ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

  Υπόθεση Αρ. 5168/22

 

19 Απριλίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 E.O.S.

Αιτητή

 -και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                      Καθ' ων η αίτηση.

 

 ..................................

                                                                                        

 

Αλεξάνδρα Κιρακόζοβα για Νατάσα Χαραλαμπίδου, Δικηγόρος για τον Αιτητή.

 

Χριστίνα Δημητρίου , Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο Αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 12/08/2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και με το αιτητικό Α ζητά όπως η προσβαλλόμενη απόφαση κριθεί άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, στερημένη οιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.  Με το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεως ζητά να εκδοθεί νέα απόφαση από το Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματός του, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:  Ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Νιγηρίας και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 7/02/2020, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές στις 31/01/2020.  Στις 10/02/2020 ο Αιτητής παρέλαβε βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.

 

Στις 11/05/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, όπου του παραχωρήθηκε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα.  Αρμόδιος λειτουργός του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (πρώην EASO – νυν EUAA), στις 27/05/2022 ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή, εισηγούμενος της απόρριψή του.  Στη συνέχεια, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης και απέρριψε το αίτημα του αιτητή στις 12/08/2022.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή και συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε από τον ίδιο, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα. Στη συνέχεια, εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε εκ μέρους του Αιτητή η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73 (Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις περιπτώσεις εξέτασης νομιμότητας και ορθότητας της απόφαση του αρμόδιου οργάνου, όπως καθορίζεται στο άρθρο 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73 (Ι)/2018).  Στη βάση αυτών των νομοθετικών πλαισίων θα προχωρήσω στην εξέταση της παρούσας υπόθεσης.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος που εκπροσωπεί τον Αιτητή με την Γραπτή της Αγόρευση, προώθησε τους πιο κάτω λόγους ακυρώσεως: 1) Έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο, 2) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη, επειδή εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 13 (3) και (4) του Νόμου και χωρίς ο Προϊστάμενος να ζητήσει επανάληψη της συνέντευξης, 3) Η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, κατά παράβαση της χρηστής διοίκησης και με κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας και (4) Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση, υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της απόφασης, μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης, απορρίπτοντας όλους τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς του αιτητή και ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής.  Συγκεκριμένα, η συνήγορος των καθ' ών η αίτηση εισηγείται πως το αρμόδιο όργανο εξέτασε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας το αίτημα που υπέβαλε ο Αιτητής και ότι ορθώς απορρίφθηκε το αίτημα του καθώς οι ισχυρισμοί που πρόβαλε αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ορθώς κρίθηκαν αναξιόπιστοι.  

 

Δια της απαντητικής της αγόρευσης, η συνήγορος του Αιτητή επισυνάπτει εξωτερικές πηγές πληροφόρησης εκ των οποίων εισηγείται πως προκύπτει η υφιστάμενη πολιτική και κοινωνική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του, οι οποίες ισχυρίζεται πως σχετίζονται με τις δηλώσεις του Αιτητή περί της προσωπικής δίωξης που δέχθηκε και τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του.

 

Επισημαίνεται ότι η συνήγορος του αιτητή κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 11/10/2023, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου απέσυρε τον τρίτο νομικό ισχυρισμό περί του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, κατά παράβαση της χρηστής διοίκησης και με κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας και δήλωσε πως προωθεί τους υπόλοιπους προβαλλόμενους νομικούς ισχυρισμούς που παρατίθενται στην Γραπτή της Αγόρευση. Κατά συνέπεια, ο νομικός ισχυρισμός που αποσύρθηκε, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο. 

 

Προχωρώ λοιπόν στην εξέταση των υπόλοιπων προβαλλόμενων ισχυρισμών.  Η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως πως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ότι οι καθ' ων η αίτηση δεν έχουν διεξάγει έρευνα αναφορικά με τους ισχυρισμούς του Αιτητή για την δίωξη και τον κίνδυνο που υφίσταται κατά της ζωής του στη χώρα καταγωγής του. Όπως ισχυρίζεται, η απόφαση των καθ' ων η αίτηση είναι αποτέλεσμα κακής και/ή καθόλου αξιολόγησης των στοιχείων που αφορούν τον Αιτητή και είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και το Νόμο.

 

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως η συνήγορος του αιτητή αναφέρει πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη, επειδή εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 13 (3) και (4) του Νόμου, εφόσον ισχυρίζεται πως δεν δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης να παρουσιάσει τον πυρήνα του αιτήματός του.  Λόγω της συνάφειας των προαναφερόμενων ισχυρισμών θα εξεταστούν στη συνέχεια από κοινού.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας εισηγείται πως η απόφαση του αρμόδιου οργάνου είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και στη βάση των όσων ισχυρίστηκε ο Αιτητής, αναφέρει πως ορθά κρίθηκε ότι δεν συγκεντρώνει τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που απαιτούνται για αναγνώριση καθεστώς πρόσφυγα ή για χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανέφεραν η συνήγορος του Αιτητή και ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση, θα πρέπει πρωτίστως να αναφερθεί πως κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Στη βάση της πιο πάνω υποχρέωσης του αρμόδιου οργάνου για δέουσα έρευνα, θεωρώ χρήσιμο να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του Αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και προκειμένου να ελεγχθεί από το Δικαστήριο η ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης. 

 

Κατά την υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του γιατί η συνεχής εκεί κρίση κατέστησε τις συνθήκες διαβίωσης δύσκολες, αφού οι βοσκοί Fulani σκοτώνουν αθώους πολίτες και καταστρέφουν τις περιουσίες τους. Προσθέτοντας ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του προκειμένου να σωθεί αφού ήταν πολύ δύσκολες οι συνθήκες για την οικογένειά του, ο Αιτητής ολοκλήρωσε δηλώνοντας ότι οι Μουσουλμάνοι σκοτώνουν χωρίς έλεος (ερυθρό 1, του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά το στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε το 1988 στην πόλη Nsukka της πολιτείας Enugu στη Νιγηρία, όπου διέμεινε μέχρι να ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Μπενίν όπου διέμεινε για 4 χρόνια, ακολούθως εγκαταστάθηκε στη Μαλαισία για δύο χρόνια και εν τέλει επέστρεψε στη γενέτειρά του μέχρι να εγκαταλείψει οριστικά τη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 26, του διοικητικού φακέλου).  Σε σχέση με την οικογένεια του, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι γονείς του βρίσκονται εν ζωή χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να προσδιορίσει που ακριβώς διαμένουν, αν και την τελευταία φορά που επικοινώνησαν, λίγους μήνες πριν την προφορική του συνέντευξη, εκείνοι διέμεναν στην πολιτεία Enugu (ερυθρά 23 και 24, του διοικητικού φακέλου).

 

Ο αιτητής δήλωσε πως έχει μια αδερφή η οποία διαμένει με τους γονείς του και ένα αδερφό που βρίσκεται στην Κύπρο και έχει αιτηθεί ομοίως διεθνούς προστασίας.  Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Ζητηθείς να προσδιορίσει το μορφωτικό του επίπεδο και την εργασιακή του εμπειρία, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή του το 2008, ενώ ανέφερε ότι ουδέποτε εργάστηκε στη χώρα καταγωγής του. Σε σχέση με το θρήσκευμά του, ο Αιτητής δήλωσε Καθολικός Χριστιανός (ερυθρό 23-27, του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του εξαιτίας της σύγκρουσης ανάμεσα στους βοσκούς Fulani και τη φυλή Igbo. Ειδικότερα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι Fulani πηγαίνουν από χωριό σε χωριό και η κυβέρνηση της Νιγηρίας δεν βοηθάει με οποιονδήποτε τρόπο καθώς η κατάσταση χειροτερεύει μέρα με τη μέρα. Πρόβαλε δε ότι οι Fulani πλέον δεν καταστρέφουν μόνο φάρμες αλλά διώκουν τους κατοίκους των χωριών. Ανέφερε επίσης ότι καθώς οι εν λόγω βοσκοί εκδιώχθηκαν από την πολιτεία που διέμεναν, τώρα περιπλανώνται σε άλλες πολιτείες σκοτώνοντας νεαρούς ανθρώπους, πυροβολώντας τους στους δρόμους και κατηγορούν ανθρώπους ότι είναι μέλη της ομάδας IPOB.  Ως εκ τούτου, ο Αιτητής δήλωσε ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης (ερυθρό 20 2Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Προχωρώντας στη διερεύνηση του ανωτέρω αφηγήματος, ο αρμόδιος λειτουργός το διαχώρισε σε θεματικές υποβάλλοντας στον Αιτητή διευκρινιστικές ερωτήσεις δίνοντάς του τη δυνατότητα να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του.  Ως εκ τούτου, αρχικά υπέβαλε στον Αιτητή ερωτήσεις αναφορικά με τη σύγκρουση ανάμεσα στους βοσκούς Fulani και τους αγρότες, στη συνέχεια για τη σχέση του ίδιου με την ομάδα IPOB και τέλος για τις πρόσφατες εξελίξεις στην πολιτεία Enugu.

 

Σε σχέση με τη σύγκρουση ανάμεσα στην ομάδα Fulani και στους αγρότες θα πρέπει εν συντομία να αναφέρω πως ο Αιτητής δήλωσε ότι ουδέποτε ενεπλάκη σε σύγκρουση με τους βοσκούς Fulani (ερυθρό 18 1Χ, 2Χ, του διοικητικού φακέλου), ουδέποτε υπήρξε θύμα επίθεσης τους (ερυθρό 18 4Χ, 17 1Χ, του διοικητικού φακέλου) και δήλωσε πως οι περιοχές που διέμεναν, δέχτηκαν επίθεση από την εν λόγω ομάδα (ερυθρό 18 2Χ, του διοικητικού φακέλου).  Ο Αιτητής ανέφερε ότι όταν επέστρεψε από τη Μαλαισία και διέμεινε στην περιοχή Abagba, έλαβε χώρα απόπειρα επίθεσης από τους βοσκούς Fulani, η οποία όμως αντιμετωπίστηκε έγκαιρα από τις στρατιωτικές δυνάμεις της χώρας καταγωγής του (ερυθρό 19 1Χ, του διοικητικού φακέλου).  Από τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς διαφαίνεται πως ο αιτητής δεν δέχτηκε προσωπικά οποιανδήποτε επίθεση.

 

Αναφορικά με τις σχέσεις του με την ομάδα IPOB, o Αιτητής δήλωσε ότι σκόπευε να ενταχθεί στους κύκλους της.  Ωστόσο επειδή κάποια άτομα τον κατήγγειλαν στις αρχές, εκείνος δεν έγινε μέλος τους γιατί η αστυνομία ήδη θεωρούσε ότι ανήκει στην εν λόγω ομάδα (ερυθρό 17 4Χ, του διοικητικού φακέλου).  Κληθείς να προσδιορίσει το χρόνο κατά τον οποίο τον κατήγγειλαν ως μέλος της ομάδας IPOB, o Αιτητής δήλωσε ότι αυτό συνέβη πριν εγκαταλείψει τη Νιγηρία. Όταν ρωτήθηκε εάν συμμετείχε σε συνάντηση της εν λόγω ομάδας, o Αιτητής αποκρίθηκε καταφατικά. Ζητηθείς να περιγράψει το περιεχόμενο των εν λόγω συναντήσεων, ο Αιτητής πρόβαλε ότι κατά τη διάρκειά τους δεν συζητούντo πολλά πράγματα καθώς η ομάδα IPOB αποτελεί μια ειρηνική ομάδα την οποία δημιούργησε ο Nnandi Kanu προκειμένου να αποκατασταθεί η Biafra. Προσέθεσε δε ότι εάν οι αρχές θεωρούν ότι κάποιος σχετίζεται με την εν λόγω ομάδα, είτε τον συλλαμβάνουν, είτε τον σκοτώνουν (ερυθρό 17 4Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Επιπρόσθετα, ο αρμόδιος λειτουργός ζήτησε από τον αιτητή να παραθέσει λεπτομέρειες αναφορικά με τις συναντήσεις επί των οποίων έλαβε ο ίδιος μέρος και εκείνος απάντησε ότι αντικείμενο των συζητήσεων της ομάδας IPOB συνιστά ο τρόπος με τον οποίο θα αποκατασταθεί η Biafra (ερυθρό 17 5Χ, του διοικητικού φακέλου) δηλώνοντας ότι δεν έχει να προσθέσει κάποιο άλλο στοιχείο αναφορικά με τις συναντήσεις που παραβρέθηκε. Κληθείς να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο περιήλθε στη γνώση του ότι τον κατήγγειλαν στην αστυνομία ως μέλος της ομάδας IPOB, o Αιτητής δήλωσε ότι όταν διέμενε στην περιοχή New Heaven, επισκέφτηκε κάποιο κατάστημα και ο πωλητής τον πληροφόρησε ότι τον αναζητούν. Ως προς το εάν διέθετε κάποια άλλη ένδειξη περί του ότι τον κατήγγειλαν στην αστυνομία, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τα ίδια άτομα που τον αναζήτησαν στο κατάστημα, έψαξαν στην οικία που διέμενε για αντικείμενα που σχετίζονται με τη Biafra και δήλωσαν στο φίλο του ότι αν βρουν τέτοια αντικείμενα, θα βομβαρδίσουν την εν λόγω οικία (ερυθρό 16 2Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Όταν ρωτήθηκε εάν συμμετείχε σε διαδήλωση της ομάδας IPOB, o Αιτητής απάντησε καταφατικά, προσδιορίζοντας ωστόσο ότι η  διαδήλωση που συμμετείχε έλαβε χώρα στη Μαλαισία και όχι στη Νιγηρία (ερυθρό 16 3X, του διοικητικού φακέλου).  Ο Αιτητής δήλωσε πως έλαβε μέρος σε διαδήλωση στη Λευκωσία με αφορμή τη σύλληψη του Nnandi Kanu (ερυθρό 16 4Χ, του διοικητικού φακέλου) και ανέφερε πως ουδέποτε ήταν κάτοχος κάρτας-μέλους της ομάδας ΙPOB και πως δεν εξέφρασε δημοσίως στη χώρα καταγωγής του τη στήριξή του στην εν λόγω ομάδα (ερυθρό 16 5Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Σε σχέση δε με τις πρόσφατες εξελίξεις στην πολιτεία Enugu, ο Αιτητής ρωτήθηκε ποιες είναι οι τελευταίες πληροφορίες που γνωρίζει αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση και εκείνος απάντησε ότι τρείς κοινότητες δέχτηκαν επιθέσεις από τους ένοπλους βοσκούς Fulani, οι οποίες σύμφωνα με πληροφορίες, επέφεραν το θάνατο 4 ατόμων. Προσέθεσε δε, ότι η εν λόγω κατάσταση αποτελεί καθημερινό φαινόμενο (ερυθρό 16, του διοικητικού φακέλου).  Αναφορικά με το τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι κινδυνεύει η ζωή του εξαιτίας της τεταμένης κατάστασης ασφαλείας που προέκυψε μετά τις συγκρούσεις ανάμεσα στα μέλη της φυλής Igbo και τους βοσκούς Fulani (ερυθρό 20 2Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Μετά το τέλος της προφορικής του συνέντευξης και προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ο Αιτητής προσκόμισε δια ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τα πιο κάτω έγγραφα (ερυθρά 30 Α και 30 Β, του διοικητικού φακέλου):

 

1)    Κάποια βίντεο αγνώστου προελεύσεως και ημερομηνίας, τα οποία σύμφωνα με τον Αιτητή απεικονίζουν τις παραβιάσεις των ενόπλων δυνάμεων της Νιγηρίας στη Νοτιοανατολική περιφέρεια της χώρας.

2)    Δύο αναρτήσεις της ιστοσελίδας «Vanguard News», χωρίς ημερομηνία οι οποίες φέρουν τους τίτλους «Ο φόβος έχει πλέον κυριεύσει την κοινότητα Iggah στην πολιτεία Enugu καθώς ένοπλοι οπλισμένοι με επικίνδυνα όπλα όπως το AK 4 εισέβαλαν στο χωριό σε τρεις περιπτώσεις σκοτώνοντας τουλάχιστον τέσσερις από τους εξέχοντες ηγέτες του» και «Enugu: ύποπτοι βοσκοί μαχαίρωσαν και έκοψαν τον λαιμό άνδρα επειδή προσπάθησαν να σώσουν την αδερφή τους από βιασμό».

3)   Ασπρόμαυρη φωτογραφία, απεικονίζουσα αγνώστων στοιχείων αιχμαλώτους, η οποία σύμφωνα με τον Αιτητή αποτελεί ένδειξη της μεταχείρισης των αιχμαλώτων από τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας καταγωγής του.

 

Τα όσα παρέθεσε ο αιτητής δεν τον αφορούν προσωπικά αλλά αναφέρονται στην κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του.  Από τους ισχυρισμούς του αιτητή οι οποίοι προκύπτουν από τα πρακτικά της συνέντευξης του αλλά και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε στην εισήγησή του τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη και τα προαναφερόμενα έγγραφα. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ του Αιτητή, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για λόγους ασφαλείας και συγκεκριμένα εξαιτίας της σύγκρουσης που λάμβανε χώρα στις πολιτείες Anambra και Enugu ανάμεσα στους βοσκούς Fulani, τα μέλη της εθνοτικής ομάδας Igbo και την αστυνομία. Ο τρίτος ισχυρισμός του συνίσταται στις δηλώσεις του περί του ότι τον κατήγγειλαν ως μέλος της ομάδας ΙPOB και για το συγκεκριμένο λόγο στοχοποιήθηκε από την αστυνομία.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή έγινε αποδεκτός καθώς οι σχετικές του δηλώσεις κρίθηκαν σαφείς και ακριβείς και επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.  Ο δεύτερος ωστόσο ισχυρισμός δεν έγινε αποδεκτός. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε μεν ότι ο Αιτητής ήταν σε θέση να περιγράψει επαρκώς την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή η οποία βρίσκεται ανάμεσα στις πολιτείες Enugu και Αnambra, παρόλα αυτά δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει οποιαδήποτε προσωπική ανάμειξη ή τον τρόπο κατά τον οποίο ο ίδιος φέρεται να επηρεάστηκε από την εν λόγω κατάσταση. Λήφθηκε άλλωστε υπόψη ότι κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής περιορίστηκε σε μια γενικόλογη περιγραφή της κατάστασης ασφαλείας, χωρίς ωστόσο να αναφέρει περιστατικά που ο ίδιος βίωσε και φέρονται να τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του (ερυθρά 21 4Χ, 20 1Χ – 2Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά, τέλος, με τον τρόπο κατά τον οποίο η σύγκρουση ανάμεσα στους βοσκούς Fulani, τους αγρότες και την κυβέρνηση της Νιγηρίας φέρεται να επηρέασε τη δική του ζωή, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να επιδείξει οποιοδήποτε στοιχείο και/ή πληροφορία προσωπικής ανάμειξης και/ή στοχοποίησης καθώς σε σχετική ερώτηση του λειτουργού περιορίστηκε εκ νέου σε μια γενικόλογη περιγραφή των επιθέσεων που φέρονται να έλαβαν χώρα κοντά σε περιοχές που ο ίδιος διέμενε (ερυθρό 18 2Χ, του διοικητικού φακέλου). Κατά ένα παρομοίως ασαφή και στερούμενο περιγραφικής λεπτομέρειας και σαφήνειας τρόπο, ο Αιτητής περιέγραψε τις συνθήκες υπό τις οποίες φέρεται να αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την περιοχή που διέμενε επικαλούμενος μια επίθεση των βοσκών Fulani. Σε σχέση όμως με το εν λόγω περιστατικό, ο Αιτητής δήλωσε χωρίς συνοχή και λεπτομέρειες ότι διέμενε στην περιοχή Abagba, στην οποία όμως ουδέποτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης δήλωσε ότι διέμεινε (ερυθρό 18 4Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός καταληκτικά έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει τον τρόπο με τον οποίο επηρεάστηκε ο ίδιος προσωπικά από τη σύγκρουση στην εν λόγω περιοχή μεταξύ βοσκών Fulani και αγροτών, έτσι ώστε να αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστος.

 

Προχωρώντας στη διερεύνηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός διεξήγαγε έρευνα εκ της οποίας ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι η περιοχή της Νοτιοανατολικής Νιγηρίας, συμπεριλαμβανομένων των πολιτειών Enugu και Anambra, πλήττεται από συγκρούσεις ανάμεσα σε παραστρατιωτικές οργανώσεις και τους βοσκούς Fulani έχοντας ως εκατέρωθεν σκοπό των συγκρουόμενων δυνάμεων την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της εν λόγω περιοχής.

 

Επίσης, αν και οι εν λόγω πληροφορίες επιβεβαιώνουν τις δηλώσεις του Αιτητή περί της επικρατούσας κατάστασης στην εν λόγω περιοχή, οι δηλώσεις του περί επίθεσης των βοσκών Fulani στην αγορά Artisan  το έτος 2022, της οποίας πιθανολογεί ότι έπεσαν θύμα οι γονείς του, κατόπιν σχετικής έρευνας βρέθηκαν ως εξωτερικά αναξιόπιστες καθώς ανευρέθη ότι η επίθεση στην αγορά Artisan έλαβε χώρα τον Απρίλιο του 2021 και όχι κατά το χρόνο που ο Αιτητής δήλωσε. Τόνισε δε ο αρμόδιος λειτουργός ότι οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με την εν λόγω επίθεση δε συνδέονται με την δική του υπόθεση, καθώς έλαβε χώρα σε χρόνο κατά τον οποίο ο Αιτητής βρισκόταν στην Κύπρο. Οι εν λόγω δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκε πως αποδυναμώνουν την αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, τον οποίο ο αρμόδιος λειτουργός εν τέλει απέρριψε στο σύνολό του και έκρινε τον ισχυρισμό του αιτητή αναξιόπιστο.

 

Απόρριψης έτυχε και ο τρίτος ισχυρισμός του Αιτητή, ο οποίος συνίσταται στις δηλώσεις του περί του ότι τον κατήγγειλαν ενώπιον των αρχών ως μέλος της ομάδας IPOB, με αποτέλεσμα να στοχοποιηθεί από την αστυνομία. Συγκεκριμένα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τις σχετικές δηλώσεις του Αιτητή ως στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας, συνοχής και ευλογοφάνειας καθώς, όταν αρχικά ζητήθηκε από τον Αιτητή να αναπτύξει τον ισχυρισμό του περί του ότι προσπάθησε να ενταχθεί στην ανωτέρω ομάδα, εκείνος δήλωσε χωρίς συνοχή ότι είχε μεν πρόθεση να ενταχθεί στους κύκλους της, πλην όμως δεν το έπραξε λόγω του ότι η αστυνομία τον θεωρούσε ήδη μέλος της επειδή τον είχαν καταγγείλει (ερυθρό 17 4Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Κληθείς να περιγράψει τις συναντήσεις της ομάδας IPOB στις οποίες ισχυρίζεται ότι συμμετείχε, ο Αιτητής επικαλέστηκε αόριστα τους λόγους για τους οποίους ιδρύθηκε η εν λόγω ομάδα και το σκοπό τον οποίο εξυπηρετεί, χωρίς ωστόσο να προβαίνει σε ουδεμία αναφορά βιωματικού χαρακτήρα, η οποία θα ενίσχυε τις δηλώσεις του περί συμμετοχής στις εν λόγω συναντήσεις, όπως ευλόγως θα αναμενόταν (ερυθρά 17 5Χ, 16 1Χ, του διοικητικού φακέλου).  Ο Αιτητής ήταν σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους φέρεται να καταγγέλθηκε στις αρχές ως μέλος της ομάδας IPOB, δεδομένου ότι, σύμφωνα κα με τις δηλώσεις του, ουδέποτε αποτέλεσε επίσημο μέλος της, ουδέποτε κατείχε κάρτα-μέλους της εν λόγω ομάδας αλλά ούτε είχε υποστηρίξει ποτέ δημοσίως την εν λόγω ομάδα ( ερυθρό 26 2Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Ολοκληρώνοντας τη διερεύνηση της εσωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι το γεγονός της νόμιμης αναχώρησης του Αιτητή από τη χώρα καταγωγής του, χρησιμοποιώντας μάλιστα το νομίμως εκδοθέν διαβατήριό του, συνηγορεί υπερ του ότι εκείνος ουδέποτε στοχοποιήθηκε από τις αρχές, βάση της καταγγελίας που κατά δήλωση του ιδίου, έλαβε χώρα εις βάρος του. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά αναξιόπιστος καθώς δεν κρίθηκε ότι τα εκ του Αιτητή εξιστορισθέντα αποτυπώνουν βιωματικές εμπειρίες.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά αξιολόγησε τα προσκομισθέντα εκ του Αιτητή έγγραφα και έκρινε ότι δεν φέρουν ουδεμία ενισχυτική του υπό εξέταση ισχυρισμού του αξία, καθώς αποτελούν στοιχεία που αφορούν την διαμάχη που λαμβάνει χώρα στις πολιτείες Enugu και Anambra ανάμεσα στους Fulani, τα μέλη της εθνοτικής ομάδας Igbo και των ένοπλων κρατικών δυνάμεων.

 

Επιπρόσθετα, η φωτογραφία που προσκόμισε ο Αιτητής και φέρεται να απεικονίζει αγνώστων στοιχείων αιχμαλώτους (ερυθρό 31, του διοικητικού φακέλου), δεν ενισχύει σε καμία περίπτωση την αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού. Σε σχέση δε με τα εκ του Αιτητή εξιστορισθέντα, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι εκ των δηλώσεων του δεν προκύπτει κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας προκειμένου να επιβεβαιωθεί ο πυρήνας του ισχυρισμού του. Ως εκ τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τον ισχυρισμό του αιτητή αναξιόπιστο στο σύνολό του.

 

Όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση, ο λειτουργός, αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του αιτητή στο σύνολό τους, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του έκρινε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα του, όπως αυτός καθορίζεται από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 καθότι κρίθηκε αναξιόπιστος ως προς τους ισχυρισμούς του.

 

Στη συνέχεια, με βάση τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό, ο λειτουργός προχώρησε στην αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου για την περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του, στην πολιτεία Enugu. Με παραπομπή σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αξιολόγησε την κατάσταση ασφαλείας και σε συνδυασμό με τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή κατέληξε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στην πολιτεία Enugu να έρθει αντιμέτωπος με μεταχείριση που θα ισοδυναμούσε με πράξεις δίωξης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

 

Επιπρόσθετα, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε το ενδεχόμενο ύπαρξης πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης για τον Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Σε σχέση δε με το ενδεχόμενο ο Αιτητής να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στην πόλη Nsukka, η οποία βρίσκεται στην πολιτεία Enugu της Νιγηρίας, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε, κατόπιν σχετικής έρευνας, ότι στην πολιτεία Enugu καταγράφονται μεν συγκρούσεις ανάμεσα στις τοπικές κοινότητες, την αστυνομία, την ομάδα IPOB και διάφορους διαδηλωτές, για λόγους κυρίως εδαφικού ελέγχου, πλην όμως αντλώντας ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία αναφορικά με την ένταση και τη συχνότητα των εν λόγω εντάσεων από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, αξιολογήθηκε ότι η επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία δεν ανέρχεται σε επίπεδα ένοπλης σύγκρουσης.

 

Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε ευλόγως να πιθανολογηθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην πόλη Nsukka, o Αιτητής θα υποστεί οιαδήποτε πράξη δίωξης ή θα κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη. Συμπερασματικά, ο φόβος του Αιτητή κρίθηκε στο σύνολό του αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.  Επιπλέον, κρίθηκε ότι δεν προέκυψε κίνδυνος να επιβληθεί στον Αιτητή θανατική ποινή ή εκτέλεση, αλλά ούτε πραγματικός κίνδυνο να υποβληθεί ο Αιτητής σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού κατά την αξιολόγηση κινδύνου παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στην πολιτεία Enugu, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν κρίνεται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας, καθότι στην πολιτεία Enugu δεν διαφαίνεται πως υπάρχει διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός εισηγήθηκε πως στον Αιτητή δεν μπορεί να χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Λαμβάνοντας υπόψη την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξέτασα την προσβαλλόμενη απόφαση και συγκεκριμένα το αίτημα του αιτητή κατ’ ουσίαν.  Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή στη βάση και της παρεχόμενης εκ του Νόμου δικαιοδοσίας, και αρχικά τον ισχυρισμό σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και ειδικότερα τις δηλώσεις του σχετικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του Αιτητή παρουσιάζονται συγκεχυμένες. Ειδικότερα, ο Αιτητής αρχικά δήλωσε ότι το 2009 εγκατέλειψε την πόλη Nsukka της Νιγηρίας όπου διέμενε από γεννήσεώς του, ακολούθως διέμεινε στο Μπενίν για 4 χρόνια, επέστρεψε στην πολιτεία Enugu, ταξίδεψε και διέμεινε για άλλα δύο χρόνια στη Μαλαισία, ενώ επιστρέφοντας στη Νιγηρία διέμεινε σε απροσδιόριστη περιοχή ανάμεσα στις πολιτείες Enugu και Anambra για ένα χρόνο.

 

Ερωτηθείς που ακριβώς διέμεινε κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου έτους, ο Αιτητής δήλωσε ότι φιλοξενήθηκε για περίπου ένα χρόνο από ένα φίλο του στην πόλη Nnewi, η οποία ανήκει στην πολιτεία Anambra (ερυθρά 26 4Χ, 25 1Χ – 4Χ, του διοικητικού φακέλου). Σε μεταγενέστερο όμως στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι επέστρεψε από τη Μαλαισία περί το Νοέμβριο με Δεκέμβριο του 2019 και παρέμεινε στη χώρα καταγωγής για δύο μήνες, ενώ ακολούθως προσέθεσε χωρίς χρονική συνέπεια ότι στην πολιτεία Anambra διέμεινε όταν επέστρεψε από το Μπενίν, ενώ από το Νοέμβριο του 2019 μέχρι τον Ιανουάριο του 2020 διέμεινε στην πολιτεία Enugu και συγκεκριμένα στην περιοχή New Heaven (ερυθρά 19 4Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Βάσει των ανωτέρω δηλώσεων του Αιτητή, καθίσταται σαφές ότι ως τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του αξιολογείται η πόλη Nsukka αφού στη συγκεκριμένη πόλη ο Αιτητής φέρεται να διατηρεί οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς. Προς επίρρωση τούτου, σημειώνεται ότι ο Αιτητής δήλωσε πως δύο μήνες πριν τη συνέντευξή του οι γονείς του διέμεναν στην πολιτεία Εnugu.  Είναι αποδεκτός ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τα στοιχεία του προσωπικού του προφίλ, επισημαίνοντας ότι ως τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής του αποτελεί η πόλη Nsukkα, όπου ο Αιτητής διατηρεί κοινωνικούς και οικογενειακούς δεσμούς καθώς διέμεινε εκεί το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του και έκτοτε έχει διαμείνει κυρίως σε χώρες εκτός Νιγηρίας.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση των ισχυρισμών που ο Αιτητής προέβαλε σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής και ειδικότερα τον ισχυρισμό του Αιτητή περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω σύγκρουσης ανάμεσα στους βοσκούς Foulani, την εθνοτική ομάδα Igbo και την κυβέρνηση της Νιγηρίας, παρατηρώ ότι από το σύνολο του αντίστοιχου αφηγήματος του Αιτητή εκλείπει οποιοδήποτε στοιχείο προσωπικής ανάμειξης και/ή στοχοποίησής του, γεγονός το οποίο ακόμα και ο ίδιος ο Αιτητής επιβεβαίωσε κατ’ επανάληψη κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης (ερυθρά 18 2Χ, 17 1Χ, του διοικητικού φακέλου).  Όπως άλλωστε ορθώς εντόπισε και ο αρμόδιος λειτουργός, ο Αιτητής δεν αναφέρθηκε σε οποιοδήποτε περιστατικό εκ του οποίου να προκύπτει δική του προσωπική ανάμειξη και κατά συνέπεια στοχοποίησή του.

 

Σημειώνεται άλλωστε ότι ούτε κατά τη διάρκεια της ενώπιον μου διαδικασίας, ο Αιτητής πρόβαλε ισχυρισμούς που να ανατρέπουν την αξιολόγηση των καθ’ ων η αίτηση, αφού και η ίδια η δικηγόρος του, δια της γραπτής της αγόρευσης, δεν αναφέρεται σε οποιοδήποτε περιστατικό προσωπικής στοχοποίησης και/ή ανάμειξης του Αιτητή που να συνδέεται με την κατάσταση ασφαλείας, την οποία ο Αιτητής περιγράφει. 

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, διεξήγαγα σχετική έρευνα αναφορικά με τη δράση των βοσκών Fulani στην πολιτεία Enugu η οποία βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Νιγηρίας εκ της οποίας ανευρέθη  ετήσια έκθεση του Freedom House για τη Νιγηρία το 2023 στην οποία αναφέρεται πως αγρότες και Fulani αντιμετώπισαν βία, καθώς οι κοινότητες των Fulani ταξίδευαν νότια για να βρουν "νέα βοσκοτόπια".[1] Το σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης στη Νιγηρία το 2023 από τον Διεθνή Οργανισμό Μετανάστευσης (ΔΟΜ) επιβεβαίωσε περαιτέρω ότι η βία κατά των αγροτικών κοινοτήτων συνεχίστηκε λόγω του ανταγωνισμού για τη γη και ότι η βία αυξήθηκε λόγω των διαφορών που σχετίζονται με "τις ζημιές στις καλλιέργειες, τις κλοπές ζώων και τη ρύπανση του νερού".[2]

 

Από τις αντληθείσες πληροφορίες προκύπτει ότι οι δηλώσεις του Αιτητή βρίσκουν μεν έρεισμα στις διαθέσιμες πηγές, ωστόσο λαμβάνεται υπόψη ότι σύμφωνα και με τις δηλώσεις του, ο Αιτητής ουδέποτε επηρεάστηκε από τις ανωτέρω περιγραφείσες συγκρούσεις, ούτε ενεπλάκηκε σ’αυτές.  Οι δηλώσεις του κρίνονται ως αντικατοπτρίζουσες ευρέως γνωστές πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του και όχι προσωπικά βιώματα, το οποίο βάσει και τον δηλώσεών του, δεν αμφισβητείται.

 

Το εν λόγω συμπέρασμα ενισχύεται και από την αξιολόγηση των εγγράφων που παρουσιάστηκαν στην Υπηρεσία Ασύλου (ερυθρά 31 -36, του διοικητικού φακέλου), τα οποία δεν κρίνεται ότι ενισχύουν τις δηλώσεις του Αιτητή, καθώς δεν προκύπτει εξ αυτών οιαδήποτε εμπλοκή του Αιτητή στις ταραχές ανάμεσα στους βοσκούς Fulani, τα μέλη της εθνοτικής ομάδας Igbo και τις αρχές της χώρας καταγωγής του.  Λαμβάνοντας υπόψη το ανωτέρω ιστορικό, κρίνω τον ισχυρισμό του Αιτητή περί του ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας των συγκρούσεων ανάμεσα στους βοσκούς Fulani, τα μέλη της εθνοτικής ομάδας Igbo και τις αρχές της χώρας καταγωγής του, αναξιόπιστο. 

 

Ομοίως ασαφής και αόριστος κρίνεται ο ισχυρισμός του Αιτητή περί στοχοποίησής του από τις αρχές λόγω του ότι τον κατήγγειλαν στην αστυνομία ως μέλος της αποσχιστικής ομάδας IPOB. Ειδικότερα, ο Αιτητής προέβη σε γενικόλογες, ασαφείς και μη συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με τις συναντήσεις της εν λόγω ομάδας στις οποίες δήλωσε ότι συμμετείχε (ερυθρά 17 5Χ, 16 1Χ, του διοικητικού φακέλου).  Επιπρόσθετα, διαφαίνεται πως οι δηλώσεις του δεν είχαν συνοχή και ευλογοφάνεια και δεν απέδειξε πως παρόλο που δεν ήταν επίσημο μέλος της, ωστόσο στοχοποιήθηκε από τις αρχές γιατί τον κατήγγειλαν ως τέτοιο, γεγονός όμως που περιήλθε στη γνώση του από ένα υπάλληλο καταστήματος στο οποίο είχε μεταβεί προκειμένου να προμηθευτεί αγαθά.

 

Οι δηλώσεις του περί του ότι οι αρχές τον αναζήτησαν στην οικία που διέμενε ψάχνοντας για αντικείμενα που σχετίζονται με το αποσχιστικό κίνημα IPOB κρίνονται επίσης αόριστες, καθώς ο Αιτητής δε στοιχειοθέτησε αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στις φερόμενες επισκέψεις των αρχών στην οικία του και την υποτιθέμενη συμμετοχή του στο αποσχιστικό κίνημα IPOB, αφού το σύνολο των πληροφοριών που παρέθεσε ήταν ελλιπή και μάλιστα πληροφορήθηκε το γεγονός αυτό μέσω τρίτων προσώπων. Ζητηθείς άλλωστε να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο τον κατήγγειλαν στις αρχές ως μέλος του κινήματος IPOB δεδομένου πως σύμφωνα με τις δηλώσεις του, δεν αποτελούσε εγγεγραμμένο μέλος του και δεν είχε στην κατοχή του ταυτότητα του κινήματος, ο Αιτητής αποκρίθηκε χωρίς ευλογοφάνεια ότι τον κατήγγειλαν διότι ακολουθούσε στο διαδίκτυο την ιστοσελίδα του ανωτέρω κινήματος (ερυθρό 17 4Χ, του διοικητικού φακέλου). Ως εκ τούτου, κρίνω πως οι δηλώσεις του Αιτητή δεν είναι ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, διεξήγαγα έρευνα εκ της οποίας ανευρέθη ότι o Nnamdi Kanu ίδρυσε την οργάνωση IPOB το 2013 ενώ ζούσε στο Λονδίνο για να αναγκάσει την κυβέρνηση της Νιγηρίας να επιτρέψει ένα δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία. Οι αρχές της Νιγηρίας θεωρούν την IPOB τρομοκρατική ομάδα και την απαγόρευσαν το 2017. Η IPOB δηλώνει πως επιθυμεί να επιτύχει την ανεξαρτησία της με μη βίαια μέσα.  Ο Nnamdi Kanu συνελήφθη και κρατήθηκε το 2021 υπό την ηγεσία του πρώην προέδρου της Νιγηρίας Muhammadu Buhari και έκτοτε βρίσκεται στη φυλακή[3]. Σε σχέση με την αντιμετώπιση των μελών της ομάδας IPOB, πηγές αναφέρουν ότι η υποστήριξη αυτονομιστικών κινημάτων, συμπεριλαμβανομένης της εμφάνισης συμβόλων Biafra, όπως σημαίες και άλλα διακριτικά, μπορεί να οδηγήσει σε σύλληψη και κακομεταχείριση.

 

Με βάση την απαγόρευση του IPOB από το 2017, όλες οι δραστηριότητές του κηρύχθηκαν παράνομες και μπορούν να οδηγήσουν σε σύλληψη και δίωξη. Αρκετά μέλη της IPOB έχουν κατηγορηθεί για προδοσία, η οποία τιμωρείται με θανατική ποινή. Συγκρούσεις μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και του IPOB λαμβάνουν χώρα κυρίως σε Anambra, Abia, Rivers, Imo και Delta.

 

Παρόλα αυτά, το Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας Enugu, τον Οκτώβριο του 2023 έκρινε παράνομη την απαγόρευση του 2017 των Ιθαγενών της Μπιάφρα (IPOB) που οδήγησε στην κήρυξη της αυτονομιστικής ομάδας τρομοκρατική οργάνωση από την κυβέρνηση της Νιγηρίας. Ο δικαστής, Α.Ο.  Onovo, στην απόφασή του, δήλωσε ότι η εξάρτηση από τον Νόμο για την Πρόληψη της Τρομοκρατίας της χώρας και τη διοικητική δράση του Φόρουμ των Κυβερνητών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για την απαγόρευση του IPOB παραβίαζε το άρθρο 42 του Συντάγματος της Νιγηρίας που απαγορεύει τις διακρίσεις βάσει εθνοτικής καταγωγής , σύμφωνα με δήλωση του Aloy Ejimakor, ειδικού συμβούλου του Nnamdi Kanu και του IPOB[4].

 

Βάσει λοιπόν των ανωτέρω πληροφορίων και λαμβάνοντας υπόψη τις δηλώσεις του Αιτητή, διαφαίνεται πως αυτές αντικατοπτρίζουν και πάλι βασικές, ευρέως διαδεδομένες στη χώρα καταγωγής πληροφορίες αναφορικά με τη δραστηριότητα της ομάδας IPOB και την αντιμετώπισή της από τις αρχές και όχι σε βιωματικές εμπειρίες του Αιτητή, οι οποίες να τον αφορούν προσωπικά.  Διαφαίνεται από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου πως ο ισχυρισμός του αιτητή δεν είναι αξιόπιστος στο σύνολό του, λαμβάνοντας υπόψη ότι ούτε κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, ο Αιτητής προσκόμισε στοιχεία και/ή πληροφορίες αναφορικά με τη συμμετοχή του στο ανωτέρω κίνημα και την απορρέουσα εξ αυτής στοχοποίησή του από τις αρχές.

 

Λαμβάνοντας υπόψη όλο το προαναφερόμενο ιστορικό προκύπτει πως ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας αλλά ούτε και στην παρούσα διαδικασία οποιοδήποτε ισχυρισμό περί δίωξης και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης επιβεβαίωσε ότι ο ίδιος ουδέποτε στοχοποιήθηκε στη χώρα καταγωγής του.  Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του.  Από τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον μου διαφαίνεται πως ο αιτητής δεν προώθησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα, όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. 

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (βλ. παραγράφους 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές (βλ. παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Όπως ορθά επεσήμανε ο λειτουργός, οι δηλώσεις του αιτητή υπήρξαν αόριστες, μη συγκεκριμένες και ελλιπείς, με αποτέλεσμα να μην τεκμηριώνεται η οποιαδήποτε στοχοποίησή του ή οποιοσδήποτε κίνδυνος της ζωής του. Ως εκ τούτου, ο αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του μέσω της προσωπικής του αφήγησης και ούτε προσκόμισε στοιχεία ενώπιον μου που να ενισχύουν τον πυρήνα του αιτήματός του.

 

Συνεπώς, έχοντας εξετάσει το σύνολο των ισχυρισμών που τέθηκαν ενώπιόν μου κρίνω πως ορθά αποφασίστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Ο λειτουργός, έχοντας αποδεχθεί την καταγωγή του αιτητή, διεξήγαγε έρευνα για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία και συγκεκριμένα στον τόπο καταγωγής του αιτητή (Εnugu State), από την οποία προέκυψε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία. Σε κάθε περίπτωση, διεξήγαγα περαιτέρω έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη Νιγηρία, και ειδικότερα, στην περιοχή καταγωγής και διαμονής του αιτητή, σε πρόσφατες πηγές πληροφόρησης προκειμένου να εξεταστεί η κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε ο αιτητής.

 

Η πόλη Νsukka στην πολιτεία Εnugu, αξιολογείται για σκοπούς επιστροφής του, εφόσον είναι εκεί όπου ο Αιτητής διατηρεί στενούς οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς καθώς γεννήθηκε, μεγάλωσε και διέμεινε, πριν αρχίσει να περιπλανάται σε χώρες εκτός Νιγηρίας όπως το Μπενίν, η Μαλαισία και διάφορες άλλες τοποθεσίες εντός Νιγηρίας όπου διέμεινε προσωρινά.  Κατόπιν επικαιροποιημένης έρευνας που διεξήγαγα σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του αιτητή παρατίθενται πρόσφατα αριθμητικά δεδομένα από την βάση ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project - κατόπιν προσαρμοσμένης έρευνας), σύμφωνα με τα οποία κατά την χρονική περίοδο 05.04.2023 έως 05.04.2024  καταγράφηκαν στην πολιτεία Enugu συνολικά 78 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 66 απώλειες, εξ' αυτών τα 25 κωδικοποιήθηκαν ως μάχες (36 απώλειες), τα 2 ως ταραχές (0 απώλειες) και τα 51 ως βία κατά αμάχων (με 30 απώλειες)[5].

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πληθυσμός της πολιτείας Enugu, ανέρχεται σήμερα στους 4,690,100 το 2022[6], δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο Αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας υπό καθεστώς ενόπλου συρράξεως εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του.  Από την εξέταση που προέκυψε για την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής του αιτητή (Enugu State), από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του, όπου δηλαδή αναμένεται ότι θα επιστρέψει ο αιτητής, διαφαίνεται ότι τα περιστατικά ασφαλείας είναι σε τέτοιο επίπεδο, που δεν προκύπτει κίνδυνος για τον άμαχο πληθυσμό, ώστε να δικαιολογείται η απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας. 

 

Βάσει των δεδομένων που παρατέθηκαν δεν διαφαίνεται ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην πολιτεία Enugu ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να θέτει τον αιτητή σε κίνδυνο λόγω της παρουσίας του και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής, σε βαθμό που να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 (2)(γ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. 

 

Λαμβάνοντας υπόψιν και τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, εκ των οποίων εκλείπει οιαδήποτε επιβαρυντική περίσταση καθώς ο Αιτητής είναι ενήλικας, υγιής άνδρας, ικανός προς εργασία και έχει υποστηρικτικό δίκτυο, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα κινδυνεύσει να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Nsukka, της πολιτείας Enugu.

 

Θα πρέπει να επισημάνω πως έχοντας αξιολογήσει τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή ως αναφέρθηκαν ανωτέρω (ενήλικος, νεαρός, υγιής, αρτιμελής άνδρας, ικανός προς εργασία)  όσο και τους ισχυρισμούς που αυτός πρόβαλε ενώπιον της διοικητικής αλλά και της δικαστικής διαδικασίας, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής δεν θα  αντιμετωπίσει κίνδυνο με την επιστροφή του στην χώρα καταγωγής του.  Επομένως, δεν θα μπορούσε να χορηγηθεί στον αιτητή καθεστώς συμπληρωματική προστασίας.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του  δυνάμει του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000) με την ΚΔΠ 166/2023, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική  μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνεπώς, κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βΒλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).

 

Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.  Διαφαίνεται από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, πως το αρμόδιο όργανο διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου.  Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί πως στην απόφαση του αρμόδιου οργάνου δεν παρεισέφρησε οποιαδήποτε πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο και ακολουθήθηκε η ορθή και νόμιμη διαδικασία.

 

Επιπρόσθετα, διαφαίνεται από τα πρακτικά της συνέντευξης ότι ο αιτητής είχε την ευκαιρία να παραθέσει ισχυρισμούς που τον αφορούν προσωπικά και να αναπτύξει τον πυρήνα του αιτήματός του, πράγμα που δεν έπραξε ούτε στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία.  Ως εκ τούτου, ο πρώτος και ο δεύτερος νομικός ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας, ακολουθώντας την ορθή διαδικασία κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του αιτητή.

 

Αναφορικά με τον τέταρτο προβαλλόμενο ισχυρισμό της συνηγόρου του αιτητή, περί έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης επισημαίνονται τα πιο κάτω. Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414). 

 

Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).

 

Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και επιμέλεια σε όλα τα στάδια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, στην οποία εκτίθενται λεπτομερώς  οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της είναι  απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.

 

Διαφαίνεται από τα στοιχεία που εξετάστηκαν, ότι κανένα από τα δύο αιτητικά που περιλαμβάνονται στην αίτηση ακυρώσεως της συνηγόρου του αιτητή δεν θα μπορούσε να επιτύχει, εφόσον δεν διαπιστώθηκε σφάλμα στη διαδικασία και δεν εντοπίστηκε στα πλαίσια του κατ’ουσίαν ελέγχου πως οι ισχυρισμοί του αιτητή θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται στο σύνολό της και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Freedom House, Freedom in the World 2023 – Nigeria, 9 March 2023,  available at:  https://freedomhouse.org/country/nigeria/freedom-world/2023

[2] IOM, Nigeria Crisis Response Plan 2023, 30 January 2023, p. 4 , available at:  https://crisisresponse.iom.int/sites/g/files/tmzbdl1481/files/appeal/pdf/2023_Nigeria_Crisis_Response_Plan_2023.pdf

[3] D.W., Can dialogue resolve Nigeria's 'IPOB problem'?, July 2023, διαθέσιμο σε https://www.dw.com/en/can-dialogue-resolve-nigerias-ipob-problem/a-66213535

[4] Premium Times Nigeria, Court nullifies Nigerian government’s proscription of IPOB, October 2024, διαθέσιμο σε https://www.premiumtimesng.com/regional/ssouth-east/637465-court-nullifies-nigerian-governments-proscription-of-ipob.html?tztc=1

[5] cled dashboard, Nigeria, Enugu State, 05.04.2023-05.04.2024, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[6] https://www.citypopulation.de/en/nigeria/cities/agglos/,


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο