ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.2917/22

 

15 Απριλίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

1.    Ε. C.

2.    K. R. N., δια μέσου της E. C., ως φυσικός κηδεμόνας αυτής

                                                                                                                        Αιτήτριες

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Κ. Κουπαρή & Α. Πλιάκα, Δικηγόροι για Αιτήτριες

Κος Α. Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση                                                       

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία της κοινοποιήθηκε στις 05/05/22, με επιστολή ημερομηνίας 03/05/22, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 09/12/18 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 10/12/18 (ερ.4-7, 37).

Στις 16/02/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.26-37). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 14/04/22 απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.48-60).

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της δόθηκε διά χειρός 05/05/22 στη μητρική της γλώσσα (ερ.64-65).

Επί της επίδικης αιτήσεως ασύλου η αιτήτρια 1 καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω του ότι η (λεγόμενη) κρίση των Αγγλόφωνων έχει μετατραπεί σε ένα θανατηφόρο πόλεμο όπου σκοτώνονται άνθρωποι καθημερινά και κάποιοι καίγονται ζωντανοί. Η ίδια, ως αναφέρει, υπήρξε μάρτυρας όταν το σπίτι των ξαδέλφων και της γιαγιάς της κάηκε με κανένα επιζώντα. Ο πατέρας της απήχθη, ο νεότερος αδελφός της διέφυγε και ζει στους «θάμνους», η μικρότερή αδελφή έχει εξαφανιστεί και η οικογένεια της έχει εκτοπιστεί.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε η αιτήτρια 1 (στο εξής η αιτήτρια) ανέφερε ότι γεννήθηκε και έζησε στην πόλη Limbe έως το 19ο έτος της ηλικίας της, έπειτα μετακόμισε στην Buea όπου παρέμεινε 4 χρόνια για σπουδές και στη συνέχεια μετακόμισε στην Bamenda, από όπου 1 χρόνο αργότερα αποχώρησε και μετακόμισε στο Wum, όπου διέμενε με τη γιαγιά μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής το 2018.  Είναι άγαμη, έχει μία ανήλικη κόρη, η οποία γεννήθηκε στη Δημοκρατία, καθώς, ως ανέφερε, δε γνώριζε ότι είναι έγκυος πριν εισέλθει στη Δημοκρατία και υποβληθεί σε εξετάσεις. Ο πατέρας του ανήλικου τέκνου της διαμένει στην Ολλανδία, έχει ολλανδική υπηκοότητα και προσπαθεί να εκδώσει ολλανδικό διαβατήριο για την ανήλικη κόρη του.

Η αιτήτρια αναφέρει ότι έφυγε από το Wum και μετέβει στη Douala, όπου διέμενε με τον ξάδελφό της, και είναι τότε που αποφάσισε να έρθει στη Κύπρο. Ως ανέφερε, ταξίδεψε με αεροπλάνο μέσω Τουρκίας στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές. Όταν της επισημάνθηκε ότι κατά τη συμπλήρωση της επίδικης αίτησης ανέφερε ότι έφθασε δια θαλάσσης αποκρίθηκε ότι «εκείνη τη χρονική στιγμή δεν [είχε] το κουράγιο να [αναφέρει] την αλήθεια λόγω της κατάστασης που επικρατεί στη Κύπρο».

Αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής η αιτήτρια ανέφερε πως ήταν λόγω της κρίσης μεταξύ των γαλλόφωνων και των αγγλόφωνων πολιτών. Επίσης, ανέφερε ότι είναι περιθωριοποιημένοι για μεγάλο χρονικό διάστημα παρά το γεγονός ότι είναι μορφωμένοι και πολιτισμένοι (σ.σ. εννοεί τους αγγλόφωνους). Παρ’ όλα αυτά, ως ανέφερε, (οι αγγλόφωνοι) δεν μπορούν να εξεύρουν εργασία φέρνοντας για παράδειγμα τον αδελφό της ο οποίος ήταν ο καλύτερος μαθητής, καθώς, όποιο και να είναι το επίπεδο ενός Αγγλόφωνου, αυτός υποτιμάται και δεν μπορεί να εργαστεί. Ανέφερε, επίσης, ότι δεν υφίσταται ασφάλεια για κανέναν στο Καμερούν, αν κάποιος είναι άντρας συλλαμβάνεται ενώ αν είναι θηλυκού κακοποιείται και βιάζεται, καθώς επίσης ο κόσμος φοβάται να πάει στο σχολείο και δεν εκπαιδεύεται.  Η ίδια αναζητούσε ένα ασφαλές μέρος ώστε να ζήσει και να σπουδάσει καθότι, από τη στιγμή που δεν μιλά γαλλικά, δεν μπορούσε να ζήσει στη Douala διότι θα θεωρούνταν πολίτης 2ης κατηγορίας, ως ανέφερε, και τρομοκράτης εξαιτίας της κρίσης που υφίσταται μεταξύ των 2 ομάδων.

Σε σχετική ερώτηση ανέφερε ότι η ίδια υπέφερε από την κατάσταση όπως όλοι, ωστόσο δεν έχει απαχθεί ποτέ αλλά αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα με την αστυνομία στη χώρα της καθότι ο νέος πρόεδρος είχε θεσμοθετήσει οι πολίτες να κυκλοφορούν με ταυτότητά τους και η ίδια υποθέτει ότι συνελήφθη επειδή δεν είχε την ταυτότητά της με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατόν να ταυτοποιηθούν τα στοιχεία της από την αστυνομία. Η αιτήτρια αναφέρει γενικά ότι το συμβάν έλαβε χώρα πριν αναχωρήσει από τη χώρα, χωρίς εντούτοις να προσδιορίζει τον χρόνο που αυτό έγινε.  Ως ανέφερε, ένας αστυνομικός άσκησε λεκτική και σωματική βία εναντίον της και ανέφερε ότι η αστυνομία ασκεί βία και βιασμούς εναντίον πολιτών σχολιάζοντας ότι κανείς δεν πιστεύει ότι αυτό το γεγονός είναι πραγματικότητα.

Ακολούθως, η αιτήτρια ανέφερε ότι η γιαγιά της έχασε τη ζωή της όταν ο στρατός έβαλε φωτιά στο σπίτι της, στη διάρκεια επιχείρησης αναζήτησης Ambazonians στην περιοχή έβαλε φωτιά στο σπίτι της γιαγιάς της. Η αιτήτρια ανέφερε ότι ήταν παρούσα στο ανωτέρω συμβάν το οποίο έλαβε χώρα το 2019 ωστόσο ισχυρίζεται ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της το 2018. Όταν ερωτήθηκε για αυτή την αντίφαση η αιτήτρια δεν έδωσε διευκρινιστική απάντηση συνέχισε να ισχυρίζεται ότι ήταν μάρτυρας του συμβάντος χωρίς να δίδει περαιτέρω εξηγήσεις. Ως ακολούθως ανέφερε, ο μικρός της αδελφός διαμένει στην Buea ενώ νωρίτερα στην αίτησή της είχε δηλώσει ότι ο αδελφός της κρυβόταν στους «θάμνους». Σε διευκρινιστική ερώτηση επί τούτου απάντησε ότι έχει περάσει καιρός από τότε, ότι όλοι κρύβονταν και ότι έψαχναν κάποιο καταφύγιο. Επίσης, η αιτήτρια αναφέρει ότι η αδελφή της διαμένει με τους γονείς τους και τους φροντίζει, ενώ στην αίτησή της δήλωσε ότι έχει εξαφανιστεί. Όταν της υποδείχθηκε η εν λόγω αντίφαση δήλωσε ότι κατά το χρόνο της συνέντευξης η αδελφή της είχε βρεθεί και πως όλοι το διάστημα της κρίσης ήταν όλοι τρομαγμένοι. 

Συνεπεία των ανωτέρω, ως ανέφερε, αποφάσισε να έλθει στη Κύπρο ώστε να σπουδάσει και είχε εγγραφεί σε Πανεπιστήμιο στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, όπου παρέμεινε για περίπου 2-3 μήνες. Δεν παρακολούθησε μαθήματα και δήλωσε ότι στην πραγματικότητα εισήλθε στην Κύπρο με σκοπό να σπουδάσει, όμως κάποια άτομα της ανέφεραν ότι στις ελεύθερες περιοχές είναι πιο ασφαλείς οι συνθήκες και έτσι μετέβη εδώ. Ακολούθως ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της καθότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και οικονομική αστάθεια αφού νωρίτερα είχε αναφέρει ότι η ζωή του αδελφού της στην Douala ήταν καλή, καθότι ο ίδιος μιλούσα γαλλικά, το αντίθετο από ό,τι συνέβαινε με την ίδια, η οποία μιλούσε μόνο αγγλικά.

Οι καθ’ ων η αίτηση εξετάζοντας έκαστο των ισχυρισμών της αιτήτριας, εντόπισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς ως εξής:

1.    Ταυτότητα, το προφίλ και χώρα καταγωγής της αιτήτριας

2.    Η αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής εξαιτίας της γενικής κατάστασης στην περιοχή της

Εκ των ως άνω ισχυρισμών αποδέχθηκαν ως αξιόπιστο και αληθή τον 1ο ισχυρισμό, απορρίπτοντας τον 2ο ισχυρισμό περί κινδύνου εξαιτίας της γενικής κατάστασης στην περιοχή της.

Αναφορικά με τον 2ο ως άνω ισχυρισμό, κρίθηκε ότι  η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς και ικανοποιητικές λεπτομερείς και υπέπεσε σε αντιφάσεις αναφορικά με καίρια σημεία του αφηγήματος της. Ειδικότερα, δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στο γενικό και χωρίς λεπτομέρειες τρόπο με τον οποίο η αιτήτρια αναφέρθηκε στη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα της. Επίσης, αναφορικά με την ισχυριζόμενη μειονεκτική θέση που βρίσκονται οι Αγγλόφωνοι πολίτες του Καμερούν, παρά τη μόρφωση και το πολιτισμό τους, και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στην εξεύρεση εργασίας αξιολογήθηκε το ότι, ως η ίδια ανέφερε, παρ’ όλα αυτά, διατηρούσε μία μικρή επιχείρηση όπου πωλούσε ρούχα και την χαρακτήρισε διαχειρίσιμη (“manageable”). Εν συνεχεία, αξιολογήθηκε το ισχυριζόμενο περιστατικό όπου η αιτήτρια ενδεχομένως να ήταν θύμα βιασμού από την αστυνομία αλλά γλίτωσε καθώς, ως δήλωσε, ήταν «δυνατό κορίτσι» (“strong girl”). Σημειώνεται ότι αυτό που ανέφερε η αιτήτρια είναι ότι υπήρχε αυτό το ενδεχόμενο, όχι ότι έγινε τέτοια απόπειρα εναντίον της. Τέλος, αξιολογήθηκαν αρνητικά οι αντιφάσεις που εντοπίστηκαν στις δηλώσεις της σχετικά με τον αδελφό της, την αδελφή της και το θάνατο της γιαγιάς της, ως ανωτέρω καταγράφονται.

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία των λεγομένων της, κατόπιν έρευνας σχετικά με τη γενική κατάσταση η οποία επικρατεί στη χώρα, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν τα όσα η αιτήτρια αναφέρει συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες. Παρά τούτο, δεδομένης της μη στοιχειοθέτησης εσωτερικής συνοχής, ο 2ος ισχυρισμός της αιτήτριας απορρίφθηκε.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου επί τη βάσει των ισχυρισμών που έχουν γίνει αποδεκτοί αναφορικά με την καταγωγή, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής των αιτητών,  ήταν κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Προς τούτο αξιολογήθηκε ότι, παρότι οι πηγές αναφέρουν τη μειονεκτική θέση στην οποία βρίσκονται οι αγγλόφωνοι πολίτες αναφορικά με την πρόσβαση τους σε εργασία και εκπαίδευση. Ωστόσο δεν καταδεικνύεται ότι υπόκεινται επιθέσεις, συλλήψεις, απαγωγές και άλλες παραβάσεις βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων ή σώρευση τέτοιων μέτρων, ως αποτέλεσμα και μόνο της καταγωγής ή του ότι είναι αγγλόφωνοι και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται λόγος δίωξης.

Τέλος, παρατίθενται στοιχεία σύμφωνα με τα οποία στο βορειοδυτικό τμήμα της χώρας, όπου ανήκει το Wum (η οποία καθορίστηκε ως τόπος διαμονής της αιτήτριας), έλαβαν χώρα 107 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων προέκυψαν 212 καταγεγραμμένοι θάνατοι, με τις περιοχές που επηρεάστηκαν να ήταν Babanki, Bafut, Bali, Balikumbat, Bamali, Bambili, Bambui, Bamenda, […], Wum.

Ακολούθως, κατά την αξιολόγηση του πλαισίου για το προσφυγικό καθεστώς, κρίθηκε ότι, βάσει των ισχυρισμών των αιτητριών, δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται στο αρ.3 του Νόμου και, συνεπώς, δεν δικαιούνται το καθεστώς του πρόσφυγα. Κατά την αξιολόγηση για το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, κρίθηκε ότι δεν υφίσταται κίνδυνος για σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση των αιτητών κατά την επιστροφή τους στη χώρα καταγωγής του. Αναλύοντας και αξιολογώντας εκ νέου τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής που εντοπίστηκαν στα πλαίσια εξέτασης στη βάση του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι υφίσταται κρίση, η οποία ξεκίνησε το 2016 και επηρεάζει δικαιώματα των αγγλόφωνων πολιτών και ότι στο Wum, όπου θεωρείται τόπος διαμονής της αιτήτριας, υφίσταται εσωτερική ένοπλη σύγκρουση. Τελική κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση είναι ότι, παρά την επιβεβαίωση της έκρυθμης κατάστασης σχετικά με τους αγγλόφωνους, η κατάσταση βελτιώνεται (κάνοντας σύγκριση των διαθέσιμων στοιχείων για το 2021 σε σχέση με το 2020) και ότι οι αγγλόφωνοι δεν υφίστανται κίνδυνο κατά της ζωής ή της σωματικής τους ακεραιότητας, απλά και μόνο με την παρουσία τους στην περιοχή.  

Συνεπεία των ως άνω ευρημάτων η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε.

Επί της αιτήσεως οι αιτητές αναφέρουν νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα.

Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί οι οποίοι δικογραφούνται και εξειδικεύονται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναπτύσσονται επαρκώς στις αγορεύσεις που ακολούθησαν, ως καταγράφονται πιο κάτω.

Στα πλαίσια των γραπτών τους αγορεύσεων οι αιτητές αναφέρουν ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών της αιτήτριας 1, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να είναι λανθασμένη, προϊόν πλάνης περί το νόμο και κατάχρησης εξουσίας. Συγκεκριμένα, παραθέτοντας εν συντομία τους ισχυρισμούς της αιτήτριας 1, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι το σύνολο των λεγομένων της θα έπρεπε να κριθεί αξιόπιστο, αφού παράθεσε με συνοχή και λεπτομέρειες το αφήγημα της. Συνεπώς θα πρέπει να θεωρηθεί ότι τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση περί αναξιοπιστίας των λεγομένων της είναι λανθασμένα, δεδομένου και του ότι τα όσα ανέφερε επιβεβαιώνονται από πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής των αιτητριών, ως εντοπίστηκαν και από τους καθ’ ων η αίτηση. Επί της κατάστασης δε που επικρατεί στη χώρα η συνήγορος των αιτητριών παραθέτει αποσπάσματα από πηγές εκ των οποίων επιβεβαιώνεται, ως αναφέρει, ότι εσωτερικά εκτοπισμένοι πληθυσμοί στο βορειοδυτικό Καμερούν υπόκεινται διακρίσεις και εμπόδια στην πρόσβαση τους στην εκπαίδευση και τις παροχές ανθρωπιστικής βοήθειας, ότι η κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή αυτή παραμένει ιδιαίτερα τεταμένη, με συχνές συγκρούσεις μεταξύ κυβερνητικών δυνάμεων και ενόπλων ομάδων αποσχιστών, μέχρι και σήμερα και ότι οι επιστρέφοντες στη χώρα υφίστανται κίνδυνο κακής ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, όπως, μεταξύ άλλων, αυθαίρετων συλλήψεων και κρατήσεων, βίας, λεκτικής, σωματικής ή σεξουαλικής και άλλων παραβάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά την επιστροφή τους στη χώρα.

Επιπροσθέτως των ως άνω η συνήγορος των αιτητριών αναφέρει ότι δεν προσμετρήθηκε ότι η αιτήτρια 1, ως ανύπαντρη μητέρα με ανήλικο τέκνο, καθίσταται ιδιαίτερα ευάλωτη, παραθέτοντας προς τούτο απόσπασμα από εγχειρίδιο του EASO που αφορά την εσωτερική μετεγκατάσταση, πράγμα που δεν έγινε εν προκειμένω.  

Οι καθ' ων η αίτηση, απαντώντας εις έκαστο εκ των ως άνω ισχυρισμών των αιτητών, αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη, προϊόν δέουσας έρευνας όλων των ισχυρισμών που υποβλήθηκαν, οι οποίοι εξετάστηκαν ενδελεχώς και εις βάθος, και η κατάληξη τους είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας.

Κατά τις διευκρινήσεις η συνήγορος των αιτητριών υιοθέτησε το περιεχόμενο των αγορεύσεων και σημείωσε περαιτέρω ότι στο ερ.56 γίνεται αποδοχή της αξιοπιστίας του 2ου ισχυρισμού αλλά – όλως αντιφατικώς, ως ανέφερε – τον απέρριψαν. Τόνισε δε και πάλι την ύπαρξη ανήλικου τέκνου (αιτήτριας 2), το οποίο δεν εξετάστηκε δεόντως.

Απαντώντας στα ως άνω οι καθ’ ων η αίτηση ότι πουθενά στην επίδικη έκθεση δεν γίνεται λόγος για αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού και ενέμειναν στους ισχυρισμούς τους, ως αναφέρονται στην αγόρευση τους, την οποία και υιοθέτησαν.

Προέχει η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της αιτήτριας.

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Ως και οι καθ’ ων η αίτηση κατέγραψαν στην επίδικη έκθεση που ετοίμασαν, το αφήγημα της αιτήτριας για τα κατ’ ισχυρισμό προσωπικά βιώματα της ιδίας και της οικογένειας της και οι απαντήσεις της στις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν έβριθαν κενών, αοριστιών και στερούνταν παντελώς στοιχείων που εύλογα θα ήταν αναμενόμενο να είναι σε θέση να παρέχει. Δεν μπορεί να παραγνωριστεί εν προκειμένω ότι οι ισχυρισμοί της στερούνταν χρονικής συνέχειας και ευλογοφάνειας και – πράγμα στο οποίο δίδω ιδιαίτερη βαρύτητα – περιέχει αντιφάσεις σε καίρια σημεία του ιστορικού, ως το ανέφερε.

Χαρακτηριστικά θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αιτήτρια – ως και οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν στα ερ.56-57 – δεν παράθεσε την παραμικρή βιωματική λεπτομέρεια για τα όσα ανέφερε και υπέπεσε σε καίριες αντιφάσεις αναφορικά με το ιστορικό του αδελφού, της γιαγιάς της και της αδελφής της, ως καταγράφονται και πιο πάνω. Όλο το αφήγημα της στερείται παντελώς βιωματικών στοιχείων, χρονικής συνοχής και λεπτομερειών. Το μόνο στο οποίο αναφέρθηκε με εύλογα ικανοποιητικές λεπτομέρειες είναι αναφορικά με τη γενική κατάσταση στη χώρα σε σχέση με την αγγλόφωνη κρίση και την αντιμετώπιση που έχουν οι αγγλόφωνοι κάτοικοι. Σημειώνω δε επί τούτου ότι η όποια αναφορά της σε προσκόμματα που αντιμετωπίζουν οι αγγλόφωνοι σε σχέση με τον βιοπορισμό και την πρόσβαση στην εκπαίδευση δεν ισχύουν για την αιτήτρια, αφού, ως ανέφερε, διατηρούσε επιχείρηση πώλησης ενδυμάτων που τις επέτρεπε να εξασφαλίσει τα προς το ζην (ερ.28, 3Χ) και φοίτησε σε πανεπιστήμιο (ερ.34, 2Χ), παρά τις όποιες οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε.

Εκ των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι ορθώς απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί της για κατ’ ιδία δίωξη της οικογένειας της. Το μόνο που αποδέχομαι από τους ισχυρισμούς της αιτήτριας αναφορικά με την ίδια και την οικογένεια της είναι ότι αυτοί όντως εκτοπίστηκαν και διαμένουν σήμερα στο Limbe (γονείς και αδελφή) και στη Douala (μεγαλύτερος αδελφός. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις πιο κάτω πληροφορίες.

Ενόψει τούτου παραμένει το ζήτημα του κατά πόσο ο αγγλόφωνος πληθυσμός της χώρας που διαμένει στο βορειοδυτικό Καμερούν υπόκειται σε πράξεις διώξεως από τις αρχές αλλά και η γενική κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής της.

Σε διαθέσιμες αξιόπιστες πηγές επιβεβαιώνεται ότι ο τοπικός αγγλόφωνος πληθυσμός όντως φαίνεται να αντιμετωπίζει δυσμενείς διακρίσεις από τη κυβέρνηση που αφορά το διορισμός γαλλόφωνων δικαστών και εκπαιδευτικών σε περιοχές που είναι κατά βάση αγγλόφωνες, μη κατανομή επαρκών δημόσιων πόρων για την ανάπτυξη αγγλόφωνων περιοχών και τη γενική περιθωριοποίηση του αγγλόφωνου πληθυσμού. Συνεπεία των ως άνω ξέσπασε η αγγλόφωνη κρίση, αρχικά με διαδηλώσεις δικηγόρων και εκπαιδευτικών και αργότερα με γενικότερες κινητοποιήσεις που κατέληξαν τελικά στην ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αμπαζονίας. Έκτοτε ο τοπικός πληθυσμός βιώνει βίαιες συγκρούσεις κυβερνητικών δυνάμεων με ένοπλες ομάδες αποσχιστών (που δρουν υπό τη γενική ονομασία Ambazonians) με συχνές παράπλευρες απώλειες αμάχων εκατέρωθεν.[1]

Η Διεθνής Αμνηστία και το Human Rights Watch (HRW), τέλος, κάνουν λόγο για μη τήρηση και παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε εκτεταμένο βαθμό στα πλαίσια της κρίσης στις Αγγλόφωνες επαρχίες και την καταστολή τής δράσης τής Boko Haram στην επαρχία Far North.[2]

Κατά τα Ηνωμένα Έθνη υπάρχουν « […] αναφορές για βίαιες ενέργειες που καταλήγουν σε καταστροφή νοσοκομείων, σχολείων και ολόκληρων χωριών στις εν λόγω περιοχές τις οποίες έχουν διαπράξει μη κυβερνητικές ένοπλες ομάδες και μέλη των ενόπλων δυνάμεων του κυβερνώντος κόμματος […]»[3],  ενώ το HRW, στην πιο πρόσφατη Έκθεσή του, και η Διεθνής Αμνηστία επίσης αναφέρουν πως στις ενέργειες αυτές προβαίνουν τόσο κυβερνητικοί και μη κυβερνητικοί δρώντες[4].  Η γεωγραφική τους κατανομή αναφέρεται από τα Ηνωμένα Έθνη: «Στις ΝΔ και ΒΔ επαρχίες, υψηλά επίπεδα ανασφάλειας συνεχίζονταν. Η παρουσία κρατικών σωμάτων ασφαλείας – αστυνομία, χωροφυλακή, στρατός – είναι συγκεντρωμένη κατά μήκος των κύριων οδικών αρτηριών και στις πόλεις, ενώ οι μη κρατικές ένοπλες ομάδες εντοπίζονται κυρίως στις αγροτικές περιοχές.»[5].

Σε COI QUERY του EASO, ημ.14/06/21, αναφέρεται ότι ο εκτοπισμός πληθυσμού από τα σπίτια του είναι συχνό φαινόμενο λόγω της γενικευμένης βίας, οι οποίοι εκτοπισθέντες βρίσκουν συχνά καταφύγιο σε αγροτικές ή δασώδεις εκτάσεις κοντά στον τόπο διαμονής τους:

«According to OCHA 712 180 IDPs were within or displaced in the North-West and South-West regions as of March 2021. Violence in the aforementioned regions resulted in multiple population displacements and over 1 427 people were forced to flee their homes only in March 2021, seeking shelter and safety in nearby bushes, villages and towns. 71 More than 10 000 people, mainly in Menchum division in the North-West region, were forced to flee their villages in April 2021 and IDPs reached the number of 712 800.72 For the same reference period , a UNHCR map depicting the locations of UNHCR persons of concern mentions that as of April 2021 there were 1 032 942 internally displaced persons, the majority of whom seem to be situated in the Far North, North-West and South-West regions.73 »[6]

Πηγές των Ηνωμένων Εθνών αναφέρουν τα εξής:

«Με την κλιμακούμενη βία ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και τις μη-κρατικές ένοπλες ομάδες στις Νοτιοδυτικές και Βορειοδυτικές περιοχές τού Καμερούν κατά το 2019, ο άμαχος πληθυσμός είναι αντιμέτωπος με σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων […] μαζικό εκτοπισμό, επιθέσεις κατά περιουσιών, κάψιμο σπιτιών και χωριών, διαχωρισμός οικογενειών, απώλεια εγγράφων ταυτοποίησης, αυθαίρετη σύλληψη και κράτηση […] έλλειψη πρόσβασης σε βασικές υπηρεσίες που έχουν επηρεασθεί από την κρίση και σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων (δολοφονίες, στρατολόγηση παιδιών, απαγωγές, έμφυλη βία, κ.ά. […] Επιθέσεις κατά χωριών, κάψιμο σπιτιών και δολοφονίες έχουν καταγραφεί.».[7]

Τα ανωτέρω επιβεβαιώνουν ότι ο αγγλόφωνος πληθυσμός υπόκειται από τις αρχές περιθωριοποίηση η οποία δυσχεραίνει τη πρόσβαση στη δικαιοσύνη, την εκπαίδευση και γενικώς καθιστούν δυσχερέστερη την καθημερινότητα του και επηρεάζεται από τη σημερινή κατάσταση ανασφάλειας στην περιοχή λόγω των συχνών συγκρούσεων. Παρά τούτα όμως δεν παύει να είναι απαιτούμενο να καταδειχθεί ότι η κατάσταση επηρεάζει ουσιωδώς, στον απαιτούμενο βαθμό σοβαρότητας, την εν προκειμένω αιτήτρια.

Αναφορικά με τις πράξεις περιθωριοποίησης του αγγλόφωνου πληθυσμού, ως ανωτέρω περιγράφεται, στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθεσεις χορηγησης διεθνους προστασιας (οδηγια 2011/95/ΕΕ)», σελ.36 επ., αναφέρονται τα εξής:

«Από τη συλλογιστική του ΔΕΕ συνάγεται ότι παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τα οποία χωρεί παρέκκλιση, όπως τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 του Χάρτη της ΕΕ/στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, πρέπει να υπερβαίνουν ένα υψηλότερο κατώτατο όριο σοβαρότητας, ενώ η παραβίαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, μπορεί να συνιστά δίωξη λόγω της ίδιας της φύσης της πράξης.

[…]

Το κατά πόσον οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη του 1961 (146) ή στο Διεθνές Σύμφωνο για τα οικονομικά, κοινωνικά και μορφωτικά δικαιώματα του 1966 (147) μπορούν να θεωρηθούν «βασικά» ανθρώπινα δικαιώματα εξαρτάται από τη δυνητική σοβαρότητα της επέμβασης στις βασικές συνθήκες διαβίωσης ενός προσώπου. Γενικά, τα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώ­ματα δεν πληρούν το κριτήριο δυνητικής σοβαρότητας συγκρίσιμης με παράβαση δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση.

[…]

Στην περίπτωση περιορισμών που βασίζονται στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, ο χαρακτήρας της παράβασης ως παραβίασης βασικού ανθρώπινου δικαιώματος πρέπει να εξετάζεται λαμβάνοντας υπόψη τη γενική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής και τις προσωπικές περιστάσεις του αιτούντος διεθνή προστασία.

[…]

Η έννοια της προσωπικής ακεραιότητας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και ο τρόπος και ο βαθμός οποιασδήποτε βλάβης ή απειλής βλάβης που θίγει την ατομική κατάσταση του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, είναι στοιχεία λυσιτελή για την εκτίμηση αυτή (154). Η παραβίαση βασικού ανθρώπινου δικαιώματος μπορεί να χαρακτηρισθεί σοβαρή λόγω του ιδιαίτερου αντικτύπου της σε συγκεκριμένο αιτούντα.»

Εν προκειμένω η αιτήτρια δεν έχει αναφέρει πράξη ισοδυναμούσα με δίωξη που να αφορά την ίδια προσωπικά. Ως και πιο πάνω αναφέρω, παρά τις αντιξοότητες, η ίδια φαίνεται να έχει σπουδάσει και να βιοποριζόταν, έστω με αρκετές δυσχέρειες. Το μόνο που σχετικώς αναφέρει είναι ένα περιστατικό ενόχλησης της από την αστυνομία, κατά την οποία, ως ανέφερε, δεν υπέστη κάτι πέραν λεκτικής κακομεταχείρισης της. Σημειώνω εδώ ότι το γενικό ενδεχόμενο να είχε βιαστεί δεν μπορεί βεβαίως να ληφθεί υπόψη, αφού από τα λεγόμενα της δεν συνάγεται ότι έγινε κάποια απόπειρα προς τούτο αλλά μάλλον είναι κάτι που το θεωρεί ως ενδεχόμενο η ίδια. Τα όσα λοιπόν ανέφερε η αιτήτρια σε σχέση με την ίδια δεν ενέχουν το απαιτούμενο επίπεδο σοβαρότητας ώστε να «μπορεί να χαρακτηρισθεί σοβαρή λόγω του ιδιαίτερου αντικτύπου της σε συγκεκριμένο αιτούντα.» (βλ. πιο πάνω απόσπασμα).

Παραμένει η αξιολόγηση του κατά πόσο, στα πλαίσια των ένοπλων συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα στον τόπο διαμονής της ενδεχομένως να υφίσταται σε περίπτωση επιστροφής της κίνδυνο κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας εκ μόνης της παρουσίας της στην περιοχής Wum, όπου διέμενε μέχρι να φύγει από τη χώρα. Πρέπει εδώ να σημειώσω ότι με προβλημάτισε κατά πόσο, δεδομένου ότι έλαβε την απόφαση να φύγει από τη χώρα όταν διέμενε με τον μεγαλύτερο αδελφό της στη Ντουάλα (ερ.32), θα έπρεπε αυτό να θεωρηθεί ως τόπος διαμονής της, όμως, δεδομένου ότι δεν αποκαλύπτεται κατά πόσο διέμενε εκεί με σκοπό να μετοικήσει , μόνιμα και δεν έχω ενώπιον μου στοιχεία προς τούτο, θα θεωρήσω ότι τόπος διαμονής της παρέμεινε το Wum.

Σε σχέση λοιπόν με τη κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή εντοπίζω τα ακόλουθα.

Σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης καταγράφεται ότι τον Ιούλιο 2022 αυτονομιστές απήγαγαν και σκότωσαν τέσσερις Mbororo - μουσουλμάνους κτηνοτρόφους στο Wum, στη βορειοδυτική περιφέρεια του Καμερούν και στις 25 Ιουλίου, Mbororo - μουσουλμάνοι κτηνοτρόφοι επιτέθηκαν στη κοινότητα σκοτώνοντας πέντε άτομα και τραυματίζοντας τουλάχιστον άλλα 10. [8] Σύμφωνα με τα στοιχεία της ACLED το χρονικό διάστημα 26/5/22 έως 26/5/23 καταγράφηκαν 217 περιστατικά ασφαλείας με αποτέλεσμα το θάνατο 366 ατόμων. Από τα πιο πάνω περιστατικά τα 71 συνίστατο σε μάχες (210 θάνατοι), τα 129 σε βία εναντίον των πολιτών (143 θάνατοι), τα 6 σε εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (6 θάνατοι) και τα 11 συνίστατο σε εξεγέρσεις (7 θάνατοι). [9]

Αναφορικά με τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην περιφέρεια North West, στην οποία ανήκει η πόλη Wum, σε επικαιροποιημένη αναφορά του ACLED καταγράφεται ότι σε διάστημα ενός έτους από 05/04/23 έως 05/04/24, καταγράφηκαν 1013 περιστατικά ασφαλείας και προέκυψαν εξ αυτών 629 απώλειες ανθρώπινων ζωών Στην πόλη Wum πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ίδια βάση δεδομένων σημειώθηκαν 12 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 5 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Εξ αυτών τα 11 συνίσταντο σε βία κατά αμάχων και το 1 σε έκρηξη.[10] Σημειώνεται ότι o πληθυσμός της βορειοδυτικής περιφέρειας  για το 2015 ανήλθε περί τα 2 εκατομμύρια[11] και της πόλης Wum εκτιμάται ότι ανέρχεται για το 2024 περί τις 70.000 [12].

Στη βάση των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι καταδεικνύεται εδώ εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια (και η κόρη της – αιτήτρια 2) να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της στο Wum κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, είναι τέτοιας έντασης – λαμβανομένης υπόψη και της φύσεως των περιστατικών ασφαλείας, τα οποία συχνά καταλήγουν σε απώλειες αμάχων - ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Τούτο λαμβανομένων περαιτέρω υπόψη και των περιστάσεων που αφορούν τις αιτήτριες, ήτοι ότι δεν θα έχουν ιδιαίτερο υποστηρικτικό δίκτυο, αφού η οικογένεια τους διαμένει στη Limbe και Douala και η αιτήτρια 2 είναι ανήλικη, σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της νομολογιακής μεθόδου της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [13] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, C-901/19 CF and DN v Bundesrepublik Deutschland).

Δεδομένων των ως άνω, προχωρώ με την εξέταση του κατά πόσο υπάρχει η δυνατότητα εσωτερική μετεγκατάστασης σε άλλο τμήμα της χώρας καταγωγής της, στο οποίο δεν θα διατρέχουν τους ως άνω κινδύνους.

Με βάση τα διαλαμβανόμενα στο αρ.12Γ του Νόμου [βλ. και αρ.8 (1) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ] η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης αποκλείει την παροχή διεθνούς προστασίας. Προκειμένου λοιπόν να στοιχειοθετήθει αυτή η δυνατότητα θα πρέπει να τεκμηριωθούν τα εξής στη βάση των διαθέσιμων πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής:

 «[…] σε τμήμα της χώρας ιθαγένειάς του-

(i) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη  ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή

(ii) έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως η εν λόγω προστασία ορίζεται στο άρθρο 3Β,

και ο αιτητής μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί.»

(Αρ.12Γ (1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000))

Στο εγχειρίδιο του EASO Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ), Δικαστική Ανάλυση, σελ.83 αναφέρονται τα εξής:

«Το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) απαιτεί να μην υπάρχει για τον αιτούντα βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι θα διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στο τμήμα της χώρας στο οποίο προτείνεται να παρασχεθεί εγχώρια προστασία. Η αρχική ή οποιαδήποτε νέα μορφή δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε τμήματης χώρας εμποδίζει την εφαρμογή της έννοιας της εγχώριας προστασίας [εκτός εάν υπάρχει πρόσβαση σε προστασία βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β)]. Η ερμηνεία αυτή μπορεί να υποστηριχθεί περαιτέρω, τηρουμένων των αναλογιών, από τις διαπιστώσεις του ΔΕΕ στην υπόθεση Abdulla, η οποία αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της ΟΕΑΑ [επίσης άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)] σχετικά με την παύση. Το ΔΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όχι μόνο δεν πρέπει να υφίστανται πλέον οι αρχικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν τον φόβο του ενδιαφερομένου ότι θα υποστεί δίωξη, αλλά «δεν [πρέπει να] υφίστανται άλλοι λόγοι που να του προκαλούν φόβο ότι θα “υποστεί δίωξη”».»

Στην σελ.88 του ίδιου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:

«Βάσει της νομολογίας του Ηνωμένου Βασιλείου (475), ο όρος «λογικά» σημαίνει ότι δεν πρέπει να είναι αδικαιολόγητα δύσκολο να αναμένεται ότι ο αιτών θα μετεγκατασταθεί. Η House of Lords (Βουλή των Λόρδων) του Ηνωμένου Βασιλείου εξέτασε διάφορα κριτήρια «λογικής προσδοκίας». Στην υπόθεση Januzi, ο λόρδος Bingham περιέγραψε την προσέγγιση ως εξής:

Ας υποθέσουμε ότι ένα πρόσωπο υφίσταται στη χώρα ιθαγένειάς του δίωξη για λόγους που προβλέπονται στη Σύμβαση. Η χώρα είναι φτωχή. Το επίπεδο κοινωνικής προστασίας είναι χαμηλό. Το επίπεδο στερήσεων και ελλείψεων είναι υψηλό. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ελάχιστος. […]

Θα μπορούσε, χωρίς φόβο δίωξης, να ζήσει αλλού στη χώρα ιθαγένειάς του, αλλά θα υφίστατο εκεί όλα τα μειονεκτήματα της ζωής σε μια φτωχή και καθυστερημένη χώρα. Θα ήταν παράξενο εάν το τυχαίο γεγονός της δίωξης του παρείχε τη δυνατότητα να διαφύγει όχι μόνο από τη συγκεκριμένη δίωξη, αλλά και από τις στερήσεις που γνωρίζει η χώρα καταγωγής του. Φυσικά, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά εάν η έλλειψη σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δημιουργούσε απειλές για τη ζωή του ή τον εξέθετε σε κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (476)

Σε σχέση με το εύλογο της μετεγκατάστασης στην συγκεκριμένη περιοχή, στην σελ.90 του ίδιου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:

«Στην υπόθεση MYH, το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη τέτοιες προσωπικές περιστάσεις των αιτουσών, όπως τη χριστιανική θρησκεία, την προχωρημένη ηλικία, την κακή κατάσταση της υγείας, το γεγονός ότι ήταν γυναίκες, καθώς και τους λιγοστούς οικονομικούς και κοινωνικούς δεσμούς με την περιοχή του Κουρδιστάν, αλλά έκρινε ότι ούτε η γενική κατάσταση στην εν λόγω περιοχή ούτε οποιαδήποτε από τις προσωπικές περιστάσεις των αιτουσών υποδείκνυε την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου κακομεταχείρισης (491)

Η αιτήτρια εδώ, υγιής ενήλικας, με πανεπιστημιακή μόρφωση και χωρίς παρελθόν δίωξης από τις αρχές θα μπορούσε επιστρέφοντας να διαμείνει σε μέρος έξω από το νοτιοδυτικό Καμερούν, σε τόπο όπου θα έχει υποστηρικτικό δίκτυο το οποίο αναμένεται να βοηθήσει στην ένταξη της στην τοπική κοινωνία και να παρέχει τα απαραίτητα μέχρι να γίνει αυτό.

Αναφορικά με τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην περιφέρεια Littoral του Καμερούν, στην οποία ανήκει η πόλη Douala, όπου διατηρεί οικογενειακό δίκτυο, αφού διαμένει – με σχετικά σταθερή, ως η ίδια η αιτήτρια περιέγραψε, ζωή - ο μεγαλύτερος της αδελφός, καταγράφεται ότι σε διάστημα ενός έτους από 05/04/23 έως 05/04/24, καταγράφηκαν 22 περιστατικά ασφαλείας και προέκυψαν εξ αυτών 10 θάνατοι. Σύμφωνα με την ίδια βάση δεδομένων σημειώθηκαν 13 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 5 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Εξ αυτών τα 9 συνίσταντο σε εξεγέρσεις  και 4 σε βία κατά αμάχων.[14] Σημειώνεται ότι o πληθυσμός ανερχόταν περί τα 4 εκατομμύρια το 2021 και της πόλης Douala ανερχόταν περί τα 3 ½ εκατομμύρια, για το ίδιο έτος.[15]

Σύμφωνα με το Υπουργείο Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου (UK Home Office), σε έκθεση Δεκέμβριου 2020, αναφέρεται ότι η κατάσταση εκεί χαρακτηρίζεται ως σχετικά ασφαλής:

«Areas outside of the conflict zones in the NWSW regions and northern Cameroon are stable and offer relative security. A person returning to these areas, including the main cities of Douala and Yaoundé, will not face a real risk of being subject to a threat to their life or person and a breach of Article 15(c) QD (see Situation of Anglophones outside of the SW and NW regions). » [16]

Σε άρθρο του The Africa Report ημ.20/04/20 αναφορικά με την κατάσταση των εσωτερικά εκτοπισμένων από τις ΒΔ και ΝΔ περιοχές, αναφέρεται ότι παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, τα άτομα με τα οποία μίλησε το δίκτυο, ανέφεραν ότι σε αντίθεση με τις ΒΔ και ΝΔ περιοχές, στη Douala δεν φοβούνται για τη ζωή τους, αλλά αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές και βιοποριστικές δυσκολίες και αντιξοότητες, ιδίως Αγγλόφωνοι εσωτερικά εκτοπισμένοι. [17]

Δεν παραβλέπω ότι, εξαιτίας του μεγάλου ρυθμού μετεγκατάστασης πληθυσμού εκεί οι συνθήκες διαβίωσης, ειδικώς επιστρεφόντων οι οποίοι δεν έχουν δεσμούς, κοινωνικούς ή οικογενειακούς με την πόλη, χειροτερεύουν, όμως – ειδικά για άτομα με υποστηρικτικό δίκτυο - μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχουν οι ελάχιστες συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν σε άτομα τα οποία εγκαθίστανται στην πόλη να εξεύρουν πόρους διαβίωσης.

Σχετικώς, στο Query του EASO με τίτλο Internally displaced persons (IDPs) and returnees in Douala and Yaoundé, ημ.24/08/21, αναφέρονται τα κάτωθι (σελ.3-4):

«The significant displacement of Anglophone populations has strained host communities and service delivery capacities in the neighbouring Littoral and West regions, and in the main urban centres of Douala and Yaoundé.14

[…]

In its January 2021 report, the World Bank outlined that ‘the capital, Yaoundé, offered a wider range of economic activities, but IDPs have still struggled due to a lack of financial capital and equipment. The lack of identification documents further exacerbates IDPs’ vulnerability, increasing the risk of exploitation and preventing them from accessing education and government assistance’.18»

Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον International Organization for Migration (ΙΟΜ), έχουν καταγραφεί πέραν των 233 επιτυχημένων εθελοντικών επιστροφών από άτομα τα οποία έλαβαν και βοήθεια επανένταξης κατά το 2021.[18] Μέσω του προγράμματος υποβοηθούμενης εθελοντικής επιστροφής και επανένταξης (AVRR), το IOM έχει υποστηρίξει το Καμερούν στην υποδοχή περισσότερων από 400 μεταναστών. Πηγές κάνουν λόγο για πρωτοβουλίες του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης (IOM) και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την προσφορά φαρμακευτικής περίθαλψης καθώς και ψυχολογικής υποστήριξης με σκοπό την ενσωμάτωση των επιστραφέντων.[19]

Σχετικά με το εύλογο της μετεγκατάστασης ενδιαφέρουσα καθοδήγηση παρέχει και η απόφαση του Εφετείου του Ην. Βασιλείου, το οποίο, στην υπόθεση AS (Afghanistan) v SSHD [2019] EWCA Civ 873 [20], ημ.24/05/19, παραθέτοντας τις κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR, οι οποίες υιοθετήθηκαν και από τον λόρδο Bingham στην υπόθεση Januzi [21], επισημαίνει ότι επί δυνατότητας εσωτερικής μετεγκατάστασης στα πλαίσια υποθέσεων ασύλου θα πρέπει να εξετάζεται αν ο αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του, θα διάγει μία σχετικά φυσιολογική ζωή χωρίς υπέρμετρες δυσκολίες. Η εσωτερική μετεγκατάσταση εξακολουθεί να είναι εύλογη ακόμη κι αν οι συνθήκες είναι χειρότερες σε σχέση με την χώρα ασύλου.

Στην ανωτέρω απόφαση, παρ.47, αναφέρεται, σε ελεύθερη μετάφραση, ότι «Όσο σκληρό και αν ακούγεται, και παρ’ όλη την συμπάθεια που ένας αναπόφευκτα νιώθει προς αυτούς που υπέφεραν ως οι εφεσείοντες (και οι δεκάδες χιλιάδες όμοιοι τους), η Σύμβαση για τους Πρόσφυγες, όπως επιχείρησα να εξηγήσω, έχει πραγματικά σκοπό να προστατεύσει μόνο αυτούς που απειλούνται με συγκεκριμένες μορφές δίωξης. Δεν είναι γενικό ανθρωπιστικό μέτρο. […] Με δεδομένο ότι μπορούν να επιστρέψουν με ασφάλεια στη χώρα τους, μόνο απόδειξη ότι οι ζωές τους μετά την επιστροφή τους θα ήταν πολύ απλά ανυπόφορες, συγκρινόμενες ακόμα και στα προβλήματα και τις στερήσεις τόσων άλλων συμπατριωτών τους, θα μπορούσε να τους καταστήσει δικαιούχους προσφυγικού καθεστώτος.».

Στην παρούσα οι καθημερινές συνθήκες διαβίωσης σε περίπτωση μετεγκατάστασης των αιτητριών στη Douala δεν θεωρώ ότι θα είναι κάτω από το εύλογα αποδεκτό επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, παρά τις όποιες οικονομικές ή άλλες δυσκολίες που θα κληθεί ενδεχομένως να αντιμετωπίσει κατά την ένταξη της στην τοπική κοινωνία [βλ. ανωτέρω, σελ.88 του εγχειρίδιου EASO Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (Οδηγία 2011/95/ΕΕ), Δικαστική Ανάλυση]. Οι όποιες λοιπόν δυσκολίες αντιμετωπίσει δεν είναι τέτοιες – ως ανωτέρω εξηγώ – που θα καθιστούσαν την ζωή της ανυπόφορη και θα την εξέθεταν σε κινδύνους που υπερβαίνουν τον μέσο κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο τοπικός πληθυσμός στην καθημερινότητα του εξαιτίας των κακών οικονομικών συνθηκών. Ως και στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»  

Δεν παραβλέπω ότι η αιτήτρια 1 έχει ανήλικη κόρη (αιτήτρια 2), όμως τούτο, δεδομένων των όσων πιο πάνω αναφέρω και λαμβανομένου υπόψη του υποστηρικτικού δικτύου που έχει στην περιοχή όπου κρίνω ότι είναι εφικτή η μετεγκατάσταση της δεν θεωρώ ότι διαφοροποιεί την κατάληξη μου. Σημειώνω εδώ ότι, ως στο εγχειρίδιο EASO  - Practical guide on the application of the internal protection alternative, May 2021, σελ.26-31, αναφέρεται, μπορεί να ληφθεί υπόψη εν προκειμένω ότι ο μεγάλος αδελφός της αιτήτριας, ως η ίδια ανέφερε, φαίνεται να είναι σε θέση να εξασφαλίζει τα προς το ζην («kind of stable […] he knows Douala […] know[s] French», ερ.28, 2Χ) και δεν έχει τεθεί ενώπιον μου κάτι εκ του οποίου θα μπορούσε να συναχθεί ότι δεν θα βοηθήσει τις αιτήτριες στην εγκατάσταση της εκεί, η ίδια έχει διαμένει σε ξάδελφο της στο παρελθόν στη Douala, συνεπώς έχει κάποια βασική γνώση της πόλης, είναι ενήλικας, υγιής, με πανεπιστημιακή μόρφωση και συνεπώς έχει εύλογες σχετικά πιθανότητες να εξασφαλίσει βιοπορισμό (ως έχουν αναφερθεί και ανωτέρω).

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται.

Δεδομένων των πλημμελειών που εντοπίστηκαν αναφορικά με την εξέταση της επίδικης αιτήσεως και της κατάληξης των καθ’ ων η αίτηση, ήτοι του ότι δεν έγινε αποδεκτός ο κίνδυνος στα πλαίσια του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου και συνεπώς δεν εξετάστηκε η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης των αιτητριών, παρότι – τελικώς – το αποτέλεσμα παραμένει ότι οι αιτήτριες δεν χρήζουν διεθνούς προστασίας, θεωρώ δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικαστούν έξοδα.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EASO, COI QUERY, Information on the situation for Anglophones in Cameroon’s Francophone regions and in Northwest/Southwest Cameroon, published 30/01/18

[2] Amnesty International (AI), Human Rights in Africa: Review of 2019 - Cameroon [AFR 01/1352/2020], 08 April 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2028266.html ; Human Rights Watch (HRW), World Report 2021 – Cameroon (Events of 2020), 13 January 2021, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2043533.html (accessed on 05/08/2022)

[3] United Nations Economic and Social Council, Concluding observations on the fourth periodic report of Cameroon, E/C.12/CMR/CO/4, para. 4, 25 March 2019, available at: https://tbinternet.ohchr.org/_layouts/15/treatybodyexternal/Download.aspx?symbolno=E/C.12/CMR/CO/4&Lang=En

[4] Human Rights Watch (HRW), World Report 2021 – Cameroon (Events of 2020), 13 January 2021, available at:  https://www.ecoi.net/en/document/2043533.html; Amnesty International (AI), Human Rights in Africa: Review of 2019 - Cameroon [AFR 01/1352/2020], 08 April 2020, available at: https://www.ecoi.net/en/document/2028266.html (accessed on 11/08/2021)

[4] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), p. 9, June 2020, available at:  https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf

[5] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), p. 9, June 2020, available at:  https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf (accessed on 05/08/2022)

[6] EASO, COI QUERY «Latest developments on security situation in Anglophone region between 1 January 2020 and 31 May 2021», σελ.8, available at: https://euaa.europa.eu/

[7] United Nations Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (UN OCHA), Cameroon Humanitarian Needs Overview 2020 (revised June 2020), pp. 41-42, June 2020, available at:https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf (accessed on 05/08/2022)

[8]“2022 Report on International Religious Freedom: Cameroon”, U.S. Department of State, 15/5/2023

 https://www.state.gov/reports/2022-report-on-international-religious-freedom/cameroon/ , assessed on 31/5/2023

[9]  ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: 26/05/22 – 26/05/23, [Middle Africa, Cameroon, Nord-Ouest], https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, assessed 31/05/23.

[10] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

(βλ. Πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 05/04/2023-05/04/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions - Remote violence/ Riots και ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa – Cameroon – Nord Ouest (Wum)

[11] City Population, Cameroon – North West region https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/

[12] https://worldpopulationreview.com/countries/cities/cameroon

 

[13] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf

[14] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

(βλ. Πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 05/04/2023-05/04/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions - Remote violence/ Riots  και ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle AfricaCameroonLittoral

[15] Republique du Cameroun, Institut National de la Statistique, Agence Regional du Littoral, Littoral en chiffres, Edition 2022, σ. 9

https://ins-cameroun.cm/wp-content/uploads/2023/06/Littoral-en-chiffres-ed2022_Francais.pdf

[16] UK Home Office, ‘Country Police and Information Note, Cameroon: North-West/South-West crisis’, December 2020, Par. 2.4.30, p. 13, Available: https://www.ecoi.net/en/file/local/2042244/Cameroon_-_North-West_South-West_crisis_-_CPIN_-_v2.0_.pdf 

[17] The Africa Report, ‘Fleeing violence in Anglophone Cameroon, life in Douala is a different hardship’, 20 April 2020, Available: https://www.theafricareport.com/26446/fleeing-violence-in-anglophone-cameroon-life-in-douala-is-a-different-hardship/

[18] ReliefWeb, Migrant Return and Reintegration: Complex, Challenging, Crucial, Available here: https://reliefweb.int/report/cameroon/migrant-return-and-reintegration-complex-challenging-crucial

[19] EASO, COI Query Cameroon Internally Displaced Persons and Returnees in Douala and Yaoundé, p. 2-3, available at: https://coi.easo.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_08_Q27_EASO_COI_Query_Response_CAMEROON_IDPs.pdf , 20/10/2022

[20] AS (Afghanistan) v SSHD [2019] EWCA Civ 873, 24 May 2019, available at: https://www.asylumlawdatabase.eu/en/content/afghanistan-v-secretary-state-home-department-2019#content (accessed on 4 May 2021)

[21] UK - House of Lords, Januzi v Secretary of State for the Home Department & Ors, 15 February 2006, available at: https://www.asylumlawdatabase.eu/en/case-law/uk-house-lords-15-february-2006-januzi-v-secretary-state-home-department-ors-2006-ukhl-5#content  (accessed on 4 May 2021)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο