ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. 4711/2021

 

26 Απριλίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

T. H. A.

 Αιτήτριας

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

  Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

Χαράλαμπος Χαραλάμπους και Παυλίνα Παπαδάτου για Γιώτα Μιλτιάδους & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόρος για την αιτήτρια

 

Μαρίνα Χρ. Σουρουλλά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 17/06/2021, που της κοινοποιήθηκε στις 26/07/2021 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της, για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει τόσο από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όσο και από το διοικητικό φάκελο, η αιτήτρια είναι υπήκοος του Καμερούν και αφίχθηκε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές.  Η αιτήτρια στις 10/03/2020 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στις 19/3/2020 παρέλαβε βεβαίωση για την υποβολή της αίτησής της.

 

Στις 23/07/2020  πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής: «ΕΥΥΑ»). Ο λειτουργός της ΕΥΥΑ ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με την συνέντευξη της αιτήτριας. Στη συνέχεια, η εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδια λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού της ΕΥΥΑ, απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας στις 17/06/2021.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 05/07/2021 επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την απόφασή της επί του αιτήματος της αιτήτριας η οποία επιδόθηκε δια χειρός στις 26/07/2021, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η αιτήτρια καταχώρησε αίτηση ακυρώσεως αυτοπροσώπως και στη συνέχεια, διόρισε δικηγόρο για την εκπροσώπησή της στην παρούσα δικαστική διαδικασία.  Με την αίτηση ακυρώσεως που καταχώρησε η συνήγορος της αιτήτριας μετά από αίτηση τροποποίησης που υπέβαλε ενώπιον του Δικαστηριου, η συνήγορος της αιτήτριας προσκόμισε παραρτήματα Α΄ έως Στ’ στην προσφυγή.  Αναλυτικά προσκομίστηκαν τα πιο κάτω:

 

(1) Πιστοποιητικό Εγγραφής ΑλλοδαπούAlien Registration Number») – ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α’ 

(2) UK – Home Office - Σημείωμα Πολιτικής και Πληροφοριών για την χώρα Καμερούν: Βορειοδυτική και Νοτιοδυτική κρίση, Δεκέμβριος 2020 («UKHome OfficeCountry Policy and Information Note, Cameroon: North-West/South-West crisis, December 2020»[1]) – ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β’

(3) Ένορκη δήλωσηAffidavit») της αδελφής της αιτήτριας, αναφορικά με τους λόγους που η ίδια ισχυρίζεται πως η αιτήτρια αναχώρησε από το Καμερούν, ονόματι Τ.Μ.Ν., ημερομηνίας 09/08/2021 ενώπιον του κ. O.C.N.,  δικηγόρου Ανωτάτου Δικαστηρίου του Καμερούν και της Νιγηρίας – ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ’

(4) Δημοσίευμα με τίτλο «Head of State’s New Year Message to the Nation», δημοσιευθέν στις 31/12/2020 στην ιστοσελίδα «Republic of Cameroon – Presidency of the Republic»[2] - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ’. 

(5) Δημοσίευμα με τίτλο «Head of State’s New Year Message to the Nation», δημοσιευθέν στις 31/12/2017 στην ιστοσελίδα «Republic of Cameroon – Presidency of the Republic»[3] - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε’. 

(6) Δημοσίευμα με τίτλο «Head of State’s New Year Message to the Nation», δημοσιευθέν στις 31/12/2018 στην ιστοσελίδα «Republic of Cameroon – Presidency of the Republic»[4] - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε’. 

(7) Δημοσίευμα με τίτλο «Head of State’s New Year Message to the Nation», δημοσιευθέν στις 31/12/2019 στην ιστοσελίδα «Republic of Cameroon – Presidency of the Republic»[5] - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ε’. 

(8) Επιστολή κοινοποίησης της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου σε σχέση με το αίτημα διεθνούς προστασίας της αιτήτριας- ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Στ’. 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας με την γραπτή της αγόρευση προωθεί τους πιο κάτω νομικούς ισχυρισμούς: (1) Η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, (2) Δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα και επαρκής έρευνα κατά παράβαση των Αρχών του Διοικητικού Δικαίου και (3) Οι Καθ’ ων η αίτηση έλαβαν την υπό εξέταση απόφαση υπό καθεστώς πλάνης.  Η συνήγορος της αιτήτριας δεν έχει καταχωρήσει Γραπτή Απαντητική Αγόρευση.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, απορρίπτοντας τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς υποστήριξε πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, επαρκώς αιτιολογημένη και σύμφωνη με τη σχετική νομοθεσία.

 

Προχωρώ να εξετάσω το νομικό ισχυρισμό περί έλλειψης επαρκούς έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου.  Θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Στην αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια στην Υπηρεσία Ασύλου δήλωσε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της γιατί καταζητείτο από την Κυβέρνηση επειδή βοηθούσε τους Ambazonians προσφέροντας τους φαγητό. Στις 24/02/2020 εγκατέλειψε την Kumba και μετέβη στην Douala όπου έμεινε κλεισμένη σε ένα σπίτι για μία εβδομάδα. Ισχυρίζεται πως δεν μπορεί να επιστρέψει στο Καμερούν γιατί θα την σκοτώσουν (ερυθρό 1, του διοικητικού φακέλου).  

 

Στις 22/07/2020 η αιτήτρια παρέστη σε προσωπική συνέντευξη ενώπιον λειτουργού της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο, όπου κλήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις τόσο αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία, όσο και για τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα της. Σε σχέση με τα προσωπικά της στοιχεία πρόβαλε ότι είναι Καμερουνέζα πολίτης προερχόμενη από την πόλη Kumba της Νοτιοδυτικής Επαρχίας της χώρας, την όποια δηλώνει ως τόπο γέννησης αλλά και προηγούμενης συνήθους διαμονής της (ερυθρά 43, 1χ-4χ και 42 του διοικητικού φακέλου).  Περαιτέρω, ανέφερε πως ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Bayangi (ερυθρό 47, 4χ του διοικητικού φακέλου) και είναι χριστιανή ως προς το θρήσκευμα (ερυθρό 42, 4χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με το μορφωτικό και επαγγελματικό της υπόβαθρο, ανέφερε πως έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής της και είχε αρχίσει και σπουδές σε πανεπιστήμιο της Buea στον τομέα διοίκησης επιχειρήσεων, τις οποίες ωστόσο δεν έχει ολοκληρώσει λόγω της πολιτικής κρίσης το 2018.  Όπως δήλωσε, δεν εργάστηκε στην χώρα καταγωγής της και το μόνο που ανέφερε είναι πως πωλούσε φαγητό (ερυθρό 41, διοικητικού φακέλου). Όσον αφορά στην οικογενειακή της κατάσταση δήλωσε άγαμη και άτεκνη (ερυθρό 47, 5χ-6χ, του διοικητικού φακέλου).  Σε σχέση με τα λοιπά μέλη της οικογένειάς της, δήλωσε πως ο πατέρας της έχει αποβιώσει, ενώ η μητέρα της διαμένει μέχρι και σήμερα στην Kumba (ερυθρό 46, 1χ-4χ, του διοικητικού φακέλου).  Η αιτήτρια έχει τέσσερα αδέρφια, ένα από τα οποία ζει στο εξωτερικό, ένα στην Kumba και δύο στην Douala (ερυθρά 46, 7χ και 45 του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με τους λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει την χώρα της, η αιτήτρια επιβεβαίωσε τα όσα κατέγραψε στην αίτησή της. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε το Καμερούν εξαιτίας της πολιτικής κρίσης και ειδικότερα λόγο του ότι στοχοποιήθηκε από την Κυβέρνηση για το ότι βοήθησε τους αποσχιστές Ambazonians. Όπως πρόβαλε, πωλούσε φαγητό στους ανθρώπους και μια ημέρα -εν αγνοία της- πώλησε φαγητό σε ένα μέλος των  Ambazonians. Τότε όλοι γύρω της άρχισαν να παραπονιούνται ότι αυτός ο άνδρας δεν ήταν καλός άνθρωπος και παρότι η αιτήτρια εξήγησε ότι δεν το γνώριζε, αργότερα ενημερώθηκε ο στρατός ότι προσέφερε φαγητό σε μέλος των  Ambazonians και άρχισαν να την αναζητούν (ερυθρό 37, 1χ, του διοικητικού φακέλου). 

 

Ενόψει τούτου, η αιτήτρια αποφάσισε να εγκαταλείψει την Kumba και να μεταφερθεί στην αδελφή της που διέμενε στην Douala.  Σε άλλο σημείο βέβαια της συνέντευξής της ανέφερε πως εξακολουθούσε να διαμένει στην χώρα καταγωγής της ασχολούμενη με την πώληση φαγητού, όπως και στο παρελθόν, χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα (ερυθρό 33, του διοικητικού φακέλου).  Η αιτήτρια επιβεβαίωσε πως δεν συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα της (ερυθρό 37, 1χ, του διοικητικού φακέλου) και εξέφρασε τον φόβο πως αν επιστρέψει στην χώρα καταγωγή της θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της (ερυθρό 36, 1χ, του διοικητικού φακέλου).  

 

Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων που ακολούθησε, απευθύνθηκαν στην αιτήτρια εξειδικευμένες ερωτήσεις και της δόθηκε η ευκαιρία να εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της αλλά και να αποσαφηνίσει τα κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής της, τα οποία σχετίζονταν με τον πυρήνα του αιτήματός της.

 

Αρχικά ζητήθηκε από την αιτήτρια να παρέχει περισσότερες πληροφορίες σε σχέση με την πολιτική κρίση στο Καμερούν.  Όπως ανέφερε, η κρίση ξεκίνησε το 2017 λόγω της προσπάθειας των αγγλόφωνων περιοχών της χώρας να αποσχιστούν από τις γαλλόφωνες. Το διάστημα αυτό η αιτήτρια διέμενε στις αγγλόφωνες περιοχές και συγκεκριμένα στην Kumba, αλλά πηγαινοερχόταν στο Buea για οικογενειακούς λόγους, αλλά και για λόγους που αφορούσαν τις σπουδές της.  Όπως περιγράφει, ο πρόεδρος του Καμερούν δεν συμφωνούσε με την διαίρεση της χώρας και έτσι οι κρατικές δυνάμεις εισέβαλαν στις αγγλόφωνες περιοχές σκοτώνοντας ανθρώπους, καίγοντας περιουσίες  και καταστρέφοντάς τα όλα (ερυθρό 36, 2χ, 3χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Ερωτηθείσα, πως αυτή η κατάσταση επηρέασε την ίδια προσωπικά, η αιτήτρια πρόβαλε ότι η ζωή στην Kumba δεν ήταν εύκολη, πολλοί άνθρωποι σκοτώνονταν, σπίτια καίγονταν και η ίδια δεν μπορούσε να συνεχίσει τις σπουδές της αλλά και την εργασία της (ερυθρά 36, 4χ και 35, 1χ, του διοικητικού φακέλου).  Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι ξεκίνησε να πωλεί φαγητό τον Ιανουάριο του 2019 και πως στις 02/02/2019 ένας αποσχιστής των Ambazonians ήρθε να αγοράσει από αυτήν φαγητό. Αυτό είχε ως συνέπεια την 01/02/2020 ο στρατός να την αναζητήσει. Στις 03/02/2020 ο στρατός την αναζήτησε στο σπίτι της όπου της ζήτησαν να επιβεβαιώσει το γεγονός και η αιτήτρια τους ενημέρωσε πως δεν γνώριζε πως επρόκειτο για μέλος των Ambazonians. Κατόπιν, οι στρατιώτες προειδοποίησαν την αιτήτρια ότι θα έχουν την προσοχή τους επάνω της. Έκτοτε δεν την πλησίασαν ξανά (ερυθρό 34, του διοικητικού φακέλου).

 

 

Ερωτηθείσα για ποιο λόγο φοβάται να επιστρέψει στην χώρα της, δήλωσε πως ο στρατός οποιαδήποτε στιγμή μπορεί να την συλλάβει ή να την σκοτώσει. Μάλιστα αναφέρθηκε και σε ένα περιστατικό μιας φίλης της όπου  o στρατός το 2018 της έκαψε την οικία στο Mamfe γιατί νόμιζαν ότι γνώριζε τους Ambazonians (ερυθρό 34, του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείσα αν συνέβη οτιδήποτε στην ίδια προσωπικά από τον Φεβρουάριο του 2020 έως και τον Μάρτιο του ίδιου έτους, που εγκατέλειψε την χώρα της, απάντησε αρνητικά (ερυθρά 33 και 32, του διοικητικού φακέλου). Τέλος, αναφορικά με το ενδεχόμενο εσωτερικής μετεγκατάστασης της αιτήτριας, σε άλλο σημείο της χώρας, απάντησε πως δεν δύναται να εγκατασταθεί οπουδήποτε αλλού (ερυθρό 32, του διοικητικού φακέλου).

 

Ο λειτουργός της ΕΥΥΑ στην Έκθεση-Εισήγηση που ετοίμασε, αξιολόγησε τους ισχυρισμούς της αιτήτριας στο σύνολό τους.  Αναφορικά με την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής της, ο λειτουργός αποδέχτηκε το γεγονός ότι η αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν και συγκεκριμένα από την πόλη Kumba της Νοτιοδυτικής Επαρχίας καθότι παρουσίασε λεπτομερείς και συγκεκριμένες πληροφορίες για τον τόπο διαμονής της, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Ομοίως αποδεκτός έγινε και ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της λόγω της εν εξελίξει πολιτικής κρίσης, γεγονός που θεμελιώθηκε επίσης τόσο από πλευράς εσωτερικής όσο και εξωτερικής αξιοπιστίας.

 

Ακολούθως, ο λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση μελλοντικού κινδύνου σε περίπτωση επιστροφής της αιτήτριας στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής της. Λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά με τη ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας ως αγγλόφωνης υπηκόου του Καμερούν, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υπάρχουν σοβαροί λόγοι να υποστεί μεταχείριση, η οποία θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στην Kumba του Καμερούν.

 

Η αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξης μίλησε κυρίως για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν αλλά ουδέποτε έκανε λόγο για ένα ακριβές γεγονός άμεσης εμπλοκής της. Επιπλέον, η αιτήτρια επιβεβαίωσε ότι από την αρχή της «αγγλόφωνης κρίση» το 2016, ζούσε στην Kumba και συνέχισε να ζει εκεί με την οικογένειά της ταξιδεύοντας στην Buea για λόγους σπουδών και επίσης δημιουργώντας μια δική της επιχείρηση (πώληση φαγητού) που διατηρούσε μέχρι την στιγμή που εγκατέλειψε την χώρα το 2020. Όταν ρωτήθηκε αν συνέβη οτιδήποτε στην ίδια όσο ζούσε στην Kumba, δηλαδή από το 2016 όταν ξεκίνησε η «αγγλόφωνη κρίση» αλλά και από τον Ιανουάριο του 2019 που έλαβε χώρα το περιστατικό μέχρι και την ημέρα που εγκατέλειψε τη χώρα της για να έρθει στην Κύπρο (4 Μαρτίου 2020, σχεδόν 4 χρόνια), απάντησε πως «Όχι , δεν μου συνέβη τίποτα» (ερυθρό 30, 1x, του διοικητικού φακέλου).

 

Περαιτέρω, διαφαίνεται από πηγές πληροφόρησης που περιλαμβάνονται στην  έκθεση/εισήγηση, πως σε σχέση με τις πρόσφατες εξελίξεις στην περιοχή καταγωγής της ενόψει του ευρύτερου πλαισίου της «αγγλόφωνης κρίση» στο Καμερούν, ότι μετά το 2016 υπήρξε μια σταθερή κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των αγγλόφωνων αυτονομιστών. Το αρχικό παράπονο της αγγλόφωνης μειονότητας μετατράπηκε σε εκτεταμένες διαμαρτυρίες, οι οποίες συχνά κατέληγαν σε βίαιη καταστολή των διαδηλώσεων". Ωστόσο, η κατάσταση σταθεροποιείται τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με την ACLED, για παράδειγμα, στην Kumba, την πόλη όπου διέμενε η αιτήτρια, από τις αρχές του 2020 σημειώθηκε μόνο ένα περιστατικό ασφαλείας χωρίς απώλειες ζωών (ερυθρό 70, του διοικητικού φακέλου).

 

Όπως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση, ο λειτουργός της ΕΥΥΑ προέβη σε νομική αξιολόγηση και έκρινε ότι η αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα της, όπως αυτός καθορίζεται από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.  Επιπρόσθετα, στην έκθεση επισημαίνεται πως η έκταση της κρίσης σε συνδυασμό με το προσωπικό προφίλ της αιτήτριας δεν είναι αρκετά για να συναχθεί το συμπέρασμα πως σε περίπτωση επιστροφής της θα κινδυνεύσει λόγω της παρουσίας της στην περιοχή και κατά συνέπεια, εισηγήθηκε πως δεν θα μπορούσε να της χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.  Ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την έκθεση/εισήγηση του λειτουργού και απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας.

 

Η συνήγορος της αιτήτριας μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, μεταξύ άλλων παραπέμπει στις πηγές πληροφόρησης που προσκόμισε στην αίτηση ακυρώσεως της αλλά και στην εισηγητική έκθεση του λειτουργού  της ΕΥΥΑ και ισχυρίζεται πως η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρές συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της.  Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται πως λόγω του συσχετισμού της με τους Ambazonians θεωρείται ευπαθή άτομο που θα έχει τεράστιες συνέπειες λόγω των διώξεων και της βίας του αγγλόφωνου πληθυσμού.

 

Ο ισχυρισμός που έγινε αποδεκτός από την Υπηρεσία Ασύλου αφορά τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της αιτήτριας και δεν πρόβαλε η αιτήτρια ισχυρισμούς που να αποδεικνύει προσωπική στοχοποίησή της.  Πέραν του ότι δήλωσε πως την σύνδεσαν με τους Ambazonians, επειδή πώλησε φαγητό σε ένα μέλος των Ambazonians, δεν ανέφερε οποιοδήποτε άλλο γεγονός από το οποίο να προκύπτει ότι έχει ενδιαφέρον για τις αρχές και πως την έχουν στοχοποιήσει προσωπικά.  Αντιθέτως, τα άτομα που την επισκέφτηκαν δεν την ξαναενόχλησαν ούτε αυτήν ούτε την οικογένειά της, γεγονός που επιβεβαίωσε στην προφορική της συνέντευξη.  Η αιτήτρια αρκέστηκε στην γενική, αόριστη και ατεκμηρίωτη αναφορά της πως σε περίπτωση επιστροφής της θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου θα πρέπει να επισημανθεί πως η αιτήτρια θα μπορούσε με το κατάλληλο δικονομικό διάβημα να παρουσιάσει και να ενισχύσει τον ισχυρισμό της περί προσωπικής στοχοποίησής της από τις αρχές της χώρας της.  Τα όσα προσκόμισε η αιτήτρια στην αίτηση ακυρώσεώς της αφορούν γενικές πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της, εκτός από την Ένορκη δήλωση της αδελφής της αιτήτριας, η οποία αναφέρεται στους λόγους που η αιτήτρια αναχώρησε από το Καμερούν και δεν ενισχύει με οποιονδήποτε τρόπο τον πυρήνα του αιτήματός της.

 

Θα πρέπει να τονιστεί πως οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου γεγονός που διευκρινίστηκε βεβαίως και ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την ακρόαση της αίτησης τροποποίησης της προσφυγής, την οποία καταχώρησε η συνήγορος της αιτήτριας. Η παροχή της άδειας του Δικαστηρίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την παρουσίαση μαρτυρίας.  Η σχετική άδεια μπορεί να δοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 των Κανονισμών του 1962 κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται στο Δικαστήριο. (βλ. Σταύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1023 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281»).  Η συνήγορος της αιτήτριας δεν υπέβαλε το ορθό δικονομικό διάβημα για να τεθούν τα έγγραφα που επιθυμούσε ενώπιον μου και να μπορούσαν να συζητηθούν στα πλαίσια της δικαστικής διαδικασίας.

 

Διαφαίνεται από την αφήγηση της αιτήτριας πως δεν της έχει συμβεί οποιοδήποτε περιστατικό στοχοποίησής της καθ’όλη τη διάρκεια παραμονής της στο Καμερούν.  Επιπρόσθετα, από την αφήγησή της δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η αιτήτρια έχει προφίλ υψηλού κινδύνου το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε προσωπική στοχοποίησή της.

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (βλ. παραγράφους 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Η αιτήτρια δεν ήταν υποχρεωμένη να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών της, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή της να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.

 

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών, η αιτήτρια πρέπει (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς. Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν

 

Ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. Απόφαση στην υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20 A.S.Rv. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

 

Εν προκειμένω η αιτήτρια δεν απέδειξε πως είχε ενεργή πολιτική δράση στην χώρα καταγωγής της ούτε και ήρθε ποτέ αντιμέτωπη με τις αρχές της χώρας της εξαιτίας εκπεφρασμένων ή αποδιδόμενων πολιτικών πεποιθήσεων. Η αιτήτρια αναφέρθηκε σε μια μόνο απόπειρα του στρατού να διαλευκάνει το αν πράγματι η αιτήτρια συνέδραμε τους αποσχιστές Ambazonias με την παροχή  φαγητού και ουδέποτε την ενόχλησαν ή την στοχοποίησαν μετά από αυτό το περιστατικό.  Επιπρόσθετα όταν την συνάντησαν δεν επεδίωξαν να της κάνουν κακό ούτε την αναζήτησαν από τότε.

 

Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε η αιτήτρια δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της.  Από τα όσα ισχυρίστηκε η αιτήτρια σε κάθε στάδιο εξέτασης του αιτήματός της, προκύπτει πως δεν πρόβαλε σαφείς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, με επαρκείς εξηγήσεις, λεπτομέρειες και πληροφορίες σχετικά με τον πυρήνα του αιτήματός της, ώστε να υπαχθεί στο προστατευτικό καθεστώς της έννοιας του «πρόσφυγα». Η αιτήτρια όφειλε να αναπτύξει ικανοποιητικά, περιγράφοντας συγκεκριμένα περιστατικά και προσωπικά βιώματα, τα οποία την κατέστησαν όπως ισχυρίζεται στόχο των κυβερνητικών δυνάμεων, ενέργεια στην οποία ωστόσο δεν προέβη. Η αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει με αξιοπιστία τους προβληθέντες ισχυρισμούς που θα την ενέτασσαν στον ορισμό του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Πρόσθετα, ορθά κρίθηκε από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στην αιτήτρια το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Ο λειτουργός της ΕΥΥΑ, έχοντας αποδεχθεί την καταγωγή της αιτήτριας, διεξήγαγε έρευνα για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στο Καμερούν και συγκεκριμένα στον τόπο καταγωγής της αιτήτριας (Kumba, Southwest Region), από την οποία προέκυψε ότι σύμφωνα με την τελευταία Έκθεση ACLED για την κατάσταση στο Νοτιοδυτικό Καμερούν, ο αντίκτυπος στην περιοχή μειώθηκε σημαντικά την τελευταία περίοδο αναφοράς (ερυθρό 71-72, του διοικητικού φακέλου) και κατέληξε πως δεν επικρατεί κατάσταση αδιάκριτης βίας στην εν λόγω περιοχή.

 

Ο λειτουργός της ΕΥΥΑ, λαμβάνοντας υπόψη τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, διαπίστωσε πως με βάση την κατάσταση ασφαλείας στην Νοτιοδυτική Επαρχία σε συνδυασμό με τα προσωπικά στοιχεία της αιτήτριας δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για παραχώρηση σε αυτήν  καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση διεξήγαγαν επαρκή έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για να αξιολογήσουν κατά πόσο η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν. Σε κάθε περίπτωση, διεξήγαγα έρευνα σε πρόσφατες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή καταγωγής και διαμονής της (Νοτιοδυτική Επαρχία).

 

Κατά την χρονική περίοδο 02/03/2023 – 02/03/2024 στη βάση δεδομένων ACLED[6] καταγράφηκαν, στην Νοτιοδυτική Επαρχία του Καμερούν, όπου βρίσκεται η πόλη Kumba, 92 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν συνολικά 175 ανθρώπινες ζωές. Τα 85 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 10 ταραχές (riots) που είχαν ως αποτέλεσμα 5 ανθρώπινες απώλειες, 7 διαμαρτυρίες (protests), 38 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) που είχαν ως αποτέλεσμα 97 ανθρώπινες απώλειες, 7 εκρήξεις/απομακρυσμένη βία (explosions/remote violence) που είχαν ως αποτέλεσμα 6 ανθρώπινες απώλειες και 30 μάχες (battles) που είχαν ως αποτέλεσμα 64 ανθρώπινες απώλειες. Από την ίδια βάση, προκύπτει πως στην πόλη Kumba κατά το ίδιο διάστημα έλαβαν χώρα μόλις 10 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία συνίσταντο σε 1 διαδήλωση, 4 μάχες, 2 ταραχές και 3 περιστατικά εξ αποστάσεως χρήσης βίας. Τα εν λόγω περιστατικά επέφεραν τον θάνατο συνολικά 12 ανθρώπων.

 

Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της Επαρχίας Southwest του Καμερούν σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2015 ανερχόταν στα 1,553,300 ενώ της πόλης Kumba σε 144,268 κατοίκους[7]. Λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω πληροφορία, καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή (97 ανθρώπινες απώλειες) δεν ανέρχεται σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι η Αιτήτρια θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής της.  

 

Από τα πιο πάνω δεδομένα, προκύπτει πως στην Νοτιοδυτική Επαρχία του Καμερούν οι μάχες είναι συγκεκριμένες και εκτυλίσσονται ανάμεσα στους αποσχιστές των Ambazonians και των κρατικών ενόπλων δυνάμεων. Η αιτήτρια δεν ανήκει σε κάποια από τις δύο αυτές ομάδες ούτε και της αποδόθηκε η ιδιότητα μέλους σε κάποια από τις δύο. Περαιτέρω, τα περιστατικά βίας αφορούν σε μεμονωμένα συμβάντα που δεν αντανακλούν την ύπαρξη γενικευμένης και διαρκούς βίας κατά παντός, ώστε να συνάγεται ο κίνδυνος σοβαρής βλάβης για έναν άμαχο πολίτη. Αλλά ούτε και στο πρόσωπο της αιτήτριας συγκεντρώνονται εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα την καθιστούσαν στόχο για μια εκ των δύο δυνάμεων.

 

Η αιτήτρια διατηρεί οικογενειακό δίκτυο στην Kumba καθότι εξακολουθούν να διαμένουν εκεί η μητέρα και η αδερφή της, οι οποίες διαβεβαίωσαν την αιτήτρια σε πρόσφατη επικοινωνία ότι είναι καλά και δεν διατρέχουν κίνδυνο. Η αιτήτρια παρέμεινε στην χώρα της δραστηριοποιούμενη μάλιστα στην πώληση φαγητού από το 2019 ανεμπόδιστα, ενώ η «αγγλόφωνη κρίση» είχε ήδη αρχίσει τρία χρόνια πριν, περί το 2016. Κατά το διάστημα παραμονής της στην Kumba ουδέποτε την προσέγγισε ξανά ο στρατός πέραν από μια φορά προς διευκρίνηση της εμπλοκής της με τους Ambazonians, την οποία και διέψευσε. Ομοίως, ουδέποτε ένιωσε ότι η ζωή της απειλείται από τους ίδιους τους Ambazonians, με τους οποίους δεν είχε επαφή. Συνεπώς, πρόκειται για ενήλικη γυναίκα, αρκούντως εκπαιδευμένη, με υποστηρικτικό δίκτυο, χωρίς ενδείξεις ευαλωτότητας, πλήρως ικανή για εργασία και χωρίς πολιτική εμπλοκή στα όσα διαδραματίζονται στην χώρα της. Από τα πιο πάνω δεν προκύπτει ότι αναμένεται να στοχοποιηθεί με κίνδυνο τη ζωή της σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν. 

 

Εκτός των ανωτέρω, θα πρέπει εκ του περισσού να αναφερθεί πως παρόλο που τα έγγραφα που προσκόμισε η αιτήτρια ενώπιον μου δεν τέθηκαν με αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας, δεν ενισχύουν με οποιονδήποτε τρόπο τον πυρήνα του αιτήματός της.  Τα έγγραφα που προσκόμισε η συνήγορος της αιτήτριας προς υποστήριξη των ισχυρισμών της,  δεν πληρούν τα εχέγγυα επικαιροποιημένης έρευνας, καθότι ανατρέχουν σε έτη προγενέστερα του 2020 και συνεπώς δεν αντικατοπτρίζουν την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας κατά το στάδιο έκδοσης της παρούσας. Αξιολογώντας ειδικότερα το δημοσίευμα του 2020 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ’) διαφαίνεται πως αφορά διάγγελμα του Προέδρου του Καμερούν, ο οποίος κάνει λόγο για την κατάσταση ασφαλείας και απευθύνεται σε όσους συνδέονται με τους αποσχιστές.

 

Αναφορικά με το προαναφερόμενο δημοσίευμα, δεν προκύπτει ότι αυτό αφορά την αιτήτρια, η οποία άλλωστε απέδειξε ότι ουδεμία σχέση είχε με την δράση των Ambazonians και η παροχή φαγητού σε έναν από αυτούς, συνίστατο σε τυχαίο περιστατικό εν αγνοία της για το οποίο λογοδότησε ήδη στον στρατό και διέψευσε την οποιαδήποτε συνειδητή σύμπραξη της προς τους αποσχιστές. Έκτοτε, όπως συνάγεται και από τις δηλώσεις της, ο στρατός δεν την ξαναπροσέγγισε και ουδέποτε συλλήφθηκε ή κατηγορήθηκε εκ νέου για το γεγονός που διαδραματίστηκε στη χώρα της.

 

Θα πρέπει βεβαίως να αναφερθεί πως τα Παραρτήματα Β και τα τρία δημοσιεύματα του Παραρτήματος Ε αναφέρονται επίσης στη γενική κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα της και δεν αφορούν προσωπικά την αιτήτρια, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πληροφορίες αυτές που αφορούν την κατάσταση ασφαλείας δεν αντικατοπτρίζουν τη σημερινή κατάσταση, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη και ούτως ή άλλως δεν αφορούν προσωπικά την αιτήτρια.

 

Επιπρόσθετα, το Παράρτημα Γ περιλαμβάνει ένορκη δήλωση της αδελφής της αιτήτριας , στην οποία ισχυρίζεται πως αναφέρει του λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε η αιτήτρια τη χώρα της.  Συγκεκριμένα στην ένορκη δήλωση αναφέρεται πως η αιτήτρια διατηρούσε εστιατόριο στην Kumba και πως γείτονές της διέρρευσαν πως μέλη των Ambazonians επισκέπτονταν το εστιατόριο.  Όπως δηλώνει οι κυβερνητικές δυνάμεις εισέβαλαν στο εστιατόριο και το έκαψαν εν τη απουσία της αιτήτριας.  Ισχυρίζεται πως το γεγονός αυτό, η αιτήτρια το πληροφορήθηκε τηλεφωνικώς.

 

Η πιο πάνω αναφορά, δεν ενισχύεται από οποιονδήποτε στοιχείο του διοικητικού φακέλου, προβάλλεται για πρώτη φορά κατά γενικό και αόριστο τρόπο και δεν τέθηκε ενώπιον μου με το ορθό δικονομικό διάβημα από την αιτήτρια για να μπορούσε να αντεξεταστεί επί τούτου και να διαφανεί πως προέκυψε ο ισχυρισμός αυτός και για πιο λόγο έγινε η σχετική ένορκη δήλωση το περιεχόμενο της οποίας είναι αντιφατικό με όσα η ίδια η αιτήτρια δήλωσε στη συνέντευξή της.  Η αιτήτρια στην προφορική της συνέντευξη που έλαβε χώρα στην Υπηρεσία Ασύλου δήλωσε πως ο στρατός την ενόχλησε στο σπίτι της προς διευκρίνιση του ζητήματος που προέκυψε και έκτοτε δεν της συνέβη οτιδήποτε ούτε την ενόχλησαν με οποιονδήποτε τρόπο.  Δήλωσε μάλιστα πως διατηρούσε το εστιατόριο της μέχρι και την αναχώρησή της από τη χώρα της τον Μάρτιο του 2020. 

 

Είναι ξεκάθαρο πως τα όσα διαφαίνονται στην σχετική ένορκη δήλωση, είναι εντελώς αντιφατικά με τα όσα δήλωσε η αιτήτρια και είναι επιπρόσθετα γενικά, αόριστα, ατεκμηρίωτα και δεν ενισχύουν με οποιονδήποτε τρόπο τον πυρήνα του αιτήματός της.  Τα πρόσφατα περιστατικά ασφαλείας στην πόλη Kumba, όπως εκτέθηκαν ανωτέρω, δεικνύουν πως δεν επικρατεί στην περιοχή κατάσταση εσωτερικής ενόπλου συρράξεως, επομένως η παρουσία της αιτήτριας στην περιοχή δεν διαφαίνεται πως θα την θέσει σε κίνδυνο. 

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βΒλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου διαπιστώνω πως το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και ο τρόπος αξιολόγησης του αιτήματος της αιτήτριας, είναι ορθός και έχει ως αποτέλεσμα, την ορθή και νόμιμη απόφαση.  Επιπρόσθετα, από την κατ’ ουσίαν εξέταση του αιτήματός της και την έρευνα που διεξήγαγα σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της, λαμβάνοντας υπόψη και το προφίλ της αιτήτριας, διαπίστωσα πως δεν διατρέχει οποιονδήποτε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.  Ως εκ τούτου, ο σχετικός προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Σε συνάρτηση με τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς η συνήγορος της αιτήτριας ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας.  Η δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

 

Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τον Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο πού βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).

 

Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).

 

Από το σύνολο των στοιχείων του διοικητικού φακέλου που έχω ενώπιόν μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97). Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Περαιτέρω, η συνήγορος της αιτήτριας στα πλαίσια των λόγων ακυρώσεως, διατείνεται πως το αρμόδιο όργανο κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ενήργησε υπό πλάνη περί τα πράγματα, κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και συγκεκριμένα του άρθρου 50 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος, Ν. 158(I)/1999.  Όπως ισχυρίστηκε, οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τους τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.

 

Πέραν των ανωτέρω η συνήγορος της αιτήτριας εισηγείται πως σε άλλες υποθέσεις που εκκρεμούν ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, αναγνωρίζεται στην έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου ότι υπάρχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στο Καμερούν, ενώ στην υπό εξέταση υπόθεση κατέληξαν πως δεν κινδυνεύει η αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν.  Η συνήγορος της αιτήτριας μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης προσθέτει πως ενόψει των αντιφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου σε ίδιες υποθέσεις (παραπέμπει η συνήγορος της αιτήτριας σε αριθμό προσφυγής που έχει καταχωρηθεί στο Δικαστήριο αλλά δεν έχει προσκομίσει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο επί τούτου) διαφαίνεται πως έλαβαν την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το καθεστώς πλάνης.  Όπως ισχυρίζεται η πραγματική πλάνη υφίσταται στις περιπτώσεις μη ύπαρξης στοιχείων που όφειλε το αρμόδιο όργανο να λάβει υπόψη του.

 

Είναι δεδομένο βεβαίως πως η συνήγορος της αιτήτριας, αναφέρεται σε υπόθεση που δεν έχω ενώπιον μου και που εν πάση περιπτώσει, δεν θα μπορούσε να διαφανεί ο οποιοσδήποτε αντιφατικός χειρισμός των υποθέσεων της Υπηρεσίας Ασύλου με αυτό τον τρόπο.  Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί πως η κάθε υπόθεση έχει διαφορετικά πραγματικά περιστατικά και η έρευνα βασίζεται στα περιστατικά της κάθε περίπτωσης και λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τη χώρα καταγωγής του κάθε αιτητή, αλλά και τον τόπο διαμονής του και το περιθώριο μετεγκατάστασής του σε περίπτωση που αυτό κριθεί αναγκαίο.  Επισημαίνω μάλιστα πως το Δικαστήριο ως Δικαστήριο ex nunc δικαιοδοσίας το οποίο δύναται, να εξετάσει νέα στοιχεία, έχει τη δυνατότητα να εξετάσει την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα της αιτήτριας, πράγμα που συνέβη στα πλαίσια εξέτασης του πρώτου νομικού ισχυρισμού, αλλά και ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί πως το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για την ύπαρξη πλάνης το έχει ο αιτητής (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267).  Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν στοιχειοθετείτε επαρκώς από την αιτήτρια και είναι γενικόλογος.  Από τους ισχυρισμούς της ευπαίδευτης συνηγόρου της αιτήτριας, δεν στοιχειοθετείτε οποιουδήποτε είδους πλάνη, τόσο ως προς την διαδικασία που ακολουθήθηκε, όσο και ως προς τα συμπεράσματα τα οποία κατέληξε η Υπηρεσία Ασύλου με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιον της, αλλά ούτε και ως προς τα γεγονότα που έλαβε η Υπηρεσία Ασύλου υπόψη της. 

 

Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείτε όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. Σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» (Τόμος 2, 14η έκδοση, 2011, σελίδες 136, 137, παράγραφοι 510 και 511).  Η αιτήτρια δεν παραπέμπει σε γεγονότα τα οποία οι καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη με αποτέλεσμα να αποφασίσουν κατά πλάνη περί τα πράγματα.  Στη βάση των ανωτέρω, είναι προφανές πως δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός της αιτήτριας περί πραγματικής πλάνης ή/και οποιασδήποτε άλλης ουσιώδους πλάνης και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια και υπήρξε η δέουσα αιτιολόγηση εκ μέρους του αποφασίζοντος οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού της ΕΥΥΑ, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας.

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] UK – Home Office – Country Policy and Information Note, Cameroon: North-West/South-West crisis, December 2020, https://assets.publishing.service.gov.uk/media/5fd7999ce90e07662d2a2de6/Cameroon_-_North-West_South-West_crisis_-_CPIN_-_v2.0_.pdf 

[2] Republic of Cameroon – Presidency of the Republic, Head of State’s New Year Message to the Nation – 31 December 2020, https://www.prc.cm/en/news/speeches-of-the-president/4835-head-of-state-s-new-year-message-to-the-nation-31-december-2020 

[3] Republic of Cameroon – Presidency of the Republic, Head of State’s New Year Message to the Nation – 31 December 2017, https://www.prc.cm/en/news/13-speeches/2623-head-of-state-s-end-of-year-message-to-the-nation 

[4] Republic of Cameroon – Presidency of the Republic, Head of State’s New Year Message to the Nation – 31 December 2018, https://www.prc.cm/en/news/speeches-of-the-president/3280-head-of-state-s-new-year-message-to-the-nation-31-december-2018

[5] Republic of Cameroon – Presidency of the Republic, Head of State’s New Year Message to the Nation – 31 December 2019, https://www.prc.cm/en/news/speeches-of-the-president/4058-head-of-state-s-new-year-message-to-the-nation-31-december-2019

[6] ACLED https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard  

[7] City Population, Cameroon, Southwest Region, https://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο