ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 2889/22

9 Απριλίου, 2024

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

C. U. A.

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Π. Μπενέτης (κος) για Λ. Α. Αλ Τάχερ (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.

Στ. Σταύρου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π:  Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 14/04/2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για διεθνή προστασία, ως άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική, στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος, αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν εκτεθεί στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση, υποστηρίζονται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και έχουν ως ακολούθως:

 

Η Αιτήτρια είναι ενήλικη, υπήκοος του Καμερούν και εισήλθε παράνομα, μέσω κατεχομένων, στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 19/10/2018.

 

Στις 22/10/2018 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας και στις 11/06/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO) προς εξέταση του αιτήματός της με τη συνδρομή δωρεάν διερμηνείας. Την 01/03/2022 ο λειτουργός της EASO ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, στις 14/04/2022 ενέκρινε την εισήγηση του λειτουργού και απέρριψε το αίτημα της Αιτήτριας.

 

Στις 03/05/2022 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε από την Αιτήτρια στις 05/05/2022.

 

Στις 10/05/2022, καταχωρήθηκε από την Αιτήτρια η υπό κρίση προσφυγή.

 

Η Αιτήτρια, δια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου της, προώθησε διάφορους λόγους προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Κατ' αρχάς ισχυρίζεται ότι στο πρόσωπο της Αιτήτριας συγκεντρώνονται τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που απαιτούνται για να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας. Υποστηρίζει ότι η απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας παρά το ότι έγινε αποδεκτός ο ισχυρισμός της για σεξουαλική της εκμετάλλευση παραβιάζει κατάφωρα τη Σύμβαση της Κωνσταντινουπόλεως. Πρόσθετα, είναι η θέση της συνηγόρου της Αιτήτριας ότι οι Καθ' ων η Αίτηση είχαν υποχρέωση να παραπέμψουν την Αιτήτρια σε ψυχολόγο, στα πλαίσια της δέουσας έρευνας που θα έπρεπε να διεξάγουν. Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια θεωρεί ότι δεν εξετάστηκαν επαρκώς ουσιώδη στοιχεία του προφίλ της (λ.χ ότι δεν έχει υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής της, δεν έχει εργασιακή εμπειρία, κλπ). Περαιτέρω, προβάλλεται ισχυρισμός περί παραβίασης του άρθρου 52 του Νόμου περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμος του 2014 (Ν.60(I)/2014) αφού δεν ενημερώθηκε ο Υπουργός Εσωτερικών για να αποτραπεί η διαδικασία απέλασης της Αιτήτριας. Ακόμη, υποβάλλεται ότι συνιστά ουσιώδη παράλειψη των Καθ' ων η Αίτηση να εξετάσουν την αντιμετώπιση που θα είχε η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της από τον πατέρα του παιδιού της. Οι ως άνω παραλείψεις των Καθ' ων η Αίτηση, ως υποβάλλει, υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς να διεξαχθεί η δέουσα έρευνα και είναι αναιτιολόγητη. Υποβάλλει, ακόμη ότι δεν λήφθηκε υπόψη ότι το Καμερούν βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Τέλος, προβάλλεται ισχυρισμός περί παραβίασης της υποχρέωσης των Καθ' ων η Αίτηση να ενημερώσουν την Αιτήτρια για τα δικαιώματά της, όπως είναι η παρουσία δικηγόρου στη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της και η το δικαίωμά της να προσκομίσει έγγραφα και/ή υποστηρικτικά στοιχεία.

 

Η συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση ισχυρίζεται στη γραπτή αγόρευσή της ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η Αιτήτρια με τη γραπτή της αγόρευση δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 και επομένως δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης. Υποστηρίζει ακόμη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις Διεθνείς Συμβάσεις, τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, των Κανονισμών και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η  Αίτηση, κατ' εφαρμογή του διοικητικού δικαίου και αφού λήφθηκαν υπόψιν όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και είναι  επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

 

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεών τους.

 

Αρχικά αναφέρω ότι στα πλαίσια των δικονομικών ρυθμίσεων και διατάξεων (βλ. συναφώς Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962), οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής. Πρόσθετα, όλοι οι λόγοι ακύρωσης που δεν αναπτύσσονται επαρκώς στην γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας θεωρούνται νομολογιακά εγκαταλειφθέντες και ως εκ τούτου δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης από το παρόν Δικαστήριο (βλ. συναφώς όσα σχετικά για το θέμα αυτό λέχθηκαν στην Μαραγκός v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671).

 

Συναφώς παρατηρώ ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί μη παραπομπή της, σύμφωνα με το άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου, σε ιατρική και ψυχολογική εκτίμηση και υποστήριξή της ένεκα των όσων είχε βιώσει ως θύμα εμπορίας, προβάλλεται για πρώτη φορά με την γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας και δεν δικογραφείται δεόντως στο πλαίσιο του δικογράφου της παρούσας διαδικασίας, ήτοι της αίτησης ακυρώσεως.  Εν πάση περιπτώσει, διαφαίνεται από τα ερυθρά 52-56 του διοικητικού φακέλου που συνιστούν το «Έντυπο αναφοράς προσώπου που ενδέχεται να είναι θύμα εμπορίας και εκμετάλλευσης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 44 του Ν.60(Ι)/2014», ότι αξιολογήθηκαν οι ανάγκες που είχαν εντοπιστεί για την Αιτήτρια και σε αυτήν δεν διαπιστώθηκαν σημάδια βίας ή ψυχικές διαταραχές ή ψυχολογικά προβλήματα. Επιπλέον, κατά το στάδιο της συνέντευξης της Αιτήτριας αυτή ρωτήθηκε κατά πόσο αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα υγείας, σωματικό ή ψυχικό πρόβλημα, και αποκρίθηκε αρνητικά (Ερ. 49/2χ Δ.Φ.). Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται. Επιπρόσθετα, όπως προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου, παραπομπή για εξέταση σε ιατρό ή/και ψυχολόγο, γίνεται όταν ο αρμόδιος λειτουργός το κρίνει σκόπιμο για την αξιολόγηση της αίτησης, κάτι που δεν υφίστατο στην περίπτωση της Αιτήτριας. Εν πάση περιπτώσει, και όπως θα αναλύσω στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε ουσιώδη ισχυρισμό στη βάση των περιστατικών που ανέφερε η Αιτήτρια (βλέπε ουσιώδη ισχυρισμό 2) τον οποίο αξιολόγησε παραπέμποντας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Όσον αφορά τον λόγο ακύρωσης περί παράλειψης της Διοίκησης να ενημερώσει την Αιτήτρια για τα βασικά της δικαιώματα και την διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της, παρατηρώ ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Από το πρακτικό της συνέντευξης προκύπτει ότι ήδη από το πρώτο στάδιο αυτής επεξηγήθηκε στην Αιτήτρια λεπτομερώς η διαδικασία (αντικείμενο εξέτασης, υποχρέωση αλήθειας, ζητήματα διερμηνείας, διαλλείματα, δικαίωμα εξακρίβωσης του περιεχομένου του πρακτικού, χρονικά ζητήματα έκδοσης της απόφασης κ.λπ.) καθώς και τα βασικά δικαιώματα της Αιτήτριας (όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του ΔΔΔΠ - βλ. ερυθρό 50 του διοικητικού φακέλου).  Ακολούθως, δόθηκε η δυνατότητα στην Αιτήτρια να εκφράσει απορίες για όσα της επεξηγήθηκαν και εκείνη δήλωσε πως ουδεμία ερώτηση είχε σχετικά (βλ. ερυθρό 49). Συνεπώς, και δεδομένου ότι κανένας ισχυρισμός περί συγκεκριμένης δικονομικής ή ουσιαστικής βλάβης δεν προβλήθηκε εκ μέρους της Αιτήτριας, ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς του ευπαίδευτου συνηγόρου της Αιτήτριας περί παραβίασης του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου του 2014 (στο εξής: «Ν.60(Ι)/2014») και της Σύμβασης της Κωνσταντινουπόλεως, κρίνω ότι τέτοιοι λόγοι ακύρωσης δεν έχουν δικογραφηθεί στην αίτηση ακυρώσεως της Αιτήτριας και ως εκ τούτου, ως εξήγησα και πιο πάνω, δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης. Αλλά θα πρέπει να προσθέσω πως, ακόμα και εάν είχαν δικογραφηθεί τέτοιοι λόγοι ακύρωσης, οι εκεί προβλεπόμενες πράξεις και/ή παραλείψεις είναι κατά κύριο λόγο ποινικής φύσεως ενώ το παρόν Δικαστήριο στα πλαίσια της  παρούσας προσφυγής εξετάζει την ορθότητα και νομιμότητα της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για διεθνή προστασία.  Περαιτέρω, δεν φαίνεται ότι η Αιτήτρια αναγνωρίστηκε ως θύμα εμπορίας προσώπων από τα αρμόδια τμήματα και με τον τρόπο και/ή διαδικασία που τίθεται στον  Ν. 60(Ι)/2014, ώστε να έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του, ούτε ότι εκκρεμούσε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία.

 

Ως εκ των πιο πάνω, απομένουν προς εξέταση οι λόγοι ακύρωσης που αφορούν τη δέουσα έρευνα και αιτιολογία, οι οποίοι θα εξεταστούν σε συνάρτηση με τη δικαιοδοσία που έχει τον παρόν Δικαστήριο όταν εξετάζει αιτήματα διεθνούς προστασίας. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι το παρόν Δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εξετάσει και την ορθότητα της παρούσας υπόθεσης, η οποία απορρέει από τα εδάφια (2), (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), και προς το σκοπό πλήρους εξέτασης των ισχυρισμών της Αιτήτριας, κρίνω σκόπιμη την παράθεση των ισχυρισμών της, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της.

 

Η Αιτήτρια δεν έχει καταγράψει τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της στην αίτηση της για διεθνή προστασία (Ερ. 4 Δ.Φ.). 

 

Κατά την προφορική της συνέντευξη η Αιτήτρια ανέφερε σε σχέση με το προφίλ της ότι γεννήθηκε στην Kugwe όπου και έζησε μέχρι να ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή της. Έπειτα μετακινήθηκε στην Batibo όπου και ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή της και από εκεί πήγε στην Bamenda όπου έζησε για δέκα χρόνια, δηλαδή μέχρι τη μέρα που εγκατέλειψε τη χώρα της. Επισκεπτόταν επίσης την Baffoussa όπου ζούσε ο πατέρας του παιδιού της (Ερ. 47/1χ, 48/2χ Δ.Φ.).  Η Αιτήτρια δήλωσε ακόμη ότι στη χώρα της έμαθε να ράβει και εργαζόταν στο σπίτι της ως κομμώτρια (Ερ. 48/2χ Δ.Φ.). Σε σχέση με την οικογένειά της, δήλωσε ότι οι γονείς της πέθαναν λόγω προβλημάτων υγείας ενώ τα δύο αδέλφια της δεν ζουν στο Καμερούν καθώς ο μεν πρώτος βρίσκεται στο Μπαχρέιν η δε δεύτερη στη Νιγηρία. Ωστόσο, στη χώρα της βρίσκεται σήμερα ο ανήλικος γιός της που ζει με τον πατέρα του στην Bafoussam (Ερ. 48/1χ Δ.Φ.).

 

Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για να σπουδάσει σε Πανεπιστήμιο στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου. Πρόσθεσε πως δευτερεύον λόγος που την ανάγκασε να εγκαταλείψει τη χώρα της ήταν η κρίση στην Bamenda. Όπως υποστήριξε, η θεία της (αδερφή της μητέρας της), οργάνωσε το ταξίδι της στην Κύπρο και προέβη σε εγγραφή της σε Πανεπιστήμιο στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Ωστόσο, όταν έφτασε στην Κύπρο, η θεία της αφού πήρε τα ταξιδιωτικά της έγγραφα, την κλείδωσε σε δωμάτιο και την εξανάγκασε να εκπορνεύεται. Κατάφερε να δραπετεύσει όταν ένας από τους πελάτες την πήρε σπίτι του και ενώ κοιμόταν κατάφερε να φύγει (Ερ.43-47 Δ.Φ.). Κατόπιν διευκρινιστικών ερωτήσεων, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα της επειδή η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο εξαιτίας της θείας της η οποία την απείλησε ότι θα την σκοτώσει όπου και εάν τη δει, στην κατεχόμενη Κύπρο ή στο Καμερούν (Ερ.43/1χ Δ.Φ.). 

 

Ο λειτουργός της EASO στην έκθεση εισήγησή του εντοπίζει τρεις βασικούς ισχυρισμούς στις δηλώσεις της Αιτήτριας. Ο μεν πρώτος αφορά στα την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της, ο δε δεύτερος αφορά στο ότι έπεσε θύμα εμπορίας ανθρώπων από τη θεία της, και ο τρίτος ότι η θεία της θέλει να την σκοτώσει.  

 

Εξετάζοντας τους ουσιώδεις ισχυρισμούς της Αιτήτριας, ο λειτουργός της EASO εισηγήθηκε ότι ο πρώτος και ο δεύτερος ισχυρισμός θα έπρεπε να γίνουν αποδεκτοί ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστοι. Ειδικότερα ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας ήταν λεπτομερείς, συνεκτικές και σύμφωνες με τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης στις οποίες και παρέπεμψε στην εισηγητική του έκθεση. Όπως λεπτομερώς εξηγεί στην εισηγητική του έκθεση, η Αιτήτρια παρείχε όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες ώστε να αναγνωριστούν τα τρία ουσιώδη στοιχεία που ορίζουν την εμπορία, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου για την πρόληψη, καταστολή και τιμωρία της εμπορίας ανθρώπων, ειδικά γυναικών και παιδιών, το οποίο συμπληρώνει τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του διακρατικού οργανωμένου εγκλήματος. Συγκεκριμένα, κατά τον λειτουργό έχουν αναγνωριστεί μέσα από τις περιγραφές της Αιτήτριας η πράξη, το μέσο και ο σκοπός που ορίζουν την εμπορία και διαφαίνεται ότι η Αιτήτρια υπήρξε θύμα εμπορίας ανθρώπων (Ερ.92-95 Δ.Φ.). 

 

Ωστόσο, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας που αφορά στις κατ' ισχυρισμό απειλές θανάτου της θείας της ότι θα την σκοτώσει επειδή διέφυγε από το σπίτι του άνδρα όπου βρισκόταν, δεν έγινε αποδεκτός (Ερ.91-92 Δ.Φ.). Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, η Αιτήτρια εξήγησε πώς έλαβε τηλεφωνικές απειλές από τη θεία της και πώς ξεκίνησε η συζήτηση με τη θεία της. Παρατίθενται οι δηλώσεις της Αιτήτριας, σύμφωνα με τις οποίες αφού αυτή διέφυγε από το σπίτι άντρα όπου είχε εξαναγκαστεί σε συνουσία, κάλεσε τηλεφωνικώς τη θεία της από ένα περίπτερο και της είπε ότι δεν θα επιστρέψει στη φυλακή που ζούσε. Επίσης, σημειώνεται ότι η θεία της ζήτησε από την Αιτήτρια να της πει το σημείο όπου βρισκόταν και επειδή η τελευταία αρνήθηκε την απείλησε ότι θα στείλει ανθρώπους να την ψάξουν και να την σκοτώσουν όπου και εάν είναι. Περαιτέρω, ο λειτουργός της EASO έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει κατάλληλα τον ισχυρισμό της ότι η θεία της μπορούσε να την εντοπίσει στο Καμερούν. Όπως εισηγήθηκε, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι η μητέρα της πληροφορήθηκε από τη θεία της ότι θα στείλει τους αντιπροσώπους της (“agents”) στο Καμερούν να βρουν την Αιτήτρια κάτι που θα ήταν εύκολο έχοντας τη φωτογραφία της Αιτήτριας. Σε διευκρινιστική ερώτηση που τέθηκε στην Αιτήτρια, αυτή υπέδειξε πως για να ταξιδέψει στη Δημοκρατία η θεία της χρησιμοποίησε κάποιον από αυτούς τους αντιπροσώπους που παρακολουθούσαν την κατάσταση αλλά δεν παρείχε άλλα στοιχεία.

 

Ισχυρίστηκε, όμως, ότι καθώς η θεία της πλήρωσε αυτά τα πρόσωπα θα μπορούσε να τα διατάξει όπως σκοτώσουν την Αιτήτρια. Τέλος, μη σαφής κρίθηκε και η απάντηση της Αιτήτριας αναφορικά με τον λόγο που η θεία της επιθυμεί να την σκοτώσει καθότι, ενώ δήλωσε ότι η θεία της δεν επιθυμεί να μάθουν άλλοι για τις δραστηριότητές στα κατεχόμενα, δεν μπορούσε να παρέχει πληροφορίες για τα πρόσωπα αυτά. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, ο λειτουργός σημείωσε ότι λαμβανομένων υπόψη των ασαφών και μη λεπτομερών δηλώσεων της Αιτήτριας καθώς και της εγγενούς υποκειμενικής φύσης των ισχυρισμών της, καμία πηγή δεν βρέθηκε που να επιβεβαιώνει τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας. Ως εκ των πιο πάνω, απέρριψε τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό.

 

Από τα ενώπιον μου δεδομένα κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν ανταπεξήλθε στο βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της περί της δίωξης της λόγω του ότι κινδυνεύει από άτομα τα οποία ενεργούν εκ μέρους της θείας της, ως αντιπρόσωποι της τελευταίας. Οι δηλώσεις της δεν πληρούν τον αναμενόμενο και ενδεδειγμένο βαθμό σαφήνειας και επάρκειας πληροφοριών, ώστε να συνάγεται με ασφάλεια η απόδειξη των κρίσιμων δεδομένων που να δεικνύουν ότι στην περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της θα διωχθεί και/ή στοχοποιηθεί από τη θεία της ή τους αντιπροσώπους της. Παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει ποιοι είναι οι αντιπρόσωποι της θείας της και πού αυτοί δραστηριοποιούνται. Πιο συγκεκριμένα, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως οι αντιπρόσωποι της θείας της βρίσκονται στο Καμερούν και παρακολουθούν την κατάσταση, δηλώνοντας παράλληλα ότι είχε συναντήσει δύο εξ αυτών στα κατεχόμενα, μολονότι, στην αρχή της συνέντευξής της δήλωσε ότι ταξίδεψε μόνη, χωρίς συνοδεία. Επίσης, δεν μπόρεσε να υποστηρίξει το λόγο που η θεία της θα ήθελε να της κάνει κακό εφόσον δεν κατάφερε να εξηγήσει ποιοι δεν ήθελε να πληροφορηθούν για τη δραστηριότητα της στο Καμερούν.

 

Στα πιο πάνω θα προσθέσω πως το ενδεχόμενο να κινδυνεύσει από τη θεία της η Αιτήτρια είναι απομακρυσμένο, λαμβάνοντας υπόψιν ότι αυτή  ζει στα κατεχόμενα για περίπου 20 χρόνια, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Αιτήτριας. Τέλος, ούτε και το χρέος το οποίο ισχυρίσθηκε η Αιτήτρια ότι έχει προς τη θεία της συνδέθηκε με τον ισχυρισμό ότι η τελευταία θέλει να της κάνει κακό. Η Αιτήτρια δεν προέβαλε σε κανένα στάδιο της διαδικασίας ενώπιον των Καθ' ων η Αίτηση ή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ότι της ζητήθηκε να επιστρέψει τα λεφτά με τα οποία η θεία της χρηματοδότησε το ταξίδι της. Λαμβάνω δε υπόψη μου ότι ενώ η θεία της Αιτήτριας ήταν ενήμερη ότι επιθυμούσε να εγκαταλείψει τον χώρο που ζούσε και τύγχανε εκμετάλλευσης στα κατεχόμενα, δεν κατάφερε να την εντοπίσει και να την αποτρέψει από το να εισέλθει στις ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας, ο λειτουργός, προέβη σε αξιολόγηση του κινδύνου που θα αντιμετωπίσει η Αιτήτρια εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της. Αναφορικά με τον κίνδυνο που θα διατρέξει η Αιτήτρια στη βάση του πρώτου αποδεκτού ισχυρισμού, ο λειτουργός έκρινε ότι στη βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν υπάρχει κλιμάκωση της βίας και των εντάσεων μεταξύ των δυνάμεων της και των αγγλόφωνων αυτονομιστών. Επομένως, υπάρχουν καλοί λόγοι να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια μπορεί να υποβληθεί σε μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν.

 

Ως προς τον κίνδυνο που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια με βάση τον δεύτερο αποδεκτό ισχυρισμό, ο λειτουργός έλαβε υπόψη το ότι η Αιτήτρια είναι γυναίκα, χωρίς οικογενειακό δίκτυο, που εξαπατήθηκε για να έρθει στην Κύπρο, αλλά και το ότι πήγε στο σχολείο μέχρι την ηλικία των 18 ετών.  Επίσης λήφθηκε υπόψιν ότι μπορούσε να συντηρήσει τον εαυτό της ενόσω βρισκόταν στο Καμερούν, και η Αιτήτρια δήλωσε ξεκάθαρα ότι η Αγγλόφωνη κρίση δεν συνιστά λόγο για τον οποίο να μην επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα της. Στη βάση των ανωτέρω δεδομένων ο λειτουργός έκρινε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας η Αιτήτρια να υποστεί μεταχείριση που θα ισοδυναμούσε με δίωξη ή σοβαρή βλάβη εάν επιστρέψει στο Καμερούν.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, ο λειτουργός της EASO προέβη σε αξιολόγηση του νομοθετικού πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, καθώς επίσης και αυτό της συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της σε οιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως αναφέρεται στην έκθεση-εισήγηση, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν τεκμηριώνουν φόβο δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο Άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, ενώ δεν δικαιολογούν την υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 15(α) και (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (από τούδε και στο εξής, «η Οδηγία»).

 

Ως εκ τούτου, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι έγινε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ως ανωτέρω αναλύεται (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).  Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99).  Η έρευνα που είχε προηγηθεί ήταν επαρκής και είχαν συλλεγεί και διερευνηθεί όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει η Αιτήτρια, όπως αναλύεται ανωτέρω.

 

Βάσει των πιο πάνω, απορρίπτω τους λόγους ακυρώσεως που έχει προβάλει ο συνήγορος της Αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

Εξετάζοντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και δεδομένου ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι είναι θύμα εμπορίας προσώπων, χωρίς υποστηρικτικό περιβάλλον στην χώρα της, έγινε αποδεκτός ως αξιόπιστος από τη διοίκηση, κρίνω ότι τίθεται σε ισχύ η αρχή της απαγόρευσης της χειροτερεύσεως (reformation in peius), σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί κατ' αρχήν το δικαστήριο να χειροτερεύσει τη θέση του προσφεύγοντος, εφόσον το δικαίωμα προσφυγής χορηγείται από τον νόμο για την προστασία του.  Η απαγόρευση αυτή απορρέει από την ίδια την έννοια και τον σκοπό της προσφυγής και ισχύει ακόμα και όταν δεν προβλέπεται ρητώς από τον νόμο (βλ. Π.Δ. Δαγτόγου, «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», έκτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 638-639) και το δικαστήριο δεν μπορεί να ακυρώσει ευνοϊκό τμήμα της πράξεως που δεν προσβάλλεται με την προσφυγή.   Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θα εξετάσει με βάση επικαιροποιημένα στοιχεία κατά πόσον η Αιτήτρια μπορεί να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας  σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου στη βάση των αποδεκτών ουσιωδών ισχυρισμών της.

 

Επισημαίνεται ακόμη στο σημείο αυτό ότι, στα πλαίσια του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, ως προβλέπεται και από το άρθρο 46(3) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου προσβάλλεται η απόφαση επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, έχει υποχρέωση να πραγματοποιεί «πλήρη και ex nunc εξέταση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών ζητημάτων, ιδίως, κατά περίπτωση, εξέταση των αναγκών διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία 2011/95/ΕΕ». Στο πλαίσιο αυτό, η έκφραση "ex nunc" αναδεικνύει την υποχρέωση του δικαστή, κατά την εκτίμηση που πραγματοποιεί, να λαμβάνει υπόψη τυχόν νέα στοιχεία τα οποία έχουν προκύψει μετά την έκδοση της απόφασης που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής. Περαιτέρω, η χρήση του επιθέτου «πλήρης» στο άρθρο 46, παράγραφος 3, της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ επιβεβαιώνει ότι ο δικαστής οφείλει να εξετάζει τόσο τα στοιχεία που έλαβε ή θα μπορούσε να λάβει υπόψη η αποφαινόμενη αρχή όσο και τα στοιχεία που αφορούν το διάστημα μετά την έκδοση της απόφασης της αρχής αυτής (βλ. σχετικά και την απόφαση του ΔΕΕ C-585/16, Serin Alheto, ημερ. 25/07/18).

 

Από τα ενώπιον μου δεδομένα, διαφαίνεται ότι πράγματι η Αιτήτρια δεν ανταπεξήλθε στο βάρος απόδειξης των ισχυρισμών της περί δίωξής της στο Καμερούν, εφόσον τα γεγονότα τα οποία έζησε στις μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές δεν συνδέονται αιτιωδώς με κάποιο πρόσωπο στη χώρα καταγωγής της,  ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της θα στοχοποιηθεί εκ νέου ή/και διωχθεί.

 

Η Αιτήτρια δεν προσκόμισε ούτε κατά τη διαδικασία εξέτασης της αίτησής της από τους Καθ' ων η Αίτηση ούτε και στα πλαίσια της προσφυγής της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οποιοδήποτε τεκμήριο που να υποστηρίζει ενδεχόμενη εκμετάλλευση στη χώρα καταγωγής της. Οι ισχυρισμοί της για πιθανή επαναθυματοποίηση ή δίωξή της στη χώρα καταγωγής της δεν ήταν συγκεκριμένοι αλλά γενικοί, υποθετικοί και αόριστοι, χωρίς να καταφέρνει να εξηγήσει για ποιο λόγο πιστεύει ότι η θεία της συνδέεται με δίκτυο στο Καμερούν και πώς αυτό το δίκτυο θα καταφέρει να εντοπίσει την Αιτήτρια.

 

Αξιολογώντας τον μελλοντοστραφή κίνδυνο που πιθανόν να διατρέξει η Αιτήτρια στη βάση της προηγούμενης, αποδεχτής, εμπειρίας της ως θύμα εμπορίας προσώπων, έχω εντοπίσει τις πιο κάτω πληροφορίες:

 

Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό για τη Μετανάστευση (ΔΟΜ), «η διεθνής αναγνώριση των προσπαθειών του Καμερούν για την καταπολέμηση της εμπορίας ανθρώπων επιβεβαιώθηκε από την πρόοδο της χώρας στην Έκθεση του 2023 για την εμπορία ανθρώπων, που δημοσιεύτηκε από το Γραφείο Παρακολούθησης και Καταπολέμησης της Εμπορίας Ανθρώπων του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ. Αυτή η επιτυχία αντανακλά τη σταθερή δέσμευση της κυβέρνησης να εξαλείψει αυτές τις πρακτικές και να προστατεύσει τα ανθρώπινα δικαιώματα.».[1]

 

Ανατρέχοντας στην Έκθεση του 2023 για την εμπορία ανθρώπων, του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ,[2] εντοπίζω τα πιο κάτω: 

 

-    Η κυβέρνηση του Καμερούν δεν πληροί πλήρως τα ελάχιστα τα πρότυπα για την εξάλειψη της εμπορίας ανθρώπων, αλλά προβαίνει σε σημαντικές προσπάθειες ως προς το σκοπό αυτό. Αυτές οι προσπάθειες περιλάμβαναν μεταξύ άλλων τον εντοπισμό περισσότερων θυμάτων εμπορίας ανθρώπων και την παροχή υπηρεσιών σε αυτά, την αύξηση της εκπαίδευσης για κυβερνητικούς αξιωματούχους σχετικά με τις τεχνικές επιβολής του νόμου κατά της εμπορίας ανθρώπων και την αναγνώριση των θυμάτων, και την αύξηση της διεθνούς συνεργασίας σε διασυνοριακές έρευνες για τη διακίνηση.

 

-    Επίσης, η κυβέρνηση του Καμερούν κατέβαλε οριακές προσπάθειες επιβολής του νόμου κατά της εμπορίας προσώπων. Ο νόμος κατά της εμπορίας προσώπων του 2011 ποινικοποίησε ορισμένες μορφές εμπορίας για σεξουαλική εκμετάλλευση και όλες τις μορφές εμπορίας για εργασιακή εκμετάλλευση.

 

-       Επιπλέον, η κυβέρνηση του Καμερούν αύξησε ελαφρώς τις προσπάθειες προστασίας των θυμάτων, ενώ αύξησε σημαντικότερα τις προσπάθειες πρόληψης τέτοιων φαινομένων. Παράλληλα, η Κυβέρνηση ανέφερε ότι παρείχε βοήθεια σε 32 θύματα εμπορίας, συμπεριλαμβανομένης, στέγης, βασικών αναγκών, ψυχοκοινωνικής υποστήριξης, υγειονομικής περίθαλψης, καθώς και οικογενειακής επανένωσης σε έξι κοινωνικά κέντρα στις  Yaoundé, Douala, και Betamba. Στα πλαίσια της εν λόγω δράσης της κυβέρνησης παρασχέθηκαν επίσης επιδοτήσεις σε οργανώσεις που συνεργάζονται με το Υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων (MINAS) που παρείχαν προσωρινό καταφύγιο σε επιζώντες, παιδιά και γυναίκες.

 

-       Τέλος, καταγράφεται ότι, η διυπουργικής επιτροπής (IMC). διοργάνωσε δραστηριότητες ευαισθητοποίησης σε σχολεία για μαθητές, εκπαιδευτικούς και διοικητικό προσωπικό και ανέφερε ότι παρείχε σε είδος και οικονομικούς πόρους σε εκστρατείες ευαισθητοποίησης που διεξάγονται από ΜΚΟ.

 

Με βάση και τις πιο πάνω πληροφορίες και το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας, συγκεκριμένα το επίπεδο μόρφωσης της και το ότι πρόκειται για ενήλικο άτομο, το οποίο φαίνεται να έχει γνώση επί τέτοιων ζητημάτων, ως προκύπτει από την περιγραφή που έδωσε σχετικά με τα όσα βίωσε σε σπίτι στα κατεχόμενα, κρίνεται ότι δεν υπάρχει εύλογος λόγος να πιστεύεται ότι υφίσταται ένας κίνδυνος επαναθυματοποίησης της Αιτήτριας ή μη επανένταξής της στην κοινωνία σε περίπτωση επιστροφή της στο Καμερούν. Παράλληλα, με βάση τα όσα η ίδια ανέφερε κατά τη συνέντευξη της, η ίδια δεν βίωσε οποιοδήποτε περιστατικό δίωξης ή έστω κινδύνου ενόσω ζούσε στην χώρα της που να σχετίζεται με ενδεχόμενη εκμετάλλευση, κακομεταχείριση ή κακοποίηση της.

 

Αναφορικά με την αξιολόγηση παροχής στην Αιτήτρια συμπληρωματικής προστασίας, παραπέμπω στο άρθρο 19, εδάφια (1) και (2), του περί Προσφύγων Νόμου:

«(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, "σοβαρή βλάβη" ή "σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη" σημαίνει-

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.»

 

Εν προκειμένω, η Αιτήτρια δήλωσε με σαφήνεια ότι η κρίση στο Καμερούν δεν ήταν ο λόγος που την οδήγησε να εγκαταλείψει τη χώρα της αλλά ούτε και ο λόγος για τον οποίο δεν επιθυμεί να επιστρέψει πίσω. Ο μοναδικός λόγος που την εμποδίζει να επιστρέψει, ως ισχυρίστηκε, είναι οι απειλές θανάτου από τη θεία της.

 

Ενόψει των πιο πάνω, καθώς και της κατάληξης μου ότι η έρευνα των Καθ' ων η Αίτηση ήταν επαρκής και ορθώς η Αιτήτρια κρίθηκε ότι δεν διατρέχει κίνδυνο από τη θεία της, τότε και σε σχέση με το άρθρο 19(1) και 19(2) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, δεν συντρέχει κανένας λόγος που να τεκμηριώνει ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, θα υποστεί σοβαρή βλάβη, υπό την μορφή θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ή βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας.

 

Αναφορικά με την υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) και 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Αναφορικά με την περιοχή συνήθους διαμονής και κατ' επέκταση τον προορισμό της Αιτήτριας με την επιστροφή της στην χώρα καταγωγής της, παρατηρείται ότι σύμφωνα με τα όσα η ίδια δήλωσε, τα τελευταία 10 χρόνια πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της ζούσε στην πόλη Bamenda, όπου και εργαζόταν. H Bamenda βρίσκεται στη Βορειοδυτική Περιφέρεια (North West Region) του Καμερούν.[3]

 

Για την εξέταση του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, δέον να εξεταστεί η κατάσταση ασφαλείας στην Βορειοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν, σε τμήμα της οποίας εντοπίζεται ο τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της. Από έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης στην οποία προέβη το Δικαστήριο, προκύπτει ότι οι αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, όπου βρίσκεται η Βορειοδυτική Περιφέρεια ("North-West Region") της χώρας, είναι σε γενικές γραμμές πιο ασταθείς απ' ό,τι οι γαλλόφωνες περιοχές, με εξαίρεση την περιφέρεια "Far North" της χώρας. Ειδικότερα, σύμφωνα με το portal Rule of Law in Armed Conflict (RULAC), πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, προκύπτει στη βάση κριτηρίων διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε μη διεθνή ένοπλη σύρραξη κατά της Boko Haram στον Άπω Βορρά (Far North), ενώ στη Βορειοδυτική (Northwest) και Νοτιοδυτική περιφέρεια (Southwest) αγγλόφωνες αποσχιστικές ομάδες μάχονται κατά της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία της περιοχής.[4]  

 

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία από τη βάση δεδομένων ACLED ("The Armed Conflict Location & Event Data Project") για το χρονικό διάστημα από 29/03/2023 έως 29/03/2024, στην Βορειοδυτική Περιφέρεια του Καμερούν έχουν καταγραφεί συνολικά 132 περιστατικά χρήσης βίας και 165 ανθρώπινες απώλειες. Πιο συγκεκριμένα, από αυτά 39 ήταν μάχες (με 71 ανθρώπινες απώλειες), 74 περιστατικά χρήσης βίας κατά πολιτών (με 77 ανθρώπινες απώλειες), 6 περιστατικά εκρήξεων ή/και εξ' αποστάσεως χρήσης βίας (με 15 ανθρώπινες απώλειες), 8 διαδηλώσεις/διαμαρτυρίες (χωρίς ανθρώπινη απώλεια) και 5 εξεγέρσεις (με 2 ανθρώπινες απώλειες).[5] Ο πληθυσμός της Βορειοδυτικής περιφέρειας εκτιμάται ότι το 2015 ήταν 1.553.300 κάτοικοι.[6]

 

Ειδικά ως προς την πόλη Bamenda, καταγράφηκαν κατά το ως άνω χρονικό διάστημα συνολικά 36 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία και επέφεραν 38 απώλειες. 3 περιστατικά καταγράφηκαν ως ταραχές (με 1 ανθρώπινη απώλεια), 2 καταγράφηκαν ως εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (με 1 ανθρώπινη απώλεια), 9 ως μάχες (με 11 ανθρώπινες απώλειες), 17 ως βία κατά αμάχων (με 25 ανθρώπινες απώλειες) και 5 ως διαμαρτυρίες (χωρίς ανθρώπινη απώλεια).[7]  Ο πληθυσμός της πόλης Bamenda εκτιμάται ότι το 2015 ήταν 269.530 κάτοικοι.[8]

 

Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον συνολικό πληθυσμό στην εν λόγω Περιφέρεια, ενδεικνύουν ότι αν και υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην περιοχή, εντούτοις δεν ανάγονται σε τέτοιο υψηλό βαθμό που θα μπορούσαν να θέσουν υπό απειλή την ζωή ενός πολίτη από την παρουσία του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Περαιτέρω, σε σχετικό καθοδηγητικό σημείωμα του UK Home Office διακρίνεται (σε γενικές γραμμές) ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες για το Καμερούν δεν υποδεικνύουν ότι η κυβέρνηση στοχεύει Αγγλόφωνους για σύλληψη, παρενόχληση ή άλλες σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποκλειστικά και μόνο επειδή προέρχονται από τις περιοχές του Νοτίου Καμερούν ή/και είναι αγγλόφωνοι, ως επίσης, γενικά, οι Αγγλόφωνοι δεν υπόκεινται σε μεταχείριση η οποία, από τη φύση της ή/και την επανάληψη, ή με συνδυασμό μέτρων, ισοδυναμεί με δίωξη.[9]

 

Τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι - παρά τα φαινόμενα ένοπλης δράσης στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας - δεν επικρατούν, στην περιοχή όπου αναμένεται να επιστρέψει, συνθήκες γενικευμένης βίας (βίας ασκούμενης αδιακρίτως κατά αμάχων) υπό την έννοια της παραπάνω διάταξης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αξιολόγηση της συχνότητας, έντασης, έκτασης και διάρκειας πιθανών περιστατικών βίας ή τρομοκρατικών ενεργειών, καθώς και οι διαπιστούμενες απώλειες αμάχων λόγω των πράξεων αυτών (αδιάκριτων πράξεων βίας, όπως επιθέσεων ή εκρήξεων), στη συγκεκριμένη περιοχή, δεν οδηγούν το Δικαστήριο στον χαρακτηρισμό της κατάστασης ως κατάστασης γενικευμένης βίας. Λαμβάνοντας δε υπόψη το ιστορικό και τις ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας, ούτε δημιουργούν σοβαρή προσωπική απειλή στην περίπτωση της, λόγω συνθηκών γενικευμένης βίας ασκούμενης αδιακρίτως λόγω ένοπλης σύρραξης, κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης.

 

Επίσης, επισημαίνεται ότι, με βάση το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας, πρόκειται για ενήλικο άτομο, χωρίς εξαρτώμενα, με επίπεδο μόρφωσης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (αφού συνέχισε τη φοίτηση της σε τριετές πρόγραμμα επιπέδου λυκείου στην Κύπρο), χωρίς θέματα υγείας, καθώς επίσης γνωρίζει και τις δύο επίσημες γλώσσες του Καμερούν (ήτοι αγγλικά και γαλλικά), ενώ φαίνεται επιπλέον ότι κατέχει κάποιου βαθμού εργασιακή εμπειρία αφού από μικρή ηλικία βοηθούσε την μητέρα της με την μεταφορά και πώληση προϊόντων στην αγορά.

 

Πέραν των πιο πάνω, διακρίνεται ότι η Αιτήτρια θα μπορούσε με την επιστροφή της στη χώρα της, να αξιοποιήσει την υποστήριξη που παρέχεται μέσω του προγράμματος ΔΟΜ-ΕΕ για τον εθελούσιο επαναπατρισμό μεταναστών με στόχο την ομαλή επανένταξή τους στη χώρα τους, που στοχεύει προς την αντιμετώπιση των οικονομικών, κοινωνικών και ψυχοκοινωνικών αναγκών των επαναπατρισθέντων στη χώρα.[10] Επιπλέον, η εν λόγω πρωτοβουλία ΔΟΜ-ΕΕ ακολουθεί μια προσαρμοσμένη προσέγγιση ανάλογα με την υποστήριξη που χρειάζεται ο κάθε μετανάστης που επιστρέφει στη χώρα του, παρέχοντας ιατρική και ψυχολογική υποστήριξη στους επαναπατριζόμενους, καθώς και σχετική υποστήριξη για την επανένταξη τους.[11] Επίσης, για μετανάστες σε ευάλωτες καταστάσεις, όπως θύματα εμπορίας προσώπων, ασυνόδευτα παιδιά μεταναστών και μετανάστες με ιατρικές ανάγκες, ο ΔΟΜ ακολουθεί συγκεκριμένες διαδικασίες με τις κατάλληλες διασφαλίσεις.[12] Ειδικότερα όσον αφορά την περίπτωση του Καμερούν, σύμφωνα με διαθέσιμες πληροφορίες για το εν λόγω πρόγραμμα, κατά την άφιξη και σε στενή συνεργασία με τις κρατικές αρχές παρέχεται σε όλους τους μετανάστες βοήθεια κατά την είσοδο τους αλλά και μετά την άφιξη στη χώρα, συμπεριλαμβανομένης μιας περιορισμένης δόσης σε μετρητά για την κάλυψη των άμεσων αναγκών τους. Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια πληροφόρηση, όλοι οι μετανάστες λαμβάνουν συμβουλευτική υποστήριξη και πληροφορίες, ενώ όπου είναι δυνατόν, οι μετανάστες παραπέμπονται σε υπάρχουσες υπηρεσίες και έργα που σχετίζονται με την επανένταξή τους.[13]

 

Ως εκ τούτου, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, και το Δικαστήριο, στα πλαίσια της πλήρους και ex nunc εξέτασης του αιτήματος της Αιτήτριας προέβη σε ανεξάρτητη έρευνα για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και κατέληξε στα ίδια συμπεράσματα με τους Καθ' ων η Αίτηση. Επίσης, μετά από επικαιροποιημένη ερευνα του Δικαστηρίου, κρίνω ότι εάν επιστρέψει στην περιοχή συνήθους διαμονής της στη χώρα της δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη που συνίσταται σε σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως προβλέπεται από το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως εκ τούτου, με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι στο πρόσωπό της πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή την παραχώρηση συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Βάσει των όσων ανέλυσα ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €600 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 

 



[1] IOM – UN Migration, ‘Combatting Human Trafficking: Effective Awareness at Yaoundé and Douala International Airports’, 18/03/2024, διαθέσιμο σε https://www.iom.int/news/combatting-human-trafficking-effective-awareness-yaounde-and-douala-international-airports (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/04/24).

[2] U..S. Department of State, ‘2023 Trafficking in Persons Report: Cameroon’, (n.d.), διαθέσιμο σε https://www.state.gov/reports/2023-trafficking-in-persons-report/cameroon/  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/04/24).

[3] International Cities of Peace, ‘Bamenda, Cameroon’, n.d., διαθέσιμο σε https://www.internationalcitiesofpeace.org/cities-listing/bamenda-cameroon/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 08/04/2024).

[4] Rulac, ‘Cameroon’, last updated 21/01/2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/browse/countries/cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 08/04/2024).

[5] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORMThe Armed Conflict Location & Event Data Project, 2024, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ - 29/03/2023 - 29/03/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ - Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ - Middle Africa - Cameroon - Nord-Ouest) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 08/04/2024).

[6] Citypopulation, Cameroon’, 02/03/2020, διαθέσιμο σε https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 08/04/2024).

[7] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORMThe Armed Conflict Location & Event Data Project, 2024, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ - 29/03/2023 - 29/03/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ - Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ - Middle Africa - Cameroon - Nord-Ouest, Point View: Bamenda (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 08/04/2024).

[8] Citypopulation, Cameroon’, 02/03/2020, διαθέσιμο σε https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 08/04/2024).

[9] UK Home Office, Country Policy and Information Note Cameroon: North-West/South-West crisis, Version 2.0, December 2020, διαθέσιμο σε https://assets.publishing.service.gov.uk/media/5fd7999ce90e07662d2a2de6/Cameroon_-_North-West_South-West_crisis_-_CPIN_-_v2.0_.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 08/04/2024).

[10] EU-IOM Joint Initiative for Migrant Protection and Reintegration, ‘Reintegration for migrants returning to Cameroon’, n.d., διαθέσιμο σε https://www.migrationjointinitiative.org/sites/g/files/tmzbdl261/files/files/pdf/eutf-infosheet-cameroun-en-spreads_0.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 08/04/2024).

[11] EU-IOM Joint Initiative for Migrant Protection and Reintegration, βλ. Areas of Work  Protection, διαθέσιμο σε https://www.migrationjointinitiative.org/protection  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 08/04/2024).

[12] Ibid.

[13] EU-IOM Joint Initiative for Migrant Protection and Reintegration, ‘Reintegration for migrants returning to Cameroon’, n.d., διαθέσιμο σε https://www.migrationjointinitiative.org/sites/g/files/tmzbdl261/files/files/pdf/eutf-infosheet-cameroun-en-spreads_0.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 08/04/2024).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο