ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.5995/21

 

25 Απριλίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

1.    Τ. Η. Υ.

2.    Η. Α.

                                                                                                                        Αιτητές

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Πιερίδης & Πιερίδης, Δικηγόροι για αιτητές

Κα Ν. Τζιρτζιπή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή οι αιτητές αιτούνται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία τους κοινοποιήθηκε στις 26/08/21 με επιστολή ημ.23/08/21, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση τους για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, οι αιτητές κατάγονται από το Ιράκ, εισήλθαν στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 20/11/18 και υπέβαλαν αίτηση για διεθνή προστασία στις 16/01/19 (ερ.9-12, 35-37, 6-8, 51).

Στις 12/04/21 και 14/04/21 διεξάχθηκαν συνεντεύξεις με τους αιτητές από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζουν το αίτημα τους (ερ.144-153, 116-130). Με το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση (ερ.177-191) και, στις 26/07, απορρίφθηκε το αίτημα διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία επιδόθηκε διά χειρός στις 26/08/21, μαζί με την αιτιολογία αυτής, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα στη μητρική τους γλώσσα (ερ.195-197).

Επί της επίδικης αιτήσεως διεθνούς προστασίας, την οποία υπέβαλε και εξ ονόματος της συζύγου του (αιτήτρια), ο αιτητής καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω του ότι καταζητείται γιατί εργαζόταν ως ιπποκόμος για την οικογένεια του (πρώην προέδρου) Saddam Hussein και λόγω της έλλειψης ειρήνης και ασφάλειας στο Ιράκ.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ο αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε στη Βαγδάτη το 1976 και αφού διέμεινε εκεί μέχρι το 2000, μετέβη στην Ιορδανία όπου διέμεινε για 6 μήνες. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στο Κατάρ και στις 31/03/04 επέστρεψε στο Ιράκ μετά την πτώση του καθεστώτος του Saddam Hussein. Το 2005 ο αιτητής μετέβη στο Λίβανο, δηλώνοντας ότι διέμενε μεταξύ Λιβάνου και Συρίας μέχρι το 2008. Το 2008 μετέβη στα ΗΑΕ όπου και διέμεινε μέχρι το 2013, ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στην Ιορδανία όπου και διέμεινε μέχρι τον Ιούνιο του 2016 πριν επιστρέψει εκ νέου στα ΗΑΕ επιστρέφοντας στο Ιράκ το 2017. Ακολούθως, ο αιτητής  μετέβη στην Τουρκία όπου και διέμεινε για δύο μήνες ενώ στη συνέχεια επέστρεψε στο Ιράκ όπου και διέμεινε μέχρι το 2018, έτος κατά το οποίο εγκατέλειψε οριστικά τη χώρα καταγωγής.

Είναι έγγαμος από το 2018,  άτεκνος, ενώ σε σχέση με την πατρική του οικογένεια δήλωσε ότι ο μεν πατέρας του απεβίωσε στο Λονδίνο όταν ο ίδιος ήταν 2 ετών, η δε μητέρα του απεβίωσε το 2019 εξαιτίας της στεναχώριας που της προκάλεσε η φυγή του αιτητή από τη χώρα καταγωγής. Ο αιτητής προσέθεσε ότι έχει 3 αδερφές οι οποίες μετά το θάνατο της μητέρας τους προσπάθησαν να μεταβούν στην Ελλάδα, μέσω Τουρκίας, και έκτοτε αγνοεί την τύχη τους. Είναι Άραβας, Μουσουλμάνος Σουνίτης,  φοίτησε μέχρι την 9η τάξη της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και στη συνέχεια άρχισε να εργάζεται σαν εκπαιδευτής αλόγων και εργαζόταν στους στάβλους της οικογένειας του Saddam Hussein μέχρι το , 2000, ενώ με την επιστροφή του στο Ιράκ το 2004  ίδρυσε εταιρεία εμπορίας αλόγων. Σε σχέση με το ταξίδι του, ο αιτητής δήλωσε εγκατέλειψε μόνος του το Ιράκ στις 09/08/18, μέσω της Κουρδικής Περιφέρειας του Ιράκ (ΚΠΙ) προς την Τουρκία και στη συνέχεια, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του, στα μη ελεγχόμενα από τη Δημοκρατία εδάφη και ακολούθως στις ελεύθερες περιοχές.

Αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής δήλωσε ότι εργαζόμενος ως ιπποκόμος στους βασιλικούς στάβλους του Saddam Hussein, έπεσε θύμα βασανιστηρίων από τον γιο του Saddam, Uday, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το Ιράκ το 2000.  Συγκεκριμένα, ο αιτητής δήλωσε ότι σε απροσδιόριστο χρονικό σημείο, τον μετέφεραν στο κτήριο του Υπουργείου Εσωτερικών, τον χτύπησαν και τον τραυμάτισαν στα πόδια, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να περπατήσει. Αναφορικά με το λόγου που έλαβε χώρα το φερόμενο περιστατικό, ο αιτητής δήλωσε ότι όποτε  έκανε κάποιο ασήμαντο λάθος ή τις ημέρες που δεν είχε καλή διάθεση ο Uday, προέβαινε σε παρόμοιες πράξεις εναντίον του. Σε σχέση με τον τρόπο που κατάφερε να διαφύγει από το Ιράκ το 2000,  δήλωσε ότι αφού του χορηγήθηκε τρίμηνη άδεια από την εργασία του, εκείνος εγκατέλειψε τη χώρα και διέφυγε στην Ιορδανία. 

Ο αιτητής δήλωσε επίσης ότι το 2005  τον απείλησε η τρομοκρατική οργάνωση Al Qaeda, όταν, ως ισχυρίστηκε,  έλαβε ένα φάκελο, ο οποίος εμπεριείχε μια σφαίρα και ένα γράμμα στο οποίο του ζητούσαν να σταματήσει να ασχολείται με τα άλογα καθώς αυτό ήταν ενάντια στον Ισλαμικό Νόμο (Σαρια). Παράλληλα ανέφερε ότι ο φίλος του Hisham, που ήταν και το πρόσωπο που παρέδωσε το απειλητικό γράμμα στους υπαλλήλους του στο στάβλο, τον ενημέρωσε πως η Al Qaeda επιτέθηκε στους στάβλους του ενώ σχεδίαζε να δολοφονήσει και τον ίδιο. Ο αιτητής δήλωσε 100% σίγουρος ότι τα άτομα που επιτέθηκαν στο στάβλο του ήταν μέλη της Al Qaeda καθώς όποιο άτομο δεν συνεργαζόταν μαζί τους, το δολοφονούσαν. Σε σχέση με το αν δέχθηκε άλλη απειλή από την Al Qaeda μετά το συγκεκριμένο περιστατικό, ο αιτητής απάντησε αρνητικά.

Ο αιτητής ανέφερε επίσης ότι καταζητείτο από μέλη της πολιτοφυλακής Asaeb Ahl al-Haq από το 2009 μέχρι το 2018 λόγω του ότι κατά το παρελθόν είχε εργαστεί για το καθεστώς του Saddam Hussein. Συγκεκριμένα, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, ο αιτητής δήλωσε ότι σύμφωνα με πληροφορίες που, σε κάθε περίπτωση, του μετέφερε η μητέρα του αφού ο ίδιος δεν ήταν παρών, το 2009, το 2012/2013 και το 2018, άγνωστοι άνδρες που έφεραν στρατιωτική ενδυμασία εισήλθαν στην μητρική του οικία αναζητώντας τον, προκαλώντας υλικές ζημιές και βρίζοντας την μητέρα του. Αναφορικά με το τελευταίο περιστατικό αναζήτησής του από μέλη της πολιτοφυλακής Asaeb Ahl al-Haq στο σπίτι της μητέρας του το 2018, ο αιτητής δήλωσε ότι η μητέρα του πρότεινε να εγκαταλείψει τη χώρα.  Ο αιτητής δήλωσε ότι, ως εικάζει, καταζητείται από την πολιτοφυλακή Asaeb Ahl al-Haq λόγω του ότι κατά το παρελθόν εργάστηκε για το καθεστώς του Saddam Hussein  καθώς ο ρόλος της συγκεκριμένης πολιτοφυλακής συνίσταται στην εξόντωση προσώπων και στελεχών που συνεργάστηκαν με το καθεστώς του Saddam Hussein.

Τέλος, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι  καταζητείται και από τις αρχές του Ιράκ. Συγκεκριμένα, ο αιτητής δήλωσε ότι οι πολιτοφυλακές ελέγχουν ολόκληρη τη χώρα και ασκούν μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση, ο ίδιος καταζητείται από το 2009 και από τις αρχές. Παράλληλα, ανέφερε ότι όταν επέστρεψε στη Βαγδάτη το 2017 αναγκάστηκε να δωροδοκήσει τον υπάλληλο στον έλεγχο διαβατηρίων προκειμένου εκείνος να του επιτρέψει να εισέλθει ανενόχλητος εντός της Ιρακινής επικράτειας αν και τον ενημέρωσε ότι καταζητείται. Συν τοις άλλοις, δήλωσε πως εισερχόμενος εντός των ελεγχόμενων στην ΚΠΙ προκειμένου να εγκαταλείψει την Ιρακινή επικράτεια το 2018, έμαθε ότι έχει εκδοθεί εναντίον του απαγόρευση εξόδου από τη χώρα το 2012 (αντίγραφο προσκόμισε στους καθ’ ων η αίτηση), και τότε, αφού εξήγησε στον αρμόδιο υπάλληλο την ιστορία του, εκείνος του επέτρεψε να διέλθει ανενόχλητος διότι τον λυπήθηκε και λόγω του ότι οι Κουρδικές και οι Ιρακινές αρχές δεν συνεργάζονται επαρκώς. Συγκεκριμένα του ζήτησε να επανέλθει στο σημείο διέλευσης 4 μέρες μετά, πράγμα που έπραξε, και τότε ανώτερος αξιωματούχος του επέτρεψε να φύγει με την προϋπόθεση να μην ξαναγυρίσει, ως ανέφερε ο αιτητής, καθότι ενδεχομένως να συλληφθεί.

Ερωτηθείς να προσδιορίσει τι φοβάται ότι θα του συμβεί άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής ο αιτητής δήλωσε ότι φοβάται ότι θα δολοφονηθεί από τις πολιτοφυλακές λόγω του ότι εργαζόταν για το καθεστώς του Saddam Hussein και πως, σε περίπτωση που τον συλλάβουν οι αρχές, θα επινοηθεί μια κατηγορία και θα φυλακιστεί. Ερωτηθείς αν μπορεί σε περίπτωση επιστροφής του να εγκατασταθεί ασφαλώς στο Erbil (ΚΠΙ), o αιτητής δήλωσε ότι δεν είναι εφικτό καθώς οι πολιτοφυλακές μπορούν να τον εντοπίσουν εκεί ενώ προσέθεσε ότι οι Άραβες δεν είναι ευπρόσδεκτοι στα εδάφη της ΚΠΙ.

Η σύζυγος του αιτητή δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε όλη της την ζωή στην Βαγδάτη, ο πατέρας της απεβίωσε το 2015 και η μητέρα της το 1996, αμφότεροι λόγω προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζαν. Η αιτήτρια ανέφερε ότι έχει 2 αδερφές και 3 αδερφούς. Δύο αδερφές της και ένας εκ των αδερφών της διαμένουν στη Βαγδάτη, ο έτερος αδερφός της στην Ιορδανία και ο τρίτος αδερφός της διαμένει στη Σουηδία. Είναι Μουσουλμάνα Σουνίτισα, αραβικής καταγωγής. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Βαγδάτης το 1999 έχοντας σπουδάσει φιλοσοφία και από το 2009 εργαζόταν στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης, σε γραφείο εκδόσεως ταξιδιωτικών εγγράφων αεροπορικής εταιρείας. Σε σχέση με το ταξίδι της στη Δημοκρατία επιβεβαίωσε τα όσα ανέφερε επί τούτου ο αιτητής. 

Σε σχέση με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, η αιτήτρια δήλωσε ότι αν και η ίδια αντιμετώπισε κάποια οικογενειακά και οικονομικά προβλήματα κατά το παρελθόν, έλαβε την απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής όταν γνώρισε τον αιτητή. Ως ανέφερε ότι τον γνώρισε τον Ιούλιο 2018 όταν εκείνος προσπάθησε να εκδώσει ταξιδιωτική visa στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης και αποφάσισαν αμέσως να εγκαταλείψουν το Ιράκ. Ο αιτητής της απέκρυψε τότε ότι καταζητείται. Αναφορικά με τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο αιτητής στη χώρα καταγωγής, η αιτήτρια δήλωσε ότι, σύμφωνα όσα της είχε πει ο ίδιος, όταν έφτασαν στη Δημοκρατία, τον καταζητούσαν στο Ιράκ μέλη των πολιτοφυλακών και οι Ιρακινές αρχές. Ωστόσο η αιτήτρια δήλωσε ότι αγνοεί ποια πολιτοφυλακή καταζητούσε τον αιτητή λόγω του ότι, αφενός μεν, ούτε ο ίδιος ο αιτητής είναι σίγουρος ποιος τον καταζητεί, αφετέρου δε, η ίδια έχει περιορισμένη γνώση των γεγονότων αφού τις ελάχιστες πληροφορίες που γνωρίζει, τις έμαθε απ’ αυτόν.

Ερωτηθείσα να προσδιορίσει τι φοβάται ότι θα της συμβεί άμα τη επιστροφή της στη χώρα καταγωγής, δήλωσε ότι φοβάται για τη ζωή του συζύγου της ενώ η ίδια θα αντιμετωπίσει δυσκολίες αφού αποσυνδέθηκε από την οικογένειά της. Ερωτηθείσα αν μπορεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής  να εγκατασταθεί ασφαλώς στις πόλεις Erbil ή Duhok (ΚΠΙ), η αιτήτρια δήλωσε ότι οι Κούρδοι δεν επιθυμούν να αναμιχθούν με τους Άραβες και θα πρέπει να της χορηγηθεί άδεια διαμονής από τις Κουρδικές αρχές.

Οι καθ’ ων η αίτηση κατά την εξέταση του των ισχυρισμών των αιτητών, εντόπισαν και εξέτασαν 3 ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως κατωτέρω.

1.    Ταυτότητα, προφίλ και χώρα καταγωγής των αιτητών

2.    Ο αιτητής δεχόταν απειλές από τις πολιτοφυλακές από το 2009 μέχρι και το 2018, όταν και εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής

3.    Ο αιτητής καταζητείται από τις αρχές της χώρας λόγω του ότι εργάστηκε για το καθεστώς του Saddam Hussein

Αναφορικά με τον 1ο ως άνω ισχυρισμό, που συνδέεται με τα προσωπικά στοιχεία των αιτητών, κρίθηκε ότι πληρείται η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία και ως εκ έγινε αποδεκτός αφού οι πληροφορίες που παραχέθηκαν διασταυρώθηκαν από εξωτερικές πηγές. Σημειώνεται ότι, προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών τους, οι αιτητές προσκόμισαν πλήθος εγγράφων εκδοθέντων στη χώρα καταγωγής, συμπεριλαμβανομένων επίσημων ταυτοποιητικών και ταξιδιωτικών εγγράφων.

Σε σχέση με τον 2ο ως άνω ισχυρισμό, ήτοι το ότι ο αιτητής καταζητείτο από τις πολιτοφυλακές της χώρα καταγωγής από το 2009 μέχρι που έφυγε από τη χώρα το 2018, κρίθηκε ότι δεν πληρείται η εσωτερική αξιοπιστία, καθώς οι δηλώσεις του αιτητή επί τούτου στερούντο περιγραφική λεπτομέρειας, σαφήνειας και συνοχής. Συγκεκριμένα,  κρίθηκε ότι η απειλή που δέχτηκε από την πολιτοφυλακή Al Qaeda το 2005 έλαβε χώρα λόγω του ότι ασχολούταν με τα άλογα, έρχεται σε αντίθεση με τον πυρήνα του αιτήματός του καθώς σύμφωνα με αυτόν, ο αιτητής στοχοποιήθηκε λόγω του ότι κατά το παρελθόν εργαζόταν για το καθεστώς του Saddam Hussein.. Παράλληλα αξιολογήθηκε ότι η δήλωση του αιτητή αναφορικά με τους λόγους που απειλήθηκε από την Al Qaeda, ήτοι η σύνδεση αλόγων και τζόγου, δεν προκύπτει από κάποιο περιστατικό  αλλά βασίζεται σε εικασίες του ίδιου του αιτητή.  Στη συνέχεια κρίθηκε  ότι σε σχέση με τα περιστατικά εισβολής μελών της πολιτοφυλακής Asaeb ahl Al-haq στο σπίτι που διέμενε η μητέρα του από το 2009 μέχρι το 2018 (3 φορές) , ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με σαφήνεια που ανήκαν τα συγκεκριμένα άτομα, καθώς τα μόνα στοιχεία που παρείχε ήταν ότι, σύμφωνα με τις δηλώσεις της μητέρας του, φορούσαν στρατιωτικά ρούχα.

Η δήλωση του αιτητή σχετικά με την επιστροφή του στο Ιράκ το 2017 και τη διαμονή του εκτός της μητρικής του οικίας λόγω φόβου αναζήτησής από τις πολιτοφυλακές, στερείται ευλογοφάνειας καθώς σύμφωνα με τις δηλώσεις του και το ιστορικό της υπόθεσης, η τελευταία επίσκεψη των συγκεκριμένων ατόμων στο σπίτι της μητέρας του πριν το 2018, έλαβε χώρα το 2012 και, συνεπώς, ως κρίθηκε, δεν συνέτρεχε κάποιος ευλογοφανής λόγος ο αιτητής να διαμείνει εκτός της μητρικής του οικίας το 2017. Τέλος, κρίθηκε ότι οι πληροφορίες που παρείχε ο αιτητής αναφορικά με τα άτομα που κατ’ ισχυρισμό του εισέβαλαν τρεις φορές εντός της μητρικής του οικίας ήταν ασαφείς και αόριστες, καθώς όταν ρωτήθηκε σχετικώς αναφέρθηκε σε γενικές πληροφορίες σχετικά με τη δράση των πολιτοφυλακών στη χώρα καταγωγής και δεν παρέθεσε σαφείς λεπτομέρειες που να στοιχειοθετούν τις δηλώσεις του.

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, αφού εντοπίστηκαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαίωσαν την ύπαρξη και δραστηριοποίηση της  πολιτοφυλακής Asaeb ahl Al-haq στο κεντρικό Ιράκ κατά το χρόνο που ο αιτητής τοποθετεί τις επιθέσεις που δέχθηκε η μητέρα του, εν τέλει ο ισχυρισμός απορρίφθηκε, λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, ως μη αξιόπιστος.

Σε σχέση με τον 3ο ως άνω ισχυρισμό, ήτοι το ότι ο αιτητής καταζητούταν από τις κρατικές αρχές του Ιράκ λόγω του ότι εργάστηκε για το καθεστώς του Saddam Hussein, κρίθηκε ότι δεν πληρείται η εσωτερική συνοχή, καθώς οι δηλώσεις του αιτητή επ’ αυτού στερούντο περιγραφική λεπτομέρειας, σαφήνειας και συνοχής. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις σχετικά με την έξοδό του αιτητή από την Ιρακινή επικράτεια το 2018, διαμέσου της ΚΠΙ, στερείται συνοχής και ευλογοφάνειας καθώς ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο ο υπάλληλος που έλεγχε τα έγγραφά του, επέτρεψε στον αιτητή να διέλθει. Η δήλωση του αιτητή ότι αυτό έγινε γιατί ο αρμόδιος υπάλληλος τον λυπήθηκε διότι είχε παντρευτεί προσφάτως κρίθηκε μη ευλογοφανής.  Παράλληλα, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ποιον τρόπο κατάφερε να ανανεώσει το διαβατήριό του, βρισκόμενος στην Ιορδανία το 2015, τη στιγμή που, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, καταζητείτο από τότε από τις αρχές του Ιράκ. Συν τοις άλλοις σημειώθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με ποιον τρόπο κατάφερε να εισέλθει στο Ιράκ το 2017 καθώς η δήλωσή του, ότι δωροδόκησε τον αρμόδιο υπάλληλο για να μην σφραγίσει το διαβατήριό του, κρίθηκε ότι στερείται λεπτομερειών και συνοχής. Επίσης, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν παρείχε ευλογοφανείς απαντήσεις σε σχέση με το λόγο που επέστρεψε στο Ιράκ το 2017 δεδομένου ότι, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, καταζητείτο από το 2009, ενώ δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει για ποιον  λόγο δεν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα από τις αρχές του Ιράκ από το 2017 μέχρι το 2018 όταν και διέμενε στη Βαγδάτη. 

Περαιτέρω, όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, εντοπίστηκαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι η κυβέρνηση του Ιράκ καταζητεί υψηλόβαθμα άτομα τα οποία φέρονται να συνεργάζονται με τρομοκρατικές ομάδες και έχουν υποπέσει σε σοβαρά αδικήματα, πλην όμως κρίθηκε ότι, ενόψει του προφίλ και ιστορικού του, ο αιτητής δεν μπορεί να υπαχθεί στο συγκεκριμένο προφίλ ατόμων. Προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ο αιτητής προσκόμισε έγγραφο απαγόρευσης εισόδου στη χώρα το οποίο κρίθηκε ως αμφιβόλου γνησιότητας ενώ παρατηρήθηκε ότι φέρει ως έτος έκδοσης το 2012, γεγονός που δημιουργεί περαιτέρω αμφιβολίες αναφορικά με τη γνησιότητά του, αφού ο αιτητής εισήλθε ανενόχλητος εντός του Ιράκ τόσο το 2012 όσο και δύο φορές το 2017.  Ως εκ τούτου, βάσει έλλειψης εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας, ο ισχυρισμός του αιτητή απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος.

Υπό το φως τον ανωτέρω, κρίθηκε, στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ουσιώδους πραγματικού περιστατικού αναφορικά  με τα προσωπικά στοιχεία των αιτητών και δη τον τόπο γέννησης, καταγωγής αλλά και διαμονής τους, ότι  δεν συντρέχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση που οι αιτητές επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής τους και συγκεκριμένα στη Βαγδάτη, κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Σε σχέση με το ενδεχόμενο κινδύνου σοβαρής βλάβης με την έννοια που σ’ αυτήν αποδίδεται από το αρ.19 (2) (γ) του Νόμου, κατόπιν σχετικής έρευνας, προέκυψε ότι μετά τη νίκη επί του ISIS το 2017, μειώθηκαν οι επιθέσεις εναντίον άμαχων πολιτών, ενώ συνυπολογίστηκε και η υπογραφή σύμφωνου συνεργασίας ανάμεσα στο Ιράκ και το NATO προκειμένου να σταθεροποιηθεί η κατάσταση ασφαλείας. Σημειώθηκε δε περαιτέρω ότι εναπομείναντες πυρήνες του ISIS έχουν περιορίσει τη δράση του στις ζώνες εκτός Βαγδάτης και συνεπώς, ως προκύπτει και από τα περιστατικά ασφαλείας, δεν επικρατούν συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας εντός της αστικής περιοχής της Βαγδάτης.

Ενόψει των ανωτέρω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Η επίδικη αίτηση καταχωρήθηκε αρχικά από τους αιτητές προσωπικά και αργότερα διόρισαν δικηγόρο, ο οποίος προχώρησε σε καταχώρηση τροποποιημένης αιτήσεως, δια σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου.

Στην τροποποιημένη αίτηση καταγράφονται αρκετά νομικά σημεία, εκ των οποίων αρκετά αναπτύσσονται και στην αγόρευση που ακολούθησε.

Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί οι οποίοι δικογραφούνται και εξειδικεύονται δεόντως στη προσφυγή και αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση.

Σημειώνεται ότι κατά τις Διευκρινήσεις, μετά από υπόδειξη του Δικαστηρίου ότι ο αιτητής είχε καταχωρήσει πέραν της μίας γραπτής αγόρευσης, εν τέλει, δια ρητής δήλωσης του συνηγόρου του, ζητήθηκε να ληφθεί υπόψη και υιοθετήθηκε η αγόρευση ημ.14/03/23. Οι καθ’ ων η αίτηση ενέμειναν στην προηγουμένως καταχωρηθείσα αγόρευση τους.

Με την αγόρευση του αιτητή προωθούνται ισχυρισμοί ότι δεν εξετάστηκαν δεόντως οι ισχυρισμοί του, δεν δόθηκε ικανός χρόνος, δεν υποβλήθηκαν οι δέουσες και κατάλληλες ερωτήσεις, δεν ενημερώθηκε δεόντως για τη δομή και τον σκοπό της συνέντευξης και δε κλήθηκε να παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες σε σημαντικά σημεία αυτής. Για τον λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας και δεν αιτιολογείται ή δεν αιτιολογείται επαρκώς. Συγκεκριμένα δεν έγιναν επαρκείς ερωτήσεις επί των απειλών που ο αιτητής δέχθηκε από πολιτοφυλακές, μέσω της μητέρας του, και ούτε επί των συνθηκών κάτω από τις οποίες κατάφερε να φύγει από τη χώρα μέσω των συνόρων της ΚΠΙ και η αιτιολογία του ευρήματος αναξιοπιστίας των σχετικών ισχυρισμών βασίζεται σε αυτή την ανεπάρκεια ερωτήσεων.

Περαιτέρω ο αιτητής αναφέρει ότι ο λειτουργός του EASO που διενέργησε τη συνέντευξη δεν ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος να πράξει τούτο, κατά παράβαση των αρ.13Α (1Α) του νόμου και αρ.6 του κανονισμού 2010/439/ΕΕ καθώς δεν δύναται παρά μόνον να συμμετέχει μαζί με λειτουργούς της Υπηρεσίας Ασύλου και όχι να διενεργεί μόνος του συνεντεύξεις και να συντάσσει εκθέσεις, επί της οποίας εν προκειμένω στηρίχθηκε και ο αρμόδιος λειτουργός στην κατάληξη του επί της επίδικης αίτησης. Αναφέρει δε περαιτέρω ότι ο λειτουργός του EASO που διενέργησε τη συνέντευξη δεν διέθετε, καθότι τούτο δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, τη κατάλληλη κατάρτιση και προσόντα.

Τέλος, ως αναφέρει, η ενημερωτική επιστολή (σ.σ. αναφέρεται σε επιστολή ημ.14/02/22, εντούτοις η επίδικη επιστολή εντοπίζεται στο ερ.197 και είναι ημ.26/08/21) υπογράφεται από αναρμόδιο άτομο, το οποίο πράττει τούτο χωρίς σχετική εξουσιοδότηση.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη και ορθή επί της ουσίας αυτής, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, δόθηκε δεόντως και επαρκώς η ευκαιρία στους αιτητές να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς τους καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, επί της ουσίας ορθή και προϊόν δέουσας έρευνας. Περαιτέρω αναφέρουν ότι ο λειτουργός του EASO δρούσε αρμοδίως, σύμφωνα με τεκμήριο αρμοδιότητας, ως ανέφεραν κατά τις διευκρινήσεις, και δεν υπέχουν υποχρέωση να παρουσιάσουν τα προσόντα του εν λόγω λειτουργού.

Προέχει φυσικά η ενασχόληση με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του λαμβάνοντος της προσβαλλόμενη απόφαση αφού, ως λόγος ακύρωσης που άπτεται της δημόσιας τάξης, εξετάζεται, σε κάθε περίπτωση, αυτεπαγγέλτως και κατά προτεραιότητα.

Προτού προχωρήσω στην εξέταση του σχετικού ισχυρισμού θεωρώ ότι προέχει να προσδιοριστεί που εντοπίζεται το πρακτικό της επίδικης απόφασης. Από το περιεχόμενο του φακέλου είναι θεωρώ σαφές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχεται στη σφραγίδα που εντοπίζεται επί της 1ης σελίδας της έκθεσης-εισήγησης (ερ.191), όπου η σχετική εισήγηση για απόρριψη της αιτήσεως, εγκρίνεται και υπογράφεται από τον εγκρίνοντα λειτουργό. Το δε ερ.194 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε δεόντως στα πλαίσια της παρούσας συνίσταται σε εξουσιοδότηση ημ.24/02/21, όπου ο Υπουργός εξουσιοδοτεί τον εγκρίνοντα την έκθεση να ασκεί της εξουσίες του Προϊσταμένου που αφορούν, μεταξύ άλλων, την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου. Η εν λόγω εξουσιοδότηση φέρει την υπογραφή του τότε Υπουργού Εσωτερικών.

Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».

Με δεδομένο ότι προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), είναι κατάληξη μου είναι ότι η εξουσιοδότηση προς τον εγκρίνοντα την σχετική έκθεση-εισήγηση και δια τούτο λαμβάνοντα την προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι έγκυρη.

Με την δε επιστολή ερ.197 κοινοποιείται στους αιτητές η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτηση. Το ότι δε τούτη υπογράφεται «για προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου» από την υπογράφουσα την επιστολή λειτουργό δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς αυτή δεν αποτελεί παρά την επιστολή κοινοποίησης της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση και νόμιμα υπογράφεται για τον προϊστάμενο από λειτουργό των καθ’ ων η αίτηση.

Σχετικά είναι και όσα αναφέρονται στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, υπ. αρ.6447/2013, ημ.30.9.2015, όπου, με αναφορά σε σχετική νομολογία, σημειώθηκαν τα εξής :

«Όπως λέχθηκε και στην Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 29, όπου απερρίφθη παρόμοιο επιχείρημα, η ένθεση υπογραφής ή υπόδειξης ότι αυτή γίνεται «για», εκ μέρους δηλαδή προσώπου, δεν υποδηλώνει απεμπόληση εξουσίας.  Η άσκηση εξουσιών γίνεται από οποιονδήποτε έχει εξουσιοδότηση, η δε υπογραφή αυτού του είδους, παραπέμπει στο ουσιαστικό όργανο που έλαβε την απόφαση από το οποίο και εκπορεύεται αυτή, χωρίς να ενέχει σημασία η ταυτότητα του προσώπου που υπέγραψε τη διοικητική πράξη, αλλά η ταυτότητα του προσώπου που έλαβε την απόφαση, (Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576).  Σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας θεωρείται ότι η κατ΄ εξουσιοδότηση αποστολή επιστολής, και αυτό υποδηλώνει το «για», γίνεται εντός του πλαισίου της κανονικής λειτουργίας της διοίκησης, (Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ.    αρ. 13/07, ημερ. 5.5.2009 και Carlos Services Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 582/07, ημερ. 21.5.2009)

Υπέρ της ως άνω κατάληξης συνηγορούν και τα λεχθέντα στην Φάνη Α. Γεωργιάδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2412/2006, ημ.16/07/09, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

«Από τα πιο πάνω είναι πρόδηλο ότι η εξουσία και απόφαση δεν εκχωρήθηκε από τον Διευθυντή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.  Αντίθετα ήταν και παρέμενε ο αρμόδιος φορέας εξουσίας, εξ ονόματος του οποίου και μόνο, διεκπεραιώνονταν οι διάφορες πράξεις.  Η υπογραφή «για Διευθυντή», υποδηλώνει την εκ μέρους του ιδίου του Διευθυντή αναγκαία ενέργεια εκφραζόμενη μέσω αρμοδίου λειτουργού.  Δεν νοείται λογικά να θεωρείται η έννοια του «Διευθυντή Πολεοδομίας και Οικήσεως», ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπο του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση του.  Περαιτέρω, σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας, θεωρείται ότι κατ΄ εξουσιοδότηση έγιναν οι διάφορες ενέργειες και αποστάληκαν οι διάφορες επιστολές και σημειώματα πάντοτε εκ μέρους και εξ ονόματος του. Στην πρόσφατη απόφαση Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 13/07, ημερ. 5.5.09, ανάλογη υπογραφή «για περιφερειακό Δασικό Λειτουργό ..» θεωρήθηκε ότι είχε ορθά εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση και ενόψει και του τεκμηρίου της κανονικότητας.»

Ενόψει λοιπόν των ανωτέρω, είναι κατάληξη μου ότι η δια της παρούσης προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη αρμοδίως.

Συνεπώς οι ισχυρισμοί περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίπτονται.

Αναφορικά με την μη κατάλληλη κατάρτιση του διενεργούντος την επίδικη συνέντευξη λειτουργού, είναι κατάληξη μου ότι, στην απουσία περί του αντίθετου μαρτυρίας, το τεκμήριο κανονικότητας της διαδικασίας παραμένει ακλόνητο, δεν μπορεί παρά να απορριφθούν ως ατεκμηρίωτοι [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438]. Το ότι δεν αποκαλύπτεται δε η ταυτότητα του εν λόγω ατόμου ουδόλως διαφοροποιεί τα ως άνω.

Επί του ισχυρισμού του αιτητή ότι ο διενεργών τη συνέντευξη και συγγράφων την επίδικη έκθεση λειτουργός του EASO στερείται σχετικής εξουσιοδότησης, παρατηρώ ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, με την ΚΔΠ 297/2019, ως δύναται να πράξει βάσει του αρ.13Α (1Α) του Περί Προσφύγων Νόμου, έχει εξουσιοδοτήσει εμπειρογνώμονες του EASO να διενεργούν συνεντεύξεις για όσο καιρό βρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Άλλωστε στο αρ.13Α (1Α) (β) του Νόμου προνοείται ρητά η δυνατότητα να διενεργούνται συνεντεύξεις από προσωπικό άλλο από της Υπηρεσίας Ασύλου, εφόσον εξουσιοδοτείται δεόντως, ως εν προκειμένω.

Όμοια με τα εδώ εγειρόμενα ζητήματα, ως και ανωτέρω αναλύονται, έχουν εγερθεί και ενώπιον της αδελφής δικαστού Κ. Κλεάνθους, τα οποία πραγματεύεται στην πρόσφατη απόφαση της στην υπ. αρ.106/23, Α. Μ. Μ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.14/11/23, όπου ειπώθηκαν επί τούτου τα εξής, με τα οποία συμφωνώ και υιοθετώ για τους σκοπούς της παρούσης.

«Ανεξαρτήτως της ανωτέρω κατάληξης παρατηρείται ότι δυνάμει του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου όταν ταυτόχρονες αιτήσεις από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών καθιστούν αδύνατη στην πράξη την έγκαιρη διεξαγωγή συνεντεύξεων επί της ουσίας κάθε αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμα, το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να προβλέπει ότι εμπειρογνώμονες από άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο ή από άλλο συναφή οργανισμό, μπορούν προσωρινά να συμμετέχουν στη διενέργεια των συνεντεύξεων αυτών.

19.        Η Κ.Δ.Π. 297/2019, ημερομηνίας 13.9.2019, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 13Α(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου προνοεί τα εξής: «Επειδή έχουν υποβληθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία ταυτόχρονες αιτήσεις διεθνούς προστασίας από μεγάλο αριθμό υπηκόων τρίτων χωρών ή ανιθαγενών και η Υπηρεσία Ασύλου του Υπουργείου Εσωτερικών αδυνατεί να διεξάγει εγκαίρως συνεντεύξεις επί της ουσίας για την κάθε αίτηση, εμπειρογνώμονες οι οποίοι επιστρατεύονται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο μπορούν να διεξάγουν τις συνεντεύξεις αυτές για όσο διάστημα ευρίσκεται σε ισχύ Σχέδιο Στήριξης της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, το οποίο περιλαμβάνει την αποστολή εμπειρογνωμόνων για τη διεξαγωγή συνεντεύξεων.».

20.        Ούτε το γράμμα αλλά ούτε και το πνεύμα του νόμου έχουν την έννοια ότι οι λειτουργοί της EUAA θα είναι απλοί παρατηρητές των εν λόγω συνεντεύξεων καθώς μια τέτοια ερμηνεία θα ερχόταν σε δυσαρμονία με τον πραγματικό σκοπό θέσπισης της εν λόγω διάταξης που δεν είναι άλλος από την ουσιαστική συνδρομή του εν λόγω οργανισμού στην ταχύτερη διεκπεραίωση της διαδικασίας εξέτασης των αιτήσεων ασύλου. Οι συνθήκες δε που επιβάλλουν την ύπαρξη της εν λόγω συνδρομής δεν έχουν μεταβληθεί από το χρόνο θέσπισης της εν λόγω πράξης, ήτοι η ύπαρξη μεγάλου αριθμού εκκρεμουσών αιτήσεων ασύλου προς εξέταση.

21.        Επιπλέον, όπως προκύπτει το άρθρο 18(2Α), του περί Προσφύγων Νόμου, το προσώπου που λαμβάνει τη συνέντευξη στον εκάστοτε αιτητή καταρχήν συντάσσει ταυτόχρονα και την εισηγητική έκθεση, η οποία υποβάλλεται στον Προϊστάμενο, καθώς πρόκειται για ενέργεια σύμφυτη με την εξουσία λήψης της συνέντευξης. Συνεπώς, μη ρητή αναφορά στις παρεπόμενες εξουσίες/ ενέργειες που δύναται δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου να λάβει το πρόσωπο που διενήργησε τη συνέντευξη δεν συνεπάγεται ότι αυτό ενήργησε εκτός του πεδίου της εν λόγω εξουσιοδότησης. Η ερμηνεία αυτή πέραν από το γράμμα του νόμου επιβεβαιώνεται και από την τελεολογία του νόμου υπό το φως της αρχής της ταχύρρυθμης και αποτελεσματικής εξέτασης των αιτήσεων ασύλου.»

Προχωρώ λοιπόν με επί της ουσίας εξέταση των επίδικων ισχυρισμών των αιτητών.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.».

Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρονται τα εξής:

«[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […]

Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Στη σελ.131 αναφέρεται ότι «[η] έλλειψη αντικειμενικών ΠΧΚ που επιβεβαιώνουν ή υποστηρίζουν ένα ουσιώδες πραγματικό περιστατικό δεν συνεπάγεται απαραιτήτως ότι το περιστατικό που αναφέρει ο αιτών δεν συνέβη (400)

Ενόψει των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών θα διαφωνήσω με τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την αναξιοπιστία του 2ου και 3ου ισχυρισμού του αιτητή, ως πιο πάνω καταγράφονται, για τους λόγους που θα εξηγήσω λεπτομερώς πιο κάτω.

Κατ’ αρχήν, αναφορικά με την εσωτερική αξιοπιστία και συνοχή των ισχυρισμών του, θεωρώ ότι το αφήγημα του αιτητή, τόσο αναφορικά με το ότι εργοδοτήθηκε κατά το παρελθόν από το καθεστώς του Saddam Hussein, και γι’ αυτό έχει εκδοθεί ενταντίον του από το 2012 απαγόρευση εξόδου του από τη χώρα και καταζητείται από τις αρχές, όσο και επί του ότι έχει απειληθεί από πολιτοφυλακές, αφενός λόγω της ενασχόλησης του με τον ιππόδρομο, αφού αυτό, ως ανέφερε, συνδέεται με τον τζόγο, ο οποίος απαγορεύεται από τις αρχές του Ισλάμ και αφετέρου, λόγω της εργοδότησης του ως ιπποκόμος στο καθεστώς Saddam, διατυπώθηκαν με εύλογα απαιτούμενη συνοχή, λεπτομέρεια, χρονική ακολουθία και δεόντως εκτεταμένα.

Καθ’ όλη τη συνέντευξη που διενεργήθηκε ο αιτητής υπήρξε σαφής και ακριβής στις αναφορές του επί όλων των ως άνω και απάντησε στις σχετικές ερωτήσεις που έγιναν με ανάλογη ακρίβεια και, ως εκτιμώ, ειλικρίνεια. Ο λόγος του παρέμεινε σταθερός, με την απαραίτητη χρονική συνέχεια στα λεγόμενα του και χωρίς να εντοπίζω σημεία όπου να αποκρίθηκε με ασάφεια, ασυνέπεια ή αντιφατικώς. Το όλο ιστορικό του παρατέθηκε με λεπτομέρεια και όπου τα όσα ανέφερε περί δίωξης του βασίζονταν σε εικασίες, ο αιτητής ανέφερε αυτό ευθαρσώς, χωρίς να διολισθήσει σε ανακρίβειες ή ψεύδη, πράγμα στο οποίο ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς θεωρώ ότι τούτο ενισχύει την αξιοπιστία του συνόλου των λεγομένων του.

Ομοίως, η αιτήτρια ανέφερε κατά τη συνέντευξη με συνοχή, λεπτομέρεια και ακρίβεια το δικό της αφήγημα, αναφέροντας, όταν ρωτήθηκε αναφορικά με τους ισχυρισμούς του αιτητή, ότι όσα γνωρίζει είναι αυτά που αυτός της ανέφερε (και μάλιστα αφότου ήρθαν στη Δημοκρατία), πράγμα που προσμετρώ και εδώ υπέρ της αξιοπιστίας του συνόλου των ισχυρισμών της. Ως ανέφερε ειλικρινώς, ουδεμία άμεση γνώση έχει των ισχυρισμών του αιτητή, αφού τον γνώρισε λίγο πριν φύγει από τη χώρα, όταν και τον ακολούθησε, για να τον συναντήσει στη Τουρκία.

Ενόψει των ως άνω προχωρώ σε αξιολόγηση της εξωτερικής συνοχής των ενώπιον μου ισχυρισμών, τόσο σε σχέση με διαθέσιμες ΠΧΚ, όσο και σε συνάρτηση με τα εκ των αιτητών προσκομισθέντα έγγραφα.

Βάσει του Σημειώματος Καθοδήγησης της EUAA σχετικά με το Ιράκ (2021), κατά την προέλαση του ISIL στο Ιράκ, το κυβερνείο της Βαγδάτης ήταν ο κύριος στόχος των επιθέσεων που πραγματοποιήθηκαν από τη συγκεκριμένη ομάδα. Η ομάδα εδραίωσε μια σταθερή παρουσία στο βόρειο, δυτικό και νότιο τμήμα της Βαγδάτης.

Καθώς οι δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους πλησίαζαν στην πόλη της Βαγδάτης το 2014, σιιτικές πολιτοφυλακές κινητοποιήθηκαν σε μεγάλους αριθμούς για την υποστήριξη του ISF. Καθώς αυτές οι πολιτοφυλακές διεύρυναν την τοπική τους ισχύ το 2014 και τους παραχωρήθηκε υψηλό επίπεδο αυτονομίας, οι σεχταριστικές εντάσεις έφθασαν σε υψηλό επίπεδο στο κυβερνείο. Ενώ το ISIL έχασε σταδιακά εδάφη σε όλο το Ιράκ από το 2015 και μετά, συνέχισε να εξαπολύει επιθέσεις σε στόχους στο κυβερνείο της Βαγδάτης. Το 2019 και το 2020 οι επιθέσεις του ISIL στην πρωτεύουσα μειώθηκαν σημαντικά και η ομάδα επικεντρώθηκε ξανά στις αγροτικές περιοχές του κυβερνείου. Ωστόσο, το ISIL προώθησε την παρουσία του από τις Ζώνες για να χτυπήσει την πόλη της Βαγδάτης και μάλιστα μπόρεσε να πραγματοποιήσει τρεις βομβιστικές επιθέσεις στην πόλη. Παράλληλα, διατήρησε την ικανότητα λειτουργίας του σε περιοχές βόρεια της πόλης της Βαγδάτης και διέθετε ενεργούς, εν υπνώσει, πυρήνες για τη διεξαγωγή επιθέσεων αυτές τις περιοχές.

Το κυβερνείο της Βαγδάτης βρίσκεται στο επίκεντρο των δύο πιο σημαντικών εξελίξεων σε θέματα ασφάλειας στην πρόσφατη ιστορία του Ιράκ: την ένταση ΗΠΑ-Ιράν και το κίνημα διαμαρτυρίας. Με σημείο εκκίνησης το έτος 2019, το κυβερνείο έγινε μάρτυρας μιας σειράς πράξεων «κλιμάκωσης» μεταξύ των ΗΠΑ. και ομάδων που υποστηρίζονται από το Ιράν που αντιτίθενται στην παρουσία των ΗΠΑ. Το 2020, εξέχουσες φιλοϊρανικές πολιτοφυλακές, όπως η πολιτοφυλακή Kata'ib Hezbollah (KH) και άλλα στοιχεία, που πραγματοποίησαν συχνά επιθέσεις με ρουκέτες και όλμους με στόχο την Πράσινη Ζώνη και το Διεθνές Αεροδρόμιο της Βαγδάτης.

Στις αρχές Οκτωβρίου 2019, μαζικές διαδηλώσεις ξέσπασαν στη Βαγδάτη καθώς οι κάτοικοι εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους  για την «εκτεταμένη διαφθορά, την ανεργία και τις κακές δημόσιες υπηρεσίες». Οι διαμαρτυρίες αντιμετωπίστηκαν με βία εκ μέρους των ιρακινών δυνάμεων ασφαλείας και άλλων δυνάμεων, όπως πολιτοφυλακές και τμήματα του PMF, προκαλώντας μεγάλο αριθμό απωλειών. Τον Οκτώβριο του 2021, μετά τα αποτελέσματα των κοινοβουλευτικών εκλογών στο Ιράκ, πολλοί υποστηρικτές των σιιτικών κομμάτων διαδήλωσαν σε επαρχίες σε όλη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της Βαγδάτης, εναντίον των εκλογικών αποτελεσμάτων. Οι διαδηλώσεις στη Βαγδάτη φέρεται να «έγιναν βίαιες».[1]

Σε γενικές γραμμές, ο κίνδυνος δίωξης των πρώην μελών του κόμματος Baath είναι ελάχιστος. Αναφέρεται, ωστόσο,  ότι παράγοντες που ενδεχομένως να επηρεάσουν ή και να αυξήσουν τον κίνδυνο δίωξης των ατόμων υπό το συγκεκριμένο προφίλ είναι η δημόσια υποστήριξη του κόμματος Baath, η κατοχή υψηλού αξιώματος υπό το καθεστώς του Saddam Hussein, η κατοχή στρατιωτικού ή αστυνομικού αξιώματος κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Saddam Hussein, η κατοχή θέσης στα κλιμάκια αντικατασκοπείας του καθεστώτος Saddam Hussein και αποδιδόμενη συνεργασία με τον ISIL.[2]

Σε σχέση με το μοναδικό έγγραφο που προσκομίστηκε από τους αιτητές που σχετίζεται με τους ως άνω ισχυρισμούς, ήτοι το έγγραφο απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα (ερ.93-94), θα πρέπει να υπομνησθουν τα εξής.

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), στην υπόθεση J. K. κ.α. κατά Σουηδίας, προσφυγή αρ.59166/12, ημ.23/08/16, σκέψη 93, ανέφερε ότι «[λ]όγω της ειδικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται συνήθως οι αιτούντες άσυλο, συχνά χρειάζεται να τους παρέχεται το ευεργέτημα της αμφιβολίας κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των δηλώσεών τους και των εγγράφων που υποβάλλουν προς υποστήριξή τους. »

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.106-108, αναφέρονται τα εξής:

«[Το] ιρλανδικό Court of Appeal έχει αποφανθεί ότι οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων δεν υπέχουν γενική υποχρέωση διερεύνησης της γνησιότητας των εγγράφων. Αναφέρει τα εξής:

“[…] ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων δεν υποχρεούται κατά γενικό κανόνα να διενεργήσει ο ίδιος έρευνες για να πιστοποιήσει τη γνησιότητα ενός εγγράφου το οποίο επικαλείται αιτών διεθνή προστασία, παρότι ενδέχεται να συντρέχουν ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες αυτό να είναι όντως αναγκαίο. Παρότι προκύπτει σαφώς από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση Singh κατά Βελγίου [ΕΔΔΑ, ημ.02/10/12, προσφυγή αρ.33210/11] ότι τα συμβαλλόμενα κράτη ενδέχεται να υπέχουν τέτοιου είδους υποχρέωση σε συγκεκριμένες υποθέσεις στις οποίες η γνησιότητα των εγγράφων είναι κρίσιμης σημασίας και οι συνέπειες για τους προσφεύγοντες είναι δυνητικά σοβαρές, δεν υφίσταται, ωστόσο, σχετικός γενικός κανόνας (319)”.

[…]

Το περιεχόμενο, η φύση και ο συντάκτης αφορούν το αν το έγγραφο είναι αξιόπιστο. Ένα έγγραφο μπορεί να είναι γνήσιο, υπό την έννοια ότι πρόκειται όντως για το έγγραφο ως το οποίο υποβάλλεται, αλλά το περιεχόμενό του ενδέχεται να είναι αναξιόπιστο και να μην τεκμηριώνει τις δηλώσεις του αιτούντος. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο είναι πλαστογραφημένο δεν σημαίνει ότι μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστο μόνο γι’ αυτόν τον λόγο. Το βάρος της απόδειξης της γνησιότητας και της αξιοπιστίας του εγγράφου το φέρει ο αιτών.

Ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστούν παράγοντες όπως η εσωτερική συνέπεια, το επίπεδο λεπτομέρειας, η συνέπεια με άλλα αποδεικτικά στοιχεία, και ιδιαίτερα με τις ΠΧΚ, και το αν οι πληροφορίες προέρχονται από άμεση πηγή. Το ίδιο ισχύει και για πτυχές που αφορούν τον συντάκτη, τα προσόντα του, την αξιοπιστία των πληροφοριών στις οποίες βασίζεται το έγγραφο και τον σκοπό για τον οποίο συντάχθηκε.

[…]

Τα έγγραφα πρέπει να υποβάλλονται στον ίδιο βαθμό ελέγχου που υποβάλλονται και οι δηλώσεις του αιτούντος: οι αρχές που εφαρμόζονται στην αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων και αναφέρονται στην ενότητα 4.3 ανωτέρω δεν ισχύουν μόνο για τις δηλώσεις, γραπτές ή προφορικές, αλλά και για όλα τα έγγραφα που υποβάλλονται προς στήριξη της αίτησης (324). Τα έγγραφα δεν πρέπει να αξιολογούνται χωριστά, αλλά με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων. Σε κάθε περίπτωση, πριν από οποιαδήποτε αρνητική διαπίστωση, θα πρέπει να έχει παρασχεθεί στον αιτούντα η κατάλληλη ευκαιρία ώστε να δώσει εξηγήσεις ή να σχολιάσει τις σχετικές ανησυχίες.»

Στη βάση των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων, δεδομένης της εσωτερικής συνοχής και αξιοπιστίας του αφηγήματος των αιτητών, ως πιο πάνω αναφέρεται, λαμβανομένης υπόψη της όψεως, του περιεχομένου αλλά και των όσων επί τούτου αναφέρει ο αιτητής για τον τρόπο που περιήλθε εις γνώση του, το πως εξασφάλισε αντίγραφο και την προηγούμενη άγνοια του για τούτο, καταλήγω ότι το έγγραφο ερ.93 (μετάφραση ερ.94) συνιστά αντίγραφο γνήσιου εγγράφου. Γι’ αυτό και αποδέχομαι το περιεχόμενο του ως αληθές και, στα πλαίσια συνολικής θεώρησης και αποτίμησης των ενώπιον μου στοιχείων, θεωρώ πως ενισχύει περαιτέρω την αξιοπιστία του αφηγήματος του αιτητή.

Η ως άνω κατάληξη μου δεν διαφοροποιείται από την αντίφαση που εντοπίστηκε από τους σχετικά με το ότι ο αιτητής ανανέωσε το διαβατήριο του (2015) εισήλθε στη χώρα προηγουμένως (2017), χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα, καθότι θεωρώ ότι επί αμφότερων των σημείων αυτών ο αιτητής έδωσε επαρκείς εξηγήσεις, αναφερόμενος στη γενική κατάσταση στη χώρα και τη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών, τη δωροδοκία υπαλλήλου κατά την είσοδο του στη χώρα το 2017. Άλλωστε θεωρώ αξιόπιστα τα όσα ανέφερε και σχετικά με τον τρόπο που ήλθε στη γνώση και κατοχή του το έγγραφο ερ.94, κατά την προσπάθεια του να φύγει από τη χώρα μέσω της ΚΠΙ.

Υπό το φως τω ανωτέρω είναι κατάληξη μου ότι τα όσα αναφέρουν αμφότεροι οι αιτητές αποτελούν «αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση [των αιτούντων] το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία», τα οποία περαιτέρω, συνάδουν με τις διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής, ως ανωτέρω παρατίθενται, και υποστηρίζονται από έγγραφα τα οποία αυτοί προσκόμισαν προς τεκμηρίωση της επίδικης αίτησης.

Μετά την αξιολόγηση του συνόλου των ενώπιον μου αποδεικτικών στοιχείων ακολουθεί η εκτίμηση μελλοντικού κινδύνου για τους αιτητές, προκειμένου να αξιολογηθούν τυχόν ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας κατά περίπτωση.

Στα πλαίσια της επίδικης αίτησης, ενόψει της συλλήβδην απόρριψης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών των αιτητών, το ζήτημα σταμάτησε εκεί, χωρίς να γίνει υπαγωγή των ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση στοιχείων στο πλαίσιο διεθνούς προστασίας και αξιολόγηση των αναγκών διεθνούς προστασίας που ενδεχομένως προκύπτουν κατά την μελλοντοστραφή εξέταση του κινδύνου, δεδομένου ότι ο μόνος ισχυρισμός που έγινε αποδεκτός αφορούσε το προφίλ των αιτητών. Ακόμα και επί τούτου δεν είναι σαφές από την προσβαλλόμενη απόφαση ποια στοιχεία έγιναν αποδεκτά και ποια όχι.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.135, αναφέρονται τα εξής:

«Η αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον αφού αξιολογηθεί το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν ληφθεί σύμφωνα με τις αρχές και τα πρότυπα που καθορίζονται στην ενότητα 4.3 και ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων εξακριβώσει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που γίνονται δεκτά βάσει της αξιολόγησης των εν λόγω αποδείξεων. Με βάση τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που γίνονται δεκτά, ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων πρέπει στη συνέχεια να κρίνει αν πληρούνται οι ουσιώδεις προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 9 και 10 ή στο άρθρο 15 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση). […]

Η αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου μπορεί να περιγραφεί σε γενικές γραμμές ως εκτίμηση, βάσει των συμπερασμάτων που αντλούνται από τα αποδεικτικά στοιχεία, του τι μπορεί να συμβεί αν ο αιτών επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του. Επομένως, διαφέρει ουσιωδώς από το αρχικό στάδιο της αξιολόγησης των γεγονότων και περιστάσεων, το οποίο αφορά την εξακρίβωση των παρελθουσών και παρουσών περιστάσεων του αιτούντος ( 411). Η εν λόγω μελλοντοστραφής αξιολόγηση αποτελεί ένα από τα πλέον αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της λήψης απόφασης επί αιτήσεων διεθνούς προστασίας ( 412)

Εν προκειμένω όμως δια της προσφυγής δεν ζητείται θεραπεία στα πλαίσια του αρ.11 (α) (ii) και (β), ήτοι τροποποίηση της προσβαλλόμενης πράξης. Το μόνο που ζητείται δια του Αιτητικού Α είναι η ακύρωση της.

Σχετική με την δυνατότητα παρέμβασης του Δικαστηρίου προς απόδοση θεραπείας που δεν ζητείται, ακόμα και στην περίπτωση που η προσφυγή καταχωρείται από τον αιτητή προσωπικά και χωρίς δικηγόρο, στην Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530, όπου, μετά από ανάλυση της σχετικής με τούτο νομολογίας, λέχθηκαν τα εξής:

«Οι Κανονισμοί 4 και 5, διέπουν αντίστοιχα τον καταρτισμό και καταχώρηση της αίτησης και της ένστασης και ο Κ.7 τον προσδιορισμό των νομικών σημείων στα οποία στηρίζεται ο αιτητής και ο καθ' ου η αίτηση.  Διάδικος  ο οποίος εμφανίζεται άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του τελευταίου κανονισμού.

[…]

Ο Κ.7Α αποτελεί μέρος του ίδιου  Διαδικαστικού Κανονισμού ο οποίος καθορίζει το ένδικο μέσο και ό,τι απαιτείται για την στοιχειοθέτηση του επιδίκου θέματος της προσφυγής. Δεν μεταβάλλει τις πρόνοιες οποιουδήποτε άλλου κανονισμού.  Τόσον η άσκηση προσφυγής όσο και ο καθορισμός του αντικειμένου της βαρύνουν τον προσφεύγοντα. Όπως νωρίτερα υποδείξαμε, ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 δεν καταργεί το δικόγραφο ως το αναντικατάστατο μέσο για τον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων.

Ο αιτητής έχει ιδιάζουσα γνώση της πράξης ή απόφασης η οποία θίγει τα συμφέροντά του. Ο Κ.7 τον απαλλάττει από την υποχρέωση καθορισμού των νομικών σημείων, όταν δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο. Δεν προβλέπει ανάλογη χαλάρωση αναφορικά με την υποχρέωση για συμμόρφωση με τις πρόνοιες του Κ.4 και Κ.5. Όπως πρόσφατα διαπιστώσαμε η χαλάρωση η οποία προβλέπεται στον Κ.7 δεν εκτείνεται και στην έφεση. (Βλ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 580.) Ούτε, θα ήταν παραδεκτό για το Δικαστήριο να παρέμβει στην ανίχνευση του παραπόνου του προσφεύγοντος και να προσδιορίσει το επίδικο θέμα της δίκης

Υπογράμμιση από τον γράφοντα

Η ως άνω απόφαση αναφέρεται στον καν.4 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) (3/1962), ο οποίος βρίσκει εφαρμογή και στην παρούσα διαδικασία [βλ. καν.2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019)]. Βάσει του καν.4 (2) (β) (ii) 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) (3/1962), το δικόγραφο της προσφυγής περιλαμβάνει «ειδικώς την ζητουμένην θεραπείαν».

Θεωρώ δε ότι εν προκειμένω τυγχάνουν κατ’ αναλογία εφαρμογής και τα λεχθέντα στην Λαζάρου ν. Αρχή Λιμένων Κύπρου (1993) 4 Α.Α.Δ. 1275, όπου, με αναφορά στη σχετική νομολογία και βιβλιογραφία, λέχθηκαν τα εξής:

«Η Δήμητρα Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου στις σελίδες 113 - 117 του πιο πάνω συγγράμματος της, εξαρτά την απάντηση στο ερώτημα από το κατά πόσο εφαρμόζεται στην ακυρωτική δίκη το δικονομικό αξίωμα του "μή δικάζειν ultra petita" ήτοι πέραν των αιτηθέντων και διακρίνει τρεις απόψεις.  Σύμφωνα με την πρώτη:

"όταν εζητήθη υπό του  προσφεύγοντος η μερική μόνον ακύρωσις, αλλά η πράξις είναι αδιαίρετος και πάσχει συνεπώς ολικήν ακυρότητα, ο ακυρωτικός δικαστής θα πρέπει να απορρίψη την αίτησιν ακυρώσεως και όχι να ακυρώση εις το σύνολόν της την πράξιν, διότι τότε θα εδίκαζεν ultra petita, κατά παράβασιν του σχετικού δικονομικού αξιώματος".

[…]

Στην υπόθεση Abdolali Kadivari v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2452, ο Δικαστής Γ.Μ. Πικής σημειώνει πως όπως στις αγωγές αστικού δικαίου έτσι και στις προσφυγές βάσει του Αρθρου 146 του Συντάγματος

"Το αντικείμενο της διαδικασίας καθορίζεται στη δικογραφία, το δικονομικό μέσο για την έκθεση και προσδιορισμό των επίδικων θεμάτων."

Προστίθεται στην ίδια υπόθεση ότι

"Το αντικείμενο της προσφυγής είναι η πράξη, απόφαση, ή παράλειψη της οποίας επιζητείται η αναθεώρηση προς το σκοπό παροχής θεραπείας βάσει του Αρθρου 146.4 του Συντάγματος."

Στην υπόθεση Ανδρέας Δημητρίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 289, εξέφρασα τη συμφωνία μου με τα πιο πάνω και την επαναλαμβάνω και τώρα. Θα πρόσθετα πως, όπως παρατηρεί ο Φ. Βεγλερής στη σελίδα 81 του Συγγράμματος που ανέφερα πιο πριν, ελέγχεται μεν η πράξη της διοίκησης από την άποψη της αντικειμενικής νομιμότητας αλλά αυτός ο αντικειμενικός έλεγχος αφορά στην προσβαλλόμενη και όχι στη μή προσβαλλόμενη πράξη ή στο μή προσβαλλόμενο στοιχείο της.

Κρίνω, συνεπώς, πως δεν είναι επιτρεπτή η παροχή θεραπείας άλλης από εκείνη που ζήτησε ο αιτητής και που απετέλεσε το αντικείμενο της δίκης.»

Δεδομένων των ως άνω, παρά την ευρύτερη εξουσία που κέκτηται το παρόν Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018), εφόσον εν προκειμένω ουδεμία θεραπεία ζητήθηκε δια της προσφυγής που να εκτείνεται στην τροποποίηση της δια της παρούσης προσβαλλόμενης απόφασης, η όποια ενασχόληση μου με την εξέταση των προκυπτουσών εκ των αποδεκτών ισχυρισμών των αιτητών ενδεχομένων αναγκών διεθνούς προστασίας, στα πλαίσια μελλοντοστραφούς εξέτασης των ενώπιον μου στοιχείων, καθίσταται ακαδημαϊκή και συνεπώς αλυσιτελής, αφού – σε κάθε περίπτωση – δεν θα οδηγούσε, ελλείψει σχετικής αιτούμενης θεραπείας, στην τροποποίηση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση.

Συνεπεία των ως άνω το ζήτημα σταματά εδώ, δεδομένου ότι η αξιολόγηση που εν προκειμένω έκαναν οι καθ’ ων η αίτηση και τα ευρήματα επί της αξιοπιστίας του 2ου και 3ου (ως σχηματίστηκαν απ’ αυτούς) ισχυρισμών των αιτητών, κρίνονται λανθασμένα επί της ουσίας, για τους λόγους που λεπτομερώς πιο πάνω αναφέρω.

Στην απουσία άλλης ζητούμενης θεραπείας δεν απομένει παρά η ακύρωση της επίδικης πράξης. Η δε αναφορά στο Αιτητικό Β της προσφυγής σε «οποιαδήποτε άλλη και/ή περαιτέρω θεραπεία» δεν θεωρώ ότι ικανοποιεί την ανάγκη για περίληψη ειδικώς της ζητούμενης θεραπείας, ως στον καν.4 (2) (β) (ii) 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) (3/1962) προνοείται.

Η προσφυγή επιτυγχάνει ως προς το Αιτητικό Α.

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται.

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, ως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

Νοείται ότι κατά την επανεξέταση της επίδικης αίτησης οι καθ’ ων η αίτηση δεσμεύονται από τις ως άνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου σχετικά με την αξιοπιστία των ισχυρισμών των αιτητών [βλ. και αρ.59 (2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999)].

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EUAA, Country Guidance, Iraq -2021, διαθέσιμο σε 2022_Country_Guidance_Iraq_EN.pdf, pp. 184-185 [ημ. προσπέλασης 08/05/2023]

[2] EUAA, Country Guidance, Iraq -2021, διαθέσιμο σε 2022_Country_Guidance_Iraq_EN.pdf, pp. 27 [ημ. προσπέλασης 08/05/2023]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο