ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 7433/2022

17 Απριλίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 Συντάγματος

Μεταξύ:

S.G.

από Νεπάλ

                             Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτήτρια: Π. Μπενέτης

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Δ. Κυπριανίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 07.11.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά της Αιτήτριας για παραχώρηση ασύλου, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Γεγονότα

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση που κατέθεσε η Αιτήτρια, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας.

Η Αιτήτρια κατάγεται από το Νεπάλ, το οποίο εγκατέλειψε στις 15.10.2017 και στις 16.10.2017 αφίχθηκε μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας στη Δημοκρατία υπό το καθεστώς άδειας εργασίας, υποβάλλοντας στις 24.08.2021 αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 21.05.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας με αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος  στις 05.11.2022 υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 07.11.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 12.11.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 10.11.2022. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Η Αιτήτρια, μέσω του συνηγόρου της προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας όσο και της γραπτής της αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά τη διαδικασία των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνθηκαν δια της προφορικής τους αγόρευσης κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης αναφέροντας καταληκτικά ότι η Αιτήτρια κατάγεται από ασφαλή χώρα καταγωγής, ως αυτή καθορίστηκε δυνάμει της Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης Κ.Δ.Π. 166/2023.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της Αιτήτριας, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός της και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου[1].  Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της εξεταζόμενης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως[4].

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, η Αιτήτρια δεν προβάλλει , στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού η Αιτήτρια δεν προβάλλει, ως οφείλει, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[5].

 

Εν πάση περιπτώσει ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[6], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[7]

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου μέσα από τα οποία διαφαίνεται ότι η Αιτήτρια κατά την υποβολή της αίτησής της για διεθνή προστασία, ισχυρίστηκε ότι οι γονείς της πρόκειται να χωρίσουν και δεν επιθυμεί να επιστρέψει στο Νεπάλ με χωρισμένους γονείς.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της προκειμένου να εργαστεί ως οικιακή βοηθός. Ως περαιτέρω δήλωσε, ουδέποτε έχει συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα καταγωγής της για οποιονδήποτε λόγο, τίποτα δεν έχει συμβεί στην ίδια ενόσω ήταν στο Νεπάλ, ενώ σε περίπτωση επιστροφής της θα αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες εξαιτίας δανείου το οποίο έχει λάβει. Σε ό,τι αφορά την υποβολή αιτήματος χορήγησης διεθνούς προστασίας, περίπου τέσσερα χρόνια μετά την άφιξή της στην Κύπρο, ανέφερε ότι υπέβαλε την αίτηση διεθνούς προστασίας προκειμένου να διαμένει νόμιμα στην Κύπρο αφού είχε απολυθεί μετά από ατύχημα το οποίο είχε και δεν μπορούσε να βρει άλλη εργασία. Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία της Αιτήτριας κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις τα περιστατικά που η ίδια ανέφερε και τα οποία έγιναν αποδεκτά, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Στα πλαίσια της παρούσας δικαστικής διαδικασία, η Αιτήτρια επικαλείται κατά τρόπο ατεκμηρίωτο και χωρίς την απαιτούμενη εξειδίκευση, δια της γραπτής της αγόρευσης τον ισχυρισμό ότι κατέφυγε στη Δημοκρατία ζητώντας διεθνή προστασία λόγω της σχέσης της με έναν άντρα από διαφορετική κάστα, καθώς οι περισσότερες οικογένειες του Νεπάλ αποδοκιμάζουν τους γάμους μεταξύ καστών επειδή «φοβούνται ότι θα γίνουν κοινωνικά απόβλητοι». Πέραν του γεγονότος ότι πουθενά δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε σχετική αναφορά στα πλαίσια της συνέντευξής της, εντούτοις παρατηρείται ότι ούτε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, έχοντας μάλιστα υπόψη και τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, η Αιτήτρια επιχείρησε να παραθέσει σχετική επιχειρηματολογία ή οποιαδήποτε επιπλέον στοιχεία, τα οποία δυνατόν να τεκμηρίωναν μία τέτοια θέση, μέσω ασφαλώς του κατάλληλου δικονομικού διαβήματος. Αφέθηκε στη γενική, αόριστη και ατεκμηρίωτη αναφορά περί ύπαρξης κινδύνου, με αποτέλεσμα τέτοιοι ισχυρισμοί να στερούνται βασιμότητας.

 

Πέραν τούτου, οι ως άνω ισχυρισμοί έρχονται σε σύγκρουση με τα όσα η Αιτήτρια δήλωσε κατά τη διοικητική διαδικασία, αφού οι πραγματικοί ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από την ίδια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της κατέτασσαν τους λόγους που την ανάγκασαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της ως οικονομικούς, με αποτέλεσμα να κρίνεται εύλογη η κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση ότι η Αιτήτρια είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.

 

Υπενθυμίζεται ότι δυνάμει του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα του εδαφίου (5) αυτού, απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησής ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου[8]  αποτελεί υποχρέωση του αιτούντα άσυλο να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου[9]. 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Αξιολογώντας τα όσα τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου καθώς και τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, δεν διαπιστώνω περιθώρια παρέμβασης του Δικαστηρίου αφού είναι η κατάληξη μου ότι ουδέν μεμπτό εντοπίζεται στην αιτιολογία, έρευνα και κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση. Είναι εμφανές ότι το αίτημά της Αιτήτριας για άσυλο απορρίφθηκε αφού η ίδια δεν κατάφερε να  τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Τουναντίον, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενα της, η Αιτήτρια, ερχόμενη στη Δημοκρατία για να εργαστεί, είναι οικονομικός μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ[10].

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[11].

 

Πρόσθετα των πιο πάνω, παρατηρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός ασύλου, αφού παρά το γεγονός ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 15.10.2017 και εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές στις 16.10.2017, εντούτοις υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 24.08.2021, ήτοι σχεδόν τέσσερα (4) έτη μετέπειτα.  Η υπέρμετρη αυτή καθυστέρηση χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από την Αιτήτρια  , είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει[12]. Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο.  Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τα όσα έχουν ήδη προλεχθεί, ενισχύουν τη θέση ότι η Αιτήτρια δεν είναι γνήσιος αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του  και επείγεται να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό. 

 

Επισημαίνω καταληκτικά, ως υπέδειξαν και οι Καθ’ ων η αίτηση, ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών 27.05.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022), αλλά και του πιο πρόσφατου ημερ. 26.05.2023 (Κ.Π.Δ. 166/2023), χωρίς εν προκειμένω η Αιτήτρια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο ».

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ.Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344

[5] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[6] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[7] Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.

[8] Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.06.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320.

[9] Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010.

[10] Βλ. παράγραφο 62: «Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

[11] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011.

[12] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008Forhad Molla v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008, Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο