ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.7357/22

 

29 Απριλίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Η. Ε. Τ. Α.

                                                                                                                        Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Μ. Χατζηδάκης, Δικηγόρος για τον αιτητή

Κος Ν. Ιερονυμίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία της κοινοποιήθηκε στις 09/11/22, με επιστολή ίδια ημερομηνίας, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος (Αιτητικό Α). Δια του Αιτητικού Β η αιτήτρια αιτείται την απόδοση σ’ αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, εις αντικατάσταση της προσβαλλόμενης απόφασης. Δια του Αιτητικού Γ η αιτήτρια αιτείται απόφαση του Δικαστηρίου δια της οποίας να αναγνωρίζεται ότι τυχόν επιστροφή της είναι σε παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης, κατά παράβαση των αρ.2 και 3 της ΕΣΔΑ.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 23/02/20 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 27/02/20 (ερ.1-3, 51).

Στις 03/02/22 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.27-51). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση- Εισήγηση και στις 09/09/22 απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.101-126).

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία δόθηκε διά χειρός στις 09/11/22, σε γλώσσα κατανοητή απ’ αυτήν (ερ.134-135).

Επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας η αιτήτρια ανέφερε ότι ήταν φοιτήτρια και απήχθη από τους αποσχιστές πολεμιστές δύο φορές. Την 1η φορά οι αποσχιστές ζήτησαν λύτρα από τον πατέρα της, ο οποίος αναγκάστηκε να πουλήσει μέρος της περιουσίας του για να την αφήσουν ελεύθερη και την 2η φορά δεν της άσκησαν βία επειδή η θεία της έσπευσε να εκπληρώσει τις απαιτήσεις τους και έτσι την άφησαν εκ νέου ελεύθερη. Ωστόσο, έκτοτε προσπαθούσαν να την απαγάγουν ξανά, γι’ αυτό και αποφάσισε να εγκαταλείψει την χώρα της για να είναι ασφαλής. Τέλος, ανέφερε ότι στην χώρα της δεν της επιτρέπεται να πάει σχολείο ενώ εδώ της δίνεται η ευκαιρία να συνεχίσει την εκπαίδευσή της.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης η αιτήτρια ανέφερε ότι προέρχεται από την Kumba της νοτιοδυτικής περιφέρειας του Καμερούν, όπου και διέμενε προτού φύγει από τη χώρα καταγωγής. Ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Bayange, είναι χριστιανή, έχει σπουδάσει νομική σε πανεπιστήμιο της Yaounde, μιλάει αγγλικά και γαλλικά, ωστόσο δεν εργάστηκε στην χώρα καταγωγής. Είναι αρραβωνιασμένη από τον Μάιο 2020 με Καμερουνέζο υπήκοο, αιτητή ασύλου στη Δημοκρατία, και έχουν αποκτήσει και ένα παιδί. Οι γονείς της είναι διαζευγμένοι και παραμένουν έως σήμερα στην Κumba, μαζί με τα έξι συνολικά αδέρφια της. Η οικία της μητέρας της έχει καεί ολοσχερώς από τους αποσχιστές και έχει βρει καταφύγιο σε θαμνώδεις εκτάσεις.

Ως προς τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής η αιτήτρια επιβεβαίωσε τα όσα ισχυρίστηκε κατά το στάδιο της καταγραφής περί απαγωγής της από τους αποσχιστές. Πιο αναλυτικά, προέβαλε ότι η πρώτη απαγωγή έλαβε χώρα στις 23/09/19, όταν οι Ambazonians την οδήγησαν στο δάσος και την χτύπησαν, όπου έμεινε υπό κράτηση για μια εβδομάδα, ώσπου ο πατέρας της πλήρωσε στους Ambazonians 300000 CFA για να την αφήσουν ελεύθερη. Εν συνεχεία, η δεύτερη απαγωγή έλαβε χώρα λίγες ημέρες αργότερα, στις 02/10/19, όπου και αφέθηκε ελεύθερη αυθημερόν κατόπιν πληρωμής 1000000 CFA από τη θεία της. Έκτοτε εξακολουθούσε να λαμβάνει κλήσεις και απειλές από τους Ambazonians οι οποίοι την κατηγορούσαν ότι μιλάει εναντίον τους και της ζητούσαν χρήματα για να μην την απαγάγουν ξανά.

Έπειτα, ως ισχυρίστηκε, τρεις ένοπλοι άνδρες ήρθαν στο σπίτι της, όπου έμενε με τον πατέρα της και τα τρία της αδέρφια, και αναζήτησαν τόσο αυτήν όσο και τον πατέρα της. Η αιτήτρια κρύφτηκε και τα αδέρφια της είπαν ψέματα πως έλλειπε με τον πατέρα τους από το σπίτι για να τους παραπλανήσουν και εκείνοι αφού απείλησαν ότι θα ξαναέρθουν, έφυγαν. Δύο ημέρες αργότερα, οι Ambazonians επέτρεψαν πάλι και κατηγόρησαν την αιτήτρια ότι ενημερώνει την αστυνομία και αφού ζήτησαν να δουν το κινητό της τηλέφωνο την απείλησαν ότι θα την οδηγήσουν στο δάσος. Τότε ο πατέρας της έσπευσε να τους φέρει χρήματα και τελικά έφυγαν. Έκτοτε ισχυρίζεται ότι δεν σταμάτησαν να ζητούν από τον πατέρα της χρήματα με την απειλή ότι αν δεν τους τα έδινε θα απήγαγαν την αιτήτρια ή κάποιο από τα αδέρφια της. Συνεπεία των ανωτέρω, ο πατέρας της αιτήτριας αποφάσισε ότι είναι καλύτερα η τελευταία να εγκαταλείψει οριστικά την χώρα για να είναι ασφαλής.  

Ερωτώμενη αναφορικά με την 1η απαγωγή διευκρίνισε ότι έλαβε χώρα στις 23/09/19 κατά την παραμονή της στην Kumba. Όπως εξήγησε, από το 2017 είχε φύγει από τη Yaoundé, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές της, και εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Kumba μαζί με τον πατέρα της και τα τρία από τα αδέρφια της, όπου και είχε αρχίσει να παρακολουθεί μια εκπαίδευση επαγγελματικής κατάρτισης σε κολέγιο της περιοχής. Στην διαδρομή της προς το σχολείο όπου μετέβαινε με μοτοποδήλατο, την σταμάτησαν αιφνίδια δύο ένοπλοι άντρες και την οδήγησαν με δεμένα τα μάτια στο δάσος. Ερωτηθείσα πως γνώριζε ότι επρόκειτο για μέλη των Ambazonians, απάντησε πως ήταν γνωστό πως απήγαγαν τους μαθητές για να μην πηγαίνουν στο σχολείο. Στο δάσος, κατέφθασε ο αρχηγός τους ο οποίος της είπε πως ήταν «πεισματάρα» που συνέχιζε να πηγαίνει σχολείο και προς παραδειγματισμό την χτύπησαν με ένα κλαρί στα πόδια. Στην συνέχεια, κάλεσαν τον πάτερα της για να τους φέρει 1.000.000 CFA, αλλά ο πατέρας της διέθετε μόνο 100.000 CFA. Ερωτηθείσα, πως γνώριζαν τον πατέρα της, ανέφερε ότι γνώριζαν από παλιά ότι είχε καταφύγει στην Yaoundé για σπουδές και είχαν επικοινωνήσει πολλές φορές με τον πατέρα της για να σταματήσει να πηγαίνει σχολείο, ενώ της είπαν μάλιστα ότι με την συμπεριφορά της υποτιμούσε τον αγώνα τους.

Η αιτήτρια παρέθεσε πληροφορίες για το διάστημα που κρατούνταν στο δάσος, όπως πόσα άτομα βρίσκονταν εκεί, τις δραστηριότητές τους, των χώρου και τις συνθήκες κράτησης, τη συμπεριφορά τους απέναντι της και  τη συνομιλία που είχαν με τον πατέρα της. Την 6η μέρα, τα μέλη των Ambazonians συναντήθηκαν με τον πατέρα της, ο οποίος τους πρόσφερε τελικά 300.000 CFA και τότε την ελευθέρωσαν. Μετά το περιστατικό ο πατέρας της προτίμησε να μην εμπλέξει την αστυνομία γιατί ήταν τρομαγμένος.  

Αναφορικά με τη 2η απαγωγή, η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι έλαβε χώρα στις 02/10/19, κατά την οποία η πόλη βρισκόταν σε καθεστώς «Ghost town», όταν, στον δρόμο προς την αγορά η αιτήτρια άκουσε πυροβολισμούς και μαζί με άλλους πολίτες απήχθη από τους Ambazonians με ταξί και οδηγήθηκαν στο δάσος. Εκεί τους εξήγησαν ότι δεν επιτρεπόταν να κυκλοφορούν έξω και κατόπιν κλήθηκαν να πληρώσουν.  Η αιτήτρια τηλεφώνησε στην θεία της η οποία πλήρωσε και έπειτα από λίγη ώρα η αιτήτρια αφέθηκε ελεύθερη.

Περαιτέρω, ανέφερε πως έλαβε 3 απειλητικά τηλεφωνήματα από τους Ambazonians. Τα δύο πρώτα έλαβαν χώρα το 2019, όπου της ανακοίνωσαν ότι έχουν φωτογραφία της και ότι πληροφορήθηκαν πως μιλάει εναντίον τους ενώ παράλληλα την απείλησαν πως αν δεν τους δώσει χρήματα και έχουν άτομα που την κατασκοπεύουν και θα την απαγάγουν πάλι. Εν συνεχεία, στις 10/12/19 εισέβαλαν σπίτι της αναζητώντας αυτήν και τον πατέρα της, αλλά τα αδέρφια της τους είπαν ότι έλειπαν για δουλειές εκτός σπιτιού και έφυγαν με την απειλή ότι θα ξαναέρθουν.  Την επόμενη ημέρα, οι Ambazonians επέστρεψαν και κατηγόρησαν την αιτήτρια ότι κάλεσε την αστυνομία και την απείλησαν ότι αν μπλέξει την αστυνομία θα την βρει μεγάλο πρόβλημα και αφού πήραν τα χρήματα από τον πατέρα της έφυγαν. Το τρίτο τηλεφώνημα έλαβε χώρα στις 20/12/19 όπου της είπαν ότι έχουν πληροφορίες ότι εξακολουθεί να μιλάει εναντίον τους και ζήτησαν χρήματα. 

Ερωτηθείσα για ποιόν λόγο οι Ambazonians εμμένουν να την απειλούν μετά από δυο απαγωγές, ενώ έχει σταματήσει να πηγαίνει σχολείο και μετά από τόσα χρήματα που έχουν λάβει, η αιτήτρια ισχυρίστηκε πως αυτό είναι το πρόβλημα, ότι δηλαδή δεν γνωρίζει για ποιόν λόγο εξακολουθούν να απειλούν τον πατέρα της και να του ζητάνε χρήματα ακόμα και κατά την παραμονή της στην Δημοκρατία. Μάλιστα ισχυρίστηκε ότι τον Ιούλιο 2021 εκδιώξανε τον πατέρα της από το αγρόκτημα του στο χωριό Beto και έκτοτε σταμάτησε να πηγαίνει εκεί. Ερωτηθείσα αν έχει συμβεί οτιδήποτε στα αδέρφια της, απάντησε αρνητικά, ωστόσο προέβαλε ότι θύμα έχει πέσει η ξαδέρφη της, την οποία εντόπισαν στο δρόμο και ζήτησαν χρήματα για να την αφήσουν ελεύθερη. Εξήγησε δε ότι αυτή είναι συνήθης τακτική καθώς οι Ambazonians ελέγχουν πολλούς δρόμους της και ζητάνε χρήματα από τους περαστικούς (ερ. 32, 1Χ δ.φ.).

Ερωτώμενη για την πενταετή παραμονή της στην Yaoundé, ανέφερε ότι τον Αύγουστο 2017 οι Ambazonians άρχισαν να λένε σε όλους να γυρίσουν τα χωριά τους και να σταματήσουν τις σπουδές τους και πως ήξεραν τόσο την μητέρα όσο και τον πατέρα της, τους οποίους πολλές φορές είχαν προσεγγίσει για να τους ζητήσουν να γυρίσει η αιτήτρια πίσω, «διαφορετικά θα διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο», ως ανέφερε. Αναφορικά με την μητέρα της, τόνισε πως και εκείνη έπεσε θύμα των Ambazonians το 2020 οι οποίοι της έκαψαν το σπίτι στο χωριό έπειτα από συμπλοκές με τον στρατό και έκτοτε η τελευταία ζει σε καλύβα στις θαμνώδεις εκτάσεις κοντά στο χωριό Kake,  βιοποριζόμενη από μια έκταση γης που καλλιεργεί.

Ερωτώμενη για το ενδεχόμενο εσωτερικής της μετεγκατάστασης στην Douala ή Yaounde ανέφερε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει σε γαλλόφωνες περιοχές διότι οι γαλλόφωνοι είναι προκατειλημμένοι απέναντι στους αγγλόφωνους και πιθανόν να την θεωρήσουν είτε ως μέλος των Ambazonians είτε να τη θεωρήσουν υπεύθυνη που οι οικογένειές τους έχουν σκοτωθεί στη διαμάχη με τους αγγλόφωνους. Ομοίως, θεωρεί ότι δεν έχει πιθανότητες εύρεσης εργασίας καθότι δίδεται προτεραιότητα στους γαλλόφωνους. Διευκρίνισε δε ότι ομιλεί λίγο γαλλικά καθότι οι σπουδές της διεξάγονταν με διερμηνεία τα αγγλικά.   

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα της αιτήτριας κατά τις συνεντεύξεις, σχημάτισαν τέσσερις ουσιώδεις ισχυρισμούς ως εξής:

1.    Ταυτότητα, το προφίλ και χώρα καταγωγής της αιτήτριας

2.    Η αιτήτρια απήχθη από τους αγγλόφωνους αποσχιστές το 2019

3.    Η οικογένεια της στοχοποιήθηκε από αγγλόφωνους αποσχιστές το 2019

4.    Η αιτήτρια απήχθη κατά τη διάρκεια “ghost town” το 2019 στην Kumba

Όλοι οι ως άνω ισχυρισμοί της αιτήτριας έγιναν αποδεκτοί από τους καθ’ ων η αίτηση.

Στη βάση δε των ως άνω αποδεκτών ουσιωδών ισχυρισμών οι καθ’ ων η αίτηση, κατά την υπαγωγή τους στην οικεία νομοθεσία και την εξέταση στα πλαίσια μελλοντοστραφούς ελέγχου των ενώπιον τους δεδομένων, κατόπιν έρευνας σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, έκαναν δεκτό ότι η αιτήτρια έχει βάσιμο φόβο καταδίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στον τόπο διαμονής της στην Kumba, για λόγους σχετικούς με τις αποδιδόμενες σ’ αυτήν πολιτικές πεποιθήσεις (imputed political opinion), ήτοι την αντίθεση της με το κίνημα των αποσχιστών. Φορέας των ως άνω πράξεων δίωξης, ως οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν, είναι οι δυνάμεις των αποσχιστών (Ambazonians) και κατά δε αυτής της δίωξης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχεται εκ των αρχών αποτελεσματική προστασία.

Συνεπεία των ανωτέρω οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις παροχής προσφυγικού καθεστώτος και προχώρησαν σε αξιολόγηση των ενώπιον τους στοιχείων, σε συνάρτηση με τη δυνατότητα μετεγκατάστασης της αιτήτριας και του τέκνου αυτής στην Yaounde. Στα πλαίσια αυτής της αξιολόγησης, εξετάζοντας πληροφορίες για την γενική κατάσταση ασφαλείας στην εν λόγω πόλη, λαμβανομένου υπόψη του υψηλού μορφωτικού επιπέδου της αιτήτριας, του γεγονότος ότι διέμεινε εκεί περί τα 5 έτη, όταν σπούδαζε, την γνώση της γαλλικής γλώσσας και το ότι ο πατέρας της φαίνεται εκ των ισχυρισμών της ότι έχει τη δυνατότητα να τη στηρίξει οικονομικά, κατέληξαν ότι υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη μετεγκατάσταση της εκεί, μαζί με το τέκνο της, όπου αναμένεται να έχει πρόσβαση κατά των φορέων δίωξης της, αφού δεν φαίνεται να δρουν εκεί, όπου ο στρατός έχει τον έλεγχο.

Ενόψει των ανωτέρω, δεδομένης της δυνατότητας μετεγκατάστασης της αιτήτριας στην πόλη Yaounde, η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Επί της παρούσης αιτήσεως η αιτήτρια αναφέρει διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι πλείστοι εκ των οποίων δεν προωθούνται με την γραπτή αγόρευση που ακολούθησε.

Στην γραπτή της αγόρευση της η αίτητρια αναφέρει ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα των ισχυρισμών της, οι οποίοι είναι αληθείς, δεν λήφθηκε δεόντως υπόψη το ανήλικο τέκνο της κατά την αξιολόγηση της επίδικης αίτησης και η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας. Περαιτέρω αναφέρεται ότι η επίδικη απόφαση ελήφθη αναρμοδίως από τη λειτουργό που την υπογράφει, την οποία κατονομάζει, καθώς αυτή δεν είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη να λαμβάνει αποφάσεις στη θέση του προϊσταμένου των καθ’ ων η αίτηση. Τέλος αναφέρει ότι στερήθηκε των διαδικαστικών της δικαιωμάτων, ως αυτά προνοούνται εκ του αρ.11 (8) του Περί Προσφύγων Νόμου και δεν εξετάστηκε η επίδικη αίτηση σε συνάρτηση με την πτυχή της συμπληρωματικής προστασίας.

Προτού προχωρήσω στην εξέταση του σχετικού ισχυρισμού θεωρώ ότι προέχει να προσδιοριστεί που εντοπίζεται το πρακτικό της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ώστε να εξεταστεί αν τούτη λήφθηκε από αρμόδιο ή μη όργανο.

Από το περιεχόμενο του φακέλου είναι σαφές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχεται στην σφραγίδα που εντοπίζεται επί της 1ης σελίδας της έκθεσης-εισήγησης (ερ.126), όπου η εισήγηση για απόρριψη της αιτήσεως, ως υποβάλλεται από τον γράφοντα την εισήγηση, εγκρίνεται και υπογράφεται από τον εγκρίνοντα λειτουργό, ο οποίος είναι και το άτομο που εν τέλει έλαβε την επίδικη απόφαση στις 09/09/22.

Το ερ.128 του φακέλου που κατατέθηκε δεόντως στα πλαίσια της παρούσας συνίσταται σε εξουσιοδότηση ημ.09/06/22 όπου ο τότε Υπουργός εξουσιοδοτεί τον εγκρίνοντα την έκθεση να ασκεί της εξουσίες του Προϊσταμένου που αφορούν, μεταξύ άλλων, την έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του αρ.2 του περί Προσφύγων Νόμου. Η εν λόγω εξουσιοδότηση φέρει την υπογραφή του τότε Υπουργού.

Στο αρ.2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, αναφέρεται ότι «“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργό ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας· […] "Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·[…..] "Υπουργός" σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·».

Με δεδομένο ότι προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), καταλήγω ότι η σχετική εξουσιοδότηση προς τον εγκρίνοντα την σχετική εισήγηση και δια τούτο, ως ανωτέρω εξηγείται, λαμβάνοντα την προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι έγκυρη.

Εδώ λοιπόν το αποφασίζον όργανο εξέδωσε δεόντως διακριτή απόφαση και τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το λεκτικό της εν λόγω απόφασης συνίσταται στην έγκριση της σχετικής έκθεσης-εισήγησης στο σύνολο της.

Σχετικά, στη Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας κ.ά. v. Mobil Oil (Cyprus) Ltd κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ. 294, λέχθηκε ότι «[το] γεγονός ότι ο Υπουργός απλώς ανέφερε ότι συμφωνεί με την εισήγηση του λειτουργού δεν σημαίνει ότι δεν ασχολήθηκε με την επίλυση του θέματος ούτε και αποτελεί  άρνηση άσκησης της εξουσίας που του παρέχει ο Νόμος.» Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.6447/2013, Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, ημ.30/09/15, με αναφορά στην σχετική επί του ζητήματος νομολογία, λέχθηκε ότι «Η σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης. Αντίθετα, ενσωματώνει ολόκληρη την έκθεση τους λειτουργού, την οποία υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία, ή, διαφοροποίηση Η απλή συμφωνία δεν εξυπακούει ότι ο Υπουργός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση τρίτου, (Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, ECLI:CY:AD:2014:D151, υποθ. αρ. 718/2012, ECLI:CY:AD:2014:D151, ημερ. 26.2.2014). Στο πλαίσιο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο αιτητής.».

Άλλωστε, στο αρ.17 (8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) προνοείται ότι «[δεν] συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»

Εδώ ο εξουσιοδοτημένος προς τούτο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθετώντας στο σύνολο της, ως δύναται να πράξει, και εγκρίνοντας σχετική εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, εξάσκησε θεωρώ δεόντως την σχετική εξουσία που του δίδει ο Νόμος και η σχετική εξουσιοδότηση του Υπουργού να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊσταμένου και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.

Με την επιστολή ημ.09/11/22 (ερ.135) κοινοποιείται στην αιτήτρια η επίδικη απόφαση. Το ότι δε τούτη υπογράφεται «για προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου» από την υπογράφουσα την επιστολή λειτουργό δεν επηρεάζει την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης καθώς η επιστολή αυτή δεν αποτελεί παρά επιστολή κοινοποίησης της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, η οποία λήφθηκε ως ανωτέρω περιγράφεται και απολύτως νόμιμα υπογράφεται για τον προϊστάμενο από λειτουργό των καθ’ ων η αίτηση.

Σχετικά είναι και όσα αναφέρονται στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, υπ. αρ.6447/2013, ημ.30.9.2015, όπου, με αναφορά σε σχετική νομολογία, αναφέρθηκε ότι «[ό]πως λέχθηκε και στην Εμμανουήλ ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 29, όπου απερρίφθη παρόμοιο επιχείρημα, η ένθεση υπογραφής ή υπόδειξης ότι αυτή γίνεται «για», εκ μέρους δηλαδή προσώπου, δεν υποδηλώνει απεμπόληση εξουσίας.  Η άσκηση εξουσιών γίνεται από οποιονδήποτε έχει εξουσιοδότηση, η δε υπογραφή αυτού του είδους, παραπέμπει στο ουσιαστικό όργανο που έλαβε την απόφαση από το οποίο και εκπορεύεται αυτή, χωρίς να ενέχει σημασία η ταυτότητα του προσώπου που υπέγραψε τη διοικητική πράξη, αλλά η ταυτότητα του προσώπου που έλαβε την απόφαση, (Σβανάς ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576).  Σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας θεωρείται ότι η κατ΄ εξουσιοδότηση αποστολή επιστολής, και αυτό υποδηλώνει το «για», γίνεται εντός του πλαισίου της κανονικής λειτουργίας της διοίκησης, (Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ.    αρ. 13/07, ημερ. 5.5.2009 και Carlos Services Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 582/07, ημερ. 21.5.2009)

Υπέρ της ως άνω κατάληξης συνηγορούν και τα λεχθέντα στην Φάνη Α. Γεωργιάδη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2412/2006, ημ.16/07/09, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

«Από τα πιο πάνω είναι πρόδηλο ότι η εξουσία και απόφαση δεν εκχωρήθηκε από τον Διευθυντή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.  Αντίθετα ήταν και παρέμενε ο αρμόδιος φορέας εξουσίας, εξ ονόματος του οποίου και μόνο, διεκπεραιώνονταν οι διάφορες πράξεις.  Η υπογραφή «για Διευθυντή», υποδηλώνει την εκ μέρους του ιδίου του Διευθυντή αναγκαία ενέργεια εκφραζόμενη μέσω αρμοδίου λειτουργού.  Δεν νοείται λογικά να θεωρείται η έννοια του «Διευθυντή Πολεοδομίας και Οικήσεως», ως ταυτοποιημένη με το φυσικό πρόσωπο του, αλλά με το θεσμό και την εξουσία που συναρτάται με τη θέση του.  Περαιτέρω, σύμφωνα με το τεκμήριο της νομιμότητας, θεωρείται ότι κατ΄ εξουσιοδότηση έγιναν οι διάφορες ενέργειες και αποστάληκαν οι διάφορες επιστολές και σημειώματα πάντοτε εκ μέρους και εξ ονόματος του. Στην πρόσφατη απόφαση Χρυστάλλα Σ. Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 13/07, ημερ. 5.5.09, ανάλογη υπογραφή «για περιφερειακό Δασικό Λειτουργό ..» θεωρήθηκε ότι είχε ορθά εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση και ενόψει και του τεκμηρίου της κανονικότητας.»

Για τους λόγους που πιο πάνω καταγράφονται, οι ισχυρισμοί περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη δια της παρούσας απόφαση απορρίπτονται. Ας σημειωθεί ότι το άτομο που κατονομάζεται στην αγόρευση της αιτήτριας (σελ.5) ουδεμία εμπλοκή φαίνεται να είχε στην έκδοση της επίδικης απόφασης.

Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι στερήθηκε διαδικαστικών εγγυήσεων ως προνοούνται από την οικεία νομοθεσία σημειώνω ότι δεν μπορώ να εντοπίσω οιονδήποτε σημείο στην επίδικη διαδικασία εκ του οποίου να καταδεικνύεται ότι η αιτήτρια στερήθηκε των βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων ως τίθενται, μεταξύ άλλων, από αρ.11 του Νόμου, στο οποίο ο συνήγορος της αναφέρεται.

Παρότι τελικώς ουδέν συγκεκριμένο ισχυρισμό παραθέτει η αιτήτρια σε σχέση με τα ως άνω, παρά μόνο παραθέτει αυτολεξεί το αρ.11 (8) του Νόμου, αξίζει να σημειωθεί ότι, σε κάθε περίπτωση, ενόψει της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής έλεγχο τόσο των γεγονότων όσο και των νομικών ζητημάτων που την περιβάλλουν, θεωρώ ότι τούτο δεν αρκεί για να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης αφού το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να ασκήσει πρωτογενή κρίση. Συνεπώς οιοσδήποτε ισχυρισμός, ο οποίος δεν συνοδεύεται από συγκεκριμένη απώλεια κάποιου ουσιαστικού δικαιώματος εκ της ισχυριζόμενης παράλειψης την οποία η αιτήτρια επικαλείται δεν μπορεί παρά να απορριφθεί ως, σε κάθε περίπτωση, αλυσιτελής. 

Σχετική είναι η πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στην υπ. C-756/21, ECLI:EU:C:2023:523, ημ.29/06/23, όπου το Δικαστήριο, πραγματευόμενο ερωτήματος επί των δικονομικών συνεπειών της παραβάσεως του καθήκοντος συνεργασίας, κατέληξε στα εξής, στις σκέψεις 71-72:

«71. Αφετέρου, σε περίπτωση που προκύπτει εξαρχής ή σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή κατορθώσει να αποδείξει ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σε απάντηση, ενδεχομένως, στους ισχυρισμούς του αιτούντος διεθνή προστασία, ότι η απόφαση δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να είναι διαφορετική, ακόμη και αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση, δεν προκύπτει ότι υφίστανται παρεχόμενα από το δίκαιο της Ένωσης δικαιώματα των οποίων η άσκηση θα καθίστατο πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής. Πράγματι, το αιτούν δικαστήριο ασκεί το ίδιο, όπως αναφέρει, έλεγχο του βασίμου της εν λόγω αποφάσεως, οπότε, σε μια τέτοια περίπτωση, η εξαφάνιση της αποφάσεως και η αναπομπή της υποθέσεως ενώπιον του IPAT θα ενείχαν τον κίνδυνο απλής επανάληψης του ελέγχου και άσκοπης παράτασης της διαδικασίας.

72. Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι η διαπίστωση, στο πλαίσιο της ασκήσεως προβλεπόμενου από το εθνικό δίκαιο δευτεροβάθμιου δικαστικού ελέγχου, παραβάσεως της υποχρεώσεως συνεργασίας που προβλέπει η εν λόγω διάταξη δεν απαιτείται να επισύρει οπωσδήποτε, αφ’ εαυτής, την εξαφάνιση της αποφάσεως περί απορρίψεως της προσφυγής που ασκήθηκε κατά αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας, δεδομένου ότι είναι δυνατόν να απαιτηθεί από τον αιτούντα διεθνή προστασία να αποδείξει ότι η απόφαση περί απορρίψεως της προσφυγής θα μπορούσε να είναι διαφορετική, αν δεν υφίστατο η εν λόγω παράβαση.»

Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Άλλωστε, με δεδομένο ότι στα πλαίσια της παρούσης εκπροσωπείται δεόντως από δικηγόρο, αν η αιτήτρια ήθελε να προσφέρει περαιτέρω μαρτυρία και/ή στοιχεία ή να αναφέρει οτιδήποτε άλλο επιθυμούσε, το οποίο δεν έπραξε πριν συνεπεία της όποιας διαδικαστικής παράβασης ισχυρίζεται ότι υπέστη, θα μπορούσε βεβαίως να το πράξει δια σχετικού δικονομικού διαβήματος. Εντούτοις ουδέν έπραξε.

Σημειώνεται ότι η διαδικασία της συνέντευξης έγινε στην αγγλική γλώσσα, την οποία η αιτήτρια είχε δηλώσει ως γλώσσα την οποία κατανοεί (ερ.3), η δε επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας συμπληρώθηκε στην ίδια γλώσσα. Δεν μπορώ να εντοπίσω σφάλμα στη διαδικασία λαμβανομένων υπόψη της δήλωσης της αιτήτριας στο τέλος του πρακτικού όπου αναφέρει ότι έλαβε γνώση του πρακτικού και βεβαιώνει ότι τούτα καταγράφηκαν με ακρίβεια (ερ.27). Περαιτέρω, προτού αρχίσει η συνέντευξη, εξηγήθηκε στην αιτήτρια η διαδικασία που θα ακολουθηθεί και ερωτήθηκε δεόντως κατά πόσο αντιλαμβάνεται τη μετάφραση και απάντησε καταφατικά (ερ.50).

Σχετικώς, στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπ. αρ.1694/11, Noel De Silva v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α., ημ.07/02/14, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν προβλήθηκε ισχυρισμός από τον αιτητή ότι ο διερμηνέας, τον οποίο οι καθ'ων η αίτηση επέλεξαν, δεν γνώριζε τη μητρική του γλώσσα ή δεν μετέφραζε ορθώς τα όσα είχαν διαμειφθεί κατά τη συνέντευξη.

[…]

Στα συγκεκριμένα έγγραφα, ο αιτητής υπέγραψε δήλωση ότι, όλες οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται είναι αληθινές και ότι αντιλαμβάνεται το ερωτηματολόγιο και τις αντίστοιχες απαντήσεις. Στη συνέχεια βεβαιώνει, ότι έχει καταγραφεί αντικατοπτρίζει επακριβώς τη δήλωσή του. Συνεπώς το επιχείρημα αυτό δεν έχει έρεισμα».

Απομένει η εξέταση των ισχυρισμών που αφορούν την μη διενέργεια δέουσας έρευνας αλλά και το κατ’ ισχυρισμό αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης απόφασης, οι οποίοι, ως άρρηκτα συμπλεκόμενοι με την ουσία και ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης θα εξεταστούν μαζί με αυτή.

Δεδομένου ότι εν προκειμένω έγινε δεκτό το σύνολο του αφηγήματος της αιτήτριας και έγινε δεκτό ότι πληρούνται κατ’ αρχήν οι προϋποθέσεις για παροχή σ’ αυτή προσφυγικού καθεστώτος, πλην όμως η αίτηση απορρίφθηκε, καθότι θεωρήθηκε ότι είναι εφικτή η μετεγκατάσταση της (και του τέκνου της) στην Yaounde, όπου θα έχει προστασία κατά της δίωξης που υπέστη, απομένει η εξέταση της ορθότητας του τελευταίου, ήτοι του κατά πόσο υπάρχει η δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης, που αποκλείει την παροχή διεθνούς προστασίας.

Προκειμένου να γίνει δεκτό ότι υφίσταται εν προκειμένω δυνατότητα μετεγκατάστασης θα πρέπει να τεκμηριωθούν τα εξής, ως προνοείται από το αρ.12Γ (1) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000:

 «[…] σε τμήμα της χώρας ιθαγένειάς του [αιτητή]-

(i) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη  ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή

(ii) έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως η εν λόγω προστασία ορίζεται στο άρθρο 3Β,

και ο αιτητής μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί.»

Απομένει λοιπόν να εξεταστεί κατά πόσο η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση ότι είναι δυνατό να μετεγκατασταθεί η αιτήτρια και το τέκνο της στη Yaounde, η οποία οδήγησε στην απόρριψη της επίδικης αιτήσεως, είναι ορθή επί της ουσίας.

Στο εγχειρίδιο του EASO Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ), Δικαστική Ανάλυση, σελ.83 αναφέρονται τα εξής:

«Το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) απαιτεί να μην υπάρχει για τον αιτούντα βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι θα διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στο τμήμα της χώρας στο οποίο προτείνεται να παρασχεθεί εγχώρια προστασία. Η αρχική ή οποιαδήποτε νέα μορφή δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε τμήματης χώρας εμποδίζει την εφαρμογή της έννοιας της εγχώριας προστασίας [εκτός εάν υπάρχει πρόσβαση σε προστασία βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 1 στοιχείο β)]. Η ερμηνεία αυτή μπορεί να υποστηριχθεί περαιτέρω, τηρουμένων των αναλογιών, από τις διαπιστώσεις του ΔΕΕ στην υπόθεση Abdulla, η οποία αφορούσε την ερμηνεία του άρθρου 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της ΟΕΑΑ [επίσης άρθρο 11 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)] σχετικά με την παύση. Το ΔΕΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όχι μόνο δεν πρέπει να υφίστανται πλέον οι αρχικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν τον φόβο του ενδιαφερομένου ότι θα υποστεί δίωξη, αλλά «δεν [πρέπει να] υφίστανται άλλοι λόγοι που να του προκαλούν φόβο ότι θα “υποστεί δίωξη”».»

Στην σελ.88 του ίδιου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:

«Βάσει της νομολογίας του Ηνωμένου Βασιλείου (475), ο όρος «λογικά» σημαίνει ότι δεν πρέπει να είναι αδικαιολόγητα δύσκολο να αναμένεται ότι ο αιτών θα μετεγκατασταθεί. Η House of Lords (Βουλή των Λόρδων) του Ηνωμένου Βασιλείου εξέτασε διάφορα κριτήρια «λογικής προσδοκίας». Στην υπόθεση Januzi, ο λόρδος Bingham περιέγραψε την προσέγγιση ως εξής:

Ας υποθέσουμε ότι ένα πρόσωπο υφίσταται στη χώρα ιθαγένειάς του δίωξη για λόγους που προβλέπονται στη Σύμβαση. Η χώρα είναι φτωχή. Το επίπεδο κοινωνικής προστασίας είναι χαμηλό. Το επίπεδο στερήσεων και ελλείψεων είναι υψηλό. Ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι ελάχιστος. […]

Θα μπορούσε, χωρίς φόβο δίωξης, να ζήσει αλλού στη χώρα ιθαγένειάς του, αλλά θα υφίστατο εκεί όλα τα μειονεκτήματα της ζωής σε μια φτωχή και καθυστερημένη χώρα. Θα ήταν παράξενο εάν το τυχαίο γεγονός της δίωξης του παρείχε τη δυνατότητα να διαφύγει όχι μόνο από τη συγκεκριμένη δίωξη, αλλά και από τις στερήσεις που γνωρίζει η χώρα καταγωγής του. Φυσικά, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά εάν η έλλειψη σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δημιουργούσε απειλές για τη ζωή του ή τον εξέθετε σε κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας (476)

Σε σχέση με το εύλογο της μετεγκατάστασης στην συγκεκριμένη περιοχή, στην σελ.90 του ίδιου εγχειριδίου αναφέρονται τα εξής:

«Στην υπόθεση MYH, το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη τέτοιες προσωπικές περιστάσεις των αιτουσών, όπως τη χριστιανική θρησκεία, την προχωρημένη ηλικία, την κακή κατάσταση της υγείας, το γεγονός ότι ήταν γυναίκες, καθώς και τους λιγοστούς οικονομικούς και κοινωνικούς δεσμούς με την περιοχή του Κουρδιστάν, αλλά έκρινε ότι ούτε η γενική κατάσταση στην εν λόγω περιοχή ούτε οποιαδήποτε από τις προσωπικές περιστάσεις των αιτουσών υποδείκνυε την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου κακομεταχείρισης (491)

Αναφορικά με τα ως άνω εντοπίζονται οι κάτωθι πληροφορίες σχετικά με τη κατάσταση στη Yaounde, σε συνάρτηση και με τις περιστάσεις της αιτήτριας.

Σε έρευνα της Βελγικής Υπηρεσίας CGRS-CEDOCA (2020) αναφέρεται ότι πολλοί εκτοπισμένοι μετακινούνται στη γαλλόφωνη περιοχή, , αλλά ο αριθμός τους δεν είναι γνωστός επειδή δεν έχουν εγγραφεί εκεί. Δεν υπάρχει γνωστό και αξιόπιστο κρατικό σύστημα για τον εντοπισμό και την καταμέτρηση των εκτοπισμένων και το πρόβλημα της ασφάλειας παραμένει το μειονέκτημα που εμποδίζει τους εκτοπισμένους πληθυσμούς να επιστρέψουν στα σπίτια τους.[1]

Η πλειοψηφία των πιο πρόσφατων πηγών υποδεικνύει ότι υπάρχει μια ήπια συνύπαρξη μεταξύ αγγλόφωνων και γαλλόφωνων και ο εσωτερικά εκτοπισμένος αγγλόφωνος πληθυσμός στο γαλλόφωνο τμήμα δεν υφίσταται συστηματικά διάκριση από τις αρχές, πλην μαζικών συλλήψεων προς εξακρίβωση ταυτότητας.[2] Η Africa Report δημοσίευσε στις 20/04/20 ένα άρθρο αφιερωμένο στην κατάσταση των αγγλόφωνων εκτοπισμένων στην πόλη της Douala, όπου η πλειοψηφία των αγγλόφωνων εκτοπισμένων δήλωσε ότι αισθανόταν ασφαλής στην Douala.[3]

Σύμφωνα με το International Crisis Group, πολλοί άνθρωποι που ξεφεύγουν από τη βία στις αγγλόφωνες περιοχές αναζητούν καταφύγιο σε γειτονιές που ζουν αγγλόφωνοι, όπως η γειτονιά Μποναμπέρι στη Ντουάλα και η Ομπίλι στη Yaounde. Τα εκτοπισμένα άτομα που φτάνουν στη Douala και στη Yaounde έχουν γενικά καλή υποδοχή από τον πληθυσμό καθώς η συμβίωση μεταξύ Αγγλόφωνων και Γαλλόφωνων παραμένει φιλική και αδερφική, με τις αλληλεπιδράσεις να είναι κυρίως ειρηνικές, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις. Οι Αγγλόφωνοι που ζουν στη Douala και στη Yaounde δεν αντιμετωπίζουν προς το παρόν μεγάλες απειλές για την ασφάλεια από τους Γαλλόφωνους. Ωστόσο, οι άνθρωποι φοβούνται να συζητήσουν ανοιχτά την αγγλόφωνη κρίση για να αποφύγουν πιθανά αντίποινα από τον στρατό. Για τους περισσότερους Γαλλόφωνους, το πρόβλημα των Αγγλόφωνων θεωρείται ως αντανάκλαση ευρύτερων εθνικών ζητημάτων όπως ο συγκεντρωτισμός, η κακή διακυβέρνηση και το χάσμα των γενεών, όπου η ταύτιση των φυλών παίζει σημαντικότερο ρόλο από τη γλώσσα.[4]

Ωστόσο,  σε προηγούμενη έκθεση της International Crisis Group ανέφερε ότι «Μετά τις 22 Σεπτεμβρίου [2017], οι Αγγλόφωνοι που ζουν στις γαλλόφωνες περιοχές της χώρας, ιδιαίτερα στη Γιαουντέ και τη Ντουάλα, έχουν γίνει στόχος: αυθαίρετες συλλήψεις σε ταξί, έρευνες σε σπίτια χωρίς εντάλματα και μαζικές κρατήσεις Αγγλόφωνων έχουν πραγματοποιηθεί στις γειτονιές της Γιαουντέ με μεγάλες αγγλόφωνες κοινότητες όπως στο Biyem-Assi, Melen, Obili, Biscuiterie, Centre administratif και Etoug-Ebe. Πολλές από αυτές τις συλλήψεις έγιναν από αστυνομικούς και χωροφύλακες στις 30 Σεπτεμβρίου [2017]. Αρκετοί Αγγλόφωνοι έχουν αναφέρει ότι έχουν δεχτεί προσβλητικά σχόλια από Γαλλόφωνους στις αγορές και στους χώρους εργασίας τους».[5]

Ως προς την αντιμετώπιση των επιστραφέντων Αγγλόφωνων, η συλλογή πληροφοριών του Συμβουλίου για τη Μετανάστευση και τους Πρόσφυγες του Καναδά αναφέρει το 2018 ότι στη Yaounde, υποστηρίζεται ότι «αυτοί που βρίσκονται στη διασπορά είναι αυτοί που πρωτοστατούν στον πόλεμο». Ομοίως, το Αφρικανικό Κέντρο για την Εποικοδομητική Επίλυση Διαφορών (ACCORD), «μια οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών με έδρα τη Νότια Αφρική που δραστηριοποιείται σε ολόκληρη την Αφρική» σημειώνει ότι ορισμένοι κρατικοί αξιωματούχοι υποστήριξαν ότι οι διαμαρτυρίες στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν «πυροδοτήθηκαν από το εξωτερικό».[6] Σύμφωνα με το NDH-Cameroun, οι Αγγλόφωνοι Καμερουνέζοι που ζουν στο εξωτερικό και έχουν σχέση με την κρίση θα «εντοπίζονται και θα συλλαμβάνονται, όπου κι αν βρίσκονται», όπως «επίσημα» δήλωσε το Υπουργείο Διοίκησης (minisère de l'Administration ).[7] Όποιος έχει ενεργή δράση στη διασπορά κατά των αρχών του Καμερούν θα αντιμετωπίσει είτε θάνατο είτε βασανιστήρια και φυλάκιση.[8]

Άλλη έκθεση αναφέρει ότι ανεξάρτητα από την καταγωγή τους, πολίτες που έχουν ιστορικό πολιτικών δραστηριοτήτων κατά του κράτους κινδυνεύουν να συλληφθούν κατά την επιστροφή τους στη χώρα και να τεθούν υπό κράτηση. Ορισμένοι διώκονται και δικάζονται σύμφωνα με όχι πολύ διαφανείς δικαστικές διαδικασίες, άλλοι δεν δικάζονται ποτέ. Οι αγγλόφωνοι δεν στοχοποιούνται μόνο εξ’ αυτού του λόγου – μόνο όσοι είναι ύποπτοι ή άμεσα εγγεγραμμένοι στην αποσχιστική κρίση αποτελούν στόχους για τις αρχές. Προς διευκρίνιση από ποιο επίπεδο εμπλοκής ένας αγγλόφωνος θεωρείται από τις εθνικές του αρχές ότι διαδραματίζει ενεργό ρόλο στη σύγκρουση στην αγγλόφωνη ζώνη που ενδέχεται να προκαλέσει μέτρα αντιποίνων εναντίον του, ένα άτομο που παίρνει θέση υπέρ του σκοπού δεν πρέπει ανησυχεί απαραίτητα. Οι αγγλόφωνοι που διαδραματίζουν ενεργό ρόλο, ήτοι που είναι εγγεγραμμένοι σε υποστηρικτικά κινήματα, χρηματοδοτούν ή προμηθεύουν όπλα στις ένοπλες ομάδες βρίσκονται στο στόχαστρο των αρχών.[9]

Η Yaounde είναι η πρωτεύουσα του Καμερούν καθώς και η οικονομική πρωτεύουσα της χώρας με πληθυσμό περί των 3 εκατομμυρίων κατοίκων [10]. Σύμφωνα με το Υπουργείο Εσωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου (UK Home Office), σε έκθεση Δεκέμβριου 2020, αναφέρεται ότι η κατάσταση εκεί χαρακτηρίζεται ως σχετικά ασφαλής:

«Areas outside of the conflict zones in the NWSW regions and northern Cameroon are stable and offer relative security. A person returning to these areas, including the main cities of Douala and Yaoundé, will not face a real risk of being subject to a threat to their life or person and a breach of Article 15(c) QD (see Situation of Anglophones outside of the SW and NW regions). » [11]

Σε άρθρο του The Africa Report ημ.20/04/20 αναφορικά με την κατάσταση των εσωτερικά εκτοπισμένων από τις ΒΔ και ΝΔ περιοχές, αναφέρεται ότι παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, τα άτομα με τα οποία μίλησε το δίκτυο, ανέφεραν ότι σε αντίθεση με τις ΒΔ και ΝΔ περιοχές, στην Yaounde δεν φοβούνται για τη ζωή τους, αλλά αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές και βιοποριστικές δυσκολίες, ιδίως οι Αγγλόφωνοι εσωτερικά εκτοπισμένοι. [12] Συμφωνά με το ACLED, κατά το 2020 στην περιοχή Littoral σημειωθήκαν 62 περιστατικά όπου σκοτώθηκαν 7 άτομα. Μεταξύ των επηρεαζόμενων περιοχών ήταν και η Yaounde.[13] 

Δεν παραβλέπω ότι, εξαιτίας του μεγάλου ρυθμού μετεγκατάστασης πληθυσμού στην Yaounde, οι συνθήκες διαβίωσης, ειδικώς επιστρεφόντων οι οποίοι δεν έχουν δεσμούς, κοινωνικούς ή οικογενειακούς με την πόλη, χειροτερεύουν, όμως, με βάση αναφορά της Παγκόσμιας Τράπεζας, φαίνεται ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχουν οι ελάχιστες συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν σε άτομα τα οποία εγκαθίστανται στην πόλη να εξεύρουν πόρους διαβίωσης. Σχετικώς, στο σχετικά πρόσφατο Query του EASO με τίτλο Internally displaced persons (IDPs) and returnees in Douala and Yaoundé, ημ.24/08/21, αναφέρονται τα κάτωθι (σελ.3-4):

«The significant displacement of Anglophone populations has strained host communities and service delivery capacities in the neighbouring Littoral and West regions, and in the main urban centres of Douala and Yaoundé.14

[…]

In its January 2021 report, the World Bank outlined that ‘the capital, Yaoundé, offered a wider range of economic activities, but IDPs have still struggled due to a lack of financial capital and equipment. The lack of identification documents further exacerbates IDPs’ vulnerability, increasing the risk of exploitation and preventing them from accessing education and government assistance’.18. »

Άλλωστε, σύμφωνα με τον International Organization for Migration (ΙΟΜ), έχουν ήδη καταγραφεί πέραν των 233 επιτυχημένων εθελοντικών επιστροφών από άτομα τα οποία έλαβαν και βοήθεια επανένταξης κατά το 1ον εξάμηνο 2021.[14]

Η πρωτεύουσα Yaoundé είναι αεροπορικώς προσβάσιμη [15]. Μέσω του προγράμματος υποβοηθούμενης εθελοντικής επιστροφής και επανένταξης, το IOM έχει υποστηρίξει το Καμερούν στην υποδοχή περισσότερων από 400 μεταναστών και, συμπράττοντας με την Ευρωπαϊκή Ένωση για προσφορά φαρμακευτικής περίθαλψης καθώς και ψυχολογικής υποστήριξης με σκοπό την ενσωμάτωση των επιστραφέντων.[16]

Σύμφωνα με πρόσφατες αναφορές του EUAA, το κατά πόσο μόνη γυναίκα στη Yaounde μπορεί να εξασφαλίσει βιοπορισμό εξαρτάται από το μορφωτικό της επίπεδο και τους πόρους (resources) που έχει στη διάθεση της. Είναι δε πιθανόν να χρειαστούν βοήθεια από (άρρενες) μέλη της οικογένειας τους για την εξασφάλιση στέγης. Πηγές αναφέρουν ότι οι μόνες γυναίκες είναι περισσότερο ευάλωτες σε έμφυλη βία και ενδεχομένως σεξουαλική εκμετάλλευση εξαιτίας, κυρίως, της οικονομικής ευαλωτότητας τους. [17] [18]

Σχετικά με το εύλογο της μετεγκατάστασης ενδιαφέρουσα καθοδήγηση παρέχει και η απόφαση του Εφετείου του Ην. Βασιλείου, το οποίο, στην υπόθεση AS (Afghanistan) v SSHD [2019] EWCA Civ 873 [19], ημ.24/05/19, παραθέτοντας τις κατευθυντήριες οδηγίες της UNHCR, οι οποίες υιοθετήθηκαν και από τον λόρδο Bingham στην υπόθεση Januzi [20], επισημαίνει ότι επί δυνατότητας εσωτερικής μετεγκατάστασης στα πλαίσια υποθέσεων ασύλου θα πρέπει να εξετάζεται αν ο αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του, θα διάγει μία σχετικά φυσιολογική ζωή χωρίς υπέρμετρες δυσκολίες. Η εσωτερική μετεγκατάσταση εξακολουθεί να είναι εύλογη ακόμη κι αν οι συνθήκες είναι χειρότερες σε σχέση με την χώρα ασύλου.

Στην ανωτέρω απόφαση, παρ.47, αναφέρεται, σε ελεύθερη μετάφραση, ότι «Όσο σκληρό και αν ακούγεται, και παρ’ όλη την συμπάθεια που ένας αναπόφευκτα νιώθει προς αυτούς που υπέφεραν ως οι εφεσείοντες (και οι δεκάδες χιλιάδες όμοιοι τους), η Σύμβαση για τους Πρόσφυγες, όπως επιχείρησα να εξηγήσω, έχει πραγματικά σκοπό να προστατεύσει μόνο αυτούς που απειλούνται με συγκεκριμένες μορφές δίωξης. Δεν είναι γενικό ανθρωπιστικό μέτρο. […] Με δεδομένο ότι μπορούν να επιστρέψουν με ασφάλεια στη χώρα τους, μόνο απόδειξη ότι οι ζωές τους μετά την επιστροφή τους θα ήταν πολύ απλά ανυπόφορες, συγκρινόμενες ακόμα και στα προβλήματα και τις στερήσεις τόσων άλλων συμπατριωτών τους, θα μπορούσε να τους καταστήσει δικαιούχους προσφυγικού καθεστώτος.».

Εκ των ως άνω παρατιθέμενων πληροφοριών προκύπτει ότι ο αγγλόφωνος πληθυσμός που διαβιεί στη Yaounde συμβιώνει ειρηνικά, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, με τον τοπικό γαλλόφωνο πληθυσμό και υπάρχουν μάλιστα περιοχές που οι αγγλόφωνοι αποτελούν πλειοψηφία. Δεν φαίνεται να υφίστανται απειλές ή μορφές δίωξης από τις αρχές πλην όσων τάσσονται ανοικτά ή στήριξαν ή και στηρίζουν, εμπράκτως ή άλλως πως, το αποσχιστικό κίνημα. Ο αγγλόφωνος πληθυσμός ενδέχεται να αντιμετωπίσει ενίοτε υποτιμητική ή άλλης μορφής διακρίσεις από τον ντόπιο γαλλόφωνο πληθυσμό με τη μορφή φραστικών επιθέσεων ή εχθρικής συμπεριφοράς. Η διαβίωση γυναίκας μόνης στη Yaounde εξαρτάται από τους πόρους που έχει στη διάθεση της και το μορφωτικό της επίπεδο. Οι οικονομικές συνθήκες είναι γενικά άσχημες, όμως, ιδιαιτέρως στη Yaounde, φαίνεται ότι παραμένουν οι απαραίτητες συνθήκες για εξεύρεση μέσων βιοπορισμού και αξιοπρεπούς διαβίωσης, με δεδομένες τις αντιξοότητες που επιτείνονται από την μαζική αστικοποίηση της χώρας.

Εν προκειμένω, ως προκύπτει από τις περιστάσεις και το ιστορικό της αιτήτριας, αυτή έχει ζήσει κατά το παρελθόν περί τα 5 έτη στη Yaounde, διάστημα κατά το οποίο, ως η ίδια ανέφερε, δεν αντιμετώπισε κάποια δίωξη ή κακομεταχείριση, πλην υποτιμητικών σχολίων ή εκφράσεων από τον γαλλόφωνο πληθυσμό (ερ.44 – 4Χ). Ερωτώμενη δε η αιτήτρια αναφορικά με το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης της στη Yaounde, ανέφερε ότι θα μπορεί ενδεχομένως να εξεύρει εργασία όμως πιστεύει ότι είναι μικρές οι πιθανότητες και περαιτέρω φοβάται για την ασφάλεια της, λόγω της αγγλόφωνης κρίσης. Σημειώνω ότι η αιτήτρια είναι 32 ετών, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, έχει ξαναζήσει στο παρελθόν για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Yaounde, γνωρίζει τη γαλλική γλώσσα και αναμένεται ότι θα έχει την οικονομική στήριξη της οικογένειας της, με τη βοήθεια της οποίας και κατάφερε να σπουδάσει αλλά και να ελευθερωθεί από τους απαγωγείς της.

Αναφορικά με τους φόβους που εξέφρασε σχετικά με την ασφάλεια της, βάσει των ως άνω πληροφοριών, φαίνεται ότι αυτοί δεν έχουν αντικειμενικό έρεισμα, δεδομένου και του ότι η αιτήτρια όχι μόνο δεν έχει σχέση και ούτε συντάσσεται με το αποσχιστικό κίνημα, αλλά υπέστη δίωξη απ’ αυτό και είναι και ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της. Εκ των διαθέσιμων πληροφοριών φαίνεται ότι ο αγγλόφωνος πληθυσμός που δεν μετέχει ή συντάσσεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο με το κίνημα των αποσχιστών δεν υφίσταται κινδύνους κατά της ασφάλειας του, είτε από τις αρχές είτε από την τοπική κοινωνία.

Στην παρούσα λοιπόν, είναι εκ των ως άνω κατάληξη μου ότι οι καθημερινές συνθήκες διαβίωσης σε περίπτωση μετεγκατάστασης της αιτήτριας (μαζί με το ανήλικο τέκνο της) στη Yaounde δεν αναμένεται ότι θα είναι κάτω από το εύλογα αποδεκτό επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης, παρά τις όποιες οικονομικές ή άλλες δυσκολίες που θα κληθούν ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν κατά την ένταξη τους στην τοπική κοινωνία. Τούτο γιατί οι όποιες δυσκολίες αντιμετωπίσουν δεν είναι τέτοιες που θα καθιστούσαν τη ζωή τους ανυπόφορη και θα τους εξέθεταν σε κινδύνους που υπερβαίνουν τον μέσο κίνδυνο που αντιμετωπίζει ο τοπικός πληθυσμός. Ως στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.»

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, ως λέχθηκε στην απόφαση του ΔΕΕ στη C-112/20, M. A., ECLI:EU:C:2021:197, ημ.11/03/21, « […] τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού πριν εκδώσουν απόφαση περί […] ακόμη και όταν ο αποδέκτης της αποφάσεως αυτής δεν είναι ένας ανήλικος, αλλά ο πατέρας του ανηλίκου αυτού. ». Εφόσον όμως έχει ήδη κριθεί ότι η μετεγκατάσταση της αιτήτριας (γονέα), μαζί με το ανήλικο τέκνο, στη Yaounde είναι εφικτή (και δεν είναι σε παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης), η απόδοση στο βέλτιστο συμφέρον του ανηλίκου προστασίας ευρύτερης απ’ αυτό, θα σήμαινε κατ’ ουσία ότι ποτέ δεν θα μπορούσε να επιστραφεί γονέας ο οποίος έχει ανήλικο τέκνο στη Δημοκρατία, αφού είναι δεδομένο ότι οι συνθήκες στη Δημοκρατία είναι καλύτερες από τη χώρα καταγωγής. Δεν έχει άλλωστε τεθεί κάτι ενώπιον μου προς τούτη την κατεύθυνση.

Ειδικώς επί της αρχής της μη επαναπροώθησης σημειώνω τα εξής.

H έκταση και εύρος προστασίας που παρέχεται από την αρχή της μη επαναπροώθησης, ως κατοχυρώνεται από το αρ.3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, έχει πολλάκις απασχολήσει τη νομολογία του ΕΔΑΔ. Στη απόφαση του Δικαστηρίου στην M.S.S. v Belgium and Greece [GC], Application No. 30696/09, ημ.21/01/11, παρ.263, το Δικαστήριο συνδέει την παράβαση του αρ.3 της ΕΣΔΑ με την παντελή απουσία εκεί προοπτικών βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης του αιτητή, καταλήγοντας στα εξής:

«In the light of the above and in view of the obligations incumbent on the Greek authorities under the Reception Directive (see paragraph 84 above), the Court considers that the Greek authorities have not had due regard to the applicant’s vulnerability as an asylum-seeker and must be held responsible, because of their inaction, for the situation in which he has found himself for several months, living on the street, with no resources or access to sanitary facilities, and without any means of providing for his essential needs. The Court considers that the applicant has been the victim of humiliating treatment showing a lack of respect for his dignity and that this situation has, without doubt, aroused in him feelings of fear, anguish or inferiority capable of inducing desperation. It considers that such living conditions, combined with the prolonged uncertainty in which he has remained and the total lack of any prospects of his situation improving, have attained the level of severity required to fall within the scope of Article 3 of the Convention. »

Στην εν λόγω απόφαση, ως και από το ως άνω απόσπασμα προκύπτει, καθοριστικής σημασίας για την διαπιστούμενη παράβαση του αρ.3 ήταν το γεγονός ότι ο αιτητής βρισκόταν σε ξένη χώρα, χωρίς επαρκείς συνθήκες υποδοχής, χωρίς ουσιαστική πρόσβαση στην αγορά εργασίας και χωρίς πιθανότητες βελτίωσης της κατάστασης του στο άμεσα προβλέψιμο μέλλον, δεδομένης και της επί μακρόν αβεβαιότητας στην οποία βρισκόταν συνεπεία μη ολοκλήρωσης της εξέτασης της εκκρεμούσης αιτήσεως διεθνούς προστασίας που είχε υποβάλει.

Τα ως άνω δεν ισχύουν εν προκειμένω, ως λεπτομερώς εξηγείται πιο πάνω.

Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι οι καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν δεόντως και συνυπολόγισαν την ύπαρξη του ανήλικου τέκνου κατά την εξέταση του κατά πόσο είναι εφικτή εδώ η μετεγκατάσταση της αιτήτριας στη Yaounde.   

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] CGRS-CEDOCA – Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (Belgium), COI unit (Author): Cameroun; Situation sécuritaire liée au conflit anglophone, 16 October 2020 https://www.ecoi.net/en/file/local/2039864/coi_focus_cameroun._situation_securitaire_liee_au_conflit_anglophone_20201016.pdf(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/04/2024).

[2] CGVS/CGRA (Belgium), ‘COI Focus CAMEROUN CRISE ANGLOPHONE: SITUATION SECURITAIRE’ (19.11.2021), p. 25-27, 26/08/22, https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/COI_Focus_Cameroun_Crise_anglophone_situation_s%C3%A9curitaire_%2020211119.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 31/07/2023)

[3] The Africa Report, Fleeing violence in Anglophone Cameroon, life in Douala is a different hardship, 20/04/2020, https://www.theafricareport.com/26446/fleeing-violence-in-anglophone-cameroon-life-in-douala-is-a-different-hardship/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/04/2024).

[4] Όπ. Π.

[5] ICG, ‘Cameroon’s worsening Anglophone crisis calls for strong measures’, 19 October 2017 https://www.crisisgroup.org/africa/central-africa/cameroon/130-cameroon-worsening-anglophone-crisis-calls-strong-measures (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/04/2024).

[6] African Centre for the Constructive Resolution of Disputes (ACCORD). 21 July 2017. Ateki Seta Caxton. "The Anglophone Dilemma in Cameroon - The Need for Comprehensive Dialogue and Reform." Available at: http://www.accord.org.za/conflict-trends/anglophone-dilemma-cameroon/ (ημ. πρόσβασης 02/04/2024)

[7] Nouveaux droits de l'homme Cameroun (NDH-Cameroun). August 2018. La situation des anglophones au Cameroun. Sent to the Research Directorate by a representative, 9 August 2018 σε CGRS-CEDOCA – Office of the Commissioner General for Refugees and Stateless Persons (Belgium), COI unit (Author): Cameroun; Situation sécuritaire liée au conflit anglophone, 16 October 2020 https://www.ecoi.net/en/file/local/2039864/coi_focus_cameroun._situation_securitaire_liee_au_conflit_anglophone_20201016.pdf  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/04/2024)

[8] IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author): Cameroon: Situation of Anglophones, including returnees, in Bamenda, Yaoundé and Douala; treatment by society and by the authorities (2016-August 2018) [CMR106141.E], 24 August 2018 https://www.ecoi.net/en/document/2021673.html (ημ. πρόσβασης 02/04/2024)

[9] Belgium - Cedoca (CGVS/CGRA, COI Focus. Cameroun. Le traitement réservé par les autorités nationales aux anglophones de retour dans le pays, 16/05/2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/belgium/PLib/coi_focus_cameroun_le_traitement_reserve_par_les_autorites_nationales_aux_anglophones_20220516.pdf σελ. 3-4  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 02/04/2024)

[10] CIA World Factbook, ‘Cameroon’ (section People and society), updated June 14, 2021, Available: https://www.cia.gov/library/publications/the-world-factbook/geos/cm.html 

[11] UK Home Office, ‘Country Police and Information Note, Cameroon: North-West/South-West crisis’, December 2020, Par. 2.4.30, p. 13, Available: https://www.ecoi.net/en/file/local/2042244/Cameroon_-_North-West_South-West_crisis_-_CPIN_-_v2.0_.pdf 

[12] The Africa Report, ‘Fleeing violence in Anglophone Cameroon, life in Douala is a different hardship’, 20 April 2020, Available: https://www.theafricareport.com/26446/fleeing-violence-in-anglophone-cameroon-life-in-douala-is-a-different-hardship/

[13] ACCORD, ‘Cameroon, Year 2020: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED)’, 23 March 2021 (Available: https://www.ecoi.net/en/file/local/2050720/2020yCameroon_en.pdf

[14] ReliefWeb, Migrant Return and Reintegration: Complex, Challenging, Crucial, Available here: https://reliefweb.int/report/cameroon/migrant-return-and-reintegration-complex-challenging-crucial

[15] UK Home Office, Country Background Note: Cameroon (Δεκέμβριος 2020)”, p. 9, available at: https://assets.publishing.service.gov.uk/government/uploads/system/uploads/attachment_data/file/948164/Cameroon_-_Background_-_CPIN_-_v1.0__final__Gov.uk.pdf, accessed on 20/10/2022

[16] EASO, COI Query Cameroon Internally Displaced Persons and Returnees in Douala and Yaoundé, p. 2-3, available at: https://coi.easo.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_08_Q27_EASO_COI_Query_Response_CAMEROON_IDPs.pdf , 20/10/2022

[17] EASO_COI_query (europa.eu) https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_08_Q27_EASO_COI_Query_Response_CAMEROON_IDPs.pdf

[18] 2022_01_Q2_EUAA_COI_Query_Response_CAMEROON_Single_Women.pdf (ecoi.net), https://www.ecoi.net/en/file/local/2067455/2022_01_Q2_EUAA_COI_Query_Response_CAMEROON_Single_Women.pdf

[19] AS (Afghanistan) v SSHD [2019] EWCA Civ 873, 24 May 2019, available at: https://www.asylumlawdatabase.eu/en/content/afghanistan-v-secretary-state-home-department-2019#content (accessed on 4 May 2021)

[20] UK - House of Lords, Januzi v Secretary of State for the Home Department & Ors, 15 February 2006, available at: https://www.asylumlawdatabase.eu/en/case-law/uk-house-lords-15-february-2006-januzi-v-secretary-state-home-department-ors-2006-ukhl-5#content  (accessed on 4 May 2021)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο