ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Aρ.: 7606/22

 

16 Απριλίου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

K.M.K.

                                                     

Aιτήτρια,

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

 .........

 

Γ. Κωνσταντινίδου (κα) για Χ. Ματθαίου (κα), για την Αιτήτρια

Μ. Καρπούζη (κα) για Θ. Παπαχαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους Δ.Δ.Δ.Δ.ΠΗ Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική, και στερούμενη νομικού αποτελέσματος,  η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 18.11.2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για  διεθνή προστασία.

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια  κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό (στο εξής: ΛΔΚ). Περί τις 04.02.2020, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία. Στις 27.10.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό. Στις 8.11.2022, ο λειτουργός υπέβαλε σχετική Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: ο Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας. Στις 18.11.2022, η εισήγηση για απόρριψη της αίτησης εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 15.12.2022 και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.  

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Η Αιτήτρια δια του συνηγόρου της, στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης προωθεί ως λόγους προσφυγής, την έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, ενώ επιπρόσθετα υποστηρίζει ότι η απόφαση λήφθηκε υπό καθεστώς πλάνης. Περαιτέρω, είναι η θέση της Αιτήτριας ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου λανθασμένα έκρινε τη γενική αξιοπιστία της ως μη ικανοποιητική και δεν της παραχώρησε το ευεργέτημα της αμφιβολίας.

3.             Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης. Υποδεικνύουν ότι  η επίδικη απόφαση αποτελεί προϊόν δέουσας έρευνας και αιτιολογίας και ότι επιπλέον ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά την κρίση της. Ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της περί δίωξής της από το θείο της, επισημαίνουν και καταγράφουν τα σημεία που θίγουν κατά την κρίση τους την αξιοπιστία της Αιτήτριας. Αξιολογώντας ακολούθως τον κίνδυνο που τυχόν διατρέχει η Αιτήτρια λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ της και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής, κατέληξαν ότι αυτή δεν διατρέχει κίνδυνο βάσιμο φόβο δίωξής ή άλλον κίνδυνο σοβαρής βλάβης και καταλήγοντας απέρριψαν το ενδεχόμενο υπαγωγής της στα άρθρα 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου.   

 

 To νομικό πλαίσιο

4.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

5.              Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019  έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

6.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προβλέπει τα εξής:

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν».

 

7.             Ο Κανονισμός 7 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχει τροποποιηθεί,  ορίζει ότι:

«7. (α) Κάθε γραπτή αγόρευση θα χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικά.[...]».

 

8.              Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

9.             Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2)  Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙

 [.]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

 

10.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

11.          Ως προς τους εγειρόμενους λόγους προσφυγής από την Αιτήτρια, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί προς τούτο αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των υπό αναφορά λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική της ορθότητα. Η Αιτήτρια αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η έκταση του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο επί της επίδικης πράξης και η εξουσία του να την τροποποιήσει καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης (προσόντα μεταφραστή κ.α.). Εν προκειμένω, η Αιτήτρια εκπροσωπούμενη και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς της και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552].

 

12.          Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης [Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345].

 

13.          Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου [Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010]. Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του [Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68].

 

14.          Παρατηρείται συναφώς ότι κατά την καταγραφή του αιτήματός της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω απειλών και αιτείται διεθνή προστασία καθώς κινδυνεύει η ζωή της (ερυθρό 2, και μετάφραση αυτού, ερυθρό 13 του διοικητικού φακέλου).

 

15.          Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια ανέφερε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην περιοχή Limete της πόλης Kinshasa (ερυθρό 44, 3Χ του διοικητικού φακέλου). Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια δήλωσε ότι έχει ένα γιο, ο οποίος διαμένει με τη μητέρα της στην περιοχή Limete της Kinshasa, και έχει καθημερινή επικοινωνία μαζί του. Ως περαιτέρω αναφέρει, έχει 6 αδέρφια (4 αδερφές και 2 αδερφούς), εκ των οποίων τα 2 διαμένουν στη Γαλλία (ερυθρό 43, 3Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ολοκλήρωσε δευτεροβάθμια εκπαίδευση (ερυθρό 44, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Όσον αφορά την εργασιακή της πείρα, ανέφερε ότι έχει εργαστεί  ως εμπορικός αντιπρόσωπος (commercial agent) για 3 χρόνια (2015-2017) και ως πωλήτρια (2027-2019) (ερυθρό 44, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Τέλος, αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της ανέφερε ότι δεν αντιμετωπίζει οποιαδήποτε θέματα υγείας (ερυθρό 36 του διοικητικού φακέλου).

 

16.          Ως προς τα κίνητρα εγκατάλειψης της χώρα της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο θείος της, αδερφός του πατέρα της ήθελε να την παντρευτεί. Όταν έμαθε ότι ήταν έγκυος από τον σύντροφό της, ήρθε από το χωριό στην πόλη για να την αναγκάσει σε γάμο μαζί του (ερυθρό 42, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Όταν αρνήθηκε να τον παντρευτεί άρχισε να απειλεί τον σύντροφό της, λέγοντας ότι θα τον εξαφανίσει. Μετά τη γέννηση του παιδιού της ο σύντροφος της εξαφανίστηκε, ενώ ο θείος της εξακολουθούσε να την απειλεί και ήθελε να την πάρει μαζί του στο χωριό. Ο πατέρας της αναζήτησε βοήθεια από τις αρχές, αλλά ο θείος της είχε χρήματα (ενώ ο πατέρας της φτωχός), και πλήρωσε για να αποφύγει τη νομική διαδικασία. Λόγω της ανασφάλειας που ένιωθε για την ίδια και το παιδί της μίλησε με φιλικό άτομο του συντρόφου της, το οποίο της εισηγήθηκε αν έχει αποταμιεύσεις να τη βοηθήσει να φύγει από τη χώρα. Της ανέφερε ότι δεν θα βοηθήσει αν μετακινηθεί σε κάποια άλλη περιοχή της χώρας καθώς ο θείος της έχει χρήματα και επαφές με άτομα σε ψηλές θέσεις, και ότι προτιμότερο θα ήταν να εγκαταλείψει τη χώρα και να αιτηθεί διεθνή προστασία. Μίλησε με τη μητέρα της, και καθώς δεν υπήρχαν αρκετά χρήματα για να φύγει με το παιδί της έφυγε μόνη της∙ χωρίς την παρουσία της το παιδί της θα ήταν ασφαλές. Ως περαιτέρω υποστηρίζει, μια φορά ενώ επέστρεφε από το νοσοκομείο έγινε απόπειρα απαγωγής τους. Έτσι έδωσε χρήματα στο φίλο του συντρόφου της για να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για τη διαδικασία του ταξιδιού (ερυθρό 41, 1Χ του διοικητικού φακέλου).

 

17.          Στο πλαίσιο των διερευνητικών ερωτημάτων που της υποβλήθηκαν, η Αιτήτρια δήλωσε ότι έμεινε έγκυος το 2016 (ερυθρό 40, 1Χ του διοικητικού φακέλου), ο θείος της ενημερώθηκε για την εγκυμοσύνη της από μέλη της οικογένειας (ερυθρό 40, 2Χ του διοικητικού φακέλου) και ήρθε στην Kinshasa να επαληθεύσει την πληροφορία (ερυθρό 40, 4Χ του διοικητικού φακέλου), ενώ οι γονείς της την έκρυψαν (ερυθρό 40, 5Χ του διοικητικού φακέλου). Σε ερωτήσεις ως προς το τι συνέβη με την άφιξη του στην Kinshasa, η Αιτήτρια ανέφερε ότι την έκρυψαν οι γονείς της και του είπαν ότι οι πληροφορίες που έχει είναι ψευδείς, με τον ίδιο να απειλεί ότι αν ανακαλύψει ότι είναι αλήθεια θα πεθάνει κόσμος (ερυθρό 40, 5Χ του διοικητικού φακέλου). Κληθείσα να εξηγήσει την απαίτησή του να την παντρευτεί και την επιθετική συμπεριφορά του στην άρνηση, η Αιτήτρια ανέφερε ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ του πατέρα της και του θείου της πριν γεννηθεί, ότι θα του δώσει το τέταρτο παιδί του να το παντρευτεί σε περίπτωση που ήταν κορίτσι, συμφωνία, η οποία πραγματοποιήθηκε προτού ο πατέρας της αλλάξει θρησκεία και γίνει χριστιανός (ερυθρό 39, 1Χ, 2Χ, και 3Χ του διοικητικού φακέλου). Σε ερωτήσεις αναφορικά με τις απειλές του θείου της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο θείος της απείλησε να κάνει κακό στον σύντροφό της, καθώς του ανήκε. Ως υποστήριξε, οι απειλές έγιναν μέσω τηλεφώνου και μετά από αυτό δεν ξαναείδε τον σύντροφό της (ερυθρό 39, 4Χ και 5Χ του διοικητικού φακέλου). Ως περαιτέρω ανέφερε η Αιτήτρια  δεν έχουν συναντηθεί ποτέ με το θείο της, την απειλούσε τηλεφωνικά ενώ η ίδια κρυβόταν. Κληθείσα να εξηγήσει τη φράση που προανέφερε «ότι ο πατέρας της αναζήτησε βοήθεια από τις αρχές», η Αιτήτρια υποστήριξε ότι αρχικά, το 2018, είχε συνάντηση με τους γηραιούς της οικογένειας (family elders) και στη συνέχεια αποφάσισε να υποβάλει παράπονο στην αστυνομία αλλά οι αρχές αρνήθηκαν να λάβουν δράση (ερυθρό 38, 5Χ του διοικητικού φακέλου). Στη συνέχεια η Αιτήτρια κλήθηκε να δώσει πληροφορίες αναφορικά με την ισχυριζόμενη απαγωγή της ίδιας και του παιδιού της, όπου υποστήριξε ότι τέλη Οκτωβρίου, αρχές Νοεμβρίου 2019, φεύγοντας από το νοσοκομείο κάποιος τους ακολουθούσε. Φτάνοντας στο σπίτι, την πήρε τηλέφωνο ο θείος της και της είπε ότι μπορεί να κατόρθωσε να δραπετεύσει, αλλά θα τη βρει (ερυθρό 37, 3Χ του διοικητικού φακέλου). Σε ερώτηση αν μετά τη φυγή της από τη χώρα άλλαξε κάτι από την πλευρά του θείου της, η Αιτήτρια απάντησε ότι εξακολουθεί να τη ψάχνει, παραθέτοντας ότι το γνωρίζει από τη μητέρα της, η οποία την ενθαρρύνει να μην επιστρέψει καθώς ο θείος συνεχίζει να τηλεφωνεί στον πατέρα της (ερυθρό 36, 2Χ του διοικητικού φακέλου).  

18.           Αξιολογώντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς της Αιτήτριας οι Καθ΄ων η αίτηση  σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορά στις κατ’ ισχυρισμόν απειλές του θείου της όταν ανακάλυψε ότι είχε επαφή και σχέση με άλλον άνδρα.  

 

19.          Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε αποδεκτός αφού δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία. Ο δεύτερος, ωστόσο, απορρίφθηκε.

 

20.          Ως προς την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, κρίθηκε πως η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με το ισχυριζόμενο γεγονός και τις απειλές που δέχθηκε.  Αναλυτικότερα, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με συνεκτικό και λεπτομερή τρόπο τις απειλές του θείου της, οι οποίες αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία εγκατάλειψης της χώρας της. Αρχικά ανέφερε ότι απείλησε τον σύντροφό της όταν έμαθε ότι είναι έγκυος, ενώ μετά τον τοκετό απειλούσε την ίδια και ήθελε να την πάρει μαζί του στο χωριό, χωρίς να παρέχει επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες. Σημειώνεται, συναφώς, ότι κληθείσα να δώσει περισσότερες πληροφορίες και να περιγράψει τις απειλές που δέχθηκε, η Αιτήτρια απλά δήλωσε ότι δεν έχει δει τον θείο της και ότι την απειλούσε μέσω τηλεφώνου, δηλώνοντας γενικά και αόριστα ότι φώναζε ότι δεν θα σταματήσει να την ψάχνει. Επιπρόσθετα, αξιολόγησαν ως αντιφατικές τις δηλώσεις της αναφορικά με το χρόνο κατά τον οποίο ο θείος της έλαβε γνώση για την εγκυμοσύνη της. Ενώ αρχικά δήλωσε ότι ενημερώθηκε και πήγε στην Kinshasa όταν ήταν έγκυος, στη συνέχεια ανέφερε ότι ενημερώθηκε όταν γέννησε. Κληθείσα να σχολιάσει την εν λόγω αντίφαση, η Αιτήτρια επανέλαβε την αρχική της δήλωση, ότι δηλαδή ο θείος ενημερώθηκε και πήγε στην Kinshasa όταν θα γεννούσε. Τέλος, ως αναφέρεται στην Έκθεση/Εισήγηση, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες για τη φερόμενη απόπειρα απαγωγής της ίδιας και του παιδιού της, ενώ δεν κατόρθωσε να τεκμηριώσει το σύνδεση του θείου της με τη φερόμενη απόπειρα. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, λόγω της προσωπικής φύσης του ισχυρισμού δεν κατέστη δυνατή η ανεύρεση πληροφοριών που να τεκμηριώνουν τις δηλώσεις της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε.

 

21.          Στη βάση του μόνου ισχυρισμού ο οποίος έγινε αποδεκτός, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, και λαμβανομένων υπόψιν εξωτερικών πηγών αναφορικά με τη χώρα καταγωγής της, αξιολογήθηκε πως δεν προκύπτει εύλογος φόβος δίωξης ή πραγματικός κίνδυνος βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στην πόλη Kinshasa.

 

22.          Ως εκ τούτου, οι Καθ’ ων η αίτηση διαπιστώνουν ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19(2)(α), (β) και (γ) του ιδίου νόμου. Ειδικότερα, διαπίστωσαν πως δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στην πόλη Kinshasa, θα αντιμετωπίσει, και μόνο λόγο της παρουσίας της εκεί, βάσιμο φόβο δίωξης ή σοβαρό κίνδυνο βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας. 

23.           Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας η Αιτήτρια δεν προέβαλε οποιοδήποτε νέο, ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό συναφή με τον πυρήνα του αιτήματός της για διεθνή προστασία. Οφείλεται εξάλλου να επισημανθεί ότι από τη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας απουσιάζει η υπαγωγή των πραγματικών περιστάσεων της υπόθεσης της Αιτήτριας στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Αφ' ης στιγμής, όπως εξηγείται, το παρόν Δικαστήριο εξετάζει την αίτηση της Αιτήτριας εξ υπαρχής, η εν λόγω ανάλυση θα έπρεπε να αποτελεί την πεμπτουσία της γραπτής αγόρευσης της Αιτήτριας, γεγονός που δεν παρατηρείται εν προκειμένω. Η ανακύκλωση των ισχυρισμών της, η γενική αναφορά σε νομολογία και η επισήμανση των κατ' ισχυρισμό σφαλμάτων της διοίκησης δεν αποτελεί νομική τεκμηρίωση και ανάλυση του δικαιώματός της να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Δεν σχολιάζεται δε με οποιοδήποτε τρόπο το εύρημα αναξιοπιστίας εκ των ουσιωδών ισχυρισμών της Αιτήτριας.  

 

24.          Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου και  υπό το φως των ανωτέρω, καταλήγω αρχικά ότι ορθώς η Αιτήτρια κρίθηκε ως αξιόπιστη ως προς τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της, ήτοι τα προσωπικά της στοιχεία, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της, για τους λόγους που αναλύονται στη σχετική εισηγητική έκθεση, η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης.

 

25.          Ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, ορθότερη περιγραφή αυτού, η οποία παρουσιάζει καλύτερα το αφήγημα της Αιτήτριας, είναι η κατ’ ισχυρισμό δίωξη της Αιτήτριας από το θείο της,  προκειμένου να την εξαναγκάσει σε γάμο.  Σημειώνεται ότι παρά τη διαφορετική διατύπωση του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, τα στοιχεία που εξετάζονται κατωτέρω δεν διαφοροποιούνται ουσιωδώς από τα επιμέρους στοιχεία που ήδη εξέτασε η διοίκηση.

26.          Ως προς την εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας, σημειώνεται ότι οι περιγραφή της ως προς τις απειλές του θείου  της στερούνται περιγραφικής λεπτομέρειας και συνοχής κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματική εμπειρία της Αιτήτριας. Σημειώνεται εξάλλου η αντίφαση των δηλώσεών της ως προς το χρόνο που έλαβε γνώση ο θείος για το γεγονός της εγκυμοσύνης της, σε ένα σημείο της συνέντευξής της ανέφερε ότι το πληροφορήθηκε όσο ήταν ακόμα ήταν έγκυος ενώ σε άλλο σημείο δήλωσε ότι το πληροφορήθηκε όταν πλέον η Αιτήτρια είχε γεννήσει. Σημειώνεται δε, ότι η Αιτήτρια γέννησε το 2016 και επί τέσσερα έτη μέχρι την έξοδό της από τη χώρα της εξακολουθούσε να παραμένει εκεί. Μη συνεκτικές είναι οι δηλώσεις της ότι από τότε που γέννησε το παιδί της το 2016 η ίδια κρυβόταν από το θείο της προκειμένου να μην την εντοπίσει, καθώς διέθετε τα μέσα εντοπισμού της οπουδήποτε. Ωστόσο, ερωτηθείσα αναφορικά με την επαγγελματική της ενασχόληση, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εργαζόταν από το 2015 έως το 2019 σε κατάστημα ως εμπορικός λειτουργός και στη συνέχεια ως ταμίας  (ερ. 44 του διοικητικού φακέλου). Επίσης τόσο το περιεχόμενο των απειλών που έστρεφε εναντίον της είναι γενικό και μέσω τηλεφώνου, ενώ μη ευλογοφανής παρίσταται και η αναφορά της Αιτήτριας ότι ο θείος της, ενώ γνώριζε που μένει η ίδια και η οικογένειάς της περιοριζόταν σε τηλεφωνικές απειλές. Με γενικότητα και αοριστία παρουσιάζεται το περιστατικό της κατ΄ ισχυρισμόν απόπειρας απαγωγής της Αιτήτριας και του παιδιού της, καθώς η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με λεπτομέρεια το συμβάν ούτε ευλόγως προκύπτει η διασύνδεση του θείου της με τα τρίτα πρόσωπα που κατ΄ ισχυρισμόν την δίωκαν. Επιπρόσθετα, δεν διασαφηνίζεται  πώς ήταν δυνατό ο απεσταλμένος από το θείο της να την εντοπίσει έξω από το νοσοκομείο και πώς γνώριζε ότι βρισκόταν η ίδια και το παιδί της εκεί. Η μόνη ένδειξη που υπάρχει είναι ένα τηλεφώνημα που κατ’ ισχυρισμόν έλαβε η Αιτήτρια αμέσως μετά από το θείο της. Όλες οι λοιπές περιστάσεις του συμβάντος  παραμένουν γενικές και στερούνται ευλοφάνειας. Τονίζεται δε ότι η Αιτήτρια δια της συνηγόρου της σε κανένα σημείο δεν σχολιάζει ειδικά και συγκεκριμένα τις εντοπισθείσες από τους Καθ’ ων η αιτηση ασάφειες. 

27.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο διεξήγαγε έρευνα όσον αφορά τους εξαναγκαστικούς ή/και αιμομικτικούς γάμους στη φυλή Luba, η οποία αποτελεί την εθνοτική καταγωγή της Αιτήτριας. Σύμφωνα με Έκθεση του Συμβουλίου Μετανάστευσης και Προσφύγων του Καναδά (Immigration and Refugee Board of Canada) η οποία κάνει αναφορά σε Καθηγητή Πανεπιστημίου των Βρυξελλών (Professor, Université libre de Bruxelles. 8 April 2014. Correspondence with the Research Directorate) «Ο καθηγητής ανέφερε ότι ‘δύσκολα θα έλεγε’ γίνονται καταναγκαστικοί γάμοι από τους Luba […] και ότι ‘εξαρτάται από την περιοχή, αν είναι αγροτική ή αστική περιοχή, και από το κοινωνικό περιβάλλον’».[1] Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι δεν γίνεται καμιά αναφορά σε αιμομικτικούς γάμους. Συνεπώς, με βάσει τις διαθέσιμες πληροφορίες ούτε η εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού τεκμηριώνεται.  

28.          Ως προς το προσωπικό προφίλ της Αιτήτριας, ειδικότερα ως γυναίκα μόνη με παιδί, το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές αναφορικά με τις συνθήκες και την κοινωνική στάση που επικρατεί στην Kinshasa. Σύμφωνα με έκθεση για τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες για τις γυναίκες στην Kinshasa, το πλαίσιο εργασίας έχει εξελιχθεί, με νόμους κατά των διακρίσεων να θεσπίζονται το 2017. Ωστόσο, η Κυβέρνηση δεν έχει επαρκώς επιβάλλει την εφαρμογή της νομοθεσίας με αποτέλεσμα οι γυναίκες να αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά την ανεύρεση εργασίας ενώ λαμβάνουν χαμηλότερες απολαβές από τους άντρες συναδέλφους τους. Παράλληλα, τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας συνεχίζουν να είναι συχνά. Η πλειοψηφία των γυναικών στην Kinshasa απασχολείται άτυπα με μικροαγορές στο εμπόριο, στα χωράφια ή στις φάρμες. Τα υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού και φτώχειας είχαν ως αποτέλεσμα οι γυναίκες να ανοίγουν μικρούς πάγκους στην αγορά ή μπροστά στα σπίτια τους. Οι ημερήσιες τους απολαβές ξοδεύονται την ίδια μέρα.[2] Επιπρόσθετα, οι ανύπαντρες γυναίκες στην Kinshasa συχνά βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση, γι' αυτό πολλές γυναίκες, από υπεύθυνες/επικεφαλής του νοικοκυριού, προσποιούνται ότι είναι παντρεμένες σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τον στιγματισμό και να μειώσουν την ευαλωτότητα.[3] Ωστόσο, η Αιτήτρια, όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, δεν πρόκειται για μια γυναίκα μόνη χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο. Αντιθέτως, φαίνεται πως η Αιτήτρια διαθέτει οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον στην Kinshasa, τον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής της, καθότι το παιδί της εξακολουθεί να μένει με τη μητέρα της, ενώ υπάρχει καθημερινή επικοινωνία. Συνεπώς, δεν γίνεται λόγος για γυναίκα μόνη με στοιχεία ευαλωτότητας που αυξάνουν τον κίνδυνο να υποστεί πράξεις δίωξης ή σοβαρής βλάβης, αλλά για γυναίκα ενήλικη, μορφωμένη, με επαγγελματική πείρα και με συγγενείς που δύνανται να τη συνδράμουν σε ένα οικείο για αυτήν περιβάλλον.

 

29.          Επιπλέον ως προς το θρήσκευμα της, χριστιανή προτεστάντης, ο προτεσταντισμός αποτελεί μια από τις βασικές θρησκείες στη Λ.Δ.Κ. Σύμφωνα με έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για τη Θρησκευτική Ελευθερία στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό για το 2022, 55% του πληθυσμού είναι καθολικοί, 32% προτεστάντες, και 2% μουσουλμάνοι.[4] Ως προς την εθνοτική της καταγωγή ως μέλος της φυλής Luba , σημειώνεται ότι  δεν εντοπίστηκαν οποιεσδήποτε πληροφορίες που να παραπέμπουν σε εμπλοκή της εθνοτικής φυλής της Αιτήτριας, σε εσωτερικές διενέξεις, ή διακρίσεις εναντίον ατόμων που ανήκουν στην εν λόγω φυλή. Σημειώνεται, ότι ούτε η Αιτήτρια πρόβαλε οποιοδήποτε υποκειμενικό φόβο προς αυτή την κατεύθυνση.

 

 

30.           Ως προς την κατάσταση ασφαλείας, και εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Kinshasa, τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, εκ των οποίων προέκυψε ότι, η έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, αναφέρει: «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον αριθμού ενόπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Kinshasa».[5] Επιπρόσθετα, Έκθεση (2022) της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ αναφέρει ότι ένοπλες συγκρούσεις στη ΛΔΚ εντοπίζονται στις περιοχές  Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï and Mai-Ndombe χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Kinshasa.[6] Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Kinshasa δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.

31.          Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), τη χρονική περίοδο 5.4.2023 – 5.4.2024 καταγράφηκαν στην πόλη Kinshasa 103 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 69 ανθρώπινες ζωές. Τα 103 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 26 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 1 ανθρώπινη απώλεια, 48 διαμαρτυρίες (protests), 21 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 48 ανθρώπινες απώλειες, και 8 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 20 ανθρώπινες απώλειες.[7] Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της πόλης Kinshasa ανέρχεται σήμερα (2024) σε περίπου 17.032.000 κατοίκους[8],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (69 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

 

32.          Προχωρώντας στην νομική ανάλυση στη βάση της ανωτέρω αξιολόγησης  κινδύνου, διαπιστώνεται ότι δεν προκύπτει σε σχέση με την Αιτήτρια βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής της στη χώρα καταγωγής της για έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικώς αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

33.          Ειδικότερα επισημαίνεται ότι, η έννοια του «βάσιμου φόβου» του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει δύο πτυχές, οι οποίες διακρίνονται ως το «υποκειμενικό» και το «αντικειμενικό» στοιχείο της έννοιας. Η αξιολόγηση επικεντρώνεται στο κατά πόσον ο φόβος είναι «βάσιμος» ή όχι (δηλαδή στο αντικειμενικό στοιχείο). Η υποκειμενική πτυχή αφορά στον φόβο που αισθάνεται ο αιτών / η αιτούσα. Ο  υποκειμενικός φόβος του αιτούντος/ της αιτούσας πρέπει να τεκμηριώνεται ωστόσο αντικειμενικά προκειμένου να θεωρηθεί «βάσιμος». Εν προκειμένω, όπως επισημαίνεται ανωτέρω, ο φόβος δίωξής της Αιτήτριας από τον θείο της κρίνεται ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος. Εκ των λοιπών στοιχείων, δεν προκύπτει άλλωστε οποιαδήποτε πράξη παρελθούσας δίωξης της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής από οποιοδήποτε, κρατικό ή μη, φορέα. Ιδίως δεν αποτελεί δίωξη για κάποιους από τους λόγους που δικαιολογεί υπαγωγή στο καθεστώς του πρόσφυγα.

34.          Επιπρόσθετα, δεν τεκμηριώνεται ούτε η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς η Αιτήτρια δεν στοιχειοθετεί, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειας της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

35.          Ειδικότερα, από το προαναφερόμενο ιστορικό και επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής η Αιτήτρια θα εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου].

 

36.          Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία λόγω ένοπλης σύρραξης στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ο βαθμός της οποίας είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιθανολογείται ότι εάν επιστρέψει στην Kinshasa, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43].

 

37.          Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

38.          Σημειώνεται συναφώς ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως  «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».

 

39.          Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

40.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

41.          Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

42.          Επί τη βάσει των πληροφοριών από τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ως αυτές παρατέθηκαν ανωτέρω κατά την αξιολόγηση του κινδύνου σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, προκύπτει πως η πόλη δεν επηρεάζεται από κάποια εσωτερική ή διεθνή ένοπλη σύρραξη (Απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση, Diakite, C‑285/12, ημερ. 30.1.2014, σκ.19). Λαμβάνοντας δε υπόψιν τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας σε σχέση και με το συνολικό πληθυσμό στην εν λόγω περιοχή, συνδυαστικά με τη φύση των εν λόγω περιστατικών, δεν προκύπτει ότι ασκείται αδιάκριτη βία ούτως ώστε η Αιτήτρια να αντιμετωπίζει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής απειλής κατά το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων νόμου.

43.          Αλλά και όλως επικουρικώς των ανωτέρω, δεν εντοπίζω οποιοδήποτε παράγοντα επίτασης κινδύνου εξετάζοντας τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, διαπιστώνοντας ότι αυτή είναι ενήλικη γυναίκα, υγιής, νεαρής ηλικίας, με ικανοποιητικό μορφωτικό επίπεδο, εργασιακή πείρα και οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο.

44.          Πέραν των ανωτέρω, σημειώνεται ότι, εν πάσει περιπτώσει, είναι δυνατή η επιστροφή της Αιτήτριας και σε κάποια άλλη περιοχή της Λ.Δ.Κ, όπου δεν θα ήταν δυνατός ο εντοπισμός της από τον κατ' ισχυρισμό φορέα δίωξής της, και στην οποία η Αιτήτρια θα μπορούσε, συνεπώς, να εγκατασταθεί με ασφάλεια.  Λαμβανομένων δε υπόψη και των προσωπικών περιστάσεων της Αιτήτριας, όπως αναφέρονται και ανωτέρω, ως παράδειγμα τέτοιας περιοχής αναφέρεται η πόλη Lubumbashi και δεδομένου ότι ο φορέας δίωξης είναι ιδιώτης, ήτοι ο θείος της, θεωρείται ότι στη συγκεκριμένη πόλη η Αιτήτρια θα μπορούσε να απολαύσει ένα αποδεκτό επίπεδο διαβίωσης χωρίς να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε πράξη δίωξης  καθώς ο φορέας δίωξής της δεν θα είχε τη δυνατότητα να την εντοπίσει και να την στοχοποιήσει περαιτέρω. Ούτε ενδέχεται άλλωστε η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη στην εν λόγω περιοχή καθώς,  βάσει των πληροφοριών που αντλήθηκαν, οι ένοπλες συρράξεις στη χώρα καταγωγής εντοπίζονται στο δυτικό τμήμα της χώρας καταγωγής και όχι στην πόλη Lubumbashi, η οποία αποτελεί την πρωτεύουσα της περιφέρειας Haut - Katanga και εντοπίζεται στο Νότο. Προς εξακρίβωση της κατάστασης ασφαλείας στην εν λόγω περιοχή, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα εξωτερικών πηγών πληροφόρησης από τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project). Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 5.4.2023 – 5.4.2024 στην επαρχία Haut-Katanga της Λ.Δ.Κ, όπου βρίσκεται η πόλη Lubumbashi, καταγράφηκαν τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο 36 περιστατικά ασφαλείας τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια 13 ανθρώπινων ζωών.[9] Ο εξαιρετικά χαμηλός αριθμός των συμβάντων - σε συνδυασμό πάντα με τον πληθυσμό στη εν λόγω επαρχία, ο οποίος σύμφωνα με προβλέψεις ανερχόταν στα 5,718,800 (2020)[10] καταδεικνύει ότι στην εν λόγω περιοχή δεν λαμβάνουν χώρα συνθήκες αδιάκριτης βίας υπό τη μορφή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης που θα μπορούσαν να θέσουν τη ζωή της Αιτήτριας σε κίνδυνο, λόγω και μόνο της παρουσίας της στην επαρχία αυτή.

45.          Βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών δεδομένων, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής  της Αιτήτριας λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Επικουρικώς αναφέρεται ότι καμιά από τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας δεν αποτελούν δεδομένα επίτασης κινδύνου.

46.          Περαιτέρω, η Αιτήτρια υποστηρίζει πως όφειλε να της χορηγηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Επισημαίνεται εξάλλου ότι δεν πρόκειται για περίπτωση σε σχέση με την οποία θα μπορούσε να χορηγηθεί το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Όπως εναργώς προκύπτει από το ίδιο εδάφιο (4) του άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου, το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτών άσυλο υποβάλει όλα τα διαθέσιμα απ’ αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτηση του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος.

47.          Το ευεργέτημα της αμφιβολίας χορηγείται εκεί όπου ο αιτών άσυλο καταβάλλει πραγματική προσπάθεια να τεκμηριώσει την προσωπική του ιστορία, η οποία βεβαίως δικαιολογεί καταρχήν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας και όταν, εντούτοις, υπάρχουν κενά και έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων προς τεκμηρίωση των συναφών ισχυρισμών. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια δεν πρόβαλε κατά τρόπο αξιόπιστο είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, είτε της παρούσης διαδικασίας οποιουσδήποτε ισχυρισμούς οι οποίοι θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας, ώστε το έλλειμα των στοιχείων προς τεκμηρίωση συγκεκριμένων ισχυρισμών να καλυφθεί από το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Συνεπώς, ορθώς δεν χορηγήθηκε στην περίπτωση της.

48.          Υπό το φως των ανωτέρω, η εξέταση των επιμέρους λόγων προσφυγής που εγείρονται για του λόγους που αναφέρονται ανωτέρω καθίσταται αλυσιτελή.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με € 1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 Κ. Κ. Κλεάνθους,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.    

 

          



[1] Immigration and Refugee Board of Canada, Democratic Republic of the Congo: Marriage practices among the Luba, including frequency of forced marriage for adult women, as well as the possibility for a person to marry someone of a different ethnicity or from a different region; recourse available to Luba women in cases of forced marriage, including levirate marriage (2010-April 2014) [COD104852.E], 1 May 2014, “The Professor indicated that he would "hardly say" that forced marriage is practiced by the Luba in Kasaï and that "it certainly depends on the rural/urban divides, and inside the city, on social milieus", https://www.ecoi.net/en/document/1163389.html [Ημερομηνία Πρόσβασης: 15.4.2024]

[2] Democratic Republic of the Congo, Socioeconomic conditions in Kinshasa, October 2022, https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf [Ημερομηνία Πρόσβασης: 15.4.2024]

[3] Ibid, σελ.29

[4] U.S. Department of State, 2022 Report on International Religious Freedom: Sierra Leone, «According to the 2012 census, the most recent, 55 percent of the native-born population are Catholic, 32 percent Protestant (of whom approximately 33 percent belong to evangelical Christian churches), and 2 percent Muslim.»,  https://www.state.gov/reports/2022-report-on-international-religious-freedom/democratic-republic-of-the-congo/ , [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.4.2024]

[5] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.4.2024]

[6] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2022, n.d. διαθέσιμο σε https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/,  [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.4.2024]

[7] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 5.4.2023 – 5.4.2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa – Democratic Republic of Congo – Kinshasa) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.4.2024]

[8] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.4.2024]

[9] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 5.4.2023 – 5.4.2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa – Democratic Republic of Congo – Haut Katanga) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.4.2024]

[10] City Population, https://www.citypopulation.de/en/drcongo/cities/ [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.4.2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο