ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: ΔΚ 5/24

30 Απριλίου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

 

Μεταξύ:

 

Μ. Α.

Αιτητού

 και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

                                          Υπουργού Εσωτερικών                        Καθ’ ου η αίτηση

 …………………….

 

(κ.) Α. Σαβεριάδης, για τον Αιτητή

 

(κα) Μ. Φιλίππου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:

  «(Α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, ημερ.19/01/2024 για την έκδοση εναντίον του Αιτητή διατάγματος κράτησης, είναι άκυρη, παράνομη, καταχρηστική και/ή αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

(Β) Διαζευκτικά προς το Α: Απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται ως παράνομη η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 19/01/2024 για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του Αιτητή, και με την οποία να διατάζονται εναλλακτικά μέτρα εναντίον του Αιτητή και όχι μέτρα κράτησης, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.

(Γ) Διάταγμα άμεσης απελευθέρωσης του Αιτητή

(Δ) Οιανδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε κρίνει ορθή και δίκαια υπό τις περιστάσεις το Σεβαστό Δικαστήριο

(Ε) Έξοδα»

 

 

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης όπως προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ’ ων  η αίτηση, τις γραπτές αγορεύσεις εκατέρωθεν των μερών και το διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

2.             Ο Αιτητής κατάγεται από τη Συρία. Περί τις 25.10.2023 εισήλθε στη Δημοκρατία και περί τις 10.11.2023 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, της οποίας η εξέταση μέχρι και επί του παρόντος εκκρεμεί. Με επιστολή του ημερομηνίας 4.12.2023, η οποία φέρει το χαρακτηρισμό «απόρρητο», ο Διοικητικής της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Αστυνομίας Κύπρου (στο εξής: η Διοικητής), με επιστολή του προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής: η Διευθύντρια), την ενημέρωσε ότι σύμφωνα με πληροφορίες  ο Αιτητής φέρεται να πολεμούσε στο πλευρό των Τζιχαντιστών στη Συρία και ότι είναι συνεργάτης ξένης στρατιωτικής δύναμης εχθρικής προς τη Δημοκρατία και εισηγείται την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης για λόγους δημοσίας τάξεως. Στις 8.12.20223 εκδόθηκε διάταγμα κράτησης εναντίον του Αιτητή για λόγους δημοσίας τάξεως δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) των περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος). Στις 19.1.2024, εκδόθηκε εναντίον του Αιτητή νέο διάταγμα κράτησης, δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, για λόγους δημοσίας τάξεως και εθνικής ασφάλειας. Της σιωπηρής ανάκλησης του προϊσχύοντος διατάγματος ημερομηνίας 8.12.2023 και της έκδοσης του ισχύοντος διατάγματος ημερομηνίας 19.1.2024, προηγήθηκε επιστολή του Διοικητή προς τη Διευθύντρια, με την οποία ο πρώτος εισηγείται την επανέκδοση του διατάγματος κράτησης εναντίον του Αιτητή και στη βάση του κινδύνου προς την εθνική ασφάλεια.  Εναντίον του τελευταίου διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 19.1.2024, ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή.

 

Νομικοί ισχυρισμοί

3.             Ο Αιτητής προωθεί με τη γραπτή του αγόρευση τους ακόλουθους λόγους προσφυγής. Υποστηρίζει ότι το επίδικο διάταγμα παραβιάζει το Άρθρου 11 του Συντάγματος (δικαίωμα στην ελευθερία)και το άρθρο 9Δ του περί Προσφύγων Νόμου (Διαμονή και ελευθερία διακίνησης). Ο Αιτητής ισχυρίζεται συναφώς ότι αυτός κρατείται για λόγους δημοσίας τάξεως, χωρίς εντούτοις να υφίσταται οποιαδήποτε μαρτυρία εναντίον του και χωρίς σε κάθε περίπτωση να έχει κληθεί να δώσει μαρτυρία στο πλαίσιο οποιασδήποτε έρευνας. Δεν προκύπτει κατά τον ίδιο γιατί θεωρείται ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για την κοινωνία του κράτους στο οποίο βρίσκεται. Υποβάλλει δε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του σε ακρόαση κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Του επίδικου διατάγματος δεν προηγήθηκε εξάλλου σύμφωνα με τον Αιτητή η δέουσα έρευνα καθώς δεν προκύπτει κάποιο στοιχείο, στο οποίο να εδράζεται το συμπέρασμά των Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής αποτελεί μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης. Κατ’ επέκταση η επίδικη απόφαση ως εισηγείται δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη. Σε κάθε περίπτωση, ο Αιτητής εισηγείται ότι ούτε και η αρχή της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας έτυχε εφαρμογής εν προκειμένω, καθώς δεν επεξηγούν οι Καθ’ ων η αίτηση για ποιο λόγο αποκλείστηκε η επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων αντί του μέτρου της κράτησης.  

 

4.             Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται του επίδικου διατάγματος και υποστηρίζουν ότι αυτού  προηγήθηκε δέουσα έρευνα και ότι είναι δεόντως αιτιολογημένο. Επισημαίνουν προς τούτο ότι σύμφωνα με επιστολή του Διοικητή ο Αιτητής φέρεται να συμμετείχε σε θέματα τρομοκρατίας και ειδικότερα σε επεισόδια στη Συρία πριν αναχωρήσει για την Τουρκία και στη συνέχεια από εκεί για τη Δημοκρατία. Κατόπιν της παράθεσης του συναφούς νομοθετικού πλαισίου, οι Καθ’ ων η αίτηση εισηγούνται ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω παράβαση του Άρθρου 11 του Συντάγματος καθώς το επίδικο διάταγμα εκδόθηκε με βάση το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου όπου η κράτηση κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στην εν λόγω διάταξη. Αποτελεί δε εισήγησή τους ότι στην περίπτωση του Αιτητή δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί λιγότερο επαχθές μέτρο, το οποίο να είναι επαρκές και αποτελεσματικό. Παραπέμπουν εξάλλου στο λεκτικό του ίδιου του επίδικου διατάγματος επαναλαμβάνοντας ότι ο Αιτητή δικαιολογημένα κρίθηκε επικίνδυνος και ότι σε περίπτωση που επιβάλλονταν εναντίον του άλλα μέτρα δυνατό να προκληθεί ζημία σε ανθρώπινες ζωές και γενικότερα στη δημόσια τάξη.

 

To νομικό πλαίσιο

5.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως:

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

6.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

7.             Το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η επίδικη πράξη, ορίζει τα ακόλουθα (η έμφαση είναι δική μου)

«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητας του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

[…]

(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·

[…]

(3)  Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -

(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,

(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,

(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,

(δ) επιτήρηση από επόπτη.

(4)(α) Η κράτηση αιτητή έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διαρκεί μόνο για όσο διάστημα ισχύει λόγος κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2).

(β) Οι διοικητικές διαδικασίες που συνδέονται με λόγο κράτησης που προβλέπεται στο εδάφιο (2) εκτελούνται χωρίς περιττές καθυστερήσεις. Καθυστερήσεις των διοικητικών διαδικασιών που δεν μπορούν να αποδοθούν στο αιτητή δεν δικαιολογούν την συνέχιση της κράτησης.

(5) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο διάταγμα παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους βάσει των οποίων εκδίδεται και αντίγραφό του επιδίδεται στον επηρεαζόμενο αιτητή.

(6)(α) Το διάταγμα κράτησης υπόκειται σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Άρθρου και υπό τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες το εν λόγω Άρθρο επιτρέπει τέτοια προσφυγή.[...]

(8) Ο Υπουργός ενημερώνει αμέσως και γραπτώς κάθε υπό κράτηση αιτητή, σε  γλώσσα που ο τελευταίος είτε κατανοεί είτε εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, για τους  λόγους κράτησης, για τις δικαστικές διαδικασίες που αναφέρονται στα εδάφια (6) και  (7) και για τη δυνατότητα αίτησης περί δωρεάν νομικής αρωγής και εκπροσώπησης στα πλαίσια αυτών των διαδικασιών σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο.[…]»

8.             Η πιο πάνω διάταξη ενσωματώνει στην ημεδαπή έννομη τάξη τα άρθρα 8 και 9 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (Οδηγίας 2013/33/ΕΕ). Εν προκειμένω δεν εγείρεται οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ορθότητας της μεταφοράς της εν λόγω Οδηγίας και ως αποτέλεσμα αυτής της ενσωμάτωσης, εφαρμοστέες είναι καταρχήν οι εθνικές διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου.

 

9.             Από το πλέγμα των πιο πάνω διατάξεων, προκύπτει η βασική αρχή ότι ένας αιτητής ασύλου δεν μπορεί να κρατείται μόνο εξ αυτής του της ιδιότητας.

 

10.          Εντούτοις, στην περίπτωση που συντρέχει ένας εκ των λόγων που εξαντλητικά αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας είναι επιτρεπτή [Βλ. συναφώς αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2020, FMS, C-924/19 PPU και 925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 250 και της 30ης Μαΐου 2013, Mehmet Arslan, C‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59].

 

11.          Εν προκειμένω, ο Υπουργός Εσωτερικών, δύναται ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να εκδώσει γραπτό διάταγμα σε σχέση με τον αιτητή, όταν τούτο απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·

 

12.          Ειδικώς, αναφορικά με την επιβολή του μέτρου της κράτησης για λόγους εθνικής ασφάλειας ή/ και δημοσίας τάξεως, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ), αποφάνθηκε ότι το άρθρο 8 παράγραφος 3 στοιχείο ε) (αντίστοιχη διάταξη του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία ερμηνεύεται υπό τα φως της εν λόγω ενωσιακής διάταξης) συνιστά περιορισμό του δικαιώματος στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη της ΕΕ (το οποίο έχει την ίδια έννοια και εμβέλεια με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ) (Βλ. Aπόφαση της 28ης Απριλίου 2011, υπόθεση C-61/11 PPU, Hassen El Dridi, ECLI:EU:C:2011:268). Ειδικότερα, επιβεβαιώθηκε το κύρος του άρθρου 8 παράγραφος 3 στοιχείο ε) υπό το πρίσμα του άρθρου 6 του Χάρτη της ΕΕ. Επιπλέον, όπως έχει νομολογιακά ερμηνευθεί, όσον αφορά στον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει «πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους» (Βλ. Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 15ης Φεβρουαρίου 2016, Υπόθεση C-601/15 PPU, J. N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ECLI:EU:C:2016:84, σκέψη 67 και Απόφαση του Δικαστηρίου  της 2ας Ιουλίου 2020, Υπόθεση C-18/19,  WM κατά Stadt Frankfurt am Main, ECLI:EU:C:2020:130).

 

13.          Επιπροσθέτως, ως προς την κράτηση του αιτούντος άσυλο για λόγους δημοσίας τάξεως, επισημαίνεται ότι τόσο σύμφωνα με τη νομολογία του ΔΕΕ όσο και των εθνικών δικαστηρίων, τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια να καθορίσουν τις περιπτώσεις που κρίνουν ως αναγκαία την κράτηση αιτούντος άσυλο για προστασία της δημόσιας τάξης. Παραπέμπω συναφώς και σε απόσπασμα της απόφασης της αδελφής μου Δικαστού κ. Χ. Μιχαηλίδου, στην υπόθεση αρ.: ΔΚ 3/20, M.I.P. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 6.2.2020 και στην εκεί μνημονευόμενη νομολογία (Βλ. επίσης Απόφαση στην υπόθεση αρ.: ΔΚ 34/21. S.S. v.  Δημοκρατίας, μέσω του Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 19.5.2021):

 

«Θα πρέπει να αναφερθεί πως η Οδηγία 2013/33/ΕΕ, παρόλο που επιτρέπει την κράτηση αιτητή ασύλου στα πλαίσια του άρθρου 8 (3) (ε), δεν ερμηνεύει την έννοια «δημόσια τάξη». Η σημασία της έννοιας της δημόσιας τάξης πρέπει να ερμηνευθεί λαμβάνοντας υπόψη το γράμμα της διάταξης στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης, του σκοπού που περιλαμβάνει η διάταξη στην οποία εντάσσεται η έννοια της δημόσιας τάξης, του ιστορικού της θέσπισης της ρύθμισης αλλά (βλ. ενδεικτικά C-373/13, H.T. κατά Land Baden-Wurttemberg, ημερομηνίας 24/6/2015, σκέψεις 57, 58) και στη βάση της νομολογίας του ΔΕΕ, η οποία δίδει ερμηνεία στην έννοια δημόσια τάξη στα πλαίσια βέβαια άλλων Οδηγιών.  Η ερμηνεία που δίδεται ισχύει επίσης και για την Οδηγία 2013/33/ΕΕ (C-601/15, J.N. κατά Staatssekretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016, σκέψη 47).

 

Κρίθηκε από το ΔΕΕ, στην απόφαση C-601/15, J.N. κατά Staatssekretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15/2/2016, σκέψη 68, πως ο νομοθέτης θεσπίζοντας το άρθρο 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, τήρησε δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος του αιτούντα στην ελευθερία και των απαιτήσεων της προστασίας της δημόσιας τάξης, εφόσον βέβαια η χρήση της διάταξης αυτής γίνεται με ορθό τρόπο από τα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχουν την ευχέρεια να καθορίζουν τα ίδια τις απαιτήσεις για την ασφάλεια του κράτους τους και να θέτουν τις ανάγκες τους προσδιορίζοντας τι μπορεί να αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη (βλ. C-554/13, Z. Zh. Κατά Staatssecretaris van Veilgheid en Justice, στο εξής: «Z. Zh.», ημερομηνίας 11/6/2015, σκέψη 48).

 

Όπως προκύπτει από τη νομολογία του ΔΕΕ, το κράτος έχει μεν την ευχέρεια να καθορίζει τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης, όμως δεν έχει τη δυνατότητα να στηριχθεί σε μία γενική πρακτική για τη διαπίστωση της απειλής της δημόσιας τάξης. Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει μία συγκεκριμένη ερμηνεία για την έννοια της δημόσιας τάξης από τα κράτη μέλη, ούτε μπορούν τα κράτη μέλη να καθορίσουν συμπεριφορές που θεωρούν ότι αποτελούν κίνδυνο για την δημόσια τάξη, εφόσον η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εκτιμάται στη βάση των δικών της περιστατικών, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που σκιαγραφούν το πρόσωπο του αιτητή ασύλου.».

 

14.          Κρίνεται επιπλέον σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο απόσπασμα της απόφαση του ΔΕΕ C‑601/15 PPU, J. N. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 15.2.2016 (σκέψεις 66 έως 69) (η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

«65      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας [αποφάσεις Zh. και O., C‑554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθώς και T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, […]

67      Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79).

68      Το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας δεν παρίσταται δυσανάλογο ούτε σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Ως προς το σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι στη διάταξη αυτή γίνεται ισόρροπη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως, και, αφετέρου, της επεμβάσεως στο δικαίωμα στην ελευθερία την οποία συνιστά μέτρο κρατήσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψεις 72 και 77).

69      Πράγματι, μέτρα κρατήσεως μπορούν να θεμελιωθούν στη διάταξη αυτή μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία

15.          Από τα ανωτέρω διαπιστώνεται ότι ναι μεν εναπόκειται στο εκάστοτε κράτος μέλος να καθορίσει τι αποτελεί κίνδυνο στη δημόσια τάξη του και στη εθνική ασφάλεια, εντούτοις η κρίση αυτή για κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξετάζεται σε εξατομικευμένη βάση. Επομένως, απαιτείται η αξιολόγηση της ατομικής συμπεριφοράς του συγκεκριμένου αιτούντος εναντίον του οποίου λαμβάνεται το μέτρο της κράτησης και επιπλέον να διαπιστωθεί ότι η εν λόγω συμπεριφορά οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω συμπεριφορά αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.

 

16.          Περαιτέρω καθοδήγηση ως προς την αξιολόγηση των προσωπικών περιστάσεων του εκάστοτε αιτούντος δίδεται στην απόφαση του ΔΕΕ στην C‑554/13, Z. Zh. και Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie, ημερομηνίας 11.6.2015, η οποία εξετάζει την έννοια της «δημόσιας τάξης» στο πλαίσιο της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, όπου αναφέρονται τα εξής (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«50      Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να εκτιμά τον «κίνδυνο για τη δημόσια τάξη», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, κατά περίπτωση, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας συνιστά πραγματικό και ενεστώτα κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Όταν το κράτος μέλος στηρίζεται σε γενική πρακτική ή σε οποιοδήποτε τεκμήριο για τη διαπίστωση ενός τέτοιου κινδύνου χωρίς να λαμβάνει δεόντως υπόψη την προσωπική συμπεριφορά του υπηκόου και τον κίνδυνο που η συμπεριφορά αυτή εγκυμονεί για τη δημόσια τάξη, το κράτος μέλος αθετεί την υποχρέωση εξατομικευμένης εξετάσεως της επίμαχης περιπτώσεως και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι υπήκοος τρίτης χώρας είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα δεν μπορεί, αυτό καθ’ εαυτό, να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι ο υπήκοος αυτός αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115.

 

51.             Πρέπει, εντούτοις, να διευκρινιστεί ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη σε περίπτωση ποινικής καταδίκης, ακόμη κι αν αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, όταν η καταδίκη αυτή, εκτιμώμενη από κοινού με άλλες περιστάσεις που αφορούν την κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου, δικαιολογεί τη διαπίστωση αυτή. Το γεγονός ότι μια ποινική καταδίκη δεν έχει καταστεί αμετάκλητη δεν εμποδίζει, συνεπώς, το κράτος μέλος να επικαλεστεί την παρέκκλιση του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115. […]

 

52.             Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της έννοιας αυτής, έχει σημασία κάθε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που αφορά την κατάσταση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, το οποίο μπορεί να αποσαφηνίσει το ζήτημα εάν η προσωπική συμπεριφορά του συνιστά τέτοιου είδους απειλή.

 

53.                  Συνεπώς, στην περίπτωση υπηκόου που είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα, μεταξύ των στοιχείων που έχουν συναφώς σημασία συγκαταλέγονται η φύση και η σοβαρότητα της πράξεως αυτής καθώς και ο χρόνος που παρήλθε από την τέλεσή της.».

 

17.          Στην απόφαση του ΔΕΕ στις υποθέσεις C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri κατά Land Baden-Württemberg, ημερομηνίας 29.4.2004, σκέψη 67, λέχθηκε ότι: «[…] η εξαίρεση για λόγους δημοσίας τάξεως πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, με αποτέλεσμα η ύπαρξη ποινικής καταδίκης να μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως […]».

 

18.          Στην Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Προσφυγή υπ. αρ. 718/12, Stoyanov v. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26.2.14, στην οποία σημειώνεται ότι επίδικη ήταν η κήρυξη ατόμου ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του σχετικού περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και όχι κράτηση για λόγους δημοσίας τάξεως, το Ανώτατο Δικαστήριο, παραπέμποντας σε συναφή νομολογία, ανέφερε τα εξής, τα οποία, τηρουμένων των αναλογιών, καθότι η παρούσα - που αφορά την ελευθερία του ατόμου - είναι έτι σοβαρότερη, θεωρώ ότι βρίσκουν εφαρμογής και εδώ:

 

«Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο.  Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία.  Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.».  Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία.  Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).».

 

19.          Οι πιο πάνω αρχές επιβεβαιώνονται εξάλλου και στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑72/22 PPU, Μ.Α., ημερ. 30.6.2022, ECLI:EU:C:2022:505:

 

« Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία που δίδει η νομολογία του Δικαστηρίου στις έννοιες «εθνική ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» όπως οι έννοιες αυτές χρησιμοποιούνται σε άλλες οδηγίες, ερμηνεία η οποία ισχύει επίσης και για την οδηγία 2013/33 (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 64).

 

87      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

88      Όσον αφορά την έννοια «εθνική ασφάλεια», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (πρβλ. απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

89      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η απειλή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξης μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κράτησής του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 67).».

 

20.          Περαιτέρω, συνάγεται από τις πιο πάνω διατάξεις ότι η κράτηση συνιστά το έσχατο μέτρο. Με άλλα λόγια, η κράτηση του αιτούντος διεθνή προστασία θα πρέπει να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

 

20.          Οι βασικές αυτές αρχές ως αναγκαίο μέτρο της απόφασης κράτησης του αιτούντος διεθνή προστασία διατυπώνονται και στο προοίμιο της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ [15η αιτιολογική σκέψη], όπου αναφέρονται τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

«Η κράτηση των αιτούντων θα πρέπει να εφαρμόζεται σύμφωνα με τη βασική αρχή ότι ένα πρόσωπο δεν θα πρέπει να κρατείται απλώς και μόνον επειδή επιζητεί διεθνή προστασία, ιδίως σύμφωνα με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις των κρατών μελών και το άρθρο 31 της σύμβασης της Γενεύης. Η κράτηση αιτούντων θα πρέπει να είναι δυνατή μόνον σε σαφώς καθορισμένες, εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και να διέπεται από την αρχή της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας όσον αφορά τόσο τον τρόπο όσο και τον σκοπό της εν λόγω κράτησης. Σε περίπτωση που ένας αιτών τελεί υπό κράτηση, ο αιτών θα πρέπει να έχει αποτελεσματική πρόσβαση στις αναγκαίες διαδικαστικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα προσφυγής ενώπιον εθνικής δικαστικής αρχής.».

21.          Οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας υπαγορεύουν την ύπαρξη ισορροπίας μεταξύ του περιοριστικού μέτρου, δηλαδή της κράτησης, και του νόμιμου σκοπού που το μέτρο αυτό επιδιώκει να επιτύχει, εν προκειμένω την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης. Η εφαρμογή των εν λόγω αρχών αποκλείει την αυθαιρεσία από την πλευρά του κράτους [Βλ. αποφάσεις της 14ης Σεπτεμβρίου 2017, Κ. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, C-18/16, EU:C:2017:680, σκέψη 37 και ΔΔΔΠ Υπόθεση αρ. ΔΚ 30/2020, Ι.Μ. ν Δημοκρατίας, ημερ. 1.9.2020].

 

22.          ‘Ετερη σημαντική παράμετρος της έκδοσης του διατάγματος κράτησης συνιστά η απαίτηση όπως η κράτηση διατάσσεται εγγράφως και το διάταγμα κράτησης να παραθέτει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους αυτό βασίζεται. Η τήρηση της υποχρέωσης συναρτάται με τη δυνατότητα αφενός, του ενδιαφερόμενου να έχει πλήρη γνώση όλων των σχετικών στοιχείων με την υπόθεσή του και αφετέρου, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης (Βλ. συναφώς απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367 σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η οποία με όρους του εθνικού δικαίου περιλαμβάνει και την ορθότητα της επίδικης απόφασης (Bλ. συναφώς FMS, σκέψεις 256-259, 273 και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και Mahdi, C-146/14 PPU, EU: C:2014:1320, σκέψεις 41 και 45).

 

Κατάληξη

23.          Θα προχωρήσω, στη συνέχεια, στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων προσφυγής σε συνάρτηση με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και τις κανονιστικές διατάξεις που παρέθεσα ανωτέρω. Ως προς τους εγειρόμενους λόγους περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, παρατηρώ τα εξής.

 

24.          Το παρόν Δικαστήριο, ανεξαρτήτως της αιτιολογίας της επίδικης πράξης όπως αυτή καταγράφεται στο σώμα του επίδικου διατάγματος και της εγκριθείσας εισήγησης, έχει την εξουσία να ελέγξει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης (Βλ. συναφώς απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367 σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), η οποία με όρους του εθνικού δικαίου περιλαμβάνει και την ορθότητα της επίδικης απόφασης (Bλ. συναφώς FMS, σκέψεις 256-259, 273 και απόφαση της 5ης Ιουνίου 2014 και Mahdi, C-146/14 PPU, EU: C:2014:1320, σκέψεις 41 και 45, υπόθεση αρ. Δ.Κ. 40/20, S.S. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερ. 27.10.2020 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία και βιβλιογραφία). Βλέπετε επίσης απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Έφεση κατά απόφαση του ΔΔΔΠ αρ. αρ 29/2021, χχχ ANKIT v. Δημοκρατίας, ημερ. 4.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:A437 και πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 1/2020, Δημοκρατίας ν. V. S., ημερ. 19.12.2023.

 

25.          Η θέση αυτή βρίσκει επίσης έρεισμα στο εγχειρίδιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου με τίτλο «Detention of applicants for international protection in the context of the Common European Asylum System» όπου αναφέρονται τα εξής ως προς το εύρος του δικαστικού ελέγχου επί αποφάσεων κράτησης:

 

«In Mahdi the Court developed standards for an effective judicial remedy. A judicial authority must be able to rule on all relevant matters of fact and of law in order to determine whether a detention is justified. This requires an in-depth examination of the matters of fact specific to each individual case. Where detention is no longer justified, the judicial authority must be able to substitute its own decision for that of the administrative authority and to make a decision on whether to order an alternative measure or to release the third-country national concerned. To that end, the judicial authority must be able to take into account both the facts stated and the evidence adduced by the administrative authority and any observations that may be submitted by a third-country national. Furthermore, a judicial authority must be able to consider any other elements that are relevant for its decision should it so deem necessary. Accordingly, the powers of the judicial authority in the context of an examination can under no circumstances be confined only to the matters adduced by the administrative authority concerned. Any other interpretation would result in an ineffective examination by the judicial authority and would thereby jeopardise the achievement of the objectives pursued. The reviewing court must have jurisdiction to decide on whether or not deprivation of liberty has become unlawful in the light of new factors, which have emerged subsequently to the initial decision depriving a person of their liberty.».

 

26.          Ως εκ τούτου, το παρόν Δικαστήριο δύναται πλέον το ίδιο με βάση τα ενώπιον του δεδομένα να αποφασίσει κατά πόσον η περίπτωση του Αιτητή μπορεί να υπαχθεί στην περίπτωση του 9ΣΤ(2)(ε). Εφόσον η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, τότε θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η κράτηση ήταν πράγματι το προσφορότερο μέτρο έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων ή ακόμα εάν θα προχωρήσει στην ακύρωση του επίδικου διατάγματος κράτησης. Η εξουσία αυτή του δικαστηρίου δεν απαλλάσσει τη διοίκηση από την υποχρέωσή της να προβαίνει η ίδια με σαφή και εξατομικευμένο τρόπο στην ανάλυση και αξιολόγηση της κάθε υπόθεσης προτού προβεί στην έκδοση διατάγματος κράτησης.

 

27.          Προχωρώντας στην εξέταση των πιο πάνω νομικών σημείων, κρίνεται σκόπιμη η προηγούμενη παράθεση αυτούσιο του επίδικου διατάγματος (η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

«ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΝΟΜΟΙ (2000-2020)

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

 

ΕΠΕΙΔΗ η/ο Μ.Α.  υπήκοος ΣΥΡΙΑΣ, είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (Ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι

Ο Μ.Α. είναι αιτητής ασύλου με βάση τις πρόνοιες του περί προσφύγων νόμου  και απαιτείται η κράτηση του για την προστασία της Εθνικής Ασφάλειας και Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας καθότι από μαρτυρία που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους εναντίον του προκύπτει ότι αποτελεί μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης καθώς επίσης είναι συνεργάτης ξένης στρατιωτικής δύναμης εχθρικής προς τη Δημοκρατία.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο Μ. Α.  να παραμείνει υπό κράτηση βάσει των προνοιών της παραγάφου (Ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 9 ΣΤ του  περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά αλλά λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) καθότι, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής.

Επισημαίνεται ότι, ενόψει της πρόσφατης άφιξης του πιο πάνω αλλοδαπού στην Κύπρο και ότι δεν έχει μόνιμο χώρο διαμονής σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο της πιθανότητας να διαφύγει προς τις κατεχόμενες περιοχές, δεν δύναται να υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών μέτρων παρά την κράτηση του. Πέραν τούτου, η συμπεριφορά του δεικνύει ότι πρόκειται για επικίνδυνο πρόσωπο για το οποίο αν ληφθούν εναλλακτικά μέτρα, δυνατό να του επιτρέψουν να συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο με αποτέλεσμα να προκληθεί ζημιά σε ανθρώπινες ζωές και  γενικά στη δημόσια τάξη.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνουν στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 9 ΣΤ του  περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) και το Άρθρο 188.3(γ) του Συντάγματος, οι οποίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως ο MALEK ALAWAAD παραμείνει υπό κράτηση για όσο διάστημα ισχύουν οι λόγοι κράτησης που αναφέρονται πιο πάνω.

Με το παρόν διάταγμα, εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεση του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία τη 19η ημέρα του Ιανουαρίου, 2024. ».

 

28.           Παρατηρώ ότι από το κείμενο του ιδίου του διατάγματος, παρατίθεται η σχετική διάταξη δυνάμει της οποίας κρατείται ο Αιτητής, το άρθρο 9ΣΤ(2)(ε) («όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας και για σκοπούς της δημόσιας τάξης και ασφάλειας) και επιπλέον γίνεται αναφορά σε μαρτυρία που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους εναντίον του Αιτητή από την οποία προκύπτει ότι αποτελεί μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης καθώς επίσης και ότι είναι συνεργάτης ξένης στρατιωτικής δύναμης εχθρικής προς τη Δημοκρατία. Εξηγείται δε ότι δεν μπορεί να επιβληθούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, λαμβάνοντας υπόψη ότι Αιτητής δεν έχει μόνιμό τόπο διαμονής, υπάρχει ενδεχόμενο αυτός να διαφύγει στις μη Ελεγχόμενες Περιοχές της Δημοκρατίας και ότι η συμπεριφορά του είναι τέτοια, που η επιβολή εναλλακτικών μέτρων δυνατό να του επιτρέψει να συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο, με αποτέλεσμα να προκληθεί ζημία σε ανθρώπινες ζωές και στη δημόσια τάξη.

 

29.          Πέραν του περιεχομένου του ιδίου του διατάγματος κράτησης, οι Καθ’ ων η αίτηση επιβεβαίωσαν και κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου ακροαματική διαδικασία, ότι το μόνο έγγραφο επί του οποίου βασίστηκε η επίδικη απόφαση, αποτελεί η επιστολή του Διοικητή ημερομηνίας 4.12.2023, το ουσιαστικό περιεχόμενο της οποίας κοινοποιήθηκε στον Αιτητή, κατόπιν σχετικής υπόδειξης του Δικαστηρίου υπό το φως της απόφασης του Εφετείου στην Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 21/2020, Μ.J. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 8.12.2023.

 

30.          Σύμφωνα με την περίληψη του περιεχομένου της κρίσιμης επιστολής:

 

«Στην επιστολή ημερομηνίας 4.Δεκεμβρίου 2023, από ΥΑ&Μ προς Διευθύντρια ΤΑΠ&Μ, με την οποία γίνεται αναφορά σε προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, ήτοι το όνομα του, την ημερομηνία γέννησης του, την ημερομηνία άφιξης του στη Κυπριακή Δημοκρατία, πότε αιτήθηκε για πολιτικό άσυλο. Αναφέρεται επίσης ότι σύμφωνα με πληροφορίες, ο Αιτητής πολεμούσε στο πλευρό των Τζιχαντιστών στη Συρία πριν να αναχωρήσει για την Τουρκία και στη συνέχεια στην Κύπρο και γίνεται εισήγηση για άμεση έκδοση Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης για λόγος Δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας.».

 

31.          Αποτελεί βεβαίως νομολογιακή αρχή και ισχύει περαιτέρω δυνάμει του άρθρου 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(I)/1999) ότι η αιτιολογία μίας διοικητικής πράξης δύναται να συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων. Εντούτοις, αναμένεται στις περιπτώσεις όπου γίνεται δεκτή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο να εξάγεται νόημα που να δικαιολογείται να αποδοθεί στο αποφασίζον όργανο. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η μελέτη των στοιχείων και η διαμόρφωση κρίσης αναφορικά με το τι θα μπορούσε να επενεργήσει υπέρ ή εναντίον της όποιας προσέγγισης. Το Δικαστήριο δεν επιτελεί τέτοιο πρωτογενούς φύσης έργο. Όπως έχει τονιστεί, είναι νοητή η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το περιεχόμενο των φακέλων αν προκύπτει από αυτό, τι ακριβώς είχε υπόψη το αποφασίζον όργανο όταν έπαιρνε την απόφαση. Εάν δεν είναι σαφές, ως προς τι μέτρησε υπέρ του ενός και τι υπέρ του άλλου, η παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, ως συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. Η αιτιολόγηση συνεπώς συναρτάται με το είδος και τη φύση της διοικητικής  πράξης (Βλ. Υπόθεση Αρ. 1517/1999 Nemitsas Ltd v. Δημοκρατίας, (2001) 4 ΑΑΔ 428 και η μνημονευόμενη εκεί νομολογία και η πρόσφατη απόφαση στην Έφεση κατά απόφασης ∆ιοικητικού ∆ικαστηρίου αρ. 189/2019, Κ.Α. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 10/12/2020).

 

32.          Περαιτέρω, όπως προκύπτει και από τις αρχές που παρέθεσα ανωτέρω, το διοικητικό όργανο που εκδίδει το διάταγμα κράτησης του αιτούντος ασύλου δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) θα πρέπει με σαφή τρόπο να προβεί σε έλεγχο της προσφορότητας και της αναγκαιότητας του μέτρου της κράτησης έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων. Αυτή η διεργασία δεν μπορεί να γίνει in abstracto αλλά θα πρέπει να γίνει κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, διατυπωμένο κατά τρόπο που να επιτρέπει αφενός, στον ίδιο τον αιτητή να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους κρατείται και αφετέρου, στο δικαστήριο να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος κράτησης. Συνεπώς, θα πρέπει να προκύπτουν με σαφήνεια όχι μόνο το νομικό υπόβαθρο αλλά και τα πραγματικά γεγονότα τα οποία υπήρξαν καθοριστικά για την απόφαση του διοικητικού οργάνου να διατάξει την κράτηση και επί των οποίων βασίστηκε ώστε να προκρίνει την κράτηση έναντι άλλων λιγότερο περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων. Ιδίως σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, η υποχρέωση αυτή καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική δεδομένης της φύσης της διοικητικής πράξης, η οποία απολήγει σε αποστέρηση της ελευθερίας ενός προσώπου.

 

33.          Ορθότερο δε είναι η σύνοψη αυτή των γεγονότων να περιλαμβάνεται στο σώμα του ιδίου του διατάγματος, όπως άλλωστε προκύπτει από το ίδιο το γράμμα των εδαφίων (5) και (8) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου και της συναφούς νομολογίας που παρατίθεται ανωτέρω.

 

34.          Σημειώνεται, εξάλλου, ότι το βάρος απόδειξης τόσο της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής μίας εκ των περιπτώσεων επιτρεπόμενης κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2) όσο και της αναγκαιότητας αυτής, φέρει η αρμόδια αρχή που την επιβάλλει (Βλ. Εγχειρίδιο της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου με τίτλο «Judicial analysis Detention of applicants for international protection in the context of the Common European Asylum System» σελ. 53).

 

35.          Στο σημείο αυτό παραπέμπω στην πολύ πρόσφατη απόφαση του αδελφού μου δικαστή κ. Χριστοφόρου, στη υπόθεση αρ. ΔΚ 7/23, Η. C. Ι. ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 15.3.2023 και στην εκεί μνημονευόμενο νομολογία, αντικείμενο της οποίας υπήρξε αντίστοιχο διάταγμα κράτησης όπου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα συμπεράσματα, αναφορικά με την σχετική νομολογία, διαπιστώσεις με τις οποίες συντάσσομαι.

«Το απαύγασμα της ως άνω νομολογίας, τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και του ΔΕΕ, συνοψίζεται ως εξής.

Η κράτηση ενός αιτητή ασύλου δυνάμει του επίδικου άρθρου θα πρέπει να στηρίζεται σε εύλογο συμπέρασμα, στη βάση διαθέσιμων στοιχείων, ότι «από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους» (βλ. JN, ανωτέρω). Τυχόν προηγούμενη ποινική καταδίκη, αφενός δεν είναι αρκετή από μόνη της για να δικαιολογήσει την κράτηση δίχως άλλο, χωρίς να προηγηθεί εξατομικευμένη αξιολόγηση όλων των δεδομένων που συνθέτουν την εκάστοτε περίπτωση, και αφετέρου η προηγούμενη καταδίκη δεν αποτελεί προαπαιτούμενο.

Αρκεί λοιπόν να «υπάρχουν και [να] συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία» (βλ. Stoyanov, ανωτέρω), δεδομένου πάντοτε ότι – προκειμένου για κράτηση ατόμου για προστασία της δημόσιας τάξης - μπορεί εξ αυτών να στηριχθεί διαπίστωση «σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία.» (βλ. JN, ανωτέρω).

Στην έφεση κατά απόφασης του Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ. 21/9/21, λέχθηκε, με αναφορά στην νομοθεσία, ότι το Δικαστήριο ελέγχει «όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα της κάθε απόφασης της διοίκησης που τίθεται ενώπιον του με την προσφυγή που υποβάλλεται» και ότι δύναται να εξετάσει πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν [αρ.11 (2) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόµο του 2018, Ν.73(Ι)/2018].».

 

36.          Ως προς την υπαγωγή της περίπτωσης του Αιτητού στο άρθρο 9(ΣΤ)(2)(ε), όπως προκύπτει από την ανωτέρω ανάλυση των συναφών νομοθετικών διατάξεων και της συναφούς νομολογίας, επισημαίνεται ότι ένας αιτών άσυλο μπορεί κατ’ εξαίρεση να τεθεί υπό κράτηση όταν αυτό απαιτείται για λόγους δημοσίας τάξεως ή/ και εθνικής ασφάλειας. Εν προκειμένω, το μόνο στοιχείο που κατ΄ ουσία έχει τεθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και το οποίο ουσιαστικά φαίνεται να αποτέλεσε και το μόνο στοιχείο που έλαβε υπόψη της η Καθ’ ου η αίτηση προκειμένου να προχωρήσει στην κράτηση του Αιτητή είναι η επιστολή του Διοικητή ημερομηνίας 4.12.2023, η οποία δεν δόθηκε αυτούσια μεν στον Αιτητή αλλά το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτής.

 

37.          Από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής διαπιστώνεται ότι κατά το χρόνο έκδοσης του επίδικου διατάγματος, η Καθ’ ων αίτηση είχε στην κατοχή της επιστολή του επικεφαλής της αρμόδιας υπηρεσίας της Δημοκρατίας για τη διερεύνηση αδικημάτων, διαφύλαξη της δημόσιας τάξεως και της εθνικής ασφάλειας, σύμφωνα με την οποία υπήρχαν πληροφορίες και συναφής μαρτυρία ότι ο Αιτητής πολεμούσε στο πλευρό των Τζιχαντιστών στη Συρία και ότι συνεργαζόταν με ξένη στρατιωτική δύναμη εχθρική προς τη Δημοκρατία. Η εν λόγω συμπεριφορά αποδίδεται σε αυτή την επιστολή στον Αιτητή.

 

38.          Είναι κρίσιμο εκ προοιμίου να ξεκαθαριστεί ο χρόνος κατά τον οποίο το παρόν Δικαστήριο αξιολογεί τις περιστάσεις γύρω από το επίδικο διάταγμα. Το ζήτημα ξεκαθαρίζει με την πρόσφατη απόφαση στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 1/2020, Δημοκρατίας ν. V. S., ημερ. 19.12.2023, σύμφωνα με την οποία το παρόν Δικαστήριο εξετάζει τη νομιμότητα και την ορθότητα της επίδικης πράξης μέχρι το χρόνο έκδοσής της, ενώ η νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης, συμπεριλαμβανομένων γεγονότων, παραλείψεων ή και ενεργειών που συμβαίνουν μετά την έκδοση του διατάγματος κράτησης, όπως επίσης και όταν οι λόγοι της κράτησης έχουν εκλείψει, εξετάζεται κατ' εφαρμογήν των προνοιών του Άρθρου 9ΣΤ(7)(α)(i), στη διαδικασία του habeas corpus από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω δεδομένα δεν δύνανται να ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση της επίδικης απόφασης στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας μετά την 19η Ιανουαρίου 2024, ημερομηνία έκδοσης του επίδικου διατάγματος.  

 

39.          Η επιστολή του Διοικητή αν και αποτελεί το μόνο δεδομένο επί του οποίου βασίστηκε η Καθ’ ης η αίτηση θεωρώ ότι αποτελούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο επαρκές έρεισμα για την κράτηση του Αιτητή για λόγους εθνικής ασφάλειας και δημόσιας τάξης. Αυτό διότι η αρχή η οποία υποδεικνύει την επικινδυνότητα του Αιτητή στην Καθ’ ης η αίτηση είναι η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας για τη διατήρηση του νόμου και της τάξης, τη διαφύλαξη της ειρήνης, την πρόληψη και εξιχνίαση του εγκλήματος και τη σύλληψη και δίωξη των παρανομούντων.[1] Επιπλέον, τα αδικήματα και η συμπεριφορά, η οποία αποδίδονται στον Αιτητή, σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, ήταν υψίστης σοβαρότητας και σημαντικότητας. Οι πληροφορίες συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση και τα συναφή με αυτήν αδικήματα α, αποτελεί από μόνο καταρχήν επαρκές δεδομένο για την κράτηση του Αιτητή για λόγους δημοσίας τάξεως.  Παράλληλα η απόδοση στον Αιτητή συμπεριφοράς, η οποία συνίσταται στη συνεργασία του με ξένη στρατιωτική δύναμη εχθρική προς τη Δημοκρατία εγείρει όντως σοβαρά ζητήματα για την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας. Σημειώνεται ότι το επίπεδο επικινδυνότητας/ σοβαρότητας και της βεβαιότητας ως προς τη συμπεριφορά του Αιτητή που αξιολογείται εν προκειμένω δεν είναι το ίδια αυστηρό με αυτό που εξετάζεται στο πλαίσιο του αποκλεισμού/ ανάκλησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

40.          Έχει κατά νου το Δικαστήριο ότι το επίδικο Διάταγμα εκδόθηκε περί τον ενάμισιη μήνα από την αποστολή της εν λόγω επιστολής, καθώς αυτού προηγήθηκε η έκδοση του ανακληθέντος διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 8.12.2023. Η διοίκηση στο διάστημα αυτού του ενάμιση μήνα ουδέν έπραξε. Καίτοι η νομιμότητα της διάρκειας της κράτησης για το διάστημα που έπεται της έκδοσης της παρούσας απόφασης εξετάζεται για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω στο πλαίσιο άλλης δικαιοδοσίας, εντούτοις, παρατηρώ ότι σύμφωνα με δήλωση της συνηγόρου της Καθ’ ης η αίτηση, η διοίκηση δεν έχει καλέσει μέχρι και τις 22.4.2204, ημερομηνία επιφύλαξης της παρούσας τον Αιτητή είτε στο πλαίσιο της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης του για διεθνή προστασία είτε για σκοπούς αξιολόγησης και εξέτασης των πληροφοριών επί των οποίων εκδόθηκε το επίδικο διάταγμα.

 

41.          Ως προς την απραξία της διοίκησης για το επίδικο διάστημα 8.12.2023 μέχρι και 19.1.2024, παρατηρώ τα εξής. Είναι γεγονός ότι αναφορικά με τη συμπεριφορά του Αιτητή, σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στην επιστολή του Αιτητή αυτή έλαβε χώρα εκτός της Δημοκρατίας, γεγονός που δικαιολογεί για το εν λόγω διάστημα την καθυστέρηση της περαιτέρω ενδεχομένως ποινικής ή άλλης διερεύνησης, με την κλήση του Αιτητή. Περαιτέρω, ως προς την καθυστέρηση εξέτασης της αίτησης του Αιτητή, στο πλαίσιο της οποίας θα μπορούσε η διοίκηση να εξετάσει μεταξύ άλλων και τα ζητήματα που εγείρονται αναφορικά με την εθνική ασφάλεια και τη δημοσία τάξη (καθώς αποτελούν λόγους αποκλεισμού από το καθεστώς διεθνούς προστασίας), και σε αυτή την περίπτωση κρίνεται ότι δικαιολογείται για το επίδικο διάστημα του ενάμιση μήνα, λαμβάνοντας υπόψη τον αυξημένο αριθμό αιτήσεων διεθνούς προστασίας που εκκρεμούν γενικότερα στη Δημοκρατία και κυρίως το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα, παρατηρούνται αυξημένες ροές προσώπων από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, η οποία βρίσκεται τουλάχιστον σε σημαντικό τμήμα αυτής σε ένοπλη σύρραξη, γεγονός που εγείρει σοβαρά ζητήματα ως προς την ταυτόχρονη εξέταση των αιτήσεων ασύλου όλων αυτών των προσώπων, δεδομένο που αποτελεί δικαστική γνώση ιδίως υπό το φως και του αντικειμένου του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης της δημόσιας προβολής των ανωτέρω δεδομένων. Τούτων λεχθέντων, επισημαίνεται ότι, ο Αιτητής όντας υπό κράτηση δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ, δεν είναι δυνατό να καθυστερεί υπέρμετρα η εξέταση της αίτησής του καθώς η περίπτωσή του, εξαιτίας ακριβώς αυτής της συνθήκης, διαφοροποιείται ουσιωδώς από τους υπόλοιπους αιτούντες άσυλο και θα πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην εξέταση της αίτησής του. Υπό το φως των ανωτέρω κρίνεται καταρχήν δικαιολογημένη η κράτηση του Αιτητή.

 

21.          Ως προς την επιβολή του μέτρου της κράτησης έναντι άλλων περιοριστικών μέτρων, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα νομολογία, θα πρέπει η στάθμιση αυτή να γίνεται καταρχήν με σαφήνεια και ρητώς από το διοικητικό όργανο και μόνο εκεί όπου τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου απολήγουν σε ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα, η αιτιολογία δύναται να αναπληρωθεί από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Το παρόν Δικαστήριο δύναται σε κάθε περίπτωση να αποφασίσει κατά πόσον η κράτηση ήταν πράγματι το προσφορότερο μέτρο έναντι άλλων εναλλακτικών μέτρων ή ακόμα εάν θα προχωρήσει στην ακύρωση του επίδικου διατάγματος κράτησης. Συνεπώς, θα προχωρήσω στην εξέταση της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας του μέτρου της κράτησης του Αιτητήμε βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία. (Βλ. συναφώς απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, FMS, EU:C:2020:367, σκέψεις 290-293 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 

22.          Στην απόφαση Mehmet Arslan, C‑534/11, EU:C:2013:343, σκέψεις 57-59, η οποία παρατίθεται και ανωτέρω, επισημαίνεται ότι «όσον αφορά μια κατάσταση όπως η επίμαχη της κύριας δίκης, στην οποία, αφενός, ο υπήκοος τρίτης χώρας τέθηκε υπό κράτηση βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 για τον λόγο ότι η συμπεριφορά του δημιουργούσε φόβους ότι, αν δεν ετίθετο υπό κράτηση, θα διέφευγε και θα παρεμπόδιζε την απομάκρυνσή του, και, αφετέρου, η αίτηση ασύλου φαίνεται να έχει υποβληθεί με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει, ή ακόμη και να υπομονεύσει, την εκτέλεση της αποφάσεως περί επιστροφής που εκδόθηκε κατ’ αυτού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι περιστάσεις αυτές μπορούν πράγματι να δικαιολογήσουν τη διατήρηση της κρατήσεως του εν λόγω υπηκόου ακόμη και μετά την υποβολή αιτήσεως ασύλου.».

 

23.          Εν προκειμένω, κρίνω ότι ο λόγος για τον οποίο ο Αιτητής κρατείται, ήτοι για λόγους εθνικής ασφάλειας και δημοσίας τάξεως, είναι τέτοιος που δεν θα μπορούσε να επιβληθεί άλλο λιγότερο επαχθές της κράτησης μέτρο. Τούτο διότι κανένα άλλο μέτρο εν προκειμένω δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει τον επιδιωκόμενο σκοπό που δεν είναι άλλος από την προστασία της εθνικής ασφάλειας και της δημοσίας τάξεως, σε συνάρτηση με την αποφυγή του εξυπακουόμενου κινδύνου διαφυγής του αιτούντος. Η αποδιδόμενη με βάση πληροφορίες σε αυτόν συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση και συνεργασία με εχθρική προς τη Δημοκρατία στρατιωτική δύναμη είναι τέτοιας σοβαρότητας, που δεν φαίνεται να υφίσταται άλλο πρόσφορο υπό τις περιστάσεις μέτρο, λόγω του προφανούς κινδύνου διαφυγής του και του κινδύνου τέλεσης νέων αδικημάτων. Θα συμφωνήσω δε με τον Έντιμο Δικαστή κ. Κωμοδρόμο, ο οποίος στην απόφασή του στην Υπόθεση Αρ. 422/2019,   KAM. v. Δημοκρατίας, ημερ. 22.4.2019 ECLI:CY:DD:2019:207) έκρινε ότι, δεδομένης της φύσης και της σοβαρότητας του συγκεκριμένου σκοπού, οποιοδήποτε εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 9ΣΤ(3) εναλλακτικών μέτρων δεν θα μπορούσαν να επιφέρουν αποτέλεσμα ανάλογο και/ή ισοδύναμο με αυτό της κράτησης προκειμένου να διασφαλιστεί η υλοποίηση του εν λόγω σκοπού (εννοώντας τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας) (Βλ. επίσης Υπόθεση υπ’ αριθμό 442/2019, Alabdalla v. Δημοκρατίας ημερ. 25.4.2019).

 

24.          Υπό το φως των ανωτέρω,  αφ ης στιγμής δεν αμφισβητείται η συνταγματικότητα του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) και η συμβατότητά του με το ενωσιακό δίκαιο, ως νόμιμου περιορισμού του δικαιώματος στην ελευθερία και νόμιμου περιορισμού των δικαιωμάτων του άρθρου 9Δ του περί Προσφύγων Νόμου, και δεδομένου του ανωτέρω συμπεράσματος ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης του επίδικου διατάγματος δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε), δεν προκύπτει παράβαση εν προκειμένω του Άρθρου 11 του Συντάγματος ή του άρθρου 9Δ του περί Προσφύγων Νόμου.

 

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα 800 ευρώ εναντίον του Αιτητή.

 

                                                                                                        Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] https://www.police.gov.cy/police/police.nsf/authorities_gr/authorities_gr?opendocument

https://www.police.gov.cy/police/police.nsf/missionvision_gr/missionvision_gr?opendocument

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο