λ.Δ.Κ. και οι τρεις επαρχίες Kasai (Kasai, Kasai-Oriental, Kasai-Central) λόγω του εγκλήματος, των εμφύλιων ταραχών, της τρομοκρατίας, των ένοπλων συγκρούσεων και των απαγωγών. Σε αυτές δεν περιλαμβάνεται η Kinshasa.[12] Σύμφωνα με άλλη πηγή πληροφόρησης δεν ανευρέθηκε ότι δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, παρά μόνον στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ.[13]

Αναφορικά δε με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 22/03/2023 έως 22/03/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshasa 55 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 69 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (48 θάνατοι), 26 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), 7 ήταν περιστατικά μαχών (20 θάνατοι), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[14]. Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω πολιτείας για το έτος 2024 (17.032.322 κάτοικοι), καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.[15]

Δεδομένου λοιπόν ότι στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι στην πόλη Kinshasa, η κατάσταση ασφαλείας καταγράφεται ως σταθερή, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

Συμπερασματικά, από όλα τα ανωτέρω δεν προκύπτουν στοιχεία  που να συνηγορούν υπερ του ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην Kinshasa, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας τους και μόνο ως άμαχος λόγω συνθηκών εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Επί τη βάσει λοιπόν όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθά οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του περί Προσφύγων Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.

Βάσει δε της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις, αφού ο Αιτητής «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιλογημένο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

 

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η προσβαλλόμενη ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

 

Τέλος, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογη και λήφθηκε κατ' ορθή ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας των Καθ' ων η Αίτηση, οι οποίοι ενήργησαν σύννομα και συνεκτίμησαν όλα τα ενώπιον τους στοιχεία. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Αντιθέτως, κρίνω ότι με σαφήνεια καταδεικνύεται στην υπό εξέταση περίπτωση και για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί, πως τα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν και δεν στηρίζουν τις υπό του Περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, αναγκαίες προϋποθέσεις, για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται πως, εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

Ολοκληρώνοντας,  το Δικαστήριο αξιολόγησε τόσο τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή (ενήλικος, νεαρός, υγιής, αρτιμελής άνδρας, ικανός προς εργασία)  όσο και τους ισχυρισμούς που αυτός προέβαλε ενώπιον της διοικητικής αλλά και της παρούσας διαδικασίας και   διαπίστωσε ότι ο Αιτητής δεν θα  αντιμετωπίσει απολύτως κανένα κίνδυνο με την επιστροφή του στην χώρα καταγωγής έτσι ώστε να κριθεί ότι η προσβαλλόμενη παραβιάζει η αρχή της μη επαναπροώθησης, σύμφωνα με Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.

Υπό το φως των ανωτέρω,  η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

 

                                       

                                    Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] UNHCR, UNHCR urges immediate action amid heightened risks for displaced in eastern DR Congo, 26/03/2024, διαθέσιμο σε https://www.unhcr.org/news/briefing-notes/unhcr-urges-immediate-action-amid-heightened-risks-displaced-eastern-dr-congo, (ημερ. πρόσβασης 02/04/2024).

[2] Όπ. π.

[3] ACAPS, Briefing Note, DEMOCRATIC REPUBLIC OF CONGO, Conflict in North Kivu, 27/02/2024, διαθέσιμο σε file:///C:/Users/petraef/Downloads/20240227_ACAPS_Democratic_Republic_of_Congo_Conflict_in_North_Kivu%20(1).pdf, (ημερ. πρόσβασης 02/04/2024).

[4] ΑΑ, Armed groups in DR Congo recruited over 470 children last year: UN, 50 children killed, including 12 girls, and 169 suffered sexual violence, says report, 2022, διαθέσιμο σε https://www.aa.com.tr/en/africa/armed-groups-in-dr-congo-recruited-over-470-children-last-year-un/2501852, (ημερ. πρόσβασης 02/04/2024).

[5] Απόφαση ΔΕΕ C 353/16, MP v Secretary of State for the Home Department, ημερ. 24/04/2018 https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=9EE1186D77F7E11AD53AC9F7A64D9FBA?text=&docid=201403&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=1402618,  ( τελ. ημερ. Πρόσβασης 02/04/24).

[6] Doctors without borders, DRC, https://www.doctorswithoutborders.org/what-we-do/where-we-work/democratic-republic-congo, (ημερ. πρόσβασης 16/03/2024).

[7] Danish Council for Refugees, https://pro.drc.ngo/where-we-work/east-africa-great-lakes/democratic-republic-of-congo/, (ημερ. πρόσβασης 16/03/2024).

[8] Health World, HJ Foundation Opens New Health Center in Kinshasa, April 2023, διαθέσιμο σε https://health.economictimes.indiatimes.com/news/industry/hj-foundation-opens-new-health-center-in-kinshasa/99280845, (ημερ. πρόσβασης 16/03/2024).

[9] Βλ. επίσης ECHR, Sufi and Elmi v. The United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/06/2011 (final 28/11/2011), p. 51, §218 (https://www.refworld.org/cases,ECHR,4e09d29d2.html): «However, it is clear that not every situation of general violence will give rise to such a risk. On the contrary, the Court has made it clear that a general situation of violence would only be of sufficient intensity to create such a risk "in the most extreme cases" where there was a real risk of ill-treatment simply by virtue of an individual being exposed to such violence on return (ibid., § 115)»

[10] EASO, ‘Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση’, Δεκέμβριος 2014, σελ. 29 - σημείο 1.8. Γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής: χώρα / περιοχή / περιφέρεια, και σελ. 30 - σημείο 1.8.1. Προσδιορισμός της περιοχής καταγωγής, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/04/2024).

[11] Human Rights Watch, ‘World Report 2024 - Democratic Republic of CongoEvents of 2023’, n.d., διαθέσιμο σε  https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/democratic-republic-congo  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 02/04/2024).

[12] Travel.State.Gov., U.S. Department of StateBureau of Consular Affairs, ‘Democratic Republic of the Congo Travel Advisory’, 31/07/2023, διαθέσιμο σε  https://travel.state.gov/content/travel/en/traveladvisories/traveladvisories/democratic-republic-of-the-congo-travel-advisory.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 02/04/2024).

[13] Council on Foreign Relations, Global Conflict Tracker, ‘Conflict in the Democratic Republic of Congo’, last updated 21/02/2024, διαθέσιμο σε  https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 02/04/2024).

[14] Αccled, Kinshasa, reference period 08/03/2023 - 08/32/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 02/04/2024]

[15] World Population Review, ‘Kinshasa Population 2024’, n.d., διαθέσιμο σε https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 02/04/2024).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο