ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 6592/22

 

02 Απριλίου, 2024

 

[ Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

           M.D.

Αιτήτρια

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Η Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Ιωάννα Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η Αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 05/11/2021, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 04/10/2022 και με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για παροχή διεθνούς προστασίας. 

Γεγονότα

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου (εφεξής αναφερόμενος ως «Δ.Φ.» ή «διοικητικός φάκελος»), τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Η Αιτήτρια είναι ενήλικας, υπήκοος του Καμερούν και εισήλθε παράτυπα στη Δημοκρατία. Στις 01/08/2019 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας και την ίδια μέρα παρέλαβε τη σχετική βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας. Στις 16/08/2019 γεννήθηκε ο γιος της Αιτήτριας στη Δημοκρατία. (Ερ. 18 Δ.Φ.) Στις 05/08/2020 η Αιτήτρια τέλεσε γάμο με ομοεθνή της Αιτητή στο Δήμο Στροβόλου στη Λευκωσία της Κύπρου (Ερ. 32 Δ.Φ). Στις 08/10/2021, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδιο λειτουργό της της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου (εφεξής "EΑSO" και νυν EUAA). Στις 26/10/2021, αρμόδιος λειτουργός της EASO ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη της Αιτήτριας. Στις 05/11/2021, εξουσιοδοτημένος λειτουργός από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας. Στις 24/11/2021, η Υπηρεσία Ασύλου, εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 04/10/2022. Εναντίον της εν λόγω απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

Η Αιτήτρια, δεν υποδεικνύει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας οποιαδήποτε πλημμέλεια της επίδικης απόφασης. Το μόνο που αναφέρεται χειρόγραφα είναι ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της διότι αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής και δεν επιθυμεί να επιστρέψει. Στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευση της Αιτήτριας δεν καταγράφεται οποιαδήποτε ανάλυση νομικών λόγων αλλά γίνεται συνοπτική αναφορά των γεγονότων στη βάση των οποίων οδηγήθηκε να εγκαταλείψει την χώρα της, ήτοι τις αντίξοες συνθήκες διαβίωσης στη χώρα καταγωγής, την κακοποίησή της από μέλη της οικογένειάς της και εξαιτίας ενός εθιμικού εγκλήματος από το θείο της από την πλευρά του πατέρα της.

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση με τη δική της γραπτή αγόρευση αντέκρουσε τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και υποστήριξε τη νομιμότητα και την ορθότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου. Οι  Καθ' ων η Αίτηση ισχυρίζονται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες αυτοί περιβάλλονται, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα αφού αξιολογήθηκαν και λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη. Επισημαίνουν ότι η Αιτήτρια για πρώτη φορά με τη γραπτή της αγόρευση προβάλει τον ισχυρισμό ότι ξυλοκοπήθηκε από μέλη της οικογένειάς της με σκοπό να καταχραστεί τη διαδικασία και να παραμείνει στην Κύπρο επικαλούμενη τον ανυπόστατο- όπως τον χαρακτηρίζουν- ισχυρισμό. Θέση των Καθ' ων η Αίτηση είναι ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που υπέχει και δεν απέδειξε ότι στο πρόσωπό της συντρέχουν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που να δικαιολογούν φόβο δίωξης σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Παράλληλα υποστηρίζουν ότι πρόκειται για οικονομική μετανάστρια και εισηγούνται την απόρριψη της προσφυγής της Αιτήτριας.

Κατάληξη

Ως έχω ήδη παρατηρήσει και ανωτέρω, κανένας συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν προβάλλεται αλλά ούτε και αιτιολογείται από την Αιτήτρια στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας. Δεδομένου ωστόσο του γεγονότος ότι η Αιτήτρια εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτοπροσώπως, ο  Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 την απαλλάσσει από την υποχρέωση καθορισμού των νομικών σημείων, εφόσον δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο.

Κάτι ανάλογο δεν προβλέπεται εν τούτοις αναφορικά με την υποχρέωση για συμμόρφωση με την πρόνοια του Κανονισμού 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού, ο οποίος αναφέρεται στην δομή, στο περιεχόμενο και στην καταχώριση της αίτησης ακυρώσεως, καθώς είναι η Αιτήτρια που έχει ιδιάζουσα γνώση τόσο των περιστατικών της υπόθεσής της  όσο και των λόγων για τους οποίους η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση τη θίγει. Δεν θα ήταν άλλωστε παραδεκτό για το Δικαστήριο να παρέμβει στην ανίχνευση του παραπόνου του προσφεύγοντος, προσδιορίζοντας και το επίδικο θέμα της δίκης[1].

Συνεπώς η Αιτήτρια δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση, τουλάχιστον με την γραπτή της αγόρευση, να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και να συγκεκριμενοποιήσει γιατί η επίδικη πράξη είναι λανθασμένη καθώς και γιατί αυτή θα πρέπει να ανατραπεί, της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου[2].

Δεδομένων των ως άνω, ενόψει της μη συμπερίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως, αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν αίτησης η οποία υποβλήθηκε στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [αρθ. 11(3)(β)(α) του Νόμου 73(I)/2018] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητάς της την προσβαλλόμενη απόφαση, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που διέπουν την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου.

Είναι, λοιπόν, χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η Αιτήτρια σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε εντός των αρμοδιοτήτων του, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία.

Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, όπως προκύπτουν από το περιεχόμενο του διοικητικού της φακέλου, η Αιτήτρια είναι ενήλικας από το Καμερούν. Κατά την υποβολή του αιτήματός της για διεθνή προστασία, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της διότι ήθελε να ακολουθήσει τον πατέρα του παιδιού της ο οποίος της είχε υποσχεθεί να την πάρει μαζί του στην Ελλάδα όπου διαμένει. Η Κύπρος τη δεδομένη στιγμή υπήρξε η χώρα διέλευσης. Η Αιτήτρια δεν έχει πλέον σχέση με τον άνδρα αυτόν.

Την 16/08/2019 η Αιτήτρια απέκτησε τον γιο της και την ίδια ημέρα υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας (ερ.22) εκ μέρους του και για λογαριασμό του. Στο ανήλικο τέκνο της Αιτήτριας δεν διεξήχθη συνέντευξη η σχετική όμως Έκθεση/Εισήγηση της 26/10/2021 αποτελεί αξιολόγηση και της αίτησης για παροχή διεθνούς προστασίας του ανήλικου τέκνου της Αιτήτριας.   

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε στο Mouanko της επαρχίας Sanaga-Maritime της Littoral. Κατόπιν διέμενε μαζί με την οικογένειά της στη Logbaba της Douala μέχρι την ηλικία των δεκαέξι και εν συνεχεία στο Ndoj passi Logmayangui της Douala όπου διέμενε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής. Είναι Bakoko εθνοτικής καταγωγής, χριστιανή καθολική στο θρήσκευμα. Είναι απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και εργάστηκε ως σερβιτόρα σε δύο εστιατόρια στην Douala επί δύο χρόνια έπειτα από τη γέννηση του πρώτου της παιδιού. Είναι έγγαμη από το 2020 και έχει αποκτήσει δύο παιδιά το ένα εκ των οποίων με τον νυν σύζυγό της και το άλλο από προηγούμενη σχέση της στο Καμερούν. Το πρώτο της παιδί βρίσκεται στο Καμερούν μαζί με τους γονείς του συζύγου της. Στη Douala του Καμερούν επίσης βρίσκονται οι γονείς οι δύο αδελφοί της και η αδελφή της.

Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της με τη βοήθεια του άνδρα με τον οποίο απέκτησε το δεύτερο παιδί της έχοντας ως τελικό προορισμό την Ελλάδα. Συγγενής του άνδρα αυτού της παρείχε φιλοξενία επί περίπου έξι μήνες όταν έφτασε στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και πριν εισέλθει τη Δημοκρατία την 28/07/2019.

Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια ανέφερε ότι έφυγε προκειμένου να βοηθήσει τους γονείς της οικονομικά και επιθυμούσε να ακολουθήσει τον πατέρα του παιδιού της. Εξαιτίας της παράλυσης του πατέρα της, η μητέρα της είναι η μόνη η οποία εργάζεται και στηρίζει οικονομικά την οικογένεια και τα χρήματα τα οποία λαμβάνει δεν αρκούν. Η οικογένεια εξάλλου είχε χάσει το σπίτι το οποίο διέμενε εξαιτίας της εγκατάστασης μίας εταιρίας καυσίμου στην περιοχή η οποία εκδίωξε κι άλλες οικογένειες. Η υπόθεση αυτή εκκρεμούσε στα δικαστήρια κατά την ημερομηνία της συνέντευξης της Αιτήτριας. Αιτήθηκε άσυλο από τη Δημοκρατία προκειμένου να έχει ένα καλύτερο μέλλον εκείνη, ο γιος της και η πατρική της οικογένεια (37 2χ).

Σε περίπτωση επιστροφής της θα αντιμετωπίσει τις ίδιες δύσκολες συνθήκες ζωής που αντιμετώπιζε και πριν καθώς τίποτα δεν έχει αλλάξει.

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε και εξέτασε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός αφορά τον ισχυρισμό ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας λόγων οικονομικής φύσεως.

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός, που αφορούσε μεταξύ άλλων, την εθνοτική καταγωγή, την εκπαίδευση, τον τόπο διαμονής της μέχρι την ηλικία των 16 ετών, Logbaba και τον τελευταίο τόπο συνήθους διαμονής της μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής, Ndoj-passi Lomayangui ο λειτουργός έκρινε ότι πρέπει να γίνει αποδεκτός καθώς η Αιτήτρια υπήρξε σαφής, λεπτομερής και συνεκτική ενώ οι περιοχές και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα στα οποία αναφέρθηκε εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και χαρτογράφησης.

Όσον αφορά το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της αιτήτριας υπήρξαν συνεκτικές και λεπτομερείς ενώ οι εξωτερικές πηγές πληροφόρησης οι οποίες παρέθεσε αναφέρονται στις κοινωνικό-οικονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι πολίτες του Καμερούν εξαιτίας της φτώχειας, της ανεργίας και της χαμηλής ανάπτυξης.  Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός έγινε δεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος.

Στα πλαίσια των ισχυρισμών που έγιναν δεκτοί, ο λειτουργός αξιολόγησε τον κίνδυνο τον οποίον ενδέχεται να αντιμετωπίσει η αιτήτρια άμα τη επιστροφή της στο Καμερούν. Ο λειτουργός κατέληξε ότι κανένα από τα στοιχεία του προφίλ της Αιτήτριας δεν αποτελεί λόγο επίτασης του κινδύνου που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια άμα τη επιστροφή της στη χώρα καταγωγής. Παραθέτοντας πληροφορίες  για τη χώρα καταγωγής σχετικά με την κοινωνικό-οικονομική κατάσταση, την εγκληματικότητα αλλά και τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, τα επιδόματα και τα έργα υποδομών τα οποία αναπτύσσονται στο Καμερούν σε συνδυασμό με το υποστηρικτικό δίκτυο το οποίο διαθέτει η αιτήτρια, ο λειτουργός καταλήγει ότι ο φόβος της σχετικά με τις δυσκολίες διαβίωσης που θα αντιμετωπίσει εκείνη και το ανήλικο τέκνο της δεν κρίνεται ως βάσιμος και δικαιολογημένος.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο λειτουργός διακρίνει μεταξύ οικονομικού μετανάστη και πρόσφυγα και επισημαίνει ότι από τις δηλώσεις της Αιτήτριας δεν προκύπτει σύνδεση της δεινής οικονομικής συνθήκης που αντιμετώπιζε στο Καμερούν με κάποιο προσωπικό χαρακτηριστικό της, ούτε με κάποιον από τους περιοριστικά αναφερόμενους λόγους  στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου και συνεπώς δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας αλλά ούτε και να υπαχθεί στις διατάξεις περί χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας.

Κατά την ακρόαση της ήτοι στις  30ης Νοεμβρίου 2022 η Αιτήτρια επιβεβαίωσε ότι οι λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής ήταν οικονομικοί.

Με τη γραπτή της αγόρευση η Αιτήτρια για πρώτη φορά έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου νέους καινοφανείς ισχυρισμούς πιο συγκεκριμένα το ζήτημα της κακοποίησής της από μέλη της οικογενείας της ενώ ανέφερε επίσης ότι υπήρξε θύμα εθιμικού εγκλήματος, περιστατικό καθοριστικό για να λάβει την απόφαση να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής. Ερωτώμενη από το Δικαστήριο σχετικά με τα όσα ισχυρίστηκε στη γραπτή της αγόρευση κατά την επ’ ακροατηρίω διαδικασία της 27/03/2023, ανέφερε ότι ο αδελφός της μητέρας της την κακοποιούσε. Μετά την επισήμανση από το Δικαστήριο ότι είχε αναφέρει ότι η κακοποίηση γινόταν από τον αδελφό του πατέρα της, η Αιτήτρια απάντησε ότι η σεξουαλική κακοποίηση γινόταν από την οικογένεια του πατέρα της και η κακοποίηση από την πλευρά της της οικογένειας της μητέρας της. Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε ότι οι βιασμοί έλαβαν χώρα στη Douala από όταν ήταν στο Δημοτικό και τελείωσαν όταν ο πατέρας της έμεινε παράλυτος, όταν εκείνη έγινε 18 ετών. Προσέθεσε ακόμη ότι ένα χρόνο πριν να φύγει από το Καμερούν ο αδελφός του πατέρα της ο οποίος ανήκε σε άγνωστη σε εκείνη αίρεση, άσκησε μαγεία πάνω της και την έκανε να χάνει αίμα. Δήλωσε ωστόσο ότι σε περίπτωση επιστροφής της φοβάται ότι δεν θα μπορεί να βοηθήσει την οικογένειά της.  Κατά την ακροαματική διαδικασία στης 27/09/2023 η Αιτήτρια ανέφερε ότι το πρόσωπο στο οποίο αναφερόταν ως πατέρα ήταν στην πραγματικότητα ο θετός της πατέρας. Ανέφερε επίσης ότι υπέστη ξυλοδαρμούς μέχρι την ηλικία των 18 ετών οπότε απείλησε τη μητέρα της ότι θα κατήγγειλε τον πατριό της στις Αρχές σε περίπτωση που επαναλαμβανόταν η κακοποίησή της. Σε ό,τι αφορά την ασθένεια που της προκάλεσε ο θείος της ανέφερε ότι ήταν άρρωστη επί ένα έτος αλλά δεν γνωρίζει το λόγο για τον οποίο ο θείος της θα είχε κίνητρο να της προκαλέσει την ασθένεια αυτή. Αναφορικά με το φόβο της σε περίπτωση επιστροφής  στη χώρα καταγωγής της ανέφερε ότι φοβάται ότι τόσο εκείνη όσο και τα ανήλικα τέκνα της θα έρθουν αντιμέτωποι με οικονομικά και μυστικιστικά θέματα. 

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ' αυτόν, οι οψιγενείς ισχυρισμοί οι οποίοι προβλήθηκαν με τη γραπτή αγόρευση και κατά την προφορική εξέταση της Αιτήτριας κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, σχετικά με τη σεξουαλική και σωματική κακοποίηση που έχει υποστεί από συγγενείς της αλλά και  ότι έπεσε θύμα μαγείας από το θείο της, παρατηρώ ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί προβάλλονται με γενικότητα και ασάφεια, χωρίς να αναλύονται πόσο μάλλον να τεκμηριώνονται. Καταρχάς επισημαίνεται ότι πέραν του μη λεπτομερούς και γενικόλογου τρόπο με τον οποίο τέθηκαν τα ζητήματα της κακοποίησής της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι τα περιστατικά  αυτά έλαβαν χώρα στη Douala από την ηλικία του Δημοτικού  μέχρι την ηλικία των 18 ετών αν και μέχρι την ηλικία των δεκαέξι ετών είχε δηλώσει ότι διέμενε στο Mouanko. Πέραν τούτου, σε ό,τι αφορά τα πρόσωπα τα οποία συμμετείχαν στην κακοποίησή της όσο και το είδος της κακοποίησης το οποίο υπόκειτο παρουσιάζεται κατά τρόπο συγκεχυμένο, αόριστο και γενικόλογο. Οι δράστες της κακοποίησης αναφέρονται αφηρημένα και γενικόλογα ως συγγενείς της από την πλευρά της μητέρας ή του πατέρα της οι οποίοι προβαίνουν σε εγκλήματα τα οποία δεν συγκεκριμενοποιούνται. Σημειώνετε ότι κατά την ελεύθερη αφήγηση της κατά την διάρκεια της συνέντευξης της η Αιτήτρια δεν ανέφερε οτιδήποτε από τα ως άνω αναφερθέν αντιθέτως επεσήμανε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της με σκοπό να βοηθήσει οικονομικά την οικογένεια της με την οποία άφησε να νοηθεί ότι διατηρούσε καλές σχέσεις και για αυτό τον λόγο ήθελε να τους βοηθήσει οικονομικά (βλ. ερυθρά 41 και 40 Δ.Φ.)

Ομοίως με γενικόλογο τρόπο παρουσιάζεται και η ασθένεια η οποία της προκλήθηκε από τον θείο της εφαρμόζοντας σε εκείνη μαγεία. Πέραν του ότι δεν αναφέρεται το είδος της ασθένειας που διαπιστώθηκε ότι αντιμετώπιζε, η Αιτήτρια δεν συνέδεσε κατά τρόπο συνεκτικό και σαφή την ασθένειά της με κάποια πράξη ή κίνητρο του θείου της να τη βλάψει ενώ δεν παρουσίασε καμία πληροφορία και λεπτομέρεια σχετικά με τη συμμετοχή του θείου της στην αίρεση για την οποία θα τη θυσίαζε. Οι γενικές μάλιστα αυτές αναφορές εάν ήθελαν ληφθούν υπόψιν θίγουν παρά ενισχύουν την αξιοπιστία της Αιτήτριας εκ της γενικότητας και της απόκλισής τους από τις αρχικές δηλώσεις της Αιτήτριας.

Τονίζεται ότι η βασική ιστορία ενός αιτούντος πρέπει να είναι συνεπής καθ' όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, ακόμη και αν ορισμένες πτυχές του απολογισμού των γεγονότων μπορεί να είναι αβέβαιοι ή «κάπως απίθανοι», υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπονομεύουν τη συνολική αξιοπιστία της αξίωσης.[3] Ωστόσο, «όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δίνουν ισχυρούς λόγους για να αμφισβητηθεί η αλήθεια των δηλώσεων ενός αιτούντος άσυλο, το άτομο πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση για τους ισχυρισμούς ανακρίβειες σε αυτές τις παρατηρήσεις».[4] Στην παρούσα υπόθεση και από τα ενώπιόν μου δεδομένα παρατηρώ ότι ο η Αιτήτρια  δεν παράσχει επαρκείς εξηγήσεις σε κύρια σημεία που άπτονται του πυρήνα του αιτήματος του πλήττοντας την εσωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών του. Γενικά, είναι λογικό να αναμένεται ότι μια αίτηση για διεθνή προστασία παρουσιάζεται επαρκώς και λεπτομερώς, τουλάχιστον όσον αφορά τα πιο σημαντικά γεγονότα του αιτήματος του. Η ανεπάρκεια λεπτομερειών συνιστά αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β)  2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «σχετικών στοιχείων».

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»»).

Σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(1)/2000), αρχικά το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ.             WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010)

Βεβαίως ο Αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωση του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Ναι μεν τα αρμόδια όργανα της Διοίκησης οφείλουν να προβούν σε ενδελεχή εξέταση των προβαλλόμενων από τον Αιτητή ουσιωδών ισχυρισμών και να αιτιολογήσουν πλήρως και ειδικώς την τυχόν απορριπτική του αιτήματος απόφαση τους, όμως στην περίπτωση που δεν έχουν προβληθεί κατά τη διαδικασία ουσιώδεις, ισχυρισμοί, αλλά γενικοί, αόριστοι ή προδήλως αβάσιμοι ισχυρισμοί ή έχει γίνει μεν επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία, ωστόσο, δεν στοιχειοθετούν λόγους υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης, δεν απαιτείται ειδικότερη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος παροχής ασύλου.

Συναφώς επισημαίνεται ότι  ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[5] , όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/ης, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η[6]. Εν προκειμένω κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Συνεπώς οι εν λόγω ως άνω ισχυρισμοί της Αιτήτριας όπως διατυπώνονται δια μέσου της γραπτής αγόρευσης της αλλά και επί των όσων ανέφερε επ’ ακροατηρίω απορρίπτονται στο σύνολο τους ως αβάσιμοι και ατεκμηρίωτοι.

Προχωρώντας και ασκώντας τη δικαιοδοσία που ο νόμος δίδει στο παρόν Δικαστήριο, ως δικαστήριο που εξετάζει τόσο τη νομιμότητα όσο και την ορθότητα της επίδικης απόφασης, προχωρώ στην αξιολόγηση των ουσιωδών ισχυρισμών όπως αυτοί σχηματίστηκαν από τους Καθ’ων οι αίτηση.

Όσον αφορά τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό, παρατηρώ καταρχάς ότι οι Καθ' ων η Αίτηση παρέθεσαν τις αναφορές της Αιτήτριας ως προς τα μέρη όπου είχε ζήσει μέχρι και την ημερομηνία αναχώρησής της από τη χώρα της αποφασίζοντας ότι  ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής υπήρξε ο τόπος γέννησής της Αιτήτριας, το Mouanko της Littoral. Από όσα δεδομένα έχω ενώπιον μου, κρίνω ότι η Αιτήτρια έχει αναπτύξει στενότερους δεσμούς με την Douala της επαρχίας Littoral, την πόλη όπου εξακολουθεί να ζει η πατρική οικογένειά της, η οικογένεια του συζύγου της μαζί με το πρώτο της ανήλικο τέκνο, ενώ υπήρξε και η πόλη όπου η αιτήτρια εργαζόταν πριν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της. Ο δεσμός της Αιτήτριας με την Mouanko, τόπο γέννησής της και διαμονής της μέχρι την ηλικία των 16 ετών, έχει σημασία μόνο σε περίπτωση που κριθεί ότι η κατάσταση στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας δεν επιτρέπει την επιστροφή της εκεί.

Όσον αφορά τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, περί εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής για οικονομικούς λόγους συντάσσομαι με τους Καθ’ων και επιπλέον σημειώνω ότι η Αιτήτρια ανέφερε και ένα καθοριστικό για τη φτωχοποίηση της οικογένειά της περιστατικό, εκείνο της απώλειας της οικογενειακής κατοικίας η οποία τους αφαιρέθηκε χωρίς να λάβουν κάποιου είδους αποζημίωσης εφόσον δεν κατείχαν τους τίτλους ιδιοκτησίας (ερ.40 3χ) αλλά και την παράλυση του πατέρα της αφήνοντας εναποθέτοντας το βάρος της συντήρησης της οικογένειας στους ώμους της μητέρα της Αιτήτριας.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού της Αιτήτριας από έρευνα του του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η μέση τιμή ανεργίας για το Καμερούν κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 1991 έως το 2022, ήταν 5,34 τοις εκατό με ελάχιστο 3,06 τοις εκατό το 2007 και μέγιστο 8,06 τοις εκατό το 1996. Η τελευταία τιμή από το 2022 είναι 4 τοις εκατό [7].

Εξετάζοντας τον εκπεφρασμένο φόβο της Αιτήτριας ο οποίος αφορά τις οικονομικές δυσκολίες και προκλήσεις τις οποίες θα αντιμετωπίσει αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, το Δικαστήριο εντόπισε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες  «Οι δημοσιονομικές και εξωτερικές θέσεις του Καμερούν βελτιώθηκαν το 2022 σε ένα πλαίσιο ανόδου των τιμών του πετρελαίου, αλλά η εξάρτηση της περιφερειακής οικονομίας από το πετρέλαιο και άλλες εξορυκτικές βιομηχανίες το εκθέτει στην αστάθεια των αγορών εμπορευμάτων. Τα δημοσιονομικά ισοζύγια έχουν βελτιωθεί, κινούμενοι σε πλεόνασμα κατά 3,2% του ΑΕΠ το 2022, σε σύγκριση με έλλειμμα 1,4% το προηγούμενο έτος.

Τους πρώτους έξι μήνες του 2023, ο μέσος ρυθμός πληθωρισμού των τιμών των τροφίμων στη CEMAC ήταν 9,6%. Το αυξανόμενο κόστος ζωής, ιδιαίτερα οι τιμές των τροφίμων, έχει αρνητικό αντίκτυπο στα νοικοκυριά, ιδιαίτερα στα πιο ευάλωτα. Τα επίπεδα φτώχειας παραμένουν υψηλά και σε μεγάλο βαθμό στάσιμα λόγω της ασθενούς οικονομικής ανάπτυξης, σε συνδυασμό με την ταχύτερη αύξηση του πληθυσμού.»[8]

Σύμφωνα με τον Economist Intelligence: «Η οικονομική ανάπτυξη το 2024 θα οδηγηθεί από την αύξηση της παραγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου και από την αύξηση της παραγωγής εξόρυξης, αλλά η παραγωγή πετρελαίου θα συνεχίσει να μειώνεται καθώς ωριμάζουν τα υπάρχοντα κοιτάσματα πετρελαίου. Η ανασφάλεια έχει αποτρέψει την ανάπτυξη νέων τομέων. Υπάρχει ένα πρόγραμμα του ΔΝΤ, αλλά μεσοπρόθεσμα δεν αναμένεται πρόοδος στις βαθιές μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες για την ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς.»[9]

Παρά την οικονομική ανάπτυξη σε ορισμένες περιφέρειες, η φτώχεια αυξάνεται και είναι πιο διαδεδομένη στις αγροτικές περιοχές, οι οποίες πλήττονται ιδιαίτερα από την έλλειψη θέσεων εργασίας, τη μείωση των εισοδημάτων, την κακή σχολική και υγειονομική περίθαλψη και την έλλειψη καθαρού νερού και αποχέτευσης. Η υπό-επένδυση σε δίχτυα κοινωνικής ασφάλειας και η αναποτελεσματική διαχείριση των δημοσίων οικονομικών συμβάλλουν επίσης στο υψηλό ποσοστό φτώχειας του Καμερούν. Η διεθνής μετανάστευση οφείλεται στην ανεργία (συμπεριλαμβανομένων λιγότερων κρατικών θέσεων εργασίας), τη φτώχεια, την αναζήτηση ευκαιριών εκπαίδευσης και τη διαφθορά. Οι ΗΠΑ και η Ευρώπη είναι προτιμώμενοι προορισμοί, αλλά, με αυστηρότερους περιορισμούς μετανάστευσης σε αυτές τις χώρες, οι νεαροί Καμερουνέζοι στρέφονται όλο και περισσότερο σε γειτονικές χώρες, όπως η Γκαμπόν και η Νιγηρία, η Νότια Αφρική, άλλα μέρη της Αφρικής και η Εγγύς και Άπω Ανατολή[10]

Με βάση τα όσα παρατέθηκαν ο φόβος της Αιτήτριας κρίνεται ως βάσιμος και δικαιολογημένος ωστόσο δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής της στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα, καθότι οι οικονομικοί λόγοι δεν εμπεριέχονται στους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 αλλά ούτε και μπορούσε να της παρασχεθεί καθεστώς συμπληρωματική προστασίας όπως προβλέπεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

Υπενθυμίζω προς τούτο ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί (βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα) ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Συνεπώς καταλήγω ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση της Αιτήτριας οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η  Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι αυτή δεν θα υποστεί δίωξη υπό την έννοια του άρθρου  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής. Αλλά ούτε πιθανολογείται ευλόγως ότι ο κίνδυνος του οποίου γίνεται επίκληση, δηλαδή κίνδυνος για την ζωή του προσφεύγοντος, την σωματική του ακεραιότητα, την ασφάλειά του, καθώς και το ενδεχόμενο να υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, εάν επιστρέψει στην χώρα του, είναι πραγματικός. 

Εν  κατακλείδι σημειώνεται και  σύμφωνα με την παράγραφο 62 του «Εγχειρίδιου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων»:

«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό, εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας».

Ως εκ τούτου, απομένει να εξεταστεί το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί η Αιτήτρια στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία. Ειδικότερα, άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι:

«Το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

Αναφορικά με το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δίδεται όταν ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφή στη χώρα ιθαγένειας του. Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλης σύγκρουσης ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε απόφαση του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανομένα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης κατά τη έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γ', της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ης Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε -διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά - τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν, με τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής τη Douala του Littoral. Με βάση πρόσφατη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, προκύπτει ότι το Καμερούν και πιο συγκεκριμένα η επαρχία Littoral,σύμφωνα με τα στοιχεία της ACLED, προκύπτει πως υπήρξαν 22 περιστατικά ασφαλείας που προκάλεσαν 61 θανάτους σε γαλλόφωνες περιοχές των περιοχών της Central, της Littoral και της Δυτικής περιοχής του Καμερούν μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2021 και 8 Δεκεμβρίου 2023, στα οποία εμπλέκονται αγγλόφωνες αυτονομιστικές ομάδες (κωδικοποιημένες ως «Αμπαζόνιαν Αυτονομιστές»)[11].

Δώδεκα περιστατικά με 9 νεκρούς αναφέρθηκαν στο Littoral και στις ακόλουθες τοποθεσίες: Bonaberi, Douala, Kotto, Matouke, Mbanga[12]. Σε έκθεση του UN Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (OCHA), η οποία καλύπτει το διάστημα από την 1η έως την 31η Ιανουαρίου 2023, δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά ασφαλείας στην Περιφέρεια Littoral[13].

Πέραν των όσων παρατέθηκαν σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας κατά την εξέταση του κινδύνου που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια άμα τη επιστροφή της στη χώρα καταγωγής, σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη Douala του Littoral, τόπου τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και περιοχής στην οποία αναμένεται να επιστρέψει σε περίπτωση επιστροφής της λόγω της ύπαρξης οικογενειακού υποστηρικτικού δικτύου, προκύπτει από επικαιροποιημένη έρευνα στη βάση δεδομένων του ACLED  για το διάστημα από τις 15/03/2023 έως τις 15/03/2024 καταγράφηκαν 15 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 7 απώλειες. Από αυτά τα 15 αυτά περιστατικά, 10 κωδικοποιήθηκαν ως αναταραχές και 5 ως βία κατά πολιτών Τέλος, σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πόλης Dοuala κατά το έτος 2024 εκτιμάται ότι ανέρχεται στα 1.338.082 άτομα[14].

Ο σχετικά χαμηλός αριθμός των συμβάντων -σε συνδυασμό πάντα με άλλες πηγές- συνηγορεί στο ακίνδυνο της περιοχής. Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. Η Αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.

Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω δεδομένα δε διακρίνω την ύπαρξη κατάστασης αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην Douala του Littoral, ή έστω αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης η οποία να εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε η Αιτήτρια λόγω της παρουσίας της και μόνο στο έδαφος της περιοχής αυτής να έρχεται αντιμέτωπη με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19 στοιχείο (2)(γ). Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, παρατηρώ ότι πρόκειται για μητέρα δύο ανήλικων τέκνων το ένα εκ των οποίων ζει στη Douala του littoral με τους παππούδες του χωρίς να γίνεται καμία νύξη εκ μέρους της Αιτήτριας για ενδεχόμενες δυσμενείς συνέπειες ή κίνδυνο εξαιτίας της κατάστασης ασφαλείας στην περιοχή. Εξάλλου πρόκειται για νεαρή γυναίκα, μετρίου μορφωτικού επιπέδου, με εργασιακή εμπειρία και εκτενές υποστηρικτικό δίκτυο. Σε κάθε περίπτωση, δεν έχουν εγερθεί ή αναδειχθεί ατομικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία της Αιτήτριας που να υποδηλώνουν και να δείχνουν ειδικώς ότι θα τεθεί σε κατάσταση που αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και δυνατόν να μπορούσε να αντισταθμίσει το επίπεδο αδιάκριτης βίας βάσει της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας ενώ δεν αναφέρθηκε σε κάποιο περιστατικό διακριτικής μεταχείρισης στη βάση του φύλου της ως εκ τούτου καταλήγω ότι δεν συγκεντρώνονται στο πρόσωπο της Αιτήτριας οποιαδήποτε προσωπικά χαρακτηριστικά τα οποία θα μπορούσαν να την εκθέσουν σε κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης. Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο της Αιτήτριας οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Τέλος, φρονώ ότι στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι η Αιτήτρια δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], ούτε προκύπτει ότι αυτή διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου].

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  

Συνοψίζοντας, καταλήγω ότι στην περίπτωση της Αιτήτριας δεν μπορεί να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί σε αυτήν το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της Αιτήτριας ούτε οποιοσδήποτε λόγος συντρέχει για να αναγνωρισθεί στην Αιτήτρια το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσας, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €400 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

  Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ  Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 



[1] Oικονόμου Aνδρέας ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 530 (cylaw.org)

[2] ΚΩΣΤΑΣ  ΛΑΓΟΣ vs ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ  ΕΡΓΑΣΙΑΣ  ΚΑΙ  ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ  ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (υποθ. 1484/2010, 28/09/2012, https://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=apofaseis/aad/meros_4/2012/4-201209-1484-10.htm

[3] Βλ. απόφαση ΕΔΑΔ SAID v. THE NETHERLANDS  05/07/2005 Παρ. 53.

[4] Βλ. Αποφάσεις ΕΔΑΔ, JK and Others v Sweden, 23/08/2016.  Παρ.  93;  και , RH v Sweden, 01/02/2016 Παρ.. 58

[5] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[6] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[7] The Global Economy.com, 'Cameroon: Unemployment rate', n.d., διαθέσιμο σε: https://www.theglobaleconomy.com/cameroon/unemployment_rate/

[8] The World Bank, the World Bank in Cameroon, Economic Review, Last Updated 12/03/2023, https://www.worldbank.org/en/country/cameroon/overview,

[9]Economist Intelligence, Cameroon, Summary, Last updated 14/03/2024, https://country.eiu.com/cameroon

[10] CIA, 'Cameroon',Demographic Profile, last updated 14/03/2024, διαθέσιμο σε: https://www.cia.gov/the-world-factbook/countries/cameroon/,

[11] ACLED - Armed Conflict Location & Event Data Project: Curated Data Files, Cameroon, data covering 1 January 2021 to 8 December 2022, as of 12 December 2023, https://acleddata.com/curated-data-files/,

[12] ACCORD - Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation (Author): Kamerun, 2. Quartal 2023: Kurzübersicht über Vorfälle aus dem Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 6 September 2023

https://www.ecoi.net/en/file/local/2097281/2023q2Cameroon_de.pdf,

[13] OCHA, Cameroun : Rapport de situation, 22 décembre 2023, 22.12.2023, https://reliefweb.int/report/cameroon/cameroun-rapport-de-situation-22-decembre-2023

[14] World population review, 'Population of Cities in Cameroon 2024', n.d., διαθέσιμο σε: https://worldpopulationreview.com/countries/cities/cameroon,


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο