ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

 

    Υπόθεση Αρ. 3468/22

 

26 Απριλίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ: 

 

M. S. M. K. (Αιτητής) και S. A. A. I. (Αιτήτρια)

 

Αιτητών

 -και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                                 Καθ' ων η αίτηση

 ........................................

 

Παναγιώτης Μπενέτης, για Αλ Tάχερ, Μπενέτης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. Δικηγόροι για τους αιτητές

 

Σταυρούλα Σταύρου, Δικηγόρος για τους καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

 Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Οι αιτητές προσφεύγουν με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 02/06/2022, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή τους ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 16 Δ του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/ 2000. 

 

Από τη μελέτη των διοικητικών φακέλων, που κατατέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και οι οποίοι σημειώθηκαν ως Τεκμήρια 1 και 2, αλλά και από την Ένσταση που καταχώρισε η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση, προκύπτει πως οι αιτητές είναι υπήκοοι της Αιγύπτου και στις 07/06/2012 υπέβαλαν αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αφού εισήλθαν νόμιμα στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιχές. Ακολούθως, την ίδια ημέρα οι αιτητές παρέλαβαν τη Βεβαίωση Υποβολής Αίτησης Διεθνούς Προστασίας («Confirmation of Submission of an Application») από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας.

 

Στις 06/07/2012 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή στην Υπηρεσία Ασύλου με την δωρεάν παροχή διερμηνέα. Ακολούθως στις 09/07/2012 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με την συνέντευξη του αιτητή και αυθημερόν, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησής τους.  Στις 11/07/2012 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα των αιτητών, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τους αιτητές στις 08/11/2012.

 

Την ίδια ημέρα, οι αιτητές υπέβαλαν διοικητική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στη συνέχεια απορρίφθηκε με απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερομηνίας 07/12/2012.  Στις 15/10/2013, οι αιτητές απέστειλαν επιστολή μέσω της οποίας ζήτησαν να επανανοιχθεί ο φάκελός τους και να τους παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας (ερυθρό 113, του διοικητικού φακέλου).  Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων αφού εξέτασε τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της, απέρριψε με απόφαση το αίτημα του αιτητή και της συζύγου του στις 4/12/2023.

 

Στις 14/10/2015, οι αιτητές υπέβαλαν δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία απορρίφθηκε στις 10/10/2017 από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.  Ακολούθως, στις 12/12/2017, οι αιτητές υπέβαλαν τρίτη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία κρίθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, με επιστολή ημερομηνίας 15/6/2018 ότι έπρεπε να εξεταστεί από την Υπηρεσία Ασύλου.

 

Στις 28/06/2021, οι αιτητές συμπλήρωσαν τέταρτο αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου τους για παροχή διεθνούς προστασίας.  Την 01/06/2022 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το αίτημα του αιτητών για επανάνοιγμα του φακέλου τους. Στις 02/06/2022 ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου υιοθέτησε το Σημείωμα/Εισήγηση του λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλαν οι αιτητές, κρίνοντάς την ως απαράδεκτη.

 

Στη συνέχεια, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απόφαση για απόρριψη της τέταρτης μεταγενέστερης αίτησης των αιτητών, που παραλήφθηκε ιδιοχείρως από τον αιτητή.  Οι αιτητές καταχώρησαν την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως οι αιτητές καταχώρησαν την υπό εξέταση προσφυγή αυτοπροσώπως και στη συνέχεια, εμφανίστηκε προς εκπροσώπησή τους ο συνήγορός τους.  Τόσο οι αιτητές όσο και ο συνήγορός τους αγόρευσαν προφορικά σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλαν οι αιτητές σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός τους, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε εντός των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου, Διοικητικού και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου, οι αιτητές στην αίτηση που υπέβαλαν στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσαν πως εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής τους για λόγους που αφορούν στην οικονομική τους κατάσταση και με σκοπό να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους (ερυθρά 6-8, του διοικητικού φακέλου και ερυθρά 31-33, σε μετάφραση αυτών, Τεκμήριο 1).  Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής τους στην Υπηρεσία Ασύλου, ο αιτητής επιβεβαίωσε τα όσα προέβαλε με την αίτησή του, δηλαδή τα οικονομικά τους κίνητρα, ισχυριζόμενος ότι εγκατάλειψε την Αίγυπτο πρώτη φορά το έτος 2010 με σκοπό να εργαστεί στην Κύπρο.  Συγκεκριμένα, ανέφερε πως αδυνατούσε να βρει εργασία στην Αίγυπτο και αποφάσισε να πωλήσει τα έπιπλά του και να ζητήσει χρήματα από φίλους και γνωστούς προκειμένου να μεταβεί με την οικογένειά του στην Κύπρο για να εργαστεί.

 

Περαιτέρω, ο αιτητής δήλωσε πως ήρθε εκ νέου στην Κυπριακή Δημοκρατία το  2012 μαζί με την εγκυμονούσα σύζυγό του, με τουριστική άδεια.  Απώτερος σκοπός του αιτητή ήταν να εργαστεί καθότι δεν μπορούσε να βρει εργασία στην Αίγυπτο και επιθυμούσε να έχει ένα καλύτερο μέλλον γι’ αυτόν και την οικογένειά του (ερυθρό 38, του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1).  Ο αιτητής δήλωσε ότι αν ο εργοδότης του δεν διέκοπτε την εργασία του, δεν θα υπέβαλλε αίτηση για διεθνή προστασία (ερυθρό 42, του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1).  Ο αιτητής ανέφερε πως σε περίπτωση επιστροφής του στην Αίγυπτο, θα είναι δύσκολο για τον ίδιο να εξεύρει εργασία.  

 

Επιπρόσθετα, δήλωσε πως επιθυμεί να δημιουργήσει ένα καλύτερο μέλλον για το παιδί του (ερυθρό 37, του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1) Ο αιτητής στη συνέντευξή του, ανέφερε επίσης πως δεν είναι μέλος οποιασδήποτε πολιτικής, θρησκευτικής, εθνικής ή κοινωνικής οργάνωσης ή ομάδας και πως ουδέποτε έχει παρενοχληθεί ή διωχθεί στη χώρα του.  Ισχυρίστηκε πως αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του νόμιμα και πως ουδέποτε έχει συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα του κατά το παρελθόν (ερυθρό 38 του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1).

 

Είναι προφανές, πως ο αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του δεν επικαλέστηκε οποιοδήποτε φόβο δίωξης και ουσιαστικά δήλωσε πως βρίσκεται στη Κυπριακή Δημοκρατία για να εργαστεί και να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσής του.  Η Υπηρεσία Ασύλου στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών απέρριψε το αίτημα των αιτητών, εφόσον έκρινε πως δεν πληρούν τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (ερυθρά 46-49, του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1). 

 

Στη συνέχεια, οι αιτητές αμφισβήτησαν την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου καταχωρώντας στις 08/11/2012 διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.  Στην διοικητική προσφυγή, ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (ερυθρά 64-65, του διοικητικού φακέλου και μετάφραση αυτών ερυθρά 70-71, του διοικητικού φακέλου Τεκμήριο 2), οι αιτητές προβάλλουν ότι ο κύριος λόγος που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την χώρα τους και να αφιχθούν στην Κυπριακή Δημοκρατία είναι γιατί η κατάσταση στην χώρα καταγωγής τους είναι δύσκολη. Όπως δήλωσαν, η κυβέρνηση αποτελείται από μουσουλμάνους και υπάρχει φόβος στην οικογένεια της αιτήτριας λόγω του ότι δεν υπάρχουν άνδρες στην οικογένεια για να τις προστατεύει.  

 

Επιπρόσθετα, αμαφέρει πως κάποιοι μουσουλμάνοι προσπάθησαν να απαγάγουν την σύζυγό του με σκοπό την  μεταστροφή της στον ισλαμισμό, μέσω μίας φίλης της. Ωστόσο, η σύζυγος του ουρλιάζοντας κατάφερε να διαφύγει βρίσκοντας καταφύγιο σε εκκλησία, όπου ο ιερέας αφού την άκουσε, την βοήθησε να επικοινωνήσει με την οικογένειά της και τους κάλεσε να την παραλάβουν γιατί φοβόταν μήπως της ξανασυμβεί κάτι τέτοιο.

 

Όπως ανέφεραν, εκείνη την περίοδο ήταν αρραβωνιασμένοι και ο αιτητής όταν έμαθε για το περιστατικό επέστρεψε στην Αίγυπτο και κατά το διάστημα των 10 ημερών που ήταν σε διακοπές, παντρεύτηκαν.  Ο αιτητής ενημέρωσε τους συγγενείς της ότι θα πήγαινε την σύζυγό του στο Κάιρο στους συγγενείς του, μέχρι να εκδώσει και για τη σύζυγό του τουριστική άδεια εισόδου στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Αυτή την περίοδο, ο αιτητής εκτάκτως χειρουργήθηκε στην χώρα καταγωγής του και ο εργοδότης του στην Κυπριακή Δημοκρατία δεν ανανέωσε την άδεια εργασίας του.

 

Όπως επιπρόσθετα κατέγραψε στην διοικητική προσφυγή, τρείς μήνες αργότερα, κάποια άτομα εισήλθαν στο σπίτι και επιτέθηκαν στην αιτήτρια με σκοπό την μεταστροφή της στον ισλαμισμό. Όταν διαπίστωσαν ότι η αιτήτρια ήταν έγκυος, επιθυμούσαν την αποβολή του εμβρύου, ο αιτητής φώναξε τους γείτονες και την αστυνομία. Οι αιτητές κατέφυγαν στο Κάιρο και με την βοήθεια κάποιων ιερέων και αφού η οικογένεια πώλησε τα έπιπλα τους εγκατέλειψαν την Αίγυπτο.

 

Όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία η διοικητική προσφυγή του αιτητή απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στις 07/12/2012 (ερυθρά 89-95, του διοικητικού φακέλου).  Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στην απόφασή της κατέγραψε πως τα όσα δήλωσε ο αιτητής στην διοικητική του προσφυγή έρχονται σε πλήρη αντίφαση με τα όσα δήλωσε τόσο στην αίτηση διεθνούς προστασίας όσο και κατά την διάρκεια της συνέντευξής του, όπου αναφέρθηκε μόνο σε οικονομικούς λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του. 

 

Επιπρόσθετα, δήλωσε πως ουδέποτε αναφέρθηκα σε δίωξη από οποιονδήποτε, ενώ η σύζυγός του επιβεβαίωσε πως τα όσα ανέφερε ο σύζυγός της κατά την διάρκεια της συνέντευξης ήταν ορθά.  Η Αρχή ανέφερε πρόσθετα στην απόφασή της πως ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την αίτησή του για αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας διότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του δικαιολογημένου φόβου δίωξης.  Ενόψει των ανωτέρω , οι ισχυρισμοί του αιτητή και της συζύγου του απορρίφθηκαν γιατί κρίθηκαν αβάσιμοι και ανυπόστατοι ως προς το περιεχόμενό τους. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων απέρριψε την διοικητική προσφυγή και επικύρωσε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Μετά την απόρριψη της διοικητικής τους προσφυγής, οι αιτητές καταχώρισαν στις 15/10/2013 πρώτη μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου τους ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.  Με την αίτησή τους οι αιτητές προβάλλουν ότι λόγω των προβλημάτων μεταξύ των ισλαμιστών και των κοπτών και την εμπόλεμη κατάσταση η οποία επικρατεί στην Αίγυπτο, τις απαγωγές, τους διωγμούς και τα βασανιστήρια και μετά την απόκτηση του τέκνου τους, με πιστοποιητικό γέννησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, αδυνατούν να επιστρέψουν στην Αίγυπτο (ερυθρό 112, του διοικητικού φακέλου και μετάφραση αυτού ερυθρό 113, του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 2).

 

Όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία το αίτημά τους δεν ικανοποιήθηκε και μετά από έκθεση του αρμοδίου λειτουργού της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, η Αρχή απέρριψε στις 04/12/2013 το αίτημα του αιτητή (ερυθρό 128-131, του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 2).  Κατά την εξέταση του αιτήματός του λήφθηκαν υπόψη τα προσωπικά χαρακτηριστικά του σε αντιπαραβολή με την κατάσταση στην χώρα καταγωγής του και εξετάστηκαν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής στη διαδικασία που προηγήθηκε, καθώς επίσης και όσα ανέφερε στην μεταγενέστερη αίτησή του.

 

Όπως αναφέρεται στην απόφαση, ο αιτητής δεν αντιμετώπισε δίωξη στην χώρα του αλλά ούτε είχε οποιαδήποτε άλλα προβλήματα με μουσουλμάνους. Επιπρόσθετα, ο αιτητής δεν είναι ενεργό μέλος σε οποιαδήποτε θρησκευτική ομάδα που να τον στοχοποιεί και να προσελκύσει το ενδιαφέρον οποιαδήποτε άλλης ομάδας.  Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων διεξήγαγε έρευνα στη χώρα καταγωγής του αιτητή σε πληροφορίες για τη χώρα του όπου διαπιστώθηκε πως η Αίγυπτος ανήκει στις περιοχές όπου έχουν επίπεδο χαμηλής επικινδυνότητας (ερυθρό 115, του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1).

 

Κατά συνέπεια, κρίθηκε πως ο αιτητής δεν κατόρθωσε να τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, θα υποστεί βάσιμο φόβο θρησκευτικής δίωξης βάσει των ατομικών του χαρακτηριστικών και περιστάσεών του. Επιπρόσθετα, αποφασίστηκε πως ο ισχυρισμός ότι το παιδί του έχει γεννηθεί στην Κύπρο και κατέχει πιστοποιητικό γέννησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, αυτό από μόνο του δεν παραχωρεί την κυπριακή ιθαγένεια και υπηκοότητα.  Ως εκ τούτου, το αίτημα του αιτητή και της συζύγου απορρίφθηκε και η προγενέστερη απορριπτική απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερομηνίας 07/12/2012, παρέμεινε σε ισχύ.      

 

Στη συνέχεια, οι αιτητές καταχώρισαν στις 14/10/2015 δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου τους για παροχή διεθνούς προστασίας ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων.  Με την επιστολή τους ζητούσαν όπως τους επιτραπεί η παραμονή τους στην Κυπριακή Δημοκρατία. Αναφέρουν ότι είναι γονείς ενός αγοριού και ενός νεογέννητου κοριτσιού. Στην χειρόγραφη επιστολή τους, οι αιτητές επαναλαμβάνουν το περιστατικό της παραλίγο απαγωγής της συζύγου του αιτητή με σκοπό την μεταστροφή της στον ισλαμισμό.  Δήλωσε επίσης, ότι έφτασε και η μητέρα του αιτητή στην Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία ωστόσο αυτή επέστρεψε στην Αίγυπτο λόγω ασθένειας του συζύγου της. Καταλήγει, καταγράφοντας ότι ένας από τα αδέρφια του σκοτώθηκε κατά την διάρκεια των επεισοδίων  (ερυθρό 136, του διοικητικού φακέλου και μετάφραση αυτού ερυθρό 139, του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 2).  Σε σχέση με τον τελευταίο του ισχυρισμό ο αιτητής δεν ανέφερε οτιδήποτε συγκεκριμένο.

 

Όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία το μεταγενέστερό τους αίτημα απορρίφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στις 10/10/2017. Ο αρμόδιος λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων στην επιστολή προς τους αιτητές ανέφερε μεταξύ άλλων πως τα στοιχεία/το αίτημα/οι ισχυρισμοί που υπέβαλαν έχουν ήδη εξεταστεί από την Αναθεωρητική Αρχή και τα όσα ισχυρίζονται στην αίτησή τους δεν θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν τις προηγούμενες αποφάσεις του αρμόδιου οργάνου.  Κατά συνέπεια, τους ανέφεραν πως δεν έχουν νόμιμο καθεστώς να παραμείνουν στην Κυπριακή Δημοκρατία (ερυθρό 144, του διοικητικού φακέλου Τεκμήριο 2) και απέρριψαν το αίτημά τους.

 

Στη συνέχεια, στις 12/12/2017 οι αιτητές μέσω της δικηγόρου τους καταχώρισαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, τρίτη μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου τους, στην οποία ισχυρίστηκαν πως έλαβαν χώρα νέα γεγονότα στην χώρα καταγωγής τους τα οποία κατέστησαν την ενδεχόμενη επιστροφή τους στην Αίγυπτο επικίνδυνη για την ζωή τους (ερυθρό 155, του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 2).  Ο αρμόδιος λειτουργός της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, με Έκθεση-Σημείωμα ημερομηνίας 15/06/2018, επί της τρίτης μεταγενέστερης αίτησης των αιτητών, εισηγείται όπως η εν λόγω μεταγενέστερη αίτηση υποβληθεί στην Υπηρεσία Ασύλου η οποία είναι η αρμόδια αρχή για παραλαβή και εξέταση μεταγενέστερων αιτήσεων (ερυθρό 156, του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 2).  

 

Την ίδια μέρα, στις 15/06/2018 η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων αποφάσισε όπως η μεταγενέστερη αίτηση των αιτητών υποβληθεί στην Υπηρεσία Ασύλου για πρωτοβάθμια εξέταση (ερυθρό 157, του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 2). Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέδωσε αυθημερόν επιστολή την οποία γνωστοποίησε στους αιτητές την απόφασή της και η εν λόγω επιστολή παραλήφθηκε από τον αιτητή την ίδια μέρα, στις 15/06/2018 (ερυθρό 158, του διοικητικού φακέλου Τεκμήριο 2). 

 

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής μέσω του τότε δικηγόρου του, καταχώρησε την υπ’ αριθμό 1192/2018 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου επειδή η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, αρνήθηκε να εξετάσει την αίτηση του αιτητή και την παρέπεμψε στην Υπηρεσία Ασύλου (ερυθρά 160-161, του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 2).  Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί πως η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ανακάλεσε την απόφαση της ημερομηνίας 15/06/2018 εφόσον αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση που αφορά τους αιτητές για εξέταση στην Υπηρεσία Ασύλου.

 

Στις 23/06/2021, οι αιτητές συμπλήρωσαν τέταρτη μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία προέβαλαν ότι φοβούνται για την ζωή την δική τους αλλά και των παιδιών τους εξαιτίας του ότι ο θείος του αιτητή δολοφονήθηκε με όπλο. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού του, ο αιτητής προέβαλε ότι διαθέτει έγγραφα που αποδεικνύουν το γεγονός της δολοφονίας, τα οποία όπως δήλωσε, δεν υπέβαλε στην πρώτη συνέντευξη γιατί δεν το γνώριζε και φοβόταν. Προβάλλει περαιτέρω ότι τα εν λόγω έγγραφα ήταν στην κατοχή της οικογένειάς του και περιήλθαν στην αντίληψή του προ ενός μηνός.  Σημειώνεται βέβαια πως δεν επισυνάφθηκαν έγγραφα στην μεταγενέστερη αίτησή του (ερυθρά 153-156, του διοικητικού φακέλου και ερυθρά 157-160, του διοικητικού φακέλου σε μετάφραση, Τεκμήριο 1).  

 

Η Υπηρεσία Ασύλου αφού εξέτασε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της, απέρριψε το αίτημά τους στις 02/06/2022, αναφέροντας πως δεν υπάρχουν ενδείξεις από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν, ότι σε περίπτωση επιστροφής των αιτητών στην χώρα καταγωγής τους, θα διατρέχουν τον κίνδυνο να υποβληθούν σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης.  Αφού λοιπόν εξετάστηκαν όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου το μεταγενέστερο αίτημά τους απορρίφθηκε ως απαράδεκτο.

 

Κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 12/01/2023, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, ο αιτητής, ζητηθείς να διευκρινίσει για ποιό λόγο θεωρεί ότι πρέπει να του χορηγηθεί καθεστώς, πρόβαλε ότι βρίσκεται δεκατρία χρόνια στην Κύπρο και πως αν είχε έρθει για χρήματα θα είχε φύγει. Ανέφερε επίσης ότι έχει παιδιά εδώ και ότι αν δεν είχε πρόβλημα δεν θα ζητούσε προστασία. Περαιτέρω, προσέθεσε ότι την πρώτη φορά κανείς δεν τον ενημέρωσε τι σήμαινε «προστασία» και έτσι δήλωσε πως βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία προκειμένου να έχει μια καλύτερη ζωή. Τέλος, ερωτηθείς αν η ως άνω δήλωση ανταποκρίνεται στην αλήθεια, ο αιτητής απάντησε θετικά, διαβεβαιώνοντας το ακροατήριο ότι δεν ψεύδεται και προβάλλοντας τον πρόσθετο ισχυρισμό ότι ο ξάδελφός του δολοφονήθηκε και ως εκ τούτου, φέρει σοβαρό ψυχολογικό τραύμα.  Ο αιτητής στη συνέχεια της δικαστικής διαδικασίας διόρισε δικηγόρο ο οποίος επανέλαβε τα όσα ισχυρίστηκε ο αιτητής.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Στο σημείο αυτό παραθέτω απόσπασμα από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 το οποίο καθορίζει τη διαδικασία υποβολής και εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ.-(1)(α)  Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο

 

(iΜεταγενέστερη αίτηση, ή

 

(ii)  νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

 

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

 

(β)  Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

 

(2)  Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης.  Ο Προϊστάμενος, λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων.

 

(3)(α)  Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

[...]

 

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του  άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής».

 

Το άρθρο 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«12Βτετράκις.-...

 

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

[.]

 

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή........».

 

Από τα πιο πάνω άρθρα συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη  αίτηση κρίνεται απαράδεκτη.  Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή,  νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης.

 

Προκύπτει, ακόμα, από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο.  Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή,  προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης (βλ. ΔΕΕ ΧΥ κατά Bundesamt fur Fremdenwesen und Asyl (C-18/20, XY κατά Bundesamt fur Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710), ημερομηνίας 15/4/2021).

 

Κατά τη μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου τους, οι αιτητές προώθησαν ισχυρισμούς που δεν είχαν προβάλει σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός τους, δηλαδή τον ισχυρισμό περί δολοφονίας του θείου του, χωρίς όμως περαιτέρω αναφορά στους λόγους αυτής και στο πως αυτή σχετίζεται με το αίτημά τους για διεθνή προστασία.  Θα πρέπει βέβαια να διευκρινιστεί πως στην ενώπιον μου διαδικασία ανέφερε πως ο ξάδελφός του δολοφονήθηκε και όχι ο θείος του.  Ανεξαρτήτως τούτου, ο αιτητής μέσα από τον γενικό και αόριστο ισχυρισμό περί της δολοφονίας του θείου του δεν έχει αναφέρει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς που να συνδέεται η δολοφονία οποιουδήποτε προσώπου με τον ίδιο.  Το αίτημα πρέπει να είναι προσωπικό και να προκύπτει στοχοποίηση ή/και δίωξη για τον ίδιο και/ή με την οικογένειά του.  Ο αιτητής δεν έχει επεξηγήσει με ποιο τρόπο και για ποιο λόγο πιθανόν να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του και για πιο λόγο δεν αναφέρθηκε στο ζήτημα αυτό προηγουμένως.

 

Ο εν λόγω ισχυρισμός αποτελεί νέο στοιχείο, ωστόσο, θα πρέπει να τονιστεί πως ο αιτητής από δική του υπαιτιότητα δεν το πρόβαλε σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του από την Υπηρεσία Ασύλου. Δεν ανέφερε οτιδήποτε στη συνέντευξή του, ούτε στην προηγούμενη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων αλλά ούτε καις τις μεταγενέστερες αιτήσεις του, σημειώνοντας μάλιστα πως δεν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα στη χώρα του και δηλώνοντας ότι δεν ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, στρατιωτική, εθνική ή κοινωνική  οργάνωση. 

 

Ο αιτητής εξάντλησε όλες τις δυνατότητες που είχε στη Δημοκρατία για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας χωρίς να αναφέρει περιστατικά ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του ιδίου και της οικογένειάς του.  Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. απόφαση στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20 A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

 

 Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 166/2023, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα των αιτητών εξετάστηκε με επάρκεια και το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος των αιτητών ως απαράδεκτο, είναι ορθό.  Τα έγγραφα που προσκόμισε ο αιτητής στο Δικαστήριο δεν αλλάζουν την εικόνα του αιτήματός του, εφόσον λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό του θα μπορούσαν να προσκομιστούν προηγουμένως και εν πάση περιπτώσει οι ισχυρισμοί του όπως προωθήθηκαν δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με 1000€ έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών.

 

 

 

 

 

                                                                               Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο