ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ. ΔΚ 6/24

 

15 Μαρτίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Κ. Κ.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Π. Γιαννάκας & Φρ. Γέρου, Δικηγόρος για τον αιτητή

Κος Ι. Γεωργίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή του ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση του διατάγματος κράτησης ημ.05/02/24, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ (2) (ε) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 (στο εξής ο Νόμος), ως άκυρου, παράνομου, αντισυνταγματικού και στερούμενου έννομου αποτελέσματος . Διαζευκτικά προς το αιτητικό Α της παρούσας, ο αιτητής αιτείται, με το αιτητικό Β, να ακυρωθεί και/ή τροποποιηθεί το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης και να διατάσσονται, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Δια δε του Αιτητικού Γ ο αιτητής αιτείται εκ του Δικαστηρίου διάταγμα άμεσης απελευθέρωσης του.

Στα πλαίσια της διαδικασίας κατατέθηκε ο φάκελος που αφορά τον αιτητή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής ΤΑΠΜ).

Σύμφωνα με το περιεχόμενο των ερ.68-71, 132-133, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 25/02/20. Στις 20/10/20 ο αιτητής τέθηκε υπό κράτηση ως υπόδικος και την 01/03/21 ο αιτητής καταδικάστηκε, κατόπιν παραδοχής του, για αδίκημα βιασμού με ποινή 4 ετών (ερ.195-206, 14-16), την οποία και εξέτισε στις 18/11/23. Κατά τον χρόνο που ήταν στις κεντρικές φυλακές εκτίοντας την επιβληθείσα ποινή, στις 22/02/23, η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε απορρίφθηκε ως σιωπηρώς απορριφθείσα. Στις 13/11/23 εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης στη βάση του Κεφ.105 (ερ.25-27) και λήφθηκαν ενέργειες με σκοπό τον επαναπατρισμό του αιτητή (ερ.34, 66).

Κατόπιν των ως άνω, στις 02/02/24, έγινε αντιληπτό ότι λανθασμένα απορρίφθηκε η απόφαση απόρριψης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας που υπέβαλε δεν είχε επιδοθεί δεόντως στον αιτητή (ερ.133) και γι’ αυτό, νοουμένου ότι αυτός θα έπρεπε να θεωρείται ως αιτητής διεθνούς προστασίας, τα διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή δυνάμει του Κεφ.105 ακυρώθηκαν και εναντίον του εκδόθηκε στις 05/02/24 το επίδικο διάταγμα κράτησης (ερ.134-135), το οποίο του επιδόθηκε στις 08/02/24 (Παρ. Α Αίτησης).

Η βάση του επίδικου διατάγματος, ως προκύπτει και από το σώμα αυτού, συνίσταται στη καταδίκη του αιτητή στη προαναφερθείσα ποινή φυλάκισης 4 ετών που επιβλήθηκε στον αιτητή, εκ της οποίας, ως καταγράφεται επ’ αυτού, ο αιτητής θεωρείται ότι συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

Σημειώνω εδώ ότι, ως έγινε παραδεκτό εκατέρωθεν κατά τις Διευκρινήσεις, η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε ο αιτητής απορρίφθηκε και αυτό του κοινοποιήθηκε στις 23/02/24.

Στις αγορεύσεις που ακολούθησαν, τόσο γραπτώς όσο και προφορικώς, στα πλαίσια των διευκρινήσεων, οι συνήγοροι του αιτητή αναφέρουν ότι το επίδικο διάταγμα στερείται αιτιολογίας, η οποία δεν δύναται να πληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου, είναι προϊόν ανεπαρκούς και μη δέουσας έρευνας και εξεδόθη υπό καθεστώς πλάνης. Επί τούτου εξηγούν ότι δεν προκύπτει πουθενά από τα στοιχεία του φακέλου γιατί ο αιτητής, εκ μόνης της καταδίκης του, αποτελεί ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, παραθέτοντας νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου. Περαιτέρω αναφέρουν ότι κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος δεν έγινε εξατομικευμένη αιτιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων, με συνέπεια να εκδοθεί κατά παράβαση των αρχών της αναγκαιότητας και αναλογικότητας και, τέλος, η κράτηση του είναι αυθαίρετη, αφού παραβιάζει το αρ.5 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Από την πλευρά τους οι καθ’ ων η αίτηση αντικρούουν τους ισχυρισμούς του αιτητή και εμμένουν στη νομιμότητα του προσβαλλόμενου διατάγματος, αναφέροντας ότι η κράτηση είναι καθ’ όλα νόμιμη, αιτιολογημένη, προϊόν εξατομικευμένης εξέτασης των περιστάσεων που αφορούν τον εδώ αιτητή, αναλογική προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, αναγκαία και σύμφωνη με τη νομολογία. Περαιτέρω, παραθέτοντας σχετική νομολογία, αναφέρουν ότι εν προκειμένω υπάρχουν επαρκή στοιχεία που καταδεικνύουν ότι ο αιτητής αποτελεί απειλή για την δημόσια τάξη και πως η προστασία αυτής δεν μπορεί να διασφαλιστεί με οιονδήποτε άλλο τρόπο παρά τη κράτηση του.

Κατά τις Διευκρινήσεις της παρούσης οι συνήγοροι του αιτητή εστιάστηκαν στο ότι, ως προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου, ο αιτητής προέβει σε άμεση παραδοχή του αδικήματος που διέπραξε και συνεργάστηκε πρόθυμα με τις αρχές. Εκ τούτων, ως ανέφεραν, δεδομένου ότι η νομολογία επιτάσσει εξατομικευμένη εξέταση όλων των στοιχείων που συνθέτουν την υπό κρίση υπόθεση και η ύπαρξη καταδίκης δεν αρκεί για την εφαρμογή του επίδικου άρθρου, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι εν προκειμένω ο αιτητής δεν συνιστά τέτοια απειλή για τη δημόσια τάξη. Ανέφεραν τέλος ότι στο επίδικο διάταγμα γίνεται αναφορά σε δημόσια τάξη και ασφάλεια, πράγμα που, ως ισχυρίστηκαν, είναι αντιφατικό αφού το επίδικο άρθρο κάνει αναφορά είτε σε δημόσια τάξη είτε σε εθνική ασφάλεια.

Ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση επανέλαβε κατ’ ουσία τα όσα καταγράφει επί της αγορεύσεως του και σημείωσε ότι εν προκειμένω το σύντομο χρονικό διάστημα από την έλευση του αιτητή στη Δημοκρατία μέχρι την τέλεση του αδικήματος για το οποίο αυτός καταδικάστηκε και η σοβαρότητα της φύσης του αδικήματος, με αναφορές και στα γεγονότα που περιβάλλουν τη διάπραξη, ως καταγράφονται στα ερ.195-206 (απόφαση του Κακουργιοδικείου για την Ποινή), είναι από μόνα τους αρκετά για να καταδείξουν ότι ο αιτητής αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ότι δεν δύναται να εφαρμοστούν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Σε σχέση με την αναφορά επί του διατάγματος σε «ασφάλεια», ανέφεραν ότι τούτο είναι αναφορά σε δημόσια τάξη και ασφάλεια και – σε κάθε περίπτωση – δεν επιδρά στο κύρος του διατάγματος.

Σημειώνω προτού προχωρήσω ότι οι όποιες αναφορές των συνηγόρων του αιτητή ότι επί της απόφασης για τη ποινή αναφέρεται μόνο η εκδοχή της παραπονούμενης, δεδομένου ότι πρόκειται για αμετάκλητη απόφαση Δικαστηρίου, στα πλαίσια της οποίας διαδικασίας ο αιτητής εκπροσωπούνταν δεόντως από δικηγόρο, και εφόσον ουδεμία άλλη μαρτυρία τέθηκε ενώπιον μου, τα όσα συνθέτουν την απόφαση επί της ποινής δεν μπορούν παρά να αποτελέσουν βάση για εξαγωγή συμπερασμάτων. Είναι άλλωστε περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμη μια επισκόπηση της σχετικής νομολογίας.

Στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΔΕΕ) στην υπόθεση C‑601/15 PPU, J. N. ν. Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημ.15/02/16, στην οποία γίνεται αναφορά και στην πρόσφατη C-18/19 - WM ν. Stadt Frankfurt am Main, ημ.02/07/20, αναφέρονται τα εξής (σκέψεις 65-69):

«65      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασαλεύσεως της κοινωνικής τάξεως την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας [αποφάσεις Zh. και O., C‑554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθώς και T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψη 79 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, ως προς τα άρθρα 27 και 28 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, […]

[…]

67      Επομένως, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η προσβολή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξεως μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κρατήσεώς του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (βλ., επ’ αυτού, απόφαση T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 78 και 79).

68      Το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας δεν παρίσταται δυσανάλογο ούτε σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς. Ως προς το σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί επίσης ότι στη διάταξη αυτή γίνεται ισόρροπη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως, και, αφετέρου, της επεμβάσεως στο δικαίωμα στην ελευθερία την οποία συνιστά μέτρο κρατήσεως (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση Volker und Markus Schecke και Eifert, C‑92/09 και C‑93/09, EU:C:2010:662, σκέψεις 72 και 77).

69      Πράγματι, μέτρα κρατήσεως μπορούν να θεμελιωθούν στη διάταξη αυτή μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία

Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Σημειώνεται ότι το επίδικο άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου συνιστά μεταφορά στο εθνικό δίκαιο του αρ.8 της οδηγίας 2013/33/ΕΕ, το οποίο πραγματεύεται η ως άνω απόφαση του ΔΕΕ.

Στην απόφαση του ΔΕΕ στην C‑554/13, Z. Zh. και Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie, ημ.11/06/15, η οποία πραγματεύεται την έννοια της «δημόσιας τάξης» στα πλαίσια της οδηγίας για την επιστροφή παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών 2008/115/ΕΚ, αναφέρονται τα εξής:

«50      Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να εκτιμά τον «κίνδυνο για τη δημόσια τάξη», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, κατά περίπτωση, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας συνιστά πραγματικό και ενεστώτα κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Όταν το κράτος μέλος στηρίζεται σε γενική πρακτική ή σε οποιοδήποτε τεκμήριο για τη διαπίστωση ενός τέτοιου κινδύνου χωρίς να λαμβάνει δεόντως υπόψη την προσωπική συμπεριφορά του υπηκόου και τον κίνδυνο που η συμπεριφορά αυτή εγκυμονεί για τη δημόσια τάξη, το κράτος μέλος αθετεί την υποχρέωση εξατομικευμένης εξετάσεως της επίμαχης περιπτώσεως και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι υπήκοος τρίτης χώρας είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα δεν μπορεί, αυτό καθ’ εαυτό, να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι ο υπήκοος αυτός αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115.

51      Πρέπει, εντούτοις, να διευκρινιστεί ότι ένα κράτος μέλος μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη σε περίπτωση ποινικής καταδίκης, ακόμη κι αν αυτή δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, όταν η καταδίκη αυτή, εκτιμώμενη από κοινού με άλλες περιστάσεις που αφορούν την κατάσταση του συγκεκριμένου προσώπου, δικαιολογεί τη διαπίστωση αυτή. Το γεγονός ότι μια ποινική καταδίκη δεν έχει καταστεί αμετάκλητη δεν εμποδίζει, συνεπώς, το κράτος μέλος να επικαλεστεί την παρέκκλιση του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115. […]

61      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της έννοιας αυτής, έχει σημασία κάθε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που αφορά την κατάσταση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, το οποίο μπορεί να αποσαφηνίσει το ζήτημα εάν η προσωπική συμπεριφορά του συνιστά τέτοιου είδους απειλή.

62      Συνεπώς, στην περίπτωση υπηκόου που είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα, μεταξύ των στοιχείων που έχουν συναφώς σημασία συγκαταλέγονται η φύση και η σοβαρότητα της πράξεως αυτής καθώς και ο χρόνος που παρήλθε από την τέλεσή της.»

Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Στην απόφαση του ΔΕΕ στις υποθέσεις C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri κατά Land Baden-Württemberg, ημ.29/4/2004, σκέψη 67, λέχθηκε ότι: «[…] η εξαίρεση για λόγους δημοσίας τάξεως πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, με αποτέλεσμα η ύπαρξη ποινικής καταδίκης να μπορεί να δικαιολογήσει την απέλαση μόνον αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη αυτή προκύπτει η ύπαρξη ατομικής συμπεριφοράς που συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημοσίας τάξεως […]»

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑8/22, ECLI:EU:C:2023:542, ημ.06/07/23, πραγματευόμενο εκεί τις προϋποθέσεις εφαρμογής του λόγου ανάκλησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας δυνάμει του αρ.14 (4) (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ [αντίστοιχο αρ.6Α (1) (δ) του Νόμου], ανέφερε τα εξής, τα οποία βρίσκουν θεωρώ, ενόψει και της ως άνω νομολογίας επί διαταγμάτων κράτησης αιτητών διεθνούς προστασίας, κατ’ αναλογία εφαρμογή και στην προκείμενη υπόθεση.

«45. Κατά συνέπεια, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι η ύπαρξη κινδύνου για την κοινωνία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεικνυόμενη από το γεγονός και μόνον ότι ο ενδιαφερόμενος καταδικάστηκε αμετάκλητα για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα.

[…]

63.  Όσον αφορά τις περιστάσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της ύπαρξης κινδύνου για την κοινωνία, μολονότι η διαπίστωση πραγματικού, ενεστώτος και αρκούντως σοβαρού κινδύνου στρεφόμενου κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας προϋποθέτει, κατά κανόνα, τάση του συγκεκριμένου ατόμου να συνεχίσει μελλοντικά να συμπεριφέρεται κατά τρόπο που να συνιστά τέτοιο κίνδυνο, είναι επίσης ενδεχόμενο η συμπεριφορά και μόνον κατά το παρελθόν να πληροί τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου [πρβλ. απόφαση της 2ας Μαΐου 2018, K. και H. F. (Δικαίωμα διαμονής και ισχυρισμοί περί εγκλημάτων πολέμου), C‑331/16 και C‑366/16, EU:C:2018:296, σκέψη 56]. Το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας καταδικάστηκε αμετάκλητα για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αναφέρεται ειδικά στην ύπαρξη τέτοιας καταδίκης και η καταδίκη αυτή μπορεί, αναλόγως των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα, να συμβάλει στην απόδειξη της ύπαρξης πραγματικού και αρκούντως σοβαρού κινδύνου στρεφόμενου κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας του οικείου κράτους μέλους.

64. Ωστόσο, όσον αφορά ειδικότερα τον ενεστώτα χαρακτήρα ενός τέτοιου κινδύνου, τόσο από την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν μπορεί να συναχθεί αυτομάτως από το ποινικό ιστορικό του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας ότι είναι δυνατόν να του επιβληθεί το μέτρο του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, CS, C‑304/14, EU:C:2016:674, σκέψη 41). Ως εκ τούτου, όσο περισσότερο απέχει χρονικά η λήψη απόφασης βάσει της διάταξης αυτής από την αμετάκλητη καταδίκη για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα, τόσο περισσότερο οφείλει η αρμόδια αρχή να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις εξελίξεις που ακολούθησαν την τέλεση ενός τέτοιου εγκλήματος, προκειμένου να κρίνει αν υφίσταται πραγματικός και αρκούντως σοβαρός κίνδυνος κατά τον χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να αποφανθεί επί της ενδεχόμενης ανάκλησης του καθεστώτος πρόσφυγα.»

Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Το απαύγασμα της ως άνω νομολογίας συνοψίζεται ως εξής.

Η κράτηση ενός αιτητή ασύλου δυνάμει του επίδικου άρθρου θα πρέπει να στηρίζεται σε εύλογο συμπέρασμα, στη βάση διαθέσιμων στοιχείων, ότι «από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας» (βλ. JN, ανωτέρω). Τυχόν προηγούμενη ποινική καταδίκη, αφενός δεν είναι αρκετή από μόνη της για να δικαιολογήσει την κράτηση, άνευ ετέρου, χωρίς να προηγηθεί εξατομικευμένη αξιολόγηση των δεδομένων που συνθέτουν την εκάστοτε περίπτωση, και αφετέρου η προηγούμενη καταδίκη δεν αποτελεί προαπαιτούμενο.

Παρότι λοιπόν «η διαπίστωση πραγματικού, ενεστώτος και αρκούντως σοβαρού κινδύνου στρεφόμενου κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας προϋποθέτει, κατά κανόνα, τάση του συγκεκριμένου ατόμου να συνεχίσει μελλοντικά να συμπεριφέρεται κατά τρόπο που να συνιστά τέτοιο κίνδυνο» είναι βεβαίως υπαρκτό το «ενδεχόμενο η συμπεριφορά και μόνον κατά το παρελθόν να πληροί τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου» (βλ. C-8/22, ανωτέρω), νοουμένου πάντοτε ότι μπορεί εξ αυτών να στηριχθεί διαπίστωση «σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα […] για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία. » (βλ. JN, ανωτέρω).

Σημειώνεται δε ότι στην έφεση κατά απόφασης του Δ.Δ.Δ.Π. Αρ.17/2021, Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημ.21/09/21, λέχθηκε ότι το Δικαστήριο ελέγχει «όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα της κάθε απόφασης της διοίκησης που τίθεται ενώπιον του με την προσφυγή που υποβάλλεται» και εξετάζει πλήρως και εξ υπαρχής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν [αρ.11 (2) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόµο του 2018, Ν.73(Ι)/2018].

Επανέρχομαι στα όσα συνθέτουν την παρούσα.

Παραθέτω, προτού προχωρήσω, αυτούσιο το προσβαλλόμενο διάταγμα.

«ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9ΣΤ

ΕΠΕΙΔΗ η/ο Κ. Κ. υπήκοος ΛΑΪΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΝΓΚΟ είναι αιτητής διεθνούς προστασίας και επειδή πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στη παράγραφο (Ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020), καθότι

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ κατόπιν ατομικής αξιολόγησης θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ο Κ. Κ. να παραμείνει υπό κράτηση βάσει του άρθρου 9ΣΤ (2) (Ε) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα εναλλακτικά μέτρα, καθότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής για τους πιο κάτω λόγους:

1.     ΕΠΕΙΔΗ απαιτείται η κράτηση του για τη προστασία της Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας.

2.     ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ καταδικάστηκε για το αδίκημα του βιασμού και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) χρόνων.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, και το Άρθρο 188.3.(γ) του Συντάγματος  με το παρόν διατάσσω όπως ο Κ. Κ. παραμείνει υπό κράτηση.

ΚΑΙ με το παρόν διάταγμα εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 05η ημέρα του Φεβρουαρίου, 2024»

Έχω διέλθει με προσοχή των εκατέρωθεν αγορεύσεων που καταχώρησαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών, τα όσα ανέφεραν κατά τις διευκρινήσεις και τα γεγονότα που συνθέτουν την υπό κρίση υπόθεση, ως ανακύπτουν από τα ενώπιον μου στοιχεία.

Σε σχέση με τα όσα αναφέρουν οι συνήγοροι του αιτητή περί αναγραφής στην αιτιολογία του επίδικου διατάγματος της λέξης «ασφάλεια» αντί μόνο δημόσιας τάξης σημειώνω ότι αυτό, ως προκύπτει από το κείμενο του διατάγματος, ως παρατίθεται πιο πάνω, δεν μπορεί παρά να διαβαστεί ως συνέχεια της αμέσως προηγούμενης φράσης, ήτοι ως «Δημόσιας τάξης και Ασφάλειας». Η όποια λοιπόν αναφορά σε «ασφάλεια» δεν μπορεί παρά να συνδέεται με τη λέξη «δημόσια» και συνεπώς, αν και η λέξη τίθεται εκ του περισσού, δεν δημιουργεί κανένα κίνδυνο σύγχυσης αναφορικά με τη βάση του επίδικου, η οποία είναι λόγοι δημόσιας τάξης και όχι (εθνικής) ασφάλειας.

Άλλωστε, στα άρ.31 και 32 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), αναφέρονται τα ακόλουθα:

«31. Εσφαλμένη νομική αιτιολογία δεν οδηγεί σε ακύρωση της πράξης, αν η πράξη μπορεί νομική να έχει άλλο νομικό έρεισμα.

32. Όταν η πράξη έχει πολλαπλές ή διαζευκτικές αιτιολογίες και μία από αυτές είναι λανθασμένη, η πράξη είναι ακυρωτέα, εκτός αν κριθεί ότι η λανθασμένη αιτιολογία ήταν επικουρική ή δευτερεύουσα της ορθής αιτιολογίας και ως εκ τούτου δεν επηρέασε το αρμόδιο διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης.»

Εν προκειμένω λοιπόν, ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η φράση «ασφάλεια» είναι λανθασμένη αναφορά στην έτερη βάση που δίδει το αρ.9Στ (2) (Ε), ήτοι για λόγους εθνικής ασφάλειας, αν ήθελε καταδειχθεί κατωτέρω ότι η έτερη αιτιολόγηση, ήτοι στη βάση της «δημόσιας τάξης» που δίδεται είναι ορθή και ότι αυτή δίδει επαρκές έρεισμα, νομικό και πραγματικό, για τη στήριξη της προσβαλλόμενης πράξης, τότε η όποια αναφορά σε «ασφάλεια» δε θα μπορούσε, σε κάθε περίπτωση, να οδηγήσει από μόνη του σε ακύρωση αυτής.

Αναφορικά με την αιτιολόγηση του επίδικου διατάγματος, ως αυτή παρατίθεται στο σώμα αυτού, από ανάγνωση του επίδικου διατάγματος εντοπίζω ότι το μόνο που αναφέρεται επ’ αυτού είναι η προηγούμενη καταδίκη του αιτητή και ο κίνδυνος διαφυγής του, χωρίς εντούτοις να παρατίθενται στο σώμα του επίδικου διατάγματος τα επιμέρους γεγονότα και στοιχεία, εκ της στάθμισης των οποίων κρίθηκε αναγκαία αλλά και αναλογική προς τον σκοπό της προστασίας της δημόσιας τάξης η κράτηση του αιτητή.

Η επιταγή για πλήρη αιτιολόγηση, με παράθεση των πραγματικών και νομικών λόγων στους οποίους στηρίζεται το διάταγμα, τίθεται προς το σκοπό της γνωστοποίησης των λόγων στους οποίους βασίζεται στον αιτητή, προκειμένου αυτός να είναι σε θέση να λάβει επαρκή γνώση αυτών και να ασκήσει τα εκ του νόμου δικαιώματα του για αμφισβήτηση της νομιμότητας και της ορθότητας αυτής.

Σχετικά είναι όσα αναφέρονται στην απόφαση, M.A. v Cyprus, υποθ. αρ.41872/10, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής ΕΔΑΔ), ημ.23/07/13, στις παρ.234 & 235, όπου λέγονται τα ακόλουθα:

«234. The Court observes that upon his transfer to the ERU headquarters the applicant, along with the rest of the protesters, underwent an identification procedure which was aimed at ascertaining whether any of them were staying in Cyprus unlawfully. The Court has no reason to doubt, in the circumstances, that the applicant was informed at the time that he had been arrested on the ground of unlawful stay or that he at least understood, bearing in mind the nature of the identification process, that the reason for his arrest and detention related to his immigration status. In this connection, the Court notes that the applicant filed a Rule 39 request, along with a number of other protesters, the very next day, seeking the suspension of their deportation. A reading of this request indicates that they were all aware of the fact that they were detained for the purpose of deportation.

235. The foregoing considerations are sufficient to enable the Court to conclude that the requirements of Article 5 § 2 of the Convention were complied with. »

Στη Khlaifia and others v Italy, υπ. αρ.16483/12 (ΕΔΑΔ), ημ.15/12/16, παρ.115, γίνεται λόγος για ουσιώδεις λόγους essential legal and factual grounds») και επί του ζητήματος αναφέρονται τα ακόλουθα, σε συνάρτηση και με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ:  

«Paragraph 2 of Article 5 lays down an elementary safeguard: any person who has been arrested should know why he is being deprived of his liberty. This provision is an integral part of the scheme of protection afforded by Article 5: any person who has been arrested must be told, in simple, non-technical language that he can understand, the essential legal and factual grounds for his deprivation of liberty, so as to be able to apply to a court to challenge its lawfulness in accordance with paragraph 4 (see Van der Leer v. the Netherlands, 21 February 1990, § 28, Series A no. 170‑A, and L.M. v. Slovenia, cited above, §§ 142-43). Whilst this information must be conveyed “promptly”, it need not be related in its entirety by the arresting officer at the very moment of the arrest. Whether the content and promptness of the information conveyed were sufficient is to be assessed in each case according to its special features (see Fox, Campbell and Hartley v. the United Kingdom, 30 August 1990, § 40, Series A no. 182, and Čonka, cited above, § 50). »

(Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου)

Στην παρούσα οι ελλείψεις που παρατηρούνται στο σώμα του επίδικου διατάγματος, δεν είχαν δυσμενείς επιπτώσεις για τον αιτητή από τη στιγμή που έχει ήδη αποταθεί στο Δικαστήριο, εκπροσωπούμενος δεόντως από δικηγόρο, αμφισβητώντας την νομιμότητα του διατάγματος και συνεπώς ουδέν δικαίωμα του επί τούτου απώλεσε από την όποια έλλειψη παρατηρείται στο σώμα του διατάγματος. Η δε ελλιπής αιτιολογία δύναται να συμπληρωθεί από το περιεχόμενο του Διοικητικού Φακέλου, στη βάση των προνοιών του αρ.29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμος του 1999 (158(I)/1999) και της σχετικής νομολογίας (βλ. Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371, Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Στο αρ.29 περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) αναφέρεται ότι «[α]νεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη οποιουδήποτε νόμου, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου όπως και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας.».

Προχωρώ λοιπόν να εξετάσω κατά πόσο η αιτιολογία μπορεί να αναπληρωθεί από τα στοιχεία του φακέλου αλλά και κατά πόσο, εκ των στοιχείων του φακέλου, μπορεί να στηριχθεί συμπέρασμα και να αιτιολογηθεί δεόντως ότι η κράτηση στην περίπτωση του αιτητή είναι νόμιμη, αναγκαία και αναλογική προς τον επιδιωκόμενο δια τούτης σκοπό.

Στο ιστορικό που αφορά την παρούσα έχω αναφερθεί πιο πάνω και συνεπώς δεν κρίνω σκόπιμο να το επαναλάβω, εκτός όπου κριθεί απαραίτητο.

Απομένει λοιπόν η επί της ουσίας εξέταση των ενώπιον μου στοιχείων που αφορούν τη καταδίκη του αιτητή στο αδίκημα του βιασμού, ως προκύπτουν από τα ερ.195-206, που είναι και τα μόνα ενώπιον μου στοιχεία σε σχέση μ’ αυτό και η στάθμιση του κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η σχετική νομολογία επί της παρούσης.

Ο αιτητής λοιπόν, ηλικίας περί των 18 ετών τότε, επισκέφθηκε το θύμα, γυναίκα όμοιας ηλικίας, στον χώρο διαμονής της σε χωριό της επαρχίας Λεμεσού, μετά από ανταλλαγή μηνυμάτων σχετικά με αγορά από αυτή κινητού τηλεφώνου. Στη συνάντηση τους αυτή, ενώ βρίσκονταν μόνοι τους στην οικία, ο αιτητής προσέγγισε ερωτικά το θύμα και, όταν αυτή τον απώθησε, αυτός προχώρησε σε σεξουαλική επαφή μαζί της χωρίς τη συναίνεση της. Ο βιασμός του θύματος, ως καταγράφεται στα γεγονότα που συνθέτουν την ποινή που του επιβλήθηκε στα πλαίσια της υπ. αρ.15249/20, διήρκησε λίγα λεπτά και δεν ασκήθηκε υπέρμετρη βία κατ’ αυτής. Μετά απ’ αυτό ο αιτητής, αφού απολογήθηκε σ’ αυτή κλείδωσε το θύμα στο δωμάτιο όπου έλαβε χώρα ο βιασμός της και επανήλθε εντός λίγων λεπτών για να της μιλήσει όμως αυτή δεν αποκρινόταν. Την επόμενη μέρα ο αιτητής έστειλε στο θύμα γραπτό μήνυμα όπου απολογείτο για ότι έγινε και πως λυπάται. Κατά τη σύλληψη του ο αιτητής παραδέχτηκε σε θεληματική του κατάθεση τα όσα έγιναν και προέβη σε παραδοχή ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Στην ιατροδικαστική εξέταση του θύματος δεν εντοπίστηκαν εξωτερικές κακώσεις στο σώμα και ταυτοποιήθηκε γενετικό υλικό του αιτητή με υλικό στα εσώρουχα του θύματος. Το αδίκημα αυτό διαπράχθηκε στις 12/10/20, περί τους 8 μήνες αφότου ο αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας.

Στην απουσία άλλων στοιχείων και δεδομένων σχετικά με τον αιτητή, το ερώτημα που εν προκειμένω τίθεται είναι κατά πόσο, εκ της διάπραξης και μόνο του ως άνω αδικήματος, για το οποίο καταδικάστηκε και εξέτισε την επιβληθείσα ποινή, μπορεί να συναχθεί ότι αυτός παραμένει σήμερα πραγματική και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.

Είναι βεβαίως δεδομένο ότι το αδίκημα που διέπραξε είναι αναμφισβήτητα ιδιαιτέρως εκ της φύσεως του και μόνης σοβαρό. Ενδεικτική δε της σοβαρότητας του είναι και η εκ του νόμου (αρ.144 του ΚΕΦ.154) μέγιστη προβλεπόμενη ποινή, που είναι η φυλάκιση δια βίου και ο χαρακτηρισμός του ως κακουργήματος, πράγμα που συνεπάγεται (βλ. αρ.2 του ΚΕΦ.154) ελάχιστη ποινή 3 ετών, ακόμη και επί λευκού ποινικού μητρώου. Εδώ ο αιτητής καταδικάσθηκε σε 4 έτη φυλάκισης, λαμβανομένων υπόψη και των ελαφρυντικών που του αποδόθηκαν, ως αναφέρονται στα ερ.196-197 και καταγράφονται επιγραμματικά πιο πάνω, ήτοι της μη άσκησης υπέρμετρης βίας, άμεσης παραδοχής και απολογίας προς το θύμα και του λευκού ποινικού μητρώου του αιτητή.

Δεν μου διαφεύγει βεβαίως ότι η καταδίκη και μόνη για αδίκημα, ακόμα και σοβαρό, δεν είναι αρκετή για την ενεργοποίηση των προνοιών του επίδικου άρθρου. Όμως, παρά τα λιγοστά στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, θεωρώ πως πληρούνται οι προϋποθέσεις του αρ.9Στ (2) (Ε), το οποίο αποτελεί τη βάση του επίδικου διατάγματος.

Εξηγώ.

Παρά το ότι το αδίκημα έλαβε χώρα προ 4 ετών και δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία για την έκτοτε ή προηγούμενη συμπεριφορά του αιτητή, έχει δε εκτίσει την ποινή που επιβλήθηκε, εντούτοις, ο λίγος χρόνος που διέρρευσε από την έλευση του αιτητή στη Δημοκρατία μέχρι τη διάπραξη του βιασμού αλλά και η μετά τη διάπραξη ετοιμότητα του να προβεί σε πράξεις περιορισμού της ελευθερίας του θύματος (προφανώς με σκοπό την απόκρυψη του αδικήματος το οποίο είχε τελέσεις) είναι αρκετά θεωρώ για να καταδείξουν ετοιμότητα του αιτητή να διαπράξει τέτοιο σοβαρό αδίκημα. Τούτη δε η διαπίστωση θεωρώ πως ουδόλως διαφοροποιείται από το γεγονός ότι είναι το μοναδικό αδίκημα που διέπραξε ο αιτητής, ο οποίος εξάλλου βρισκόταν και βρίσκεται έκτοτε υπό κράτηση, αφενός δυνάμει καταδίκης και αφετέρου δυνάμει του επίδικου διατάγματος. Ομοίως δεν μπορεί να επενεργήσει εις όφελος του αιτητή η άμεση παραδοχή του αδικήματος,  η απολογία του στο θύμα και οι λοιπές περιστάσεις διάπραξης. Τούτα βεβαίως έχουν τη σημασία που τους αποδόθηκε στα πλαίσια της ποινικής διαδικασίας αλλά δεν αναιρούν την επί του παρόντος εκτιμώμενη επικινδυνότητα του αιτητή προς τη δημόσια τάξη. Το δε αρκούντως σοβαρό της απειλής που αυτός συνιστά κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας προκύπτει βεβαίως από τη σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε και τις επιπτώσεις που αυτό έχει κατά των θυμάτων τέτοιων αδικημάτων και του κοινωνικού συνόλου εν γένει, καθώς δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι τέτοια αδικήματα διασαλεύουν τη κοινωνική ειρήνη και στιγματίζουν, συχνά δια βίου, τα θύματα τους, με ανυπολόγιστες συνέπειες στον ψυχισμό αυτών και τη μετέπειτα ζωή τους.

Είναι κατάληξη μου ότι «από την ατομική του συμπεριφορά», ως ανωτέρω καταγράφεται, «προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας» (βλ. JN, ανωτέρω), καθότι εκ των ως άνω δεικνύεται επαρκώς ότι «η συμπεριφορά [του αιτητή] και μόνον κατά το παρελθόν […] πληροί τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου» (βλ. C-8/22, ανωτέρω). Οιαδήποτε άλλη προσέγγιση της νομολογίας θα καθιστούσε εκ των πραγμάτων ανεφάρμοστη την επίδικη διάταξη. Η απαίτηση για «πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας» δεν μπορεί βεβαίως να εδράζεται σε αναντίλεκτα στοιχεία και ενέχει εκ των πραγμάτων εκτιμήσεις στη βάση των ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχείων σε συνάρτηση πάντοτε με την αναλογικότητα του μέτρου, ως κατωτέρω θα εξηγηθεί.

Ενόψει των ως άνω διαπιστώσεων προχωρώ σε εξέταση του κατά πόσον μπορούν να εφαρμοστούν εναλλακτικά της κράτησης.

Η απουσία εν προκειμένω δεσμών του αιτητή με τη Δημοκρατία, η απόρριψη της αιτήσεως διεθνούς προστασίας αλλά και το υπαρκτό του κινδύνου επανάληψης όμοιων αδικημάτων, πράγμα που εμπεριέχεται εξ ορισμού στην ως άνω κατάληξη μου ότι ο αιτητής συνιστά πραγματική, αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, είναι καθοριστική στην στάθμιση του καταλληλότερου υπό τις περιστάσεις μέτρου. Εν προκειμένω η επιλογή του επαχθέστερου μέτρου της κράτησης απολήγει να είναι η καταλληλότερη υπό τις περιστάσεις για την επίτευξη του επιδιωκόμενου εξ αυτής σκοπού – εδώ η προστασία της δημόσιας τάξης - στη βάση της αρχής της αναλογικότητας και συνεπώς η μόνη ενδεδειγμένη και απολύτως αναγκαία, στη βάση της αρχής της αναγκαιότητας. Αυτό γιατί, δεδομένου ότι ο σκοπός του επίδικου διατάγματος είναι η αποτροπή του αιτητή από τη τέλεση όμοιων αδικημάτων μ’ αυτό που ήδη διέπραξε και με αυτό τον τρόπο η προστασία της δημόσιας τάξης, αυτός δεν μπορεί να διασφαλιστεί αποτελεσματικά με κανένα άλλο τρόπο θεωρώ παρά τη κράτηση του. Καταδεικνύεται λοιπόν περαιτέρω ότι «ο κίνδυνος που [αντιπροσωπεύει ο αιτητής] […] για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα [του αιτητή] στην ελευθερία.» (βλ. JN, ανωτέρω).

Θα πρέπει εδώ να τονιστεί ότι η κράτηση του δυνάμει του επίδικου άρθρου δεν αφορά τον εκ νέου κολασμό του αιτητή για αδίκημα για το οποίο εξέτισε δεόντως την ποινή του αλλά διοικητικό μέτρο για προστασία της δημόσιας τάξης το οποίο δεν είναι στο διηνεκές και του οποίου η διάρκεια ελέγχεται στα πλαίσια αιτήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος Habeas Corpus [βλ. αρ.9ΣΤ (7) (α) (i) του Νόμου]. Συνεπώς οι διαδικασίες για την τελική κατάληξη επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας θα πρέπει να κινηθούν με τη δέουσα σπουδή. Σημειώνω επί τούτου ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας έχει ήδη από τις 23/02/24 απορριφθεί.

Εκ του αποτελέσματος της ανωτέρω στάθμισης προκύπτει περαιτέρω ότι η κράτηση του αιτητή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αντίκειται στο αρ.5 της ΕΣΔΑ προστατευμένο δικαίωμα του αιτητή στην ελευθερία, αφού, από τη στιγμή που κρίνεται ότι η κράτηση του είναι αναγκαία και αναλογική ως προς τον  επιδιωκόμενο δια της κράτησης σκοπό – και εφόσον τα κριτήρια που θέτει το επίδικο άρθρο του Νόμου πληρούνται - δεν μπορεί βεβαίως να θεωρείται αυθαίρετη (βλ. απόφαση του ΕΔΑΔ S.K. v. Russia, αρ.52722/15, ημ.14/12/17, παρ.111 καθώς και απόφαση του ΔΕΕ C-18/16 K. v Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημ.14/09/17).

Υπό το φως των όσων έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και το προσβαλλόμενο διάταγμα επικυρώνεται. Δεδομένων των πλημμελειών που έχουν εντοπιστεί στο επίδικο διάταγμα, ήτοι τη μη λεπτομερή αναγραφή επί του σώματος του της πλήρους αιτιολογίας αυτού, θεωρώ ορθό υπό τις περιστάσεις να μην αποδοθούν έξοδα στους επιτυχόντες καθ’ ων η αίτηση.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο