ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Νομική Αρωγή αρ.57/24

 

19 Απριλίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ.1 ΤΟΥ 2003 ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟ ΤΟΥ 2002 (Ν. 165(Ι)/2002)

 

Αίτηση από:

 

                                                                        Τ. J. A.

                                                                                                                                    Αιτήτρια

 

 

Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Κα Στ. Σταύρου, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Κος Η. Φανούς,  μεταφραστής για πιστή μετάφραση από Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα αίτηση για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής, προκειμένου να διορίσει δικηγόρο για να χειριστεί την προσφυγή την οποία έχει ήδη καταχωρίσει εναντίον απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.29/01/24, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε.

Ως προκύπτει από το σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παράτυπα, μέσω κατεχομένων, και στις 19/02/24 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, η οποία και απορρίφθηκε.

Η παρούσα στηρίζεται στους περί Νομικής Αρωγής Διαδικαστικούς Κανονισμούς (Αρ.1) του 2003 και στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο του 2002, Ν. 165(Ι)/2002 και συγκεκριμένα στις διατάξεις του άρθρου 6Β (2) (α) και 6Β (2) (ββ) του σχετικού Νόμου, το οποίο ορίζει τα ακόλουθα:

«(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή διεθνούς προστασίας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος -

[.]

(α) Κατά δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτητή, την οποία απόφαση ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ ή 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ή

υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(αα) Η δωρεάν νομική αρωγή αφορά μόνο την πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι την εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ούτε άλλο ένδικο μέσο∙ και

(ββ) κατά την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας:

Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου (ββ) εφαρμόζονται χωρίς να περιορίζουν αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη.»

Κατά την εξέταση των εκατέρωθεν ισχυρισμών το Δικαστήριο προβαίνει σε εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, χωρίς να αποφασίζεται οριστικά η τύχη της προσφυγής που σε κάθε περίπτωση έχει δικαίωμα να καταχωρήσει ή και να προωθήσει (αν έχει ήδη καταχωρηθεί) με ίδια μέσα ο αιτητής. Το αποτέλεσμα της παρούσας δεν επηρεάζει βεβαίως τη τελική έκβαση της προσφυγής (βλέπε και Durgo Man v. Δημοκρατίας, Ν. Α. 278/09, ημ.15/07/09 και Baghour και Roud Gad, Ν.Α. 7/11 και 8/11, ημ.28/03/11).

Στην απόφαση στην αιτ. Νομικής Αρωγής αρ.31/2013, SINGH KHUSHWANT του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Όπως νομολογιακά έχει αποφασιστεί, ο Νόμος δίνει ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει, κατά πόσον «είναι πιθανό να εκδοθεί θετική δικαστική απόφαση». Είναι, επίσης, πάγια γραμμή της Νομολογίας, ότι ο Αιτητής δεν πρέπει να στερείται, χωρίς επαρκή λόγο, του δικαιώματός του να ακουστεί η προσφυγή του από το Ανώτατο Δικαστήριο, έχοντας τη βοήθεια συνηγόρου.  Από την άλλη, όμως, δεν είναι επιτρεπτή η παροχή νομικής αρωγής ανεξέλεγκτα, με συνακόλουθο την σπατάλη δημοσίου χρήματος με την καταχώρηση προσφυγών, οι οποίες δεν έχουν πιθανότητα επιτυχίας.

[…]

Παρεμβάλλω ότι είναι βασική αρχή πως το Δικαστήριο, εξετάζοντας αιτήσεις αυτής της μορφής και ασκώντας την ευρεία διακριτική του εξουσία, δεν προβαίνει σε οριστικά συμπεράσματα ως προς το αποτέλεσμα της ίδιας της προσφυγής, αλλά παραμένει στην πιθανολόγηση έκδοσης θετικής απόφασης. […]. Τελικό, λοιπόν, κριτήριο είναι η πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης και, κατά την εξέταση μιας τέτοιας πιθανότητας, το Δικαστήριο δεν αποφασίζει για την οριστική τύχη της προσφυγής, αλλά, όπως είναι καθήκον του, σταθμίζει τα ενώπιόν του στοιχεία, προκειμένου να κρίνει κατά πόσον οι απαραίτητες προϋποθέσεις του Νόμου ικανοποιούνται, για να συνεκτιμήσει την πιθανότητα έκδοσης θετικής δικαστικής απόφασης στην αναμενόμενη να καταχωρηθεί προσφυγή.».

Στα ανωτέρω θα πρέπει βεβαίως να συνυπολογιστεί ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάσει στα πλαίσια προσφυγής εξ υπαρχής τα γεγονότα και νομικά ζητήματα και πως, στη βάση του άρ.11 (5) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, «[…] λαμβάνει υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.»

Από τα συνημμένα στο Σημείωμα του Γενικού Εισαγγελέα προκύπτουν τα ακόλουθα.

Στην αίτηση διεθνούς προστασίας η αιτήτρια καταγράφει ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της λόγω του ότι έπεσε θύμα απαγωγής των Fulani, οι οποίοι την βίασαν και την κακοποίησαν σωματικά. Κατόπιν παρότρυνσης της μητέρας της αποφάσισε να εγκαταλείψει οριστικά τη Νιγηρία για να είναι ασφαλής. Μετέβη στα κατεχόμενα, όπου εργάστηκε έως ότου έληξε η άδεια διαμονής της και δεν επιθυμεί αν επιστρέψει πίσω στη Νιγηρία ή τις μη ελεγχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας.

Κατά τη συνέντευξη ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε και διέμενε στην πόλη Akure της πολιτείας Ondo, ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Yoruba, είναι μουσουλμάνα, έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμιά εκπαίδευση και μετέπειτα εργάστηκε ως κομμώτρια και έμπορος κακάο από το 2015 έως το 2020. Είναι άγαμη, μητέρα ενός τέκνου γεννημένο εκτός γάμου που προέκυψε κατόπιν βιασμού της. Η μητέρα της, τα αδέρφια της και η ανήλικη κόρη της διαμένουν έως σήμερα στην ως άνω πόλη.

Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής η αιτήτρια επιβεβαίωσε τα ανωτέρω περί απαγωγής της από Fulani. Ως ανέφερε, απήχθη στις 15/01/20 από ομάδα κτηνοτρόφων Fulani, τα οποία, επειδή δεν έλαβαν τα λύτρα που ζήτησαν, την βίασαν μέχρι που αφέθηκε ελεύθερη τον Φεβρουάριου 2020. Τον ίδιο μήνα η αιτήτρια  έσπευσε στο νοσοκομείο για θεραπεία και εν συνεχεία μετέβη εκ νέου στο νοσοκομείο στις 9 Μαρτίου, όπου και βεβαιώθηκε η εγκυμοσύνη της συνεπεία του βιασμού που υπέστη. Παρότι θέλησε να αποβάλει, οι γιατροί της είπαν ότι δεν ήταν ασφαλές για την υγεία της και τότε επιχείρησε αυτοβούλως να αποβάλει καταναλώνοντας χάπια, χωρίς αποτέλεσμα, και εντέλει κράτησε το παιδί. Η μητέρα της έλαβε χρήματα από τράπεζα και χρηματοδότησε το ταξίδι της αιτήτριας στα κατεχόμενα.

Ερωτηθείσα αν συντρέχουν άλλοι λόγοι που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, ανέφερε ότι οι άνθρωποι στην γειτονιά της την κορόιδευαν διότι το παιδί της δεν είχε πατέρα και έτσι ήρθε για να εργαστεί και να φέρει στο μέλλον και την κόρη της.  

Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων η Αιτήτρια κλήθηκε να απαντήσει σε πρόσθετες ερωτήσεις και να αποσαφηνίσει κρίσιμα γεγονότα της αφήγησής της. Αναφορικά με την απαγωγής της από τους Fulani, ανέφερε ότι ήταν έξι άτομα που διακρίνονταν από το λεπτό τους σώμα και το ανοιχτό χρώμα των ματιών τους αλλά δεν ήταν σε θέση να δώσει άλλα στοιχεία. Η απαγωγή έλαβε χώρα την ώρα που η αιτήτρια μετέβαινε με λεωφορείο στην πολιτεία Anambra, όταν τους σταμάτησαν οι απαγωγείς για να τους ληστέψουν. Μαζί της απήχθησαν άλλα 15 άτομα και μεταφέρθηκαν με αυτοκίνητο σε άγνωστο οίκημα όπου κρατήθηκαν. Εκεί η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι έμεινε μέχρι τον Φεβρουάριο του 2020, μαζί με άλλους, με ελάχιστη τροφή και νερό, και κακοποιήθηκε σεξουαλικά από πολλούς άντρες.

Εντέλει, ως περιέγραψε, ένας άντρας την λυπήθηκε και την βοήθησε να δραπετεύσει αφήνοντας την ελεύθερη σε θαμνώδεις εκτάσεις. Ερωτηθείσα αν την αναζήτησαν έκτοτε οι απαγωγείς της, απάντησε αρνητικά. Στο δάσος βρήκε έναν περαστικό που την πήγε σπίτι. Κατόπιν έσπευσε στο νοσοκομείο για να υποβληθείς εξετάσεις και στις 9 Μαρτίου 2020, μετέβη εκ νέου στο νοσοκομείο όπου διαγνώστηκε ότι η αιτήτρια εγκυμονούσε. Προσπάθησε να αποβάλει καταναλώνοντας πολλά χάπια αλλά δεν τα κατάφερε. Ερωτηθείσα εκ νέου αν την αναζήτησαν ξανά οι Fulani απάντησε «ναι ίσως με ψάχνουν». Προσέθεσε επίσης ότι εκείνο το διάστημα έμενε σπίτι και ήταν ασφαλής.

Ακολούθως, η Αιτήτρια κλήθηκε να αντικρούσει την αντίφαση στην οποία υπέπεσε, καθότι στα πλαίσια της έκθεσης ευαλωτότητας είχε δηλώσει πως απήχθη «μαζί με δύο άλλες γυναίκες», ενώ κατά την συνέντευξη ανέφερε πως απήχθη με 16 άλλα άτομα», αναφέροντας ότι  υπήρχαν αυτές οι δύο γυναίκες μαζί της. Τέλος, ερωτηθείσα ποιες θα ήταν οι συνέπειες σε περίπτωση επιστροφής στην χώρα καταγωγής της δήλωσε πως δεν θέλει να επιστρέψει διότι δεν θα μπορεί αν αποπληρώσει το δάνειο που έλαβε η μητέρα της και επιπλέον θα πρέπει να φροντίσει και την κόρη της. Επιβεβαίωσε δε πως οι αρχές θα της επέτρεπαν την είσοδο στην χώρα.    

Η Υπηρεσία Ασύλου, εξετάζοντας τα λεγόμενα της αιτήτριας, σχημάτισε τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.

1.    Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπος διαμονής της αιτήτριας

2.    Φόβος για αναζήτηση της από τους Fulani, λόγω της απαγωγής και βιασμού της απ’ αυτούς

3.    Οικονομικοί λόγοι

Εκ των ως άνω έγιναν δεκτοί οι 1ος και 3ος ισχυρισμοί, απορρίφθηκε δε ο ισχυρισμός περί απαγωγής, βιασμού και μετέπειτα της ελευθέρωσης της αναζήτηση της από τους Fulani, λόγω ελλείψεως εσωτερικής συνοχής.

Αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι η αφήγηση της αιτήτριας υπήρξε γενική, χωρίς επαρκείς λεπτομέρειες και εντοπίστηκαν αντιφάσεις, με συνέπεια ο εν λόγω ισχυρισμός να μην γίνει αποδεκτός.

Συγκεκριμένα αξιολογήθηκε ότι η αιτήτρια υπέπεσε σε αντιφάσεις αναφορικά με τον αριθμό των απαχθέντων ατόμων που βρίσκονταν μαζί της, αφού αρχικά ανέφερε ότι δεν γνώριζε, ενώ μετέπειτα ότι ήταν 20 άτομα. Εντοπίστηκε χρονική ασυνέπεια σχετικά με το πότε πήγε στο νοσοκομείο μετά την απελευθέρωση της, αφού αρχικά ανέφερε ότι πήγε στις 09/03/20 και αργότερα ότι είχε πάει τον Φεβρουάριο 2020. Πέραν των ως άνω παρατηρήθηκε έλλειψη ευλογοφάνειας σχετικά με τις προσπάθειες που έκανε να αποβάλει το παιδί της, αφού αρχικά ανέφερε ότι ήπιε πολλά χάπια, αργότερα ότι έκανε «ένεση στη πλάτη και το χέρι» και επιπροσθέτως ζήτησε από τους γιατρούς του νοσοκομείου να τη βοηθήσουν αλλά είπαν ότι κινδυνεύει η ζωή της αν το κάνει. Δεν μπόρεσε επίσης να αναφέρει το λόγο που ένας εκ των απαγωγέων της τη βοήθησε να αποδράσει και δεν έδωσε εύλογα αναμενόμενες πληροφορίες για το μέρος που αυτή κρατούνταν, το πως μεταφέρθηκε εκεί (ανέφερε ότι ήταν σύνολο 22 άτομα σε ιδιωτικό αυτοκίνητο με 9 θέσεις). Συνεπεία των ως άνω ο 2ος ισχυρισμός απορρίφθηκε, χωρίς να γίνει έρευνα σε πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την εξωτερική συνοχή των εν λόγω ισχυρισμών της αιτήτριας.

Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση των αποδεκτών ισχυρισμών της αιτήτριας, ήτοι των προσωπικών στοιχείων αυτής και των οικονομικών λόγων που ανέφερε για τη φυγή της από τη χώρα καταγωγής, κατόπιν αξιολόγησης πληροφοριών για την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής (πολιτεία Ondo), κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής της δεν προκύπτει βάσιμος φόβος δίωξης στο πλαίσιο του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, ούτε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης στο πλαίσιο του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Συνεπεία των ως πιο πάνω το αίτημα για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε.

Στην αιτήτρια μεταφράστηκε το σημείωμα του γενικού εισαγγελέα και του δόθηκε η ευκαιρία να αναφέρει οτιδήποτε επιθυμεί, αφότου της εξηγήθηκαν οι προϋποθέσεις που θέτει η οικεία νομοθεσία σε σχέση με την έγκριση αιτήσεων ως η παρούσα, χωρίς εντούτοις να προσθέσει κάτι περαιτέρω στα όσα ως άνω καταγράφονται, πέραν της αναφοράς της στο παιδί της, που βρίσκεται με τη μητέρα της στη χώρα καταγωγής και ότι η μητέρα της ασθενεί.

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Ενόψει και των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών κατά την εξέταση της αξιοπιστίας του αφηγήματος ενός αιτητή, εν προκειμένω θα συμφωνήσω, κατά την εκ πρώτης όψεως θεώρηση και αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και δεδομένων, με την κατάληξη της Υπηρεσίας, καθότι θεωρώ πως η αιτήτρια δεν έδωσε ικανοποιητικές απαντήσεις, το αφήγημα της είχε – σε καίρια σημεία αυτού - κενά και δεν έδωσε τις εύλογα αναμενόμενες εξηγήσεις στα σχετικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν. Θεωρώ λοιπόν ότι, ως και η Υπηρεσία κατέληξε, ότι το αφήγημα της στερείται ευλογοφάνειας και εσωτερικής συνοχής, ενόψει των όσων λεπτομερώς καταγράφονται πιο πάνω, στα πλαίσια παράθεσης της επί τούτου κατάληξης της Υπηρεσίας. Περαιτέρω σημειώνω ότι, σε συμφωνία με τα επ’ αυτού ευρήματα της Υπηρεσίας, θεωρώ ότι έλειπαν οι αναμενόμενες βιωματικές λεπτομέρειες και συνοχή από τους ισχυρισμούς της που αφορούσαν την απαγωγή της, μεταφορά της και βιασμό της από ομάδα κτηνοτρόφων Fulani αλλά και των όσων ακολούθησαν αυτού.

Είναι βεβαίως αναμφισβήτητο ότι, σε περιπτώσεις ισχυριζόμενης σεξουαλικής βίας, ως ισχυρίζεται εν προκειμένω η αιτήτρια, η εξέταση της εσωτερικής συνοχής των ισχυρισμών της θα πρέπει να γίνεται δίδοντας ιδιαίτερη προσοχή στις συνέπειες που ενδεχομένως έχει αυτή η τραυματική εμπειρία στον ψυχισμό του, που ενδεχομένως εύλογα να επηρεάζει και την ικανότητα της να ανακαλέσει λεπτομέρειες και στοιχεία για όσα ισχυρίζεται. Όμως εν προκειμένω η αιτήτρια ρωτήθηκε επισταμένα επί των όσων ανέφερε, χωρίς να επικαλείται κάποιο πρόβλημα στη μνήμη της, και υπέπεσε σε αντιφάσεις και κενά και ασάφειες, όχι μόνο σε σχέση με το κατ’ ισχυρισμό συμβάν της απαγωγής και εγκλεισμού της, αλλά και αναφορικά με τα όσα έγιναν όταν νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο. Τούτο δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένο υπό τις περιστάσεις.

Των ως άνω λεχθέντων δεν παραβλέπω ότι θα έπρεπε να γίνει έρευνα σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την εξωτερική συνοχή των ισχυρισμών της αιτήτριας, πράγμα που δεν έγινε εν προκειμένω, στα πλαίσια της εξέτασης του 2ου ουσιώδους ισχυρισμού της.

Παρά όμως την ως άνω έλλειψη στα πλαίσια εξέτασης της επίδικης αίτησης διεθνούς προστασίας, είναι κατάληξη μου ότι δεν ικανοποιούνται εν προκειμένω – σε κάθε περίπτωση – οι προϋποθέσεις που θέτει η νομοθεσία για την ύπαρξη πραγματικών πιθανοτήτων επιτυχίας της συνδεδεμένης με την παρούσα προσφυγής.

Εξηγώ.

Κατ’ αρχήν, σύμφωνα με τα όσα η ίδια η αιτήτρια ισχυρίστηκε κατά τη συνέντευξη, το κατ’ ισχυρισμό συμβάν της απαγωγής, βιασμού και εγκλεισμού της, πέραν του ότι έγινε καθ’ οδόν προς άλλη πολιτεία, 4 ώρες μακριά (οδικώς) από τον τόπο διαμονής της (ερ.34), τελείωσε τον Φεβρουάριο 2020 με την απελευθέρωση της από ένα εκ των απαγωγέων της, ως ισχυρίστηκε. Η αιτήτρια έφυγε από τη χώρα στις 26/11/21 (ερ.42), ήτοι περί το 1 έτος και 9 μήνες αργότερα, διάστημα κατά το οποίο δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα από τους κατ’ ισχυρισμό διώκτες της. Τότε μετέβη στα κατεχόμενα, όπου, ως αναφέρει, εργαζόταν (ερ.1) περί τα 2 έτη, προτού έρθει στις ελεύθερες περιοχές, αφότου έληξε η άδεια παραμονής της εκεί.

Περαιτέρω, αναφορικά με τον ισχυρισμό της αιτήτιας ότι οι κτηνοτρόφοι Fulani θα την καταδιώκουν κατά την επιστροφή της στη χώρα, σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί βάσει των διαθέσιμων πηγών πληροφόρησης σε σχέση με τον τρόπο δράσης και τα κίνητρα της ομάδας αυτής.

Όπως αναφέρεται και σε έκθεση του Συμβουλίου Μετανάστευσης και Προσφύγων του Καναδά, κύριο κίνητρο της ομάδας αποτελεί η πρόσβαση στη γη για βόσκηση των ζώων τους, ενώ δεν φαίνεται να δρουν οργανωμένα με ένα κοινό πολιτικό στόχο κατά συγκεκριμένων ομάδων ή κατηγοριών ανθρώπων.  Ως αναφέρεται στην ίδια πηγή, παρότι υπάρχει η πεποίθηση ότι η ομάδα αυτή δρα κατά κύριο λόγο κατά των Χριστιανών, τα κίνητρα τους σχετίζονται περισσότερο με την πρόσβαση στη γη, παρά με τη θρησκευτική ιδεολογία των κοινοτήτων με τις οποίες συγκρούονται. Περαιτέρω, αναφορικά με τον τρόπο δράσης, οι κτηνοτρόφοι Fulani δεν αποτελούν οργανωμένη ομάδα ή οργάνωση η οποία δρα με οργανωμένη στρατηγική, αλλά οι διάφορες ομάδες Fulani δρουν ανεξάρτητα χωρίς κάποια ιεραρχία.[1]

Ενόψει των όσων πιο πάνω αναφέρω, με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, είναι κατάληξη μου ότι, πέραν των κενών, ασαφειών και αντιφάσεων, που εντοπίστηκαν στο αφήγημα της αιτήτριας, σε κάθε περίπτωση, με βάση τα ίδια τα λεγόμενα της αλλά και τις διαθέσιμες πληροφορίες για τους κατ’ ισχυρισμό διώκτες της, δεν μπορεί να συναχθεί ότι αντιμετωπίζει εξ αυτών κίνδυνο σε περίπτωση που επιστρέψει (ανεξαρτήτως του αν γίνει αποδεκτός ο σχετικός ισχυρισμός της για την απαγωγή της), αφού αυτοί αποτελούνται από ανεξάρτητες μεταξύ τους ομάδες, χωρίς κεντρική διοίκηση ή δομή. Περαιτέρω η αιτήτρια διατηρεί οικογενειακό δίκτυο στον τόπο διαμονής.

Αναφορικά με τη κατάσταση ασφαλείας στον τόπο διαμονής της αιτήτριας θα συμφωνήσω με την Υπηρεσία (ερ.70) ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα αυτή να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή (71 περιστατικά για το 2020 και 1ο τρίμηνο 2021, εκ των οποίων 34 θάνατοι, πληθυσμός περί τα 4 ½ εκατομμύρια) [2],[3], και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό, στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [4] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, υπ. αρ.C-901/19, CF and DN, ημ.10/06/21).

Συνεπώς – στο βαθμό που απαιτείται επί αιτήσεως ως η παρούσα, ήτοι μέσα από μια τεκμηριωμένη πιθανολόγηση στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων – καταλήγω ότι η προσφυγή που έχει καταχωρηθεί δεν διατηρεί πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας.

Δεδομένης της ως άνω κατάληξης μου παρέλκει η εξέταση της παρούσας στην βάση της οικονομικής δυνατότητας της αιτήτριας να προωθήσει με ίδια μέσα την προσφυγή που έχει καταχωρήσει.

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα. 

Σημειώνεται βεβαίως ότι το αποτέλεσμα της παρούσας δεν προδικάζει το αποτέλεσμα της προσφυγής που καταχώρησε, την οποία η αιτήτρια διατηρεί κάθε δικαίωμα να προωθήσει.

Τα έξοδα του μεταφραστή να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] IRB, ‘Nigeria: Fulani herdsmen, including motivations, modus operandi and recruitment methods; raids by Fulani herdsmen in schools in Benin City in October 2016 (2016-August 2018), 10 August 2018, Διαθέσιμο εδώ:  https://irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=457569

[2]EASO, ‘Nigeria Security Situation, Country of Origin Information Report’, June 2021, παρ. 2.21, σελ. 221-224, Διαθέσιμο εδώ: https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_06_EASO_COI_Report_Nigeria_Security_situation.pdf 

[3] Country Guidance: Nigeria (October 2021), p. 138 - Country_Guidance_Nigeria_2021.docx (europa.eu)

[4] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο