ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  593/2023

17 Απριλίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ , ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ε.Μ.Ι.,

 από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό

                                              Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Δ. Τιμοθέου (κος)

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Χ. Παλαικυθρίτη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής αμφισβητεί την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ.  30.12.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση ασύλου, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (εφεξής «ΛΔΚ»), την οποίαν εγκατέλειψε στις 14.11.2021 και αφίχθηκε μέσω του αεροδρομίου Ercan στις μη ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Ακολούθως εισήλθε, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές στις 15.11.2021, υποβάλλοντας αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 26.01.2022. Στις 21.11.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής αναφερόμενη ως «EUAA»), ο οποίος στις 21.12.2022 υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου υπάλληλος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 30.12.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 27.01.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου με ημερ. 23.01.2023. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, μέσω του συνηγόρου του, προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της παρούσας διαδικασίας όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση νομικού ισχυρισμού περί μη δέουσας έρευνας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή του, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ορθώς η αίτηση  του Αιτητή απορρίφθηκε στο σύνολό της.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση του ως πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου[1]. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 [2] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως [4].

Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, ενώ δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Αυτός είναι και ο λόγος που το Συμβούλιο της Επικρατείας παγίως δέχεται πως είναι αλυσιτελής η προβολή λόγων σε δίκη επί διοικητικής προσφυγής ουσίας που αφορούν στη νομιμότητα ή την επάρκεια της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξεως [5], την πλάνη περί τα πράγματα, την κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας. Συνεπώς, η απλή επίκληση τέτοιων ισχυρισμών δεν επαρκούν από μόνοι τους για να ανατρέψουν την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Εν πάση περιπτώσει ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ουσιαστικής ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[6], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας

 

Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[7].

 

Ως  εκ  τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ένωπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Παρατηρώ συναφώς ότι κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής για λόγους ασφαλείας και συγκεκριμένα εξαιτίας του ότι τον αναζητούσε η αστυνομία λόγω της συμμετοχής του σε μία πολιτική διαδήλωση στις 12.10.2021. Ειδικότερα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω διαδήλωση, η οποία επρόκειτο να ήταν ειρηνική, ωστόσο κάποια πρόσωπα σκοτώθηκαν και λόγω αυτού η αστυνομία άρχισε να αναζητεί όλα τα πρόσωπα που συμμετείχαν στη διαδήλωση. Ως υποστήριξε, ο ίδιος κατάφερε να διαφύγει της σύλληψης και παρά το γεγονός ότι τον αναζήτησαν και στο σπίτι του, δεν κατάφεραν να τον εντοπίσουν. Ακολούθως, ο Αιτητής ενημέρωσε το θείο του για το τι είχε συμβεί και εκείνος τον προέτρεψε να κρυφτεί, οπόταν και κρύφθηκε στο δάσος (bush) για έξι μέρες. Ωστόσο, αποφάσισε να επιστρέψει στο σπίτι του, όμως ζούσε σε κατάσταση ανασφάλειας οπόταν ο θείος του, διευθέτησε μέσω διασυνδέσεων του, το ταξίδι του στην Κύπρο. Ο Αιτητής κατέγραψε ακόμη ότι δεν έχει επικοινωνία με την μητέρα του και παρά το γεγονός ότι αυτή τον εγκατάλειψε όταν ήταν νεαρός, ωστόσο ο ίδιος επιθυμεί να την βρει, αφού αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι είναι η μητέρα του.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa. Σε σχέση με την εθνοτική του καταγωγή δήλωσε ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Yansi και ως προς το θρήσκευμά του  δήλωσε Χριστιανός Καθολικός. Αναφορικά με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αμφότεροι οι γονείς του τον εγκατέλειψαν σε νεαρή ηλικία και αναγκάστηκε να διαμείνει με τον θείο του, προσέθεσε δε ότι έχει έξι (6) αδέρφια με τα οποία ωστόσο δε διατηρεί επικοινωνία. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι φοίτησε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ ως προς το επάγγελμά του προέβαλε ότι εργάστηκε για έξι (6) μήνες παρέχοντας υπηρεσίες καθαρισμού.

 

Παραθέτοντας τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησης ο Αιτητής προέβαλε ότι στις 16 Οκτωβρίου 2021 έλαβε χώρα ειρηνική διαδήλωση στην Kinshasa, η οποία ωστόσο κατεστάλη βιαίως από τις αστυνομικές αρχές. Ο  Αιτητής δήλωσε ότι κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδήλωσης οι αστυνομικές αρχές όχι μόνο έκαναν χρήση δακρυγόνων αλλά ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου, ενώπιον του, έναν άνδρα. Στη συνέχεια ο ίδιος άρχισε να τρέχει μέσα στο πλήθος, φτάνοντας εν τέλει στην οικία που διέμενε με το θείο του, πλην όμως τον ακολούθησαν αστυνομικοί. Την επόμενη ημέρα, ήτοι την 17η Οκτωβρίου, επιστρέφοντας στην οικία του τις μεσημεριανές ώρες, ο Αιτητής διαπίστωσε ότι αυτή είχε καταστραφεί και ότι είχε αφαιρεθεί εξ αυτής πλήθος αντικειμένων. Το βράδυ της 20ης Οκτωβρίου εισήλθαν εκ νέου εντός της οικίας του τρία ένοπλα άτομα τα οποία, αφού του έδεσαν το στόμα και αφαίρεσαν τα υπόλοιπα αντικείμενα, ξυλοκόπησαν τον θείο του. Ο Αιτητής στη συνέχεια ισχυρίστηκε ότι, από αυτά που άκουσε να λένε τα συγκεκριμένα άτομα μεταξύ τους, συνήγαγε ότι ήταν αστυνομικοί και ότι τους  άκουσε να λένε ότι θα τον σκοτώσουν λόγω του ότι  συμμετείχε στη διαδήλωση, πλην όμως στη συνέχεια εγκατέλειψαν την οικία του. Το επόμενο πρωινό ο Αιτητής εξήγησε στο θείο του τι συνέβη και εκείνος τον έδιωξε από την οικία που διέμεναν γιατί θύμωσε μαζί του. Μη έχοντας που να διαμείνει, ο Αιτητής δήλωσε ότι κοιμόταν στο μπαρ που εργαζόταν ο θείος του για πέντε (5) ημέρες, ενώ  ακολούθως φιλοξενήθηκε από ένα φίλο του για άλλες δεκαοκτώ (18) ημέρες. Συνεχίζοντας το αφήγημά του, ο Αιτητής προέβαλε ότι, σύμφωνα με πληροφορίες τις οποίες έλαβε, η οικία που διέμενε με το θείο του πυρπολήθηκε και τότε αποφάσισε να τον πλησιάσει ζητώντας βοήθεια, οπόταν δύο ημέρες αργότερα, ο θείος του επικοινώνησε μαζί του και αφού τον ρώτησε εάν επιθυμεί να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής, διευθέτησε το ταξίδι του με προορισμό την Κύπρο.

 

Κατά τη διερεύνηση των ουσιωδών περιστατικών που προέκυψαν βάσει του ανωτέρω αφηγήματος, ο Αιτητής δήλωσε πως η προαναφερόμενη διαδήλωση διοργανώθηκε από το πολιτικό κόμμα Lamuka,  πλην όμως διευκρίνισε ότι ο ίδιος ουδεμία σχέση είχε με αυτό αλλά και με οποιαδήποτε πολιτική δράση. Κληθείς να εξηγήσει το λόγο για τον οποίον αποφάσισε να συμμετάσχει στην εν λόγω διαδήλωση, ο Αιτητής προέβαλε ότι υπέπεσαν στην αντίληψή του οι σχετικές ενημερώσεις και αποφάσισε να συμμετάσχει γιατί το θεώρησε καλό για τη χώρα του. Ζητηθείς να παραθέσει τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα κατά τη διάρκεια της ανωτέρω διαδήλωσης, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι η αστυνομία, η οποία βρισκόταν εκεί προκειμένου να εξασφαλίσει την ομαλή διεξαγωγή της, έκανε χρήση δακρυγόνων και οι διαδηλωτές άρχισαν να πετροβολούν τους αστυνομικούς. Κληθείς να περιγράψει το ρόλο του κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης, ο Αιτητής απάντησε ότι βρισκόταν μέσα στο πλήθος. Αναφορικά με τη δολοφονία του διαδηλωτή της οποίας δήλωσε ότι έγινε μάρτυρας, ζητήθηκε από τον Αιτητή να περιγράψει τι ακριβώς είδε και εκείνος απάντησε ότι δεν είδε τι έγινε στην αρχή, πλην όμως είδε το συγκεκριμένο άτομο να κείτεται επί του εδάφους και να τον ξυλοκοπούν οι αστυνομικοί κλοτσώντας τον στο κεφάλι με τα όπλα τους και με ρόπαλα, ενώ σταμάτησαν να τον κτυπούν όταν επενέβησαν οι διαδηλωτές και απομάκρυναν το σώμα του. Ως προς την ταυτότητα του συγκεκριμένου ατόμου, ο Αιτητής δήλωσε ότι την επόμενη της διαδήλωσης διάβασε το όνομα του συγκεκριμένου ατόμου στις εφημερίδες. Ζητηθείς να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να διαφύγει από τη διαδήλωση, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι στην αρχή ήταν δύσκολο λόγω του πλήθους, ωστόσο στη συνέχεια κατάφερε να διαφύγει τρέχοντας και μετά από 15 λεπτά έφτασε στο σπίτι του. Ερωτηθείς εάν τον ακολούθησαν οι αστυνομικοί, ο Αιτητής απάντησε καταφατικά, προσθέτοντας ότι τον ακολούθησαν ενδεχομένως λόγω της συμμετοχής του στη διαδήλωση ή λόγω του ότι πίστευαν ότι έριχνε πέτρες εναντίον τους. Ως ισχυρίστηκε,  πλησιάζοντας την οικία του, οι αστυνομικοί προσπάθησαν να τον συλλάβουν, πλην όμως εκείνος δεν σταμάτησε γιατί γνώριζε ότι θα του κάνουν κακό. Ζητηθείς να περιγράψει τι συνέβη στη συνέχεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι κλειδώθηκε εντός της οικίας του για περίπου 15 λεπτά και όταν άνοιξε την πόρτα διαπίστωσε πως οι αστυνομικοί είχαν φύγει. Ερωτηθείς για ποιο λόγο οι αστυνομικοί δεν εισήλθαν εντός της οικίας του προκειμένου να τον συλλάβουν, ο Αιτητής υπέθεσε ότι δεν ήθελαν να παρέμβει ο κόσμος και ισχυρίστηκε ότι στη συνέχεια το εξέλαβαν προσωπικά.

 

Αναφορικά με τα περιστατικά της επόμενης ημέρας, ήτοι της 17ης Οκτωβρίου, ο Αιτητής δήλωσε ότι όταν επέστρεψε στην οικία του, διαπίστωσε πως η κλειδαριά της πόρτας ήταν σπασμένη και ότι έλειπαν κάποια αντικείμενα όπως η τηλεόραση, ένα μικρό τραπέζι, ρούχα, κάποια διακοσμητικά τοίχου καθώς και άλλα πράγματα, πλην όμως αποφάσισαν από κοινού με το θείο του να μη καταγγείλουν το περιστατικό στην αστυνομία γιατί δεν θα έβρισκαν λύση. Ερωτηθείς για ποιο λόγο δεν κατήγγειλε το εν λόγω περιστατικό στην αστυνομία, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν είχε δει τι ακριβώς είχε προηγηθεί έτσι ώστε να προχωρήσει σε καταγγελία ενώπιον των αρχών.

 

Προχωρώντας στη διερεύνηση του περιστατικού κατά το οποίο οι αστυνομικοί φέρονται να εισήλθαν εντός της οικίας του το βράδυ της 20ης Οκτωβρίου, ο Αιτητής κλήθηκε δια ανοικτού τύπου υποβληθείσα ερώτηση να περιγράψει τι συνέβη. Εκείνος απάντησε ότι άκουσε φασαρία ενώ κοιμόταν και ξύπνησε τον θείο του, ο οποίος πήγε να δει τι συμβαίνει ενώ στη συνέχεια ακολούθησε και ο Αιτητής, ο οποίος εισερχόμενος εντός του δωματίου που βρισκόταν ο θείος του, τον αντίκρυσε να πονάει. Ως προέβαλε ο Αιτητής, τα συγκεκριμένα άτομα του έδεσαν το στόμα με ταινία, ενώ τους άκουσε να λένε ότι σκοπεύουν να σκοτώσουν τόσο τον ίδιο όσο και το θείο του. Παρόλα αυτά, τα εν λόγω άτομα στη συνέχεια αποχώρησαν από την οικία του Αιτητή. Τότε ο Αιτητής άρχισε να συζητά με το θείο του, ο οποίος αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερα για τον Αιτητή να εγκαταλείψει την οικία που διέμεναν. Ζητηθείς να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο τα εν λόγω άτομα ήθελαν να τον σκοτώσουν, ο Αιτητής επικαλέστηκε τη συμμετοχή του στη διαδήλωση της 16ης Οκτωβρίου, ενώ ως προς τους λόγους για τους οποίους οι φερόμενοι αστυνομικοί δεν προχώρησαν στη σύλληψή του, ο Αιτητής δήλωσε ότι το εξέλαβαν προσωπικά το ότι δεν μπόρεσαν να τον συλλάβουν και σκόπευαν να του κάνουν κάτι κακό. Ερωτηθείς αν είναι σίγουρος για την αστυνομική ιδιότητα των εν λόγω προσώπων, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ένας εκ των συγκεκριμένων αστυνομικών ήταν ο υπεύθυνος για την ομαλή διεξαγωγή της διαδήλωσης ενώ προσέθεσε ότι τους άκουσε να λένε ότι σκοπεύουν να σκοτώσουν όσους αντιστάθηκαν κατά τη διάρκειά της. Ερωτηθείς πως γνωρίζει ότι οι εν λόγω αστυνομικοί ήταν αυτοί που τον ακολούθησαν μέχρι την οικία του μετά τη διαδήλωση, ο Αιτητής απάντησε ότι οι αστυνομικοί που τον ακολούθησαν μετά τη διαδήλωση ήταν όσοι και οι αστυνομικοί οι οποίοι εισήλθαν εντός της οικίας του, δηλαδή τρεις.

 

Κληθείς να εξηγήσει ποιο ήταν το γεγονός που τον οδήγησε στην απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής προέβαλε ότι όταν είδε το σπίτι του θείου του καμένο σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να βρισκόταν μέσα και να είχε καεί, οπότε εξέλαβε σοβαρά τον κίνδυνο που διέτρεχε. Ζητηθείς να αποσαφηνίσει τη σύνδεση ανάμεσα στον εμπρησμό της οικίας του θείου του και των προσωπικών του προβλημάτων, ο Αιτητής επικαλέστηκε ότι τον αναζητούσαν προσωπικά και ίσως έκαψαν την οικία του θείου όταν διαπίστωσαν ότι ο ίδιος δεν διαμένει εκεί, ενώ υπέθεσε ότι οι αστυνομικοί είχαν λάβει την απόφαση να σκοτώσουν τόσο τον ίδιο όσο και τον θείο του.

 

Ερωτηθείς για ποιο λόγο οι αστυνομικοί αφαίρεσαν αντικείμενα από την οικία του θείου του, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι αστυνομικοί δεν ήθελαν να φύγουν με άδεια χέρια, ενώ επέδειξε άγνοια ως προς του λόγους για τους οποίους οι αστυνομικοί θα ήθελαν να διαρρήξουν την οικία που διέμενε. Σε αναζήτηση από τον αρμόδιο λειτουργό των ενδείξεων επί των οποίων βασίστηκε ο Αιτητής για να συναγάγει ότι τα άτομα που εισήλθαν εντός της οικίας του ήταν αστυνομικοί, ο Αιτητής απάντησε ότι πριν τη διαδήλωση δεν αντιμετώπιζε προβλήματα.

 

Ως προς το λόγο για τον οποίο κατά την υποβολή του αιτήματός του δήλωσε ότι η διαδήλωση έλαβε χώρα στις 12.10.2021, σε αντίθεση με την ημερομηνία 16.10.2021 την οποία δήλωσε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι η διαδήλωση έλαβε χώρα στις 12.10.2021.  

 

Τέλος ο Αιτητής δήλωσε ότι φοβάται να επιστρέψει πίσω στη χώρα καταγωγής του, γιατί το πρόβλημα δεν έχει εξαλειφθεί και προέβαλε ότι θα κινδυνεύσει γιατί δεν γνωρίζει την ταυτότητα των ατόμων που τον διώκουν.

 

Η αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από τους Καθ' ων η αίτηση

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση που διενεργήθηκε, επί των όσων ο Αιτητής παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, διαπιστώνω ότι o αρμόδιος λειτουργός διαχώρισε τους ισχυρισμούς του Αιτητή σε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής του, ο δεύτερος αναφορικά με τη συμμετοχή του στη διαδήλωση της 16ης Οκτωβρίου 2021 στην Kinshasa και ο τρίτος συνίσταται  στις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι προσπάθησαν να τον σκοτώσουν τρεις αστυνομικοί γιατί δεν μπόρεσαν να τον συλλάβουν μετά τη συμμετοχή του  στην ανωτέρω διαδήλωση και ως εκ τούτου το εξέλαβαν προσωπικά.

 

Από αυτούς τους ισχυρισμούς, αποδεκτός έγινε μόνο ο πρώτος, περί των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή, ενώ οι λοιποί ισχυρισμοί απορρίφθηκαν, καθώς δεν θεμελιώθηκε, κατά την κρίση του λειτουργού, η αξιοπιστία των προβληθέντων ισχυρισμών κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικό περιστατικό.

 

Υπό το φως των ανωτέρω και προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, , ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας. Ως προς τη συμπληρωματική προστασία, ο λειτουργός της EUAA έκρινε ότι δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύρραξης επιφέρουσες αδιακρίτως ασκούμενη βία  ύπαρξης αδιάκριτης βίας στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Kinshasa, ούτως ώστε να τύχει εφαρμογής το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Αξιολογώντας λοιπόν  τα όσα έχουν ανωτέρω αναφερθεί υπό το φως και των νομοθετημένων προνοιών και μελετώντας επισταμένως τόσο την Εισηγητική Έκθεση του λειτουργού της EUAA όσο και τους λοιπούς ισχυρισμούς του Αιτητή ως αυτοί παρουσιάστηκαν τόσο κατά την διοικητική διαδικασία όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική διαδικασία, καταλήγω στα εξής:

 

Αρxικά συντάσσομαι με την κρίση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αποδοχή του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού τον οποίον και αποδέχομαι λόγω του ότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίνονται ως σαφείς ενώ δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου. Πέραν τούτου, οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης από τον λειτουργό της EUAA.

 

Αναφορικά με το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό περί συμμετοχής του Αιτητή στη διαδήλωση της 16ης Οκτωβρίου στην Kinshasa, παρατηρώ ότι ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε επαρκείς ερωτήσεις στον Αιτητή ώστε να εξακριβώσει την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του, πλην όμως διαπιστώνω ότι ο τελευταίος δεν ήταν σε θέση να παραθέσει λεπτομερείς και σαφείς πληροφορίες τόσο σε σχέση με το πλαίσιο διεξαγωγής της εν λόγω διαδήλωσης όσο και της προσωπικής του συμμετοχής σε αυτή. Ως προς το σκοπό της διαδήλωσης, ο Αιτητής περιορίστηκε σε μια στερούμενη συνοχής αναφορά ενός οργανισμού που διοργανώνει τις εκλογές στη ΛΔΚ, ενώ προέβαλε γενικόλογα ότι η διαδήλωση είχε ως σκοπό να κάνει τον κόσμο να νιώσει καλύτερα. Αναφορικά δε με την εξέλιξη της εν λόγω διαδήλωσης, ο Αιτητής παρέθεσε ασαφείς και μη συγκεκριμένες πληροφορίες ως προς τον τόπο και τον χρόνο που αυτή έλαβε χώρα (ερυθρό 30, Δ.Φ.) ενώ ζητηθείς να περιγράψει τι έγινε κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδήλωσης, ο Αιτητής περιορίστηκε σε γενικόλογες αναφορές σχετικά με τη χρήση δακρυγόνων εκ της αστυνομίας, χωρίς ωστόσο να παραθέτει πληροφορίες σχετικά με το πως βίωσε ο ίδιος τη συμμετοχή του. Ενδεικτικά, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει που βρισκόταν κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης αφού προέβαλε αορίστως ότι δεν μπορούσε να διακρίνει την αρχή και το τέλος της πορείας (ερυθρό 29, Δ.Φ.). Συν τοις άλλοις, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με σαφήνεια και περιγραφική λεπτομέρεια τον μέχρι θανάτου ξυλοδαρμό ενός διαδηλωτή, του οποίου, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, αποτέλεσε αυτόπτη μάρτυρα. Ειδικότερα, όταν ο Αιτητής ρωτήθηκε πότε έλαβε χώρα το εν λόγω περιστατικό, εκείνος απάντησε αυτολεξεί «κατά τη διάρκεια της πορείας» (ερυθρό 29, Δ.Φ.). Ζητηθείς να περιγράψει λεπτομερώς το εν λόγω περιστατικό, ο Αιτητής επανέλαβε χωρίς συνοχή και περιγραφική λεπτομέρεια ότι η αστυνομία έκανε χρήση δακρυγόνων (ερυθρά 29, 31, Δ.Φ.). Επί τη βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός της EUAA αξιολόγησε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν θεμελίωσαν της εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού. Πρόσθετα των ευρημάτων αυτών με τα οποία και συντάσσομαι, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει την αντίφαση που προέκυψε ανάμεσα στην υποβολή του αιτήματός του και την προφορική του συνέντευξη αναφορικά με την ημερομηνία διεξαγωγής της υπό εξέταση διαδήλωσης, λαμβάνοντας υπόψη ότι το αφήγημα του Αιτητή αποτελείται από συγκεκριμένα περιστατικά τα οποία φέρονται να έχουν λάβει χώρα σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, εντός τεσσάρων ημερών. Παρατηρώ συναφώς ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή του αιτήματός του δήλωσε ότι η εν λόγω διαδήλωση έλαβε χώρα στις 12.10.2021 πλην όμως κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης δήλωσε ότι αυτή  έλαβε χώρα στις 16.10.2021. Ζητηθείς να σχολιάσει την προκύπτουσα αντίφαση, ο Αιτητής απάντησε ανεπαρκώς ότι ουδέποτε δήλωσε ότι η διαδήλωση έλαβε χώρα στις 12.10.2021 (ερυθρό 26, Δ.Φ.). Ολοκληρώνοντας, το Δικαστήριο συντάσσεται πλήρως με την αξιολόγηση των Καθ΄ων η αίτηση και κρίνει ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό κανένα σκέλος του ισχυρισμού του περί συμμετοχής του στην ανωτέρω διαδήλωση και ως εκ τούτου αυτός ορθώς κρίθηκε ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο λειτουργός της EUAA προχώρησε σε σχετική έρευνα, εκ της οποίας επιβεβαιώθηκε ότι πράγματι στις 16.10.2021 έλαβε χώρα διαδήλωση στην Kinshasa, κατά τη διάρκεια της οποίας αστυνομικές αρχές έκαναν χρήση δακρυγόνων. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι δηλώσεις του Αιτητή βρίσκουν μεν έρεισμα στις διαθέσιμες πληροφορίες ως προς τις ανωτέρω πληροφορίες, ωστόσο ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει άλλες πληροφορίες και/ή περιγραφές που να παραπέμπουν σε προσωπική συμμετοχή στη διαδήλωση, με αποτέλεσμα να κρίνεται ότι οι δηλώσεις του πηγάζουν από ευρέως γνωστές πληροφορίες στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής και όχι από βιωματική εμπειρία. Για τους ανωτέρω λόγους, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω έρευνα ως προς τις συνθήκες διεξαγωγής της υπό εξέταση διαδήλωσης και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ορθώς ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

 

Ως προς το τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι τις δηλώσεις του περί του ότι προσπάθησαν να τον σκοτώσουν 3 αστυνομικοί επειδή εξέλαβαν προσωπικά  το ότι δεν μπόρεσαν να  συλλάβουν τον Αιτητή κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης της 16ης Οκτωβρίου 2021, το Δικαστήριο συντάσσεται εκ νέου με την αξιολόγηση του λειτουργού της EUAA. Συγκεκριμένα, όχι μόνο το προβληθέν αφήγημα αξιολογείται ως ασαφές και χωρίς συνοχή, αλλά παρατηρώ ότι και οι επί μέρους απαντήσεις του Αιτητή κατά τη διερεύνηση του υπό εξέταση ουσιώδους περιστατικού αποδυναμώνουν τους δείκτες αξιοπιστίας. Επισημαίνεται  άλλωστε ότι, καθώς ανάμεσα στον υπό εξέταση ισχυρισμό και τον προηγουμένως απορριφθέντα προκύπτει αιτιώδης συνάφεια, η αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού κλονίζεται σημαντικά εκ προοιμίου. Προχωρώντας ωστόσο στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του, παρατηρώ ότι ο Αιτητής, όπως σημειώνεται και από τον λειτουργό της EUAA, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματική εμπειρία το περιστατικό της 20ης Οκτωβρίου. Ειδικότερα, όταν του ζητήθηκε να περιγράψει τη δυναμική της εξέλιξης των υπό εξέταση περιστατικών, εκείνος επανέλαβε ασαφώς τις πληροφορίες που προέβαλε κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησης, χωρίς να προσθέτει κάποιο ενισχυτικό στοιχείο και/ή περιγραφή (ερυθρά 27, 31 Δ.Φ.). Σχετικά με την απόφαση των αστυνομικών να μη τον συλλάβουν το βράδυ που φέρονται να εισήλθαν εντός της οικίας του, ο Αιτητής προέβαλε χωρίς συνοχή και νοηματική συνέπεια ότι οι εν λόγω αστυνομικοί συζητούσαν το ενδεχόμενο να τον σκοτώσουν και στη συνέχεια απλά αποχώρησαν (ερυθρό 27 Δ.Φ.). Ο δε ισχυρισμός του ότι οι εν λόγω αστυνομικοί δεν μπόρεσαν να τον συλλάβουν κατά τη διάρκεια της διαδήλωσης και έτσι το πήραν προσωπικά, κρίνεται ως ανυποστήρικτος και ανυπόστατος (ερυθρό 28 Δ.Φ.) αφού δεν υποστηρίζεται από κανένα άλλο στοιχείο. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση άλλωστε να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο οι υπό αναφορά αστυνομικοί φέρονται να έκλεψαν διάφορα αντικείμενα από την οικία του, αφού η προβληθείσα απάντηση, ήτοι ότι δεν ήθελαν να φύγουν με άδεια χέρια από την οικία του, κρίνεται ως στερούμενη συνοχής και ευλογοφάνειας (ερυθρό 25 Δ.Φ.). Αποδυναμωμένοι παρουσιάζονται και οι ισχυρισμοί του Αιτητή  και σε σχέση με την ιδιότητα των εν λόγω ατόμων, καθώς προέβαλε χωρίς συνοχή και νοηματική συνέπεια ότι πριν τη διαδήλωση δεν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα, ενώ μετά τα εξιστορισθέντα περιστατικά υπέθεσαν, από κοινού με το θείο του, ότι τα εν λόγω άτομα ήταν αστυνομικοί (ερυθρά 25, 25 Δ.Φ.). Λαμβάνεται επίσης υπόψη η ασαφής δήλωση του Αιτητή περί του ότι έμαθε ότι κάηκε η οικία του θείου του από ένα φίλο του, χωρίς να παρατίθενται λοιπές πληροφορίες (ερυθρά 25, 26 Δ.Φ.). Κληθείς άλλωστε να προσδιορίσει τα κίνητρα των φερόμενων αστυνομικών, ο Αιτητής περιορίστηκε σε υποθέσεις. Ολοκληρώνοντας, ο λειτουργός της EUAA καταλήγει στο ότι σε κανένα στάδιο της προφορικής του συνέντευξης ο Αιτητής δεν προέβαλε σαφείς και συγκεκριμένες δηλώσεις διεπόμενες από συνοχή και περιγραφική λεπτομέρεια.

 

Κατόπιν προσεκτικής μελέτης τόσο της προφορικής συνέντευξης του Αιτητή, όσο και της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού της EUAA, κρίνω ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τα εξιστορισθέντα γεγονότα λεπτομερώς και ευλογοφανώς, ενώ  δεν μπόρεσε να αποσαφηνίσει και το λόγο για τον οποίο φέρεται να εκδιώχθηκε από τα εν λόγω άτομα, των οποίων άλλωστε η αστυνομική ιδιότητα κρίνεται, βάσει των δηλώσεων του Αιτητή, εξαιρετικά αμφίβολη.  Λαμβάνεται υπόψη άλλωστε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με την ιδιότητα των προσώπων που φέρονται να τον δίωξαν, το λόγο που δε τον συνέλαβαν και/ή σκότωσαν και το λόγο για τον οποίο τα εν λόγω πρόσωπα φέρονται να έκαψαν την οικία του θείου, βασίζονται σε εικασίες. Παρατηρώ, τέλος, μια αδικαιολόγητη διαφοροποίηση του πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή όπως αυτή προκύπτει ανάμεσα στην υποβολή του αιτήματός του και την εξιστόρηση των περιστατικών κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης. Ενδεικτικά, ενώ κατά την υποβολή του αιτήματός του, ο Αιτητής υποστήριξε ότι καταζητείτο από τις αστυνομικές αρχές λόγω τη συμμετοχής του στη διαδήλωση, από το σύνολό της προφορικής του συνέντευξης προκύπτει ότι στοχοποιήθηκε από αστυνομικούς επειδή εκείνοι πήραν προσωπικά το γεγονός ότι δεν μπόρεσαν να τον συλλάβουν στη διαδήλωση της 16ης Οκτωβρίου 2021, πλην όμως αν και βρέθηκαν εντός της οικίας του παρέλειψαν να τον συλλάβουν και/ή να τον σκοτώσουν, ωστόσο στη συνέχεια έκαψαν την οικία του θείου του. Όλως επικουρικώς, ως περαιτέρω ένδειξη αναξιοπιστίας του Αιτητή κρίνεται ο ισχυρισμός  που προέβαλε κατά την υποβολή του αιτήματός του, σύμφωνα με την οποία μετά τα ανωτέρω περιστατικά διέμεινε στο δάσος για έξι (6) ημέρες, πλην όμως κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ουδέποτε επανέφερε το συγκεκριμένο ισχυρισμό, αφού προέβαλε ότι διέμεινε στο μπαρ που εργαζόταν ο θείος του και στη συνέχεια σε ένα φιλικό πρόσωπο. Σε κάθε περίπτωση, καθίσταται προφανές ότι το ανωτέρω αφήγημα στερείται συνοχής, ευλογοφάνειας και νοηματικής συνέπειας και ως εκ τούτου, το Δικαστήριο συντάσσεται με τα ευρήματα του αρμόδιου λειτουργού ως προς το ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν είναι ικανές να θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, παρατηρώ ότι ο λειτουργός της EUAA δεν προχώρησε σε καμία έρευνα αναφορικά με τις σχετικώς επικρατούσες συνθήκες στη χώρα καταγωγής. Επισημαίνεται ότι, υφίσταται υποχρέωση της Διοίκησης, στο πλαίσιο του καθήκοντος συνεργασίας, να εξετάζει το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση του προσφεύγοντος, πέραν των ρητά προβαλλόμενων ισχυρισμών του, ως αυτή απορρέει από το άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Συγκεκριμένα:

 

«Αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του». Επιπλέον, σύμφωνα με τις διατάξεις της ίδιας Οδηγίας, η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

α) όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους·

β) των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτών έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

γ) της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη· (…)»

 

Το ζήτημα αυτό έχει απασχολήσει το ΕΔΔΑ στην υπόθεση J.K. κ.α. κατά Σουηδίας, Προσφυγή υπ’ αριθ. 59166/12, 23.08.2016, με την κατάληξη του Δικαστηρίου να έχει ως ακολούθως (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):  

 

«96. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι το καθήκον της εξακρίβωσης και της αξιολόγησης όλων των σχετικών πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης σε μια διαδικασία ασύλου μοιράζεται ανάμεσα στον αιτούντα άσυλο και τις αρχές μετανάστευσης. Κανονικά οι αιτούντες άσυλο είναι οι μόνοι που είναι σε θέση να παράσχουν πληροφορίες σχετικά με τις προσωπικές τους περιστάσεις. Ως εκ τούτου, σε ό,τι αφορά τις ατομικές περιστάσεις, το βάρος της απόδειξης κατ’ αρχήν φέρουν οι προσφεύγοντες, οι οποίοι οφείλουν να υποβάλουν το ταχύτερο δυνατόν όλα τα στοιχεία σχετικά με τις ατομικές περιστάσεις τους που χρειάζονται για την τεκμηρίωση της αίτησής τους για διεθνή προστασία. Η απαίτηση αυτή εκφράζεται τόσο στα έγγραφα της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (βλ. παρ. 6 του Ερμηνευτικού Σημειώματος της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες για το βάρος της απόδειξης και την ερμηνευτική ισχύ των ισχυρισμών κατά την εξέταση αιτημάτων ασύλου και παρ. 196 του Εγχειριδίου της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες σχετικά με τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων, τα οποία παρατίθενται στις παραπάνω παρ. 53-54) όσο και στο άρθρο 4 παρ. 1 της Οδηγίας της ΕΕ για την Αναγνώριση, καθώς και στη συνακόλουθη νομολογία του ΔΕΕ (βλ. παραπάνω παρ. 47 και 49-50).

 

97. Ωστόσο, οι κανόνες σχετικά με το βάρος της απόδειξης δεν θα πρέπει να καθιστούν ανενεργά τα δικαιώματα των προσφευγόντων που προστατεύει το άρθρο 3 της Σύμβασης. Είναι επίσης σημαντικό να λαμβάνονται υπόψη οι δυσκολίες που μπορεί να αντιμετωπίζει ένας αιτών άσυλο στο εξωτερικό κατά τη συγκέντρωση στοιχείων (βλ. τις προαναφερθείσες αποφάσεις στις υποθέσεις Bahaddar, παρ. 45, και, τηρουμένων των αναλογιών, Said, παρ. 49). Τόσο τα πρότυπα που έχει αναπτύξει η Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (παρ. 12 του Σημειώματος και παρ. 196 του Εγχειριδίου, που παρατίθενται στις παραπάνω παρ. 53-54) όσο και το άρθρο 4 παρ. 5 της Οδηγίας για την Αναγνώριση αναγνωρίζουν, ρητά ή σιωπηρά, ότι σε ένα πρόσωπο που ζητά διεθνή προστασία πρέπει να χορηγείται το ευεργέτημα της αμφιβολίας.

 

98. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, όσον αφορά την αξιολόγηση της γενικής κατάστασης σε μια συγκεκριμένη χώρα, πρέπει να ακολουθείται μια διαφορετική προσέγγιση. Σε ό,τι αφορά τέτοια θέματα, οι εθνικές αρχές που εξετάζουν μια αίτηση διεθνούς προστασίας έχουν πλήρη πρόσβαση σε πληροφορίες. Για το λόγο αυτό, η γενική κατάσταση σε μια χώρα, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας των δημόσιων αρχών της να παρέχουν προστασία, πρέπει να εξακριβώνεται αυτεπαγγέλτως από τις αρμόδιες εθνικές αρχές μετανάστευσης (βλ., τηρουμένων των αναλογιών, τις προαναφερθείσες αποφάσεις στις υποθέσεις H.L.R. κατά Γαλλίας, παρ. 37, Hilal, παρ. 60, και Hirsi Jamaa κ.λπ., παρ. 116). Σε παρόμοια προσέγγιση συνηγορεί η παρ. 6 του προαναφερθέντος Σημειώματος της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, σύμφωνα με το οποίο οι αρχές που κρίνουν μια αίτηση ασύλου οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη αυτεπαγγέλτως «την αντικειμενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής του αιτούντος άσυλο». Ομοίως, το άρθρο 4 παρ. 3 της Οδηγίας για την Αναγνώριση επιτάσσει να λαμβάνονται υπόψη «όλα τα συναφή στοιχεία που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής».

 

Η διοίκηση όφειλε λοιπόν, στο πλαίσιο της υποχρέωσής της να διεξάγει τη δέουσα έρευνα για όλα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και να ερευνήσει την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του Αιτητή. Ευσταθεί κατά τούτο ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου δικηγόρου του Αιτητή, περί έλλειψης δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας, έστω και στην γενικότητα με την οποίαν αυτός προωθήθηκε.

 

Εν πάση περιπτώσει, στη συγκεκριμένη έρευνα προχώρησε τo Δικαστήριο από την οποία προέκυψαν τα ακόλουθα:

 

·                Αναφορικά με τις συνθηκες που αντιμετώπισαν οι συμμετέχοντες στην συγκεκριμένη διαδήλωση, προέκυψαν τα ακόλουθα:

 

Σύμφωνα με το έγκυρο ειδησεογραφικό πρακτορείο Al Jazeera,  την 16η Οκτωβρίου  2021 περίπου 10.000 διαδηλωτές της αντιπολίτευσης παρέλασαν στους δρόμους της Κινσάσα και γκρέμισαν ένα άγαλμα του προέδρου Felix Tshisekedi, ενώ στη συνέχεια συναντήθηκαν με μέλη του κυβερνώντος κόμματος Δημοκρατία και Κοινωνική Πρόοδος (UDPS) που προσπάθησαν να σταματήσουν την πορεία εκτοξεύοντας βόμβες βενζίνης. Η αστυνομία έκανε χρήση δακρυγόνων για να τους διαλύσει και να αφήσει τη διαδήλωση να συνεχιστεί [8].

 

Το δε Reuters, σε σχέση με το υπό εξέταση περιστατικό, επιβεβαίωσε ότι η αστυνομία της  ΛΔΚ έκανε χρήση δακρυγόνων για να διαλύσει τις συγκρούσεις μεταξύ υποστηρικτών του προέδρου και αρχηγού της αντιπολίτευσης, καθώς οι βουλευτές επέλεξαν νέο επικεφαλής της εκλογικής επιτροπής[9].

 

Οι ανωτέρω λοιπόν πληροφορίες έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις δηλώσεις του Αιτητή αφού προκύπτει ότι οι αστυνομικές αρχές όχι μόνο δε στοχοποίησαν τους συμμετέχοντες στην εν λόγω διαδήλωση, αλλά προσπάθησαν να καταστείλουν τις διαμάχες ανάμεσα σε εκείνους  και τους υποστηρικτές του προέδρου Felix Tshisekedi, αποσκοπώντας στην ομαλή συνέχιση της διαδήλωσης. Πλην των ανωτέρω, ουδεμία πληροφορία ανευρέθη σχετικά με προσωπική στοχοποίηση των συμμετεχόντων στην ανωτέρω διαδήλωση από τις αρχές της ΛΔΚ και δη την αστυνομία.

 

·                Αναφορικά με την εν γένει στοχοποίηση προσώπων για πολιτικούς λόγους στη ΛΔΚ, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε έκθεσή του τον Ιανουάριο του 2021 τονίζει ότι η διοίκηση του προέδρου Felix Tshisekedi στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό πλήττει ολοένα και περισσότερο τα μέσα ενημέρωσης και τις ομάδες ακτιβιστών κατά τη διάρκεια των δύο ετών της θητείας της. Παρά ορισμένα αρχικά βήματα για την προώθηση μιας ατζέντας για τα ανθρώπινα δικαιώματα, η κυβέρνηση έχει απειλήσει, έχει συλλάβει και κρατήσει αυθαίρετα και έχει διώξει αρκετές δεκάδες δημοσιογράφους, ακτιβιστές και άλλους που κρίθηκαν επικριτικοί προς την κυβέρνηση. «Οι άνθρωποι στο Κονγκό δεν πρέπει να φοβούνται την παρενόχληση ή τη σύλληψη επειδή ασκούν κριτική ή διαμαρτύρονται ειρηνικά για την κυβερνητική πολιτική», δήλωσε ο Thomas Fessy, ανώτερος ερευνητής του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Κονγκό. «Δύο χρόνια μετά, οι δεσμεύσεις του Tshisekedi για το σεβασμό των δικαιωμάτων αρχίζουν να ακούγονται σαν αθετημένες υποσχέσεις». Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προέβη σε τηλεφωνικές συνεντεύξεις 83 ατόμων μεταξύ Ιανουαρίου 2020 και Ιανουαρίου 2021, συμπεριλαμβανομένων θυμάτων κακοποίησης, δικηγόρων, ακτιβιστών και δημοσιογράφων. Οι ερευνητές βρήκαν τουλάχιστον 109 περιπτώσεις αυθαίρετων συλλήψεων και παρενόχλησης τον περασμένο χρόνο. Πολλά θύματα ήταν δημοσιογράφοι, οι οποίοι αντιμετώπισαν εκφοβισμό, απειλές και μερικές φορές ξυλοδαρμούς. Πράκτορες πληροφοριών από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (Agence nationale de renseignements ή ANR) συμμετείχαν σε τουλάχιστον 16 υποθέσεις[10].

 

·                Καθώς τα κίνητρα των αστυνομικών που φέρονται να εκδίωξαν τον Αιτητή παραμένουν ασαφή  μετά το πέρας της προσωπικής του συνέντευξης και επί τη βάσει των ανωτέρω πληροφορίων, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ως προς τη στοχοποίηση των συμμετεχόντων στη διαδήλωση της 16ης Οκτωβρίου 2021 έρχονται σε αντίθεση με τις αντληθείσες πληροφορίες, αφού από τις τελευταίες προκύπτει όχι μόνο ότι δε στοχοποιήθηκαν όσοι έλαβαν χώρα στην εν λόγω διαδήλωση, αλλά και ότι για πολιτικούς λόγους στοχοποιούνται στη ΛΔΚ άτομα υψηλού αντικυβερνητικού προφίλ. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του όμως, ο Αιτητής δεν είχε αναπτύξει καμία πολιτική δραστηριότητα ή πολιτική ανάμειξη, η δε συμμετοχή του στην εν λόγω διαδήλωση ήταν περιστασιακή. Πρόσθετα, ως προς το ενδεχόμενο οι φερόμενοι ως αστυνομικοί να στοχοποίησαν τον Αιτητή για προσωπικούς λόγους, το Δικαστήριο κρίνει ότι λόγω της υποκειμενικής φύσης του συγκεκριμένου ενδεχομένου, αυτό δεν δύναται να διασταυρωθεί από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. 

 

Ολοκληρώνοντας, επί τη βάσει της έλλειψης τόσο εσωτερικής, όσο και εξωτερικής αξιοπιστίας, το Δικαστήριο συντάσσεται με τον λειτουργό της EUΑA καθώς αξιολογείται ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν αντικατοπτρίζουν βιωματικό περιστατικό και ως εκ τούτου ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

 

Υπό το φως του μοναδικού ισχυρισμού του Αιτητή που έχει γίνει αποδεκτός τόσο από τον λειτουργό της EUAA όσο και από το παρόν Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνεται η ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης υπό τις πρόνοιες του άρθρου 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου αφού οι συνδεόμενοι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν ως μη αξιόπιστοι. Λαμβάνεται υπόψη άλλωστε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εκφράσει με σαφήνεια τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής καθώς, στη σχετικώς υποβληθείσα ερώτηση,  εκείνος δήλωσε ασαφώς ότι θα κινδυνεύσει επειδή δεν γνωρίζει την ταυτότητα των ατόμων που φέρονται να τον εξεδίωξαν και ότι το πρόβλημα δεν έχει τελειώσει (ερυθρό 30, 31 Δ.Φ.).

 

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της επικουρικής προστασίας, ή αλλιώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική μας νομοθεσία. Ειδικότερα, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

 

«το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβης» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι :

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Λαμβάνοντας, εν προκειμένω,  υπόψη το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια, καθώς  από το προαναφερόμενο ιστορικό, το μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό και δεδομένου ότι ο Αιτητής  δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής[11] δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

Ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στις πρόνοιες του εδαφίου (γ) του άρθρου 19(2) σημειώνεται ότι σε σχέση με τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε  στην  απόφασή του C-901/19, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, ημερομηνίας 10.06.2021[12] ότι αυτοί είναι:

 

«(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakite, C-285/12,  EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

(βλ. σκέψη 43 της απόφασης)

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του στην υπόθεση Sufi and Elmi κατά Ηνωμ. Βασιλείου, ημερ. 28.11.2011[13] αξιολόγησε, κατά τρόπο μη εξαντλητικό, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

Όπως επίσης διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie[14] (έμφαση και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

 «33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.

 

34.Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ, της οδηγίας.

 

36. Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37.  Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή.

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[15] και λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του Αιτητή, προχώρησα σε έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Kinshasa, κατά την οποία διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:

 

·                Σύμφωνα με την έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ορισμένων ένοπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα»[16].

 

·                Παράλληλα, το International Crisis Group's Crisis Watch δεν κατέγραψε απώλειες αμάχων συνδεόμενες με περιστατικά ασφαλείας στην Kinshasa από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι και τον Ιούλιο του 2021[17].

 

·                Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ το 2022 αναφέρει ότι  ένοπλες συγκρούσεις στη ΛΔΚ εντοπίζονται στις περιοχές  Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï and Mai-Ndombe χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Κινσάσα[18].

 

Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Κινσάσα δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.

 

Αναλύοντας τα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν περαιτέρω έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 20/10/2022 έως 20/10/2023, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshasa 46 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 72 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 21 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (51 θάνατοι), 18 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), καταγράφηκαν 7 περιστατικά μαχών ή εκρήξεων (20 θάνατοι) ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά απομακρυσμένης βίας[19].  Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται, το 2023, σε 16.316.000 κατοίκους[20], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (72 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

 

Βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών  περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι o Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρ. 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με περιορισμένα έξοδα €700 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή, ενόψει της έλλειψης δέουσας έρευνας που εντοπίστηκε στην διοικητική διαδικασία.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344

[5] Μεταξύ άλλων: ΣτΕ 1818/2015, ΣτΕ 4596/2012, ΣτΕ 2170/2003.

[6] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[7] Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010

[8] Al Jazeera, Thousands protest in DR Congo to demand neutral poll body, 16/10/2021, διαθέσιμο σε https://www.aljazeera.com/news/2021/10/16/thousands-protest-in-dr-congo-to-demand-neutral-poll-body, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29.03.2024).

[9] Reuters, Congo protests turn violent as lawmakers select electoral commission chief, 17/10/2021, διαθέσιμο σε https://www.reuters.com/world/africa/congo-protests-turn-violent-lawmakers-select-electoral-commission-chief-2021-10-16/, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29.03.2024).

[10] HRW, DR Congo: Repression Escalates, January 2021, διαθέσιμο σε https://www.hrw.org/news/2021/01/28/dr-congo-repression-escalates, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29.03.2024).

[11] Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)

[12] ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.06.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland.

[13] ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011.

[14] Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.02.2009.

[15] ΟΔΗΓΙΑ 2011/95/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 13ης Δεκεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (αναδιατύπωση).

[16] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, [ημερ. πρόσβασης 29.03.2024]

[17] 4 International Crisis Group, Crisis Watch, Tracking Conflict Worldwide, Democratic Republic of Congo, n.d, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database?location%5B%5D=7&date_range=custom&from_month=01&from_year=2020&to_month=07&to_year=2021, [ημερ. πρόσβασης 29.03.2024]

[18] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2022, n.d. διαθέσιμο σε https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/,  [ημερ. πρόσβασης 29.03.2024]

[19] Αccled, Kinshasa, reference period 20/10/2022 - 20/10/2023, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 02/11/2023]

[20] https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [ημερ. πρόσβασης 02/11/2023]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο