ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 345/2022

19 Απριλίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

A.W.

 από Πακιστάν

                                            Αιτητής

 -και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή:  Μ. Μαυρονικόλας για Λάνα Αμπού Αλ Τάχερ (κα)

Δικηγόρος Καθ' ων η αίτηση: Χαραλάμπους (κα) για Δ. Κυπριανίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής αμφισβητεί την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 07.12.2021 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημα του για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ 

 

Ο Αιτητής κατάγεται από το Πακιστάν το οποίο εγκατέλειψε στις 11.10.2012 και εισήλθε στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, διά μέσου των οποίων διήλθε στις 13.08.2019 στις ελεγχόμενες περιοχές χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 14.08.2019. Την 19.11.2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας η οποία υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποίαν εισηγήθηκε την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 07.12.2021 την εν λόγω εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία και αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Με την προσφυγή του ο Αιτητής, διά της συνηγόρου του επιζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος η προσβαλλόμενη απόφαση.  Με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) ο Αιτητής επιζητά περαιτέρω την οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε κρίνει ορθή και δίκαια υπό τις περιστάσεις το Δικαστήριο.

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης των ευπαιδεύτων δικηγόρων του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη, είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πραγματικά γεγονότα και ότι παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω επισημαίνει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν άσκησαν ορθά τη διακριτική τους ευχέρεια, ότι η απόφαση τους λήφθηκε καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας ενώ υποβάλλει τέλος ότι η απόφαση επιστροφής του είναι λανθασμένη και εξίσου αναιτιολόγητη καθώς και ότι παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται, δια της προφορικής τους αγόρευσης, της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι ο Αιτητής δεν εμπίπτει στον περί Προσφύγων Νόμων και δε δικαιούται προστασίας καθώς, ερχόμενος στη Δημοκρατία αποκλειστικά για να εργαστεί είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.

 

 ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή, εύκολα διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, όπως έλλειψη έρευνας, κατάχρηση εξουσίας κ.α., χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1].

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Η ίδια προσέγγιση επί του υπό συζήτηση θέματος ακολουθήθηκε και από την Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 107/2017, ημερ. 11.12.2017, η οποία επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 112/2017, ημερ. 19.03.2019.

 

Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου[4], όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποίαν παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. 

 

Καθίσταται επομένως σαφές ότι, μόνο στοιχειοθετημένοι λόγοι ακύρωσης και στη βάση ξεκάθαρης επιχειρηματολογίας, μπορεί να παράσχουν έρεισμα στο αίτημα για ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Σε διαφορετική περίπτωση θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης[5].

 

Στην εξεταζόμενη λοιπόν υπόθεση δεν ήταν αρκετό να τεθεί στα νομικά σημεία της αιτήσεως ακυρώσεως αλλά και της μετέπειτα καταχωρισθείσας γραπτής αγόρευσης, με γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία, η παραβίαση κανόνων δικαίου κάτω από τη γενικότερη σφαίρα παραβίασης των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και του τρόπου με τον οποίον οι αρχές αυτές παραβιάζονται. Στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι λόγοι ακυρώσεως περί του αναιτιολόγητου, της έλλειψης δέουσας έρευνας κ.ο.κ. ουδόλως εξηγείται με την γραπτή αγόρευση, που είναι και το μέσο για ανάπτυξη μίας τέτοιας επιχειρηματολογίας. Πέραν τούτου, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι και αλυσιτελείς αφού ο Αιτητής δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση τους σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του για άσυλο και να δικαιολογεί την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη τη διευρυμένη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου. Η παράλειψη αυτή του Αιτητή επηρεάζει αναπόφευκτα την νομική βάση των προωθούμενων λόγων ακυρώσεως καθιστώντας αυτούς ανεπίδεκτους δικαστικής εκτίμησης και κατά τούτο πλην των ισχυρισμών περί έλλειψης δέουσας έρευνας και παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης οι οποίοι χρήζουν εξέτασης ως συναρτώμενοι και με την ουσία της υπόθεσης, οι λοιποί ισχυρισμοί απορρίπτονται στο σύνολο τους ως αναιτιολόγητοι αλλά και ως αλυσιτελείς.  

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[6], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τους έστω γενικόλογους και χωρίς εξειδίκευση ισχυρισμούς του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας και παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθσης.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τους λόγους ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας και παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης 

 

Εξέτασα  λοιπόν την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και του περιεχόμενου του διοικητικού φακέλου.

 

Ως προκύπτει, ο Αιτητής επικαλέστηκε, στα πλαίσια της καταχωρισθείσας αίτησής του, ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω προσωπικής έχθρας η οποία καθιστούσε δύσκολη τη ζωή του στη Mohmand Agency, όπου διέμενε, καθώς οι συνθήκες ήταν πολύ κακές. Ως επίσης καταγράφει, στην υπό αναφορά περιοχή έλαβε χώρα έκρηξη κατά την οποία ο Αιτητής απώλεσε έντεκα μέλη της οικογενείας του μεταξύ των οποίων και τον αδελφό του. Εξαιτίας αυτού ήθελε να μείνει σε κάποια άλλη χώρα.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 11.10.2019 και ότι προτού εισέλθει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές, διαβιούσε στις μη ελεγχόμενες περιοχές εργαζόμενος και ακολουθώντας πανεπιστημιακές σπουδές στο Near East University. Ο κύριος λόγος για τον οποίον  εισήλθε στη Δημοκρατία ήταν προκειμένου να εργαστεί νόμιμα στην Κύπρο. Ως ο ίδιος δήλωσε, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του προκειμένου να σπουδάσει και να εργαστεί. Ουδέποτε συνελήφθηκε ή κρατήθηκε στην χώρα καταγωγής του την οποία εγκατέλειψε χωρίς να αντιμετωπίσει οποιονδήποτε πρόβλημα. Περαιτέρω, σε επισήμανση του λειτουργού ασύλου ότι κατά την καταγραφή του αιτήματος του επικαλέστηκε διαφορετικούς λόγους από αυτούς που ανέφερε τελικώς στη συνέντευξή του, ο Αιτητής δήλωσε ότι «I just want to stay here and work legally». Ερωτηθείς τέλος ως προς το κατά πόσο ήθελε να προσθέσει οτιδήποτε περαιτέρω, ο Αιτητής ανέφερε ότι επιθυμεί να του δοθεί περισσότερος χρόνος για να εργαστεί νόμιμα στην Κύπρο.

 

Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία του Αιτητή κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις τα περιστατικά που ο ίδιος ανέφερε και τα οποία έγιναν αποδεκτά, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την αναγνώριση του ως πρόσφυγα ή την υπαγωγή του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα του εδαφίου (5) αυτού, απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησής ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[7] αποτελεί υποχρέωση του αιτούντα άσυλο να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου[8]. 

 

Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου διαφαίνεται ότι ο αρμόδιος λειτουργός που διεξήγαγε την συνέντευξη στον Αιτητή κατέγραψε τους βασικούς του ισχυρισμούς, τους αξιολόγησε, προέβη σε επαρκή έρευνα και μετά από την εισήγηση του στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, το αίτημα του Αιτητή απορρίφθηκε, αφού κρίθηκε και αιτιολογήθηκε επαρκώς ότι στο πρόσωπο του δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπρόσθετα, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε οποιοδήποτε ισχυρισμό ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και συνεπώς ορθώς κρίθηκε ότι δεν δικαιολογείται ούτε και η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Ο ισχυρισμός συνεπώς περί έλλειψης δέουσας έρευνας είναι αβάσιμος.

 

Ούτε όμως και ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης ευσταθεί. Πέραν του γεγονότος ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι δεόντως δικογραφημένος, προβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο ώστε να μην καθίσταται σαφές ποιο είναι το πραγματικό έρεισμα του Αιτητή περί παραβίασης της εν λόγω αρχής. Σε κάθε περίπτωση, και με βάση τα δεδομένα που έχουν τεθεί ενώπιόν μου, ο εν λόγω ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Ο Αιτητής στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας δεν προωθεί οποιοδήποτε ισχυρισμό περί δίωξης ή άλλου κινδύνου στη χώρα καταγωγής του, ούτε και οποιουσδήποτε ισχυρισμούς πέραν αυτών που ήδη εξετάστηκαν, οι οποίοι θα δικαιολογούσαν τη μη επιστροφή στη χώρα καταγωγής του κατ' επίκληση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ως εκ τούτου δεν έχει τεκμηριωμένα στοιχειοθετηθεί οποιαδήποτε πράξη κακομεταχείρισης του Αιτητή, η οποία αγγίζει ένα ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας ενόψει όλων των συνθηκών και των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή, όπως αυτές καταγράφηκαν κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης[9]. 

 

Επισημαίνεται ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Πακιστάν), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2021 (Κ.Δ.Π. 225/2021) αλλά και των πιο πρόσφατων με ημερ. 27.05.2022 (Κ.Π.Δ. 202/2022) και ημερ. 26.05.2023 (Κ.Π.Δ. 166/2023), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται, δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με πράξη λοιπόν της εκτελεστικής εξουσίας (του Υπουργείου Εσωτερικών) και δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 12Βτρις, έχει αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «ασφαλής χώρα ιθαγένειας» στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ήτοι το Πακιστάν. Ο χαρακτηρισμός αυτός λειτουργεί ως μαχητό τεκμήριο κατά της ανάγκης του εκάστοτε αιτητή για διεθνή προστασία. Το τεκμήριο αυτό αντιστρέφει το βάρος απόδειξης, με αποτέλεσμα ο Αιτητής να υποχρεούται να προβάλει ισχυρισμούς προς ανατροπή του τεκμηρίου αυτού. Ωστόσο ο Αιτητής δεν προβάλλει κανένα ισχυρισμό δυνάμενο να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό.

 

Ως έχει επισημανθεί και από τον αδελφό μου Δικαστή Α. Χριστοφόρου στην υπόθεση Α.R. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, αρ.760/21, 31.03.2022 , όπου σημειώνονται τα ακόλουθα (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Σημειώνεται τέλος ότι η αιτιολογία της απόφασης επιστροφής εντοπίζεται στο ερ.31 όπου, λακωνικώς μεν αλλά επαρκώς, διαπιστώνεται από τους καθ' ων ότι, με δεδομένο ότι η χώρα καταγωγής του έχει καθοριστεί δυνάμει Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης που εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας, και ο αιτητής δεν ανέφερε κάποιο ισχυρισμό που θα ανέτρεπε τούτο, δεν θίγεται εκ της επιστροφής του η αρχή της μη επαναπροώθησης. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που εκ του Νόμου προνοείται η δυνατότητα χαρακτηρισμού μιας χώρας ως ασφαλούς χώρας ιθαγενείας, ήτοι να απαλειφθεί η ανάγκη - προκειμένου για χώρα η οποία έχει χαρακτηριστεί ως τέτοια - να γίνεται κατ' ιδία έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί σ' αυτή, σε περίπτωση πάντοτε που δεν προωθείται περί του αντιθέτου ισχυρισμός από τον συγκεκριμένο αιτητή».

 

Ενόψει των προλεχθέντων, φρονώ ότι απόφαση επιστροφής που έχει εκδοθεί εναντίον του Αιτητή δεν συνιστά παραβίαση του δικαιώματος στην μη επαναπροώθηση καθότι δεν έχει εδώ τεκμηριωθεί οιοσδήποτε ισχυρισμός εκ του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση του αρ.12Βτρις (6), προς ανατροπή του τεκμήριου ασφαλούς χώρας καταγωγής, ως έχει καθοριστεί το Πακιστάν δυνάμει της Κ.Δ.Π. 166/2023.

 

Υπό το φως των προλεχθέντων και των ισχυρισμών του Αιτητή που έχουν γίνει αποδεκτοί από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στο Πακιστάν, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344.

[5] Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709.

[6] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του  2018 (N. 73(I)/2018).

[7] Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.06.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320.

[8] Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010.

[9] Βλ. σχετικά Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), Case of Ireland vThe United Kingdom

(Application no. 5310/71), ημερ. 18.01.1978, παρ.162. 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο