ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Νομική Αρωγή αρ.37/24

 

11 Απριλίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ.1 ΤΟΥ 2003 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002 (Ν. 165(Ι)/2002)

 

Αίτηση από:

 

                                                                    Ν. Κ. Μ. Α.

                                                                                                                                    Αιτητής

 

 

Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Κα Ι. Χαραλάμπους , Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Κος Μ. Νασρ,  μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αραβικά στα Ελληνικά και αντίστροφα    

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, προκειμένου να διορίσει δικηγόρο για να χειριστεί την προσφυγή την οποία έχει ήδη καταχωρίσει εναντίον απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.09/04/24, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε.

Ως προκύπτει από το σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας, ο αιτητής είναι ανιθαγενής Παλαιστίνιος από τη Λωρίδα της Γάζας, εισήλθε στη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παράτυπα, μέσω κατεχομένων, και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία και απορρίφθηκε.

Η παρούσα στηρίζεται στους περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Αρ.1) του 2003 και στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002, Ν. 165(Ι)/2002 και συγκεκριμένα στις διατάξεις του άρθρου 6Β (2) (α) και 6Β (2) (ββ) του σχετικού Νόμου, το οποίο ορίζει τα ακόλουθα:

«(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή διεθνούς προστασίας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος -

[.]

(α) Κατά δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτητή, την οποία απόφαση ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ ή 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ή

υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(αα) Η δωρεάν νομική αρωγή αφορά μόνο την πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι την εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ούτε άλλο ένδικο μέσο∙ και

(ββ) κατά την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας:

Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου (ββ) εφαρμόζονται χωρίς να περιορίζουν αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη.»

Κατά την εξέταση των εκατέρωθεν ισχυρισμών το Δικαστήριο προβαίνει σε εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, χωρίς να αποφασίζεται οριστικά η τύχη της προσφυγής που σε κάθε περίπτωση έχει δικαίωμα να καταχωρήσει ή και να προωθήσει (αν έχει ήδη καταχωρηθεί) με ίδια μέσα ο αιτητής. Το αποτέλεσμα της παρούσας δεν επηρεάζει βεβαίως τη τελική έκβαση της προσφυγής (βλέπε και Durgo Man v. Δημοκρατίας, Ν. Α. 278/09, ημ.15/07/09 και Baghour και Roud Gad, Ν.Α. 7/11 και 8/11, ημ.28/03/11).

Στην απόφαση στην αιτ. Νομικής Αρωγής αρ.31/2013, SINGH KHUSHWANT του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Όπως νομολογιακά έχει αποφασιστεί, ο Νόμος δίνει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει, κατά πόσον «είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση». Είναι, επίσης, πάγια γραμμή της Νομολογίας, ότι ο Αιτητής δεν πρέπει να στερείται, χωρίς επαρκή λόγο, του δικαιώματός του να ακουστεί η προσφυγή του από το Ανώτατο Δικαστήριο, έχοντας τη βοήθεια συνηγόρου.  Από την άλλη, όμως, δεν είναι επιτρεπτή η παροχή νομικής αρωγής ανεξέλεγκτα, με συνακόλουθο την σπατάλη δημοσίου χρήματος με την καταχώρηση προσφυγών, οι οποίες δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας.

[…]

Παρεμβάλλω ότι είναι βασική αρχή πως το Δικαστήριο, εξετάζοντας αιτήσεις αυτής της μορφής και ασκώντας την ευρεία διακριτική του εξουσία, δεν προβαίνει σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το αποτέλεσμα της ίδιας της προσφυγής, αλλά παραμένει στην πιθανολόγηση έκδοσης θετικής απόφασης. […]. Τελικό, λοιπόν, κριτήριο είναι η πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης και, κατά την εξέταση μιας τέτοιας πιθανότητας, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει για την οριστική τύχη της προσφυγής, αλλά, όπως είναι καθήκον του, σταθμίζει τα ενώπιόν του στοιχεία, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον οι απαραίτητες προϋποθέσεις του Νόμου ικανοποιούνται, για να συνεκτιμήσει την πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης στην αναμενόμενη να καταχωρηθεί προσφυγή.».

Στα ανωτέρω θα πρέπει βεβαίως να συνυπολογιστεί ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάσει στα πλαίσια προσφυγής εξ υπαρχής τα γεγονότα και νομικά ζητήματα και πως, στη βάση του άρ.11 (5) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, «[…] λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.»

Από τα συνημμένα στο Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα προκύπτουν τα ακόλουθα.

Στην επίδικη αίτηση ο αιτητής κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής εξαιτίας του πολέμου μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, που προκάλεσε αστάθεια και ανασφάλεια στη Λωρίδα της Γάζας, τις πολλαπλές συλλήψεις του από την Χαμάς λόγω της άρνησής του να ενταχθεί στις τάξεις της (διότι αποτελούν τρομοκρατική οργάνωση), την έλλειψη ασφάλειας και σταθερότητας στην Παλαιστίνη, όπου έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του στα νομικά, και τον βομβαρδισμό γειτονικής οικίας που επέφερε την καταστροφή μέρους της δικής του.

Κατά τη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε ότι είναι παλαιστινιακής καταγωγής, από τη Λωρίδα της Γάζας, τόπο γέννησης και διαμονής του, είναι μουσουλμάνος Σουνίτης, μιλά αραβικά και αγγλικά, είναι παντρεμένος και άτεκνος. Διαθέτει τέσσερις αδερφούς, δύο εκ των οποίων είναι αιτητές ασύλου στη Δημοκρατία και οι υπόλοιποι μαζί με τις τρεις αδερφές του διαμένουν έως σήμερα στη Γάζα, όπου  βρίσκονται επίσης οι γονείς του καθώς και συγγενείς του από την πατρική γραμμή με τους οποίους βρίσκεται σε τακτική επικοινωνία. Διαθέτει πτυχίο νομικής από πανεπιστήμιο της χώρας του και μετ’ έπειτα εργάστηκε ως πωλητής ρούχων σε διάφορα καταστήματα.

Ο αιτητής ανέφερε ότι δεν είχε εγγραφεί στην προστασία της UNRWA γιατί δεν είχε πρόθεση να το πράξει, καθώς, ως εξήγησε, όταν ήταν ανήλικος, ο πατέρας του δεν τον ενέγραψε και όταν ενηλικιώθηκε και ξεκίνησε τις σπουδές του δεν σκέφτηκε να το πράξει. Ερωτηθείς αν τα αδέρφια του είχαν εγγραφεί στην UNRWA απάντησε πως δύο αδερφοί και δύο αδερφές απολάμβαναν την προστασία του οργανισμού, όπως πρόσβαση στο σχολείο και στα τρόφιμα. Όσον αφορά στους γονείς του προέβαλε ότι γεννήθηκαν στη Λωρίδα της Γάζας και δεν απολάμβαναν την προστασία της UNRWA και οι παππούδες ζούσαν στη Λωρίδα της Γάζας αλλά δεν γνωρίζει αν προέρχονταν από τις αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών του 1948 ή 1967. Κατά τη συνέντευξη διευκρίνισε ότι κατά την διάρκεια του διαλείμματος επικοινώνησε με τον αδερφό του και έμαθε ότι οι παππούδες του κατάγονταν από την πόλη Nalia των κατεχόμενων περιοχών και μετακόμισαν στην Γάζα αργότερα και ότι ουδέποτε αυτός ή άλλο μέλος της οικογένειάς του ζούσε σε κέντρο υποδοχής (καταυλισμό) στην Γάζα.

Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη Λωρίδα της Γάζας ο αιτητής ανέφερε πως αντιμετώπιζε προβλήματα με την οικογένεια της κοπέλας του, οι οποίοι δεν ενέκριναν την σχέση τους. Συγκεκριμένα, ο πατέρας της κοπέλας του ήταν αντίθετος σε αυτόν τον γάμο και τα αδέρφια της που ήταν και μέλη της  Χαμάς επιτίθονταν σ’ αυτόν και τον απειλούσαν ότι θα τον σκοτώσουν αν τον δουν ξανά.  Ερωτηθείς, αν συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους αιτήθηκε διεθνή προστασία, ανέφερε επίσης ότι στο σπίτι του ζει μαζί με τα εφτά αδέρφια του και είναι αρκετά μικρό. Σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του φοβάται αφενός ότι δεν θα μπορεί να μείνει στο σπίτι του γιατί ο πατέρας του το έχει υποθηκεύσει και αφετέρου ότι η οικογένεια της κοπέλας του θα τον αναζητήσει.

Ερωτώμενος σχετικά ο αιτητής ανέφερε ότι διατηρούσε σχέση με την κοπέλα του από το 2014 και ο λόγος που η οικογένειά της δεν ενέκρινε τον γάμο τους συνίστατο στο ότι σύμφωνα με την κουλτούρα τους σκόπευαν να την παντρέψουν με ένα μέλος των Χαμάς, που να διαθέτει ακίνητη περιουσία. Η 1η φορά που ο αδερφός της κοπέλας του επιτέθηκε ήταν το 2018 που αφού του επιτέθηκε σωματικά κατόπιν τον απείλησε με τη επίδειξη όπλου. Ερωτηθείς σχετικά με τον ρόλο του αδερφού αυτού εντός της Χαμάς, ο αιτητής ανέφερε πως εντάχθηκε το 2006, δεν ξέρει τη θέση που κατέχει, αλλά σίγουρα ανήκει στις στρατιωτικές τάξεις και φέρει όπλο. Ερωτηθείς, αν του συνέβη οποιοδήποτε άλλο περιστατικό απάντησε πως το 2019 η οικογένειά του πήγε να «ζητήσει το χέρι» της κοπέλας και οι γονείς της αρνήθηκαν και τον Αύγουστο του 2021 τον εντόπισαν σε εστιατόριο με την κοπέλα αυτή και κατάφερε να διαφύγει. Όπως περιγράφει, η κοπέλα υπέστη σωματική βία στο σπίτι της λόγω του ότι εξακολουθούσε να βγαίνει μαζί του και πληροφορήθηκε από κοινό γνωστό ότι ο αδερφός της θέλει να τον σκοτώσει. Τον ίδιο μήνα ο αδερφός της προσπάθησε να τον συναντήσει και στον χώρο εργασίας του, αλλά απουσίαζε. Εν συνεχεία, τον Σεπτέμβρη του 2021 ο αιτητής εγκατέλειψε για πρώτη φορά την χώρα του, όπου μετέβη στην Τουρκία και έπειτα από πέντε μήνες επέστρεψε στη Γάζα. Τότε προσπάθησε να «ζητήσει το χέρι» της κοπέλας του εκ νέου και απορρίφθηκε από τους γονείς της ξανά. Ισχυρίστηκε ότι στο διάστημα που ακολούθησε ο αδελφός της κοπέλας του τον αναζητούσε συχνά στην οικία του, ωστόσο χωρίς να εισέλθει στο σπίτι.

Ερωτηθείς αν τον αναζητούν και σήμερα, προέβαλε πως δεν έχει μάθει κάτι σχετικό από την κοπέλα του, με την οποία διατηρεί ακόμα επαφή, και πως σε κάθε περίπτωση βρίσκεται υπό την προστασία της ΕΕ. Αναφορικά με τη κατάσταση ασφαλείας στην Γάζα, ανέφερε ότι για να επιβιώσει κανείς πρέπει να ενταχθεί στους Χαμάς, κάτι που δεν επιθυμεί επειδή η τελευταίοι συνιστούν τρομοκρατική οργάνωση. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας ήταν επίσης δεινή και δεν του επέτρεπε να ακολουθήσει τα όνειρά του. Οι Χαμάς βρίσκονται σε διαρκή πόλεμο με το Ισραήλ και διενεργούνται καθημερινά εναέριες επιθέσεις, από τις οποίες το 2014 καταστράφηκε ολοσχερώς και το γειτονικό σπίτι από το δικό τους ενώ το δικό τους υπέστη ζημιές. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι κατά τα φοιτητικά του χρόνια μέλη της Χαμάς αποπειράθηκαν να τον εντάξουν στην ομάδα τους προσφέροντάς του οικονομικά προνόμια για να τον δελεάσουν. Λόγω της συνεχούς άρνησής να ενταχθεί ισχυρίστηκε ότι μια ημέρα περί το 2015 τον συνέλαβαν με ένα τζιπ για να του πουν χωρίς χρήση βίας ότι αργά ή γρήγορα θα υπέκυπτε και τον περίμεναν στην ομάδα τους.       

Η Υπηρεσία σχημάτισε 3 ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν 1ος αφορούσε τη ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά του στοιχεία, ο 2ος την αναφερθείσα εναντίωση της οικογένειας της κοπέλας του στον γάμο τους και τις απειλές θανάτου που έλαβε από τον αδερφό της και ο 3ος την κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του αιτητή.

Ο 1ος και 3ος ουσιώδης ισχυρισμός έγιναν αποδεκτοί, ενώ ο 2ος απορρίφθηκε.

Σε σχέση με τον 2ο ως άνω ισχυρισμό κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες για τη σχέση του με τη κοπέλα, τις προσπάθειες του να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση της οικογένειας της για το γάμο και τις απειλές που δέχθηκε από τον αδελφό της και το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έγιναν αυτά.

Επί της εξωτερικής αξιοπιστίας του 2ου ισχυρισμού εντοπίστηκε ότι η χαρακτηρισμένη ως τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς ασκεί de facto εξουσία και έχουν καταγραφεί πληθος παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διάφορους τομείς, μεταξύ των οποίων παράνομες ή αυθαίρετες δολοφονίες, βασανιστήρια, σκληρή, απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, αυθαίρετες συλλήψεις ή κρατήσεις, πολιτικοί κρατούμενοι, σοβαρά προβλήματα με την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, αυθαίρετη ή παράνομη παρέμβαση στο απόρρητο, σοβαροί περιορισμοί στην ελευθερία της έκφρασης, συμπεριλαμβανομένης της βίας, των απειλών για βία, των αυθαίρετων συλλήψεων ή διώξεων δημοσιογράφων, της λογοκρισίας και της ποινικοποίησης της συκοφαντίας, σοβαροί περιορισμοί στην ελευθερία του Διαδικτύου, ουσιαστική παρέμβαση στην ελευθερία του ειρηνικού συνέρχεσθαι και ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι, στην πολιτική συμμετοχή, σοβαρή διαφθορά, έλλειψη λογοδοσίας για βία λόγω φύλου, εγκλήματα, βία και απειλές βίας με κίνητρο τον αντισημιτισμό, παράνομη στρατολόγηση και χρήση παιδιών στρατιωτών και εγκλήματα που περιλαμβάνουν βία και απειλές κατά ατόμων ΛΟΑΤΚΙ.

Περαιτέρω εντοπίστηκαν εξωτερικές πηγές που επιβεβαιώνουν ότι στην Παλαιστίνη η επιλογή συζύγου είναι πράγματι θέμα που επαφίεται στην οικογένεια της γυναίκας, εντούτοις ο αιτητής δεν ήταν αρκούντως πειστικός και συγκεκριμένος για τον κίνδυνο που διατρέχει από την οικογένεια της κοπέλας του καθότι οι αναφορές του στα περιστατικά ήταν αποσπασματικές, ασαφείς και ατεκμηρίωτες. Παρά τούτο κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με τον χρόνο που άρχισε η αντιπαράθεση, την πρώτη συνάντηση με τον αδερφό της κοπέλας, τον ρόλο του τελευταίου στη Χαμάς και τις επιθέσεις και απειλές που δέχτηκε από το 2018 έως το 2021, περιοριζόμενος σε ορισμένα εξ αυτών και με τρόπο μη επαρκώς τεκμηριωμένο.

Στη βάση των ως άνω, παρότι διαθέσιμες πηγές συνάδουν με το αφήγημα του αιτητή, εντούτοις αυτό απορρίφθηκε αναφορικά με τον 2ο ισχυρισμό του λόγω ελλείψεως εσωτερικής συνοχής.

Ενόψει των ανωτέρω, στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών 1 και 3, η Υπηρεσία προέβη σε αξιολόγηση μελλοντικού κινδύνου, όπου, με παραπομπή σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για την κατάσταση ασφαλείας στην Γάζα της Παλαιστίνης (σ.σ. όλες αφορούν χρόνο πριν τα πρόσφατα γεγονότα Οκτωβρίου 2023 και τον εν εξελίξει πόλεμο), κρίθηκε πως υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής, κατά την επιστροφή του εκεί, να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

Προς τούτο αξιολογήθηκε ότι, σύμφωνα με πηγές στις 05/08/23, οι ισραηλινές αρχές χτύπησαν το σπίτι ενός ηγέτη της Ισλαμικής Τζιχάντ στη Γάζα χωρίς πρόκληση, πυροδοτώντας τριήμερες εχθροπραξίες. Η Ισλαμική Τζιχάντ εκτόξευσε αδιακρίτως πάνω από 1.100 ρουκέτες προς το Ισραήλ, μερικοί από τους οποίους εκτοξεύτηκαν εσφαλμένα και προσγειώθηκαν στη Γάζα. Οι ισραηλινές αρχές σφυροκόπησαν την πυκνοκατοικημένη Γάζα με εκρηκτικά όπλα με αποτελέσματα ευρείας περιοχής, πραγματοποιώντας 170 χτυπήματα, σύμφωνα με το Κέντρο Πληροφοριών και Τρομοκρατίας Meir Amit που εδρεύει στο Ισραήλ. Πέραν από τους νεκρούς και τους τραυματίες, η κλιμάκωση είχε ως αποτέλεσμα ζημιές σε 2.000 παλαιστινιακές κατοικίες. Μεταξύ 2 και 8 Αυγούστου, οι ισραηλινές αρχές σφράγισαν τα περάσματα προς τη Γάζα, εμποδίζοντας τους κατοίκους που χρειάζονται επείγουσα ιατρική περίθαλψη από το να λάβουν θεραπεία εκτός Γάζας. Η κίνηση απέτρεψε επίσης την είσοδο καυσίμων απαραίτητων για τη λειτουργία του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής, προκαλώντας τη διακοπή λειτουργίας.

Αξιολογώντας τα ως άνω η Υπηρεσία κατέληξε ότι σε περίπτωση επιστροφής στη Γάζα ο αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και ατομική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης βίας στα πλαίσια ένοπλης σύγκρουσης, όπως προβλέπεται στο αρ.19 (2) (γ) του Νόμου.

Στον αιτητή μεταφράστηκε το σημείωμα του γενικού εισαγγελέα και του δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρει οτιδήποτε επιθυμεί, αφότου του εξηγήθηκαν οι προϋποθέσεις που θέτει η οικεία νομοθεσία σε σχέση με την έγκριση αιτήσεων ως η παρούσα.

Κατά την ακρόαση λοιπόν της παρούσης ο αιτητής δεν πρόσθεσε κάτι περαιτέρω στα όσα στη συνέντευξη του ανέφερε, πλην του ότι πριν 2 ½ μήνες έχασε 2 αδελφές του.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για Γεν. Εισαγγελέα ανέφερε ότι η επίδικη απόφαση της Υπηρεσίας είναι νόμιμη και ορθή επί της ουσίας και εισηγήθηκε ότι η παρούσα αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί καθότι – ως ανέφερε - δεν αποκαλύπτονται πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας στην προσφυγή που έχει ήδη καταχωρήσει ο αιτητής.

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Ενόψει και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών κατά την εξέταση της αξιοπιστίας του αφηγήματος ενός αιτητή, εν προκειμένω θα διαφωνήσω, τουλάχιστον κατά την εκ πρώτης όψεως εξέταση στα πλαίσια της παρούσας, με την κατάληξη της Υπηρεσίας επί της εσωτερικής συνοχής και συνολικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του αιτητή επί του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού, καθότι θεωρώ πως ο αιτητής, παρόλο που σε σημεία δεν έδωσε ικανοποιητικές απαντήσεις και το αφήγημα του είχε εκ των πραγμάτων κενά, δεν ήταν τέτοια που να μπορεί αβίαστα να ειπωθεί ότι δεν έδωσε τις εύλογα αναμενόμενες αποκρίσεις στα σχετικά ερωτήματα, ως του υποβλήθηκαν. Τουναντίον ο αιτητής απάντησε θεωρώ με εύλογη ακρίβεια στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν και το αφήγημα διατηρεί χρονική συνέχεια. Περαιτέρω, δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί του, στο βαθμό που είναι τούτο εφικτό, τα όσα ανέφερε περί ενεργής εμπλοκής της οικογένειας της κοπέλας στην επιλογή του ατόμου που θα νυμφευθεί αλλά και της γενικής κατάστασης που επικρατεί στη περιοχή και τις αυθαιρεσίες των μελών της οργάνωσης Χαμάς, διατηρώ τις αμφιβολίες μου κατά πόσο η κατάληξη για απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού δικαιολογείται από τα ενώπιον της Υπηρεσίας στοιχεία.

Ανεξαρτήτως των ως άνω παρατηρώ ότι κατά την εξέταση των περιστάσεων και συνθηκών που επικρατούν στον τόπο διαμονής του αιτητή, στα πλαίσια αξιολόγησης της νομικής πτυχής των ενώπιον της Υπηρεσίας στοιχείων, στη βάση των αποδεκτών απ’ αυτήν ισχυρισμών, ουδεμία αναφορά ή αναζήτηση πληροφοριών έγινε για την κατάσταση σήμερα, δεδομένου της εν εξελίξει σύρραξης στην περιοχή. Ουδεμία δε αξιολόγηση ή υπαγωγή έγινε στα πλαίσια εξέτασης της επίδικης αίτησης αναφορικά με την πτυχή του προσφυγικού καθεστώτος.

Επί της σημερινής κατάστασης στην περιοχή ενδεικτικά σημειώνω ότι σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Υγείας της Γάζας, έχουν κατά τους τελευταίους 6 μήνες, κατά τους οποίους μαίνεται ο πόλεμος μεταξύ των ενόπλων δυνάμεων του Ισραήλ και της Χαμάς, σκοτωθεί περί τις 33.000 Παλαιστίνιοι, μεταξύ των οποίων, ως εκτιμάται, περί τις 13.000 παιδιά. Στη βόρεια Γάζα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μη κυβερνητικής οργάνωσης OXFAM, ο πληθυσμός ζει σε συνθήκες έντονου υποσιτισμού, αφού έχει πρόσβαση σε τροφή ίση με 12% της συνιστώμενης ημερήσιας πρόσληψης θερμίδων και έχει εκτοπιστεί το 80% του πληθυσμού (1.9 εκατομμύρια κατοίκων). Σύμφωνα με εκτιμήσεις της UNICEF περί τις 17.000 παιδιά είναι σήμερα χωρίς τους γονείς τους και περί τις 75.000 άτομα τραυματίστηκαν κατά τις συγκρούσεις. [1]

Πέραν των ως άνω, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο αιτητής, όπως και το σύνολο των Παλαιστινίων που ζουν στη Γάζα, παραμένουν μέχρι σήμερα ανιθαγενείς, αφού η περιοχή δεν απολαμβάνει πλήρη κυριαρχία, υπόκεινται σε διακρίσεις, όπως, μεταξύ άλλων, ο περιορισμός εισόδου και εξόδου από την περιοχή, ως και στις πληροφορίες που εντόπισε η Υπηρεσία καταγράφεται, ως και ανωτέρω αναφέρεται. Επιπροσθέτως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι, με τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων στην περιοχή, η δυνατότητα παροχής βοήθειας και απαραίτητων για διαβίωση από την UNRWA είναι κατ’ ελάχιστο ουσιωδώς μειωμένη και ίσως να έχει παύσει εντελώς. [2]

Δεν παραβλέπω ότι ο αιτητής δεν είναι εγγεγραμμένος στην UNRWA και συνεπώς δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω η πρόνοια του αρ.5 (1) (β) του Νόμου [αντίστοιχο αρ.12 (1) (α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ], που προνοεί για αυτοδίκαια υπαγωγή σε καθεστώτος πρόσφυγα ανιθαγενούς παλαιστινιακής καταγωγής, εγγεγραμμένου στην UNRWA, η παροχή βοήθειας από την οποία έχει παύσει για λόγους πέραν της βουλήσεως του, ως έχει ερμηνευθεί στην απόφαση ΔΕΕ C-364/11, El Kott, ECLI:EU:C:2012:826, ημ.19/12/12.

Όμως το γεγονός ότι ο αιτητής δεν είναι εγγεγραμμένος στην UNRWA δεν αναιρεί την υποχρέωση που έχει η Υπηρεσία για εξέταση της ανάγκης παροχής προσφυγικού καθεστώτος στη βάση του αρ.3-3Δ του Νόμου, με βάση τους αποδεκτούς ισχυρισμούς που είχαν ενώπιον τους. Αυτή η εξέταση και υπαγωγή των αποδεκτών πραγματικών περιστατικών που αφορούν τον αιτητή δεν φαίνεται να έγινε στα πλαίσια της επίδικης αίτησης αφού το μόνο που εντοπίζω στην επίδικη έκθεση είναι η κατ’ ουσία αυθαίρετη κατάληξη, χωρίς καμία αξιολόγηση των περιστάσεων που αφορούν την υπόθεση, της Υπηρεσίας ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει το αρ.3 του Νόμου. Στα πλαίσια δε της (ανύπαρκτης εν προκειμένω) υπαγωγής των ενώπιον τους στοιχείων ουδεμία πληροφορία αναζητήθηκε σε σχέση με την κατάσταση σήμερα στη περιοχή και τις επιπτώσεις στον τοπικό πληθυσμό, παρότι το ότι βρίσκεται εν εξελίξει αιματηρή σύρραξη αποτελεί πασίδηλο γεγονός. Η παράλειψη δε αυτή καθιστά άνευ ετέρου ακροσφαλή την όποια κατάληξη επί της επίδικης αιτήσεως.

Προχωρώ στη διατύπωση της κατάληξης μου αναφορικά με την ύπαρξη πραγματικών πιθανοτήτων επιτυχίας στη συνδεδεμένη με την παρούσα προσφυγή.

Σημειώνω βεβαίως ότι δεν είναι σκοπός της παρούσης η εκφορά καταληκτικής κρίσης τόσο επί της αξιοπιστίας όσο και επί των αναγκών διεθνούς προστασίας, η οποία παραμένει να αποφασιστεί από το Δικαστήριο που επιλήφθηκε της συνδεδεμένης με την παρούσα προσφυγής, χωρίς βεβαίως να αποκλείεται το ενδεχόμενο, η κατάληξη να είναι η ίδια με της Υπηρεσίας, μέσα όμως από μια εντελώς διαφορετική πορεία και αξιολόγηση των στοιχείων. Άλλωστε οι πιθανότητες επιτυχίας – προαπαιτούμενο για έγκριση αιτήσεως ως η παρούσα – πληρούνται οσάκις μπορεί να εντοπιστεί, μέσα από μια εκ πρώτης όψεως θεώρηση των στοιχείων και δεδομένων της υπόθεσης, σημείο εκ του οποίου τεκμηριώνεται απτή (tangible) πιθανότητα η συνδεδεμένη προσφυγή να επιτύχει, χωρίς βεβαίως να προδικάζεται το αποτέλεσμα της προσφυγής.

Εν προκειμένω λοιπόν είναι κατάληξη μου ότι θα άρμοζε θεωρώ η σε περισσότερο βάθος εξέταση των δεδομένων και στοιχείων ώστε να αξιολογηθούν πληρέστερα οι επίδικοι ισχυρισμοί και – κυρίως - να διακριβωθεί η σημερινή κατάσταση στη περιοχή διαμονής του, στα πλαίσια αξιολόγησης τυχών αναγκών διεθνούς προστασίας που εξ αυτής προκύπτουν.

Γι’ αυτό και θεωρώ ότι αντίθετη κατάληξη της παρούσας, θα εμπόδιζε τον αιτητή από του να έχει ουσιαστική πρόσβαση στη δικαιοσύνη και θα ήταν αντίθετη με την σχετική επιφύλαξη που θέτει ο νομοθέτης στο τέλος αρ.6Β (2) και 7 (1) (β) του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002.

Αναφορικά με την οικονομική κατάστασης του αιτητή και δυνατότητας να ανταπεξέλθει με ίδια μέσα στα έξοδα της διαδικασίας της προσφυγής, ενώπιον του Δικαστηρίου ο αιτητής απάντησε σε ερωτήσεις σχετικά με την κοινωνικοοικονομική του κατάσταση.

Εξ αυτών προκύπτει ότι ο αιτητής διαμένει με τον αδελφό του που βρίσκεται στη Δημοκρατία, ο οποίος τον διατρέφει, δεν έχει εισόδημα σήμερα, μετά τη διακοπή του επιδόματος €214 που ελάμβανε μέχρι την έκδοση της επίδικης απόφασης, δεν έχει άλλα εισοδήματα, κινητή ή ακίνητη περιουσία ή καταθέσεις.

Σημειώνεται ότι το κριτήριο δυνάμει του αρ.7 του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002 είναι κατά πόσο η οικονομική κατάσταση του εκάστοτε αιτητή επιτρέπει σ’ αυτόν να εξασφαλίσει - με ίδια μέσα - νομική αρωγή και όχι το κατά πόσον αυτός είναι άπορος (βλ. Ποιν. Έφεση αρ.255/2014, Αλέξης Αναστασίου ν. Αστυνομίας, ημ.28/11/14).

Είναι κατάληξη μου λοιπόν «[…] ότι η οικονομική κατάσταση του αιτητή  […] δεν του επιτρέπει να εξασφαλίσει νομική αρωγή, λαμβανομένων υπόψη των απολαβών του, πραγματικών και αναμενόμενων, οποιωνδήποτε άλλων εισοδημάτων, από εργασία ή άλλες πηγές, των εξόδων για τις βασικές ανάγκες του ιδίου και της οικογένειας του και άλλων υποχρεώσεων και αναγκών του […]» [αρ. 7 (1) (α) του Περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002 (165(I)/2002)]. Δια τούτο και θεωρώ ότι αντίθετη κατάληξη της παρούσας, θα εμπόδιζε τον αιτητή από του να έχει ουσιαστική πρόσβαση στη δικαιοσύνη και θα ήταν αντίθετη με την σχετική επιφύλαξη που θέτει ο νομοθέτης στο τέλος αρ.6Β (2) και 7 (1) (β) του περί Νομικής Αρωγής Νόμου του 2002.

Ως εκ τούτου εντέλλεται το Πρωτοκολλητείο όπως προχωρήσει στις νενομισμένες διαδικασίες για το διορισμό δικηγόρου σύμφωνα με τον Διαδικαστικό Κανονισμό και τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας. 

Τα έξοδα του μεταφραστή να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Israel’s war on Gaza – six relentless months of death and destruction | Israel War on Gaza News | Al Jazeera - https://www.aljazeera.com/news/2024/4/7/israels-war-on-gaza-six-relentless-months-of-death-and-destruction

[2] ECJ Advocate-General Opinion on Palestinian Refugees: A Step in the Right Direction | European Network on Statelessness - https://www.statelessness.eu/updates/news/ecj-advocate-general-opinion-palestinian-refugees-step-right-direction


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο