ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αρ.: 4240/23

 

17 Απριλίου 2024

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με τάρθρο146 του Συντάγματος

 Μεταξύ:

                                   C.S.U.  από τη Νιγηρία

 

Αιτητής

-και-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ μέσω του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

Π. Μπενέτης (κος) και Μ. Μαυρονικόλας (κος) για Αλ Ταχέρ, Μπενέτη & Συνεργάτες, Δικηγόροι για τον Αιτητή.

Α. Αναστασιάδη (κα) για Μ. Παραδεισιώτη (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

  

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 19/09/23, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 12/10/23 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.Περαιτέρω αιτείται να του παρασχεθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που βρίσκονται ενώπιον μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και στις 18/11/22 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία. Στις 01/09/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από  αρμόδιο λειτουργό του European Union Agency for Asylum (EUAA), ο οποίος υπέβαλε  Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στις 12/09/2023 και εισηγήθηκε  την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή. Στις 19/09/2023 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας  την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του με αναστολή είτε μέχρι την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για καταχώριση προσφυγής είτε μέχρι την έκδοση πρωτόδικης απόφασης. Στις 12/10/2023 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή  επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή  αυθημερόν. Ο Αιτητής καταχώρησε στις 10/11/2023 την παρούσα προσφυγή μέσω νομικού αντιπροσώπου.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής, δια των συνηγόρων του, προβάλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση.

Εν προκειμένω, οι συνήγοροι του Αιτητή προχώρησαν σε καταχώρηση της Γραπτής τους Αγόρευσης ενώ είχε παρέλθει η προθεσμία, η οποία είχε τεθεί από το παρόν Δικαστήριο με ρήτρα απόρριψης, και ως εκ τούτου κατά την ημέρα των διευκρινήσεων, ήτοι στις 09/02/2024, το Δικαστήριο δεν έκανε δεκτή την ως άνω καταχώρηση και κάλεσε τους συνηγόρους του Αιτητή να αγορεύσουν προφορικά. Συγκεκριμένα, από τον ευπαίδευτο συνήγορο, ο οποίος προέβη στην προφορική αγόρευση, προβλήθηκε ότι ο Αιτητής είναι Χριστιανός και λόγω αυτού διώκεται από τη χώρα του. Στη συνέχεια ανέφερε πως ο Αιτητής απαίτησε από την κοινότητα, μετά το θάνατο του πατέρα του, να αφαιρεθεί ο θρησκευτικός βωμός, για τον οποίο ήταν υπεύθυνος ο πατέρας του ως μέλος της κοινότητας Oha. Ακολούθως, ανέφερε ότι ο Αιτητής μετά από εντολή του πάστορά του έκαψε τον εν λόγω βωμό και για αυτό το λόγο εν τέλει διώκεται από την κοινότητα δεχόμενος απειλές από για τη ζωή του. Τέλος, ανέφερε ότι από έρευνα που διεξήγαγε ο ίδιος, σε διάφορες περιοχές της Νιγηρίας υφίστανται συνθήκες ενόπλων συγκρούσεων. Ο ευπαίδευτος συνήγορος που προέβη στην προφορική αγόρευση ως ανωτέρω δεν προώθησε κανένα νομικό λόγο ακύρωσης της επίδικης απόφασης.

Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω η δικηγόρος των Καθ' ων η Αίτηση προχώρησαν σε προφορική αγόρευση Συγκεκριμένα, υιοθετησε το περιεχόμενο της ένστασής τους και επισήμανε πως ο Αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος όσον αφορά το τον ισχυρισμό του ότι διώκεται από την κοινότητα για τους λόγους που προβάλλει και πως ακόμη κι αν κρίνονταν αξιόπιστος ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν εμπίπτει στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Επίσης, προβάλλει  οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε  έρευνα αναφορικά με τον τόπος διαμονής του Αιτητή, ήτοι το Imo State, και ορθά  ο λειτουργός αποφάνθηκε ότι ο Αιτητής δεν εμπίπτει στο καθεστώς διεθνούς προστασίας . Τέλος, σημειώνει πως η Νιγηρία συγκαταλέγεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς θα πρέπει να τονιστεί ότι τα νομικά σημεία που εγείρονται στην αίτηση ακύρωσης της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης από τους συνήγορους του Αιτητή εγείρονται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακυρώσεως της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται και εξειδικεύονται πλήρως.

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης συγκεκριμένων νόμων και Γενικών Διοικητικών Αρχών  χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή.» Επομένως, συμφωνώ με τη θέση των Καθ' ων η αίτηση ως προς τούτο.

Επίσης έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στο πλαίσιο των αγορεύσεων. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636:

«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία.»

Σχετική είναι και η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995,  σελ. 4.

«Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1. του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρό­τητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή του Νόμου και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κά­ποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγό­μενου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερσή του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις».

Επιπλέον, οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής. Ως εκ τούτου, όλοι οι λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση θεωρούνται νομολογιακά εγκατελειφθέντες και δεν δύνανται να τύχουν εξέτασης από το δικαστήριο. Εν προκειμένω και ενώ οι συνήγοροι του Αιτητή αγόρευσαν προφορικά δεν προέβαλαν κανένα νομικό λόγο ακύρωσης. Επομένως, το παρόν Δικαστήριο και στα πλαίσια της δικαιοδοσίας της οποίας αντλεί από το νόμο θα προχωρήσει μόνο στην επί της ουσίας εξέταση της υπόθεσης.

 

Στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90).

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

Ειδικότερα, ο Αιτητής είναι ενήλικος, υπήκοος Νιγηρίας. Κατά την υποβολή της αίτησής του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε πως o λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του είναι διότι έκαψε το ιερό της κοινότητάς του, το οποίο υπηρετούσε ο πατέρας του και μετά το θάνατό του η κοινότητα προσέγγισε την οικογένειά του ώστε να τον διαδεχθεί ωστόσο η ανταπόκριση ήταν αρνητική και ως αποτέλεσμα ο Αιτητής αποφάσισε να το κάψει (ερυθρό 1 του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του στις 03/10/2022 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 25/10/2022 με αυτοκίνητο (ερυθρό 33 του διοικητικού φακέλου). Γεννήθηκε στο χωριό Owerri της πολιτείας Imo όπου διέμενε όλη του τη ζωή έως ότου αναχωρήσει από τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 34 του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με την εκπαίδευσή του δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 2003 και ομιλεί Igbo και αγγλικά (ερυθρό 35 του διοικητικού φακέλου). Στη χώρα του ισχυρίστηκε ότι εργαζόταν ως αγρότης από το 2003 έως την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 34 του διοικητικού φακέλου). Όσον αφορά την οικογένειά του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι είναι άγαμος και άτεκνος, οι γονείς του απεβίωσαν λόγω ασθενειών το 2007 και το 2023 και ότι έχει πέντε αδερφούς και μία αδερφή, οι οποίοι εξακολουθούν να διαμένουν στη Νιγηρία και δεν έχει επικοινωνία μαζί τους (ερυθρό 35 του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με τους λόγους που εγκατέλειψε τη Νιγηρία, ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της ελεύθερης αφήγησής του ότι το 2008, ένα χρόνο αφότου απεβίωσε ο πατέρας του και ο οποίος είχε υπό την επίβλεψή του το ιερό οι συγγενείς της κοινότητας αρνούνταν να παραλάβουν τα υπάρχοντά τους από το συγκρότημα του πατέρα του. Δέκα χρόνια αργότερα ενόχλησαν ξανά τα εν λόγω πρόσωπα της κοινότητας ώστε να παραλάβουν ό,τι τους άνηκε ωστόσο δεν τα παρέλαβαν παρά το ότι είχαν αναφέρει πως θα τα παραλάβουν μετά από τέσσερις ημέρες. Το 2018, επίσης, έμαθαν ότι ο άνδρας ο οποίος επρόκειτο να αντικαταστήσει τον πατέρα του είχε αρνηθεί τη θέση με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μία διαμάχη μεταξύ της οικογένειας του Αιτητή και της κοινότητάς. Ως εκ των άνω ζήτησαν βοήθεια από το βασιλιά της περιοχής ωστόσο δεν συνέβη κάτι. Ακολούθως, τον Ιανουάριο του 2022 προειδοποίησαν την κοινότητα πως αν δεν παραλάβει τα υπάρχοντά της θα τα κάψουν, όπως και έκανε ο Αιτητής μετά από συνεννόηση με τον πάστορα και στη συνέχεια αναχώρησε για την Abuja καθότι η κοινότητα είχε μάθει ότι ο Αιτητής ήταν υπεύθυνος για τη φωτιά. Ο πάστορας του Αιτητή τον συμβούλευσε να αναχωρήσει από τη χώρα καταγωγής του και μέσω ενός φίλου του πληροφορήθηκε για την δυνατότητα να μεταβεί στην Κύπρο (ερυθρό 32 του διοικητικού φακέλου).

 

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού ο Αιτητής δήλωσε πως δε συνέβη οτιδήποτε περαιτέρω όσων είχε αναφέρει στην ελεύθερη αφήγησή του και πως στις 25/10/2022, ημερομηνία αναχώρησής του, δεν είχε συμβεί τίποτε συγκεκριμένο (ερυθρό 32 του διοικητικού φακέλου). Σε περίπτωση επιστροφή του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του ο ίδιος θεωρεί ότι θα τον σκοτώσουν καθότι η πράξη του Αιτητή θεωρείται σύμφωνα με την παράδοσή τους ιεροσυλία (ερυθρό 31-32 του διοικητικού φακέλου).

 

Εν συνεχεία, ο αρμόδιος λειτουργός κάλεσε τον Αιτητή να δώσει λεπτομέρειες αναφορικά με τη διαμάχη του με την κοινότητα και ο ίδιος ανέφερε ότι το πρόβλημα ήταν ότι έκαψε το μαντείο («oracle») και έπειτα ότι του ζήτησαν να αντικαταστήσει ό,τι είχε κάψει. Σε σχετική ερώτηση του λειτουργού ο Αιτητής ανέφερε ότι έκαψε την εγκατάσταση που είχαν τοποθετήσει οι πρόγονοί τους για το ιερό, η οποία συνίστατο σε μαντεία, και πως το πιο πάνω συμβάν έλαβε χώρα στις 29/1/2022 («oracles»), (ερυθρό 31 του διοικητικού φακέλου). Σε ερωτήσεις του λειτουργού για τι συνέβη μετά τα ανωτέρω ο Αιτητής ανέφερε πως την επόμενη ημέρα κλήθηκε να απολογηθεί για την πράξη του αλλά εκείνος είχε ήδη αναχωρήσει για την Abuja καθότι ως ανέφερε μετά το συμβάν εάν τον εντόπιζαν στο Owerri θα τον σκότωναν (ερυθρό 31 του διοικητικού φακέλου). Ο Αιτητής, επίσης, δήλωσε ότι παρά το γεγονός ότι ρωτούσαν τα μέλη της οικογένειάς του που έμειναν πίσω αναφορικά με το ίδιο και το που ευρίσκεται δεν τους έβλαψαν με οιονδήποτε τρόπο (ερυθρό 30 του διοικητικού φακέλου). Περαιτέρω, ο Αιτητής ανέφερε ότι ολόκληρη η κοινότητα αποτελούμενη από 200.000 άτομα τον κυνηγούσε δικαιολογώντας αυτό του τον ισχυρισμό λέγοντας ότι το μαντείο («oracle») στο οποίο έβαλε φωτιά ανήκε στην κοινότητα, ωστόσο σε έτερη απάντησή του δήλωσε ότι όντως τον κυνηγούσε ολόκληρη η κοινότητα αλλά ειδικότερα μία ομάδα ονόματι “Oha” (ερυθρό 30 του διοικητικού φακέλου). Σε ερώτηση του λειτουργού εάν του συνέβη οτιδήποτε αφού μετέβη στην Abuja, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά και δήλωσε ότι αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του εννέα μήνες μετά τα πιο πάνω συμβάντα διότι ο τον είχαν προειδοποιήσει πως αν επιστρέψει στο χωριό του θα τον σκότωναν (ερυθρό 30 του διοικητικού φακέλου). Ο Αιτητής δήλωσε πως ο λόγος για τον οποίο έκαψε τα εν λόγω αντικείμενα ήταν διότι κανένας στην κοινότητα δεν ενδιαφέρονταν για αυτά, ωστόσο ο λειτουργός του επεσήμανε πολλαπλές φορές πως κάτι τέτοιο είναι δυνατό όταν προγενέστερα είχε δηλώσει ότι ολόκληρη η κοινότητα, 200.000 κατοίκων, τον κυνηγούσε για αυτή του την πράξη. Εν προκειμένω ο Αιτητής απάντησε ότι το ιερό αφορά όλη την κοινότητα (ερυθρό 30 του διοικητικού φακέλου).

 

Ακολούθως, τέθηκαν ερωτήσεις στον Αιτητή αναφορικά με τον πατέρα του. Κληθείς να τοποθετηθεί πιο συγκεκριμένα στην ιδιότητα του πατέρα του ως υποστηρικτή της παράδοσης («traditionalist») ο Αιτητής δήλωσε πως ο πατέρας του είχε υπό την ευθύνη του το ιερό και ως γηραιότερος όφειλε να φροντίζει για όλες τις παραδοσιακές δραστηριότητες που διεξάγονταν (ερυθρό 30 του διοικητικού φακέλου), για παράδειγμα εκπροσωπούσε την κοινότητα σε συναντήσεις (ερυθρό 29 του διοικητικού φακέλου). Ο πατέρας του Αιτητή ανήκε σε μία κοινωνική ομάδα με το όνομα «Uzuka People» και ανήκε σε μία ειδωλολατρική πίστη που αφορούσε την παράδοση («traditionalist») και πιστεύει σε είδωλα δεν ανήκε στο Χριστιανισμό (ερυθρό 29 του διοικητικού φακέλου).

 

Εν συνεχεία και όσον αφορά την οικογένεια που αρνήθηκε να διαδεχθεί τον πατέρα του Αιτητή στη συγκεκριμένη θέση ο Αιτητής ανέφερε ότι αυτό που ο ίδιος γνώριζε από τα παιδιά της εν λόγω οικογένειας είναι πως ο πατέρας τους δεν μπορούσε να λάβει τη θέση αφού ήταν χριστιανός (ερυθρό 29 του διοικητικού φακέλου). Ο Αιτητής αρχικά ισχυρίστηκε ότι αφ’ ης στιγμής αρνήθηκε την θέση το προαναφερόμενο πρόσωπο θα είχε διαμάχη με την κοινότητα ωστόσο σε επόμενη ερώτηση δήλωσε πως δεν τους συνέβη οτιδήποτε (ερυθρό 29 του διοικητικού φακέλου). Τέλος, ο Αιτητής ισχυρίστηκε πως από το έτος 2008 έως το 2022 που το συγκεκριμένο πρόσωπο αρνήθηκε να διαδεχθεί τον πατέρα του Αιτητή η θέση ήταν κενή (ερυθρό 29 του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφερόμενος στο ενδεχόμενο εσωτερικής μετεγκατάστασης του Αιτητή ο τελευταίος δήλωσε πως δε θα μπορούσε να ζήσει σε άλλε περιοχή της χώρας καθότι αυτή αντιμετωπίζει πολιτικά και θρησκευτικά προβλήματα, ενώ απέρριψε και το ενδεχόμενο να μετεγκατασταθεί στο Lagos State καθότι θα τον κυνηγήσει η κοινότητά του. Επιπλέον, δήλωσε ότι για τους εννέα μήνες που διέμενε στην Abuja δεν του συνέβη οτιδήποτε καθότι δεν γνώριζε κανένας ότι ευρίσκεται εκεί (ερυθρό 28 του διοικητικού φακέλου).   

Σύμφωνα με τον διοικητικό φάκελο ο αρμόδιος λειτουργός στα πλαίσια της έκθεσης – εισήγησής του εντόπισε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και ο δεύτερος τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης του Αιτητή από την κοινότητα του χωριού του επειδή έκαψε το 2018 το ιερό για το οποίο ήταν υπεύθυνος ο αποθανών πατέρας του.

 

Όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό, αυτός έγινε αποδεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστός καθότι δεν εντοπίστηκαν στοιχεία τα οποία να αμφισβητούν τα όσα ισχυρίστηκε ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του.

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι ότι απειλείται η ζωή του από την κοινότητά του χωριού του επειδή έκαψε το ιερό για το οποίο ήταν υπεύθυνος ο αποθανών πατέρας του, ο αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε την απόρριψή του καθότι έκρινε τον Αιτητή ως εσωτερικά και εξωτερικά αναξιόπιστο. Στην εισήγησή του ο λειτουργός επισημαίνει ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προωθήσει επαρκείς λεπτομέρειες και οι απαντήσεις του ήταν ασυνάρτητες και απροσδόκητες. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε ότι ζητήθηκε από τον Αιτητή να αναφέρει λεπτομέρειες σε σχέση με τη διαμάχη του με την κοινότητα εκείνος απάντησε απροσδόκητα αναφέροντας πως το πρόβλημα ήταν το ιερό/μαντείο («oracle») που έκαψε χωρίς καμία περαιτέρω λεπτομέρεια για το τι ακριβώς συνέβη μεταξύ τους. Επίσης, μη συγκεκριμένη ήταν η απάντησή του αναφορικά με τα αντικείμενα που έκαψε καθότι ανέφερε πως έκαψε τις εγκαταστάσεις που είχαν τοποθετήσει οι πρόγονοί τους για το ιερό, ενώ απάντησε ασυνάρτητα όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει τι εννοεί με τη λέξη «εγκαταστάσεις» αναφέροντας ότι πρόκειται για τα μαντεία τα οποία εκείνοι τα αποκαλούν πνεύματα. Οι απαντήσεις του Αιτητή όσον αφορά τα πρόσωπα που τον κυνηγούν ήταν επίσης ασυνάρτητες σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό καθότι σε σχετικές ερωτήσεις δήλωσε ότι τον κυνηγάει ολόκληρη η κοινότητα, η οποία αποτελείται από 200.000 κατοίκους, και όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να εξηγήσει πως είναι αυτό εφικτό εκείνος ανέφερε επειδή το ιερό ανήκε σε όλη την κοινότητα. O Αιτητής δε μπόρεσε να εξηγήσει πως είναι δυνατόν να μην ενδιαφέρονταν κανένας να διαδεχθεί τη θέση του πατέρα του Αιτητή αφού ολόκληρη η κοινότητα τον κυνηγούσε όταν έκαψε τα προαναφερθέντα αντικείμενα, καθότι ο Αιτητής ασυνάρτητα απάντησε ότι το μαντείο («oracle») περιλαμβάνει όλη την κοινότητα. Επίσης, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει περαιτέρω και επαρκείς λεπτομέρειες αναφορικά με την πίστη του πατέρα του και επαναλάμβανε ότι πιστεύει στην παράδοση («traditionalist») και δεν ανήκει στον Χριστιανισμό. Γενικότερα όσον αφορά όλα τα ζητήματα τα οποία κλήθηκε ο Αιτητής να αναπτύξει και να απαντήσει ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι αναμενόταν να είναι σε θέση να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες.

 

Σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που χρησιμοποίησε ο αρμόδιος λειτουργός του EUAA εντόπισε πως οι δολοφονίες στα πλαίσια τελετουργιών είναι γεγονός στη Νιγηρία και μάλιστα αυξανόμενο φαινόμενο και θύμα μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε. Κατέληξε, ωστόσο, στο γεγονός ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ήταν γενικές και χωρίς λεπτομέρειες, καθώς και ότι δεν ήταν σε θέση να επαρκείς λεπτομέρειες αναφορικά με το συμβάντος μεταξύ του ίδιου και της κοινότητας. Ως εκ τούτου απέρριψε το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό ως εσωτερικά αξιόπιστο.

 

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου, ο λειτουργός του EUAA συνήγαγε ότι με βάση τα αποδεκτά πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν στο αίτημα του Αιτητή και λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε πως ο Αιτητής είχε υποστεί στη χώρα καταγωγής του οποιασδήποτε μορφής δίωξη ή σοβαρής βλάβης, ότι δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που επιστρέψει ο Αιτητής  στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, και ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε προσφυγικό καθεστώς υπό την έννοια του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο  φόβο δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο, αφού οι συνδεόμενοι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν στο σύνολό τους. Ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο εκχώρησης προσφυγικού καθεστώτος στο πρόσωπό του απορρίφθηκε.

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε, αρχικά, ότι βάσει του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε δεκτός, ήτοι η ταυτότητα και η καταγωγή του, δεν προκύπτουν λόγοι εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, πιθανολογείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια των Άρθρων 19 (2) (α) και (β), καθώς δεν έγινε δεκτός οποιοσδήποτε ισχυρισμός που θα δικαιολογούσε την υπαγωγή του στα ανωτέρω άρθρα.

 

Αναφορικά δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στο Άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, με βάση τον αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι την ταυτότητα και την καταγωγή του. Επί τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα κατά το στάδιο αξιολόγησης κινδύνου και με βάση την οποία διαπιστώθηκε ότι στην πολιτεία Imo, τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων και επομένως δεν θα ήταν εύλογο να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη μόνο με την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν  μπόρεσε να θεμελιώσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια του Άρθρου 19 (2) (γ) και συνεπώς το αίτημά του απορρίφθηκε και ως προς την πιθανότητα υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

Καταρχάς κρίνω ότι, ορθά ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε και κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση, η οποία υιοθετήθηκε από τoν εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συγκεκριμένα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, αφού οι δηλώσεις του αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό χαρακτηρίζονται από σαφήνεια, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου και οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. 

Σε σχέση με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί φόβου κατά της ζωής του λόγω της ισχυριζόμενης δίωξής του από την κοινότητα επειδή έκαψε το ιερό το οποίο είχε υπό την ευθύνη του ο πατέρας του, οι απαντήσεις και οι  γνώσεις του υπήρξαν αόριστες, ελλιπείς και επιφανειακές. Επίσης, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς και λεπτομερειακές πληροφορίες αναφορικά με τους ισχυρισμού του. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει λεπτομέρειες σε σχέση με τη διαμάχη του με την κοινότητα και απάντησε με ασυνάφεια αναφέροντας πως το πρόβλημα ήταν το ιερό που έκαψε χωρίς καμία περαιτέρω λεπτομέρεια για το τι ακριβώς συνέβη μεταξύ τους με αποτέλεσμα να αιωρείται στα πλαίσια της ασάφειας η εν λόγω διαμάχη. Επίσης, δεν έδωσε συγκεκριμένη απάντηση ούτε αναφορικά με τα αντικείμενα που έκαψε καθότι ανέφερε πως έκαψε τις εγκαταστάσεις που είχαν τοποθετήσει οι πρόγονοί τους για το ιερό και απάντησε ασυνάρτητα όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει τι εννοεί με τη λέξη «εγκαταστάσεις» αναφέροντας ότι πρόκειται για τα μαντεία τα οποία εκείνοι τα αποκαλούν πνεύματα. Εν συνεχεία, οι απαντήσεις του Αιτητή όσον αφορά τα πρόσωπα που τον κυνηγούν ήταν ασυνάρτητες καθότι σε σχετικές ερωτήσεις του λειτουργού δήλωσε ότι τον κυνηγάει ολόκληρη η κοινότητα, η οποία αποτελείται από 200.000 κατοίκους, και όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να εξηγήσει πως είναι αυτό εφικτό κάτι τέτοιο εκείνος ανέφερε πως επειδή το ιερό ανήκε σε όλη την κοινότητα. O Αιτητής δεν ήταν και πάλι σε θέση να εξηγήσει πως είναι δυνατόν να μην ενδιαφέρονταν κανένας να διαδεχθεί τη θέση του πατέρα του Αιτητή αφού ολόκληρη η κοινότητα τον κυνηγούσε όταν έμαθε πως έκαψε τα προαναφερθέντα αντικείμενα. Ειδικότερα, ο Αιτητής επί του παρόντος ζητήματος απάντησε με ασάφεια ότι το μαντείο («oracle») περιλαμβάνει όλη την κοινότητα. Επίσης, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει περαιτέρω και επαρκείς λεπτομέρειες αναφορικά με την πίστη του πατέρα του και ανέφερε μόνο ότι πίστευε στην παράδοση («traditionalist») και δεν ανήκε στον Χριστιανισμό.

 

Σχετικά με την εξέταση της εξωτερικής αξιοπιστίας του συγκεκριμένου ισχυρισμού, σημειώνεται ότι κρίνω πως οι πληροφορίες που έθεσε ο αρμόδιος λειτουργός δεν ήταν άμεσα σχετιζόμενες με τον ισχυρισμό του Αιτητή. Σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου το μόνο τεκμήριο των όσων ο Αιτητής ισχυρίζεται είναι τα λεγόμενά του και πρόκειται για προσωπικού χαρακτήρα συμβάντα τα οποία δεν επιβεβαιώνονται από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Κατόπιν εξέτασης των όσων προέβαλε ο Αιτητής, σε συνδυασμό με την ενδελεχή έρευνα της Υπηρεσίας Ασύλου επ' αυτών, εντοπίζω ότι ο ισχυρισμός αυτός του Αιτητή δεν προωθήθηκε με ακρίβεια και με αληθοφάνεια, με συνέπεια να κρίνεται αναξιόπιστος.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή  και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358).

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής απορρίφθηκαν στο σύνολό τους ως μη αξιόπιστοι, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.  Staats-secretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο του EUAA σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Imo, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από τις 12/04/2023 έως τις 12/04/2024 στην πολιτεία Imo καταγράφηκαν 96 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 166 απώλειες ανθρώπινων ζωών, από τα οποία τα 34 συνίστατο σε μάχες (με 71 απώλειες ανθρώπινων ζωών), τα 5 σε εξεγέρσεις (με καμία απώλεια ανθρώπινης ζωής), τα 3 σε εκρήξεις/βία εξ αποστάσεως (με καμία απώλεια ανθρώπινης ζωής) και τα 54 σε περιπτώσεις βίας κατά πολιτών( με 95 απώλειες ανθρώπινων ζωών).[1]

Κατά την τελευταία επίσημη απογραφή πληθυσμού της πολιτείας Imo το 2022 ανερχόταν σε 5.459.300 κατοίκους.[2] Καθίσταται, συνεπώς, κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (96 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως γενικευμένη κατάσταση αδιάκριτης βίας. Συνεπώς, δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για κάποιον πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά από συνθήκες οι οποίες εμπίπτουν στις πρόνοιες του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας στην πολιτεία Imo.

Κατά συνέπεια, η πολιτεία Imo της Νιγηρίας, από την οποία κατάγεται ο Αιτητής και την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του, δεν φαίνεται να πλήττεται σε τέτοιο βαθμό από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας, ως αυτό ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις του ΔΕΕ. Λαμβάνοντας υπόψιν και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, ο οποίος είναι ενήλικος άνδρας, υγιής, ικανός προς εργασία και με το βασικό επίπεδο μόρφωσης, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρές βλάβες σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πολιτεία Imo.

Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στη Νιγηρία ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).

Τέλος, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, καθόρισε με την Κ.Δ.Π. 166/2023 ημερ. 26/05/2023 τη χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία) ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε έπειτα από δέουσα, πλήρη και εξατομικευμένη έρευνα και αξιολόγηση όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης και των δηλώσεων που προέβαλε ο Αιτητής τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία. Συναφώς, λοιπόν, καταλήγω στην απόρριψη του προβαλλόμενου λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης διεξαγωγής δέουσας έρευνας εκ των Καθ' ων η αίτηση, όπως αυτός προβλήθηκε από τους ευπαίδευτους συνήγορους του Αιτητή.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

                           

 

                                            Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Armed Conflict Events Location Data Project (ACLED), Εφαρμοζόμενες παράμετροι: Western Africa: Nigeria: Imo State,  12/04/2023 – 12/04/2024, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (assessed on 16/04/2024)

[2]City Population, Africa: Nigeria: Imo State,  https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA017__imo/ (assessed on 16/04/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο