ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                                   Υπόθεση αρ. 4521/2022

 

22 Απριλίου 2024

 

   [Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                         Αναφορικά με τα άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

S.S.

                                                                                                                                                                                                                                                     Αιτητής

Και

 

                                                  Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                                                                                                                                      Καθ' ων η αίτηση

 

Α. Καλλή (κα) για Μ. Ματθαίου Σουρουλλά (κα), Δικηγόρος για αιτητή

Α. Κίτσιου (κα) για Ν. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ Δ.Δ.Δ.Δ.Π:   Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 21/06/2022 η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 15/07/2022 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για επανάνοιγμα του φακέλου του, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.

 

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής είναι ενήλικας υπήκοος της Ινδίας και εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές νόμιμα, ως φοιτητής, μέσω του αεροδρομίου της Λάρνακας, στις 20/06/2016. Στις 11/12/2018 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Στις 31/01/2020 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός του για διεθνή προστασία. Ακολούθως, στις 31/01/2020 ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε σχετική έκθεση/εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για απόρριψη της αίτησης ασύλου του αιτητή, η οποία εγκρίθηκε στις 06/02/2020. Στις 11/02/2020 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε σχετική επιστολή ενημέρωσης περί της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 08/05/2020 κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου αυτής σε γλώσσα κατανοητή από τον αιτητή.

 

Στις 14/07/2020, ο αιτητής καταχώρησε προσφυγή με αριθμό 784/2020 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς προστασίας (Δ.Δ.Δ.Π.), η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 26/11/2021.

 

Στις 16/12/2021 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του για παροχή διεθνούς προστασίας. Ακολούθως η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε σχετικό σημείωμα/εισήγηση προς τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή. Στις 21/06/2022 ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊστάμενου αρμόδιος λειτουργός αποφάσισε την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή ως απαράδεκτης. Στις 10/07/2022 η Υπηρεσία Ασύλου ετοίμασε σχετική επιστολή ενημέρωσης περί της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή η οποία κοινοποιήθηκε δια χειρός στον αιτητή στις 15/07/2022, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου στη μητρική γλώσσα του αιτητή.

 

Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η συνήγορος του αιτητή προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι προωθούνται και αναλύονται στην Γραπτή Αγόρευση του αιτητή που επακολούθησε. Οι μόνοι ισχυρισμοί που εν τέλει προωθούνται στην γραπτή αγόρευση του αιτητή είναι 1) Ισχυρίζεται ανεπαρκής προσωπική συνέντευξη του αιτητή και παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης του, 2) Η απόφαση λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα, 3) Η απόφαση στερείται αιτιολογίας και/ή επαρκούς αιτιολογίας, 4) Μη απόσειση του βάρους απόδειξης από μέρους των καθ΄ων η αίτηση.

 

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και των Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι καθ' ων η αίτηση, κατ' εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου, λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και απορρίπτουν τους προωθούμενους ισχυρισμούς ως νόμω και ουσία αβάσιμους.

 

Έχω εξετάσει προσεκτικά τις εκατέρωθεν θέσεις και των δύο πλευρών, υπό το φως του περιεχομένου του οικείου διοικητικού φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή περί ανεπαρκούς προσωπικής συνέντευξης και ακρόασης του αιτητή, παρατηρώ ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι γενικόλογος και αόριστος. Όσα καταγράφονται από τον συνήγορο του αιτητή όσον αφορά τον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, αφορά την προηγούμενη πράξη της διοίκησης ημερ. 06/02/20, η οποία δεν είναι αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα διαδικασία καθώς αυτή έχει ενδυθεί το μανδύα της τελεσιδικίας.

 

Εξαντλώντας κάθε επιείκεια του Δικαστηρίου, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω και να παραπέμψω στο άρθρο 16 (Δ) εδάφιο (2) και (3) του Περί Προσφύγων Νόμου όπου λέγεται ότι δεν πραγματοποιείται συνέντευξη στον αιτητή σε περίπτωση που η Υπηρεσία Ασύλου κρίνει οποιοδήποτε μεταγενέστερο αίτημα ως απαράδεκτό, όπως εξάλλου έγινε και στην παρούσα περίπτωση. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, η Υπηρεσία Ασύλου προέβηκε σε προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή κρίνοντας ότι δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, και ως εκ τούτου, κατέληξε στην απόρριψη της ως απαράδεκτης σύμφωνα με το άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) και το άρθρο 16Δ(3)(δ). Συνακόλουθα, η Υπηρεσία Ασύλου δεν είχε οποιαδήποτε υποχρέωση στη βάση του Περί Προσφύγων Νόμου να καλέσει τον αιτητή σε συνέντευξη και ενόψει τούτου ο εν λόγω ισχυρισμός του συνηγόρου του αιτητή απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Ακολούθως, θα προχωρήσω να εξετάσω τον λόγο ακύρωσης που διατήρησε η συνήγορος του αιτητή ήτοι τον ισχυρισμό περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, ο οποίος έχει δικογραφηθεί και έστω ακροθιγώς προωθείται στην γραπτή αγόρευση του αιτητή.

 

Κατά πάγια νομολογία, η επάρκεια της έρευνας, η έκταση και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα. Προκαθορισμένος τρόπος δεν υπάρχει. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ' αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 και Κώστας Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1002/2009, ημερ. 27.10.2011).

 

Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν όντως το αρμόδιο όργανο προέβη στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ορθώς αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα του αιτητή.

 

Στο πλαίσιο του έντυπου της αίτησής του για διεθνή προστασία ο αιτητής δήλωσε πως είναι φοιτητής στην Κύπρο και ο πατέρας του ενεπλάκη σε μια εδαφική διαφορά με τον μεγαλύτερο αδελφό αυτού. Πρόσθεσε ακόμη πως ζητά προστασία καθώς ο θείος του απείλησε ότι θα σκοτώσει τον αιτητή εάν επιστρέψει στην πατρίδα του. (Ερυθρό 4 και μετάφραση αυτού ερυθρό του 17 Δ.Φ.).

 

Στο πλαίσιο της συνέντευξής του, ο αιτητής αναίρεσε τα όσα κατέγραψε στην αίτησή του για διεθνή προστασία και δήλωσε ότι ήρθε στη Δημοκρατία για να σπουδάσει, να εργαστεί και να βοηθήσει την οικογένειά του. (Ερυθρά 22, 28 Δ.Φ.). Ανέφερε, ακόμη, ότι σταμάτησε τις σπουδές του λόγω οικονομικών προβλημάτων και πως εάν είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει αυτές θα το έπραττε και δεν θα ζητούσε διεθνή προστασία. (Ερ. 27 Δ.Φ.). Ερωτηθείς ως προς τα προβλήματα που αντιμετώπισε στην Ινδία, αναφέρθηκε σε οικονομικό χρέος. (Ερ. 22 Δ.Φ.). Τέλος, όταν ρωτήθηκε για τις συνέπειες που πιστεύει ότι θα έχει η επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής δήλωσε πως το μέλλον του θα καταστραφεί και δεν θα μπορεί να βοηθήσει την οικογένειά του να αποπληρώσει τα χρήματα που οφείλει. (Ερ. 21 Δ.Φ.).

 

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, αξιολογώντας τα όσα ο αιτητής δήλωσε στην συνέντευξη του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παρά την ικανοποιητική αξιοπιστία του όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα του, εντούτοις, οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν εμπίπτουν στους λόγους της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, ούτε και στον Περί Προσφύγων Νόμο για να του παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Κατά την υποβολή της μεταγενέστερής του αίτησης για επανάνοιγμα του φακέλου του ο αιτητής δήλωσε ότι επιθυμεί να επανανοίξει ο φάκελός του λόγω της κακής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η οικογένειά του, ήτοι ότι αυτή οφείλει ένα πολύ μεγάλο χρηματικό ποσό και ο ίδιος επιθυμεί να παραμείνει ώστε να μπορεί να βοηθήσει την οικογένειά του. (Ερυθρό 51 και μετάφραση αυτού ερυθρό 54 του Δ.Φ.).

 

Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, μετά από εξέταση των ισχυρισμών του αιτητή στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής του, εισηγήθηκε όπως η μεταγενέστερη αίτησή του κριθεί απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 16(Δ) του περί Προσφύγων Νόμο, όπου ακολούθως στις 21/06/2022 αποφασίστηκε η απόρριψη της εν λόγω ως απαράδεκτης.

 

Για σκοπούς εξέτασης του νομοθετικού πλαισίου που εφαρμόζεται στα μεταγενέστερα αιτήματα, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω απόσπασμα από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, το οποίο καθορίζει τη διαδικασία υποβολής μεταγενέστερης αίτησης, ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

 

Το άρθρο 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, προβλέπει τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«12Βτετράκις.-......

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

[.]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας........»

 

Από τα πιο πάνω άρθρα συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση, για να εξετάσει το παραδεκτό της αίτησης, προκειμένου να διαπιστώσει:

 

α) Κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή, νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης. Αν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη.

 

β) Εάν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε θα προχωρήσει σε ουσιαστική εκτίμηση των ενδεχόμενων νέων ισχυρισμών, μόνο εφόσον ικανοποιηθεί πως τα στοιχεία αυτά αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και ο αιτητής χωρίς δική του υπαιτιότητα δεν υπέβαλε τα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία. Επομένως, αν ο Προϊστάμενος κρίνει ότι από τα νέα στοιχεία που υποβλήθηκαν δεν αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες χορήγησης του καθεστώτος διεθνούς προστασίας στον αιτητή και από δική του υπαιτιότητα ο αιτητής δεν υπέβαλε τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία, τότε θα απορρίψει τη μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη.

 

Προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου, η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης για την οποία λήφθηκε ήδη η απόφαση από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης.

 

Επομένως το μόνο που παραμένει να εξεταστεί στην παρούσα υπόθεση είναι αν ορθώς κρίθηκε από την αρμόδια αρχή ως απαράδεκτο το μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή για επανεξέταση του φακέλου της υπόθεσής του.

 

Στην απόφαση του ΔΕΕ, αρ. C-18/20 XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ημερ. 09/09/21, ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. σκέψεις 31 έως 44).

 

Στην απόφαση του ΔΕΕ, αρ. C-651/19 JP κατά Commissaire general aux réfugiés et aux apatrides, ημερ. 09/09/20, λέχθηκαν τα εξής:

 

«....60     Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ' ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του...»

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, διαπιστώνω ότι οι ισχυρισμοί που επικαλέστηκε ο αιτητής κατά την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματός του, είναι ισχυρισμοί που ήδη είχε προβάλει στην πρώτη αίτηση ασύλου - οι οποίοι εξετάστηκαν και κρίθηκαν ότι δεν εμπίπτουν στις έννοιες του κινδύνου δίωξης ή κινδύνου βλάβης ως αναλύονται και αναφέρονται στα άρθρα 3, 3Γ και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου - και δεν αποτελούν νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με αυτά που ήδη εξετάστηκαν κατά την πρώτη αίτηση ασύλου από την Υπηρεσία Ασύλου.

 

Περαιτέρω, οι εν λόγω γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί που επικαλέστηκε κατά την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματός του, ακόμη και εάν ήθελαν κριθούν παραδεκτοί, είναι ισχυρισμοί που ούτως ή άλλως ουδεμία πιθανότητα χορήγησης καθεστώτος του πρόσφυγα ή του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας θα μπορούσαν να επιφέρουν στο πρόσωπο του αιτητή, για να μπορούσε η αρμόδια αρχή να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας του μεταγενέστερου αιτήματός του, μιας και δεν εμπίπτουν στις έννοιες του φόβου δίωξης ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, ως αναλύονται και αναφέρονται στα άρθρα 3, 3Γ και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ενόψει τούτου, κρίνω ότι δεν συντρέχουν οι βασικές προϋποθέσεις προς εξέταση της ουσίας του μεταγενέστερου αιτήματος, ως αναφέρονται στην νομοθεσία που έχει παρατεθεί ανωτέρω, και επομένως, ορθώς η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή κατά το προκαταρκτικό στάδιο ως απαράδεκτη.

 

Συνακόλουθα, και ενόψει των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, δεν διαπιστώνω μη διενέργεια δέουσας έρευνας από μέρους της Διοίκησης. Κρίνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός προέβη δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά την λήψη της απόφασης.

 

Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί μη επαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι δεν διαπιστώνω παραβίαση του αρ.26 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999). Εν αντιθέσει, στην βάση των σχετικών με τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας διατάξεων, παρατηρώ ότι στην σχετική Έκθεση του αρμόδιου λειτουργού όσο και στην απόφαση των καθ' ων η αίτηση αναφέρονται επαρκώς οι λόγοι, νομικοί και πραγματικοί, για τους οποίους απορρίφθηκε η επίδικη μεταγενέστερη αίτηση ασύλου. Ενόψει των πιο πάνω αναφερθέντων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό περί του ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν απέσεισαν το βάρος απόδειξης στα πλαίσια της διοικητικής διαδικασίας, παραπέμπω στο άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου όπου εναπόκειται στον αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία όπως και στην παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθεστώτος των Προσφύγων, σύμφωνα με την οποία ο αιτητής θα πρέπει να προσπαθήσει να τεκμηριώσει την αίτηση του. Στην παρούσα περίπτωση, ο αιτητής δεν παρουσίασε οποιοδήποτε νέο στοιχείο σε σχέση με αυτά που ήδη εξετάστηκαν για να τεκμηριώσει την αίτηση του και ενόψει τούτου ο εν λόγω ισχυρισμός της συνηγόρου του αιτητή απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Εν τέλει, σημειώνεται ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το άρθρο12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, έκδωσε την την Κ.Δ.Π. 166/2023 όπου καθόρισε τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η Ινδία. Ο αιτητής στην παρούσα δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε λόγο για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας, στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

 

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου τα οποία περιορίζονται στο περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου, αφού ουδεμία περαιτέρω μαρτυρία προσκομίστηκε στα πλαίσια της παρούσας προς υποστήριξη της αιτήσεως και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της υπό αναφορά υπόθεσης, καταλήγω ότι εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε τη μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή ως απαράδεκτη. Κρίνω ότι η επίδικη πράξη είναι ορθή.

 

Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

                                                                        

 

                                                                               

                                                                                   Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

  

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο