9ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθ. Αρ.: 7409/2022

 

26 Απριλίου, 2024

 

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ ΔΔΔΔΠ.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

                                       T. T. D.

                                                    

Αιτήτρια

-και-

 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Κ. Λ. Μάρκου (κ.), Δικηγόρος για την Αιτήτρια.

Α. Κίτσιου (κα) για Π. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 18/10/22, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για διεθνή προστασία ως άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Περαιτέρω, αιτείται όπως αναγνωριστεί ως πρόσφυγας ή δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχουν ως ακολούθως:

 

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Βιετνάμ και εισήλθε νόμιμα στη Δημοκρατία στις 30/05/16, με άδεια εργασίας ως οικιακή βοηθός.  Στις 12/07/19 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 22/07/21, μετά από εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 17/07/21, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε το κλείσιμο του φακέλου της Αιτήτριας και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της, καθώς η Αιτήτρια δεν προσήλθε στην προκαθορισμένη συνέντευξή της. Στις 27/07/21  η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με την απόφασή της, η οποία στάλθηκε ταχυδρομικώς στην Αιτήτρια στις 09/08/21.

 

Στη συνέχεια και συγκεκριμένα την 01/03/22, η Αιτήτρια με χειρόγραφη επιστολή της προς την υπηρεσία Ασύλου υπέβαλε αίτημα προς επανάνοιγμα του φακέλου της, το οποίο εγκρίθηκε με απόφαση του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 12/01/22. Στις 07/10/22 διεξάχθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 18/10/22 η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου συνέταξε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας για παροχή διεθνούς προστασίας. Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να ασκεί μέρος των καθηκόντων Προϊσταμένου, ως ο Νόμος ορίζει, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την ανωτέρω εισήγηση στις 18/10/22.

 

Στις 08/11/22 ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης της Αιτήτριας για την απόφαση του Προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της επιδόθηκε δια χειρός αυθημερόν, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα.

 

Στις 07/12/22 καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.

 

Η Αιτήτρια, δια της γραπτής και της απαντητικής αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου της, προβάλλει πλείονες λόγους ακύρωσης. Ως πρώτο λόγο ακύρωσης προωθεί την κατάχρηση ή/και υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους των Καθ' ων η Αίτηση, την μη ύπαρξη εξουσιοδότησης και αναρμοδιότητα του αποφασίζοντος οργάνου και/ή της λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη και ετοίμασε την Έκθεση-Εισήγηση. Κάτω από αυτό το λόγο ακύρωσης, ο συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει ως ισχυρισμούς ότι η λειτουργός που διεξήγαγε τη συνέντευξη στην Αιτήτρια δεν είχε την κατάρτιση και τα προσόντα κατά παράβαση του άρθρου 13Α(1Α)(β) και 13Α(9)(α) του περί Προσφύγων Νόμου και πως, ακόμη,  η Αιτήτρια αποστερήθηκε του δικαιώματός της για βοήθεια από εγγεγραμμένο και αναγνωρισμένο από τις αρμόδιες αρχές διερμηνέα. Τέλος, ο συνήγορος της Αιτήτριας επικαλείται πλάνη περί τα πράγματα ή/και περί το νόμο, έλλειψη δέουσας έρευνας και εσφαλμένη ή/και ελλιπή αιτιολογία.

 

Η συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση ισχυρίζεται στη γραπτή αγόρευσή της ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις Διεθνείς Συμβάσεις, τις διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, των Κανονισμών και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η  Αίτηση, κατ' εφαρμογή του διοικητικού δικαίου και αφού λήφθηκαν υπόψιν όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και είναι  επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

 

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών υιοθέτησαν το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεών τους.  Ο δε συνήγορος της Αιτήτριας, τόνισε ότι θα πρέπει αρχικά να εξεταστεί το ζήτημα αρμοδιότητας του λειτουργού που εξέδωσε την επίδικη απόφαση, συγκεκριμενοποιώντας ότι η εξουσιοδότηση που του δόθηκε αφορά την έγκριση εισηγήσεων-εκθέσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου.

 

Με βάση τα όσα προβάλλονται στις γραπτές αγορεύσεις του συνηγόρου της Αιτήτριας, τίθεται σε αμφισβήτηση η αρμοδιότητα του προσώπου που έλαβε την επίδικη απόφαση, και ως ζήτημα δημόσιας τάξης, προέχει η εξέταση του πριν την εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.

 

Είναι η θέση του ευπαίδευτου δικηγόρου της Αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει επειδή, ενώ η εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών προς τον λειτουργό που ενήργησε για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εφαρμόζεται μόνο εφόσον ο λειτουργός που ετοίμασε την εισηγητική έκθεση είναι ορισμένου χρόνου, δεν προκύπτει από κανένα έγγραφο ή στοιχείο του διοικητικού φακέλου ή την ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση κατά πόσον η λειτουργός Μ.Κ.[1] που συνέταξε την Έκθεση-Εισήγηση είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Από την άλλη, οι Καθ' ων η Αίτηση περιορίζονται στην προβολή του ισχυρισμού ότι ο κ. Αγρότης είναι εξουσιοδοτημένος λειτουργός να ασκεί τις αρμοδιότητες του Προϊσταμένου και παραπέμπουν σε νομολογία που αφορά το ζήτημα υπογραφής της απορριπτικής επιστολής, χωρίς να απαντούν ουσιαστικά στους ισχυρισμούς που ήγειρε ο συνήγορος της Αιτήτριας αναφορικά με την έκταση της εξουσιοδότησης του λειτουργού που εξέδωσε την επίδικη απόφαση.

 

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου διαφαίνεται ότι στις 07/10/22 διεξήχθη συνέντευξη στην Αιτήτρια από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία ταυτοποιείται με τον μοναδικό κωδικό «CAS24» ενώ από το χειρόγραφο φύλλο καταχώρησης (minute sheet) που βρίσκεται στην αρχή του διοικητικού φακέλου διαφαίνεται ότι λειτουργός είναι η κα Μ.Κ. (βλ. Ερ.42-46 Δ.Φ.). Μετά από τη διεξαγωγή συνέντευξης στην Αιτήτρια, ετοιμάστηκε Έκθεση-Εισήγηση από την ίδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου που διεξήγαγε τη συνέντευξη, με κωδικό «CAS24», η οποία φέρει ημερομηνία 18/10/22 (βλ. Ερ.51-58 Δ.Φ.). Την ίδια ημέρα, δηλαδή στις 18/10/22, εκδόθηκε «απόφαση α' βαθμού επί αίτησης διεθνούς προστασίας», ως τιτλοφορείται το σχετικό έγγραφο που ακολουθεί την εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, η οποία μεταξύ άλλων διαλαμβάνει τα ακόλουθα: «Κατόπιν εξέτασης της Έκθεσης-Εισήγησης, αποφασίζεται η απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας και η επιστροφή της αιτήτριας στο Βιετνάμ, σύμφωνα με το άρθρο 13(2)(δ) και 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου 2000. Χορηγείται προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης από τη χώρα εντός επτά (7) ημερών από την επίδοση της απόφασης.». Την απόφαση υπογράφει ο λειτουργός κ. Ανδρέας Αγρότης, για Προϊστάμενο Υπηρεσίας Ασύλου (βλ. Ερ.59 Δ.Φ.). Η επιστολή-απόφαση του Προϊσταμένου μαζί με την Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού κοινοποιήθηκαν στην Αιτήτρια με επιστολή ημερ. 08/11/22, η οποία της επιδόθηκε και μεταφράστηκε αυθημερόν (βλ. Ερ.60 Δ.Φ.)

 

Είναι επομένως σαφές από τα πιο πάνω ότι ο κ. Αγρότης ενήργησε για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου και αποφάσισε με βάση την εισηγητική έκθεση που είχε ενώπιον του και ετοιμάστηκε από τη λειτουργό Μ.Κ.

 

Βασική προϋπόθεση για να είναι μια διοικητική πράξη έγκυρη είναι η νόμιμη υπόσταση του οργάνου που την εκδίδει (βλ. άρθρο 15 του Νόμου 158(Ι)/1999). Η αρμοδιότητα ενός διοικητικού οργάνου καθορίζεται από το Σύνταγμα ή από το νόμο ή από τη κανονιστική ή διοικητική πράξη που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση νόμου (βλ. άρθρο 17(2) του Νόμου 158(Ι)/99). Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία «αρμοδιότητα ενός οργάνου καλείται, γενικά, η δραστηριότητα που σύμφωνα με το δίκαιο μπορεί να αναπτύξει, να ασκήσει το όργανο αυτό. […] Σύμφωνα με ισοδύναμη έκφραση –που δίνει το βάρος όχι στην ίδια τη δραστηριότητα, αλλά στην ικανότητα του οργάνου να την ασκήσει–, αρμοδιότητα καλείται η ικανότητα ορισμένου οργάνου να ασκήσει σύμφωνα με το νόμο ορισμένη δραστηριότητα.»[2].

 

Η διοικητική αρμοδιότητα πρέπει να ασκείται από το όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί από το νόμο (βλ. άρθρο 17(6) του Νόμου 158(Ι)/99) και μπορεί να μεταβιβαστεί ολικά ή μερικά η άσκηση εξουσίας από ένα όργανο όταν υπάρχει ρητή διάταξη του νόμου που να το επιτρέπει (βλ. άρθρο 17(4) του Νόμου 158(Ι)/99). Μόνο το όργανο στο οποίο μεταβιβάζονται οι αρμοδιότητες δύναται να ασκήσει τις αρμοδιότητες που του έχουν ανατεθεί ρητώς σύμφωνα με το πλαίσιο (βλ. Μιχάλης Ευαγγέλου ν Δημοκρατία (2009) 4 Α.Α.Δ. 836).

 

Εν προκειμένω, η εξουσία έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας ανήκει σύμφωνα με τον περί Προσφύγων Νόμο στον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Οι εξουσίες και τα καθήκοντα του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου μπορούν να ασκηθούν και από άλλο αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό Εσωτερικών, αφού ως προβλέπεται από το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου «"Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·».

 

Όπως προκύπτει από το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου εξουσιοδότηση λειτουργού περιλαμβάνει την άσκηση όλων ή οποιωνδήποτε από τις εξουσίες ή εκτέλεση όλων ή οποιωνδήποτε καθηκόντων του Προϊσταμένου.

Στο σημείο αυτό παραπέμπω στα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα του Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου, 'Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου', καθώς περιγράφουν επακριβώς τη λειτουργία της εξουσιοδότησης στο πεδίο δράσης της διοίκησης:

 

«Στο πλαίσιο του δημοσίου δίκαιου, εξουσιοδότηση υπάρχει όταν ο φορέας μιας αρμοδιότητας δημόσιας εξουσίας (εξουσιοδοτούν όργανο), με πράξη του, καθιστά άλλο δημόσιο όργανο (εξουσιοδοτούμενο) αρμόδιο να ασκήσει τις ενέργειες που προβλέπονται, δηλαδή επιτρέπονται ή επιβάλλονται, από την αρμοδιότητα. Με την εξουσιοδότηση, το εξουσιοδοτούμενο όργανο ασκεί την αρμοδιότητα ως δική του. Η εξουσιοδότηση προϋποθέτει καθορισμένες ήδη τις αρμοδιότητες του εξουσιοδοτούντος οργάνου, συνεπάγεται δε μετακίνηση αρμοδιότητας στο εξουσιοδοτούμενο όργανο, του οποίου, οι αρμοδιότητες διευρύνονται κατά το περιεχόμενο και την έκταση. Σκοπός της εξουσιοδότησης είναι η κατά το δυνατόν καλύτερη άσκηση των αρμοδιοτήτων που καθορίζει η έννομη τάξη.»[3].

 

Η απόφαση, με την οποία μεταβιβάζονται –ή επανέρχονται στο αρχικά αρμόδιο όργανο– αρμοδιότητες, έχει πάντοτε κανονιστικό χαρακτήρα.[4] Είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί ότι η αρμοδιότητα του εξουσιοδοτούμενου οργάνου εκτείνεται εντός των ορίων που έχει καθορίσει η πράξη εξουσιοδότησής του και αφορά μόνο εκείνες τις αρμοδιότητες που του έχουν μεταβιβασθεί και/ή εκχωρηθεί ρητώς.

 

Συναφές ως προς τα πιο πάνω είναι το άρθρο 8 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 που ορίζει τα νόμιμα πλαίσια εντός των οποίων δύναται να επεκτείνεται η διοικητική δράση και το οποίο προνοεί ως εξής:

 

«8.-(1) Οι δραστηριότητες της διοίκησης προσδιορίζονται και περιορίζονται από το εκάστοτε ισχύον δίκαιο.

(2) Οι κανόνες δικαίου που καθορίζουν τα όρια και την έκταση της εξουσίας της διοίκησης υπαγορεύονται από το Σύνταγμα, τους τυπικούς νόμους και τις κανονιστικές πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου ή άλλων διοικητικών οργάνων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση νόμου.»

 

Στην παρούσα υπόθεση, υπάρχει εξουσιοδότηση του κ. Αγρότη από τον Υπουργό Εσωτερικών, ημερ. 09/06/22, (βλ. Ερ. 48 Δ.Φ.) για άσκηση μέρους των εξουσιών ή εκτέλεση μέρους των καθηκόντων του Προϊσταμένου, που αφορούν στην έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας. Έχοντας ενώπιον μου το κείμενο της εξουσιοδότησης ημερ. 09/06/22, συμφωνώ με τους εκπροσώπους των διαδίκων στην παρούσα ότι από την εν λόγω εξουσιοδότηση συνάγεται καθαρά ότι, εκτός από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εξουσιοδοτείται και ο κ. Αγρότης να αποφασίζει επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας.

 

Ωστόσο, η πιο πάνω διαπίστωση δεν επαρκεί ώστε να καταλήξω πως ο κ. Αγρότης είναι πρόσωπο δεόντως εξουσιοδοτημένο και αρμόδιο να αποφασίσει επί της αιτήσεως διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας. Όπως έχει σημειωθεί ανωτέρω, θα πρέπει το εξουσιοδοτούμενο πρόσωπο, εν προκειμένω ο κ. Αγρότης να ασκεί περιοριστικά εκείνες τις δραστηριότητες που προσδιορίζονται στην εξουσιοδότηση του Υπουργού ημερ. 09/06/22.

 

Μελετώντας προσεκτικά την επίδικη εξουσιοδότηση του κ. Αγρότη, παρατηρώ, όπως ορθώς υποστήριξε και ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας, ότι αυτή περιορίζεται στην απόφαση επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας για τα οποία έχει υποβληθεί Έκθεση-Εισήγηση από ορισμένη τάξη/κατηγορία λειτουργών. Παραθέτω αυτούσια την προτελευταία παράγραφο της εξουσιοδότησης ημερ. 09/06/22: «Η παρούσα εξουσιοδότηση αφορά αποφάσεις επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Από κανένα σημείο του διοικητικού φακέλου δεν προκύπτει οποιαδήποτε εξουσιοδότηση προς τον κ. Αγρότη να εξετάζει και να αποφασίζει επί εκθέσεων-εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς οποιουδήποτε άλλου καθεστώτος πέραν των λειτουργών ορισμένου χρόνου. Περαιτέρω, στο διοικητικό φάκελο δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε στοιχείο που να μαρτυρεί το καθεστώς της λειτουργού «CAS24». Αλλά ούτε και οποιαδήποτε μαρτυρία προσκομίστηκε ενώπιον μου από τους Καθ' ων η Αίτηση που να μαρτυρεί το καθεστώς εργοδότησης της λειτουργού «CAS24» και/ή απαντά και αντικρούει τον ισχυρισμό του δικηγόρου της Αιτήτριας ότι ο κ. Αγρότης δεν είχε αρμοδιότητα να εκδώσει απόφαση επί της συγκεκριμένης Έκθεσης-Εισήγησης που υποβλήθηκε ενώπιον του, προερχόμενη από τη λειτουργό «CAS24».

 

Κατά τις διευκρινήσεις, ο συνήγορος της Αιτήτριας τόνισε ιδιαίτερα το σημείο της αναρμοδιότητας οργάνου, αναφέροντας ότι το έχει αναλύσει εκτενώς στην αγόρευσή του, ότι έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης που του αναλογεί και ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.  Η συνήγορος που εμφανίστηκε εκ μέρους των Καθ’ων η Αίτηση, όταν ερωτήθηκε συγκεκριμένα αν έχει απαντηθεί ο εν λόγω ισχυρισμός του συνηγόρου της Αιτήτριας απάντησε θετικά παραπέμποντας στην γραπτή αγόρευση των Καθ’ων η Αίτηση και ανέφερε ότι δεν επιθυμεί να προσθέσει οτιδήποτε περαιτέρω.

 

Στην αγόρευση του συνηγόρου της Αιτήτριας γίνεται αναφορά στην συγκεκριμενοποίηση που υπάρχει στην εξουσιοδότηση του κ. Αγρότη, ήτοι ότι καλύπτει μόνο αποφάσεις επί εκθέσεων/εισηγήσεων που υποβάλλονται από λειτουργούς ορισμένου χρόνου και αναφέρεται ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο εντός του διοικητικού φακέλου και/ή των παραρτημάτων της ένστασης ώστε να διαπιστωθεί αν η λειτουργός κα Μ.Κ. είναι μόνιμος λειτουργός και/ή ορισμένου και/ή αορίστου χρόνου.  Στην αγόρευση των Καθ’ων η Αίτηση, ο ισχυρισμός αυτός δεν απαντάται αλλά γίνεται μόνο αναφορά στο ότι η λειτουργός υπηρετεί ευδόκιμα στην Υπηρεσία Ασύλου και είναι πλήρως καταρτισμένη και δεόντως εξουσιοδοτημένη να διενεργεί τις ενέργειες στις οποίες προέβη και γενικά ότι η απόφαση λήφθηκε από τον κ. Αγρότη, εξουσιοδοτημένο λειτουργό να ασκεί τις αρμοδιότητες του Προϊσταμένου.  

 

Σύμφωνα με την αρχή της χρηστής διοίκησης, η διοίκηση πρέπει να ενεργεί κατά τρόπο καλόπιστο, που να στηρίζει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικούμενου προς αυτήν και να λειτουργεί με τη μεγαλύτερη δυνατή διαφάνεια και στο πλαίσιο του Συντάγματος και των νόμων.  Έχει νομολογηθεί ότι πρέπει να υπάρχουν έγγραφες καταχωρίσεις που να επιβεβαιώνουν τον τρόπο λήψης αποφάσεων από το όργανο στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει τη σχετική αρμοδιότητα  και το τεκμήριο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων δεν διαθέτει την εμβέλεια να ενδύει με τον μανδύα της νομιμότητας τα όσα χρειάζονται να συντελεσθούν για να ληφθεί νόμιμα μια απόφαση.  Αντίθετη προσέγγιση θα ισοδυναμούσε με καταστρατήγηση των αρχών της χρηστής διοίκησης οι οποίες υπαγορεύουν την τήρηση έγγραφων καταχωρίσεων, το δε τεκμήριο της κανονικότητας θα προσέφερε ασυλία σε πράξεις αναρμοδίων οργάνων με τη δικαιολογία ότι είχαν ενεργήσει ύστερα από οδηγίες των αρμοδίων οργάνων (βλ. Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ.. 987).

 

Έχει επανειλημμένα νομολογηθεί πως έλλειψη αρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου διαπιστώνεται όταν δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο που τίθεται ενώπιον του δικαστηρίου ότι το έγγραφο εξουσιοδότησης καλύπτει τις συγκεκριμένες περιπτώσεις λήψης απόφασης και οι περιπτώσεις αυτές δεν περιέχονται στο έγγραφο εξουσιοδότησης ή δεν γίνεται παραπομπή σε αυτές με το έγγραφο εξουσιοδότησης (ΑΡΙΣΤΕΙΔΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, υπόθ. αρ. 1690/15, ημερ. 10/5/2019, ECLI:CY:DD:2019:251).  Μόνο το όργανο στο οποίο μεταβιβάζονται οι αρμοδιότητες δύναται να ασκήσει τις αρμοδιότητες που του έχουν ανατεθεί ρητώς σύμφωνα με το πλαίσιο (Μιχάλης Ευαγγέλου ν. Δημοκρατία της Κύπρου (2009) 4 Α.Α.Δ. 836).

 

Επομένως, με βάση το σύνολο των στοιχείων που έχουν τεθεί ενώπιον μου και μετά από αξιολόγηση των ισχυρισμών των μερών και στη βάση της υφιστάμενης νομοθεσίας και νομολογίας, καταλήγω ότι οι Καθ’ων η Αίτηση δεν έχουν αποδείξει ότι ο κ. Αγρότης, που έλαβε την επίδικη απόφαση, έδρασε εντός των ορίων της εξουσιοδότησης που του δόθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, υπό το φως του άρθρου 2(1) του περί Προσφύγων Νόμου.  Ο συνήγορος της Αιτήτριας προέβαλε συγκεκριμένους ισχυρισμούς αμφισβητώντας την αρμοδιότητα του κ. Αγρότη προς λήψη της επίδικης απόφασης και οι Καθ’ων η Αίτηση όφειλαν να απαντήσουν σε αυτούς και/ή να αποδείξουν ότι οι ενέργειες του κ. Αγρότη ενέπιπταν στα πλαίσια που έθεσε η εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 9 Ιουνίου 2022 (βλ. ερυθρό 48 του διοικητικού φακέλου).  Συνεπώς, οι Καθ’ων η Αίτηση απέτυχαν να αποδείξουν την αρμοδιότητα του οργάνου που απέρριψε την σχετική αίτηση της Αιτήτριας (βλ.  συναφώς την απόφαση Χαράλαμπος Σβανάς ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 576). Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός που προώθησε ο συνήγορος της Αιτήτριας περί αναρμοδιότητας οργάνου και/ή ανυπαρξίας απόφασης από αρμόδιο όργανο επιτυγχάνει. Με αυτή τη διαπίστωση παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων ζητημάτων που έχουν εγερθεί στην παρούσα υπόθεση.

 

Όσον αφορά τις συνέπειες που έχει η διαπίστωση έλλειψης αρμοδιότητας του αποφασίσαντος διοικητικού οργάνου, έχω ασχοληθεί ενδελεχώς στην απόφασή μου στην υπόθεση ΔΔΠ 436/19, ημερ. 30/12/20, IS ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, ECLI:CY:DDDP:2020:150, το σκεπτικό της οποίας και υιοθετώ πλήρως και στην παρούσα υπόθεση. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα:

 

«Όπως είχα αναφέρει επιγραμματικά στην απόφαση μου στην υπόθεση ΔΔΠ 190/19,  ημερ. 18/09/20, G.D. v. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου:

«Στα πλαίσια αποτελεσματικής πρόσβασης του Αιτητή στη δικαιοσύνη, δεν θα προχωρήσω σε εξέταση της ορθότητας της απόφασης,  αφού για να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του Αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχει απόφαση από το διοικητικό όργανο στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα του Αιτητή σε πρώτο βαθμό, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.  Αφού έχει κριθεί ότι δεν μπορεί να προσδιοριστεί το πρόσωπο που εξέδωσε την επίδικη απόφαση και ως εκ τούτου δεν υπάρχει αρμοδιότητα οργάνου, η απόφαση ακυρώνεται και χάνει την υπόσταση της, ώστε δεν μπορεί ούτε να επικυρωθεί ούτε να τροποποιηθεί.

 

Στο σημείο αυτό να προσθέσω ότι στο σύγγραμα «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», του Δαγτόγλου Π., εκδόσεις Σάκκουλα, 6η έκδοση, αναφέρεται ότι όσον αφορά τις διοικητικές διαφορές ουσίας όπου το Δικαστήριο προβαίνει σε ουσιαστικό έλεγχο και εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, το διοικητικό δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαταστήσει πλήρως τη διοίκηση και να αντικαταστήσει με νέα την ακυρωθείσα διοικητική πράξη και αυτό συντείνει στην αποφυγή της απαράδεκτης μετατροπής του δικαστικού ελέγχου σε υποκατάσταση της διοικητικής εκτιμήσεως.»

 

[….]

 

Προσθέτω ότι στην Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), η οποία ενσωματώθηκε στον περί Προσφύγων Νόμο, γίνεται ρητή αναφορά στο δικαίωμα αιτητών ασύλου σε αποτελεσματική προσφυγή ενώπιον Δικαστηρίου κατά αποφάσεων που αφορούν την έκβαση αιτήσεων τους για διεθνή προστασία (βλ. παράγραφο 50 του προοιμίου και άρθρο 46), ενώ το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής προστατεύεται και από το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προβλέπει ότι «Κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο παρόν άρθρο».  Για να είναι αποτελεσματική η προσφυγή των αιτούντων άσυλο, πρέπει να προβλέπεται η επανεξέταση του αιτήματος τους από δικαστήριο ή οιονεί δικαστικό όργανο και για να υπάρξει επανεξέταση πρέπει πρώτα να υφίσταται διοικητική απόφαση η οποία να επηρεάζει τα δικαιώματα τους.  […]

 

Σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, όπου το Δικαστήριο κρίνει ότι η νομιμότητα της πρωτοβάθμιας απόφασης πάσχει λόγω αναρμοδιότητας οργάνου, τότε για να έχει ο αιτητής πλήρη προστασία και δικαίωμα πραγματικής και αποτελεσματικής προσφυγής στο Δικαστήριο, θα πρέπει αρχικά να έχει κριθεί το αίτημα του από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, ώστε να μπορεί να τύχει επανεξέτασης από το Δικαστήριο.  Ως εκ τούτου, τυχόν αποδοχή του επιχειρήματος της συνηγόρου των Καθ’ ων η Αίτηση θα απέληγε σε εξέταση του αιτήματος του Αιτητή μόνο από ένα όργανο, σε ένα βαθμό και αποστέρηση του δικαιώματος του να επανεξεταστεί απόφαση που έχει ληφθεί από την διοίκηση.  Επιπρόσθετα, εάν η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να αποφασίζει πλήρως το παρόν Δικαστήριο, ανεξάρτητα από την ύπαρξη απόφασης από αρμόδιο διοικητικό όργανο, τότε δεν θα υπήρχε ουσία, σκοπιμότητα ή ωφέλεια στο να διατηρηθεί ο πρώτος βαθμός εξέτασης αιτήματος ασύλου από την Υπηρεσία Ασύλου.»

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση κηρύσσεται άκυρη και στερημένη οιουδήποτε αποτελέσματος δυνάμει του άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18).  Επιδικάζονται €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει,  υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση.

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 



[1] Το όνομα της λειτουργού παρατίθεται ανωνυμοποιημένο.

[2] Σωτήριος Λύτρας, ‘Η οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης’, στο Απόστολος Γερόντας κ.ά., ‘Διοικητικό Δίκαιο’, 4η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2018, σελ.105.

[3] Επαμεινώνδας Ε. Σπηλιωτόπουλος, ‘Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου’, Τόμος Ι, 15η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017, σελ.48.

[4] Σωτήριος Λύτρας, ‘Η οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης’, στο Απόστολος Γερόντας κ.ά., ‘Διοικητικό Δίκαιο’, 4η έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2018, σελ.115.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο