ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                                     Υπόθεση Αρ.:  7692/21

 

29 Απριλίου, 2024

 

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

Μ.Ν.

 

Αιτητής

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

                                                     μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Ε. Αριστείδου (κα) για Σ. Σαμψών & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για τον Αιτητή

Κ. Φράγκου (κα), για Μ. Τρεμούρη (κα), για Κ. Χριστοφορίδη (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 15/10/2021, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή αυθημερόν, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση και από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσιο των διευκρινίσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό («εφεξής ΛΔΚ») και στις 19/06/2019, ενόσω βρισκόταν στο καταφύγιο/ κέντρο φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 04/09/2019 και αφού προηγουμένως δόθηκε η συγκατάθεση του Αιτητή και της εκπροσώπου/ κηδεμόνα του, αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, διεξήγαγε συνέντευξη στον Αιτητή, με σκοπό τον προσδιορισμό της ηλικίας του.  Αυθημερόν, αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, απέστειλε επιστολή στις Ιατρικές Υπηρεσίες και στις Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, σχετικά με την διεξαγωγή ιατρικών εξετάσεων για τον προσδιορισμό της ηλικίας του Αιτητή.  Στις 09/09/2019, ο Αιτητής υποβλήθηκε στις απαιτούμενες εξετάσεις και αυθημερόν το τμήμα Οδοντιατρικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας, απέστειλε επιστολή προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, με την οποία τον ενημέρωνε για το πόρισμα των εξετάσεων και συγκεκριμένα ότι ο ανήλικος επρόκειτο για άτομο άνω των δεκαοκτώ (18) ετών και άρα ήταν ενήλικος.  Στις 16/09/2019, αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, ετοίμασε τελική Έκθεση - Αξιολόγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία υιοθετήθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου αυθημερόν. Στις 17/09/2019, αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στα πλαίσια συνέντευξης, ενημέρωσε τον Αιτητή ότι οι ιατρικές εξετάσεις κατέδειξαν ότι επρόκειτο για ενήλικο άτομο και επομένως,  ήταν υποχρεωμένη να καταγράψει ως ημερομηνία γέννησής του την 01/01/2001.  Στις 09/08/2021, αρμόδιος λειτουργός της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO), πλέον Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA), διεξήγαγε συνέντευξη στον Αιτητή και στις 26/08/2021, συνέταξε Έκθεση – Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή.  Στις 06/09/2021, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή και στις 15/10/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε από τον Αιτητή αυθημερόν. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Οι συνήγοροι του Αιτητή με την προσφυγή και την γραπτή τους αγόρευση διατείνονται ότι υπήρξαν διάφορες πλημμέλειες της διαδικασίας ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, όπως η παραβίαση του δικαιώματος του Αιτητή ως προς την παράθεση των ισχυρισμών του με πληρότητα αλλά και του δικαιώματός του να ακουστεί, η παράλειψη παράθεσης πληροφοριών στον Αιτητή σχετικά με τις ιατρικές εξετάσεις στις οποίες θα υποβαλλόταν και η σύγκρουση συμφερόντων της κηδεμόνα της ΥΚΕ με αυτά του Αιτητή. Επιπλέον, όσον αφορά την εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών του Αιτητή, οι συνήγοροί του υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να δοθεί στον Αιτητή το ευεργέτημα της αμφιβολίας, αφού παρουσίασε με ειλικρίνεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια το πρόβλημα που αντιμετώπιζε στη χώρα καταγωγής του και από την αρχή μέχρι το τέλος ουδέποτε άλλαξε τις θέσεις του για τους λόγους για τους οποίους υπέβαλε αίτημα για διεθνή προστασία.  Αναφέρουν δε ότι η απόφαση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα, εφόσον οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν προέβησαν σε έρευνα επί των ισχυρισμών του Αιτητή και παρέλειψαν να εξετάσουν το κατά πόσο ο φόβος δίωξης του ήταν βάσιμος και αποτελούσε δίωξη υπό την έννοια του νόμου. Ισχυρίζονται, ακόμη ότι η διοίκηση δεν ερεύνησε επαρκώς το ενδεχόμενο αναγνώρισης συμπληρωματικής προστασίας.  Τέλος, προωθούν την αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την επίδικη.

Οι Καθ' ων η Αίτηση υποβάλλουν ότι η απόφαση του αρμόδιου οργάνου λήφθηκε ορθά και νόμιμα κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η Αίτηση κατ' εφαρμογή των αρχών του Διοικητικού Δικαίου και αφού λήφθηκαν υπόψιν όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.  Αναφέρουν ακόμη, ότι στην προσφυγή του ο Αιτητής δεν ήγειρε τους νομικούς του ισχυρισμούς σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και παρέλειψε να ακολουθήσει τις πρόνοιες του Κανονισμού 6 των περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 και ως εκ τούτου οι λόγοι ακύρωσης δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο.  Τονίζουν δε ότι το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών προς υποστήριξη της αίτησης βαραίνει τον Αιτητή, ο οποίος δεν κατάφερε να το αποσείσει και να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000] ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου. Επομένως, ως υποστηρίζουν, ορθά και εύλογα οι Καθ' ων η Αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρεχόταν από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα.  Καταλήγοντας, τονίζουν ότι ο Αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 και του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000] για παραχώρηση καθεστώτος πολιτικού πρόσφυγα και συμπληρωματικής προστασίας αντιστοίχως, αφού οι ισχυρισμοί που προέβαλε δεν ενέπιπταν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 αλλά ούτε και στον περί Προσφύγων Νόμο.

Με την απαντητική τους αγόρευση οι συνήγοροι του Αιτητή, αντιτείνουν ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας.  Περαιτέρω, υποβάλλουν την πλήρη συμμόρφωση της προσφυγής τόσο με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 όσο και με τον Κανονισμό 6 των περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.  Προσθέτουν ότι ο Αιτητής ικανοποίησε το βάρος απόδειξης που του αναλογούσε και όσα ήθελε να αποδείξει για να αποσείσει αυτό το βάρος τα απέδειξε.  Τέλος, προωθούν ότι ο Αιτητής κατά την υποβολή της αίτησής του και για τους αμέσως επόμενους 4 μήνες ήταν ανήλικος και ως τέτοιος θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί.

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Εκ προοιμίου επισημαίνω ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες.  Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς  Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, , Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 , Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007). 

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, , Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 επιβάλλει, όπως τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή του εκάστοτε αιτητή εξειδικεύονται και αιτιολογούνται πλήρως στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας. Η έννοια του Κανονισμού είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια των επίδικων θεμάτων (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται ο εκάστοτε λόγος ακύρωσης, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικές και αόριστες τοποθετήσεις [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018].

Βάσει του Κανονισμού 6 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, επιπλέον, κάθε γραπτή αγόρευση θα χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικά.  Η γραπτή αγόρευση του Αιτητή δεν συμμορφώνεται με την ως άνω απαίτηση του Κανονισμού 6, με όλους τους ισχυρισμούς στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή να αναπτύσσονται υπό μορφή ενιαίου κειμένου.

Επιπλέον επισημαίνεται, η περίμετρος των ζητημάτων που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο καθορίζονται και σε αυτή την περίπτωση καταρχήν από τα δικόγραφα των διαδίκων (Δημοκρατία κ.ά. ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598). Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως τα οποία δύναται το δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως κάτω και πάλι από συγκεκριμένες προϋποθέσεις. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260 και «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247» 

Εν προκειμένω, κρίνω, ότι τα εγειρόμενα νομικά σημεία περί έλλειψης δέουσας έρευνας, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής έρευνα σε συνάρτηση με τους ειδικούς ισχυρισμούς που εγείρει ο Αιτητής και τα γεγονότα που προβάλλει αναφορικά με την υποστήριξη των νομικών αυτών σημείων, αποτελούν επαρκή εξειδίκευση των υπό αναφορά νομικών σημείων που αυτός προωθεί (Βλ. συναφώς Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997).  Αποτελεί βεβαίως διακριτό γεγονός το κατά πόσον οι ισχυρισμοί που εγείρονται και τα γεγονότα που προβάλλονται αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός του για άσυλο, επαρκούν για την αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και κατά πόσον αυτοί τεκμηριώνονται.  

Ως προς τους πιο πάνω λόγους προσφυγής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).

Αναφορικά δε, με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο, διακρίνω ότι ως λόγος ακύρωσης στερείται βασιμότητας και ως εκ τούτου απορρίπτεται. Βέβαια ως ισχυρισμός που άπτεται της δημόσιας τάξης, εξετάζεται σε κάθε περίπτωση αυτεπαγγέλτως, ακόμα και αν δεν είναι δεόντως δικογραφημένος και κατά προτεραιότητα ενόψει του ότι, στην απουσία σχετικής αρμοδιότητας, δεν μπορεί να γίνεται καν λόγος για απόφαση. Σε συμφωνία και με τα όσα προβάλλουν οι Καθ' ων η Αίτηση, διαπιστώνω ότι το υποβληθέν στην υπό κρίση υπόθεση Σημείωμα / Εισήγηση της αρμόδιας Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 06/09/2021, φέρει στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας σφραγίδα με την ένδειξη «ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ», καθώς και σχετική μονογραφή με ημερομηνία έγκρισης από Λειτουργό που ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών να εκδίδει αποφάσεις επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, δυνάμει ρητής διάταξης νόμου, ήτοι του ερμηνευτικού άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου (που προνοεί ότι «"Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·»), ως επιβάλλει το εδάφιο (4) του άρθρου 17 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999, σε συνδυασμό και με το άρθρο 3(2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962). Κρίνω επίσης αναγκαία την παραπομπή στο άρθρο 17(8) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 [Ν. 158(Ι)/1999, ως έχει τροποποιηθεί], σύμφωνα με το οποίο:

«Δε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα.»

Από τα στοιχεία που βρίσκονται καταχωρημένα στο διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου προκύπτει ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, η αρμόδια Λειτουργός, η οποία προέβη σε εξέταση του αιτήματος του Αιτητή για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, ετοίμασε Σημείωμα / Εισήγηση, στη βάση των ενώπιον της στοιχείων, καταλήγοντας σε σχετική εισήγηση επί του εν λόγω αιτήματος του Αιτητή, την οποία ενέκρινε, υιοθετώντας ουσιαστικά το περιεχόμενο του εν λόγω Σημειώματος / Εισήγησης, η δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών Λειτουργός κα Αναστασία Ανδρέου. Η έγκριση δε της εισήγησης για έκδοση της επίδικης απόφασης, ενσωματώνει στην ουσία και το Σημείωμα / Εισήγηση της αρμόδιας Λειτουργού.

Περαιτέρω, έχω εντοπίσει στον διοικητικό φάκελο του Αιτητή αντίγραφο του εν λόγω  εγγράφου εξουσιοδότησης της κα Αναστασίας Ανδρέου υπογεγραμμένο από τον αρμόδιο Υπουργό σημειωμένο ως ερυθρό 83. Το έγγραφο της εξουσιοδότησης φέρει ημερομηνία επιστολής 13/10/2020 η οποία αποτελεί νόμιμη εξουσιοδότηση αφού το περιεχόμενο της έχει εγκριθεί από τον τότε Υπουργό Εσωτερικών με υπογραφή του.  

Το ζήτημα  αυτό εξετάστηκε και στην υπόθεση υπ' αριθμόν ΔΔΠ 190/19, G.Dv. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 18/9/2020 από την αδελφή Δικαστή  Μ. Παπαντωνίου και στην υπ’ αριθμόν 577/20 D.Sv. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 28/9/2020 από την αδελφή Δικαστή Χρ. Μιχαηλίδου των οποίων τις αποφάσεις υιοθετώ και παραθέτω το σχετικό απόσπασμα της τελευταίας:

 «…Όσον αφορά την αμφισβήτηση της εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών της κυρίας Αναστασίας (Νατάσας) Ανδρέου, η οποία εγκρίνει την έκθεση-εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού θα πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Το άρθρο 2 του Περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, ερμηνεύει κάποιες σημαντικές έννοιες ως κατωτέρω, οι οποίες είναι χρήσιμες για τον προβαλλόμενο υπό εξέταση ισχυρισμό (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 Όταν ο Νόμος αναθέτει την άσκηση εξουσίας σε συγκεκριμένο όργανο, τότε αυτή η εξουσία δεν μπορεί να μεταβιβαστεί σε οποιοδήποτε άλλο όργανο χωρίς να υπάρχει ρητή διάταξη νόμου που να επιτρέπει κάτι τέτοιο (άρθρο 17 (4), του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999).  Σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, ως τις έχω παραθέσει ο περί Προσφύγων Νόμος, Ν. 6 (Ι)/2000, όχι μόνο δεν απαγορεύει ρητά την εκχώρηση των εξουσιών του Προϊσταμένου, αλλά αντιθέτως την επιτρέπει (βλ. Α.Ε. αρ. 2115, μεταξύ Ανδρούλλας Ζηνοβίου -ν- Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2/10/1997 (1997) 3 Α.Α.Δ 385). 

Με την επιστολή ημερομηνίας 9/10/2018 (ερυθρό 25 του διοικητικού φακέλου υπ' αριθμόν F2002862 και ερυθρό 146 του Γενικού Φακέλου υπ' αριθμόν 15.15.01,15.06.001) ζητείται από τον αρμόδιο Υπουργό να ορίσει  ένα ακόμη λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου για έκδοση αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας, βάσει του άρθρου 2 του περί Προσφύγων Νόμου.  Στη συνέχεια, στην ίδια επιστολή προτείνεται όπως ο κύριος Ανδρέας Γεωργιάδης, με αντικαταστάτρια του την κυρία Νατάσα Ανδρέου να εκτελεί τα καθήκοντα Προϊσταμένου, στα πλαίσια έκδοσης αποφάσεων επί αιτημάτων διεθνούς προστασίας.  Η προαναφερόμενη επιστολή ημερομηνίας 9/10/2018, είναι μέρος τόσο του διοικητικού φακέλου που αφορά την αιτήτρια όσο και του Γενικού Φακέλου με αριθμό 15.15.01 και φέρει σφραγίδα του Υπουργείου Εσωτερικών, Γραφείο Υπουργού, με ένδειξη «εγκρίνεται», ημερομηνίας 10/10 και υπογραφή του τότε Υπουργού Εσωτερικών κύριου Πετρίδη.

Είναι προφανές, πως η εισήγηση αυτή προς τον Υπουργό γίνεται με ανορθόδοξο τρόπο από την εκπρόσωπο του Προϊσταμένου.  Παρ' όλα αυτά το περιεχόμενο της επιστολής αυτής εγκρίθηκε από τον τότε αρμόδιο Υπουργό όπως φαίνεται από το όνομα στην υπογραφή.  Συνεπώς, από το ερυθρό 146 του Γενικού Φακέλου προκύπτει η ταυτότητα του υπογράφοντος τότε Υπουργού Εσωτερικών αλλά και του χρόνου θέσεως της υπογραφής επί του συγκεκριμένου εγγράφου, δηλαδή 10/10/2018.

Επί παρόμοιου νομικού ισχυρισμού σε άλλη προσφυγή που επίσης αφορούσε πρόσφατη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η αδελφή Δικαστής κα Παπαντωνίου εξέδωσε απόφαση στην προσφυγή υπ’ αριθμόν ΔΔΠ 190/19, G.Dv. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 18/9/2020…»

Με δεδομένο ότι στην παρούσα προνοείται ρητά εκ του νόμου η σχετική δυνατότητα του Υπουργού να εξουσιοδοτεί προς τούτο οιονδήποτε αρμόδιο λειτουργό να εξασκεί τα καθήκοντα του προϊστάμενου, και εκ της συνδυασμένης ανάγνωσης του αρ.3 (2) του περί Εκχωρήσεως της ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμου του 1962 (23/1962) και του αρ.17 (4) περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999), δεν χωρεί αμφιβολία ότι η σχετική εξουσιοδότηση προς τον εγκρίνων την σχετική έκθεση-εισήγηση και δια τούτο, ως κατωτέρω εξηγείται, λαμβάνουσα την προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι εφικτή και νόμιμη. (Βλ. Απόφαση στην. Α.Ε. αρ. 2115, Ανδρούλλας Ζηνόβιου ν Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 2.10.1997, (1997) 3 Α.Α.Δ 385 και M.J.H. vs. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 317/2020, απόφαση 30/11/2020 του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας)

Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί έλλειψης πρακτικού λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, αρχικά παρατηρώ ότι ο εν λόγω ισχυρισμός είναι γενικός και προβάλλεται αόριστα, χωρίς να συγκεκριμενοποιούνται ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που ελλείπουν. Επίσης, κρίνω ότι αυτός δεν ευσταθεί και απορρίπτεται, ο δεόντως εξουσιοδοτημένος λειτουργός, έλαβε την απόφαση υιοθετώντας την έκθεση που ετοίμασε η αρμόδια λειτουργός της Ε.Υ.Α.Α. και ουδεμία αμφιβολία υφίσταται αναφορικά με τις συνθήκες έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης.

Σχετική είναι και η απόφαση στην υπ. αριθμό 577/20 προσφυγή όπου η  αδερφή Δικαστής Χρ. Μιχαηλίδου παραπέμπει στην  υπόθεση υπ' αριθμόν 718/12, Svetoslav Stoyanov v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26/2/2014, όπου αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:

«Το πρώτο αφορά την αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την υπό κρίση απόφαση και την μη ύπαρξη άρτιου πρακτικού ώστε να υπάρχει αδυναμία άσκησης δικαστικού ελέγχου.  Λέγει συναφώς ο αιτητής ότι το Τεκμήριο 15 στην ένσταση αποτελείται από ένα σημείωμα της Διευθύντριας και μια χειρόγραφη και δυσανάγνωστη γραφή ώστε να μη φαίνεται ποιος, πότε και με ποια εξουσία ή αρμοδιότητα την έθεσε  που αναφέρει, «21/2/2012 Εγκρίνεται.».

[...]

Το σημείωμα της Διευθύντριας στο σύνολο του εγκρίθηκε και είναι σαφές ότι στα πλαίσια του τεκμήριου της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, ο Υπουργός Εσωτερικών προς τον οποίο απευθύνεται το σημείωμα, ενέκρινε το κείμενο, το περιεχόμενο του, την αιτιολογία και τις εισηγήσεις της Διευθύντριας. Η αρμοδιότητα ήταν και παρέμεινε στον Υπουργό, γι΄ αυτό άλλωστε η Διευθύντρια ορθά υπέβαλε το σημείωμα με «εισήγηση» και μόνο και για «έγκριση», εφόσον βεβαίως συμφωνούσε ο Υπουργός.  Η επανάληψη του περιεχομένου της εισήγησης της Διευθύντριας σ΄ άλλο έγγραφο που θα υπέγραφε ο Υπουργός θα ήταν απλώς σχολαστική επαναδιατύπωση των αυτών δεδομένων. Πρόκειτο για μια διοικητική πράξη διόρθωσης του νομικού προβλήματος που είχε προκύψει και επανέθετε το ζήτημα στην ορθή του διάσταση από νομικής άποψης.  Ο Υπουργός συμφώνησε με την εισήγηση και δεν δικαιολογείται αντίκρυση του ζητήματος με τη σκέψη ότι ο Υπουργός απλώς ενήργησε ως μηχανικώς σφραγίσας το σημείωμα.

[...]

Χρήσιμο είναι να παραθέσω απόσπασμα από την υπόθεση υπ' αριθμόν 549/16, Βραχίμης v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 11/9/2018, στην οποία μεταξύ άλλων λέχθηκαν τα εξής:

«Από πουθενά δεν προκύπτει η παραβίαση οποιασδήποτε κανονιστικής ή και νομοθετικής διάταξης, ως προβάλλει η πλευρά του αιτητή. Το γεγονός δε της υπό του Προϊσταμένου της Αναθέτουσας Αρχής επικύρωσης της Έκθεσης της Επιτροπής, ως άλλωστε οι προαναφερθείσες σαφείς κανονιστικές διατάξεις ορίζουν, δια της λέξης «εγκρίνεται» και της μονογραφής του, σε καμία περίπτωση δεν καταδεικνύει είτε τη μη διενέργεια ελέγχου της νομιμότητας της επίδικης απόφασης είτε ελλιπή έρευνα εκ μέρους του, αλλ' ούτε και μπορεί να συνηγορεί υπέρ των ισχυρισμών περί μη ορθής ενάσκησης των δικών του ευθυνών και καθηκόντων, ενόψει βεβαίως και του τεκμηρίου της κανονικότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων και αποφάσεων της Διοίκησης και το οποίο εν προκειμένω δεν έχει ανατραπεί. Όπως τονίστηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. ενδεικτικά Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 801/1999, ημερ. 12.3.2001), η Διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως τούτο δε συμβαίνει. Και εν προκειμένω, τίποτε δεν δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη (βλ. επίσης Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο αιτητής».

«Η, δίπλα στη λέξη «εγκρίνεται», μονογραφή του Προϊσταμένου της Αναθέτουσας Αρχής επί της πιο πάνω Έκθεσης της Επιτροπής Αξιολόγησης ουδόλως στοιχειοθετεί οποιοδήποτε ισχυρισμό περί ελαττώματος που εμφιλοχώρησε στη λήψη της επίδικης απόφασης και ουδόλως αφαιρεί από την εγκυρότητα και νομιμότητα της απόφασης αυτής. Με τη συμφωνία του Προϊσταμένου με την εισήγηση της Επιτροπής στην εν λόγω Έκθεση και την επικύρωσή της, τεκμαίρεται κατά την αρχή δικαίου, ότι αυτός συμφώνησε προς όλα που τέθηκαν ενώπιον του υπό τύπο λεπτομερούς έκθεσης, ενεργώντας όχι ως να εξέταζε έφεση, αλλά επαναδιερευνώντας το σύνολο των γεγονότων (βλ. Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426 και Γ.Μ. Μακρή Λτδ ν. Αναθεωρητικής Αρχής  Αδειών (1994) 4 Α.Α.Δ. 817). Η δε σύμφωνος γνώμη του Προϊσταμένου δεν εξυπακούει ότι αυτός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία που του παρέχει ο νομοθέτης, αλλ' ούτε και μειώνει την επάρκεια της διενεργηθείσας έρευνας και της αιτιολόγησης. Αντίθετα, στην επικυρωτική του απόφαση ενσωματώνεται η Έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης, την οποία ο Προϊστάμενος υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία ή διαφοροποίηση (βλ. και Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2015:D643, ECLI:CY:AD:2015:D643, ECLI:CY:AD:2015:D643, Υποθ. Αρ. 6447/2013, ημερ. 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D643, ECLI:CY:AD:2015:D643, όπου γίνεται αναφορά και στις Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, ECLI:CY:AD:2014:D151, ECLI:CY:AD:2014:D151, ECLI:CY:AD:2014:D151, Υποθ. Αρ. 718/12, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, ECLI:CY:AD:2014:D151, ως και την πιο πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην VARSIK MKRTCHYAN ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1229/2014, ημερ. 16.2.2017)».

Ακόμη παραπέμπω και υιοθετώ τα όσα αναφέρει η συνάδελφος δικαστής κα. Κλεάνθους στην M C L ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 240/20, 10/2/2021 επί του θέματος όπου υπογραμμίστηκε:

«Περαιτέρω, απολύτως θεμιτή, σύμφωνα και με την παρατεθείσα νομολογία, είναι και η έγκριση της εισήγησης της εμπειρογνώμονα της Ε.Υ.Υ.Α. της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία με την έγκρισή της αποτελεί την αιτιολογική βάση της εκδιδόμενης απόφασης, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η επανάληψη της αιτιολογίας σε ξεχωριστό έγγραφο και χωρίς αυτό να θεωρείται εγκατάλειψη της δική του αποφασιστικής αρμοδιότητας. Όπως δε ορθώς επισημαίνει η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση, το άρθρο 24 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (158(I)/1999) δεν τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω καθώς αφορά στην υποχρέωση τήρησης πρακτικών κατά τις συνεδριάσεις των συλλογικών οργάνων. Αντίθετα, συναφές είναι το άρθρο 17(8) του ιδίου νόμου δυνάμει του οποίου δε συνιστά αποχή από άσκηση αρμοδιότητας η υιοθέτηση ενός σημειώματος ή μιας πρότασης που υποβάλλεται από υφιστάμενο υπάλληλο ή όργανο στο αρμόδιο διοικητικό όργανο, αν το σημείωμα ή η πρόταση περιέχει συγκεκριμένη εισήγηση και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας προκύπτει ότι το αρμόδιο όργανο άσκησε ουσιαστικά την αποφασιστική του αρμοδιότητα. Εν προκειμένω, η υιοθέτηση της έκθεσης/ εισήγησης, η οποία εμπεριέχει πολύ συγκεκριμένη ανάλυση και εισήγηση, δεν συνιστά αποχή από την άσκηση της εξουσίας του αποφασίζοντος οργάνου αλλά με την έγκρισή της εκδόθηκε η επίδικη πράξη και το περιεχόμενη της εισήγησης καθίσταται παράλληλα  η αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης». 

Η πιο πάνω προσέγγιση της νομολογία αναιρεί θεμελιωδώς τις περί του αντιθέτου θέσεις που εγείρει ο Αιτητής στη γραπτή του αγόρευση.

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην συνέχεια στην εξέταση του ισχυρισμού που προβάλλει η συνήγορος του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας, λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου, όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Πρωτίστως και αναφορικά με τον ισχυρισμό περί παραβίασης του άρθρου 17 της Οδηγίας 2005/85/ΕΚ και του αντίστοιχου άρθρου 10 του Περί Προσφύγων Νόμου αναφορικά με τον προσδιορισμό της ηλικίας του Αιτητή, ότι δηλαδή φαίνεται ξεκάθαρα ότι υπάρχει αμφιβολία ως προς την ηλικία του Αιτητή και η οποία αμφιβολία οφείλεται να επενεργήσει υπέρ του Αιτητή  ως αυτός αναλύεται εκτενώς επί της γραπτής του αγόρευσης σελίδα 12 με 21 επισημάνω τα ακόλουθα:

Καταρχάς θα πρέπει να διευκρινιστεί ποια είναι η διαδικασία, δυνάμει των ισχυουσών εφαρμοστέων κανόνων δικαίου, που θα πρέπει να ακολουθεί η Υπηρεσία Ασύλου σε αντίστοιχες περιπτώσεις ύπαρξης αμφιβολίας ως προς την ηλικία του αιτούντος άσυλο. Οι συναφείς με τον προσδιορισμό ηλικίας διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου είναι τα εδάφια (1Α), (1Ζ), (1Η) και (1Θ) του άρθρου 10 του περί Προσφύγων Νόμου. Στο εδάφιο (1Α) καθορίζεται ότι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό  μέλημα κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου οι οποίες αφορούν τη διεθνή προστασία και του ανηλίκου. Στο εδάφιο (1Ζ) προβλέπεται ότι η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να χρησιμοποιεί ιατρικές εξετάσεις για τον προσδιορισμό της ηλικίας ασυνόδευτου ανήλικου, στο πλαίσιο της εξέτασης της αίτησής του, όταν, μετά τις γενικές δηλώσεις ή άλλες συναφείς ενδείξεις, υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την ηλικία του αιτητή.  Σε περίπτωση που, μετά την διεξαγωγή της ιατρικής εξέτασης, εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες για την ηλικία του αιτητή, τότε ο αιτητής θεωρείται ότι είναι ανήλικος.

Ως προς τη διενέργεια των εξετάσεων καθορίζει ότι οποιαδήποτε ιατρική εξέταση πραγματοποιείται με πλήρη σεβασμό της αξιοπρέπειας του ασυνόδευτου ανήλικου, διενεργείται με την επιλογή των λιγότερο παρεμβατικών εξετάσεων και διενεργείται από κατάλληλα εκπαιδευμένους επαγγελματίες του τομέα της υγείας, ώστε να επιτυγχάνεται όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστο αποτέλεσμα.

Εν συνεχεία, στο εδάφιο (1Η) καθορίζεται ότι σε περίπτωση χρήσης ιατρικών εξετάσεων, η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε ο ασυνόδευτος ανήλικος να ενημερώνεται, πριν από την εξέταση της αίτησής του και σε γλώσσα την οποία κατανοεί ή εύλογα θεωρείται ότι κατανοεί, σχετικά με το ενδεχόμενο προσδιορισμού της ηλικίας με ιατρικές εξετάσεις. Η εν λόγω ενημέρωση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τη μέθοδο των εξετάσεων, τον ενδεχόμενο αντίκτυπο των αποτελεσμάτων των ιατρικών εξετάσεων στην εξέταση της αίτησης και το αντίκτυπο της τυχόν άρνησης του ασυνόδευτου ανήλικου να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις. Τόσο ο ασυνόδευτος ανήλικος ή/και ο εκπρόσωπός του θα πρέπει προηγουμένως να συναινέσουν στη διενέργεια εξέτασης για τον προσδιορισμό της ηλικίας του ασυνόδευτου ανήλικου. Σε περίπτωση που ο ανήλικος δεν συναινέσει να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις η απόφαση για απόρριψη της αίτησής του για άσυλο δεν μπορεί να βασίζεται μόνο σε αυτή την άρνηση. Επιπλέον, το γεγονός της άρνησης δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης του ασυνόδευτου ανήλικου.

Σε αυτή τη διαδικασία όπως και στο σύνολο της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης ασύλου, ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ενεργεί το συντομότερο δυνατό, αυτοπροσώπως ή μέσω λειτουργού των εν λόγω Υπηρεσιών, ως εκπρόσωπος και συνδρομητής του ασυνόδευτου ανηλίκου, προκειμένου ο τελευταίος να επωφεληθεί των δικαιωμάτων και να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο νόμο. Ο εν λόγω Διευθυντής ενημερώνει αμέσως τον ασυνόδευτο ανήλικο για το συγκεκριμένο πρόσωπο που ορίζεται να ενεργεί ως εκπρόσωπος του ασυνόδευτου ανηλίκου και ο εν λόγω εκπρόσωπος ασκεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με την αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού και διαθέτει την αναγκαία εμπειρογνωσία για το σκοπό αυτό.

Οι πιο πάνω διατάξεις μεταφέρουν στην εθνική έννομη τάξη το άρθρο 25 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και συγκεκριμένα τις παραγράφους 1 και 5  αυτής. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται η ορθότητα της εναρμόνισης και των εθνικών εναρμονιστικών διατάξεων, οι οποίες είναι αυτές που έχουν άμεση ισχύ καταρχήν και όχι οι διατάξεις της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Αυτό εντούτοις, δεν αναιρεί την ερμηνεία των εθνικών εναρμονιστικών διατάξεων υπό το φως των αντίστοιχων διατάξεων της οδηγίας και της συναφούς νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) (Βλ. Α.Ε. Αρ. 56/2010, Sigma Radio T.VPublic v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερ. 3.4.2015, Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 81/19,  xxx Alabdala v. Δημοκρατίας, ημερ. 20.7.2021 ECLI:CY:AD:2021:A330, Απόφαση του του ΔΕΕ, της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing S.A, σκέψη 8).

Επιπλέον απορρέει πλέον και απευθείας από το άρθρο 11 του Κανονισμού (ΕΕ) 2021/2303 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2021 σχετικά με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 439/2010 (στο εξής: Kανονισμός (ΕΕ) 2021/2303), η υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν υπόψη την κοινή ανάλυση και τα σημειώματα καθοδήγησης του Οργανισμού της Ε.Ε. για το Άσυλο κατά την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Επιπλέον δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου καθοδήγηση προσφέρουν κατά την εξέταση των αιτήσεων ασύλου και οι σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες.

Σύμφωνα με τις εφαρμοστέες κανονιστικές διατάξεις και τις ερμηνευτικές κατευθύνσεις των πιο πάνω και ιδίως του Οδηγού της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Ασύλου για τον προσδιορισμό ηλικίας (Practical Guide on Age Assessmentsecond edition) (στο εξής: EASO Practical Guide on Age Assessment) κατά τη διαδικασία προσδιορισμού της ηλικίας αιτούντος άσυλο προκύπτουν οι ακόλουθες αρχές οι οποίες θα ληφθούν εν συνεχεία υπόψη κατά την αξιολόγηση της νομιμότητας της επίδικης πράξης.  Η διαδικασία προσδιορισμού ηλικίας ορίζεται ως η διαδικασία με την οποία οι αρχές επιδιώκουν να προσδιορίσουν τη χρονολογική ηλικία ή το ηλιακό εύρος ενός προσώπου προκειμένου να προσδιορίσουν κατά πόσο το πρόσωπο αυτό είναι παιδί ή ενήλικας.[1] Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω το ηλικιακό όριο που καθορίζει ο νόμος για την ενηλικότητα και ανηλικότητα, καθορίζεται το 18ο έτος (βλ. άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου).

Ως διαδικασία, η οποία προβλέπεται στον περί Προσφύγων Νόμο, αυτή οφείλει να διαρρέεται από την αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού (άρθρο 10(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου). Η εφαρμογή της εν λόγω αρχής στο πλαίσιο της διαδικασίας προσδιορισμού ηλικίας έχει ως βασική πτυχή την ύπαρξη του ευεργετήματος της αμφιβολίας και του τεκμηρίου υπέρ της ανηλικότητας. Αυτό συνεπάγεται ότι ο αιτών άσυλο για όλα το διάστημα που λαμβάνει χώρα η εν λόγω διαδικασία τυγχάνει χειρισμού ως ανήλικος και εντέλει σε περίπτωση μη οριστικής άρσης της αμφιβολίας ως προς την ανηλικότητά του, αυτός θεωρείται  ανήλικος (βλ. άρθρο 10 (ΙΖ) περί Προσφύγων) Νόμου και EASO Practical Guide on Age Assessment). Αυτό επιπλέον, συνεπάγεται ότι σε περίπτωση εξετάσεων, από τις οποίες προκύπτει πιθανό ηλικιακό εύρος, λαμβάνεται υπόψη η μικρότερη πιθανή ηλικία (in dubio pro minore) (βλ. άρθρο 10(1Ζ) του περί Προσφύγων Νόμου που μεταφέρει το άρθρο 25(5) της Οδηγίας 2013/32 και UN Committee on the Rights of the Child, General Comment No 6).

Προς διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού διορίζεται εκπρόσωπός του, ο οποίος θα πρέπει να είναι κατάλληλα καταρτισμένος και ανεξάρτητος (βλ. άρθρο 10(2) του περί Προσφύγων Νόμου). Επιπλέον, ο αιτητής  ενημερώνεται για όλες τις πτυχές της διαδικασίας και ακούγονται οι θέσεις του κατά το μέτρο της ωριμότητάς του. Ενημερώνεται εξάλλου πριν τη διενέργεια ιατρικών εξετάσεων στο πρόσωπό του, για το σκοπό και τις συνέπειες αυτών, εκεί όπου κρίνεται σκόπιμη η χρήση τους ως εργαλείο προσδιορισμού της ηλικίας τους, καθώς επίσης και ως προς τις συνέπειες σε περίπτωση που αυτός δεν δώσει τη συναίνεσή του για τη διενέργειά τους. Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού υπαγορεύει εξάλλου ότι οι ακολουθητέες διαδικασίες είναι φιλικές προς τον ανήλικο και οι μέθοδοι που ακολουθούνται είναι οι λιγότερο παρεμβατικές, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του προσώπου, όπως το φύλο και τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητές του (Βλ. EASO Practical Guide on Age Assessment σ. 22). Η διαβάθμιση των πιθανών μεθόδων που δύνανται να χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με τον EASO Practical Guide on Age Assessment διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες. Στην πρώτη κατηγορία υπάγονται οι λιγότερο παρεμβατικές μέθοδοι, μη ιατρικές μέθοδοι, οι οποίες βασίζονται στην αξιολόγηση των συναφών στοιχείων, στη διενέργεια συνέντευξη με σκοπό τον προσδιορισμό της ηλικίας και τη ψυχολογική αξιολόγηση. Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται οι ιατρικές μέθοδοι, στις οποίες δεν γίνεται χρήση ακτινοβολίας και στην τρίτη και τελευταία κατηγορία περιλαμβάνονται  οι ιατρικές μέθοδοι, στο πλαίσιο των οποίων γίνεται χρήση ακτινοβολίας.  

Όπως προκύπτει και από το ίδιο το γράμμα του (ΙΖ) του άρθρου 10 του περί Προσφύγων Νόμου προκειμένου οι αρμόδιες αρχές να προσφύγουν στη διενέργεια ιατρικών εξετάσεων θα πρέπει μετά τις γενικές δηλώσεις του αιτητή ή άλλες συναφείς ενδείξεις, να υπάρχουν αμφιβολίες σχετικά με την ηλικία του. Η ύπαρξη αμφιβολίας ως προϋπόθεση δεν αφορά μόνο στη διενέργεια ιατρικών εξετάσεων αλλά αποτελεί προϋπόθεσή γενικότερα της έναρξης της διαδικασίας προσδιορισμού της ηλικίας ενός αιτούντος καθώς αυτή δεν αποτελεί μια διαδικασίας ρουτίνας  (Βλ. EASO Practical Guide on Age Assessment σ. 17).

Οι πιο πάνω αρχές και διαδικαστικές εγγυήσεις περιλαμβάνονται και σε αντίστοιχες κατευθυντήριες γραμμές και κείμενα της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (βλ. ενδεικτικώς Κατευθυντήριες αρχές για την πολιτική και τη διαδικασία στα πλαίσια εξέτασης αιτημάτων ασύλου ασυνόδευτων παιδιών).[2]

Έχοντας προσδιορίσει το πλαίσιο εντός του οποίου όφειλε να κινηθεί η διοίκηση, καταγράφονται ακολούθως τα κρίσιμα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως προκύπτουν από τα έγγραφα της διαδικασίας και κυρίως από διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.

Στις 04/09/2019 διενεργήθηκε συνέντευξη του Αιτητή ως προς τον προσδιορισμό της ηλικίας του. Στην εν λόγω συνέντευξη και μετά από την αδυναμία του Αιτητή να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα σχετικά με την δηλωθείσα ημερομηνία στην αρχική του αίτηση  όπως επίσης και αναφορικά με το οικογενειακό του περιβάλλον και εκπαιδευτικό του υπόβαθρο, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε όπως ο Αιτητής παραπεμφθεί  για ιατρικές εξετάσεις προς προσδιορισμό της ηλικίας του.

Στις 16/09/2019, η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε την τελική της έκθεση για τον προσδιορισμό ηλικίας του Αιτητή. Σε αυτήν παρέθεσε το ιστορικό της διαδικασίας υποβολής της αίτησής του για άσυλο και κυρίως της διαδικασίας προσδιορισμού της ηλικίας του Αιτητή, συμπεριλαμβανομένης της διενέργειας ιατρικών εξετάσεων. Παραπέμποντας στο τέλος στο πόρισμα των ιατρικών εξετάσεων και σε απόσπασμα της επιστολής των Ιατρικών και Οδοντιατρικών Υπηρεσιών εισηγήθηκε όπως ο Αιτητής θεωρηθεί ως ενήλικας καθ' όλη τη διάρκεια εξέτασης της αίτησής του.

Στις 17/09/2019, ο Αιτητής ενημερώθηκε για το πόρισμα της διαδικασίας προσδιορισμού ηλικίας, παρουσία διερμηνέα και του εκπροσώπου του, όπου οι Καθ' ων η αίτηση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτός είναι ενήλικας και όχι ανήλικος. Ενημερώθηκε εξάλλου ο Αιτητής ως προς τις συνέπειες παύσης της αντιμετώπισής του ως ανηλίκου. Η αρχική βεβαίωση υποβολής της αίτησής του Αιτητή ανακλήθηκε και εκδόθηκε νέα φέρουσα ως ημερομηνία γέννησης του Αιτητή την 01/01/2001.

Αξιολογώντας την ακολουθητέα διαδικασία εν προκειμένω υπό το φως το εφαρμοστέου δικαίου, δεν διαπιστώνω ότι προκύπτει οποιαδήποτε πλημμέλεια στην διαδικασία για τους σκοπούς προσδιορισμού της ηλικίας του, ο οποίος προσδιορισμός, όπως του επεξηγήθηκε είναι κρίσιμος για τα δικαιώματα του ως ανήλικος τα οποία απορρέουν από τον Περί Προσφύγων Νόμο. Από το περιεχόμενο της συνέντευξης του Αιτητή και την ελεύθερη του αφήγηση παρατηρώ ότι αυτός δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με αληθοφάνεια, σχετική γνώση και λογική συνοχή ως προς τον λόγο γιατί στην αρχική του αίτηση ανέφερε άλλη ημερομηνία γεννήσεως από αυτή που ανέφερε στην συνέντευξη του για προσδιορισμό της ηλικίας της όπως επίσης και στο γεγονός ότι οι Καθ’ ων εντόπισαν ασυνέπειες και αντιφατικές πληροφορίες μεταξύ της μαρτυρίας που  έδωσε ο δίδυμός του αδελφός επίσης Αιτητής ασύλου, αναφορικά με το εκπαιδευτικό και οικογενειακό του περιβάλλον, στοιχεία τα οποία δημιούργησαν εύλογα ερωτήματα και αμφιβολίες στους Καθ’ ων σχετικά με την ηλικίας του Αιτητή. Στοιχεία και αντιφάσεις, τις οποίες ο ίδιος ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει και παρόλο που του δόθηκε η ευκαιρία και δυνατότητα στην συνέντευξη του να το πράξει (βλ. ερυθρό 18 Δ.Φ). Φρονώ ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση για την έναρξη διαδικασίας προσδιορισμού της ηλικίας του Αιτητή ελήφθη ορθά και νόμιμα και σύμφωνα με το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού όπως αναλύθηκε ανωτέρω καθότι από τα ενώπιον μου στοιχεία ήταν σαφώς απαραίτητο μετά από σοβαρές και τεκμηριωμένες αμφιβολίες υπό το πρίσμα όλων των συνθηκών της υπόθεσης του Αιτητή. Επιπλέον, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν παρουσίασε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς απόδειξη της ηλικίας του.

Οι ιατρικές εξετάσεις διενεργήθηκαν την 09/09/2019. Σημειώνεται ότι επεξηγήθηκαν επαρκώς στον Αιτητή οι λόγοι για τους οποίους του ζητείτο να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις και  του παραχωρήθηκαν επαρκείς πληροφορίες επί τούτου, υποχρέωση η οποία προκύπτει από το άρθρο 10(1Η)(α) του περί Προσφύγων Νόμου. Επιπλέον ο Αιτητής συναίνεσε για την διενέργεια των εν λόγω εξετάσεων (ερυθρό 14 Δ.Φ.). Ως εκ τούτου,  θεωρώ ότι η εν λόγω δήλωση αποτελεί ικανοποιητική  απόδειξη ότι ο Αιτητής ενημερώθηκε επαρκώς για τη διαδικασία.

Σύμφωνα με την πρώτη εξέταση που διενεργήθηκε, της μεθόδου Demirjian (στοιχείο α της έκθεσης των οδοντιατρικών υπηρεσιών) ο Αιτητής κρίθηκε ως άτομο τουλάχιστον 19, 20 ετών. Επιπλέον, σύμφωνα με τη δεύτερη (μέθοδος Harris) και τρίτη (μέθοδο Kullman) διενεργηθείσα μέθοδο ο Αιτητής κρίθηκε ως άτομο τουλάχιστον 19,2 ετών με σταθερά απόκλιση ± 1,2 έτη. Εν κατακλείδι, οι Οδοντιατρικοί Λειτουργοί αναφέρουν ότι συνεκτιμώντας όλα τα στοιχεία που προέκυψαν από την κλινική και ακτινολογική εξέταση του στοματογναθικού συστήματος αλλά και την γνωμάτευση από την ακτινογραφική εξέταση της άκρας χειρός καθώς επίσης και το γεγονός ότι η σύγκλιση του ακρορριζιού των τρίτων γομφίων ολοκληρώνεται στην ηλικία των 18 έως 20 χρονών, κατέλεξαν στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής είναι ενήλικας. Με αυτά τα δεδομένα και λαμβανομένου ότι ο Αιτητής δεν προσκόμισε οποιοδήποτε στοιχεία καθ’ όλη την διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο να αποδεικνύει την ηλικία του και λαμβανομένων των εύλογων αντιφάσεων που προέκυψαν κατά το στάδιο της συνέντευξης του αλλά και το αποτέλεσμα των ιατρικών εξετάσεων που διενεργήθηκαν, η κρίση των Καθ' ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν είναι ανήλικος είναι ορθή ενώ δεν υπάρχει οποιαδήποτε παραβίαση του άρθρου 10 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Βάσει των στοιχείων που τίθενται ενώπιον μου και λαμβάνοντας υπόψιν τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες περιέχονται μεταξύ άλλων και στα εγχειρίδια που εκδίδουν διεθνείς οργανισμοί όπως η ΕΑΣΟ και η UNHCR, φρονώ ότι η διαδικασία έγινε σύμφωνα με τα πρότυπα και τις συστάσεις, λαμβάνοντας υπόψιν το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού όπως αυτό κατοχυρώνεται τόσο σε διεθνείς συμβάσεις, όσο και  στο Ενωσιακό και Κυπριακό Δίκαιο. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός του συνηγόρου του Αιτητή απορρίπτεται.

Σε κάθε περίπτωση από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει ότι ο ηλικία του Αιτητή δεν εκτιμήθηκε οριακά άνω των 18 ετών, η σχετική γνωμάτευση εξηγεί με σαφήνεια και συμπεραίνει ότι ο Αιτητής έχει ξεπεράσει την ηλικία των 18-20 ετών και είναι ενήλικας.  Ως εκ τούτου δεν εγείρεται το στοιχείο της αμφιβολίας το οποίο σε περίπτωση που συνέτρεχε θα  επενεργούσε υπέρ του Αιτητή.

Συνακόλουθα, η όλη διαδικασία εξέτασης και αξιολόγησης του αιτήματος του Αιτητή, η οποία διεξήχθη με δεδομένο ότι ο Αιτητής ήταν ενήλικας δεν πάσχει, σε κάθε περίπτωση και επί της παρούσας διαδικασίας σημειώνετε ότι ο Αιτητής έχει ενηλικιωθεί και θα αντιμετωπιστεί ως ενήλικας κατά την αξιολόγηση του αιτήματός του από το Δικαστήριο. Αυτό γιατί ο βάσιμος φόβος δίωξης είναι μία έννοια που αφορά τον μέλλον, δηλαδή το εάν πιθανολογείται να υποστεί δίωξη ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του. Το Δικαστήριο καλείται λοιπόν  να αξιολογήσει κατά πόσο με τα ενώπιον του στοιχεία, προσωπικά χαρακτηριστικά του Αιτητή και την σημερινή κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα ή εναλλακτικά κατά πόσο πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου για αναγνώρισή του ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας.

Στα πλαίσια λοιπόν, της ex nunc εξέτασης στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο, κρίνω ότι δεν μπορεί από τη μια το Δικαστήριο να λαμβάνει υπόψιν νέα στοιχεία ως προς τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή αλλά από την άλλη να αγνοεί την μεταβολή των προσωπικών συνθηκών του Αιτητή. Η αποδοχή τέτοιας θέσης θα συνιστούσε επιλεκτική συμπεριφορά του Δικαστηρίου και σε κάθε περίπτωση αντίθετη προς την απαίτηση για εξατομικευμένη εξέταση του Αιτήματος του Αιτητή για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα ή εναλλακτικά ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας (βλ. απόφαση WS, ασυνόδευτος ανήλικος, δια της Επιτρόπου Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ. 1200/2022, 10/7/2023).

Η μελλοντοστραφής εκτίμηση του κινδύνου δίωξης – εγγενής στον ορισμό και του πρόσφυγα και του προσώπου που πληροί τις προϋποθέσεις για συμπληρωματική προστασία, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης για το εάν η προστασία θα είναι διαθέσιμη στη χώρα προέλευσης – απαιτεί όπως οι αποφαινόμενες αρχές και τα αρμόδια δικαστήρια έχουν επαρκή γνώση των συνθηκών που επικρατούν στη χώρα ιθαγένειας ή πρώην συνήθους διαμονής του αιτούντος. Πληροφορίες από πηγές πληροφόρησης είναι επίσης εξίσου σχετικές ως προς την αξιολόγηση ισχυρισμών περί προηγούμενων περιστάσεων. Η νομική απαίτηση όπως οι αρχές λαμβάνουν υπόψη πηγές πληροφόρησης επί της αξιολόγησης μιας αίτησης για διεθνή προστασία  απορρέει απευθείας από τη διατύπωση του άρθρου 4 παράγραφος 3 στοιχείο α) οδηγία 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση), υποχρεωτική διάταξη, η οποία προβλέπει ότι «[η] αξιολόγηση αίτησης διεθνούς προστασίας […] περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση: (α) όλων των σχετικών γεγονότων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης σχετικά με την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και κανονισμών της χώρας προέλευσης και του τρόπου με τον οποίο εφαρμόζονται·» έρευνα σε πηγές πληροφόρησης (COI)  αναφέρεται επίσης σε άλλες διατάξεις της οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση). Για παράδειγμα, η τρίτη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 5 πληρείται όταν «διαπιστωθεί ότι οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεκτικές και εύλογες και δεν έρχονται σε αντίθεση με τις διαθέσιμες ειδικές και γενικές πληροφορίες σχετικά με την υπόθεση του αιτούντος» (άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο γ) 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση)). Επιπλέον το άρθρο 8 παράγραφος 2 της οδηγία 2013/32/ΕΕ (αναδιατύπωση) ορίζει τα πρότυπα COI που ισχύουν στο πλαίσιο της αξιολόγησης της δυνατότητας εσωτερικής προστασίας ως εναλλακτική λύση.

Προχωρώντας λοιπόν και σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της EUAA αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής συνιστά πρόσωπο που έχει την ιθαγένεια της ΛΚΔ. 

Κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία κατέγραψε ότι ο πατέρας του πέθανε όταν ο Αιτητής ήταν ηλικίας 9 χρονών. Η μητέρα του, τρία χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του, παντρεύτηκε έναν άλλο άντρα, ο οποίος ανήκε στην «εκκλησία της μαύρης πίστης». Η εκκλησία αυτή χρησιμοποιούσε δίδυμα αδέλφια για τις τελετές και τις πνευματικές θυσίες. Ισχυρίστηκε, ακόμη ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο αδελφός του υπήρξαν θύματα της μητέρας και του πατριού του που ήθελαν να τους θυσιάσουν για τα συμφέροντά τους.  Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ένεκα του ότι αρνιόντουσαν να λάβουν μέρος στη μαγεία, δεν τους έδιναν φαγητό, ενώ κατάφεραν να σωθούν χάρις στη βοήθεια ενός καλού ανθρώπου (ερυθρό 1 του Δ.Φ.).

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε στην πόλη Kinshasa της ΛΔΚ και ειδικότερα στην περιοχή (commune) Ndjili. Ισχυρίστηκε ότι δεν ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση (πήγε δημοτικό σχολείο για 5 χρόνια).  Ανέφερε ακόμη, ότι ο πατέρας του απεβίωσε ενόσω ο ίδιος ήταν 9 ετών και η μητέρα του ζει μαζί με τους 2 από τους 3 αδελφούς του και τις 3 αδελφές του στην πόλη Kasangulu της ΛΔΚ. Ο δίδυμος αδελφός του βρίσκεται στην Κύπρο και είναι αιτητής ασύλου (ερυθρά 63 3Χ, 62 3Χ και 61 2Χ του Δ.Φ.).

Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής του, ισχυρίστηκε ότι η μητέρα και ο πατριός του επιδίωκαν το θάνατο τόσο του ίδιου όσο και του δίδυμου αδελφού του, αφού ήθελαν να τους θυσιάσουν για τελετουργίες. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι μετά το θάνατο του πατέρα του, η μητέρα του παντρεύτηκε τον Μάικ.  Ο Μάικ, προσευχόταν στην «εκκλησία της μαύρης πίστης» όπου πραγματοποιούταν τελετές και ότι σε μια από αυτές χρησιμοποιείτο η τύχη δίδυμων παιδιών. Μια μέρα, κατόπιν αιτήματος του Μάικ, ο Αιτητής και ο δίδυμος αδελφός του πήγαν σε μια τέτοια εκκλησιαστική συγκέντρωση, όμως, ένεκα του γεγονότος ότι ήταν πολύ σκοτεινά, αποφάσισαν να μην ξανασυμμετάσχουν. Επειδή αρνήθηκαν να μεταβούν ξανά σε τέτοιου είδους εκκλησία, ο Μάικ άρχισε να μην τους δίνει φαγητό, να μην τους επιτρέπει να παίξουν, να τους κλειδώνει στην κουζίνα και να τους χτυπά. Μια άλλη μέρα, η Μαίρη, η οποία ζούσε στο σπίτι από τότε που βρισκόταν εν ζωή ο πατέρας του και που ο Αιτητής και ο δίδυμος αδελφός του θεωρούσαν ως αδελφή τους, κρυφάκουσε μια συζήτηση μεταξύ της μητέρας του και του Μάικ αναφορικά με την πρόθεσή τους να θυσιάσουν τον Αιτητή και τον δίδυμο αδελφό του στην «εκκλησία της μαύρης πίστης». Ακολούθως, η Μαίρη για να σώσει τα δίδυμα, τα πήγε σε μια εκκλησία και ζήτησε από τον πάστορα Τζον να τα προστατεύσει.  Ενόσω αμφότεροι ζούσαν στην εκκλησία, ο Μάικ τους επιτίθετο πνευματικά με αποτέλεσμα να βλέπουν εφιάλτες και να αρρωσταίνουν.  Ο πάστορας Τζον για να τους σώσει από αυτές τις πνευματικές επιθέσεις, προέβη σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για τους βοηθήσει να φύγουν από τη ΛΔΚ (ερυθρά 59 1Χ και 58 1Χ του Δ.Φ.).

Κατά τη διάρκεια της διερεύνησης του ανωτέρω αφηγήματος, ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν γνώριζε την ακριβή τοποθεσία της εκκλησίας, αφού τη μέρα που επρόκειτο να μεταβούν  τόσο Αιτητής όσο και ο δίδυμος αδελφός του στην εκκλησία, μπήκαν στο αυτοκίνητο ενός ατόμου που τους μετέφερε εκεί, ενώ οι ίδιοι δεν μπόρεσαν να δουν τη διαδρομή (ερυθρό 57 3Χ του Δ.Φ.).  Περίγραψε δε την «εκκλησία της μαύρης πίστης» ως έναν ειδικά διαμορφωμένο χώρο όπου για να μπορέσει να εισέλθει κάποιο άτομο θα έπρεπε να αφαιρέσει τα υποδήματά του.  Ακόμη, επρόκειτο για σκοτεινό χώρο εντός του οποίου υπήρχαν κεριά, αγάλματα και ζωγραφιές στους τοίχους.  Ανέφερε δε ότι τα άτομα που βρίσκονταν εκεί προσεύχονταν με περίεργο τρόπο και συγκεκριμένα κουνώντας τα χέρια τους πάνω κάτω. Ερωτηθείς σχετικά με το πως γνώριζε ότι στην εκκλησία διεξάγονταν τελετουργίες και ότι ήταν μια «εκκλησία μαύρης πίστης», απάντησε ότι με το που εισήλθαν με το δίδυμο αδελφό του στην εκκλησία, παρατήρησαν ότι υπήρχαν παντού αγάλματα και έτσι συμπέραναν ότι η εκκλησία αυτή διέφερε από τις άλλες εκκλησίες. Όταν ανέφεραν αυτές τους τις παρατηρήσεις στη Μαίρη, εκείνη τους είπε ότι επρόκειτο για μια «εκκλησία μαύρης πίστης» όπου γίνονταν θυσίες και λατρεύονταν αγάλματα.  Όσον αφορά τα αγάλματα, δήλωσε ότι κάποια είχαν τη μορφή γυναίκας, ενώ άλλα τη μορφή άντρα (ερυθρό 57 1Χ-2Χ του Δ.Φ.).

Κληθείς να αναφέρει τι βίωσαν μέσα στην «εκκλησία της μαύρης πίστης», δήλωσε ότι την ώρα της προσευχής, κάποιο πρόσωπο μιλούσε σε γλώσσα που δεν κατανοούσαν. Ισχυρίστηκε, ότι ο Μάικ τους σύστησε στο πρόσωπο αυτό (επικεφαλής της εκκλησίας) και ότι ο τελευταίος είπε κάτι και πως όλα τα υπόλοιπα άτομα που βρίσκονταν στο χώρο απάντησαν (ερυθρό 56 1Χ του Δ.Φ.).   

Όταν του ζητήθηκε να δώσει απαντήσεις ως προς το πως γινόταν η Μαίρη να γνώριζε όλες αυτές τις πληροφορίες για την «εκκλησία της μαύρης πίστης», δήλωσε ότι έλαβε αυτές πληροφορίες από τη συζήτηση που κρυφάκουσε μεταξύ της μητέρας του και του πατριού του. Έπειτα, ανέφερε στα δίδυμα ότι ήταν μια «εκκλησία μαύρης πίστης» και γι’ αυτό αποφάσισαν να μην μεταβούν ξανά.  Όταν του επισημάνθηκε ότι δεν υπήρχε λογική στα λεγόμενά του, αφού ως ισχυρίστηκε προηγουμένως η Μαίρη κρυφάκουσε τη συζήτηση μετά την απόφασή τους να μην μεταβούν ξανά στην εκκλησία, ανέφερε ότι εκείνη τη μέρα όταν επέστρεψαν πίσω στο σπίτι περιέγραψαν την εκκλησία και όσα είδαν στο εσωτερικό της και η Μαίρη τους είπε ότι ήταν μια «εκκλησία μαύρης πίστης» (ερυθρό 55 1Χ του Δ.Φ.).

Ζητηθείς να αναφέρει περαιτέρω πληροφορίες για τη Μαίρη, δήλωσε ότι η Μαίρη ήταν μια κοπέλα που εργαζόταν στο οικογενειακό του σπίτι. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι γνώριζε τον Αιτητή και τα αδέλφια του από τότε που ήταν παιδιά και ότι ο πατέρας του την φρόντιζε και πλήρωνε όλα τα σχολικά της δίδακτρα.  Ακόμη, ισχυρίστηκε ότι δούλευε στο σπίτι, τους φρόντιζε, τους έπαιρνε στο σχολείο, ενώ δεν γνώριζε καμία πληροφορία ως προς το πως και διέμενε μαζί με την οικογένεια ούτε για το ποιοι ήταν οι γονείς της. (ερυθρό 55 2Χ του Δ.Φ.).

Ανέφερε δε ότι μόλις η Μαίρη κρυφάκουσε τη συζήτηση μεταξύ της μητέρας του και του πατριού του, η ίδια μαζί με τα δίδυμα έφυγαν από το σπίτι και πήγαν σε μια εκκλησία όπου διέμειναν μαζί με άλλους ανθρώπους που αντιμετώπιζαν προβλήματα.  Ερωτηθείς σχετικά με το χρονικό διάστημα που διέμεινε μαζί τους στην εκκλησία, απάντησε ότι δεν γνώριζε που ζούσε και ότι συνήθιζε να έρχεται στην εκκλησία για να τους δει αλλά μετά επέστρεφε στο σπίτι της. Όταν του επισημάνθηκε η αντίφαση στους ισχυρισμούς του, ανέφερε ότι αμφότεροι (Αιτητής και δίδυμος αδελφός του) ζούσαν στην εκκλησία και ότι η Μαίρη τους επισκεπτόταν αλλά μετά επέστρεφε πίσω στο σπίτι της  (ερυθρό 54 1Χ-3Χ του Δ.Φ.).

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δυο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή. Ο πρώτος ισχυρισμός αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, έγινε αποδεκτός. Ο δεύτερος ισχυρισμός ωστόσο, που αφορούσε την πρόθεση της μητέρας του και του πατριού του να θυσιάσουν τόσο τον ίδιο όσο και το δίδυμο αδελφό του για τελετουργίες, απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος. Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του, έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες, αναφορικά με τον πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού.  Συγκεκριμένα, ο Αιτητής δεν γνώριζε το όνομα της «εκκλησίας της μαύρης πίστης», αλλά ούτε και την ακριβή τοποθεσία της.  Ακόμη, ερωτηθείς για το τι λατρευόταν σε αυτή, απάντησε γενικά και αόριστα ότι έκαναν θυσίες για τους ανθρώπους που ήθελαν να πάρουν χρήματα. Ακόμη, οι περιγραφές του σχετικά με την «εκκλησία της μαύρης πίστης» στερούνταν λεπτομέρειας, αφού το μόνο που ανέφερε ήταν ότι στο εσωτερικό της δεν υπήρχε φως για το λόγο του ότι φωτιζόταν με κεριά και ότι υπήρχε ένα πρόσωπο που έλεγε κάτι σε γλώσσα μη κατανοητή προς τον Αιτητή και οι υπόλοιποι που βρίσκονταν στο χώρο απαντούσαν.  Ζητηθείς να διευκρινίσει τι έλεγε το πρόσωπο που μιλούσε, αρκέστηκε μόνο στο να απαντήσει ότι όλοι μιλούσαν σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε (ερυθρό 77 του Δ.Φ.)

Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει καμία πληροφορία σχετικά με το πρόσωπο που φέρεται να έσωσε τον ίδιο και το δίδυμο αδελφό του από τη θυσία, δηλαδή τη Μαίρη, παρά το γεγονός ότι αυτή ζούσε στο οικογενειακό σπίτι από τον καιρό που ήταν παιδιά.  Ουσιαστικά, δήλωσε γενικά και αόριστα ότι η Μαίρη ήταν μια κοπέλα που εργαζόταν στο οικογενειακό σπίτι και φρόντιζε τον Αιτητή και τα αδέλφια του. Παρά ταύτα δεν ήταν σε θέση να παραθέσει καμία πληροφορία γι’ αυτήν, όπως το πως και διέμενε μαζί με την οικογένεια αλλά ούτε και το ποιοι ήταν οι γονείς της.  Περαιτέρω, δεν μπορούσε να αναφέρει το που πήγε η Μαίρη μετά που παρέδωσε τον ίδιο και το δίδυμο αδελφό του στον πάστορα Τζον.  Συγκεκριμένα, αρχικά δήλωσε ότι έφυγε μαζί τους από το σπίτι και ότι έμεναν όλοι μαζί στην εκκλησία, ενώ στη συνέχεια ανέφερε ότι δεν γνώριζε που ζούσε η Μαίρη και πως συνήθιζε να τους επισκέπτεται τακτικά στην εκκλησία. Ζητηθείς να διευκρινίσει την αντίφαση αυτή, επανέλαβε ότι ο ίδιος και ο δίδυμος αδελφός του έμεναν στην εκκλησία, ενώ η Μαίρη πηγαινοερχόταν προκειμένου να τους δει. Επιπλέον, παρότι η Μαίρη διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στο να σωθεί ο Αιτητής από τη θυσία, εντούτοις, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να παραθέσει καμία πληροφορία σχετικά με το που ζούσε η Μαίρη ή με το τι της συνέβη (ερυθρά 77- 76 του Δ.Φ.).

Δήλωσε, ακόμη, ότι κατά τη διάρκεια των χρόνων που ο ίδιος και ο δίδυμος αδελφός του ζούσαν μαζί με τον πάστορα Τζον στην εκκλησία, δέχτηκαν πνευματικές επιθέσεις από τον Μάικ, με αποτέλεσμα να βλέπουν εφιάλτες και να αρρωσταίνουν.  Ωστόσο, δεν ήταν σε θέση να δώσει ένα σαφές χρονικό πλαίσιο των υποτιθέμενων επιθέσεων και όταν του ζητήθηκε να αναφέρει πότε έλαβε χώρα η τελευταία επίθεση, ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε καθότι πέρασε πολύς καιρός  (ερυθρό 76 του Δ.Φ).

Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν κατέστησαν ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό (ερυθρό 76 Δ.Φ.)

Στο σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός σχολίασε ότι λόγω του προσωπικού χαρακτήρα του ισχυρισμού δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες που να επιβεβαίωναν τις δηλώσεις του Αιτητή ως προς την κατ’ ισχυρισμόν πρόθεση της μητέρας του και του πατριού του να θυσιάσουν τον ίδιο και το δίδυμο αδελφό του για τελετουργίες. Ακόμη, σε καμία εξωτερική πηγή δεν βρέθηκαν στοιχεία για το συγκεκριμένο θέμα των ανθρώπινων θυσιών στη ΛΔΚ (ερυθρό 76 του Δ.Φ.)

Ο λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του πρώτου αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή (προσωπικά στοιχεία, χώρα καταγωγής και τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής). Ο λειτουργός προχώρησε σε έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη καταγωγής του Αιτητή (Κινσάσα), από την οποία συνήγαγε ότι βάσει των συνθηκών που επικρατούσαν στην πόλη, δεν μπορούσε να τεκμηριωθεί κίνδυνος σοβαρής και ατομικής βλάβης αυτού σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του (ερυθρά 75 – 74 του Δ.Φ.).

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση προσφυγικού καθεστώτος στον Αιτητή, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναγράφονταν περιοριστικά στη Σύμβαση της Γενεύης και στον περί Προσφύγων Νόμο.  Περαιτέρω, έκρινε ότι δεν πληρούνταν και οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας. Ειδικά ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός επεσήμανε ότι στην πόλη Κινσάσα δεν παρατηρούνταν συνθήκες εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Έχοντας εξετάσει λοιπόν με προσοχή το διοικητικό φάκελο του Αιτητή και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε ότι η εσωτερική και η εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή δεν τεκμηριώθηκαν σε σχέση με τον ισχυρισμό του περί πρόθεσης της μητέρας του και του πατριού του να θυσιάσουν τον ίδιο και το δίδυμο αδελφό του για τελετουργίες και επομένως, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, η ζωή του δεν θα κινδύνευε.

Από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι οι ασυνέπειες που εντόπισαν οι Καθ’ ων η Αίτηση κατά την ελεύθερη αφήγηση του Αιτητή θέτουν υπό αμφισβήτηση το ευρύτερο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που παρέθεσε ο Αιτητή προς υποστήριξη των ισχυρισμών του που  άπτονται του πυρήνα του αιτήματος του ώστε να αποδειχθεί η ύπαρξη βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης στην χώρα καταγωγής του.

Εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες ([3]). Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010). Παρόλο που  δεν υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο αιτών, εντούτοις οφείλει προσωπικά να συνεργάζεται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης.

Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο Αιτητής.  Λαμβάνοντας υπόψιν το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του Αιτητή (αξιολόγηση αξιοπιστίας) και έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπήρχε πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξης του ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στη συνέντευξη που έδωσε.

Ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον αιτούντα «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»([4]), όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο Αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος ([5]). Εν προκειμένω, ο Αιτητής  δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Αναφορικά με το ισχυρισμό περί πλημμέλειας της διαδικασίας ή και ότι ο Προϊστάμενος όφειλε να ζητήσει επανάληψη της συνέντευξης του Αιτητή   διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[6]. Παράλληλα οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγγραφα που παρέθεσε ο Αιτητής συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις [άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000]. Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής, εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα του που  άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Όπως προκύπτει από τα λεχθέντα κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής δεν κατάφερε να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό περί πρόθεσης της μητέρας του και του πατριού του να θυσιάσουν τον ίδιο όσο και τον δίδυμο αδελφό του για τελετουργίες, αφού παρότι έδωσε μια μακρά και περιγραφική αφήγηση των συμβάντων, εντούτοις δεν κατόρθωσε να δώσει σαφείς και ικανοποιητικές απαντήσεις στις διευκρινιστικές ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού, υπέπεσε σε αντιφάσεις και έδωσε ανεπαρκή πληροφόρηση και μη ευλογοφανείς απαντήσεις σε σημαντικά ερωτήματα, ενώ οι πληροφορίες που έδωσε δεν μπορούσαν να διασταυρωθούν από πηγές πληροφόρησης και ορθώς κρίθηκε ως αναξιόπιστος (βλ. ερυθρά 78 – 76 του Δ.Φ.).

Εκ των απαντήσεων που έδωσε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, παρατηρώ ότι δεν ήταν σε θέση να στηρίξει τον ισχυρισμό του ότι τόσο ίδιος όσο και ο αδελφός του υπήρξαν θύματα της μητέρας και του πατριού που ήθελαν να τους θυσιάσουν για τα συμφέροντά τους. Αρχικά, οι αναφορές του σχετικά με την «εκκλησία της μαύρης πίστης» ήταν ασαφείς και μη λεπτομερείς. Ειδικότερα, ουδέποτε μίλησε για το όνομα της εκκλησίας, ενώ το μόνο που παρέθεσε ήταν ότι επρόκειτο για «εκκλησία της μαύρης πίστης» (βλ. ερυθρό 57 1Χ του Δ.Φ.) Περαιτέρω, δεν μπορούσε να αναφέρει την ακριβή τοποθεσία της εκκλησίας (βλ. ερυθρό 57 3Χ του Δ.Φ.). Περιγράφοντας την «εκκλησία της μαύρης πίστης» αρκέστηκε στο να αναφέρει ότι επρόκειτο για σκοτεινό χώρο εντός του οποίου υπήρχαν κεριά, αγάλματα και ζωγραφιές στους τοίχους και ότι τα άτομα που βρίσκονταν εκεί προσεύχονταν με περίεργο τρόπο κουνώντας τα χέρια τους πάνω κάτω(βλ. ερυθρό 56 1Χ του Δ.Φ.).  Τέλος, όσον αφορά το τι άκουσε τόσο ο ίδιος όσο και ο δίδυμος αδελφός του ενόσω βρίσκονταν στην εκκλησία, το μόνο που ανέφερε ήταν ότι ο Μάικ τους σύστησε στο πρόσωπο αυτό (επικεφαλής της εκκλησίας) και ότι ο τελευταίος είπε κάτι και πως όλα τα υπόλοιπα άτομα που βρίσκονταν στο χώρο απάντησαν, χωρίς ωστόσο να αναφέρει κάποια άλλη πληροφορία (βλ. ερυθρό 56 1Χ του Δ.Φ.).

Όσον αφορά την κακομεταχείριση του ίδιου και του δίδυμου αδελφού του από τον Μάικ, οι αναφορές του χαρακτηρίζονταν από γενικότητα και αοριστία, αφού το μόνο που ανέφερε ήταν ότι επειδή αρνήθηκαν να μεταβούν ξανά σε τέτοιου είδους εκκλησία, ο Μάικ άρχισε να μην τους δίνει φαγητό, να μην τους επιτρέπει να παίξουν, να τους κλειδώνει στην κουζίνα και να τους χτυπά (βλ. ερυθρό 55 1Χ του Δ.Φ.).

Αναφορικά με το πρόσωπο που φέρεται να έσωσε τον ίδιο και το δίδυμο αδελφό του από τη θυσία, δηλαδή τη Μαίρη, οι ισχυρισμοί του ήταν γενικοί και αόριστοι και αντιφατικοί. Συγκεκριμένα, δεν ήταν σε θέση να παραθέσει καμία πληροφορία γι’ αυτήν, όπως το πως και διέμενε μαζί με την οικογένεια αλλά ούτε και το ποιοι ήταν οι γονείς της (βλ. ερυθρό 55 2Χ του Δ.Φ.).  Ακόμη, αν και αρχικά δήλωσε ότι έφυγε μαζί τους από το σπίτι και ότι έμεναν όλοι μαζί στην εκκλησία, εντούτοις, σε κατοπινό στάδιο ανέφερε ότι δεν γνώριζε που ζούσε η Μαίρη και πως συνήθιζε να τους επισκέπτεται τακτικά στην εκκλησία (βλ. ερυθρά 54 1Χ – 2Χ του Δ.Φ.). Επιπλέον, παρότι η Μαίρη διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στο να σωθεί ο Αιτητής από τη θυσία, εντούτοις, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να παραθέσει καμία πληροφορία σχετικά με το που ζούσε η Μαίρη ή με το τι της συνέβη (βλ. ερυθρά 54 2Χ-4Χ του Δ.Φ.).

Ως εκ τούτου, και για σκοπούς εξέτασης και υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών του Αιτητή στο νομικό πλαίσιο για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, σημειώνω ότι το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση έκριναν ότι δεν στοιχειοθετείται η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό.

Στο εγχειρίδιο του EASO[7] αναφέρεται ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική στάθμιση του κατά πόσο οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει μια αληθινή προσωπική εμπειρία («[.] a balanced and objective assessment is needed of whether the account presented by an applicant reflects what can be expected from someone in his/her particular circumstanceswho is relating a genuine personal experience.») Περαιτέρω, στην ίδια σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς η ελλείψεις στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («[.] Generally it is reasonable to expect that a claim for international protection be substantively presented and sufficiently detailed, at least in respect of the most material facts of the claim. Insufficiency of detail may also constitute what is referred to in Article 4(5)(b) QD (recast) as a lack of 'relevant elements. »)

Ενόψει των πιο πάνω θεωρώ ότι το ιστορικό του Αιτητή δεν παρουσιάζει την απαιτούμενη συνοχή και πειστικότητα.  Δια τούτο με βρίσκει σύμφωνο το συμπέρασμα και η αξιολόγηση των Καθ' ων η αίτηση ως καταγράφεται στη σχετική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού ότι η ιστορία του Αιτητή πλήγεται από καίριες ελλείψεις και αντιφάσεις εκ των οποίων, στη βάση και των σχετικών κατευθυντήριων γραμμών, είναι εύλογο να θεωρείται ότι έχει τρωθεί η αξιοπιστία των λεγομένων του.

Επιπλέον, και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι οι απειλές που δέχθηκε ο Αιτητής υπό την μορφή «πνευματικών επιθέσεων» από την πατριό του συνιστούν εκ της μορφής τους πράξεις δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης ότι δηλαδή είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή να αποτελούν σώρευση διαφόρων μέτρων. Πέραν από αναξιόπιστοι για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω φρονώ ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή είναι σε κάθε περίπτωση γενικοί ώστε να μπορούν να δικαιολογήσουν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ο Αιτητής είχε ακόμη και σε αυτό το στάδιο την ευκαιρία να τεκμηριώσει και να συγκεκριμενοποιήσει τους ισχυρισμούς του περί δίωξης όμως δεν το έπραξε.  Να σημειωθεί παράλληλα και όπως εξάλλου προκύπτει από την ελεύθερη αφήγηση του Αιτητή, αυτός ανέφερε ότι διέμενε σε κάποια εκκλησία για 6 με 7 χρόνια, ενώ έκτοτε δεν έχει δει τον πατριό του και δεν γνωρίζει που βρίσκεται (βλ. ερυθρό 58 Δ.Φ.) Ερωτηθεί ο Αιτητής τι συνέβη και εγκατέλειψε την χώρα του το 2019 αυτός ανέφερε τίποτα το ιδιαίτερο ο πάστορας John αποφάσισε ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουν την χώρα καθότι κινδύνευαν από «πνευματικές επιθέσεις» και δεν ήταν υγιείς (βλ. ερυθρό 57 Δ.Φ.).

Συνεπώς, καταλήγω ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι αυτός δεν θα υποστεί δίωξη υπό την έννοια του άρθρου 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής. Αλλά ούτε πιθανολογείται ευλόγως ότι ο κίνδυνος του οποίου γίνεται επίκληση, δηλαδή κίνδυνος για την ζωή του προσφεύγοντος, την σωματική του ακεραιότητα, την ασφάλειά του, καθώς και το ενδεχόμενο να υποστεί απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, εάν επιστρέψει στην χώρα του, είναι πραγματικός. 

Επιπρόσθετα, ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτητή. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (Οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των φορέων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (Οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση).

Επομένως θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ' ων επί της έκθεσης-εισήγησής τους ότι με βάση τα διαπιστωμένα πραγματικά περιστατικά, την εκτίμηση κινδύνου και τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη χώρα καταγωγής, διαπιστώνεται ότι στην περίπτωση του Αιτητή, δεν πληρείται το αντικειμενικό στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης. Συγκεκριμένα, παρατηρώ πως προς επιβεβαίωση των πληροφοριών που ανέφερε ο Αιτητής για την «εκκλησία της μαύρης πίστης», ο αρμόδιος λειτουργός, προέβη σε έρευνα από την οποία δεν προέκυψαν πληροφορίες για τις ανθρώπινες θυσίες στη ΛΔΚ. Παράλληλα, το Δικαστήριο προβαίνει σε δική του έρευνα από την οποία προκύπτουν τα εξής:  Η μαύρη εκκλησία εμφανίστηκε κυρίως τον 19ο αιώνα, ένας αιώνας όπου κυριαρχούσε η φυλετική δουλεία και ο φυλετικός διαχωρισμός.  Υπήρξε δε χώρος ελπίδας, πνευματικής καθοδήγησης και πνευματικής υποστήριξης για τους Αφροαμερικανούς. Περαιτέρω, πρωτοστάτησε στις προσπάθειες υπεράσπισης της πολιτικής και κοινωνικής δικαιοσύνης και παράλληλα παρείχε (εξακολουθεί να παρέχει) υπηρεσίες υγείας και άλλες υπηρεσίες για τις μειονεκτούσες ομάδες που εξυπηρετεί.  Από την ίδρυσή της, η μαύρη εκκλησία υπήρξε χώρος καταφυγής και θεραπείας για τους καταπιεσμένους και περιθωριοποιημένους και παραμένει η πύλη προσέγγισης και κινητοποίησης των Αφροαμερικανών για ουσιαστική αλλαγή και μεταρρύθμιση. Ακόμη, μπορεί να λεχθεί ότι μεταξύ των ενοριτών της υπάρχει μια ισχυρή αίσθηση συγγένειας και κοινωνικής σύνδεσης. Τέλος, η μαύρη εκκλησία ενσαρκώνει την ανθεκτικότητα καθώς ασχολήθηκε με την ανάπτυξη ικανοτήτων και επιβίωσε μπροστά στις αντιξοότητες, την έλλειψη πόρων και τις ιστορικές απειλές ([8]).

Συνεπώς, οι πληροφορίες που αναφέρουν οι εξωτερικές πηγές σχετικά με τις μαύρες εκκλησίες, δεν επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του Αιτητή ως προς την «εκκλησία της μαύρης πίστης», δηλαδή ότι πρόκειται για εκκλησία που πραγματοποιεί τελετές και ότι σε μια από αυτές χρησιμοποιεί την τύχη δίδυμων παιδιών. Ακόμη, δεν μπορεί να διασταυρωθεί ότι η «εκκλησία της μαύρης πίστης» πρόκειται όντως για τη μαύρη εκκλησία που αναφέρουν οι πηγές.

Συνεπώς και λαμβάνοντας υπόψιν τα ως άνω αναφερθέντα, το προσωπικό προφίλ και τις ατομικές περιστάσεις του Αιτητή σε συνάρτηση με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, δεν αποδεικνύεται ότι αυτός εμπίπτει και διώκεται για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί του δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει, ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλης σύγκρουσης ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 

Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα ασφαλείας του τελευταίου τόπου διαμονής του Αιτητή, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές στην Kinshasa, παρατηρώ τα ακόλουθα:

Κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθη ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.([9])

H πιο πρόσφατη έρευνα της αυστριακής ACCORD που δημοσιεύτηκε στις 12 Απριλίου 2023 και αφορά όλο το έτος 2022, κάνει αναφορά στα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στην επαρχία της Κινσάσα.  Συγκεκριμένα,  αναφέρθηκαν 100 περιστατικά στα οποία σκοτώθηκαν 20 άνθρωποι. Οι ακόλουθες τοποθεσίες ήταν μεταξύ των πληγεισών: Kinshasa, Kinshasa - Barumbu, Kinshasa - Binza Delvaux, Kinshasa - Camp Kokolo, Kinshasa - Djelo Binza, Kinshasa - Gombe, Kinshasa - Kasa-Vubu, Kinshasa - Kimbanseke, Kinshainsha - Kintasambosen, , Kinshasa - Limete, Kinshasa - Lingwala, Kinshasa - Maluku, Kinshasa - Masina, Kinshasa - Matadi Kibala, Kinshasa - Matete, Kinshasa - Ndjili Airport, Kinshasa - Ngaba, Kinshasa - Ngaliema, Menkao.([10])  Το τελευταίο τετράμηνο του 2022 στην Κινσάσα αναφέρθηκαν 18 περιστατικά στα οποία σκοτώθηκαν 4 άτομα ([11]).

Στη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) τα περιστατικά βίας που αφορούν συνολικά την επαρχία της Kinshasa, πόλη Kinshasa για το χρονικό διάστημα από 22/03/2023 έως 22/03/2024 έχουν καταγραφεί συνολικά 135 περιστατικά χρήσης βίας που έχουν μετρήσει συνολικά 69 θύματα.  Μεταξύ αυτών, 8 περιστατικά συνίσταντο σε μάχες (20 θάνατοι), 21 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (48 θάνατοι), 26 ήταν περιστατικά εξέγερσης / ταραχής (1 θάνατος), 51 ήταν περιστατικά διαμαρτυριών (κανένας θάνατος) και 29 ήταν περιστατικά στρατιωτικών εξελίξεων (κανένας θάνατος) ([12])Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πρωτεύουσας Κινσάσα ανέρχεται στα 17,032,322 (2024) ([13]).

Δια ταύτα, δεν προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43]. Συνεπώς, απαιτείται η ύπαρξη ορισμένων προσωπικών χαρακτηριστικών στο πρόσωπο του Αιτητή ούτως ώστε να συναχθεί ότι θα κινδυνεύει από βία ασκούμενη αδιακρίτως σε περίπτωση μετάβασής του στην Κινσάσα. Εν προκειμένω, ο Αιτητής είναι νέος, χωρίς κάποιο πρόβλημα υγείας που θα αύξανε σημαντικά το ρίσκο του συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό. Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. 

Τέλος, φρονώ ότι στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου]. 

Επομένως ορθά και η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε με την απόφαση της, ότι στην περίπτωση του Αιτητή, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί σε αυτόν το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. 

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη. Τονίζεται ότι και σε αντίθεση με τα όσα αναφέρει ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή τόσο στην έκθεση -εισήγηση όσο και στην προσβαλλόμενη απόφαση υπάρχει σαφής αναφορά και αιτιολόγηση για πιο λόφο δεν παραχωρήθηκε ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή (παράρτημα 5 και 6 στην ένσταση).

Επομένως και για τους λόγους που έχουν εκτεθεί ανωτέρω οι υπό κρίση λόγοι ακύρωσης περί ύπαρξης πλάνης, έλλειψης δέουσας έρευνας, κατάχρηση εξουσίας και μη χρηστής διοίκησης απορρίπτονται στο σύνολο τους, οι Καθ’ ων η Αίτηση προέβησαν σε κάθε νόμιμη ενέργεια προς εξέταση της αίτηση του Αιτητή ενήργησαν με καλή πίστη ισότητα αναλογικότητα και αμεροληψία και ορθώς κατέληξαν ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 

 

 



[1] UN Committee on the Rights of the Child, General Comment No 6, Treatment of unaccompanied and separated children outside their country of origin και EMN Asylum and Migration Glossary

[2] UNHCR Guidelines on Determining the Best Interests of the Child

https://www.unhcr.org/media/unhcr-guidelines-determining-best-interests-child

 

[3] Judgment of the Court (First Chamber), 22 November 2012 M. M. v Minister for Justice, Equality and Law υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[4] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50

[5] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου

[6] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C‑277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[7] Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System, στην σελίδα 87 παράγραφος 4.5.3,

[8] Brewer LC, Williams DR “We've Come This Far by Faith: The Role of the Black Church in Public Health” (March 2019), Am J Public Health < https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC6366503/ > τελευταία πρόσβαση στις 29/03/2024

[9] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th , UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf , HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo , UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html , USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf  και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/03/2024)

 

[10] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation: DEMOCRATIC REPUBLIC OF CONGO, YEAR 2022: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 12 April 2023 https://www.ecoi.net/en/file/local/2090468/2022yDemocraticRepublicofCongo_en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/03/2024)

[11] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation: DEMOCRATIC REPUBLIC OF CONGO, THIRD QUARTER 2022: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 12 April 2023 https://www.ecoi.net/en/file/local/2090417/2022q3DemocraticRepublicofCongo_en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/03/2024)

[12] ACLED (“Armed Conflict Location and Event Data Project”) για το διάστημα από 22/03/23-22/03/24, του Κογκό: https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[13] Kinshasa Population 2024: https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population (τελευταία πρόσβαση στις 29/03/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο