ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 4154/2023

    05  Απριλίου, 2024

[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S.N.C.

Αιτητή

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Υπουργού Εσωτερικών Υπηρεσία Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Μ. Μαυρονικόλας (κος) για Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Α. Αναστασιάδη (κα) για Ε. Προκοπίου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 06/10/23 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη παράνομη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 11/01/22, ακολούθησε η συνέντευξη του στις 24/08/23, ακολούθησε έκθεση/εισήγηση ημερομηνίας 14/09/23 και εκδόθηκε απόφαση απόρριψης της αίτησης ασύλου στις 20/09/23, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο δικηγόρος του Αιτητή υιοθέτησε τα όσα προβλήθηκαν κατά την συνέντευξη του στην Υπηρεσία Ασύλου και διατείνεται ότι η έρευνα της αρμόδιας αρχής ήταν μη επαρκής και μη δέουσα και ελήφθη υπό πλάνη και υπό πλανημένα κριτήρια. Ανέφερε ότι ο Αιτητής είναι εκτός της χώρας καταγωγής του για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθίσταται επισφαλής η επιστροφή του λόγω της τρίχρονης απουσίας του και του ιδιαίτερου προφίλ του. Επίσης, είναι ισχυρισμός του ότι οι ερωτήσεις του λειτουργού για αριθμό ζητημάτων ήτο συγκεχυμένες, καθοδηγητικές και/ή μη εξατομικευμένες με αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε μη ασφαλή συμπεράσματα αναφορικά με το αίτημα του Αιτητή. Οι δε δομικές και ουσιώδεις παραλείψεις του λειτουργού κατά την συνέντευξη θα πρέπει να οδηγήσουν σε ακύρωση της απόφασης και παραπομπής της σε επανεξέταση από την αρμόδια αρχή. Παραπέμποντας σε διαφορές πηγές πληροφόρησης υποστηρίζει ότι ο Αιτητής αντιμετωπίζει διάφορους κινδύνους κατά την επιστροφή του στην χώρα καταγωγής με αποτέλεσμα να δικαιούται καθεστώς πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

Υποστηρίζει ότι ο Αιτητής είναι Χριστιανός ως προς το θρήσκευμα και πως λόγω των κτηματικών διαφορών με τον θείο του κινδυνεύει στην χώρα του.

 

Οι Καθ' ων η Αίτηση υιοθέτησαν το περιεχόμενο της Ένστασης τους και υποστήριξαν ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να θεμελιώσει το αίτημα του, δεν έχει αντιμετωπίσει οποιαδήποτε προσωπική δίωξη και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί μετά από δέουσα έρευνα. Ο Αιτητής, τόνισαν, δεν εμπίπτει στο καθεστώς πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας, προέρχεται δε από ασφαλή χώρα.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Οι ισχυρισμοί του Αιτητή που προβάλλονται μέσω του συνηγόρου του στο δικόγραφο της προσφυγής του δεν αναπτύσσονται επαρκώς στην Γραπτή του Αγόρευση, ένα μεγάλο μέρος αυτών περιορίζονται μόνο στην επανάληψη νομικών ισχυρισμών με σχετικές παραπομπές χωρίς να γίνεται υπαγωγή τους σε πραγματικά γεγονότα και νομικά δεδομένα με αποτέλεσμα να καθίστανται ανεπαρκούς αιτιολόγησης. Απλή επίκληση παραβίασης Νόμων και γενικών αρχών που εφαρμόζονται στο προσφυγικό δίκαιο, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Η αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια ή γενικές αναφορές αναπόφευκτα επηρεάζουν τη νομική τους βάση με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται, διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), και των λεχθέντων στη  Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, επίσης - Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599, Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924).

 

Ανεξάρτητα, της πιο πάνω διαπίστωσης αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρώ σε αξιολόγηση των λόγων ακύρωσης που καλύπτονται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς του δικογράφου της προσφυγής και πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης. Οι λόγοι αυτοί συναρτώνται άμεσα με ζητήματα ουσίας του αιτήματος του Αιτητή και με ισχυρισμούς που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας, μη εξατομικευμένης αξιολόγησης της περίπτωσης του, καθώς και λόγων που αφορούν αιτιολογία και πλάνη της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Με την αίτηση ασύλου του ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή ήταν αρχηγός μιας τοπικής ομάδας, η οποία κήρυττε την χριστιανική θρησκεία και βοήθησε στο να την ασπασθούν αρκετά άτομα, καταστρέφοντας παράλληλα ειδωλολατρικά σύμβολα. Ως εκ τούτου, όπως δήλωσε, άτομα που πίστευαν στην ειδωλολατρία, έκαψαν την εκκλησία τους και ο ίδιος δέχθηκε αρκετές φορές απειλές κατά της ζωής του, με αποτέλεσμα να διαφύγει από τη χώρα με τη βοήθεια πιστών της ομάδας του (ερυθρό 1 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ»).

 

Κατά το στάδιο της συνέντευξης, δήλωσε ότι κατάγεται από την πόλη Umudioka της πολιτείας Anambra όπου μεγάλωσε και κατά το έτος 2012, μετέβη στην πολιτεία Abia για σκοπούς φοίτησης, λαμβάνοντας πτυχίο λογιστικής το 2016 (ερυθρό 38/2Χ ΔΦ). Δήλωσε ότι πριν την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του, διέμενε στην πόλη Ihiala (ερυθρό 37/4Χ ΔΦ). Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ανέφερε ότι είναι νυμφευμένος και έχει τέσσερα τέκνα, εκ των οποίων η ενήλικη κόρη του είναι φοιτήτρια και διαμένει με την μητέρα του Αιτητή στην πολιτεία Anambra, ενώ η σύζυγος και τα τρία έτερα ανήλικα τέκνα του διαμένουν στην πόλη Ihiala της ίδιας πολιτείας (ερυθρό 38/4Χ ΔΦ). Δήλωσε επίσης ότι έχει έναν αδερφό ο οποίος διαμένει στην πολιτεία River και ότι διατηρεί επικοινωνία με όλα τα ανωτέρω μέλη της οικογένειάς του (ερυθρό 37/1Χ , 2Χ ΔΦ). Ισχυρίστηκε, ότι εργαζόταν ως ιεροκήρυκας κατά τα έτη 2015 έως 2019, ενώ το 2019 δημιούργησε μια ομάδα που παρείχε οικονομική υποστήριξη σε παιδιά που βρίσκονταν εκτός του εκπαιδευτικού συστήματος, πληρώνοντάς τους τα δίδακτρα με χρήματα που εξασφάλιζαν από δωρεές (ερυθρό 29 ΔΦ).

 

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, ανέφερε κατά την ελεύθερη αφήγησή του ότι στοχοποιήθηκε από άτομα που υποστήριζαν την ανεξαρτησία της Biafra και τις παραδοσιακές δοξασίες λόγω της ενασχόλησής του, ως χειροτονημένος ιερέας, με τη διάδοση του χριστιανισμού (ερυθρό 36/2Χ ΔΦ). Περαιτέρω, υποστήριξε ότι περί τον Απρίλιο του 2021, άτομα αυτής της ομάδας τον απήγαγαν και τον κρατούσαν σε ομηρία για δύο εβδομάδες, οπότε και τον απελευθέρωσαν μετά από διαπραγματεύσεις στις οποίες προέβησαν φιλικά πρόσωπα του Αιτητή (ερυθρό 36/2Χ ΔΦ). Ερωτηθείς ως προς τις πιθανές συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής του, υποστήριξε ότι θα αντιμετωπίσει οικονομικές δυσκολίες καθώς πλέον δε διαθέτει τίποτα λόγω του ότι πώλησε όλη την ιδιοκτησία του ώστε να είναι σε θέση να πραγματοποιήσει το ταξίδι εκτός της χώρας (ερυθρό 35/1Χ ΔΦ). Πρόσθεσε δε, ότι η ομάδα που τον στοχοποίησε έχει δίκτυο και ίσως τον σκοτώσουν σε περίπτωση επιστροφής του (ερυθρό 35/1Χ ΔΦ).

 

Με βάση το περιεχόμενο της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού, έγιναν αποδεκτά τα προσωπικά του στοιχεία (ερυθρά 59 – 51 ΔΦ). Απορρίφθηκε, όμως, ο ισχυρισμός του περί απαγωγής του τον Απρίλιο του 2021 από άγνωστους ενόπλους λόγω του ότι κήρυττε τη χριστιανική θρησκεία. Οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν γενικές, χωρίς λεπτομέρειες και αντιφατικές, ενώ παράλληλα τονίστηκε ότι δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς πληροφορίες σε σχέση με τα περιστατικά που τον οδήγησαν στο να φύγει οριστικά από τη χώρα καταγωγής του. Ειδικότερα, επισημάνθηκε από τον λειτουργό πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς τον τρόπο και τις συνθήκες της απαγωγής του, παρότι τέθηκε σε αυτόν επαρκής αριθμός διευκρινιστικών ερωτήσεων, ενώ υπήρξε αντιφατικός ως προς την τοποθεσία στην οποία κρατείτο (ερυθρό 55 ΔΦ). Ο λειτουργός επισημαίνει ιδίως πως ο Αιτητής δεν κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει την ουσία του αιτήματός του καθώς από τις δηλώσεις και τις απαντήσεις του δεν προέκυψε αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απαγωγής του από άγνωστους ενόπλους και της ενασχόλησής του με τη διάδοση του χριστιανισμού (ερυθρό 55 ΔΦ). Σοβαρή αντίφαση και έλλειψη ευλογοφάνειας εντοπίζει ο λειτουργός και ως προς τις δηλώσεις του Αιτητή ότι απήχθη το 2021, παρότι ισχυρίσθηκε ότι είχε σταματήσει τις δραστηριότητές του ως ιεροκήρυκας το 2019. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, ο λειτουργός παραπέμπει σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης οι οποίες αναιρούν τον ισχυρισμό του περί βομβαρδισμού του τοπικού αστυνομικού τμήματος κατά τον χρόνο που δήλωσε ο Αιτητής. Παρότι οι πηγές επιβεβαιώνουν την ύπαρξη περιστατικών απαγωγής από άγνωστους ενόπλους, η μη τεκμηρίωση της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού, οδηγεί στην απόρριψή του στο σύνολό του.

 

Κατά την αξιολόγηση του κινδύνου που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής, στη βάση του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού του, ο λειτουργός σημειώνει πως η πολιτεία από την οποία κατάγεται και στην οποία διέμενε ο Αιτητής, δεν επηρεάζεται από περιστατικά ασφαλείας που θα τον εξέθεταν σε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης (ερυθρά 53-52 ΔΦ).

 

Το Δικαστήριο αφού διεξήλθε των λεπτομερειών της συνέντευξης διαπιστώνει, όπως και η εισήγηση του λειτουργού, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός που πρόβαλε ο Αιτητής για εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής του. Δεν ήταν σε θέση να προσφέρει λεπτομερή περιγραφή των όσων του είχαν συμβεί, υπήρχαν ασάφειες και δεν μπορούσε να δώσει επαρκείς απαντήσεις. Το αφήγημα του ήτο γενικά μη ευλογοφανές. Οι ισχυριζόμενες συνθήκες δίωξης του, οι περιγραφές των πρωταγωνιστών του αφηγήματος του, οι ελλιπείς πληροφορίες και λεπτομέρειες, η μη ύπαρξη βιωματικών στοιχείων και οι δηλώσεις του περί της κατ’ ισχυρισμόν απαγωγής του λόγω της δράσης του ως ιεροκήρυκας, οι οποίες εν τέλει αποτελούν προσωπικές εικασίες του Αιτητή και δεν στηρίζονται στο οποιοδήποτε αντικειμενικό δεδομένο, αποδυναμώνουν σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας των ισχυρισμών του στο σύνολό τους (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, Ν.6(Ι)/2000, βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11). Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο αιτών θα πρέπει:

 

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»

 

Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του Αιτητή (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Στη βάση των γεγονότων της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του, δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ορθά κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν ανήκει αυτός ή μέλος της οικογενείας του σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του, ενώ σε περίπτωση επιστροφής του δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας του και δεν έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται, ούτε έχει κακοποιηθεί ή διωχθεί. Επομένως, η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι ορθή και στα πλαίσια του Νόμου καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις του Αιτητή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Ούτε η περίπτωση του Αιτητή εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής σε αυτόν καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. Ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο ο Αιτητής θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[1] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται ότι στην πολιτεία από την οποία κατάγεται και στην οποία διέμενε ο Αιτητής, παρατηρείται περιορισμένος αριθμός περιστατικών ασφαλείας, τα οποία δεν αποτελούν συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Σημειώνεται ότι, ο ίδιος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης του ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα του, ενώ από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου επιβεβαιώνεται ότι παρόλο που στην περιοχή του Αιτητή λαμβάνουν χώρα κάποια περιστατικά ασφαλείας, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών είναι χαμηλός. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία της ιστοσελίδας ACLED αναφορικά με ολόκληρη την πολιτεία Anambra εντοπίστηκαν για το διάστημα 29/03/23 – 29/03/24 συνολικά 122 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 101 θάνατοι. Από τα ανωτέρω περιστατικά, τα 37 χαρακτηρίστηκαν ως μάχες (54 θάνατοι), 38 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (38 θάνατοι), 8 εξεγέρσεις (7 θάνατοι) και 39 εξεγέρσεις (2 θάνατοι). Συγκεκριμένα ως προς τον τόπο διαμονής του Αιτητή, την πόλη Ihiala, καταγράφηκαν τα δύο εκ των ανωτέρω περιστατικά μαχών κατά τις οποίες οι ένοπλες δυνάμεις της Νιγηρίας απώθησαν μαχητές της IPOB, καθώς και ένα μη θανατηφόρο περιστατικό που καταγράφηκε ως εξέγερση, το οποίο ωστόσο η αστυνομία διαλεύκανε μετέπειτα ως δολοφονία.[2] Παράλληλα, ο Αιτητής είναι ένας άντρας νεαρός σε ηλικία, υψηλού μορφωτικού επιπέδου, ικανός για εργασία και για εξασφάλιση των προς το ζην και χωρίς κάποιο πρόβλημα υγείας και χωρίς κάποια ευαλωτότητα που να αύξανε το ρίσκο του συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό της περιοχής. Με βάση τον χαμηλό αριθμό περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή συνήθους διαμονής του Αιτητή σε συνδυασμό με τις προσωπικές του περιστάσεις, συνάγεται με ασφάλεια το συμπέρασμα ότι δε θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως.

 

Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του δικηγόρου του Αιτητή υπάρχει εκτενής αξιολόγηση όλων των συναφών στοιχείων του αιτήματος του Αιτητή από τον λειτουργό στο μέρος της έκθεσης/εισήγησης και/ή αξιολόγησης κινδύνου επιστροφής. Έγινε επαρκής παράθεση πληροφοριών αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Νιγηρία και δεν είχε παρατηρηθεί τότε (ούτε τώρα) εσωτερική ή διεθνής ένοπλη σύρραξη. Ούτε λόγω του προφίλ του προέκυψε από τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης κάποιο χαρακτηριστικό που να αυξάνει το ρίσκο κατά την επιστροφή του. Καμία δε προσπάθεια έγινε κατά την διαδικασία στο Δικαστήριο ενίσχυσης του αιτήματος του Αιτητή και περιορίστηκε ο δικηγόρος του μόνο στα όσα έχουν λεχθεί κατά την συνέντευξη τα οποία οδήγησαν στο συμπέρασμα τόσο εσωτερικής όσο και εξωτερικής αναξιοπιστίας του (ερυθρό 56-54 ΔΦ). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, αποτελεί καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί σε συνεργασία με τον αιτούντα τα συναφή στοιχεία της αίτησής του και/ή ότι αυτή η ευθύνη μοιράζεται μεταξύ του λειτουργού και του αιτούντα[3], αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωση του αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης του, ήτοι δηλώσεις/έγγραφα που έχει στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία και/ή ότι εναπόκειται πρώτα στον ίδιο τον αιτούντα να έχει καταβάλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την αίτησή του[4]. Αυτά τα δεδομένα δεν ικανοποιούνται από την συμπεριφορά που υπέδειξε ο Αιτητής.

 

Απορρίπτονται και οι ισχυρισμοί για μη ολοκληρωμένη και/ή εξατομικευμένη έρευνα μέσω επαρκών ερωτήσεων από το λειτουργό κατά την συνέντευξη. Η διαδικασία εξέτασης της αίτησης ασύλου του Αιτητή διενεργήθηκε σε πλήρη σύμπνοια με τις διατάξεις του Άρθρου 13 & 13Α περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), αλλά και με βάση τα κριτήρια και/ή προϋποθέσεις που τηρούνται κατά την εξέταση αίτησης ασύλου. Ο Αιτητής ενημερώθηκε πλήρως από τον λειτουργό για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του και κατά τη συνέντευξη του έγιναν επαρκείς ερωτήσεις για να περιγράψει τους λόγους που υπέβαλε αίτημα ασύλου όπως επίσης και άλλα ζητήματα που αφορούν τις προσωπικές του περιστάσεις. Μετά το πέρας της συνέντευξης ο λειτουργός και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης όπως επίσης στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του. Επομένως, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Διενεργήθηκαν εκτενείς ερωτήσεις, τόσο κλειστού όσο και ανοικτού τύπου όπως επίσης και διευκρινιστικές για να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να τοποθετηθεί στα βιώματα και τις εμπειρίες του, ωστόσο, δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με τις απαντήσεις του επαρκώς το αίτημα του.

 

Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας. Λαμβάνεται δε υπόψη ότι με την Κ.Δ.Π.166/2023 ημερ. 26/05/23 καθορίστηκε η χώρα καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας και δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με οποιοδήποτε τρόπο ότι η χώρα του δεν είναι ασφαλής ειδικά για την περίπτωση του.

 

Για όλους του πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                         Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[2] ACLED dashboard, Nigeria, Anambra,29/03/2023-29/03/2024, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[3] Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011 , σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση)

[4] Άρθρο 16 & 18 του περί περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο