ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

 

Yπόθεση Αρ.:  3470/23

 

24 Απριλίου 2024

 

[Β.ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

G.E.από το Καμερούν και τώρα Λευκωσία  

                                                                                      Αιτήτρια

-και-

 

                Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσία Ασύλου

 

                                                                                        Καθ' ων η Αίτηση

 

Χρ. Χριστοδουλίδης (κος), Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Αι. Κίτσιου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 8/6/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 22/9/2023 και με την οποία την πληροφορούν ότι το αίτημα της για διεθνή προστασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου απορρίπτεται καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο και ότι η Αιτήτρια δεν απέδειξε οποιονδήποτε λόγο για να της παραχωρηθεί το καθεστώς πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, η Αιτήτρια, υπήκοος της Δημοκρατίας του Καμερούν (εφεξής «Καμερούν»). Στις 11/10/2019, αφού εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των μη ελεγχόμενων από την Κυβέρνηση περιοχών, υπέβαλε αίτηση για παροχή Διεθνούς Προστασίας. Στις 13/12/2019 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου για την εξακρίβωση της ηλικίας της και στις 18/05/2023 πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη επί του Αιτήματός της για παροχή διεθνούς προστασίας, επίσης από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας για το Άσυλο (EUAA). Ο τελευταίος, στις 31/5/2023 ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας και εισηγήθηκε την απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας, η οποία στις 8/6/2023 εγκρίθηκε από εξουσιοδοτημένο από τον αρμόδιο Υπουργό λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου. Στις 15/9/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της, η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως και υπεγράφη από την Αιτήτρια στις 22/9/2023. Ακολούθως, στις 22/9/2023, η Αιτήτρια προχώρησε στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.

 

ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ

 

Η Αιτήτρια, δια των δικηγόρων της, προβάλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς στην Αιτηση της  προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με την προφορική της αγόρευση .

 

Κατά την προφορική τους Αγόρευση, οι συνήγοροι της Αιτήτριας υιοθέτησαν το περιεχόμενο της προσφυγής, επικαλούμενοι παράλληλα ότι το Καμερούν δεν εντάσσεται στις Ασφαλείς Χώρες Καταγωγής περαιτέρω προβάλλει ότι οι Καθ΄ων η αίτηση δέχτηκαν τον ισχυρισμό της.

 

Παρομοίως, οι Καθ’ ων η Αίτηση, υιοθέτησαν το περιεχόμενο της ένστασής τους.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως. 

 

«Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστόλογοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη, ή καταπάτηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης κλπ.  Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.  Αυστηρώς ομιλούντες τα όσα αναφέρονται στην αγόρευση της δικηγόρου του αιτητή δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων. (δέστε Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384) (δέστε Υπόθεση Αρ. 1119/2009  ημερ. 31 Ιανουαρίου 2012 FARHAN KHALIL, και   Κυπριακής Δημοκρατίας).

 

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

 

Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης.

 

Περαιτέρω, δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

 

Ο συνήγορος της Αιτήτριας παραθέτει γενικά και αόριστα τα νομικά σημεία στην προσφυγή και επικαλείται παραβιάσεις του Συντάγματος, του  περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου χωρίς ωστόσο την παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμό παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά  επίσης  ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης. Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636:

 

«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

 

Σχετική είναι και  η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4.

 

«Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1. του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή του Νόμου και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγόμενου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερσή του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις».

 

 Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

 

Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας  έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

 

Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97, Α.Ε.2371, Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

 

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα

 

Περαιτέρω  όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Κηαi ν. Τhe Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

  

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξης, όσο και όσα προβάλλει με την παρούσα  προσφυγή.

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν, ανήλικη κατά το χρόνο υποβολής της Αίτησης της και πλέον ενήλικη.

 

Κατά την υποβολή της αίτησής της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, εξαιτίας του θείου της, ο οποίος, μετά το θάνατο των γονέων της, την κακοποιούσε σεξουαλικά, υποβάλλοντας την παράλληλα σε σκληρή εργασία, κάτι το οποίο την εξουθένωσε ψυχολογικά.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της δήλωσε ότι κατάγεται από το χωρίο Lewoh, της Νοτιοδυτικής επαρχίας του Καμερούν, όπου διέμεινε μέχρι το 2014, όποτε και μετοίκησε στο χωριό Ediki και από εκεί το 2018 στη Buea της ίδια επαρχίας, όπου παρέμεινε για ένα περίπου έτος, μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Φυλετικής καταγωγής Bangwa, χριστιανή ορθόδοξη, με μητρική γλώσσα τα Nweh, ομιλούσα την αγγλική και περιορισμένα τη γαλλική, απόφοιτος δημοτικού, με ενασχόληση σε αγροτικές εργασίες. Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, δήλωσε άγαμη, μητέρα ενός ανήλικου τέκνου, διαμένοντος μαζί της στη Δημοκρατία. Οι γονείς της έχουν αποβιώσει, ενώ δεν έχει άλλους συγγενείς, πλην του θείου της. Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, αεροπορικώς, στις 6/10/2019.

 

Σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια αναφέρθηκε στην εν γένει κακοποιητική συμπεριφορά του θείου της, η οποία περιελάμβανε μεταξύ άλλων, σεξουαλική και ψυχολογική κακοποίηση, σωματική βία, μομφές για το θάνατο των γονέων της και καταναγκαστική εργασία.  Πιο συγκεκριμένα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι το 2014, μετά το θάνατο και της μητέρας της, μετοίκησε στο θείο της, στο χωριό Ediki, του Νοτιοδυτικού Καμερούν. Καθ’ όλο το διάστημα της συμβίωσής τους, εκείνος, τη κακοποιούσε σεξουαλικά, ενώ τη κατηγορούσε και για το θάνατο των γονέων της, αποκαλώντας την μάγισσα. Ήταν αναγκασμένη να εργάζεται σκληρά, χαρακώνοντάς την μάλιστα στη πλάτη και απειλώντας ότι θα την σκοτώσει, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό τη σιωπή της.

Ερωτηθείσα σχετικά με τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη από το θείο της, δήλωσε ότι την κακοποιούσε για περίπου 4 χρόνια, από την ηλικία των δεκατριών μέχρι τα δεκαεπτά της έτη. Την πρώτη φορά που συνέβη, ήταν εξαιρετικά επώδυνο και αιμορραγούσε και πως έκτοτε το είχε διαρκώς στο μυαλό της, προκαλώντας της εφιάλτες. Παρά τις προσπάθειες της, δεν ήταν σε θέση να αντισταθεί, καθώς κάθε φορά που το επιχειρούσε δέχονταν χτυπήματα με ράβδο, στα πόδια και στη πλάτη, ενώ ούτε μπορούσε να ζητήσει προστασία από κάπου, λόγω του φόβου της. Ερωτηθείσα σχετικά με το σημάδι στη πλάτη της, δήλωσε ότι της το προκάλεσε ο θείος της με μια λεπίδα, λέγοντάς της πως αν μιλήσει σε κάποιον για τη κατάστασή της, θα πεθάνει, κάτι που την απέτρεπε από το να ζητήσει βοήθεια. Σχετικά με τις συνθήκες εργασίας στη φάρμα, δήλωσε ότι εξαναγκάζονταν να εργάζεται σε καλλιέργειες κακάο, για πολλές ώρες, χωρίς φαγητό, ενώ κατά τη περίοδο της συγκομιδής εξαναγκάζονταν να κοιμάται στη φάρμα και να εργάζεται, ακόμα και όταν δεν ήταν υγιής. Περαιτέρω, δήλωσε ότι σε ηλικία 15 ετών, και ενώ ακόμα διέμεναν στο χωριό Ediki, και χωρίς να αντέχει πλέον τις συνθήκες, έτρεξε μακριά από τη φάρμα, αλλά σύντομα εντοπίσθηκε από συγχωριανούς της και επέστρεψε εκ νέου στο σπίτι του θείου της. Ερωτηθείσα αν κάποιος γνώριζε για την κατάστασή της, απάντησε αρνητικά και πως η ίδια δεν ενημέρωνε κανέναν φοβούμενη ότι θα πεθάνει. Σε σχέση με τις απειλές που δέχονταν, δήλωσε ότι κάθε φορά που αρνιόταν να υπακούσει στις εντολές του, την απειλούσε ότι θα τη σκοτώσει, είτε αφορούσαν την εργασία, είτε τις σεξουαλικές του επιθυμίες. Περαιτέρω, δήλωσε ότι λόγω της τεταμένης κατάστασης ασφαλείας που επικρατούσε στη περιοχή, μεταξύ του στρατού και των αποσχιστών, αναγκάστηκαν να μεταβούν και εγκατασταθούν στη πόλη της Buea. Ερωτηθείσα σχετικά με τη διαμονή της στη Buea, δήλωσε ότι η κατάσταση ασφαλείας ήταν καλύτερη και οι επιθέσεις μικρότερης συχνότητας σε σχέση με το Ediki, ότι κατά τα λοιπά εξακολουθούσε να εξαρτάται από τον θείο της, μη δυνάμενη να εργαστεί, λόγω της απειρίας της, αλλά και λόγω της απαγόρευσης του θείου της, ενώ ο τελευταίος εξακολουθούσε να την κακοποιεί σεξουαλικά.

 

Όσον αφορά το τρόπο με τον οποίο δραπέτευσε, δήλωσε ένα βράδυ που ο θείος της επιχείρησε εκ νέου να έρθει σε σεξουαλική επαφή μαζί της, βρήκε τη δύναμη να τον σπρώξει και να διαφύγει τρέχοντας, βρίσκοντας καταφύγιο στις σκάλες οικοδομής, κοντά στο σπίτι που διέμενε, όπου πέρασε το βράδυ της. Τις επόμενες δύο εβδομάδες περιπλανιόταν στους δρόμους και το βράδυ επέστρεφε στην οικοδομή. Κατά το διάστημα αυτό, επικοινώνησε με έναν φίλο του θείου της, μέσω ενός κινητού που είχε πάρει από τι θείο της, όπου αφού του εξήγησε τι συνέβη, τη βοήθησε να διαφύγει στη Yaoundé, όπου παρέμεινε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα της. Ερωτηθείσα σχετικά με το διάστημα που παρέμεινε στους δρόμους αν της συνέβη κάποιο περιστατικό που θα την έκανε να αισθανθεί ότι βρίσκεται σε κίνδυνο, απάντησε ότι φοβόταν τόσο εξαιτίας των μαχών που συντελούνταν, όσο και εξαιτίας του θείου της και για τον λόγο αυτό, την ημέρα περιπλανιόνταν όσο πιο μακριά από το σπίτι της. Όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει το γεγονός ότι μοιράστηκε την ιστορία της με το πρόσωπο που την βοήθησε, παρά το ότι πίστευε ότι αν το κάνει θα πεθάνει, δήλωσε ότι πλέον είχε αποδεχτεί ότι ό,τι είναι να συμβεί θα συμβεί και πως με εκείνο το πρόσωπο διατηρούσε μια οικειότητα. Περαιτέρω, ερωτηθείσα σχετικά με την επιστροφή της στην οικεία του θείου της, με σκοπό να πάρει το πιστοποιητικό γέννησής της, απάντησε ότι παρέμεινε κρυμμένη μέχρι να βγει ο θείος της από το σπίτι και αφού γνώριζε που κρύβει τα κλειδιά, εισήλθε.  Τέλος, ερωτηθείσα για τους λόγους που εγκατέλειψε τη Yaoundé, δήλωσε ότι δεν είχε κάποιο υποστηρικτικό δίκτυο για να ζήσει.

 

Ως προς το φόβο επιστροφής της η Αιτήτρια δήλωσε ότι φοβάται ότι θα τη σκοτώσει ο θείος της. 

 

Ως προς τη δυνατότητά της να μετεγκατασταθεί σε κάποια άλλη περιοχή του Καμερούν, δήλωσε άγνοια, ενώ ως προς τις Douala και Yaoundé, δήλωσε ότι θα ζει συνεχώς με φόβο, ενώ θα της υπενθυμίζει διαρκώς τα περιστατικά που βίωσε.

 

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο σχημάτισε την εισήγησή του επί τη βάσει των εξής τριών (3) ουσιωδών ισχυρισμών: α) Ταυτότητα, προφίλ, χώρα προέλευσης και τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, β) Η σεξουαλική κακοποίηση που υφίστατο από το θείο της για το διάστημα μεταξύ 2015 – 2019 και γ) οι απειλές από το θείο της σε περίπτωση άρνησή της να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του.  Οι πρώτοι δύο ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί ως αξιόπιστοι από την Υπηρεσία, συνεκτιμώντας τους δείκτες της εσωτερικής αξιοπιστίας και των διαθέσιμων πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας. Αντιθέτως, ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός έτυχε απόρριψης, ελλείψει εσωτερικής αξιοπιστίας. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι αφενός μεν οι δηλώσεις της Αιτήτριας σχετικά με τις απειλές και τα αίτια που τις προκάλεσαν υπήρξαν ανεπαρκείς πληροφοριών και γενικές, ενώ αφετέρου ασαφείς κρίθηκαν οι δηλώσεις της σχετικά με το σημάδι στην πλάτη της που της προξένησε ο θείος της ως μέσο σιωπής, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μοιράστηκε τις εμπειρίες της με τρίτο πρόσωπο που την βοήθησε να δραπετεύσει. Περαιτέρω, κρίθηκε ότι η παραμονή της σε οικεία πλησίον της οικείας του θείου της κατά το διάστημα που κρυβόταν, καταδεικνύει την απουσία έντασης στις απειλές του θείου της, ενώ αντιφατικές κρίθηκαν οι δηλώσεις της περί αδυναμίας της να δραπετεύσει αφενός, με τις δηλώσεις της για τον τρόπο διαφυγής της, χωρίς μάλιστα να παράσχει επαρκείς πληροφορίες. Τέλος, κρίθηκε ότι απουσία περιστατικών εις βάρος της κατά το διάστημα αυτό, συνηγορεί υπέρ της έλλειψης απειλών. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε πως λόγω της προσωπικής φύσης του ισχυρισμού, δεν δύναται να αναζητηθούν πηγές.

 

Εν συνεχεία,  κατά την αξιολόγηση του μελλοντικού φόβου της Αιτήτριας, στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών της, ήτοι των προσωπικών της στοιχείων και της κακοποίησης που υπέστη από το θείο της το διάστημα 2015 – 2019 και λαμβανομένων υπόψιν των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής, σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας της περιοχής και τη μεταχείριση που τυγχάνουν γυναίκες που έχουν υπάρξει θύματα βιασμού, κρίθηκε ότι ναι μεν η Αιτήτρια ευλόγως αναμένεται να κινδυνέψει ως άμαχη, ενώ αντιθέτως δεν αναμένεται να υποστεί κάποια περαιτέρω βλάβη, λαμβάνοντας υπόψη την άγνοια για τη τύχη του διώκτη της, από την φυγή της και έπειτα, την ενηλικότητά της, την αδυναμία εντοπισμού της από το θείο της, την επαγγελματική εμπειρία που αποκόμισε από την καταναγκαστική εργασία που υπεβλήθη και το γεγονός ότι για 1 μήνα ο θείος της δεν κατάφερε να την εντοπίσει.

 

Προχωρώντας, στη νομική ανάλυση, οι Καθ' ων η αίτηση διαπιστώνουν, δεδομένων των ισχυρισμών που έγιναν αποδεκτοί, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής, ότι εκλείπει το αντικειμενικό στοιχείο του φόβου της Αιτήτρια και συνεπώς, δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Στη συνέχεια, εφαρμόζοντας τη σχετική νομολογία του ΔΕΕ για την αναπροσαρμοζόμενη κλίμακα στα πλαίσια αξιολόγησης του κατά πόσο η Αιτήτρια είναι δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου νόμου, κρίνουν ότι δεν συντρέχει πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας στη νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν. Ως συνέπεια, η αίτηση διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας απορρίφθηκε ως ουσία αβάσιμη και διατάχθηκε η επιστροφή της στο Καμερούν δυνάμει του άρθρου 13(2)(δ) του περί Προσφύγων Νόμου 2000.

 

Έπειτα από ενδελεχή εξέταση του διοικητικού φακέλου και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, δέον να αναφερθούν τα παρακάτω:

 

Κρίνω ως ορθή από τους Καθ' ων η αίτηση την αποδοχή των πρώτου και δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού οι οποίοι αφορούν αντιστοίχως την ταυτότητα, τα στοιχεία του προφίλ, τη χώρα καταγωγής και την περιοχή συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και την κακοποίηση που υπέστη από το θείο της. Αντιθέτως, διαφωνώ με τους Καθ’ ων σε σχέση με τον τρίτο ισχυρισμό, τόσο ως προς τον διαχωρισμό του και την εξέτασή του ως αυτοτελούς ισχυρισμού, όσο και με την συνακόλουθη αξιολόγηση του. Ειδικότερα, ο ισχυρισμός με τίτλο «οι απειλές από το θείο της σε περίπτωση άρνησή της να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του» φαίνεται να είναι άστοχος, διότι αποτελεί συστατικό του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού περί σεξουαλικής και ψυχολογικής βίας εις βάρος της αιτήτριας. Από την άλλη μεριά, ο διαχωρισμός των απειλών ως ξεχωριστό ισχυρισμό και η κατάληξη περί αναξιοπιστίας του ισχυρισμού, οδηγεί σε αντιφατικά συμπεράσματα εκ μέρους των Καθ’ ων και κατά συνέπεια σε έλλειψη αιτιολογίας, αποδεχόμενοι αφενός τον κατ’ εξακολούθηση επί πενταετία βιασμό της αιτήτριας και τον εξαναγκασμό της σε εργασία σε απάνθρωπες συνθήκες, αποκλείοντας εντούτοις το καθεστώς τρόμου και απειλών εις βάρος. Σε κάθε δε περίπτωση, οι Καθ’ ων η αίτηση, δεν φαίνεται να έλαβαν υπόψη την ανηλικότητα της αιτήτριας κατά το χρόνο που βίωνε τα εν λόγω περιστατικά κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της. Προχωρώντας, λοιπόν, σε εκ νέου αξιολόγηση του ισχυρισμού, θεωρώ ότι η Αιτήτρια αν και λιτή σε σχέση με τις δηλώσεις της, κατάφερε να αποδώσει βιωματικά την κατάσταση που βίωνε, και το καθεστώς τρόμου που της είχε δημιουργήσει ο θύτης της. Εξάλλου, η ανεπάρκεια λεπτομερειών στις δηλώσεις της Αιτήτριας, δικαιολογείται ευλόγως δεδομένης της ηλικίας της κατά το χρόνο που βίωνε τα εν λόγω περιστατικά. Αξίζει δε να σημειωθεί, ότι η ίδια λιτότητα στις δηλώσεις της αιτήτριας παρατηρείται καθ’ όλη τη συνέντευξη της, γεγονός που συνηγορεί υπέρ του ανωτέρω επιχειρήματος. Εξάλλου, οι αντιφάσεις που καταδεικνύουν οι Καθ’ ων περί προκαταλήψεων λόγω του σημαδιού στη πλάτη της αιτήτριας, πέραν του γεγονότος ότι αποτελούν ήσσονος σημασίας ζητήματα για την αξιολόγηση του ισχυρισμού, σημειώνεται ότι η Αιτήτρια απάντησε εύλογα ως προς τους λόγους που παρά τον φόβο της να μιλήσει το έπραξε. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι παρέμεινε για ένα μήνα κρυμμένη, σε οικεία πλησίον του θείου της, ή το γεγονός ότι ο θείος της δεν την εντόπισε κατά το ίδιο διάστημα, ουδόλως επηρεάζει την αξιοπιστία του ισχυρισμού, καθώς αποτελούν στοιχεία που ενδεχομένως θα αξιολογηθούν κατά την αξιολόγηση του κινδύνου και δεν σχετίζονται με τον εν λόγω ισχυρισμό. Τέλος, σημειώνεται ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας σχετικά με τον λόγω ισχυρισμό, χαρακτηρίζονται από λογική και χρονική συνέπεια στο σύνολό τους.

 

Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει των ισχυρισμών οι οποίοι και έχουν γίνει αποδεκτοί και λαμβάνοντας υπόψη της πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, παρατηρώ ότι βάσιμος φόβος δίωξης ή πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης εφόσον η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα της δεν παρίσταται.

Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης σχετικά με την δυνατότητα πρόσβασης στη δικαιοσύνη γυναικών που έχουν υπάρξει θύματα βιασμού, σημειώνεται ότι:

 

Στην απάντηση σε ερώτημα που δέχτηκε η EUAA αναφορικά με τις γυναίκες θύματα βιασμού, η οποία δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2024 αναφέρεται ότι: «Μια έκθεση σχετικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Καμερούν με συγκεντρωτικά δεδομένα για τη βία με βάση το φύλο (GBV) που συγκέντρωσε το Υπουργείο Δικαιοσύνης του Καμερούν, που καλύπτει το 2021, περιέγραψε ότι από τις 219 περιπτώσεις βιασμού που τέθηκαν ενώπιον των δικαστηρίων, οι 168 κατέληξαν στην καταδίκη των δραστών σε ποινές φυλάκισης.[1] […] Σύμφωνα με μια έκθεση του 2023 από το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Συντονισμό Ανθρωπιστικών Υποθέσεων (UNOCHA), οι γυναίκες είναι τα κύρια θύματα της έμφυλης βίας, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού, λόγω της συνδυασμένης επίδρασης των προϋπαρχόντων πολιτιστικών και παραδοσιακών κανόνων και πρακτικών διάκρισης φύλου και κοινωνικοοικονομικής ευπάθειας που προκλήθηκε από την κρίση στα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά».[2],[3]

 

Εξάλλου, σε σχέση με το νομικό πλαίσιο που ισχύει στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας σημειώνεται ότι ο νόμος 2016/007 της 12ης Ιουλίου 2016 σχετικά με τον Ποινικό Κώδικα τιμωρεί τον βιασμό και τη σεξουαλική παρενόχληση ως εξής[4]: ΕΝΟΤΗΤΑ 296: Βιασμός:

«Όποιος εξαναγκάζει με βία ή ηθική υπεροχή οποιοδήποτε πρόσωπο, άνω ή κάτω από την ηλικία της εφηβείας, σε σεξουαλική επαφή μαζί του τιμωρείται με φυλάκιση από 5 (πέντε) έως 10 (δέκα) έτη.»

Περαιτέρω, τον Νοέμβριο του 2023, το Υπουργείο για την Ενδυνάμωση των Γυναικών και την Οικογένεια του Καμερούν ξεκίνησαν μια διαδικασία για τη σύνταξη ενός νομοσχεδίου για την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας.[5]

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι προκύπτει ότι τα θύματα γενετήσιων πράξεων, δύνανται να προσφύγουν στη δικαιοσύνη και να τύχουν κρατικής προστασίας.

 

Εξάλλου, συναξιολογώντας και το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει από την αποχώρηση της Αιτήτριας από την χώρα καταγωγής της, ότι πλέον είναι ενήλικη νεαρή γυναίκα, αυτόνομη και υγιής, ότι ουδεμία επαφή είχε με το θείο της όλα αυτά τα χρόνια, το γεγονός ότι παρέμεινε για ένα μήνα στην ίδια πόλη με τον θύτη της, χωρίς εκείνος να αποπειραθεί ή και να την εντοπίσει, συνάγεται ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη η Αιτήτρια, αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της.

 

Παράλληλα, από τα παραπάνω, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου υπογράμμισε ότι βάσει των προσωπικών της περιστάσεων, δεν επιβεβαιώθηκε πραγματικός κίνδυνος η Αιτήτρια να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη και δεν συντρέχει κανένας λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 19 (1) των Περί Προσφύγων Νόμων 2000 - 2022 και του άρθρου 2 (στ) της Οδηγίας 2011/95/EE, επειδή δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 19 (2), (α), (β), (γ) των Περί Προσφύγων Νόμων 2000 - 2022 και του άρθρου 15 (α), (β), (γ) της Οδηγίας 2011/95/EE αντίστοιχα.

Συγκεκριμένα, ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια κατά την επιστροφή του στο Καμερούν δεν συνιστά πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας 2011/95/EE. Περαιτέρω, ο κίνδυνος που μπορεί να αντιμετωπίσει ο Αιτητής κατά την επιστροφή στην χώρα καταγωγής του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σύμφωνα με το άρθρο 15 (β) της Οδηγίας 2011/95/EE.

Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο πρέπει να διαπιστώσει αν στην περιοχή συνήθους διαμονής της αιτήτριας υφίσταται 1) ένοπλη σύρραξη και εάν και εφόσον υφίσταται τότε 2) να διαπιστώσει αν στην εν λόγω περιοχή υπάρχει αδιάκριτη άσκηση βίας σε βαθμό τόσο υψηλό ώστε ο αιτητής να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη ως άμαχος πολίτης. Παράλληλα το δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει τυχόν ειδικό κίνδυνο που διατρέχει η Αιτήτρια από την ατομική της κατάσταση και τυχόν προσωπικές περιστάσεις σε συνδυασμό με τις συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας, σύμφωνα με την αναπροσαρμοσμένη κλίμακα που καθορίστηκε στην απόφαση Elgafaji του ΔΕΕ.

Σύμφωνα με το Εγχειρίδιο του ΕΑΣΟ - Δικαστική Ανάλυση, σχετικά με την ανάλυση του άρθρου 15 (γ) της οδηγίας «Βάσει του άρθρου 15 στοιχείο γ), ένα πρόσωπο που διατρέχει γενικό κίνδυνο δεν αποκλείεται να διατρέχει και ειδικό κίνδυνο, και το αντίστροφο. Πράγματι, το ΔΕΕ διατύπωσε την έννοια της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, σύμφωνα με την οποία: «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας (Elgafaji, σκέψη 39· Diakité, σκέψη 31). Το αντίστροφο ισχύει επίσης: κατ' εξαίρεση, ο βαθμός βίας μπορεί να είναι τόσο υψηλός ώστε ένας άμαχος να διατρέχει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας του στο έδαφος της επηρεαζόμενης χώρας ή περιοχής (σκέψη 43). Το ΔΕΕ έκρινε ότι η ερμηνεία αυτή δεν αντέβαινε στην [τότε] αιτιολογική σκέψη 26 της οδηγίας, καθώς το γράμμα αυτής προβλέπει το ενδεχόμενο μιας τέτοιας εξαιρετικής κατάστασης (59).»[6]

Επομένως, εξετάζοντας την πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 15 (γ) του κατά πόσον υφίσταται ένοπλη σύρραξη στο Καμερούν και την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή, αξίζει να αναφερθούν τα κατωτέρω.

Το Καμερούν είναι πλειοψηφικά μια γαλλόφωνη χώρα και οι βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του, αποτελούνται από Αγγλόφωνους, οι οποίοι διαμαρτύρονται ότι η Κυβέρνηση σκόπιμα τους έχει απομονώσει και  περιθωριοποιήσει.[7] Οι Αγγλόφωνοι συγκεντρώνονται κυρίως σε δύο δυτικές περιοχές, τη Βορειοδυτική και τη Νοτιοδυτική περιφέρεια, όπου μετά το τέλος της αποικιακής περιόδου στην Αφρική ενσωματώθηκαν στο γαλλόφωνο κράτος πριν από πολλές δεκαετίες.[8]

Ο Αγγλόφωνος πληθυσμός ξεκίνησε ως ένα κίνημα διαμαρτυρίας το 2016 με αιτήματα για πλήρη ανεξαρτησία από τον γαλλόφωνο πληθυσμό αλλά παρ΄ όλα αυτά εκφυλίστηκε σε συγκρούσεις με την Κυβέρνηση, μετά την καταστολή των διαδηλώσεων από αυτήν. Από αυτές τις συγκρούσεις, έχουν σκοτωθεί έκτοτε χιλιάδες άτομα - 3000 σε αριθμό - πάνω από 900000 άτομα εγκατέλειψαν τις οικίες τους και περίπου 800000 παιδιά παρέμεινα εκτός σχολείου. Ο στρατός έχει κατηγορηθεί για εκτεταμένες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και σε μικρότερο βαθμό, παρόμοια ευθύνη φέρουν και οι διάφορες αυτονομιστικές δυνάμεις των Αγγλόφωνων που αγωνίζονται για μια ανεξάρτητη «Αμπαζόνια».[9]

Σύμφωνα με έκθεση του Human Rights Watch «Ένοπλες ομάδες και κυβερνητικές δυνάμεις έχουν διαπράξει παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων μαζικών δολοφονιών, στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν και στην περιοχή του Άπω Βορρά. Οι αυτονομιστές, που έχουν επιβάλει βίαια μποϊκοτάζ στην εκπαίδευση από το 2017, συνέχισαν [κατά το 2021] να επιτίθενται σε φοιτητές και επαγγελματίες της εκπαίδευσης. Ανταποκρινόμενες στην ένοπλη σύγκρουση, οι κυβερνητικές δυνάμεις είναι επίσης υπεύθυνες για παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των παράνομων δολοφονιών και των αυθαίρετων συλλήψεων»[10] .

Επομένως στην βάση των πιο πάνω διαπιστώνεται ότι υφίσταται εσωτερική ένοπλη σύρραξη στο Καμερούν, η πρώτη και αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο γ) της οδηγίας. Παράλληλα όμως θα πρέπει να υφίσταται και αδιάκριτη βία σε τέτοιο υψηλό βαθμό - όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτων των προσωπικών τους περιστάσεων, ως ένας γενικότερος κίνδυνος βλάβης κατά αμάχου - που η απλή παρουσία αμάχου στην περιοχή θα συνιστά πραγματικό κίνδυνο να υποστεί ουσιώδη βλάβη.  Στη σκέψη 30 της απόφασης Diakité, το ΔΕΕ επισήμανε τα εξής: «Επιπλέον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η ύπαρξη εσωτερικής ένοπλης συρράξεως μπορεί να συνεπάγεται την παροχή της επικουρικής προστασίας μόνο στο μέτρο που οι συγκρούσεις μεταξύ των τακτικών δυνάμεων ενός κράτους και ενός ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων ή μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων θεωρούνται κατ' εξαίρεση ότι συνεπάγονται σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος την επικουρική προστασία, υπό την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γ), της οδηγίας 2004/83, διότι ο βαθμός της αδιάκριτης ασκήσεως βίας που τις χαρακτηρίζει είναι τόσο μεγάλος ώστε υπάρχουν σοβαροί και βάσιμοι λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να υποστεί την εν λόγω απειλή (βλέπε, υπό την έννοια αυτή, Elgafaji, σκέψη 43)»[11]

Στη σκέψη 35 της απόφασης Elgafaji, το Δικαστήριο ανάφερε το εξής: «Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ', της οδηγίας»[12].

Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα της Αιτήτριας, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν όσον αφορά την Αγγλόφωνη κρίση στις Αγγλόφωνες περιοχές και συγκεκριμένα στη Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, όπου ανήκει γεωγραφικά η πόλη Buea, η οποία θεωρείται το μέρος  συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, για να διαπιστώσει κατά πόσον υφίσταται σε τέτοιο υψηλό βαθμό αδιάκριτη βία.

Ειδικά δε αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην Νοτιοδυτική περιφέρεια του Καμερούν, όπου ανήκει γεωγραφικά και η πόλη Buea, σύμφωνα με τα στοιχεία του ACLED, για το διάστημα από 22/3/2023 έως 22/03/2024, σημειώθηκαν 82 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 174 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 32 περιστατικά ήταν μάχες (68 θάνατοι), 33 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (95 θάνατοι), 6 ήταν εκρήξεις / περιστατικά απομακρυσμένης βίας (5 θάνατοι), 11 ήταν εξεγέρσεις / ταραχές (6 θάνατοι).[13] Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της Νοτιοδυτικής Περιοχής του Καμερούν ανέρχεται σε 1.553.300 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη πρόβλεψη που έλαβε χώρα το έτος 2015,[14] καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (174 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι η Αιτήτρια θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

 

Περαιτέρω, οι δείκτες του ACAPS όσον αφορά την ένταση, τις επιπτώσεις, τις ανθρωπιστικές συνθήκες, την περιπλοκότητα και τους περιορισμούς πρόσβασης που συνδέονται με την Αγγλόφωνη Κρίση, την κατατάσσουν σε μέτρια προς ψηλά επίπεδα και σε καμία περίπτωση σε πολύ ψηλά[15].

Ως εκ τούτου, η σύγκρουση στο Καμερούν δεν έχει φτάσει σε σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους στην Αγγλόφωνη Περιοχή. Λαμβάνοντας υπόψη τους προαναφερθέντες αριθμούς, συνάγεται εύλογα και με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι η φύση και η έκταση της κρίσης μαζί με το ατομικό προφίλ της Αιτήτριας, ήτοι μια γυναίκας νέας και υγιούς δεν αρκούν για να συμπεράνουμε ότι θα κινδυνεύσει ως πολίτης, σε περίπτωση επιστροφής στη περιοχή του, η κατάσταση της οποίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας.

Επιπρόσθετα, η πιο πάνω αναφορά περί του ότι στις Αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να θιγεί προσωπικά άμαχος κατά την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας επιβεβαιώνεται και από άλλες αξιόπιστες πηγές.

Κατά συνέπεια, η πόλη Buea της Νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν, την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή ως παρατέθηκε ανωτέρω, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, ως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ.[16] Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρές βλάβες σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Buea του Καμερούν.

Ακολούθως, μετά από προσεκτική εξέταση των όσων η Αιτήτρια ισχυρίστηκε κατά την διάρκεια της συνέντευξής της, διαπιστώνω ότι ορθά ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν θα αντιμετωπίσει οποιουδήποτε είδους δίωξη καθώς και πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη στη χώρα καταγωγής της και ότι η περίπτωσή της δεν πληρούσε τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας. Περαιτέρω κρίνω ως ορθά  τα πορίσματα της έκθεσης εισήγησης του αρμόδιου λειτουργού.  

Όπως προκύπτει από την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, το αρμόδιο όργανο έλαβε υπόψη όλα όσα ανέφερε ο αιτητής κατά την συνέντευξή του. Όλη η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου αλλά και τα όσα περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση είναι δεόντως και επαρκώς τεκμηριωμένα και προϊόντα επαρκούς έρευνας των υποβληθέντων στοιχείων, υπαγωγής τους στο σχετικό νομικό πλαίσιο που διέπει διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων διεθνούς προστασίας ως ανωτέρω παρατίθενται και είναι περαιτέρω πλήρως αιτιολογημένη η απόφαση.

Περαιτέρω το δικαστήριο εξέτασε την παρούσα κατάσταση  στην οποία βρίσκεται η  Αιτήτρια ήτοι ως μητέρα με ανήλικο παιδί . Όπως προκύπτει από τα όσα η Αιτήτρια ανάφερε ο πατέρα του παιδιού της με τον οποίο διατηρούν σοβαρή σχέση είναι Γάλλος υπήκοος  ο οποίος  όπως η ίδια ανέφερε προέβη στις διαδικασίες απόκτησης γαλλικής υπηκοότητάς του τέκνου του . Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι η Αιτήτρια διατηρεί υποστηρικτικό περιβάλλον ειδικότερα όσο αφορά το παιδί της το οποίο αναγνωρίστηκε από το πατέρα του ο οποίος είναι ευρωπαίος πολίτης με τον οποίο όπως η Αιτήτρια  δήλωσε  διατηρεί σοβαρή σχέση.  Συνεπώς  κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν παρουσιάζει οποιαδήποτε στοιχείο ευαλωτότητας.

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα η Διοίκηση απέρριψε την αίτηση διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας. Η απόφαση  της Υπηρεσίας Ασύλου αποτελεί το προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο.

Η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

 

 

 

                                         Βούλα Κουρουζίδου – Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 

 

 



[1] Cameroon, Ministry of Justice, Rapport du Ministère de la Justice sur l’état des droits de l’homme au Cameroun en 2021 [Ministry of Justice report on the state of human rights in Cameroon in 2021], February 2023, http://www.minjustice.gov.cm/components/com_flexicontent/uploads/rapport_minjustice_2021_fr.pdf, p. 339 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/03/2024)

[2] UNOCHA, Cameroon Humanitarian Needs Overview 2023, 11 May 2023, https://reliefweb.int/attachments/fb6e7f31-3931-463a-b9d6-5d243e9f3071/CMR_HNO_2023_v7_20230405.pdf , pp. 30-31(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/03/2024)

[3] EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Cameroon; Women victims of rape: legal framework and treatment by society [Q2-2024], 11 January 2024 https://www.ecoi.net/en/file/local/2103238/2024_01_EUAA_COI_Query_Response_Q2_Cameroon_Women_Victims_of_Rape.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/03/2024)

[4] Cameroon, Law 2016/007 of 12 July 2016 relating to the Penal Code, 12 July 2016, https://www.wipo.int/edocs/lexdocs/laws/en/cm/cm014en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/03/2024)

[5] Actu Cameroun, Le Cameroun prépare une loi contre les violences basées sur le genre, 8 November 2023, https://actucameroun.com/2023/11/08/le-cameroun-prepare-une-loi-contre-les-violences-basees-sur-le-genre/?utm_content=cmp-true (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14/03/2024)

[6] EASO, (EUAAEuropean Union Agency for Asylum), Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ), Δικαστική Ανάλυση (2014), https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf , σελ. 28 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/3/2024).

[7] R. Maxwell Bone, 'Ahead of peace talks, a who's who of Cameroon's separatist movements', (2020), The New Humanitarian, <The New Humanitarian | Ahead of peace talks, a who's who of Cameroon's separatist movements>, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/3/2024)

[8]  AFP, ' Cameroon Anglophone separatist leader get life sentence: Lawyers', (2019), Al Jazeera, <Cameroon anglophone separatist leader gets life sentence: Lawyers | News | Al Jazeera>, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/3/2024)

[9] R. Maxwell Bone, 'Ahead of peace talks, a who's who of Cameroon's separatist movements', (2020), The New Humanitarian, <The New Humanitarian | Ahead of peace talks, a who's who of Cameroon's separatist movements>, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/3/2024

[10] Human Rights Watch (2022) Cameroon - Events of 2021https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/cameroon > (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/3/2024)

[11] ΔΕΕ, C-465/07, Meki Elgafali και Noor Elgafali κατά Staatssecretaris van Justitieημερομηνίας 17/2/2009

[12] C-465/07 Meki ElgafajiNoor Elgafali  v Staatssecretaris van Justitie

[13] ACLEDDashboard, < https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard > (ημερομηνίας τελευταίας πρόσβασης 26/3/2024).

[14] City Population, Cameroon, Sud-Ouest (South West), https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/?admid=6826  (ημερομηνίας τελευταίας πρόσβασης 26/3/2024).

[15] ACAPS (2022) Cameroon - Anglophone Crisis, <https://www.acaps.org/country/cameroon/crisis/anglophone-crisis > (ημερομηνίας τελευταίας πρόσβασης 26/3/2024).

[16] ΔΕΕ, C-465/07, Meki Elgafali και Noor Elgafali κατά Staatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/2/2009, σκ. 35, 43


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο