ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 504/2024

 

18 Απριλίου, 2024

[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S.T., από Καμερούν

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

 

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Η Αιτήτρια παρών

Σ. Πιτσιλλίδου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση.

Ε. Φασουλής (κος) για πιστή μετάφραση από τα Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 14/02/24 η οποία της κοινοποιήθηκε την ίδια μέρα με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν. Αφού εισήλθε παράνομα από τις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 27/02/20. Στις 09/01/24 πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη της, ακολούθησε στις 18/01/24 σχετική έκθεση/εισήγηση του λειτουργού και η απόφαση απόρριψης της αίτησης ασύλου στις 25/01/24, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια, κατά την ενώπιον μου διαδικασία, υιοθέτησε τους λόγους που ανέφερε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της στην Υπηρεσία Ασύλου -ήτοι ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας εντάλματος από τις αρχές της χώρας της για να μαρτυρήσει για τον θάνατο του πατέρα της ο οποίος είχε δολοφονηθεί στην οικία τους και ο θείος της αποφάσισε να διερευνήσει τον θάνατο του.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση απάντησαν ότι η Αιτήτρια κρίθηκε αναξιόπιστη καθότι δεν ήταν σε θέση να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες. Η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα όσα υποστηρίζονται από την Αιτήτρια, αυτά που απάντησαν οι Καθ΄ ων η αίτηση και αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν.73(Ι)/2018), προχωρεί να εξετάσει την ουσία του αιτήματος της Αιτήτριας με βάση το περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου (στο εξής «Δ.Φ.»).

 

Με την αίτηση ασύλου της η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της λόγω της κατάστασης ανασφάλειας στη χώρα καταγωγής της. Αντίθετα, ενώπιον μου επανέλαβε τους λόγους που ισχυρίστηκε κατά τη συνέντευξη της - ήτοι λόγω προβλημάτων με τις αρχές της χώρας της εξαιτίας εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε προς αυτήν για να μαρτυρήσει για τον θάνατο του πατέρας της επειδή ήταν μάρτυρας μετά την απόφαση του θείου της να διερευνήσει τη δολοφονία του. (ερυθρό 36-Χ3 Δ.Φ.).

 

Μετά από αξιολόγηση των πρακτικών της συνέντευξης το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο εξεταστής της υπόθεσης ενημέρωσε την Αιτήτρια για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της (ερυθρά 40- 39 Δ.Φ.) και κατά την διάρκεια της συνέντευξης της έθεσε διάφορα ερωτήματα για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος της όσο και τα επιμέρους ζητήματα. Της παρασχέθηκε δωρεάν διερμηνέας, της διαβάστηκαν όσα καταγράφηκαν στη συνέντευξη και επιβεβαίωσε πως όσα καταγράφηκαν αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις της (ερυθρό 33- Χ1 Δ.Φ.).

 

Από τις απαντήσεις της Αιτήτριας έγινε αποδεκτό το μέρος της ιστορίας της ότι είναι υπήκοος Καμερούν, γεννηθείς στη πόλη Bafut, Mezam Division, Βορειοδυτικής Επαρχίας καθώς και ότι η πόλη Doula αποτελεί τον τόπο τελευταίας διαμονής της (ερυθρά 41-Χ1, 39- Χ2, 38-Χ1 Δ.Φ). Απορρίφθηκε, όμως, ο ισχυρισμός της ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της λόγω ενταλμάτων σύλληψης από τις αρχές της χώρας της για να μαρτυρήσει για τον θάνατο του πατέρα της(ερυθρά 111- 110, 36- χ3 Δ.Φ.).

 

Ο λειτουργός στην έκθεσή / εισήγηση του έκρινε ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν γίνονται δεκτοί ως εσωτερικά αξιόπιστοι και επεσήμανε τις αντιφάσεις και την έλλειψη επαρκών πληροφοριών και ευλογοφάνειας. Συγκεκριμένα, μετά από αξιολόγηση των πρακτικών της συνέντευξης και της σχετικής έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού προκύπτουν τα ακόλουθα όσον αφορά την εσωτερική αξιοπιστία της:

• σε διευκρινιστική ερώτηση κατά πόσο δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα εξαιτίας του εντάλματος σύλληψης, υπήρξε αντιφατική και χωρίς να είναι σε θέση να στοιχειοθετήσει τον αρχικό ισχυρισμό της, απάντησε πως αν δεν υπήρχαν πυροβολισμοί θα επέστρεφε. Σε πρόσθετη δε διευκρινιστική ερώτηση χωρίς να είναι σε θέση να παρέχει επαρκή αιτιολόγηση, η Αιτήτρια απάντησε καταφατικά «ναι».

• υπέπεσε σε χρονική αντίφαση όταν ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν στην πόλη Douala κατά το έτος 2018 όταν ενημερώθηκε για το ένταλμα σύλληψης από τον θείο της, ενώ η ίδια εγκατέλειψε τη χώρα την 1/1/2019, χωρίς να είναι σε θέση να παρέχει επαρκείς εξηγήσεις, η Αιτήτρια απλά ανέφερε ότι δούλευε και διακινείτο στη χώρα (ερυθρό 34-Χ2 Δ.Φ.).

• υπέπεσε σε αντιφάσεις όταν της επισημάνθηκε ότι στην αρχική αίτηση ασύλου της ισχυρίστηκε διαφορετικό λόγο και όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν ανέφερε ένα τόσο σημαντικό λόγο που την ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα της, ανέφερε ότι έγραψε τον κύριο λόγο χωρίς περαιτέρω πληροφορίες και επεξηγήσεις. Σε περαιτέρω διευκρινιστική ερώτηση, η Αιτήτρια ανέφερε ότι της ζήτησαν να γράψει συνοπτικά δίχως να προβαίνει σε περαιτέρω επεξηγήσεις (ερυθρό 34-Χ3 Δ.Φ.).

 

Σε ότι αφορά δε την εκτίμηση της εξωτερικής αξιοπιστίας, η Αιτήτρια κατάθεσε αντίγραφο εγγράφου το οποίο ισχυρίζεται ότι αποτελεί το ένταλμα σύλληψης της. Στο εν λόγω αντίγραφο όμως αναφέρεται ότι εκδιώκεται από τις αρχές για κρατική ταραχή/μαρτυρία με βάση το Section 232:RIOT, άρθρο το οποίο προνοεί για ταραχή σε δημόσια οδό με 5 ή περισσότερα άτομα και όχι για μαρτυρία για τον θάνατο του πατέρα της όπως ισχυρίστηκε στη συνέντευξη της, και δεδομένου των αντιφάσεων της, τα έγγραφα δεν έγιναν αποδεκτά. (ερυθρά 63-64 Δ.Φ.).

 

Το Δικαστήριο αφού διεξήλθε των λεπτομερειών της συνέντευξης διαπιστώνει, όπως και η εισήγηση του λειτουργού, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός που πρόβαλε η Αιτήτρια για εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής της. Δεν ήταν σε θέση να προσφέρει λεπτομερή περιγραφή των όσων της είχαν συμβεί, υπήρχαν ασάφειες και δεν μπορούσε να δώσει επαρκείς απαντήσεις. Το αφήγημα της ήτο γενικά μη ευλογοφανές. Οι συνθήκες δίωξης της, οι περιγραφές των πρωταγωνιστών του αφηγήματος της, οι ελλιπείς πληροφορίες και λεπτομέρειες, καθώς και η μη ύπαρξη βιωματικών στοιχείων αποδυναμώνουν σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας της στο σύνολό τους. (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131). Σύμφωνα και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο Αιτητής θα έπρεπε:

 

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»

 

Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του Αιτητή (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Από τα γεγονότα της περίπτωσης της Αιτήτριας σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις της δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Ορθά κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν συγκεντρώνει τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν την ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης σε περίπτωσή επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της για έναν από τους λόγους που απαριθμούνται στον Περί Προσφύγων Νόμο. Επομένως, η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και στα πλαίσια του Νόμου καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις της Αιτήτριας δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ούτε από έρευνα που έχει προβεί το ίδιο το Δικαστήριο, προκύπτει[1] ότι η κυβέρνηση στοχεύει Αγγλόφωνους για σύλληψη, παρενόχληση ή άλλες σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποκλειστικά και μόνο επειδή προέρχονται από τις εν λόγω περιοχές του Καμερούν ή/και είναι Αγγλόφωνοι. Γενικά, οι Αγγλόφωνοι δεν υπόκεινται σε μεταχείριση η οποία, από τη φύση της ή/και την επανάληψη, ή με συνδυασμό μέτρων, ισοδυναμεί με δίωξη.

 

Μετά από μελέτη της έκθεσης/εισήγησης προκύπτει ότι ο λειτουργός εξέτασε και κατά πόσο η Αιτήτρια θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι η ίδια προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[2] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000) (ερυθρό 106-105 Δ.Φ.). Αξιολογώντας δε, την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, βάσει των συνθηκών που επικρατούν στην εν λόγω περιοχή σε συνδυασμό με τις προσωπικές περιστάσεις της -ήτοι πρόκειται για άμαχη πολίτη η οποία είναι υγιές ενήλικο άτομο το οποίο δεν παρουσίασε θέματα ευαλωτότητας, με μορφωτικό επίπεδο και εργασιακή εμπειρία και η οποία ομιλεί αγγλικά και έχει οικογένεια που διαμένει στην πόλη Bafut - ο λειτουργός κατέληξε ότι σε περίπτωση που επιστρέψει δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να υποστεί σοβαρή απειλή λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Συγκεκριμένα, λαμβάνοντας υπόψη την έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (ως διατυπώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση Elgafaji C-465/07, σκέψεις 39 και 43, καθώς και στην υπόθεση Diakité C-285/12, σκέψεις 30 και 31), η σύρραξη στο Καμερούν δεν έχει φθάσει σε τέτοιο σημείο όπου ένας άμαχος στοχεύεται αδιακρίτως λόγω της παρουσίας του και μόνον στις Αγγλόφωνες περιοχές και λαμβάνοντας υπόψη ότι η Αιτήτρια δεν απέδειξε οποιοδήποτε αντικειμενικό στοιχείο ούτε προσωπικές περιστάσεις αναφορικά με το αίτημα της σε σχέση με την Αγγλόφωνη κρίση, μπορεί ευλόγως να διαπιστωθεί ότι η φύση και έκταση της κρίσης μαζί με το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας δεν αρκούν ώστε να εξαχθεί ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο ως άμαχος, σε περίπτωση που επιστρέψει στην περιοχή της. Μετά δε από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου τα περιστατικά ασφαλείας στην North West Επαρχία του Καμερούν από τη βάση δεδομένων ACLED για το διάστημα από τις 29/03/23 έως τις 29/03/24 καταγράφηκαν 124 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 165 απώλειες. Εξ αυτών των 124 περιστατικών 39 καταχωρήθηκαν ως μάχες (“battles”) και οδήγησαν σε 71 (καταγεγραμμένους) θανάτους, 74 ως «βία κατά πολιτών» (“violence against civilians”) και οδήγησαν σε 77 (καταγεγραμμένους) θανάτους, 6 ως «εκρήξεις ή απομακρυσμένη βία» (“explosions/remote violence”) και οδήγησαν σε 15 (καταγεγραμμένους) θανάτους και 5 ως «αναταραχές» (“riots”) και οδήγησαν σε 2 (καταγεγραμμένους) θανάτους 1. Λαμβάνοντας υπόψη τα αριθμητικά δεδομένα περιστατικών στη περιοχή της Αιτήτριας, προκύπτει ότι η κατάσταση ασφαλείας δεν καθιστούν επικίνδυνη την επιστροφή της σε συνδυασμό με το προφίλ της και λαμβάνοντας υπόψη τα κριτήρια που διαμορφώθηκαν μέσω της νομολογίας του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βλέπε Elgafaji C-465/07 και Diakité C-285/12).

 

Ως εκ των ανωτέρω, καταλήγω ότι η Υπηρεσία Ασύλου μετά από ενδελεχή έρευνα, αιτιολογημένα απέρριψε την αίτηση της Αιτήτριας για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις για να της αναγνωρισθεί η ιδιότητα πρόσφυγα και/ή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του δικαιολογημένου φόβου δίωξης και/ή να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σύμφωνα με τα Άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000)

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €800 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

                 

                         Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] UK Home Office, Country Policy and Information Note Cameroon: North-West/South-West crisis, Version 2.0, December 2020, ηλεκτρονική έκδοση διαθέσιμη στον ακόλουθο σύνδεσμο https://www.ecoi.net/en/file/local/2042244/Cameroon_-_North-West_South-West_crisis_-_CPIN_-_v2.0_.pdf (βλ. σημ. 2.4.4. - σελ. 9, 2.2.24 και 2.2.25 - σελ. 12, 2.4.14 - σελ. 10, 2.4.20 - σελ. 12, 2.4.28 - σελ. 13, και σημ. 2.4.14 - σελ. 11, 2.4.15 - σελ. 11 και 8.2.11 - σελ. 64)

[2] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο