ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  523/2023

17 Απριλίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

P.M.,

από Νεπάλ

Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτήτρια: Π. Μπενέτης (κος), για Αλταχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε

Δικηγόροι για Καθ’ ων η αίτηση: Δ. Κυπριανίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Ε. Προκοπίου (κα)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 30.12.2022 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των

γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου υπ’ αρ. F22-13538, που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από Νεπάλ, το οποίο εγκατέλειψε στις 11.11.2021 και αφίχθηκε νόμιμα στην Δημοκρατία στις 12.11.2021 με άδεια εργασίας. Υπέβαλε, στις 11.08.2022, αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας και ακολούθως, στις 13.12.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στις 19.12.2022 εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου υπάλληλος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 30.12.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σ’αυτήν στις 18.01.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία συντάχθηκε στις 12.01.2023. Με την υπό κρίση προσφυγή η Αιτήτρια αμφισβητεί τη νομιμότητα και ορθότητα της εν λόγω απόφασης.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Η Αιτήτρια, μέσω των συνηγόρων της, προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, όσο και της γραπτής της αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση του λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση, στην γραπτή τους αγόρευση, απαντούν στους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης απόφασης, εμμένοντας στην θέση τους ότι η Αιτήτρια επικαλείται αμιγώς οικονομικούς λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στα Άρθρα 3 ή/και 19 του περί Προσφύγων Νόμου.  Προσθέτουν δε, ότι η χώρα καταγωγής της θεωρείται ως ασφαλής χώρα καταγωγής δυνάμει του διατάγματος ΚΔΠ 202/2022, χωρίς η Αιτήτρια να έχει τεκμηριώσει λόγους που θα επέτρεπαν την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού. Ως εκ των ανωτέρω, ορθώς η προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε. 

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της Αιτήτριας, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός της και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 9 του περί Προσφύγων Νόμου[1].  Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της εξεταζόμενης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως[4].

 

Ο μόνος ισχυρισμός που το Δικαστήριο εντοπίζει ως να άπτεται των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης, είναι ότι ο αρμόδιος λειτουργός δεν έδωσε το χρόνο, δεν βοήθησε με τις ερωτήσεις στην ολιγόλεπτη συνέντευξη την Αιτήτρια να παρουσιάσει την υπόθεση της, ενώ οι ερωτήσεις που όντως τέθηκαν ήταν δομημένες ώστε να οδηγήσουν μόνο στην αναφορά οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει η Αιτήτρια. Οι εν λόγω ισχυρισμοί θα εξεταστούν ενόψει της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου ως αναλύεται κατωτέρω.

 

Τούτων λεχθέντων, αυτό που σε κάθε περίπτωση παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, η Αιτήτρια δεν προβάλλει στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού η Αιτήτρια δεν προβάλλει, ως οφείλει, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[5].

 

Εν πάση περιπτώσει ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[6], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, μέσα από τα οποία καταδεικνύεται ότι οι Καθ' ων η Αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιον τους.

 

Η Αιτήτρια στα πλαίσια της καταχωρισθείσας αίτησής της κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω οικονομικού προβλήματος, ενώ ως καταγράφει έλαβε ένα δάνειο και σε περίπτωση επιστροφής της θα συλληφθεί εφόσον δεν μπορεί να το αποπληρώσει καθότι δεν έχει περιουσία να πωλήσει αλλά ούτε και μπορεί κάποιο μέλος της οικογένειας της να την υποστηρίξει. Καταγράφει τέλος ότι θεωρεί ότι θα είναι ασφαλής στην Δημοκρατία.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι κατάγεται από το Νεπάλ, είναι 35 ετών, δεν έχει λάβει ποτέ κάποια εκπαίδευση καθότι το σχολείο ήταν 4 ώρες μακριά, ομιλεί τη Νεπαλεζική γλώσσα, Χίντι, και Αγγλικά (ερυθρά 25,  24 δ.φ.). Κατάγεται από την πόλη Dolakha, ζούσε στο χωριό Goshankar με τους γονείς της, οι οποίοι είναι άρρωστοι και τους δύο αδελφούς της (ερυθρό 24 δ.φ.). Είχε μεταβεί από το 2015 – 2019 στην Ιορδανία για να εργαστεί και όταν επέστρεψε στο Νεπάλ εργαζόταν με μερική απασχόληση (ερυθρό 24 δ.φ.). Ακολούθως, κληθείσα να εκθέσει τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι έφυγε για οικονομικούς λόγους επειδή ήταν η μόνη υπεύθυνη για ολόκληρη την οικογένεια της και σύναψε ένα δάνειο το οποίο δεν κατάφερε να αποπληρώσει (ερυθρό 21 - 1Χ δ.φ.). Ακολούθως, σε συμπληρωματική ερώτηση εάν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος, πλην του οικονομικού κινήτρου που εγκατέλειψε το Νεπάλ, η Αιτήτρια επανέλαβε ότι έχει ένα δάνειο το οποίο δεν αποπλήρωσε (ερυθρό 21 – 2Χ δ.φ.). Έτι περαιτέρω, ερωτηθείσα για τις συνέπειες άμα τη επιστροφή της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι οι πιστωτές της (ήτοι συγγενείς, γείτονες και το τραπεζικό ίδρυμα) θα ζητήσουν τα χρήματα τους πίσω (ερυθρό 23 δ.φ.).

 

Κατά την αξιολόγηση των ισχυρισμών της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δυο ουσιώδη πραγματικά περιστατικά. Το πρώτο αφορά στην ταυτότητα, χώρα καταγωγής και προσωπικά στοιχεία / προφίλ της Αιτήτριας και το δεύτερο στο ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της για οικονομικούς λόγους. Αμφότεροι ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί. Στην βάση των αποδεκτών πραγματικών περιστατικών, κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν υφίστανται βάσιμοι λόγοι σε περίπτωση που η Αιτήτρια επιστρέψει στο Νεπάλ να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Έτι περαιτέρω, κρίθηκε στην βάση των στοιχείων του προφίλ της ότι δεν παρουσιάζονται στοιχεία ευαλωτότητας, ενώ διαπιστώθηκε κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας δεν εμπλέκεται σε διεθνή ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη.

 

Στην βάση των ανωτέρω, κατά την νομική ανάλυση, η Αιτήτρια κρίθηκε ότι αποτελεί οικονομική μετανάστης και ότι συνεπώς δεν θα μπορούσε να υπαχθεί στο καθεστώς του πρόσφυγα αλλά ούτε και της συμπληρωματικής προστασίας, καθώς κρίθηκε ότι εφόσον δεν υπάρχει κάποια σύρραξη στον τόπο καταγωγής της, ήτοι την επαρχία Dolakha, δεν πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την υπαγωγή της σ’ αυτό το καθεστώς.

 

Εξετάζοντας τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, συντάσσομαι με τα καταληκτικά συμπεράσματα του αρμόδιου λειτουργού. Από τις απαντήσεις της Αιτήτριας στις ερωτήσεις του λειτουργού, διαφαίνονται ξεκάθαρα τα οικονομικά κίνητρα που την οδήγησαν στην υποβολή αίτησης διεθνούς προστασίας. Η Αιτήτρια είχε δις κληθεί να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και επικαλέστηκε και τις δυο φορές οικονομικά κίνητρα. Ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι ο αρμόδιος λειτουργός θα μπορούσε να θέσει περισσότερες ερωτήσεις, ως η εισήγηση του συνηγόρου της Αιτήτριας, σημειώνεται ότι στην παρούσα η τελευταία έχει νομική εκπροσώπηση δια συνηγόρου, ο οποίος είχε στην διάθεση του όλα τα απαραίτητα δικονομικά μέσα να εκθέσει τις οποιεσδήποτε επιπτώσεις και πιθανή βλάβη άμα τη επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της[7]. Ως έχει επισημανθεί ανωτέρω, η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου επεκτείνεται στην εξέταση γεγονότων από τούδε και στο εξής και δεν περιορίζεται στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Συνεπώς, απορρίπτεται ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας, εφόσον η Αιτήτρια δεν έχει καταφέρει να τεκμηριώσει τους οποιουσδήποτε ισχυρισμούς που θα μπορούσαν να την υπαγάγουν σε οποιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι η Αιτήτρια  δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρ. 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Στην παρούσα περίπτωση λοιπόν δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Αιτήτρια, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενά της, είναι οικονομικός μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι: 

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Παρά το γεγονός ότι η διάκριση ανάμεσα στον οικονομικό μετανάστη και τον πρόσφυγα, ως προκύπτει και από την παράγραφο 63 του ίδιου εγχειριδίου, γίνεται μερικές φορές ασαφής, εντούτοις κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία ως προς τα κίνητρα της Αιτήτριας, εφόσον όπως και η ίδια έχει αναφέρει στη συνέντευξη της, υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας για να εργαστεί και να αποπληρώσει τα δάνεια που έχει συνάψει.  

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[8].

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023), χωρίς εν προκειμένω η Αιτήτρια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο ».

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ.Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344

[5] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[6] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[7] Βλ. σχετικώς Κανονισμό 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019 (3/2019):

«3. (α) Κάθε προσφυγή καταχωρείται στο αρμόδιο Πρωτοκολλητείο με έγγραφη αίτηση, ως το Έντυπο Αρ. 1 συνοδευόμενη από την προσβαλλομένη απόφαση και τα υποστηρικτικά αυτής στοιχεία που επιδόθηκαν στον αιτητή καθώς και οποιαδήποτε νέα έγγραφα ή στοιχεία ή πρόσθετη μαρτυρία ήθελε προσκομίσει ο αιτητής.

(β) Νέα έγγραφα ή στοιχεία ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία που προσκομίζονται κατά την καταχώριση της προσφυγής, παρατίθενται ή επισυνάπτονται ως τεκμήρια, ανάλογα, σε ένορκη δήλωση από τον Αιτητή. Ο ενόρκως δηλών εξηγεί το λόγο για τον οποίο δεν προσκομίστηκαν τα έγγραφα ή στοιχεία ή πρόσθετη μαρτυρία κατά την εξέταση της προσβαλλόμενης πράξης καθώς και τη συνάφειά τους με τα επίδικα θέματα.[…]»

 

[8] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο