ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

  Υπόθεση Αρ. 5621/21

 

30 Απριλίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 Β.Μ.

 

Αιτήτριας

 

 -και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                      Καθ' ων η αίτηση.

 ....................................

                                                                                        

Η αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά

 

Αλική Καρσλιάδου για Μαρίνα Σουρουλλά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

[Παρών ο κύριος Ραφαήλ Ευαγγέλου για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η αιτήτρια με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως προσφεύγει εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 22/07/2021, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας τα γεγονότα που αφορούν τη αιτήτρια έχουν ως κατωτέρω:  H αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κόνγκο (στο εξής «ΛΔΚ») και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 03/04/2019, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές, παραλαμβάνοντας αυθημερόν Βεβαίωση Υποβολής Αιτήματος Διεθνούς Προστασίας από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας.

 

Στις 14/04/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής ʺΕΥΥΑʺ) στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 09/07/2021 ο λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Στη συνέχεια, συγκεκριμένος λειτουργός που δύναται δυνάμει σχετικής εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών, να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης στις 22/07/2021.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απόφαση της σχετικά με το αίτημα της αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε από την ίδια στις 11/08/2021. Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας με την οποία αμφισβητεί την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Με τη γραπτή της αγόρευση, η αιτήτρια αναφέρει ότι δέχθηκε επιθέσεις και απειλές στη χώρα καταγωγής της λόγω της εθνικότητας του πατέρα της, ο οποίος κατάγεται τόσο από τη Ρουάντα όσο και από τη Λ.Δ.Κ.  Επιπρόσθετα, ανέφερε πως επιθέσεις δέχθηκε λόγω του ότι ο πατέρας της εργάστηκε στην Υπηρεσία Πληροφοριών της Ρουάντα.  Όπως αναφέρει, η κατάσταση αυτή επηρέασε σημαντικά τη ζωή της και αποτέλεσε τον βασικό λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της. Ακόμη, η αιτήτρια δήλωσε πως αποτέλεσε επανειλημμένα αντικείμενο ερευνών και συλλήψεων, αλλά ανέφερε πως κάθε φορά κατόρθωνε να διαφύγει.  Ισχυρίστηκε μάλιστα πως οι απειλές κατά της ζωής της ήταν ιδιαίτερα σοβαρές, λόγω της επανάληψης τους, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε πραγματικό κίνδυνο η ζωή της.

 

Περαιτέρω, αναφέρει ότι η μητέρα της έπεσε θύμα βιασμού και ότι οι γονείς της αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Λ.Δ.Κ. κατόπιν των εν λόγω απειλών, καθώς και ότι η γιαγιά της ήταν το μοναδικό πρόσωπο που την προστάτευε, αλλά απεβίωσε λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου μερικούς μήνες μετά την αποχώρησή της από τη χώρα. Επιπρόσθετα, η αιτήτρια αναφέρει ότι, λόγω της σοβαρότητας των απειλών κατά της ζωής της και αφού είχαν λάβει χώρα πλείστα βίαια γεγονότα, κατάφερε να διαφύγει στην πρωτεύουσα της Δημοκρατίας του Κονγκό, Brazzaville, με τη συνδρομή μιας φιλανθρωπικής οργάνωσης, με την οποία ήρθε σε επαφή μέσω του ιερέα μιας εκκλησίας. Τέλος, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι, ενόσω βρισκόταν στη Λ.Δ.Κ., δέχθηκε επιθέσεις λόγω κάποιας ομόφυλης σχέσης που είχε συνάψει, προσθέτοντας ότι αυτού του είδους οι σχέσεις αποτελούν ταμπού στη χώρα καταγωγής της. Γι’ αυτούς τους λόγους η αιτήτρια ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της.

 

Η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση εισηγείται μέσω της γραπτής της αγόρευσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, κατόπιν δέουσας έρευνας και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης.  Η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση ισχυρίζεται επιπρόσθετα πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

 

Περαιτέρω, αναφορικά με τους ισχυρισμούς που προβάλλει η αιτήτρια δια της γραπτής της αγόρευσης, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η αιτήτρια ισχυρίζεται για πρώτη φορά ότι δέχτηκε επιθέσεις λόγω της ομόφυλης σχέσης της, κατά τρόπο αόριστο και ατεκμηρίωτο και πως ουδέποτε έθεσε η αιτήτρια τους εν λόγω ισχυρισμούς ενώπιον της διοίκησης παρότι της έγιναν οι απαραίτητες διευκρινιστικές ερωτήσεις.  Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ων η αίτηση, επιπρόσθετα εισηγείται πως οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις και δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο.

 

Έχω εξετάσει με δέουσα προσοχή τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου διά των γραπτών αγορεύσεων της αιτήτριας και των καθ' ων η αίτηση, καθώς επίσης και των στοιχείων που περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο. Κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία στις 09/10/2023 η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της επειδή δεχόταν απειλές και ήταν μόνη της στη χώρα της λόγω του ότι απεβίωσε η γιαγιά της.

 

Κληθείσα να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους απειλείται η ζωή της στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια ανέφερε ότι ο πατέρας της κατάγεται από τη Ρουάντα και το ότι οι πολίτες της ΛΔΚ αντιπαθούν τους συμπολίτες τους που κατάγονται από την Ρουάντα. Επανέλαβε δε ότι για το συγκεκριμένο λόγο εξαφανίστηκε ο πατέρας της και δεν γνωρίζει που βρίσκεται. Προσδιόρισε τέλος ότι αυτός είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο απειλείται στη χώρα καταγωγής της. Ερωτηθείσα αν αντιμετώπισε κάποιο συγκεκριμένο πρόβλημα ή εάν έλαβε χώρα κάποιο συγκεκριμένο εις βάρος της περιστατικό στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια αποκρίθηκε ότι δεχόταν απειλές από τον κόσμο.  Η αιτήτρια ενώπιον του Δικαστηρίου επιβεβαίωσε πως δεν φοβάται οτιδήποτε άλλο σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της πάρα μόνο τις απειλές που δεχόταν λόγω της καταγωγής της.

 

Κληθείσα να σχολιάσει ενώπιον του Δικαστηρίου τον ισχυρισμό που πρόβαλε δια της γραπτής της αγόρευσης ως προς το ότι απειλήθηκε γιατί διατηρούσε σχέση με γυναίκα, η αιτήτρια ρωτήθηκε για ποιο λόγο δεν πρόβαλε το συγκεκριμένο ισχυρισμό κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης και εκείνη απάντησε ότι έχει πολλά στο κεφάλι της και δε κοιμάται γιατί είναι αγχωμένη. Η αιτήτρια ανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου πως στη ΛΔΚ δεν είναι αποδεκτή η σχέση μεταξύ γυναικών αν και όλοι γνώριζαν ότι βγαίνει με μία κοπέλα. Ερωτηθείσα πότε έγινε ευρέως αντιληπτή η ομοφυλοφιλία της, η αιτήτρια δήλωσε ότι γνώριζαν όλοι τη σχέση της με τη σύντροφό της γιατί δεν κρυβόταν, προσθέτοντας ότι  η εν λόγω σχέση της ξεκίνησε το 2018. Ερωτηθείσα ωστόσο εάν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά και επεσήμανε πως δεν απειλείται η ζωή τα από αυτή τη σχέση που είχε το 2018.

 

Η  συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο πρόβαλε ότι κατά την διοικητική διαδικασία η αιτήτρια δεν στοιχειοθέτησε κανένα βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Ως προς τον ισχυρισμό της αιτήτριας  περί ομοφυλοφιλίας, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση πρόβαλε ότι, βάσει των δηλώσεων της αιτήτριας, δεν στοιχειοθετείται κανένας κίνδυνος δίωξης της αφού η ίδια δήλωσε ότι δεν αντιμετώπισε απολύτως κανένα πρόβλημα στη χώρα καταγωγής της λόγω του φερόμενου σεξουαλικού της προσανατολισμού.

 

Προχωρώ να εξετάσω τη νομιμότητα και ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και κρίνω σκόπιμη την παράθεση των ισχυρισμών της αιτήτριας, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε εντός των αρμοδιοτήτων της όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από την σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από την σχετική νομολογία του Ανωτάτου, Διοικητικού και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

Η αιτήτρια στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της διότι την αναζητούν προκειμένου να τη φονεύσουν λόγω της ιδιότητας του πατέρα της [ως «tute»]. Ακόμη, αναφέρει ότι ο πατέρας της δεν είχε τα μέσα για να διαφύγει και για τον λόγο αυτό η ίδια κατέφυγε σε μία εκκλησία, ο ιερέας της οποίας ενημέρωσε μία Μη Κυβερνητική Οργάνωση (στο εξής: «ΜΚΟ») για το πρόβλημα της και ακολούθως η εν λόγω ΜΚΟ βοήθησε την αιτήτρια προκειμένου να διαφύγει από τη χώρα καταγωγής της για λόγους ασφαλείας (ερυθρό 1 και τη μετάφραση αυτού στο ερυθρό 18, του διοικητικού φακέλου). 

 

Κατά την προφορική της συνέντευξη, η αιτήτρια δήλωσε ότι κατάγεται από την πρωτεύουσα Kinshasa της ομώνυμης επαρχίας της Λ.Δ.Κ., όπου διέμενε μόνιμα και μέχρι την αναχώρησή της από τη χώρα. Επιπλέον, δήλωσε ότι ο πατέρας της εγκατέλειψε την Kinshasa το έτος 2000 επειδή αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν.  Μετά από τρία έτη ενώ η μητέρα της πήγε στην Kinshasa, υπήρξε θύμα βιασμού.  Ακολούθως, η ίδια βρισκόταν υπό την επίβλεψη της γιαγιάς της έως ότου η τελευταία αποβιώσει στις 03/12/2019 (ερυθρά 45 και 46, του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια στο σκέλος της ελεύθερης αφήγησής της ισχυρίστηκε πως ο πατέρας της καταγόταν από τη Ρουάντα. Συγκεκριμένα, η αιτήτρια ανέφερε ότι υπήρχε ένας πρόεδρος της χώρας, που καταγόταν από τη Ρουάντα, ο οποίος κακομεταχειριζόταν και σκότωνε πολίτες και γι’αυτό το λόγο οι πολίτες της ΛΔΚ στράφηκαν εναντίον των συμπολιτών τους που κατάγονταν από τη Ρουάντα.  Ενόψει τούτου, ο πατέρας της δέχτηκε απειλές και ήταν θύμα απόπειρας δολοφονίας.  Για λόγους ασφαλείας εγκατέλειψε την περιοχή και η αιτήτρια διέμενε με τη μητέρα της, η οποία στη συνέχεια έπεσε θύμα βιασμού μπροστά στα μάτια της αιτήτριας και της γιαγιάς της.

 

Η γιαγιά της αιτήτριας αποφάσισε ακολούθως ότι η μητέρα της αιτήτριας έπρεπε να εγκαταλείψει τη περιοχή με αποτέλεσμα να τη στείλει στη Δημοκρατία του Κονγκό (Congo-Brazzaville).  Η αιτήτρια διέμεινε μαζί της μέχρι το σημείο κατά το οποίο άλλαξε η κυβέρνηση της χώρας, το έτος 2018. Η νέα κυβέρνηση άρχισε να στοχοποιεί πολίτες της χώρας με καταγωγή από τη Ρουάντα. Επειδή η γιαγιά της αιτήτριας φοβήθηκε,  φυγάδευσε την τελευταία στην εκκλησία Christ Continuee, της οποίας ο ιερέας ενημέρωσε σχετικά με την περίπτωση της μια ΜΚΟ, μέλη της οποίας ακολούθως μετέφεραν την αιτήτρια στη Δημοκρατία του Κονγκό (Congo-Brazzaville). Εκεί η αιτήτρια διέμεινε για δύο εβδομάδες και μία ημέρα, προτού ταξιδέψει με προορισμό την Κύπρο (ερυθρό 42, του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τη διερεύνηση του ανωτέρω αφηγήματος η αιτήτρια αρχικά κλήθηκε να αποσαφηνίσει τις δηλώσεις της περί του ότι έπεσε θύμα βίας λόγω της καταγωγής του πατέρα της και εκείνη απάντησε ότι όλοι οι υπήκοοι της ΛΔΚ με καταγωγή από τη Ρουάντα υπόκειντο σε απειλές και βία επειδή ο απερχόμενος πρόεδρος της ΛΔΚ με καταγωγή από τη Ρουάντα, Joseph- Kabila, κακομεταχειριζόταν τους πολίτες της ΛΔΚ κατά τη διάρκεια της προεδρίας του (ερυθρό 42 2χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Κληθείσα να προσδιορίσει τα περιστατικά απειλών και βίας που φέρεται να αντιμετώπισε ο πατέρας της, η αιτήτρια δήλωσε ότι τα εν λόγω περιστατικά έλαβαν χώρα το Δεκέμβριο του 2000. Ερωτηθείσα ποιος στοχοποίησε τον πατέρα της, η αιτήτρια επικαλέστηκε τον κόσμο της ΛΔΚ (ερυθρό 41 1χ, του διοικητικού φακέλου).  Η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να αναφέρει από ποιο μέρος της Ρουάντα κατάγεται ο πατέρας της και δήλωσε μόνο πως τον αποκαλούσαν “Tutsi”.  Η αιτήτρια ανέφερε πως ο κόσμος γνώριζε ότι ο πατέρα της καταγόταν από τη Ρουάντα και ο ίδιος δεν αντιμετώπιζε προβλήματα με τον προηγούμενο πρόεδρο, ωστόσο τα προβλήματα ξεκίνησαν όταν εξελέγη ο νέος πρόεδρος το 2018 (ερυθρό 41, του διοικητικού φακέλου), παρ’όλα αυτά η ίδια δήλωσε πως το 2000 ο πατέρας της αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον τόπο διαμονής της (ερυθρό 41 1χ, του διοικητικού φακέλου). 

 

Ζητηθείσα να εξηγήσει πως επηρεάστηκε προσωπικά από την αλλαγή της κυβέρνησης το 2018, η αιτήτρια δήλωσε ότι ο νέος πρόεδρος ήταν Κονγκολέζος και υποσχέθηκε στους πολίτες ότι όλα θα αλλάξουν. Όταν λοιπόν ανέλαβε την εξουσία, οι πολίτες της ΛΔΚ ζητούσαν την εκδίωξη των πολιτών με καταγωγή από τη Ρουάντα (ερυθρό 41 1χ, του διοικητικού φακέλου).  Η αιτήτρια δεν προσδιόρισε την ταυτότητα των προσώπων που την στοχοποίησαν, αλλά αρκέστηκε στο να αναφέρει πως ήταν πολίτες της Λ.Δ.Κ..  Ως προς το πως γνώριζε ο κόσμος ότι η ίδια είχε καταγωγή από τη Ρουάντα, η αιτήτρια δήλωσε ότι οι γείτονές της γνωρίζουν ποια είναι η ίδια και ποιος είναι ο πατέρας της και η καταγωγή τους.  Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε πως δεν αντιμετώπισε προσωπικά οποιοδήποτε πρόβλημα στη χώρα της (ερυθρό 41, του διοικητικού φακέλου).

 

Παρά την προαναφερόμενη τοποθέτησή της, σε άλλο σημέιο της συνέντευξής της, η αιτήτρια δήλωσε πως από τον Δεκέμβριο του 2018 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2019, συνέβησαν διάφορα περιστατικά κατά τα οποία οι γείτονές της και άτομα από την γειτονική συνοικία την έδειχναν όταν περπατούσε και όταν μετέβαινε στην αγορά και της έλεγαν ότι ο πατέρας της κατάγεται από τη Ρουάντα, ενώ δήλωσε ακόμη ότι, πέρα από τα εν λόγω περιστατικά, έλαβε απειλές θανάτου από τα ίδια άτομα (ερυθρό 40 2χ, 3χ, του διοικητικού φακέλου).  Ερωτηθείσα εάν θυμάται συγκεκριμένα κάποια από τα άτομα που την απείλησαν, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά, αναφέροντας ότι επρόκειτο για ληστές από την περιοχή και την γειτονιά όπου διέμενε.

 

Όταν ρωτήθηκε, η αιτήτρια εάν σκέφτηκε να ζητήσει βοήθεια από τις αστυνομικές αρχές της χώρας της, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι απευθύνθηκε στις αστυνομικές αρχές παρέμειναν άπραγες διότι δεν γνωρίζουν το νόμο (ερυθρό 40 6χ και 39, του διοικητικού φακέλου).  Ως προς το χρόνο και το λόγο για τον οποίο αναγκάστηκε να φυγαδευτεί στην εκκλησία, η αιτήτρια δήλωσε ότι έλαβε την εν λόγω απόφαση το Φεβρουάριο του 2019 καθώς γνώριζε ότι οι διώκτες της θα εισέλθουν εντός της οικίας της (ερυθρό 39, του διοικητικού φακέλου).  Στη συνέχεια, η αιτήτρια δήλωσε ότι διέμεινε στην εκκλησία Eglise για ένα μήνα και μερικές ημέρες, προβάλλοντας ότι εκεί την βοήθησαν λόγω του ότι γνώριζαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζε (ερυθρό 39, του διοικητικού φακέλου). 

 

Περαιτέρω, αναφορικά με το περιστατικό βιασμού της μητέρας της, το οποίο έλαβε χώρα το έτος 2003, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι το εν λόγω περιστατικό οφειλόταν επίσης στον πατέρα της.  Συγκεκριμένα, δήλωσε πως κάποια άτομα εισέβαλαν στην οικία τους αναζητώντας χρήματα και καθότι η γιαγιά της δεν διέθετε χρήματα αποφάσισαν να βιάσουν την μητέρα της (ερυθρό 39, 2χ, του διοικητικού φακέλου). Κληθείσα να διευκρινίσει τη δήλωσή της ότι το εν λόγω περιστατικό οφειλόταν στον πατέρα της, η αιτήτρια απάντησε ότι, αφότου έφυγε ο πατέρας της, η ποιότητα της ζωής της οικογένειάς της δεν ήταν καλή και ότι στοχοποιήθηκαν από τους πολίτες, επειδή οι τελευταίοι υπέφεραν από τον πρώην πρόεδρο της χώρας, προσθέτοντας ότι τα άτομα που εισέβαλαν στην οικία τους ανέφεραν ότι όσοι κατάγονται από τη Ρουάντα, θα πληρώσουν για το γεγονός ότι οι πολίτες της Λ.Δ.Κ. υποφέρουν από τον πρώην πρόεδρο της χώρας (ερυθρό 38, του διοικητικού φακέλου).

 

Η αιτήτρια ανέφερε πως ούτε η μητέρα της, ούτε η γιαγιά της είχαν καταγωγή από τη Ρουάντα, ενώ, ερωτηθείσα αναφορικά με την ταυτότητα των δραστών, η αιτήτρια δήλωσε ότι στη χώρα της υπάρχουν πολλοί ληστές οι οποίοι φέρουν μαχαίρια (ερυθρό 38, του διοικητικού φακέλου), αφήνοντας και πάλι αόριστη την τοποθέτησή της επί της ερώτησης που της υποβλήθηκε.  Περαιτέρω, ερωτηθείσα τι θα μπορούσε να της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια δήλωσε ότι φοβάται ότι θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της από τους πολίτες λόγω του θυμού τους εναντίον του πρώην προέδρου της Λ.Δ.Κ., προσθέτοντας πως επειδή εν έχει οποιαδήποτε υποστήριξη στη χώρα καταγωγής της, αυξάνονται οι πιθανότητες να τεθεί σε κίνδυνο η ζωή της (ερυθρό 38, 2χ, του διοικητικού φακέλου)

 

Ο αρμόδιος λειτουργός της ΕΥΥΑ, αξιολογώντας το σύνολο των δηλώσεων της αιτήτριας διέκρινε δύο ουσιώδης ισχυρισμούς οι οποίοι προκύπτουν από τις δηλώσεις της αιτήτριας.  Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας και π δεύτερος αφορα τον ισχυρισμό της αιτήτριας περί του ότι απειλήθηκε από τους γείτονές της επειδή κατάγεται από τη Ρουάντα.

 

Με παραπομπές στις δηλώσεις της αιτήτριας και αναφορές σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ο λειτουργός αποδεχτηκε το πρώτο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό και κατά συνέπεια, κρίθηκε πως η αιτήτρια κατάγεται από τη ΛΔΚ και ότι τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της αποτέλεσε η πόλη Kinshasa.  Ο δεύτερος ωστόσο ισχυρισμός της αιτήτριας, ο οποίος συνίσταται στις δηλώσεις της περί του ότι απειλήθηκε από του γείτονές της επειδή ο πατέρας της καταγόταν από τη Ρουάντα, δεν έγινε αποδεκτός από τον αρμόδιο λειτουργό. 

 

Συγκεκριμένα, προχωρώντας στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των σχετικών δηλώσεων της αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι  η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει τα γεγονότα που αφηγήθηκε.  Διαφαίνεται από το αφήγημά της πως δεν ήταν σε θέση να περιγράψει πως η αλλαγή κυβερνητικού καθεστώτος το 2018 επηρέασε την ίδια καθώς περιορίστηκε σε μια γενικόλογη περιγραφή της πολιτικής κατάστασης που διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές που έλαβαν χώρα στη ΛΔΚ το 2018 (ερυθρό 41, 3χ του διοικητικού φακέλου).  Ως προς το φορέα που φαίνεται να στοχοποίησε την ίδια, η αιτήτρια επικαλέστηκε αορίστως το λαό της ΛΔΚ. Όταν όμως της ζητήθηκε να εξηγήσει πως οι διώκτες της γνώριζαν την καταγωγή της, η αιτήτρια πρόβαλε χωρίς συνοχή ότι επρόκειτο για γείτονές της και ότι γνώριζαν τον πατέρα της, χωρίς ουσιαστικά να απαντά επί της ουσίας στο υποβληθέν ερώτημα (ερυθρό 40, 1χ του διοικητικού φακέλου). 

 

Διευκρινίστηκε μάλιστα πως η αιτήτρια δήλωσε πως δεν στοχοποιήθηκε προσωπικά η ίδια (ερυθρό 40, 1χ του διοικητικού φακέλου) γεγονός το οποίο κλονίζει ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.  Εκ της ανωτέρω αξιολόγησης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της αιτήτριας δεν θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, καθώς τόσο το αφήγημά της, όσο και οι επί μέρους απαντήσεις της στερούνται σαφήνειας και λεπτομέρειας.

 

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού της, διαφαίνεται πως στην έκθεση ο λειτουργός ανέφερε ότι, παρότι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν την ύπαρξη πολιτικών εντάσεων μεταξύ των πληθυσμών και των κυβερνήσεων της Λ.Δ.Κ. και της Ρουάντα, καθώς και την ύπαρξη συγκρούσεων, σχετιζόμενων με τις εν λόγω πολιτικές εντάσεις, στις ανατολικές επαρχίες της Λ.Δ.Κ., εντούτοις, δεν ανευρέθηκαν πηγές οι οποίες να καταδεικνύουν την ύπαρξη κοινωνικών διακρίσεων κατά πολιτών με καταγωγή από τη Ρουάντα. Επιπρόσθετα, έκρινε ότι, λόγω της απουσίας λεπτομερειών και συγκεκριμένων πληροφοριών στις δηλώσεις της αιτήτριας, δεν είναι δυνατή η επιβεβαίωση των εν λόγω προσωπικών και συγκεκριμένων εμπειριών της αιτήτριας μέσω σχετικών εξωτερικών πηγών πληροφόρησης και ως εκ τούτου, απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό εφόσον έκρινε πως οι δηλώσεις της αιτήτριας δεν διαφαίνεται πως ενέχουν περιστατικά βιωματικού χαρακτήρα.

 

Υπό το φως τον ανωτέρω, ο λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη το αποδεδειγμένο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό που προέκυψε από το αίτημα της αιτήτριας, και λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της αιτήτριας και συγκεκριμένα στη περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής της, διαπίστωσε πως δεν υφίσταται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση, η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής στην πόλη Kinshasa της Λ.Δ.Κ..

 

Ακολούθως, ο λειτουργός αξιολόγησε το νομοθετικό πλαίσιο για το προσφυγικό καθεστώς, καθώς επίσης και για το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της αιτήτριας σε οποιοδήποτε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ως αναφέρεται στην έκθεση εισήγηση, βάσει των ισχυρισμών της αιτήτριας, του προσωπικού της προφίλ και της αξιολόγησης κινδύνου, δεν τεκμηριώνεται φόβος δίωξης για ένα από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 και ως εκ τούτου, εισηγήθηκε πως η αιτήτρια δεν δικαιούται το καθεστώς του πρόσφυγα.

 

Επιπλέον, κρίθηκε πως η αιτήτρια κατά την επιστροφή της στη Λ.Δ.Κ. δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, ο οποίος να αντιστοιχεί στο άρθρο 19του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.  Ο λειτουργός παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στην πρωτεύουσα Kinshasa της Λ.Δ.Κ., καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια, σε περίπτωση επιστροφής της, δεν θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας, καθότι η κατάσταση στην πρωτεύουσα Kinshasa δεν μπορεί να χαρακτηριστεί από διεθνή ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός κατέληξε ότι η αιτήτρια δεν δικαιούται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου θα πρέπει να επισημανθεί πως η αιτήτρια είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει και να ενισχύσει τους ισχυρισμούς της στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία.  Είχε μάλιστα την ευκαιρία να αντικρούσει την κάθε αντίφαση που εντοπίστηκε και να συμπληρώσει το κάθε κενό που διαφαίνεται από την αφήγησή της.  Έχοντας τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ενώπιον μου, τα οποία λαμβάνω υπόψη μου, προχωρώ να εξετάσω κατ’ουσίαν τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό που σχηματίστηκε από τη Υπηρεσία Ασύλου, παρ’όλο που διαφαίνεται πως η εξέταση του αρμόδιου οργάνου ήταν η δέουσα.

 

Εν προκειμένω, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις της αιτήτριας, όπως λεπτομερώς καταγράφονται ανωτέρω, χαρακτηρίζονται από ασάφεια και γενικότητα. Ειδικότερα, ως προς τον ισχυρισμό της αιτήτριας περί δίωξής της από το κοινωνικό σύνολο της Λ.Δ.Κ. λόγω της καταγωγής της από τη Ρουάντα, στερούνται των επαρκών και συγκεκριμένων λεπτομερειών, οι οποίες θα προσέδιδαν στις δηλώσεις της βιωματικό χαρακτήρα, ενώ το σύνολο του προβληθέντος αφηγήματος συνίσταται σε ένα συνονθύλευμα αόριστων και ασαφών δηλώσεων οι οποίες βασίζονται σε ευρέως γνωστές πληροφορίες αναφορικά με την πολιτική κατάσταση στη χώρα καταγωγής της τον υπό κρίση χρόνο.

 

Συγκεκριμένα, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να θεμελιώσει με επαρκείς και συγκεκριμένες λεπτομέρειες τον ισχυρισμό της περί της καταγωγής των μελών της οικογένειάς της από την πατρική πλευρά από τη Ρουάντα, δεδομένου ότι δεν γνώριζε από ποια συγκεκριμένη περιοχή της Ρουάντα κατάγεται ο πατέρας της, αναφέροντας απλώς ότι είχε ακούσει να τον αποκαλούν «Τούτσι» και ότι δεν γνωρίζει τη σημασία του εν λόγω χαρακτηρισμού και με ποια συγκεκριμένη περιοχή της Ρουάντα σχετίζεται.  Τονίζεται βέβαια ότι η αιτήτρια, η μητέρα της αλλά και ο πατέρας της κατά το ήμισυ κατάγονται όλοι από την ΛΔΚ.

 

Γενικόλογες κρίνονται και οι αναφορές της αιτήτριας περί απειλών που έλαβε από τους γείτονές της.  Επίσης αόριστη κρίνεται και η περιγραφή κάποιων περιστατικών που λάμβαναν χώρα όταν βρισκόταν σε δημόσιους χώρους. Ασαφείς και γενικόλογες ήταν οι δηλώσεις της αιτήτριας αναφορικά με την αιτία που στοχοποιούνταν οι πολίτες με καταγωγή από τη Ρουάντα, δεδομένου ότι η αιτήτρια ανέφερε απλώς ότι ο πληθυσμός υπέφερε από τον πρώην πρόεδρο της χώρας και ότι όταν ανέλαβε την εξουσία ο νέος πρόεδρος οι πολίτες της Λ.Δ.Κ. απαίτησαν την αποχώρηση από τη χώρα όσων ατόμων είχαν καταγωγή από τη Ρουάντα.

 

Η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει συγκεκριμένα την ταυτότητα των φερόμενων δραστών των εν λόγω απειλών και περιστατικών, ενώ εύλογα θα αναμενόταν από την αιτήτρια να γνωρίζει την εν λόγω πληροφορία, δεδομένου ότι τα εν λόγω άτομα ήταν γείτονές της. Επιπλέον, η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει συγκεκριμένα με ποιον τρόπο οι γείτονές της γνώριζαν σχετικά με την καταγωγή της οικογένειάς της από την πατρική της πλευρά, απαντώντας με αόριστο τρόπο ότι τα εν λόγω άτομα το γνώριζαν διότι έμεναν στην ίδια γειτονιά. 

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ότι πλήττεται η εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού της αιτήτριας, ο οποίος ανάγεται στον πυρήνα του αιτήματός της περί χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού της αιτήτριας, οι εξωτερικές πηγές επιβεβαιώνουν ότι οι πολίτες με καταγωγή από τη Ρουάντα υφίστανται δυσμενείς κοινωνικές διακρίσεις στη Λ.Δ.Κ.. Συγκεκριμένα, σε έκθεση της Δανικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης σχετικά με τις κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες στην πρωτεύουσα Kinshasa της Λ.Δ.Κ., αναφέρονται τα πιο κάτω:

 

«Υπάρχουν επίσης πιθανοί παράγοντες κινδύνου που προκύπτουν από την εθνοτική ή τοπική καταγωγή κάποιου ατόμου στην Kinshasa. Μία διεθνής ανθρωπιστική οργάνωση στη Λ.Δ.Κ. δήλωσε ότι οποιοσδήποτε θεωρείται ότι σχετίζεται με τη Ρουάντα αντιμετωπίζει σκληρές διακρίσεις σε κάθε κοινωνικό τομέα. Επιπλέον, η πηγή τόνισε ότι οι εν λόγω διακρίσεις εις βάρος των ομιλούντων την επίσημη γλώσσα της Ρουάντα [Rwandaphone] λαμβάνουν χώρα σε όλη την επικράτεια της Λ.Δ.Κ.. Ο καθηγητής Bazonzi εξήγησε ότι η κοινότητα των Rwandaphone στη Λ.Δ.Κ. γίνεται αντιληπτή ως ξένη που αντιμετωπίζει δυσκολίες ενσωμάτωσης στην κονγκολέζικη κοινωνία. Ως εκ τούτου, κάθε άτομο που ανήκει στις εθνοτικές ομάδες Banya (Banyamulenge, Banyarwanda), καθώς και στις εθνοτικές ομάδες Χούτου και Τούτσι, κινδυνεύει να υποστεί διακρίσεις και παρενοχλήσεις, σύμφωνα με την διεθνή ανθρωπιστική οργάνωση στη Λ.Δ.Κ.. (…)

Ο καθηγητής Bazonzi πρόσθεσε ότι τμήματα [του πληθυσμού] των Banyamulenge δεν διαθέτουν την κονγκολέζικη υπηκοότητα.

Μια διεθνής ανθρωπιστική οργάνωση στη Λ.Δ.Κ. εξήγησε ότι υφίστανται εντάσεις μεταξύ των Rwandaphone και άλλων εθνοτικών ομάδων στη Λ.Δ.Κ. από την εποχή της αποικιοκρατίας, αλλά από το 2020 υπάρχει μια δραματική αύξηση της ρητορικής μίσους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αλλού εναντίον ατόμων που σχετίζονται με τη Ρουάντα λόγω των αυξανόμενων εντάσεων μεταξύ των δύο χωρών. Αυτή η αύξηση της ρητορικής μίσους έχει κλιμακωθεί σε βίαιες επιθέσεις κατά [μελών της κοινότητας των] Rwandaphone στη Λ.Δ.Κ., συμπεριλαμβανομένης της Kinshasa.»[1]

 

Εντούτοις, παρά τις ανωτέρω πληροφορίες οι οποίες υποδεικνύουν ότι κάποιο άτομο με καταγωγή από τη Ρουάντα ενδέχεται να αντιμετωπίσει δυσμενείς κοινωνικές διακρίσεις στη Λ.Δ.Κ., που δεν ανάγονται βεβαίως σε πράξη δίωξης, το γεγονός ότι η αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει με επαρκείς και συγκεκριμένες λεπτομέρειες τους ισχυρισμούς της τόσο αναφορικά με την καταγωγή των μελών της οικογένειάς της από την πατρική της πλευρά, από τη Ρουάντα, όσο και αναφορικά με την ισχυριζόμενη δίωξή της από το κοινωνικό σύνολο της Λ.Δ.Κ. λόγω της εθνοτικής της καταγωγής, συνεπάγεται ότι δεν διαπιστώνεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να υποβληθεί, λόγω της εθνοτικής της καταγωγής, σε μεταχείριση, η οποία θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στην πόλη Kinshasa της Λ.Δ.Κ.. Το εν λόγω συμπέρασμα ενισχύεται και από τη δήλωση της αιτήτριας κατά τη συνέντευξή της ότι ουδέποτε συνέβη στην ίδια κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό.

 

Προχωρώ στην αξιολόγηση του ισχυρισμού της αιτήτριας περί του ότι στη χώρα καταγωγής της ο σεξουαλικός της προσανατολισμός αποτελεί ταμπού, ισχυρισμός ο οποίος υποβλήθηκε για πρώτη φορά δια της προφορικής της αγόρευσης, ενώπιον του Δικαστηρίου.  Η αιτήτρια ουδέποτε κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας πρόβαλε το συγκεκριμένο ισχυρισμό, ενώ όταν ρωτήθηκε κατά τη διάρκεια των ενώπιόν μου διευκρινίσεων για ποιο λόγο δεν το έπραξε, αποκρίθηκε ανεπαρκώς ότι είχε πολλά πράγματα στο κεφάλι της και ότι ήταν αγχωμένη.

 

Παρατηρείται άλλωστε ότι η αιτήτρια δεν ανέφερε οποιοδήποτε στοιχείο και/ή πληροφορία  ως προς το συγκεκριμένο ισχυρισμό κατά την ενώπιον μου διαδικασία παρόλο που της δόθηκε η δυνατότητα, παρά μόνο όταν ρωτήθηκε ευθέως αν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα εξαιτίας της σχέσης που φέρεται να διατηρούσε στη χώρα καταγωγής, η αιτήτρια δήλωσε πως δεν είχε αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα.  Επιπλέον, ανέφερε χωρίς συνοχή ότι διατηρούσε ομόφυλη σχέση από το 2018, εκδηλώνοντάς την δημοσίως, χωρίς ωστόσο να έχει αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα.  Ο προαναφερόμενος ισχυρισμό προβάλλεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο και ως τέτοιος απορρίπτεται εφόσον η αιτήτρια και δήλωσε πως κυκλοφορούσε με τη σχέση της στη χώρα της χωρίς οποιοδήποτε πρόβλημα αλλά και παράλληλα δήλωσε ότι τέτοιες σχέσεις αποτελούν ταμπού στη χώρα της.  Της δόθηκε η δυνατότητα να αναπτύξει τον ισχυρισμό της αυτό αλλά δεν ανέφερε οτιδήποτε επιπρόσθετο.  Κατά συνέπεια ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται ως γενικός και αόριστος.

 

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι η αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς της αιτήτριας παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίησή της από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό δρώντα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο (βλ. C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009).  Στην υπό εξέταση υπόθεση δεν διαπιστώνω να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

 

Αναφορικά με την υπαγωγή της αιτήτριας σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι η αιτήτρια θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011).

 

Σύμφωνα με τις δηλώσεις της αιτήτριας και βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της ως παρατέθηκε ανωτέρω, η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής της στη χώρα καταγωγής της ήταν η πρωτεύουσα Kinshasa της ομώνυμης επαρχίας. Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, όπου ανήκει γεωγραφικά η πρωτεύουσα Kinshasa, η οποία, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, θεωρείται η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής της.

 

Η έκθεση του portal RULAC το 2021 σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην ΛΔΚ αναφέρει: «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ορισμένων ένοπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα»[2].  Παράλληλα, το International Crisis Group's Crisis Watch δεν κατέγραψε απώλειες αμάχων συνδεόμενες με περιστατικά ασφαλείας στην Kinshasa από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι και τον Ιούλιο του 2021[3] . Συν τοις άλλοις, Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ το 2022 αναφέρει ότι  ένοπλες συγκρούσεις στη ΛΔΚ εντοπίζονται στις περιοχές  Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï and Mai-Ndombe χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Κινσάσα [4]. Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Κινσάσα δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.

 

Αναλύοντας τα κατωτέρω ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 19/04/2023 έως 19/04/2024, σημειώθηκαν στην εν λόγω περιφέρεια 99 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 70 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (49 θάνατοι), 24 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατο), 45 περιστατικά συνίσταντο σε διαμαρτυρίες (κανένας θάνατος), καταγράφηκαν 8 περιστατικά μαχών ( 20 θάνατοι) ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά απομακρυσμένης βίας/ εκρήξεων[5]. Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σήμερα σε  περίπου 17.032.000 κατοίκους[6],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (70 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη, η οποία μπορεί να επιφέρει συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

 

Τέλος, κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθηκε ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ.[7]  Κατά συνέπεια, η επαρχία της Kinshasa, όπου ανήκει γεωγραφικά η πρωτεύουσα Kinshasa, την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής της αιτήτριας, βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της ως παρατέθηκε ανωτέρω, δεν φαίνεται να πλήττεται από συγκρούσεις και περιστατικά βίας.[8] Λαμβάνοντας υπόψιν και τις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτή θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της και συγκεκριμένα στην πρωτεύουσα Kinshasa της ομώνυμης επαρχίας της Λ.Δ.Κ.

 

Επομένως, στη βάση των όσων αναλύθηκαν ανωτέρω, κρίνω πως η αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της επίδικης απόφασης και ότι στο πρόσωπό της πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολάίδη ν. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120)). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία ν. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωση του για επαρκή έρευνα.

 

Όπως προκύπτει από τα Παραρτήματα της Ένστασης και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα που απαιτείται από την νομολογία και την νομοθεσία και τόσο ο Προϊστάμενος, όσο και ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διεξήγαγαν έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε η αιτήτρια ενώπιον τους. Οι Καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε η αιτήτρια, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος της αιτήτριας αποκαλύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.  Τα όσα παρέθεσε στην ενώπιον μου διαδικασία δεν είναι αρκετά για να της δοθεί καθεστώς διεθνούς προστασία.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €600 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

 

 

X. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, Country of Origin Information (COI): Brief Report, Οκτώβριος 2022, σσ. 13 – 14, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf

[2] [2] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th

[3] 4 International Crisis Group, Crisis Watch, Tracking Conflict Worldwide, Democratic Republic of Congo, n.d, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database?location%5B%5D=7&date_range=custom&from_month=01&from_year=2020&to_month=07&to_year=2021

[4] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2022, n.d. διαθέσιμο σε https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/

[5] ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: 19/04/2023 - 19/04/2024, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Kinshasa] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[6] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population

[7] βλ. ενδεικτικά: RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th ; UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf ; HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo ; UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html ; USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://reliefweb.int/report/democratic-republic-congo/democratic-republic-congo-complex-emergency-fact-sheet-3-fiscal-9 και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo

[8] Βλ.  C-285/12 Aboubacar Diakité ν. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides και στην C-465/07 Meki Elgafaji, Noor Elgafali  v Staatssecretaris van Justitie


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο