ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 483/2024

 

18 Απριλίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

R.L.A.,

από Καμερούν

                          Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπουργείου Εσωτερικών, Υπηρεσίας Ασύλου

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

 

ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15.03.2024

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Α. Σιάλαρος

Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: A. Φιλίππου (κος) για Ν. Ιερωνυμίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

(ex tempore)

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο προσφυγή καταχωρίστηκε στις 14.02.2024 και ορίστηκε για πρώτη εμφάνιση στις 12.03.2024. Ωστόσο κατά την εν λόγω ημερομηνία, ο δικηγόρος του Αιτητή δεν εμφανίστηκε, ενώ περαιτέρω εντός του δικαστηριακού φακέλου δεν υπήρχε η ένορκη δήλωση επίδοσης της προσφυγής. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη το Δικαστήριο αποφάσισε ως ακολούθως:  

 

«Η υπόθεση αυτή ήταν ορισμένη ενώπιόν μου στις 10.30. Η ώρα είναι 11.40 και παρά ταύτα ούτε ο Αιτητής αλλά ούτε και ο συνηγόρος του είναι σήμερα παρών στο Δικαστήριο. Κυρίως όμως, παρατηρώ ότι από το φάκελο του Δικαστηρίου δεν προκύπτει να έχει επιδοθεί η παρούσα, παρά το γεγονός ότι αυτή καταχωρίστηκε στις 14.02.2024 και σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(γ) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), η προσφυγή επιδίδεται εντός επτά (7) ημέρων από την ημερομηνία καταχώρισης της και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την πιο πάνω προθεσμία θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και απορρίπτεται, εκτός αν άλλως ήθελε ορίσει το Δικαστήριο. Φρονώ συνεπώς, ενόψει της μη επίδοσης της αλλά και της μη εμφάνισης του Αιτητή για να δώσει λόγο για την μη επίδοση αυτής, ότι υπάρχει πρόθεση για εγκατάλειψη της προσφυγής αυτής και ως εκ τούτου η προσφυγή απορρίπτεται λόγω μη προώθησης χωρίς καμία διαταγή για έξοδα, ενόψει και της μη επίδοσής της».

 

Τρεις (3) μόλις ημέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 15.03.2024, καταχωρίστηκε εκ μέρους του Αιτητή, η υπό εξέταση αίτηση με την οποία επιζητά διάταγμα για επαναφορά της προσφυγής στο πινάκιο του Δικαστηρίου. Την αίτηση συνοδεύει η ένορκη δήλωση, ίδιας ημερομηνίας, του κ. Σιάλαρου, δικηγόρου του Αιτητή. Ως ο κ. Σιάλαρος εξηγεί, η ανάγκη άμεσης καταχώρισης της αίτησης, επέβαλε την καταχώριση της ένορκης δήλωσης από τον ίδιο και όχι από τον Αιτητή, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση η ένορκη δήλωση θα έπρεπε να είχε μεταφραστεί, διαδικασία η οποία θα καθυστερούσε την καταχώριση της. Εξηγεί επιπλέον, ότι ως εκ των συνθηκών, δεν υπήρχε άλλη οδός, από την καταχώριση της ένορκης δήλωσης από τον ίδιο, καθώς είναι ο μοναδικός εργαζόμενος στο γραφείο του, ενώ δεν υπήρχαν χρονικά περιθώρια εξεύρεσης άλλου συναδέλφου ο οποίος να διοριστεί για χειρισμό της υπόθεσης αυτής. Ως προς την ουσία της αίτησής του, εξηγεί ότι η επίδοση της προσφυγής έλαβε χώρα στις 29.02.2024 και απεστάλη προς το γραφείο του κ. Σιάλαρου στη Λάρνακα από τον ιδιώτη επιδότη, στις 05.03.2024. Την ένορκη δήλωση επίδοσης, επισυνάπτει ως Τεκμήριο 1. Ως περαιτέρω εξηγεί, παρά την επίδοση της προσφυγής, η ημερομηνία ορισμού εκ παραδρομής και αποκλειστικά λόγω καλόπιστου λάθους, δε σημειώθηκε στο ημερολόγιο του κ. Σιάλαρου με αποτέλεσμα να μην υπάρξει εμφάνιση κατά την επίδικη δικάσιμο της 12ης Μαρτίου 2024. Δύο ημέρες αργότερα, ήτοι στις 14.03.2024, ο κ. Σιάλαρος, κατά την επιθεώρηση του φακέλου της υπόθεσης που διατηρεί στο γραφείο του, συνειδητοποίησε το λάθος και ότι είχε παρέλθει η ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης. Ακολούθως, ο κ. Σιάλαρος περιγράφει τις ενέργειες στις οποίες ο ίδιος προσέτρεξε προκειμένου να καταχωρίσει άμεσα και χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση την υπό εξέταση αίτηση.

 

Σημειώνεται ότι η επίδικη αίτηση καταχωρίστηκε μονομερώς στις 15.03.2024, ωστόσο αυτή ορίστηκε απευθείας από το Πρωτοκολλητείο για ακρόαση στις 04.04.2024. Κατά την προετοιμασία των εβδομαδιαίων πινακίων, το Δικαστήριο διαπίστωσε πως επρόκειτο για μονομερή αίτηση και κάλεσε τον Αιτητή όπως εμφανιστεί ενώπιόν του στις 28.03.2024, οπόταν κατ’ εκείνη την ημερομηνία, έδωσε οδηγίες για επίδοση της αίτησης αυτής στους Καθ’ ων η αίτηση προκειμένου να τοποθετηθούν επί αυτής.

 

Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή την υποβληθείσα αίτηση καθώς και την ένορκη δήλωση που συνοδεύει αυτήν. Επισημαίνω ότι με σχετικό ηλεκτρονικό μήνυμα ημερ. 15.04.2024 ο κ. Ιερωνυμίδης εκπροσωπώντας τους Καθ’ ων η αίτηση, ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι δε θα φέρει ένσταση στο υποβληθέν αίτημα. Παρά ταύτα βεβαίως, το Δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει την αίτηση αυτή, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια υπό το φως των νομολογημένων αρχών. Τούτο λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός πως, ως η νομολογία καταδεικνύει, στην εξουσία του Δικαστηρίου για επαναφορά απορριφθείσας προσφυγής, έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική της λειτουργία στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

 

Όσον αφορά τις αρχές που ορίζουν το πλαίσιο εντός του οποίου εξετάζεται αίτηση αυτής της φύσεως, αυτές τέθηκαν με σαφήνεια από τον Τριανταφυλλίδη, Π., στην Tsingi vRepublic (1984) 3 C.L.R. 1262, και ακολουθήθηκαν σε άλλες πρωτόδικες αποφάσεις Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, προσφυγή η οποία απορρίπτεται χωρίς να εξεταστεί κατ΄ ουσίαν, λόγω έλλειψης προώθησης, θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα.  Δυνατόν όμως να επαναφερθεί αν και εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπήρξε στην πραγματικότητα πρόθεση εγκατάλειψης, αντίκριση προκύπτουσα ως εκ της φύσης της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, θέση που υιοθετήθηκε και στην Σταυρινάκης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5663/2013, Απόφαση Ολομέλειας, 24.02.2014, αλλά και σε προηγούμενες αποφάσεις τόσο της Ολομέλειας, όσο και πρωτόδικων Δικαστηρίων, στις οποίες έγινε αναφορά[1]. Ως οι νομολογιακές κατευθύνσεις, κατά την εξέταση αίτηση επαναφοράς προσφυγής, το Δικαστήριο διερευνά κατά πόσο πράγματι δεν υπήρξε αυτό που είχε θεωρηθεί από το Δικαστήριο ως πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής (AJET Aviation Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 135/07, 30.01.2008).

 

Το αν υπήρξε ή όχι πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής εξαρτάται από τα στοιχεία που θα τεθούν ενώπιόν του Δικαστηρίου, ακόμα και από τις σχετικές λεπτομέρειες (Μούντη Κοντοπούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 21/17, 12.10.2018).

 

Δεύτερο κατά σειρά κριτήριο, το οποίο ωστόσο συνδέεται με το πρώτο, είναι ο εύλογος χρόνος καταχώρισης της αίτησης επαναφοράς, αφού ως επιγραμματικά σημειώνεται στη νομολογία «λειτουργεί βεβαίως υπέρ του Αιτητή η σπουδή με την οποία καταχώρισε την αίτηση επαναφοράς» (Matanes v. Δημοκρατίας, υπ. αρ. 540/12, 30.11.2012).

 

Εξετάζοντας τα δεδομένα και γεγονότα που περιστοιχίζουν την υπό εξέταση περίπτωση και υπό το φως της ανωτέρω νομολογίας, φρονώ ότι η όλη συμπεριφορά του Αιτητή στη βάση και του όλου ιστορικού της υπόθεσης δε θεμελιώνει πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής του. Επισημαίνω, ότι ο κύριος λόγος απόρριψης της προσφυγής αυτής, λόγω μη προώθησης, ως προκύπτει και από το προαναφερθέν περιεχόμενο του πρακτικού του Δικαστηρίου ημερ. 12.03.2024, ήταν η μη επίδοση της προσφυγής. Δεν παραγνωρίζω βεβαίως το γεγονός ότι υποχρέωση του δικηγόρου να εμφανιστεί κατά τη δικάσιμο είναι εγγενής και το βάρος που επωμίζεται σοβαρό, σχετίζεται δε άμεσα με την απονομή της δικαιοσύνης ως ζήτημα ουσίας[2].

 

Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτό που αρχικώς είχε θεωρήσει το Δικαστήριο ως πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής, ήτοι η μη επίδοση της, έχει καταδειχθεί πως δεν υφίσταται τελικώς, αφού ως προκύπτει από το Τεκμήριο 1 της ένορκής δήλωσης, η προσφυγή είχε εμπροθέσμως επιδοθεί, φρονώ πως πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για επαναφοράς της προσφυγής.

 

Ως εκ τούτου, η αίτηση εγκρίνεται και εκδίδεται διάταγμα επαναφοράς της προσφυγής χωρίς καμία διαταγή για έξοδα.

 

 

Ε. ΡήγαΔ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Rousos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119 και Σωματείο Μεταφ. ΣΕΚ κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 1.

[2] Βλ. Ξενοφώντος ν. Χατζηαράπη (1999) 3 Α.Α.Δ. 221 και Βαρδιάνος ν. Richards (1998) 1 Α.Α.Δ. 698.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο