ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:2920/23

 

15 Απριλίου 2024

[Β.ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

F.C.N.από τη Λιβερία F 2I-092XXX, ACR 5185XXXX

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της  Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                               Καθ' ων η Αίτηση

 

Κ. Αριστοδήμου (κα) για Μ. Παπαλοΐζου (κος), Δικηγόρος του Αιτητή

Θ. Παπανικολάου για Α. Κίτσιου (κα), Δικηγόρος για τους καθ' ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 19/7/2023, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 8/8/23 και με την οποία την πληροφορούν ότι το αίτημα του για διεθνή προστασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου απορρίπτεται και αποφασίστηκε η επιστροφή του, στην χώρα καταγωγής του. Η αίτηση του απορρίφθηκε καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λιβερίας, αφίχθηκε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των κατεχόμενων από την Τουρκία και μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών, και στις 25/10/2021 υπέβαλε αίτηση για παροχή Διεθνούς Προστασίας. Στις 10/7/2023, διεξήχθη η συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας, ο οποίος ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας στις 14/7/2023. Στις 19/7/2023, ο εξουσιοδοτημένος από τον αρμόδιο Υπουργό λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την έκθεση και εισήγηση. Στις 8/8/2023, ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου σχετικά με την απόρριψη της αίτησης και αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 8/8/2023. Στις 29/8/2023 ο Αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ 

 

Ο Αιτητής, δια του συνηγόρου του, προβάλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος του για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να εξειδικεύονται περαιτέρω. Συγκεκριμένα , ο συνήγορος του Αιτητή βάλλει κατά της προσβαλλόμενης για 1) μη τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας, λόγω έλλειψης ενημέρωσης του Αιτητή για τα δικαιώματά του, περιορισμένου χρόνου της συνέντευξης και κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας των Καθ’ ων, με αποτέλεσμα τη παραβίαση του δικαιώματος του Αιτητή προηγούμενη ακρόαση, 2) έλλειψη δέουσας έρευνας και 3) εσφαλμένη εφαρμογή των προνοιών σχετικά με τη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας.   

Οι Καθ' ων η αίτηση υποβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και Κανονισμών, μετά από δέουσα έρευνα, ορθή τήρηση των διαδικασιών και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές διοικητικού δικαίου και είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Προσθέτουν ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και να αποδείξει βάσιμους λόγους δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση χαρακτηρίζονται από γενικότητα και αοριστία.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως. 

Η αναφορά, των κινδύνων και των απειλών (το ίδιο αοριστόλογοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν στο φόβο για  τη ζωή τους σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής των Αιτητριών.  «Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.  Αυστηρώς ομιλούντες τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων». (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412  και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL και Κυπριακής Δημοκρατίας).

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι  και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltdv. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 :«Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Όσον αφορά τις αιτιάσεις των συνηγόρων του Αιτητή περί πλημμελειών στη διαδικασία, οι ισχυρισμοί αυτοί εκτίθενται κατά τρόπο γενικό, χωρίς να αιτιολογούνται και συνεπώς πρέπει να απορριφθούν. Σε κάθε δε περίπτωση, παρατηρώ ότι ο Αιτητής, κατά το στάδιο της πρωτοβάθμιας διαδικασίας ενημερώθηκε πλήρως για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του, κάτι το οποίο άλλωστε συνομολογείτε και από το σώμα της  Γραπτής Αγόρευσης του Αιτητή (σελ.2 παρ. 4). Εξάλλου, και σε σχέση με το χρόνο της συνέντευξης, παρατηρώ ότι πέραν του γεγονότος ότι δεν υπάρχει κάποια ρητή πρόβλεψη σχετικά με τη διάρκεια μια συνέντευξης, ότι δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή να εκθέσει όλους τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε και δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, και να τους αναπτύξει δεόντως, ενώ ο αρμόδιος λειτουργός του έθεσε και όλες τις απαραίτητες ερωτήσεις, αναφορικά με τους ισχυρισμούς που προέβαλε. Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν προβάλει ειδικώς τη βλάβη που του προξενήθηκε από τη διαδικασία κρίνεται ότι οι ισχυρισμοί προβάλλονται αλυσιτελώς.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της συνηγόρου του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97, A.Ε.2371,Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

 

Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης συγκεκριμένων νόμων χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

 

Περαιτέρω όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Avra Georghiou Knai ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

 

Η υπό κρίση απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ήτοι της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν συνεκτίμησης των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων, στηριζόμενη στο ορθό νομικό υπόβαθρο όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω στην απόφαση μου. Ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε κανένα βάσιμο φόβο δίωξης, ο οποίος σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου πρέπει να συντρέχει από κυβερνητικά ή μη κυβερνητικά όργανα δίωξης.

 

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

 

Κρίνεται σκόπιμο στο στάδιο αυτό αρχικά να καταγραφούν οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο Αιτητής στα πλαίσια της εξέτασης του αιτήματός του για διεθνή προστασία από την Υπηρεσία Ασύλου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, πρόκειται για ενήλικο Αιτητή, υπήκοο της Λιβερίας. Κατά την υποβολή της αίτησής του δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του εξαναγκασμού της οικογένειάς του να ακολουθήσει κάποια παράδοση.

Κατά την διάρκεια της συνέντευξης του δήλωσε ότι κατάγεται από τη Μονρόβια, της Λιβερίας. Φυλετικής καταγωγής Khran και Gio, καθολικός χριστιανός, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, άγαμος και άτεκνος, υγιής, με μητρική γλώσσα την αγγλική. Η πατρικής του οικογένεια αποτελείται από μητέρα του και την αδερφή μου, διαμένουσες στη γενέτειρα του Αιτητή. Ο πατέρα του απεβίωσε το 2014. Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του αεροπορικώς στις 3/10/2021 και δύο ημέρες αργότερα εισήλθε, μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών, στη Δημοκρατία.

 

Σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, αναφέρθηκε στην προσπάθεια της γιαγιά του να τον μυήσει σε μία παραδοσιακή θεότητα. Πιο συγκεκριμένα, δήλωσε ότι το Νοέμβριο του 2020, η μητέρα του τον έστειλε να ζήσει μαζί τη γιαγιά του, στη πόλη Ganta, της περιφέρειας Nimba, όπου και παρέμεινε μέχρι τον Γενάρη του 2021. Στις αρχές του Ιανουαρίου, το πνεύμα παραδοσιακής θεότητας Gio Devil, επισκέφτηκε την γιαγιά του και της ζήτησε να μυήσει τον Αιτητή, ενώ παράλληλα ακόλουθοι της θεότητας είχαν ανάψει φωτιές και χόρευαν έξω από το σπίτι. Η γιαγιά του, ενημέρωσε τους παρευρισκόμενους, ότι θα χρειαστεί τέσσερις μήνες για να μυήσει τον Αιτητή. Έκτοτε, δεν συνέβη κάτι στον Αιτητή για το διάστημα που παρέμεινε. Περί τον Μάιο ή Ιούνιο του ίδιου έτους και ενώ βρισκόταν στη γενέτειρα του, έλαβε μια κλήση από τη γιαγιά του ζητώντας του να επιστρέψει και να μυηθεί και αφού εκείνος αρνήθηκε, τον απείλησε ότι επιστρέψει με τη βία.

 

Ερωτηθείς σχετικά, δήλωσε ότι οι γονείς του είναι χριστιανοί καθολικοί και η γιαγιά από την πλευρά της μητέρας του ακόλουθη της παραδοσιακής θεότητας, εξηγώντας πως η μητέρα του μεγάλωσε μαζί με τον πατέρα της στη Μονρόβια. Περαιτέρω, δήλωσε ότι οι σχέσεις της μητέρας του με τη γιαγιά του δεν ήταν καλές και πως μετά τη φυγή της δεν ειδώθηκαν ξανά. Ερωτηθείς σχετικά με τη μετάβασή του στη γιαγιά του, το 2010, παρά τις άσχημες οικογενειακές σχέσεις, δήλωσε ότι ήταν ζήτημα παράδοσης, καθώς κάθε οικογένεια οφείλει να στείλει ένα τέκνο να γίνει ακόλουθος της θεότητας, κάτι που έκανε και η μητέρα του παρά τη διαφορετική της θρησκεία, καθώς έλαβε οδηγίες από τη γιαγιά του.

 

Ερωτηθείς για το διάστημα μεταξύ 2010 – 2014, που διαβιούσε με τη γιαγιά του, δήλωσε ότι η τελευταία δε του επέτρεπε να πηγαίνει στην εκκλησία και πως έκανε μόνος τις προσευχές του κρυφά και ότι εκπαιδεύονταν ώστε να είναι σε θέση να μυηθεί στη θεότητα στο μέλλον.

Ερωτηθείς σχετικά με την επιστροφή του το 2020, δήλωσε ότι η μητέρα του είχε συμφωνήσει με τη γιαγιά του, χωρίς να γνωρίζει τους λόγους. Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει τον λόγο που παρά την ηλικία του, δε δήλωσε ότι δεν θέλει να πάει πίσω στη γιαγιά του, απάντησε ότι ήταν απόφαση της τελευταίας και πως του ζήτησε η μητέρα του να πάει.

 

Ερωτηθείς για το επόμενο της επιστροφής του στη Μονρόβια διάστημα, δήλωσε ότι έμεινε σε οικεία φίλων του, χωρίς να γνωρίζει κάποιος την επιστροφή του, ενώ σχετικά με την αναζήτηση βοήθειας από τις αρχές, απάντησε ότι δεν απευθύνθηκε στην αστυνομία, καθώς σε ζητήματα παράδοσης δεν επεμβαίνει. Σχετικά με τους λόγους που επέλεξε να φύγει παρά το γεγονός ότι δεν συνέβη κάτι άλλο εις βάρος του, δήλωσε ότι φοβήθηκε από τις απειλές της γιαγιάς του και πως δεν γνώριζε σε ποιους ανθρώπους θα απευθύνονταν ώστε να τον εντοπίσουν. Ερωτηθείς αν η αδερφή του αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα, απάντησε αρνητικά, δεδομένου ότι ο ίδιος ήταν ο εκλεκτός.

 

Σχετικά με το μελλοντικό του φόβο, ο Αιτητής δήλωσε ότι σε περίπτωση επιστροφής του θα εξαναγκαστεί να γίνει ακόλουθος της θεότητας Gio Devil.

Ερωτηθείς αν μπορεί να μετεγκατασταθεί στη πόλη Kakata, απάντησε αρνητικά, καθώς θα τον κυνηγήσουν.

Μετά το τέλος της συνέντευξης, ο Αιτητής, ο διερμηνέας και ο αρμόδιος λειτουργός υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης. Στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, ο Αιτητής πιστοποίησε με την υπογραφή της ότι το περιεχόμενο της συνέντευξης της μεταφράστηκε ορθά.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή την συνέντευξη και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα και ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

 

Στην Εισηγητική του Έκθεση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε ο Αιτητής τη χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή, όπως διαμορφώθηκαν από την πιο πάνω συνέντευξη του. Στην συνέχεια ο λειτουργός σχημάτισε 2 ουσιώδεις ισχυρισμούς.  Ο πρώτος σχετίζεται με την ταυτότητα, χώρα, και συνήθη διαμονή του Αιτητή και έχει γίνει αποδεκτός. Ο δεύτερος αφορά τον εξαναγκασμό του Αιτητή να γίνει ακόλουθος της παραδοσιακής θεότητας και έτυχε απόρριψης από την Υπηρεσία, ελλείψει εσωτερικής αξιοπιστίας.

 

Πιο  συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με την απόφαση της μητέρας του να τον στείλει στη γιαγιά του υπήρξαν ασαφείς και ανεπαρκείς λεπτομερειών, καθώς παρά τις ερωτήσεις που του τέθηκαν, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τους λόγους που η μητέρα του, ως χριστιανή καθολική και χωρίς να έχει σχέση με τη μητέρα της, πήρε αυτή την απόφαση. Επίσης, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του σχετικά με τη δική του αδράνεια να αρνηθεί το ταξίδι του στη γιαγιά του, δεδομένου ότι γνώριζε τον σκοπό του ταξιδιού, ήταν ασαφείς και γενικές. Επιπλέον, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του σχετικά με τον εξαναγκασμό του να γίνει ακόλουθος της παραδοσιακής θεότητας στερούνταν πληροφοριών και ήταν ασαφείς και αόριστες. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι αφενός μεν σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή, δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα, τόσο κατά τη διαμονή του στη γιαγιά του, όσο και ύστερα, πλην του τηλεφωνήματος, αφετέρου, ότι δεν παρείχε επαρκείς εξηγήσεις τόσο σχετικά με την άρνηση του να απευθυνθεί στις αρχές, κάτι που ευλόγως θα αναμένετο να πράξει, δηλώνοντας πως θα αναζητήσει ο ίδιος λύσεις και πως οι αρχές δεν ασχολούνται με τέτοιου είδους θέματα, όσο και σχετικά με τους λόγους που αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του, δηλώνοντας αόριστα και γενικά ότι φοβήθηκε από το τηλεφώνημα της γιαγιάς του. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, παρατέθηκαν πληροφορίες σχετικά με την εν λόγω παραδοσιακή θεότητα.

 

Περαιτέρω κατά το στάδιο της αξιολόγησης του κινδύνου ο λειτουργός έκρινε, λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ του Αιτητή, ήτοι ενός ανθρώπου υγιούς, 26 ετών, χωρίς ενδείξεις ευαλωτότητας, ο οποίος έχει ζήσει όλη του τη ζωή στη Λιβερία, ότι σε περίπτωση επιστροφής του δεν θα αντιμετωπίσει κάποιο κίνδυνο. Όσον αφορά την γενική κατάσταση ασφαλείας, ο λειτουργός παραπέμπει σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, καταλήγοντας στο ότι η κατάσταση στη Λιβερία έχει βελτιωθεί κατά πολύ σε σχέση με το παρελθόν, παρέχοντας σταθερότητα. Στην περιοχή καταγωγής του Αιτητή δε υπάρχουν διαδηλώσεις και εξεγέρσεις, οι οποίες εντούτοις εμφανίζονται σε πολύ χαμηλή συχνότητα. Συνεπώς, καθώς δεν προκύπτουν ιδιαίτεροι προσωπικοί λόγοι, ο λειτουργός έκρινε ότι συνάγεται ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης εκ μέρους του λειτουργού του κατά πόσον ο Αιτητής δικαιούται να καταστεί δικαιούχος προσφυγικού καθεστώτος ή συμπληρωματικής προστασίας, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, το προσωπικό του προφίλ και την αξιολόγηση κινδύνου, διαπιστώθηκε ότι δεν δύναται να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 1(Α)(2) της Σύμβασης της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων και στο άρθρο 2(δ) του «Qualification Directive» ως επίσης και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου [Ν.6(Ι)/2000], και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώτος. Δεν συντρέχει κανένας λόγος δίωξης για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στον υπό αναφορά Νόμο.

Αναφορικά δε, με το δικαίωμα στη συμπληρωματική προστασία, με βάση τους ισχυρισμούς του Αιτητή, το προσωπικό του προφίλ και την αξιολόγηση κινδύνου διαπιστώθηκε ότι: (α)  δεν θεωρείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15 (β) του Qualification Directive σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του και (β) Ούτε και κρίθηκε ότι με την επιστροφή στη χώρα καταγωγής του, διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης εφόσον σύμφωνα με πηγές πληροφοριών για την τρέχουσα κατάσταση στη Λιβερία δεν θα βρεθεί αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή ως πολίτης λόγω  αδιάκριτης άσκησης βίας, εφόσον δεν επικρατεί κατάσταση που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης με βάση το άρθρο 15(γ) του Qualification Directive. Παρόλο που η Λιβερία αντιμετωπίζει κάποιες προκλήσεις όσον αφορά τον τομέα της ασφάλειας, δεν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος ο Αιτητής, με την επιστροφή του στη χώρα του να αντιμετωπίσει σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη και ούτε η κατάσταση στον τόπο συνήθους διαμονής του χαρακτηρίζεται ως κατάσταση ένοπλης σύγκρουσης εντός της έννοιας του άρθρου 15(γ) του Qualification Directive.

Στο σημείο αυτό σημειώνεται ότι κατά την ακροαματική διαδικασία, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η μητέρα του δεν ασπάζεται το χριστιανισμό και πως δεν τον έστειλαν οι γονείς του στη γιαγιά του, απλώς η τελευταία τους ζήτησε να το πράξουν. Τέλος, δήλωσε ότι βρίσκεται σε επικοινωνία με την αδερφή του. Επισημαίνοντας του το Δικαστήριο ότι κατά την διάρκεια της συνέντευξης δήλωσε ότι οι γονείς του είναι χριστιανοί και οι ισχυρισμοί αυτοί δεν συνάδουν με τα λεγόμενα του  κατά την ακροαματική διαδικασία δεν έδωσε πιστικές απαντήσεις .   

 

Μετά από προσεκτική εξέταση των όσων ισχυρίστηκε ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, αλλά και ενώπιον μου, διαπιστώνω ότι ορθά ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας έκρινε ότι δεν αντιμετώπιζε οποιουδήποτε είδους δίωξη στη χώρα τους ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής τους στον τόπο συνήθους διαμονής του  και ότι η περίπτωσή του δεν πληροί τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση προσφυγικού καθεστώτος ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Περαιτέρω, παρατηρείται ότι κατά τη διάρκεια της του Αιτητή, δεν γίνεται επίκληση κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο οιωνδήποτε κρίσιμων στοιχείων και περιστατικών από τα οποία να μπορεί να τεκμηριωθεί κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο η συνδρομή πραγματικού, προσωπικού και ενεστώτος κινδύνου.

 

Οι αφηγήσεις του Αιτητή  παρουσιάζουν κενά  τέτοια και αντιφάσεις  που οδηγούν σε ασφαλή συμπέρασμα  ότι ο Αιτητής είναι αναξιόπιστος όσο αφορά τον πυρήνα των ισχυρισμών του. Πιο συγκεκριμένα, θα συμφωνήσω με τους Καθ’ ων, ότι στο σύνολο τους οι δηλώσεις του χαρακτηρίζονται από ασάφεια και γενικότητα και χωρίς την απαιτούμενη επάρκεια πληροφοριών. Πράγματι, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκής εξηγήσεις ούτε σε σχέση με την απόφαση της μητέρας του να τον στείλει στη γιαγιά του, παρά τη διαφορετική της θρησκεία και των κακών μεταξύ τους σχέσεων, ούτε και με τη δική του αδράνεια, αναφερόμενος γενικά και αόριστα σε οδηγίες που έλαβε η μητέρα του από τη γιαγιά του. Εξάλλου, σύμφωνα με τις δηλώσεις του ιδίου, ουδέν πρόβλημα αντιμετώπισε κατά τη διαμονή του, αλλά και τον ύστερο χρόνο. Ακόμη δε, και σε σχέση με το απειλητικό τηλεφώνημα, ο Αιτητής υπήρξε ασαφής, τόσο ως προς το περιεχόμενο του, όσο και σε σχέση με τα συναισθήματα που του δημιούργησε, παραπέμποντας σε πρόσωπο που δεν εξιστορείται ιδία βιώματα. Ιδίως δε, και όσον αφορά την απροθυμία του να αναζητήσει βοήθεια από τις αρχές, ο Αιτητής υπήρξε αντιφατικός και γενικόλογος, δηλώνοντας αφενός μεν ότι θα έβρισκε ο ίδιος λύσεις, αφετέρου ότι η αστυνομία δεν ασχολείται με τέτοια ζητήματα. Εξάλλου, και από την επ’ ακροατηρίω διαδικασία προκύπτει ότι ο Αιτητής όχι μόνο δεν ήταν σε θέση να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του, αλλά αντιθέτως παρουσίασε αντιφατικές πληροφορίες, δηλώνοντας πως η μητέρα του δεν είναι χριστιανή και πως δεν τον έστειλαν οι γονείς του στη γιαγιά του, αλλά η τελευταία τους ζήτησε απλώς να τον στείλουν. Συνεπώς, θεωρώ ότι ορθά οι Καθ’ ων κατέληξαν στο συμπέρασμα περί αναξιοπιστίας του ισχυρισμού.

 

Στην παρούσα υπόθεση, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου αιτιολογεί πλήρως την απόφαση της και καταλήγει ορθά στην απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας αφού δεν συντρέχουν  στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και του άρθρου 19, εδάφια (1) και (2), του Περί Προσφύγων Νόμου, για τη χορήγηση σε αυτόν προσφυγικού καθεστώτος ή συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον απέτυχε να αποδείξει ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα βρεθούν αντιμέτωπος με  κίνδυνο δίωξης  για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ή υπάρχει κίνδυνος να υποστούν σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.

 

Εν προκειμένω, η Υπηρεσία Ασύλου, κατόπιν ενδελεχούς εξέτασης των ισχυρισμών του Αιτητή, κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν προκύπτει οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα του, εφόσον οι λόγοι που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του δεν εμπίπτουν στα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα, ούτε και επίσης υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, ούτως ώστε να του χορηγηθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Περαιτέρω κρίνω ότι η έρευνα της διοίκησης σε επίσημες πήγες πληροφόρησης είναι επαρκής ώστε να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Ο αρμόδιος λειτουργός εξέτασε τα πιο πάνω σε σύγκριση με εξωτερικές πηγές πληροφορίων για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και ορθά κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετείτε εύλογος βαθμός ύπαρξης μελλοντικού κινδύνου.

 

Για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED. Σημειωτέων ότι τα περιστατικά αφορούν συνολικά την επαρχία Montserrado, στην οποία υπάγεται και η πόλη Monrovia, η πρωτεύουσα της Λιβερίας. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της ACLED  (The Armed Conflict Location & Event Data Project) κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 29/3/2023 και 29/3/2024, στην εν λόγω  περιοχή καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 12 περιστατικά ασφαλείας, όλα εξ αυτών εξεγέρσεις, εκ των οποίων προέκυψαν 5 απώλειες ζωών.[1] Σημειωτέων δε ότι ο πληθυσμός της πόλης Monrovia καταγράφεται στους 1,021,762 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2018[2].

Συνεπώς, ο σχετικά χαμηλός αριθμός των συμβάντων ενδεικνύει το ακίνδυνο της περιοχής. Τα παραπάνω περιστατικά βίας ενδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας στην Μονρόβια και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά από μόνη την παρουσία του στην περιοχή, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση του για παροχή διεθνούς προστασίας. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί  προϊόν δέουσας και/ή επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, σύμφωνα και με το Νόμο.

 

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω  ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη και  εύλογη και λήφθηκε κατ' ορθή ενάσκηση της νόμιμης διακριτικής ευχέρειας των Καθ' ων η Αίτηση, οι οποίοι ενήργησαν σύννομα και συνεκτίμησαν όλα τα ενώπιον τους στοιχεία. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Αντιθέτως, κρίνω ότι με σαφήνεια καταδεικνύεται στην υπό εξέταση περίπτωση και για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί, ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν και δεν στηρίζουν τις υπό του Περί Προσφύγων Νόμου (άρθρα 3-3Δ) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, αναγκαίες προϋποθέσεις για την υπαγωγή του Αιτητή στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα. Ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξουν βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως αυτοί οι λόγοι εξαντλητικά προνοούνται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Επίσης, δεν απέδειξε ότι μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(1) του προαναφερθέντος  πάνω Νόμου, καθότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξουν ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2) του ιδίου Νόμου.

 

Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν .

 

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

                               

                                       

                                      

 

 

 

                                         Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: Western Africa: Liberia: Montserrado, 01/12/2022 - 01/12/2023, Battles; Violence against civilians; Explosions/Remote violence; Riots; Protests, Strategic Developments], https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 3/4/2024)

[2] City Population, Liberia, Montserrado, Monrovia: Liberia: Counties, Major Cities, Towns & Urban Areas - Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Web Information (citypopulation.de) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 3/4/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο