ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αρ.: 3770/2023

 

15 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2024

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με τάρθρο 146 του Συντάγματος

 Μεταξύ:

U.E.E. από τη Νιγηρία

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Μαρία Χριστοφορίδου (κα) για Δημήτριος Α. Παυλίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Αίγλη Κίτσιου (κα) Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δήλωση και/ή απόφαση και/ή διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 28/06/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 25/09/2023 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που βρίσκονται ενώπιόν μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και στις 25/11/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχόμενων εδαφών. Στη 01/06/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από  αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος στις 17/06/2023 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή. Στις 28/06/2023 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας  την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Την 25/09/2023 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή  επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή  αυθημερόν. Στις 12/10/2023 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ή οποιαδήποτε άλλη θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει εύλογη και κατάλληλη υπο τις περιστάσεις.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής, δια της δικηγόρου του, προβάλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση. Κατά τη Γραπτή αγόρευση , ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη χωρίς δέουσα έρευνα, υπό καθεστώς πλάνης και ότι είναι αναιτιολόγητη.

Η δικηγόρος των Καθ' ων η Αίτηση, με την αγόρευση της , υιοθέτησε την ένσταση και αντιτείνει ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. 

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, ημερομηνίας 11/01/2024 η συνήγορος του Αιτητή δήλωσε ότι υιοθετεί τα όσα προέβαλε με την Γραπτή Αγόρευση και η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση δήλωσε ότι υιοθετεί τα όσα επικαλέστηκε με την Ένσταση και τη Γραπτή της Αγόρευση.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Σχετική είναι και  η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4. «Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1. του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρό­τητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή του Νόμου και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κά­ποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγό­μενου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερσή του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις».

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Ο συνήγορος του Αιτητή γενικά και αόριστα παραθέτει τα νομικά σημεία στην αγόρευσή του και επικαλείται παραβιάσεις του  περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου ωστόσο ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης. Εκλείπει δε η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους λόγους ακύρωσης που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται. 

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν έγινε επαρκής ή δέουσα έρευνα κρίνω ότι δεν ευσταθεί και απορρίπτεται για τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω.

Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί  η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται κατά τη διενέργεια της έρευνας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97A.Ε.2371, Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσο το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου 2010).

Περαιτέρω, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. δεΔημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. THE REPUBLIC OF CYPRUS (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας  που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α., Αναθεωρητικές Εφέσεις 868 και 869, ημερομηνίας 13.12.90).».

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους. Ειδικότερα, στην αρχή της συνέντευξής του, ο Αιτητής, αφού ενημερώθηκε για τη διαδικασία και τα δικαιώματά του, επιβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση και ότι μπορεί να απαντήσει, ως επίσης ότι δεν έχει οποιεσδήποτε απορίες σχετικά με τη διαδικασία.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία τα οποία εμπεριέχονται στον διοικητικό φάκελο, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ενδελεχή εξέταση του αιτήματος του Αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας, καθώς και όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον του, ενώ εξάντλησε κατά τη συνέντευξη με τον Αιτητή όλες τις πτυχές των ισχυρισμών του και εν τέλει εκεί όπου θεώρησε σκόπιμο προέβη σε περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων μέσω έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι η απόφαση λήφθηκε υπό πλάνη, οι Καθ' ων αντιτάσσουν ότι η Υπηρεσία Ασύλου βασίστηκε σε όλα τα ουσιώδη γεγονότα όπως αυτά αναλύθηκαν και επεξηγήθηκαν από τον Αιτητή. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι Καθ' ων η αίτηση εξέτασαν ουσιαστικά την αίτηση του Αιτητή και όλα όσα είχε θέσει ο Αιτητής με τους ισχυρισμούς του και στάθμισαν και αξιολόγησαν πλήρως τα ενώπιον τους δεδομένα και ουδέποτε ενήργησαν υπό πλάνη.

Έχει νομολογηθεί ότι δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα όταν η Διοίκηση σταθμίζει και αξιολογεί στοιχεία και γεγονότα όπως αυτά τίθενται ενώπιον της προς κρίση. Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.  Όταν η πλάνη του αρμόδιου οργάνου έγκειται στην λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου, τότε η απόφαση του αρμόδιου οργάνου πάσχει διότι η πλάνη του αυτή οδήγησε σε εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου και κατά συνέπεια με αυτό τον τρόπο συντρέχει πλάνη περί το Νόμο.

Περαιτέρω θα πρέπει να αναφερθεί ότι  το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για ύπαρξη πλάνης το έχει ο Αιτητής (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267). Η υπό κρίση απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ήτοι της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν συνεκτίμησης των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων, στηριζόμενη στο ορθό νομικό υπόβαθρο όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω στην απόφαση μου. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί νομικής και πραγματικής πλάνης ή ότι η απόφαση λήφθηκε υπό πεπλανημένα κριτήρια απορρίπτεται.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του συνηγόρου του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, αυτός απορρίπτεται αφού η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης εμφαίνεται στο κείμενο της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση, το οποίο κοινοποιήθηκε στον Αιτητή, μαζί με την απορριπτική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται με λεπτομέρεια οι ισχυρισμοί του Αιτητή και αξιολογείται όλη η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και καταγράφονται εκτενώς οι λόγοι που οδήγησαν τους Καθ' ων η Αίτηση στην απόρριψη του αιτήματός του.

Όπως έχει διατυπωθεί και νομολογιακά, η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη ώστε να επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητάς τους, αλλά και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο σε ποια στοιχεία στηρίχθηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).  Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371 Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1998) 3 ΑΑΔ 270).»

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

Ειδικότερα, ο Αιτητής είναι ενήλικος υπήκοος Νιγηρίας. Υπέβαλλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 25/11/2021 και παρέλαβε βεβαίωση υποβολής της αίτησής του στις 26/11/2021. Κατά την υποβολή της αίτησής του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε πως κατάγεται από το χωριό Nnewi, της Τοπικής Διοικητικής Περιοχής Nnewi South, της Πολιτείας Anambra της Νιγηρίας είναι άγαμος, χριστιανός,  μιλά αγγλικά και Igbo.

 Ανέφερε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 10/10/2021 και αφίχθηκε στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές της Κύπρου κι έπειτα, εισήλθε παράνομα με αυτοκίνητο στις ελεγχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 27/10/2021.

 

Στην αίτησή του δήλωσε πως ήρθε στη Δημοκρατία για ασφάλεια και προστασία επειδή αντιμετώπιζε κάποιο σοβαρό ζήτημα με την οικογένειά του. Ο παππούς του Αιτητή από τη μεριά του πατέρα του, είχε νυμφευθεί δυο γυναίκες. Μετά τον θάνατό του, η οικογένειά του βρισκόταν σε διαρκή αναστάτωση λόγω τριών γεωτεμαχίων που άφησε ως κληρονομιά. Ο Αιτητής δήλωσε πως ο πατέρας του δολοφονήθηκε εξαιτίας τους κι ότι ο ίδιος επιχείρησε να πάρει εκδίκηση. Άρχισε τότε να λαμβάνει απειλητικά μηνύματα από  τους γιους της δεύτερης γυναίκας του παππού του , ότι θα τον δολοφονήσουν όπως έκαναν και με τον πατέρα του.

 

Στη συνέντευξή του δήλωσε πως κατάγεται από το χωριό Nnewi, της Τοπικής Διοικητικής Περιοχής Nnewi South, της Πολιτείας Anambra της Νιγηρίας είναι άγαμος, χριστιανός,  μιλά αγγλικά και Igbo, απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης  και ειδικότερα Πολιτικών Επιστημών,  ελεύθερος επαγγελματίας, ζούσε με την μητέρα του στην πόλη Nsugbe της Πολιτείας Anambra της Νιγηρίας , η οποία υπήρξε και ο τόπος συνήθους διαμονής του και μετέβη το 2020 στην πόλη Abuja της Νιγηρίας για να διαμείνει με τη θεία (αδερφή του πατέρα του) για περίοδο έξι μηνών, πριν εγκαταλείψει την χώρα.

 

Κατά τη διάρκεια της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής του επειδή φοβόταν για τη ζωή του λόγω δίωξης από τους θείους του. Σε μια πολυγαμική οικογένεια, σύμφωνα με τη φυλή του, όταν ο πατέρας πεθαίνει η κληρονομιά του θα δοθεί στον πρωτότοκο γιο του. Δήλωσε πως ο πατέρας του ήταν ο μοναδικός γιος κι ο πρωτότοκος γιος του παππού του και είχε τα πάντα υπό την επίβλεψή του, αλλά αργότερα τα πράγματα άλλαξαν εξαιτίας της δεύτερης συζύγου του παππού του, της οποίας οι γιοι ήθελαν να πάρουν όλη την περιουσία. Έτσι σχεδίασαν το θάνατο του πατέρα του, τον πυροβόλησαν κι από τότε που τους συνάντησε, φοβάται για τη ζωή του, ότι τα πράγματα δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι. Πριν εγκαταλείψει την χώρα του , οι αδελφές του πατέρα του, του είπαν να φύγει από τη Νιγηρία εξαιτίας αυτού που συνέβη στον πατέρα του ώστε να μη συμβεί και στον ίδιο τον Αιτητή. Σύμφωνα  με τον ίδιο, είναι ο μόνος επιζών, ο μόνος γιος του πατέρα του και το μόνο μέλος της οικογένειας που θα συνεχίσει το όνομα της. Στη συνέχεια της συνέντευξης δήλωσε πως δεν έχει στοιχεία ότι οι θείοι του δολοφόνησαν τον πατέρα του, αλλά η στάση που κράτησαν οι τελευταίοι μετά τον θάνατο του πατέρα του καθώς και όσα του μετέφεραν οι πατρικές του θείες και η μητέρα του, τον κάνει να υποπτεύεται ότι αυτοί βρίσκονται πίσω από τον θάνατό του. Επίσης πρόσθεσε ότι τον Μάρτιο του 2020 τσακώθηκε με τους θείους του που του ζήτησαν να μην πατήσει το πόδι του στην περιουσία του πατέρα του κι ο Αιτητής τους απάντησε ότι δεν ήταν παρών όταν απεβίωσε ο πατέρας του ή στην κηδεία του το 2015.

 

Στην εισήγηση του ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε  δυο ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, την περιοχή καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ο δεύτερος ισχυρισμός ότι αναχώρησε από τη Νιγηρία λόγω φόβου δίωξης από τους θείους του.

 

Ο πρώτος εξ' αυτών, ο οποίος αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή έγινε δεκτός, καθώς ο Αιτητής προσκόμισε πρωτότυπο έγγραφο διαβατηρίου με αριθμό B003ΧΧΧΧ το οποίο αποδεικνύει την εθνικότητα του και τον τόπο γέννησης του και οι δηλώσεις του διασταυρώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ενώ δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου. 

 

Ο δεύτερος ωστόσο ισχυρισμός του Αιτητή ότι αναχώρησε από τη Νιγηρία λόγω φόβου δίωξης από τους θείους του, δεν έγινε αποδεκτός.

Ο Αιτητής ανέφερε ότι έφυγε από την χώρα καταγωγής του γιατί ο πατέρας του ήταν ο μοναδικός γιος της οικογένειας. Δολοφονήθηκε το 2015 και οι θείες του, του είπαν ότι ο πατέρας του πριν πεθάνει ζήτησε να επιβιώσει ο γιος του. Σε μια πολυγαμική οικογένεια σύμφωνα με την παράδοση όταν ο πατέρας πεθάνει η κληρονομιά θα δοθεί στον πρώτο γιο της οικογένειας ,κι έτσι, ο πατέρας του Αιτητή ως ο πρωτότοκος και μοναδικός γιος του παππού του τα είχε όλα υπό την φροντίδα του, αλλά αργότερα τα πράγματα άλλαξαν εξαιτίας της δεύτερης συζύγου του παππού του, της οποίας οι γιοι ήθελαν να πάρουν όλη την περιουσία. Έτσι σχεδίασαν τον θάνατο του πατέρα του Αιτητή, τον πυροβόλησαν, κι όταν ο ίδιος ο Αιτητής τους συνάντησε φοβήθηκε για την ζωή του. Τα πράγματα που είδε δεν ήταν αυτά που θα έπρεπε. Πριν φύγει από την Νιγηρία οι θείες του , του είπαν να φύγει από την Νιγηρία λόγω αυτού που έγινε με τον πατέρα του για να μην συμβεί και στον ίδιο. Είναι ο μόνος επιζών, ο μόνος γιος του πατέρα του και το μόνο μέλος της οικογένειας που θα συνεχίσει το όνομα της.

 

Όσον αφορά τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης από τους θείους του, ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τον φόβο δίωξης του και οι ισχυρισμοί του είναι αβάσιμοι και δεν υπάρχει ευλογοφάνεια στα λεγάμενα του. Αναλυτικότερα, ερωτηθείς ο Αιτητή τί ήταν αυτό που φοβήθηκε στον  τρόπο συμπεριφοράς. Πρόσθεσε πως δεν είχε δει την οικογένειά του από τότε που ήταν δυο ετών, ζούσε με την μητέρα του και πήγε να συναντήσει τις θείες του το 2020. Οι θείες του, του είπαν να φύγει γιατί οι θείοι του θα προσπαθούσαν να τον δολοφονήσουν όπως έκαναν με τον πατέρα του. Ερωτηθείς εάν έχει αποδείξεις ότι οι θείοι του δολοφόνησαν τον πατέρα του απάντησε ότι δεν έχει αποδείξεις αλλά η μητέρα του και η θεία του, του το είπαν. Στην συνέχεια ο Αιτητής ρωτήθηκε πως γνώριζε η μητέρα του ότι οι θείοι του σκότωσαν τον πατέρα του από τη στιγμή που είχε χωρίσει από τον πατέρα του, αρκέστηκε να πει ότι ο πατέρα του πυροβολήθηκε. Η λειτουργός τον ξαναρώτησε πώς το γνώριζε η μητέρα του, από τη στιγμή που είχαν χωρίσει, απάντησε ότι η μητέρα του  υπέθεσε ότι ο πατέρας του δολοφονήθηκε λόγω των οικογενειακών θεμάτων. Ο Αιτητής ρωτήθηκε σε ποιου το όνομα είναι η περιουσία  απάντησε στο όνομα του πατέρα του. Στην συνέχεια ρωτήθηκε εάν είδε τα έγγραφα, απάντησε αρνητικά. Επίσης ανέφερε ότι τον Μάρτιο του 2020 τσακώθηκε με τους θείους του οι οποίοι του ζήτησαν να μην πατήσει το πόδι του στην περιουσία του πατέρα του κι ο Αιτητής τους απάντησε ότι δεν ήταν παρών όταν απεβίωσε ο πατέρας του ή στην κηδεία του το 2015.

Στη συνέχεια οι θείες του, του πρότειναν να φύγει από την χώρα για να μην δολοφονηθεί. Ο Αιτητής ρωτήθηκε αν μετά τον θάνατο του πατέρα του οι θείες του πήγαν στην αστυνομία για να βρουν τους δολοφόνους του πατέρα του, απάντησε ότι η αστυνομία δεν εντόπισε τους δολοφόνους και ότι  ο αστυνομικός πήρε χρήματα. Ερωτηθείς ο Αιτητής εάν προσπάθησαν οι θείοι του να τον βρουν μετά τον θάνατο του πατέρα του, απάντησε ότι δεν ενδιαφέρθηκαν. Ο Αιτητής ρωτήθηκε εάν ο ίδιος προσπάθησε να πάρει την περιουσία του πατέρα του και απάντησε ότι προσπάθησε με την θεία του. Ερωτηθείς εάν προσπάθησε να την πάρει μέσω δικηγόρου απάντησε ότι εκείνοι έχουν χρήματα. Η λειτουργός τον ρώτησε γιατί, εφόσον αυτοί έχουν χρήματα, δεν πήραν την περιουσία του πατέρα του  όλα αυτά τα χρόνια  στο όνομα τους ο Αιτητής  απάντησε ότι ο πατέρας του είναι μεταξύ των γερόντων του χωριού. Οταν του επισημάνθηκε  ότι ο πατέρας του απεβίωσε , ο Αιτητής απάντησε  ότι όσο ο πατέρας του ήταν εν ζωή, δεν μπορούσαν να πάρουν την περιουσία, γιατί ήταν ανάμεσα στους γέροντες του χωριού. Ερωτηθείς  ξανά πότε απεβίωσε ο πατέρας του  απάντησε το 2015.  Ερωτηθείς γιατί από το 2015 που απεβίωσε ο πατέρας του ,  δεν πήραν την περιουσία του πατέρα του εφόσον είχαν χρήματα και απάντησε (ασυνάρτητα) ότι ζούσαν εκεί και δεν μπορούσε ο ίδιος να πάει εκεί. Ο Αιτητής ρωτήθηκε ποιες θα είναι οι συνέπειες σε περίπτωση που επιστρέφει στην Νιγηρία απάντησε ότι δεν μπορεί να τους αντιμετωπίσει είναι περισσότεροι από εκείνον, ότι θα τον βρουν και θα τον δολοφονήσουν. Στη συνέχεια ρωτήθηκε γιατί μετά τον θάνατο του πατέρα του οι θείοι του δεν έκαναν κάτι εναντίον του, απάντησε ότι η μητέρα του τον έκρυβε από το ένα μέρος στο άλλο. Ωστόσο ο Αιτητής δεν ανέφερε στη διάρκεια της συνέντευξης του ότι μετακινούνταν. Ερωτηθείς  που έμενε ανάφερε ότι μετά τον χωρισμό των γονιών του έμενε στο χωριό Nsugbe.  Ερωτήθηκε ακόμα εάν συνέβη οτιδήποτε  εναντίον της μητέρας του, απάντησε αρνητικά.

Υπό το φως των πιο πάνω ο λειτουργός έκρινε πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει τον φόβο δίωξης του από τους θείους του και οι απαντήσεις του δεν είχαν συνοχή μεταξύ τους. Δεν ήταν σταθερός στις δηλώσεις του, και τα λεγόμενά του δεν είχαν την απαιτούμενη ευλογοφάνεια. Αναφέρθηκε σε ένα καυγά που είχε με τον θείο του τον Μάρτιο του 2020 αλλά ο ίδιος έφυγε από την χώρα του τον Οκτώβριο του 2021 δίχως να έχει γίνει οποιαδήποτε ενέργεια σε βάρος του. Επίσης δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι οι θείοι του δολοφόνησαν τον πατέρα του κάτι που παραδέχθηκε και ο ίδιος απλά η μητέρα του και η θεία του έκαναν κατά την κρίση του λειτουργού υποθέσεις.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία, ο λειτουργός έκρινε πως όσα ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξη αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι που να δικαιολογούν την οποιαδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Συνεκτιμώντας την αξιολόγηση τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή που αφορά φόβο δίωξης από τους θείους του και το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν έδωσε επαρκείς πληροφορίες για να στηρίξει τον φόβο δίωξης του, ο ανωτέρω ισχυρισμός του δεν έγινε αποδεκτός.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.  Ειδικότερα έλαβε υπόψη ότι πρόκειται για νεαρό άντρα (ημ. γέννησης 07/12/1992), ενήλικο, υγιή, ανεξάρτητο, μορφωμένο και πριν την αναχώρηση του από την χώρα καταγωγής του ζούσε και έχει σπουδάσει χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Επίσης δεν αντιμετωπίζει οποιαδήποτε μορφή ευαλωτότητας.

 

Αναφορικά με τον κίνδυνο που δύναται να προκύψει για τον Αιτητή εξαιτίας της γενικής κατάστασης ασφαλείας στην Πολιτεία Anambra, η οποία ήταν ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του κι όπου αναμένεται να επιστρέφει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, παρατηρήθηκε από τον λειτουργό ότι σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, γενικά για το μέσο πολίτη στην Πολιτεία Anambra της Νιγηρίας, δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος βλάβης που να εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 15γ του Qualification Directive.

 

Ο λειτουργός, λαμβάνοντας υπόψη πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφάλειας στην Πολιτεία Anambra, διαπίστωσε ότι δεν παρατηρούνται περιστατικά ασφάλειας κι ο βαθμός άσκησης αδιάκριτης βίας δεν φθάνει σε τόσο ψηλό επίπεδο έτσι ώστε να γίνει αποδεκτό ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι ο Αιτητής να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητάς του, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της εν λόγω περιοχής.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, και ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε προσφυγικό καθεστώς υπό την έννοια του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο  φόβο δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο, αφού οι συνδεόμενοι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν στο σύνολό τους. Ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο εκχώρησης προσφυγικού καθεστώτος στο πρόσωπό του απορρίφθηκε. Περαιτέρω καμία αναφορά δεν έκανε σχετικά με τις αρχές της χώρας του ήτοι ότι διατρέχει οποιοδήποτε κίνδυνο προερχόμενο από αυτές. 

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε, αρχικά, ότι βάσει του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε δεκτός, ήτοι η ταυτότητα και η καταγωγή του, δεν προκύπτουν λόγοι εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, πιθανολογείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια των Άρθρων 19 (2) (α) και (β), καθώς δεν έγινε δεκτός οποιοσδήποτε ισχυρισμός που θα δικαιολογούσε την υπαγωγή του στα ανωτέρω άρθρα.

Αναφορικά δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στο Άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο  αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, με βάση τον αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι την Πολιτεία Anambra της Νιγηρίας. Επί τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω αδιάκριτης βίας. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν  μπόρεσε να θεμελιώσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια του Άρθρου 19 (2) (γ) και συνεπώς το αίτημά του απορρίφθηκε και ως προς την πιθανότητα υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

Καταρχάς κρίνω ότι, ορθά ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διαπίστωσε και κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση, η οποία υιοθετήθηκε από τoν εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συγκεκριμένα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, αφού  δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου και προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ο Αιτητής προσκόμισε επίσημο ταυτοποιητικό έγγραφο από τη χώρα καταγωγής του (διαβατήριο).

Σε σχέση με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του επειδή φοβόταν δίωξη από τους θείους του, ορθά  κρίθηκε πως ο Αιτητής υπέπεσε σε ασάφειες, αοριστίες και έλλειψη επαρκών πληροφοριών, σε σχέση με την φερόμενη δίωξη του για τους λόγους που αναλύθηκαν εκτενώς στην προσβαλλόμενη.

 Βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος. Επίσης το Δικαστήριο εντόπισε μια ακόμη αντίφαση: Ο ισχυρισμός του Αιτητή ότι διέμεινε για περίοδο μόλις έξι μηνών με τις θείες του στην πρωτεύουσα Abuja της Νιγηρίας κι εν συνεχεία μετέβη στην Κύπρο, δεν ευσταθεί. Κι αυτό διότι σε δυο σημεία της συνέντευξής του αναφέρει ότι μετέβη από την πόλη Nsugbe όπου διέμενε μόνιμα μαζί με τη μητέρα του το 2020 στην πρωτεύουσα Abuja, σε έτερο όμως σημείο της συνέντευξής του , όπως και στην αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, αναφέρει ότι εγκατέλειψε την Νιγηρία τον Οκτώβριο του 2021, όπερ σημαίνει ότι διέμεινε στην πρωτεύουσα για περίοδο τουλάχιστον δέκα μέχρι και δεκαεννέα μηνών, αφού το επεισόδιο με τους θείους το οποίο αποτέλεσε την γενεσιουργό αιτία να εγκαταλείψει τον τόπο μόνιμης διαμονής του και να τον συμβουλεύσουν οι θείες του να φύγει από τη χώρα συνέβη τον Μάρτιο του 2020. Κατά το ως άνω διάστημα ουδένα κίνδυνο ή απειλή αντιμετώπισε. Άλλωστε ο ίδιος ο Αιτητής αποδέχεται στη συνέντευξη ότι από τον θάνατο του πατέρα του το έτος 2015 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2021, οι θείοι του δεν ενδιαφέρθηκαν να τον αναζητήσουν. Σε αντίθετη περίπτωση, αφενός θα είχε φροντίσει να εκδώσει διαβατήριο πολύ νωρίτερα από το 2021, έτος εκδόσεως του B00363231 διαβατηρίου του κι αφετέρου θα είχε φροντίσει τουλάχιστον να μην διαμένει στην Νsugbe όπου οι θείοι του, αν είχαν την διάθεση, θα μπορούσαν να τον εντοπίσουν πολύ εύκολα.

Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση σε  να παραθέσει σαφείς και λεπτομερείς περιγραφές και στην ουσία περιορίστηκε σε ένα αόριστο αφήγημα.

Βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή  και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).

Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει  να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".

Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.  Staats-secretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την Πολιτεία Anambra, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 24/03/2022 έως 24/03/2023, σημειώθηκαν στην πολιτεία Anambra 198 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 235 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 66 περιστατικά συνίσταντο σε μάχες (129 θάνατοι), 87 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (102 θάνατοι), 17 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (4 θάνατοι) και  28 περιστατικά συνίσταντο σε διαμαρτυρίες (κανένας θάνατος) ενώ κανένα περιστατικό εκρήξεων / απομακρυσμένης βίας δεν σημειώθηκε[1]. Σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις που έλαβαν χώρα το έτος 2022, ο συνολικός πληθυσμός της πολιτείας Anambra ανέρχεται σε 5.953.500 κατοίκους.[2]

Δεδομένου δε ότι ο πληθυσμός της Πολιτείας Anambra ανέρχεται στα 6 εκατομμύρια περίπου, καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην περιοχή συνήθους διαμονής του στην Πολιτεία Anambra της Νιγηρίας, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας νεαρής ηλικίας, υγιής, επαρκούς μορφωτικού επιπέδου, με  υποστηρικτικό δίκτυο στον τόπο γέννησης και συνήθους διαμονής του και ικανός προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στη Νιγηρία ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν.

Τέλος, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, καθόρισε με την Κ.Δ.Π. 166/2023 τη χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία) ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας .

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

 

 

              Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] ACLED, Dashboard, timeframe 24/03/2022 – 24/03/2023, Nigeria, Anambra State, available at: https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/04/2024)

[2] City Population, Nigeria, Anambra State, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 08/04/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο