ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 8494/21

16 Απριλίου, 2024

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

J.L.M.

Αιτήτρια,

και

Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

Αλεξάνδρου και Μάρκου, για την Αιτήτρια

Λ. Μιχαηλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 22.11.2021, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 23.11.2021 και δια της οποίας απορρίφθηκε το αίτημά της για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020 (στο εξής: ο Περί Προσφύγων Νόμος).

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (εφεξής «ΛΔΚ»). Κατά δήλωσή της, η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της νόμιμα στις 07.02.2021 και αφήχθη μέσω Τουρκίας στις μη ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές όπου διέμεινε για περίπου 7 μήνες. Στις 03.09.2021 εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές και στις 22.09.2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 10.11.2021, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (εφεξής «η αρμόδια λειτουργός).  Στις 17.11.2021 η αρμόδια λειτουργός υπέβαλε Έκθεση /Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (εφεξής «Προϊστάμενος») για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 22.11.2021. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 23.11.2021, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Η Αιτήτρια δια της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων της προβάλλει ως λόγους προσφυγής αρχικά την πλάνη περί τα πράγματα ή/και περί το νόμο και/ή έλλειψη δέουσας έρευνας και/ή ανύπαρκτη ή/και εσφαλμένη ή/και ελλιπή ή/και πεπλανημένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, οι συνήγοροι της Αιτήτριας ισχυρίζονται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να μεταφράσουν και διερευνήσουν δεόντως τα έγγραφα που προσκόμισε η Αιτήτρια, ήτοι τα ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία εκδόθηκαν στη χώρα καταγωγής της στις 21 και 22 Ιουλίου 2019, καθώς και τη βεβαίωση καταγγελίας της Αιτήτριας ενώπιον των αρμόδιων αρχών της χώρας καταγωγής της, ημερομηνίας 26.12.2019. Εγείρουν δε ότι το περιεχόμενο των ανωτέρω εγγράφων τεκμηριώνει τη νοσηλεία της Αιτήτριας μετά από την επίθεση που φέρεται να δέχτηκε, γεγονός που συνηγορεί υπέρ του ότι   σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής θα κινδυνεύσει χωρίς οι αρχές να είναι σε θέση να της παράσχουν προστασία. Προσθέτουν δε ότι κατά την αξιολόγηση των εν λόγω εγγράφων, ο λειτουργός πεπλανημένα και χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα  αναφέρει ότι τα ιατρικά πιστοποιητικά φέρουν ημερομηνία 21 και 22.7.2021, ενώ στην πραγματικότητα φέρουν ημερομηνία 21 και 22.7.2019.

3.             Συμπληρωματικά, οι συνήγοροι της Αιτήτριας εγείρουν ότι επί της μετάφρασης της υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας («Application Form Translation») της Αιτήτριας (ερ. 2 ΔΦ), αφενός δεν υπάρχει πρωτότυπη υπογραφή της μεταφράστριας,  η δε ημερομηνία μετάφρασης του αιτήματος έχει αλλοιωθεί από 17.12.21 (δακτυλογραφημένο) σε 10.11.21 ή 10.12.2021 χωρίς την μονογραφή του ατόμου που αλλοίωσε την ημερομηνία. Εγείρουν έτσι αμφιβολίες ως προς το εάν το αποφασίζον όργανο είχε ενώπιόν του τη μετάφραση της αρχικής αίτησης της Αιτήτριας κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης, ως επιτάσσουν οι πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου. Υποστηρίζουν δε ότι η μετάφραση της υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας («Application Form Translation») αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη, η οποία αποτελεί αλλοίωση του διοικητικού φακέλου αφού δεν αναγράφονται στον πίνακα περιεχομένων του φακέλου (minute sheet), και το περιεχόμενο της μετάφρασης αποτελεί πιστή μετάφραση των δηλώσεων της Αιτήτριας κατά την υποβολή του αιτήματός της. 

4.             Ακολούθως, η Αιτήτρια εγείρει ότι επί της εισήγησης της λειτουργού, δεν αναφέρεται πουθενά εισήγηση επιστροφής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής παρά μόνο σε απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας, καθιστώντας έτσι το συγκεκριμένο σκέλος της προσβαλλόμενης καταχρηστικό και αντίθετο με τις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Οδηγίας  2013/32/ΕΕ, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται δικαίωμα νόμιμης παραμονής ενός αιτούντος άσυλο στην χώρα εξέτασης του αιτήματός του μέχρι την ολοκλήρωση της σε πρώτο βαθμό προσφυγής ή άλλως μέχρι την παρέλευση της άπρακτης προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση στον/ην Αιτητή/ήτρια της απόφασης. Υποστηρίζει ακόμα ότι ο κ. Α. Α. δεν ήταν αρμοδίως εξουσιοδοτημένος προς έκδοση απόφασης επιστροφής. Υποδεικνύει ακολούθως ότι κατά παράβαση του άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου δεν παραπέμφθηκε σε ιατρική/ ψυχολογική εξέταση. Υποβάλλει εξάλλου ότι οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να αντλήσουν πηγές από κάποια αξιόπιστη εξωτερική πηγή καθώς η ΜΟΝΗ πηγή άντλησης δεδομένων και/ή πληροφορίων σε σχέση με τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ήταν κάποιες φωτογραφίες από το «Google Maps» και όχι από οποιαδήποτε αντικειμενική, αξιόπιστη, επίσημη και έγκυρη πηγή και/ή βάση δεδομένων. Υποστηρίζει ότι η χώρα της δεν περιλαμβάνεται στη λίστα των ασφαλών τρίτων χωρών, γεγονός υπέρ του οποίου συνηγορούν και το περιεχόμενο της αίτησης, της συνέντευξης και των προσκομισθέντων εγγράφων της. Βάλλει κατά των προσόντων της λειτουργού η οποία διενήργησε τη συνέντευξη, ενώ υποδεικνύει πως δεν υπήρξε οποιαδήποτε εξουσιοδότησή της προς τούτο και προσθέτει ότι ο διερμηνέας που επιλέγηκε για τη συνέντευξη δεν ήταν ικανός/ή να διασφαλίσει την δέουσα επικοινωνία ανάμεσα στην Αιτήτρια και το λειτουργό που διεξήγαγε την προφορική της συνέντευξη. Γενικώς αναφέρεται σε έλλειψη δέουσας έρευνας και παράβαση του δικαιώματός της σε προηγούμενη ακρόαση. Επιπλέον, υποδεικνύει ότι ενεργώντας καταχρηστικά και ασκώντας την εξουσία τους κατά πεπλανημένο τρόπο, οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε έκδοση απόφασης επιστροφής σε βάρος της Αιτήτριας. Τέλος, εγείρεται ότι η προσβαλλόμενη παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της εμπιστοσύνης του  διοικούμενου προς τη διοίκηση καθώς, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, η προσβαλλόμενη και η διαδικασία μέσω της οποίας ελήφθη συνιστούν ανεπιεική και άδικη απόφαση, καθώς δεν επετράπη στην Αιτήτρια να διατυπώσει και/ή να πει όσα πραγματικά ήθελε να αναφέρει.

5.             Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης. Υποδεικνύουν ότι οι νομικοί ισχυρισμοί δεν προβάλλονται σύμφωνα με το Διαδικαστικό Κανονισμό 6 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου και αντικρούουν όλους τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης.  Αναφέρονται εκτεταμένως στους ουσιώδεις ισχυρισμούς της Αιτήτριας και στην αξιολόγησή τους από τους Καθ’ ων η αίτηση, και βάλλουν κατά της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας, υποδεικνύοντας ότι δεν κατόρθωσε να τεκμηριώσει το αίτημά της προς υπαγωγή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.  

 

Το νομικό πλαίσιο

6.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

7.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει τα εξής:

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν».

8.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

9.             Στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του περί Προσφύγων νόμου, ο όρος «Προϊστάμενος» ορίζεται ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

«"Προϊστάμενος" σημαίνει αρμόδιο λειτουργό ο οποίος προΐσταται της Υπηρεσίας Ασύλου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·»

10.          Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό.

11.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

12.          Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής, που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της

13.          αγόρευσης του αιτητή, θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

14.          Σε κάθε περίπτωση, ως λόγοι προσφυγής έχουν απομονωθεί οι αναφερόμενοι ανωτέρω κάτω από τον τίτλο «Νομικοί ισχυρισμοί».  Επιπλέον, επισημαίνω ότι ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 επιβάλλει, όπως τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται η προσφυγή του εκάστοτε αιτητή εξειδικεύονται και αιτιολογούνται πλήρως στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια των επίδικων θεμάτων (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται ο εκάστοτε λόγος ακύρωσης, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικές και αόριστες τοποθετήσεις [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018]. Αυτά ισχύουν κατά μείζονα λόγο όταν ο αιτητής εκπροσωπείται δια συνηγόρου. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία. Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883], Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. Προς τούτο, επισημαίνεται ότι είναι ατυχής η σύνδεση της εν λόγω κανονιστικής διάταξης με την υποχρέωση της διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της.

15.          Εν προκειμένω, κρίνω ότι τα εγειρόμενα νομικά σημεία περί παράβασης των γενικών αρχών του δικαίου, ιδίως της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, του περί δικαίου αισθήματος, της αρχής της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, κατά την έκδοση της επίδικης δεν εξειδικεύονται επαρκώς καθώς, η Αιτήτρια  αρκείται στην παράθεση των νομικών αρχών χωρίς οποιαδήποτε διασύνδεση με τις περιστάσεις της υπόθεσής της, παρά μόνο με την γενικότερο ισχυρισμό της Αιτήτριας περί μη επαρκούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης.

16.          Ως προς τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί έλλειψης των κατάλληλων προσόντων στο πρόσωπο της λειτουργού που διενήργησε τη συνέντευξη, αυτός δεν προβάλλεται και κατά μείζονα λόγο δεν αιτιολογείται από το συνήγορό της, όπως επιβάλλει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός αναπτύσσεται κατά τρόπο γενικό κατά τρόπο που τον καθιστά απαράδεκτο και εξ αυτού του λόγου [Bλ. Συναφώς Υπόθεση Αρ. 1239/2009, ΟΜ Prakash Pandey v AAΠ, ημερ. 5.11.2010]. Δεν εξηγείται γιατί συγκεκριμένα θεωρείται ότι το υπό αναφορά πρόσωπο δεν είναι δεόντως καταρτισμένο και που στηρίζεται αυτός ο ισχυρισμός. Ως προς τον ισχυρισμό εξάλλου ότι το πρόσωπο αυτό δεν έχει εξουσιοδοτηθεί από τον αρμόδιο Υπουργό, ο περί Προσφύγων Νόμος καμία τέτοια προϋπόθεση δε θέτει. Ως «αρμόδιος λειτουργός» βάσει του άρθρου 2(1) του ανωτέρω νόμου ορίζεται «λειτουργό[ς] ο οποίος υπηρετεί στην Υπηρεσία Ασύλου και έχει τύχει ειδικής εκπαίδευσης σε θέματα ασύλου και συμπληρωματικής προστασίας·». Δεδομένων των ανωτέρω, το τεκμήριο νομιμότητας το οποίο φέρει η επίδικη πράξη δεν έχει ανατραπεί.

17.           Ιδίως ως προς τον ισχυρισμό, ότι το πρόσωπο που διενήργησε τη μετάφραση κατά το στάδιο της συνέντευξης δεν ήταν δεόντως ικανός να εξασφαλίσει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ της Αιτήτριας και του λειτουργού, παρατηρώ ότι δεν είναι δεόντως δικογραφημένος και δεν εξειδικεύεται επαρκώς [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018, Α. Ε. αρ. 1883, Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος αυτός αναπτύσσεται κατά τρόπο γενικό, που τον καθιστά απαράδεκτο και εξ αυτού του λόγου [Bλ. Συναφώς Υπ. Αρ. 1239/2009, ΟΜ Prakash Pandey v AAΠ, ημερ. 5.11.2010]. Δεν εξηγείται γιατί συγκεκριμένα θεωρείται ότι το υπό αναφορά πρόσωπο δεν είναι σε θέση να προβαίνει σε μετάφραση και πού στηρίζεται αυτός ο ισχυρισμός. Η γενική επίκληση απουσίας εκ του νόμου προϋπόθεσης, χωρίς οποιαδήποτε προβολή ισχυρισμών που να επεξηγούν πού εδράζεται η εν λόγω θέση, πάσχει από αοριστία. Παρατηρώ δε ότι η Αιτήτρια υπέγραψε τη σχετική δήλωση περί ορθής μετάφρασης των λεγομένων της, όπως προκύπτει από το πρακτικό της συνέντευξης.  

18.          Ως προς τον ισχυρισμό της Αιτήτριας για παραβίαση του Άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2020 (Ν.6(Ι)/2000),  το σχετικό άρθρο του Νόμου για ιατρική και ψυχολογική εξέταση αφορά στις περιπτώσεις όπου υπάρχουν «(α) ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρή βλάβη που υπέστη κατά το παρελθόν∙ και (β) συμπτώματα και ενδείξεις βασανιστηρίων ή άλλων σοβαρών πράξεων σωματικής ή ψυχολογικής βίας, περιλαμβανομένων των πράξεων σεξουαλικής βίας». Η λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου δεν έκρινε σκόπιμο η Αιτήτρια να παραπεμφθεί σε ειδική εξέταση καθότι ερωτήθηκε κατά την προσωπική της συνέντευξη  εάν είναι σε θέση να προχωρήσει σε συνέντευξη και αν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα, διαβεβαιώνοντας έτσι το αποφασίζον όργανο ότι δεν πάσχει από προβλήματα υγείας (σωματικής ή/και ψυχικής) για τα οποία να χρήζει ιατρικού ελέγχου ή φαρμακευτικής περίθαλψης. Παράλληλα, από τα πρακτικά της συνέντευξης, προκύπτει ότι η Αιτήτρια ήταν σε θέση να απαντήσει στα ερωτήματα που της είχαν υποβληθεί. Σημειώνεται ότι καίτοι απαιτείται η ενημερωμένη συγκατάθεση της Αιτήτριας για τη διενέργεια των εν λόγω εξετάσεων, παρά ταύτα η απάντηση της Αιτήτριας ότι είναι καλά και δεν χρειάζεται εξέταση, δεν αποτελεί καταλυτικής φύσεως κριτήριο για τη μη διενέργεια αυτών. Εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του λειτουργού να το κρίνει ως αναγκαίο και να παραπέμψει σε αυτές, εάν λάβει προηγουμένως τη συγκατάθεση του εκάστοτε αιτητή. Σύμφωνα δε με το εδάφιο (8) του άρθρου 15 όταν δεν διενεργείται ιατρική ή/και ψυχολογική εξέταση σύμφωνα με το εδάφιο (1), οι αιτητές δικαιούνται με δική τους πρωτοβουλία και δικά τους έξοδα να μεριμνήσουν για την ιατρική ή/και ψυχολογική τους εξέταση όσον αφορά ενδείξεις που ενδεχομένως υποδηλώνουν διώξεις ή σοβαρές βλάβες, που υπέστησαν κατά το παρελθόν. Επιπλέον, η Αιτήτρια θα μπορούσε να λάβει τα δέοντα δικονομικά μέσα προς περαιτέρω τεκμηρίωση και εξειδίκευση των ισχυρισμών της. Παρατηρείται συναφώς ότι, η Αιτήτρια δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία περί της κατάστασης της υγείας της ή και αναφορικά με τα κατ' ισχυρισμό σημάδια που αυτή φέρει.

19.          Ως προς τον ισχυρισμό περί παραβίασης του δικαιώματος της Αιτήτριας σε προηγούμενη ακρόαση παρατηρώ τα εξής.

20.          Πρώτον, για το λυσιτελές της προβολής από τον διοικούμενο λόγου προσφυγής περί μη τηρήσεως του δικαιώματος προηγουμένης ακροάσεως πριν την έκδοση της δυσμενούς γι' αυτόν πράξεως απαιτείται και παράλληλη αναφορά των ισχυρισμών που αυτός θα προέβαλε ενώπιον της Διοικήσεως αν είχε κληθεί (Βλ. Απόφαση αρ. Αριθμός 4447/2012, της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ημερ. 27.4.2012). Εν προκειμένω, η Αιτήτρια  δεν αναφέρεται σε ισχυρισμούς ή στοιχεία που δεν είχε την ευκαιρία να προσκομίσει.

21.          Δεύτερον, αλυσιτελώς εγείρεται ο υπό εξέταση λόγος προσφυγής, ορώμενος και υπό το φως της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας έχει την εξουσία να εξετάσει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία. Ως εκ τούτου, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως σε επικαιροποιημένη βάση. Συνεπώς, η απλή επίκληση παράλειψης δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης δεδομένης της έκτασης του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο και στις δυνατότητες για προσκόμιση νέων στοιχείων από τον εκάστοτε αιτητή, οδηγεί αναπόδραστα σε απόρριψη αυτού του λόγου λόγω αλυσιτέλειας [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552].

22.           Ανεξαρτήτως της πιο πάνω διαπίστωσης, παρατηρώ ότι ο παρών ισχυρισμός είναι και αβάσιμος, καθώς η Αιτήτρια είχε την ευκαιρία να εκθέσει τόσο στο έντυπο της αίτησής της για διεθνή προστασία όσο και στο πλαίσιο της συνέντευξής της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τις θέσεις και τους ισχυρισμούς της προς υποστήριξη της αίτησής της για διεθνή προστασία. Σημειώνεται δε ότι οι Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου όπως θεσπίζονται στους περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμους του 1999 έως 2020 υποχωρούν όταν υπάρχουν ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις (Βλ. Α.Ε. Αρ. 2422, Κυπριακά Διϋλιστήρια Πετρελαίου Λτδ. ν. Δήμου Λάρνακας (2000) 3 Α.Α.Δ. 345 και Α.Ε. Αρ.: 2824, Ακίνητα Λούλλας Ιωνίδου Λτδ. ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1011, και την εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, η εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας ακολουθεί μία συγκεκριμένη διαδικασία, η οποία θεσπίζεται από τον περί Προσφύγων  Νόμο. Οι διατάξεις δε που ρυθμίζουν την εν λόγω διαδικασία είναι εναρμονιστικής φύσεως, μεταφέροντας στην εθνική έννομη τάξη τις αντίστοιχες ενωσιακές διατάξεις (μεταξύ άλλων, της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με Κοινές διαδικασίες για τη Χορήγηση και Ανάκληση του Καθεστώτος Διεθνούς Προστασίας και της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις Απαιτήσεις για την Υποδοχή των Αιτούντων Διεθνή Προστασία). Ακολουθώντας συνεπώς η αρμόδια αρχή την από τον περί Προσφύγων Νόμο καθορισθείσα διαδικασία, όπως διαπιστώνω ότι έπραξε εν προκειμένω, ιδίως με τη διενεργηθείσα συνέντευξη ημερομηνίας 10.11.2021, δεν τίθεται ζήτημα παράβασης του δικαιώματος ακρόασης της Αιτήτριας.

23.          Αλυσιτελώς εξάλλου προβάλλεται και ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί «αλλοίωσης της ημερομηνίας μετάφρασης» της φόρμας καταγραφής. Κατά κανένα τρόπο δε συνάγεται με ποιον τρόπο τυχόν αλλαγή της ημερομηνίας, ακόμα και αν αυτή ήθελε κριθεί αληθής, επηρέασε δυσμενώς το αίτημα της Αιτήτριας. Η ίδια η φόρμα καταγραφής αλλά και η μετάφρασή της κατά κανένα τρόπο δε λήφθηκαν υπόψιν στην απόφαση του Προϊσταμένου, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει βλάβη της Αιτήτριας από τυχόν «ανυπαρξία της μετάφρασης ενώπιον του Προϊσταμένου» κατά τη στιγμή έκδοσης της απόφασής του.

24.          Ως προς τους λοιπούς νομικούς ισχυρισμούς περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, αλλά και σε σχέση με τις ανωτέρω κατ’ ισχυρισμό διαδικαστικές πλημμέλειες της διερμηνείας και των προσόντων του λειτουργού που διενήργησε τη συνέντευξη είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία και δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητά της, σε επικαιροποιημένη βάση (ex nunc). Η Αιτήτρια αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η έκταση του ελέγχου που ασκεί επί της επίδικης πράξης το παρόν Δικαστήριο και η εξουσία του να τροποποιήσει την επίδικη απόφαση, καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης.

25.          Προχωρώντας στην εξέταση της ουσίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας, επισημαίνω συναφώς τα ακόλουθα: Η Αιτήτρια κατά την καταγραφή του αιτήματός της για την αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για λόγους ασφαλείας (ερ. 2 ΔΦ).

26.          Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης και αναφορικά με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην Kinshasa. Ως προς την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο πατέρας της απεβίωσε τον Αύγουστο του 2009, η δε μητέρα της απεβίωσε το Φεβρουάριο του 2018. Ακολούθως εγκαταστάθηκε στην οικία του μητρικού της θείου στην Kinshasa, ο οποίος απεβίωσε τον Ιούνιο του 2021. H Αιτήτρια προέβαλε ότι το 2019 ο θείος της αντιμετώπισε ένα πρόβλημα λόγω του οποίου μετέβη στην πόλη Matadi προκειμένου να λάβει θεραπεία και ως εκ τούτου η ίδια διάμεινε σε φιλικό της πρόσωπο το οποίο είχε γνωρίσει στην εκκλησία μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της.  Η Αιτήτρια υπέβαλε ότι δεν διαθέτει άλλα αδέρφια. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια  δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα καταγωγής της και για απροσδιόριστο χρόνο φοίτησε στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Αμμοχώστου Διοίκηση Επιχειρήσεων και Αγγλικά. Ως προς το επάγγελμά της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ουδέποτε εργάστηκε στη χώρα καταγωγής (ερ. 27-29 ΔΦ).

27.           Ως προς τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής της η Αιτήτρια δήλωσε ότι θείος της δανείστηκε χρήματα από φιλικό του πρόσωπο τα οποία δεν κατόρθωσε να επιστρέψει, και έτσι εκείνος άρχισε να απειλεί τον θείο της ότι θα του κάνει κακό. Η Αιτήτρια προέβαλε ότι καθώς ο θείος της απουσίαζε συχνά από την οικία της, το εν λόγω πρόσωπο μετέβαινε εκεί και προειδοποιούσε την ίδια ότι θα κάνε κακό στο θείο της εάν εκείνος δεν του επιστρέψει τα χρήματα που του οφείλει. Στη συνέχεια η Αιτήτρια υπέβαλε ότι το εν λόγω άτομο εισήλθε ένα βράδυ εντός της οικίας που διέμενε με το θείο της, απείλησε τον τελευταίο ότι θα κακοποιούσε σεξουαλικά την ίδια την Αιτήτρια και τον χτύπησε. Καθώς ο θείος της Αιτήτριας κατάφερε να διαφύγει, το εν λόγω πρόσωπο τραυμάτισε την Αιτήτρια με ένα σίδερο με αποτέλεσμα αυτή να καταφύγει στο νοσοκομείο προκειμένου να λάβει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, όπου και διέμεινε για δύο εβδομάδες. Εξερχόμενη του νοσοκομείου, η Αιτήτρια επικοινώνησε με το θείο της ο οποίος την ενημέρωσε ότι είχε εγκαταλείψει την Kinshasa και έτσι η Αιτήτρια αναγκάστηκε να φιλοξενηθεί στην οικία μίας φίλης της. Η Αιτήτρια προέβαλε ότι στη συνέχεια φοβόταν μήπως ξανασυναντήσει το πρόσωπο στο οποίο χρωστούσε χρήματα ο θείος της ειδικά όταν βρισκόταν καθ’ οδόν για το σχολείο, καθώς άγνωστα πρόσωπα επισκέφτηκαν εκ νέου την οικία επί της οποίας διέμενε με το θείο της. Κατά τη διάρκεια της διαμονής της στην οικία της φίλης της, η Αιτήτρια λάμβανε οικονομική βοήθεια από το θείο της, ο οποίος βρισκόταν στην πόλη Matadi. Όταν η Αιτήτρια ολοκλήρωσε τη φοίτησή της στο σχολείο, ο θείος της τής έστειλε χρήματα μέσω της φίλης της προκειμένου να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, ενώ ενημέρωσε την Αιτήτρια ότι θα πρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμη να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής. Κατά τη διάρκεια της πτήσης της η Αιτήτρια γνώρισε δύο αγνώστων στοιχείων άτομα, στα οποία δήλωσε ότι δε γνωρίζει κανένα στην Κύπρο και έτσι αποφάσισαν να διαμείνουν μαζί μοιραζόμενοι το κόστος. Όσο η Αιτήτρια βρισκόταν στις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, συνέχισε να λαμβάνει χρήματα από το θείο της, μέσω της φίλης της στην Kinshasa. Στις 14 Ιουνίου 2021 η Αιτήτρια πληροφορήθηκε από τη φίλη της στην Kinshasa ότι ο θείος της απεβίωσε και με τη βοήθεια ενός αγνώστου προσώπου με καταγωγή από το Καμερούν, η Αιτήτρια εισήλθε στα εδάφη της Δημοκρατίας (ερ. 26 4Χ, 25 1Χ ΔΦ).

28.          Κατά τη διάρκεια του ανωτέρω αφηγήματος, η Αιτήτρια ρωτήθηκε πότε έλαβε χώρα το περιστατικό της επίθεσης και δήλωσε ότι η ανωτέρω επίθεση στην οικία του θείου έλαβε χώρα στις 21.7.2019. Ερωτηθείσα αν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα από το 2019 μέχρι και το 2021, χρόνο κατά τον οποίο φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι η τελευταία απειλή που δέχτηκε, έλαβε χώρα στις 25.12.2019. Υπέβαλε δε ότι την απείλησαν ότι θα την χτυπήσουν αν δεν αποκάλυπτε πού βρισκόταν ο θείος της. Ως προς την τοποθεσία που έλαβε χώρα το ανωτέρω περιστατικό, η Αιτήτρια επικαλέστηκε το δρόμο προς την εκκλησία (ερ. 25 2Χ-4Χ ΔΦ).

29.          Ως προς το τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια δήλωσε ότι της είναι αδύνατο να επιστρέψει στη ΛΔΚ, διότι δεν θα την προστατέψει κανείς. Ερωτηθείσα να αποσαφηνίσει την έννοια της προστασίας, η Αιτήτρια προέβαλε ότι εξακολουθεί να λαμβάνει απειλές. Ερωτηθείσα να αποσαφηνίσει τις ανωτέρω δηλώσεις της, η Αιτήτρια απάντησε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής θα την προκαλέσουν κάποιο κακό εξαιτίας του θείου της (ερ. 25 6Χ-8Χ ΔΦ).

30.          Ερωτηθείσα εάν κατήγγειλε τα ανωτέρω περιστατικά ενώπιον των αρχών, η Αιτήτρια δήλωσε ότι το έπραξε, πλην όμως η αστυνομία δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια. Κληθείσα να παραθέσει περαιτέρω πληροφορίες, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι οι εγκληματίες έχουν διασυνδέσεις με την αστυνομία και έτσι δεν ακολούθησε κάποια ενέργεια της καταγγελία της (ερ. 25 10Χ ΔΦ). Ως προς την ανωτέρω καταγγελία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι έλαβε χώρα στις 26.12.2019 (ερ. 24 11Χ ΔΦ). Παρότι δεν είχε επαφή με τους κατ’ ισχυρισμό διώκτες της, αυτοί εξακολουθούσαν να της αποστέλλουν μηνύματα μέσω περίοικων προσώπων.

31.          Κληθείσα να σχολιάσει το γεγονός ότι διέμεινε στην Kinshasa για δύο χρόνια παρά τις απειλές που φέρεται να δεχόταν, η Αιτήτρια απάντησε ότι μετέβαινε στο σχολείο της προσεκτικά και από δρόμους που ήταν αδύνατο να συναντήσει τους διώκτες της. Προσέθεσε δε ότι όταν μετέβαινε στην εκκλησία κάλυπτε το πρόσωπό της (ερ. 24 4Χ ΔΦ).

32.          Προς επίρρωση των ισχυρισμών της, η Αιτήτρια προσκόμισε τρία έγγραφα. Το πρώτοαναγράφει ως εκδότη αυτού την Αστυνομία της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό και φέρει ημερομηνία έκδοσης 26.12.2019 και αποτελεί τη φερόμενη καταγγελία της Αιτήτριας ενώπιον του ανωτέρω φορέα. Το δεύτερο φέρει ημερομηνία 21.7.2019,  συνίσταται σε μια φερόμενη ιατροφαρμακευτική συνταγή, υπογεγραμμένη από τον ιατρό Μ., ενώ το τρίτο συνιστά ιατροφαρμακευτική συνταγή ημερομηνίας 22.7.2019, υπογεγραμμένη από τον ιατρό N. R..

33.          Αξιολογώντας το αίτημα διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν δύο ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος ως προς  τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής της, ο δε δεύτερος αφορά τις δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι διώχθηκε από το φίλο του θείου της λόγω του ότι ο θείος της δανείστηκε χρήματα από το εν λόγω πρόσωπο.

34.          Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, δεδομένου ότι κρίθηκε πως παρατέθηκε με επαρκώς συγκεκριμένο τρόπο, βρισκόταν δε σε συμφωνία με τις εξωτερικές πηγές.

35.          Ο δεύτερος ισχυρισμός, ωστόσο, έτυχε απόρριψης. Συγκεκριμένα, αξιολογήθηκε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας ήταν αντιφατικές, στερούντο ευλογοφάνειας και ήτο γενικόλογες. Συγκεκριμένα, οι δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι ο φίλος του θείου της επισκεπτόταν την οικία του εν τη απουσία του κρίθηκε ως στερούμενη ευλογοφάνειας (ερ. 26 4Χ ΔΦ). Ακολούθως εντοπίστηκε ότι ενώ αρχικά η Αιτήτρια δήλωσε πως ο θείος της δανείστηκε χρήματα προκειμένου να τη βοηθήσει να σπουδάσει, στη συνέχεια προέβαλε αντιφατικά ότι ο θείος της δανείστηκε τα χρήματα προκειμένου να αντιμετωπίσει τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε και επικουρικά να βοηθήσει την ίδια. Ακολούθως υπέπεσε σε αντιφάσεις ως προς την οικονομική κατάσταση του θείου της, αφού αρχικά δήλωσε ότι ο θείος της δεν ήταν σε θέση να αποπληρώσει το ποσό που δανείστηκε, στη συνέχεια όμως η Αιτήτρια δήλωσε χωρίς νοηματική συνοχή ότι ο θείος της όχι μόνο της έστελνε χρήματα από την πόλη Matadi μέσω της φίλης της, αλλά χρηματοδότησε και το ταξίδι της μέχρι την Κύπρο (ερ. 29 5Χ, 28 15Χ, 27 2Χ, 26 4Χ, 25 1Χ ΔΦ).

36.          Οι Καθ΄ων η αίτηση αξιολόγησαν στη συνέχεια ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας σύμφωνα με τις οποίες οι εγκληματίες που εισήλθαν στην οικία που διέμενε απείλησαν το θείο της ότι εάν δεν επιστρέψει τα χρήματα που όφειλε, θα προχωρούσαν σε κακοποίηση της ίδιας, στερούνται ευλογοφάνειας. Επιπλέον, ως στερούμενη ευλογοφάνειας κρίνεται και η δήλωση της Αιτήτριας περί του ότι ο θείος της διέφυγε, αφήνοντας την ίδια στα χέρια των κακοποιών, οι οποίοι την έκαψαν με ένα σίδερο. Οι Καθ΄ων η αίτηση έκριναν πως δεν θα αναμενόταν ευλόγως από το θείο της να αφήσει την Αιτήτρια μόνη της, στα χέρια των κακοποιών, δεδομένου ότι την είχαν ήδη απειλήσει (ερ. 26 4Χ, 25 1Χ ΔΦ).

37.          Σημείωσαν εξάλλου ότι, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής της η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της αποκλειστικά λόγω των όσων συνέβησαν τον Ιούλιο του 2019, ενώ μόνο αργότερα αναφέρθηκε στα συμβάντα του Δεκεμβρίου του 2019. Ερωτηθείσα τι συνέβη στη συνέχεια, η Αιτήτρια προέβαλε ότι κατήγγειλε την επίθεση στην αστυνομία, ενώ στη συνέχεια συνέχισε να διαμένει στην Kinshasa χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τους φερόμενους ως διώκτες της, το οποίο κατά τους Καθ’ ων η αίτηση υποδεικνύει ότι έλαβε προστασία από τις αρχές.  Η Αιτήτρια ανέφερε εξάλλου ότι μετέβαινε στο σχολείο και στην εκκλησία. Κρίνοντας τα ανωτέρω ως αντιφατικά, οι Καθ’ ων η αίτηση κάλεσαν την Αιτήτρια να σχολιάσει. Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας για διαμονή της στην πόλη της Kinshasa κρίθηκε ότι προβλήθηκαν κατά τρόπο μη ευλογοφανή. (ερ. 26 4Χ, 25 12Χ, 24 4Χ ΔΦ).

38.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της Αιτήτριας, οι Καθ΄ων η αίτηση δεν προχώρησαν σε κάποια παράθεση πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής.

39.          Αξιολογώντας ωστόσο την αξιοπιστία των προσκομισθέντων εγγράφων, και συγκεκριμένα ως προς το έγγραφο που φέρεται να αποτελεί καταγγελία της Αιτήτριας ενώπιον της αστυνομίας, οι Καθ’ ων έκριναν πως το περιεχόμενό του έρχεται σε αντίθεση με τα λεγόμενά της, καθώς αναφέρει ότι η Αιτήτρια έπεσε θύμα κλοπής. Η Αιτήτρια δήλωσε εξάλλου πως δε γνώριζε οποιοδήποτε των προσώπων αυτών.

40.          Ως προς την αξιοπιστία των εγγράφου συνταγογράφησης που προσκόμισε η Αιτήτρια, οι Καθ΄ων η αίτηση έκριναν ότι έρχονται σε αντίθεση με τις δηλώσεις της περί νοσηλείας της για μία εβδομάδα και εξωνοσοκομειακής της περίθαλψης εν συνεχεία, δεδομένου ότι τα εν λόγω έγγραφα φέρουν την  ημερομηνία του τραυματισμού και της επομένης του τραυματισμού της Αιτήτριας.  

41.          Ολοκληρώνοντας, οι Καθ΄ων η αίτηση απέρριψαν τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο.

42.            Στη βάση του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός, ήτοι αυτού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, δεν πιθανολογήθηκε βάσιμα και δικαιολογημένα ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει κάποια πράξη δίωξης ή άλλως θα κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.

43.          Προχωρώντας στη νομική ανάλυση και επί τη απουσία βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης ή σοβαρή βλάβης, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και στις πρόνοιες των άρθρων του άρθρου 19(1) και (2) του περί Προσφύγων Νόμου.

44.          Στο πλαίσιο της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, επισημαίνω ότι εσφαλμένα οι Καθ’ ων η αίτηση δεν αξιολόγησαν κατά κανένα τρόπο ότι το 2019, οπότε και κατ’ ισχυρισμό έλαβαν χώρα τα περιστατικά σε βάρος της Αιτήτριας, η ίδια ήταν ανήλικη. Όπως υποδεικνύει ο Πρακτικός Οδηγός της EASO για την Αξιολόγηση των Ενδείξεων, «η ηλικία αποτελεί σχετικό παράγοντα τόσο κατά το χρονικό διάστημα που οι δηλώσεις παρέχονται όσο και για το χρονικό διάστημα που το γεγονός βιώθηκε».[1]

45.          Παρατηρείται επιπλέον ότι, προκειμένου να καταλήξουν στο συμπέρασμα απουσίας βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας στην Kinshasa, οι Καθ΄ων η αίτηση σε ουδεμία έρευνα προχώρησαν ως προς τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες χωρίς οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής, στοιχείο το οποίο απορρέει από τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, αλλά ούτε και ως προς την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της, ήτοι την Kinshasa. Συμφωνώ κατά τούτο με την Αιτήτρια σχετικά με την ανεπάρκεια των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής τις οποίες χρησιμοποίησαν οι Καθ’ ων η αίτηση.

46.          Στο πλαίσιο της εξωτερικής αξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού, πράγματι, ως ο συνήγορος της Αιτήτριας υποβάλλει, αξιολογώντας τα έγγραφα υπό ερυθρό 32 και 33, εσφαλμένα οι Καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν ως χρονολογία έκδοσής τους το 2021. Η ανωτέρω, ωστόσο, πλημμέλεια δε φαίνεται να διαδραμάτισε οποιοδήποτε ρόλο στην κρίση τους, παρά να είναι τυπογραφικής φύσης, αφού ανάγουν χρονικά την έκδοσή τους στις ημερομηνίες τραυματισμού της, ήτοι το 2019. Αντιθέτως, εσφαλμένη παρίσταται η αξιολόγηση των Καθ’ ων η αίτηση ως προς τα ερυθρά 37-37, αφού σύμφωνα με την προσκομισθείσα στο Δικαστήριο από 25.2.2024 μετάφρασή τους, οποιαδήποτε υπόνοια κλοπής σε βάρος της Αιτήτριας δεν προκύπτει από την κατ’ ισχυρισμό εξιστόρησής της ενώπιον της Αστυνομίας. Ως εκ τούτου τα συγκεκριμένα σκέλη της επίδικης απόφασης είναι πλημμελή. Τα έγγραφα αυτά ωστόσο επαναξιολογούνται από το παρόν δικαστήριο κατά την έκταση του ελέγχου που ασκεί επί της επίδικης απόφασης.

47.          Σημειώνεται συναφώς ότι, η γενική νομολογιακή αρχή περί δέουσας έρευνας θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές, εν προκειμένω, είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση της Αιτήτριας να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου της. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie v. Aναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010). Εν συνεχεία, ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει την Αιτήτρια σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του (Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 έως 68).

48.          Κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Δικαστηρίου ακροαματικής διαδικασίας στις 19.1.20224 η Αιτήτρια επανέλαβε ότι το πρόσωπο που τη βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής ήταν ο θείος της, ο οποίος απεβίωσε όσο η ίδια βρισκόταν ήδη στη Δημοκρατία. Κληθείσα να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο περιήλθε εις γνώση της ο θάνατος του θείου της, η Αιτήτρια προέβαλε ότι το έμαθε από μια φίλη της η οποία διαμένει στην Kinshasa. Ως προς το εάν διατηρεί επικοινωνία με τη συγκεκριμένη φίλη της, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά επικαλούμενη απώλεια του κινητού της τηλεφώνου. Ως προς τη συγκεκριμένη φίλη της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήταν φίλες από την εκκλησία. Ως προς το εάν διατηρεί επαφές με φίλους της στην Kinshasa, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά. Ακολούθως η Αιτήτρια επανέλαβε τους ισχυρισμούς της περί θανάτου των γονέων της, ενώ υπέβαλε ότι το μόνο άτομο από την ευρύτερη οικογένειά της με το οποίο διατηρούσε επαφές ήταν ο αποβιώσας θείος της, στου οποίου την οικία εγκαταστάθηκε μετά το θάνατο της μητέρας της. Κληθείσα να προσδιορίσει πότε είδε τελευταία φορά το θείο της, η Αιτήτρια επικαλέστηκε τo χρόνο κατά τον οποίο  εκείνος διέφυγε στην πόλη  Matadi, ήτοι τον Ιούλιο του 2019. Ως προς τις συνθήκες διαμονής της στη χώρα καταγωγής μετά τη διαφυγή του θείου της στην πόλη Matadi, η Αιτήτρια δήλωσε ότι φιλοξενήθηκε από την ανωτέρω εν χριστώ αδελφή, ενώ προσέθεσε ότι εξακολουθούσε να πηγαίνει σχολείο. Ως προς τον τρόπο που κάλυπτε τις οικονομικές της ανάγκες όσο διέμενε στην Kinshasa, η Αιτήτρια υπέβαλε ότι ο θείος της εξακολουθούσε να της στέλνει χρήματα μέσω της φίλης της από την πόλη Matadi. Ακολούθως η Αιτήτρια δήλωσε ότι κατάφερε να ολοκληρώσει τη φοίτησή της στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ότι στη Δημκορατία εργάστηκε περιστασιακά (πρακτικά ημερ. 19.1.2024).

49.          Ερωτηθείσα για ποιο λόγο ο θείος της εγκαταστάθηκε στην πόλη Matadi, η Αιτήτρια επικαλέστηκε τις απειλές που εκείνος δεχόταν. Ως προς το λόγο για τον οποίο δεχόταν απειλές ο θείος της, η Αιτήτρια προέβαλε ότι δανείστηκε χρήματα τα οποία δεν ήταν σε θέση να επιστρέψει, ενώ το άτομο από το οποίο ο θείος είχε δανειστεί χρήματα διατηρούσε σχέσεις με εγκληματίες. Δεδομένης της οικονομικής βοήθειας που της παρείχε ο θείος της,  ζητήθηκε από την Αιτήτρια να σχολιάσει τις δηλώσεις της περί του ότι εκείνος δεν ήταν σε θέση να επιστρέψει τα χρήματα που δανείστηκε και η Αιτήτρια προέβαλε ότι δανείστηκε πολλά χρήματα, ήτοι το ποσό των 50.000 δολαρίων. Ερωτηθείσα για ποιο λόγο ο θείος της δανείστηκε το ανωτέρω ποσό, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο θείος της χρειαζόταν τα χρήματα προκειμένου να αγοράσει προϊόντα τα οποία θα μεταπωλούσε στην Kinshasa. Ζητηθείσα να προσδιορίσει τι ήταν τα συγκεκριμένα προϊόντα, η Αιτήτρια απάντησε ότι επρόκειτο για μηχανές. Ερωτηθείσα αν οι διώκτες του θείου της γνώριζαν ότι ο θείος της διαμένει στην πόλη Matadi, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι δεν γνωρίζει. Ως προς την ιδιότητα των εν λόγω προσώπων, η Αιτήτρια επέδειξα άγνοια, προσέθεσε όμως ότι τα εν λόγω άτομα επισκεπτόταν συχνά την οικία που διέμενε με το θείο της.

50.          Ως προς τις συνθήκες που αντιμετώπισε διαμένοντας στην φίλη της αφού ο θείος της διέφυγε στην πόλη Matadi, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δέχτηκε επίθεση. Ως προς τον τρόπο που οι διώκτες της γνώριζαν την διεύθυνση της φίλης η οποία την φιλοξενούσε, η Αιτήτρια απάντησε ότι η Kinshasa είναι μικρή. Ως προς τη συγκεκριμένη επίθεση, η Αιτήτρια δήλωσε ότι έλαβε χώρα στις 25.12.2019. Δήλωσε ότι τα εν λόγω πρόσωπα βιαιοπράγησαν εναντίον της, ενώ, κληθείσα να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο τα εν λόγω άτομα της επιτέθηκαν, η Αιτήτρια επικαλέστηκε τη συγγένειά της με τον θείο της. Ως προς τον αριθμό των ατόμων που της επιτέθηκαν την εν λόγω ημερομηνία, η Αιτήτρια επέδειξε άγνοια δηλώνοντας ότι  ήταν πολλά άτομα. Ως προς τις συνθήκες τέλεσης της εν λόγω εις βάρος της επίθεσης, η Αιτήτρια δήλωσε ότι πήγαινε στην Εκκλησία. Προέβαλε δε ότι την περικύκλωσε απροσδιόριστος αριθμός ατόμων, τα οποία την ώρα που τη χτυπούσαν ανέφεραν ότι ο θείος της πήρε τα χρήματα που δανείστηκε και έφυγε. Κληθείσα να προσδιορίσει τις βλάβες που υπέστη από την εν λόγω επίθεση, η Αιτήτρια δήλωσε ότι επρόκειτο για τραυματισμούς. Ζητηθείσα να περιγράψει τα τραύματα που προέκυψαν από την εν λόγω επίθεση, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ήταν μεγάλη επίθεση, πονούσε ολόκληρο το σώμα της και ως εκ τούτου επέστρεψε στην οικία που διέμενε όπου η φίλη της της έδωσε φάρμακα. Ακολούθως η Αιτήτρια δήλωσε ότι τα εν λόγω άτομα την απείλησαν, μέσω των γειτόνων της, ότι θα τη σκοτώσουν επειδή ο θείος της δεν επέστρεψε τα χρήματα που όφειλε.

51.          Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια προέβαλε ότι θα  της προκαλέσουν κακό τα άτομα από τα οποία ο θείος της δανείστηκε χρήματα, λόγω του ότι αποτελεί το μοναδικό συγγενή του. Κληθείσα να εξηγήσει για ποιο λόγο οι διώκτες του θείου της να ζητήσουν τα χρήματα που δάνεισαν από μια κοπέλα 20 χρονών, η οποία δεν διαθέτει μάλιστα χρήματα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι τα εν λόγω άτομα έχουν ανάγκη τα λεφτά τους και ότι οι διώκτες του θείου της βλέπουν στο πρόσωπό της τον θείο της. Κληθείσα να σχολιάσει το γεγονός ότι μετά τις απειλές που δέχτηκε, διέμεινε στην Kinshasa για διάστημα άνω του ενός  χρόνου χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι προστατευόταν φορώντας μαντίλι στο κεφάλι, αν και οι διώκτες της δεν γνώριζαν που ακριβώς διέμενε. Δεδομένου ότι o πληθυσμός της Kinshasa ανέρχεται σήμερα, βάσει αξιόπιστων πηγών πληροφόρησης, στους 17.000.000 κατοίκους, ζητήθηκε από την Αιτήτρια να προσδιορίσει τον τρόπο που οι διώκτες της θα καταφέρουν να την εντοπίσουν σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa και εκείνη αποκρίθηκε ότι οι διώκτες του θείου της ενδέχεται να την δουν επειδή κυκλοφορούν στην Kinshasa.

52.          Ως προς την καταγγελία των εξιστορισθέντων στην αστυνομία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι προέβη σε καταγγελία κατά αγνώστων χωρίς αποτέλεσμα. Κληθείσα να περιγράψει το περιεχόμενο των προσκομισθέντων εγγράφων, η Αιτήτρια δήλωσε ότι επρόκειτο για την καταγγελία στην οποία προχώρησε μετά την επίθεση που δέχτηκε. Ερωτηθείσα εάν προχώρησε στην εν λόγω καταγγελία στις 11 το βράδυ, όπως το προσκομισθέν αναφέρει, η Αιτήτρια απάντησε καταφατικά, προσθέτοντας ότι μετέβη στην αστυνομία αφού ξεκουράστηκε και έλαβε φάρμακα από τη φίλη της. Προσδιόρισε δε ότι η επίθεση έλαβε χώρα στις 7 το απόγευμα. Ως προς τον τρόπο που περιήλθε στην κατοχή της το εν λόγω έγγραφο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι της είχε δοθεί αντίγραφο, το οποίο είχε κρατήσει η φίλη που την φιλοξενούσε.

53.          Ζητηθείσα να περιγράψει το δεύτερο προσκομισθέν έγγραφο, η Αιτήτρια αρχικά δήλωσε ότι πρόκειται για ένα ιατρικό πιστοποιητικό. Όταν όμως της υποδείχθηκε το εν λόγω έγγραφο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι επρόκειτο για τη συνταγογράφηση που της έδωσαν οι ιατροί μετά το περιστατικό κατά το οποίο την έκαψαν οι διώκτες του θείου της. Ζητηθείσα να περιγράψει το σκοπό για τον οποίο έλαβε τα συνταγογραφημένα φάρμακα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι επρόκειτο για κρέμες τις οποίες χρησιμοποιούσε στα εγκαύματά της, ενώ τα υπόλοιπα συνίσταντο σε παυσίπονα.

54.          Κληθείσα να εξηγήσει για ποιο λόγο ο θείος της, ο οποίος ανέλαβε την ανατροφή της και κάλυπτε τα έξοδα της εκπαίδευσής της, την άφησε μόνη την Kinshasa, η αιτήτρια δήλωσε ότι είχε υποστεί εγκαύματα και έπρεπε να διαμείνει στην Kinshasa. Ερωτηθείσα για ποιο λόγο δεν εγκατέλειψε την Kinhsasa μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο, η Αιτήτρια υπέβαλε ότι ήθελε να ολοκληρώσει τη φοίτησή της στο σχολείο.

55.          Προχωρώντας στην εξ' υπαρχής και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, θα εξετάσω στη συνέχεια τους ισχυρισμούς όπως αυτοί εκτέθηκαν καθ’όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.

56.          Αρχικά συντάσσομαι με την ανάλυση των Καθ’ ων η αίτηση ως προς την αξιολόγηση του πρώτου ισχυρισμού, την οποία και υιοθετώ καθώς δεν προκύπτουν περί του αντιθέτου στοιχεία.

57.          Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι δίωξής της από το άτομο εκ του οποίου δανείστηκε χρήματα ο θείος της παρατηρώ τα κάτωθι: Δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, θα προχωρήσω σε μια συνδυαστική ανάλυση των όσων η Αιτήτρια προέβαλε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου καθώς και κατά τη διάρκεια της ενώπιόν μου διαδικασίας.

58.          Ως προς την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, λαμβάνω σαφώς υπόψιν την ανηλικότητα της Αιτήτριας κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα τα κατ’ ισχυρισμό περιστατικά, η οποία ωστόσο ήταν μία περίοδος ώριμης ανηλικότητας, και το διάστημα των πέντε χρόνων που έχει παρέλθει έκτοτε. Vστόσο παρατηρώ ότι σε γενικές γραμμές το αφήγημα της Αιτήτριας όπως και οι απαντήσεις της στις επι μέρους ερωτήσεις οι οποίες της τέθηκαν, στερούνται συνοχής και ευλογοφάνειας. Ειδικότερα, παρατηρώ ότι αν και κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο θείος της δανείστηκε χρήματα προκειμένου να βοηθήσει την ίδια να σπουδάσει, κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας η Αιτήτρια προέβαλε αντιφατικά ότι ο θείος της δανείστηκε χρήματα προκειμένου να αγοράσει προϊόντα από την πόλη Matadi, τα οποία ακολούθως θα  μεταπωλούσε στην Kinshasa. Κληθείσα άλλωστε να προσδιορίσει τι ήταν α συγκεκριμένα αντικείμενα, η Αιτήτρια προέβαλε ασαφώς και χωρίς περιγραφική λεπτομέρεια ότι επρόκειτο για μηχανές. Ως προς το περιστατικό κατά το οποίο φέρεται να δέχτηκε επίθεση από τους διώκτες του θείου της εντός της οικίας αυτού, παρατηρώ ότι το αντίστοιχο αφήγημα της Αιτήτριας στερείται περιγραφικής λεπτομέρειας, ενώ η δήλωσή της περί του ότι  ο θείος της διέφυγε από την οικία του, εγκαταλείποντας την 16-17 χρονών ανιψιά που μέχρι τότε συντηρούσε και ανέτρεφε, στερείται ευλογοφάνειας. Ως προς την ταυτότητα του/ων διώκτη/ών του θείου της, οι δηλώσεις της Αιτήτριας αξιολογούνται ως ασαφείς καθώς το μόνο στοιχείο και/ή πληροφορία που υπέβαλε η Αιτήτρια είναι το ότι έβλεπε το/α εν λόγω άτομα στην οικία του θείου της. Αν και ο πυρήνας του υπό εξέταση ισχυρισμού συνίσταται στις δηλώσεις της περί δανεισμού χρημάτων από το θείο της από ένα φίλο του, από τις δηλώσεις της καθίσταται ασαφές εάν ο φορέας δίωξής της ήταν ένας ή μια ομάδα ατόμων. Επιπλέον, δεδομένου ότι η Αιτήτρια δήλωσε ότι τα εν λόγω άτομα επισκέφτηκαν κατ’ επανάληψη την οικία του θείου της με αποτέλεσμα να τους έχει δει, δεν αξιολογείται ως εύλογο να μην είναι σε θέση να αναφέρει έστω ένα ή το όνομα του/ων φερόμενου/ων διώκτη/ών της ή να παραθέσει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο πλην αυτού επί του οποίου εδράζει ο πυρήνας του ισχυρισμού της, ότι δηλαδή ο θείος της δανείστηκε χρήματα από το/α εν λόγω άτομο/α. Πράγματι, λαμβάνοντας υπόψιν ότι η Αιτήτρια βρισκόταν σε περίοδο ώριμης ανηλικότητας σε συνδυασμό με το γεγονός των κατ’ επανάληψη επισκέψεων του δανειστή του θείου της, οδηγεί στο ανωτέρω συμπέρασμα. Παρατηρώ εξάλλου και την αντίφαση στην οποία η Αιτήτρια περιέπεσε κατά τη διάρκεια της ενώπιόν μου διαδικασίας σχετικά με τη γνώση την οποία τα εν λόγω πρόσωπα είχαν για την ίδια. Πράγματι, ενώ αρχικά η Αιτήτρια δήλωσε πως τα εν λόγω πρόσωπα είχαν γνώση της τοποθεσίας που διέμενε μαζί με το προσφιλές της πρόσωπο, καθώς «η Kinshasa είναι μικρή», εν συνεχεία δήλωσε πως δεν είχαν γνώση της τοποθεσίας της. Λαμβάνοντας υπόψιν τη σημασία που η εν λόγω πληροφορία διαθέτει για τις κινήσεις της Αιτήτριας, και πιο συγκεκριμένα την επιλογή να παραμείνει στην Kinshasa προκειμένου να ολοκληρώσει τη φοίτησή της, η εν λόγω αντίφαση συνδέεται με τον πυρήνα των ισχυρισμών της περί βλάβης της από τα εν λόγω πρόσωπα.

59.          Ειδικά ως προς την φερόμενη εις βάρος της επίθεση το Δεκέμβριο του 2019, παρατηρείται αρχικά ότι η Αιτήτρια κληθείσα να προσδιορίσει εάν αντιμετώπισε κάποιο άλλο πρόβλημα έπειτα από τα περιστατικά του 2019, μέχρι το 2021, χρόνο κατά τον οποίο φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια προέβαλε ότι στις 25.12.2019 αγνώστων στοιχείων άτομα απείλησαν να τη σκοτώσουν. Παρατηρείται συναφώς ότι η Αιτήτρια δήλωσε : «Η τελευταία απειλή ήταν στις 25/12/2019» (ερ. 25 3Χ ΔΦ). Ακολούθως δήλωσε: «απείλησαν να με σκοτώσουν. Με απείλησαν προκειμένου να αποκαλύψω που βρισκόταν ο θείος μου και τους είπα ότι δε γνωρίζω (ερ. 25 4Χ ΔΦ). Οι εν λόγω δηλώσεις της Αιτήτριας όχι μόνο κρίνονται ως ασαφείς και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας, αλλά παρατηρώ ότι κατά τη διάρκεια της ενώπιόν μου διαδικασίας, ζητηθείσα να περιγράψει την εξέλιξη του υπό εξέταση περιστατικού, η Αιτήτρια προέβη σε διαφορετική εξιστόρηση του περιστατικού, προβάλλοντας αντιφατικά ότι τα εν λόγω άτομα βιαιοπράγησαν σε βάρος της. Αντιφατικά, επίσης, εξιστόρησε τα όσα ειπώθηκαν κατά τη διάρκεια του εν λόγω περιστατικού. Πράγματι, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, η Αιτήτρια ανέφερε πως την απείλησαν ότι θα προβούν σε βιαιοπραγία σε βάρος της. Δεν ήταν άλλωστε σε θέση να περιγράψει τις βλάβες που υπέστη από την υπό εξέταση επίθεση, καθώς σε σχετικώς υποβληθέν ερώτημα προέβαλε αορίστως ότι τραυματίστηκε.

60.          Συνεκτιμώντας λοιπόν τις δηλώσεις της Αιτήτριας τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία, όσο και κατά την ενώπιόν μου δικαστική, κρίνω ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν είναι ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

61.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, επισημαίνω ότι βάσει άρθρου το οποίο προετοιμάστηκε για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το 2022, το 35% των ιδιωτών είχαν αποκριθεί ότι είχαν δανειστεί χρήματα τον προηγούμενο χρόνο. Η οικογένεια ή οι φίλοι αποτελούσαν την κύρια πηγή δανεισμού των κεφαλαίων.[2]

62.          Προχωρώντας εν συνεχεία  στην αξιολόγηση των προσκομισθέντων εγγράφων υπενθυμίζεται ότι τα αποδεικτικά έγγραφα αξιολογούνται βάσει της συνάφειας, της ύπαρξης και του τύπου, του περιεχομένου, της φύσης και του συντάκτη τους.[3] Σε σχέση με το αποδεικτικό έγγραφο ημερομηνίας 26.12.2019, το οποίο φέρεται εκδοθέν από την Εθνική Αστυνομία της ΛΔΚ (Congolese National Police Force) και εμπεριέχει την αναφορά εξέτασης της Αιτήτριας (Plaintiff Examination Report), υπογραμμίζεται ότι ελάχιστες πληροφορίες έγινε δυνατό να εντοπιστούν σε έρευνα επί της βάσης δεδομένων ecoi.net και coi.euaa.europa.eu.

63.          Σύμφωνα με πηγή έρευνας του Immigration and Refugee Board του Καναδά (IRB Canada), «η καταγραφή των διαδικασιών για την ακρόαση των μερών είναι χειρόγραφη [μετάφραση]’στις περισσότερες περιπτώσεις’ […]»[4] Η ίδια πηγή αναφέρει ότι η Εθνική Αστυνομία της ΛΔΚ, προετοιμάζει δήλωση για τις πράξεις οι οποίες συνιστούν μέρος των προδικαστικών διαδικασιών, μεταξύ των οποίων και οι ακροάσεις.[5] Παρατηρώ, ωστόσο, ότι τα όσα περιγράφονται εντός του εν λόγω εγγράφου διαφέρουν ουσιωδώς και από τα περιστατικά τα οποία η Αιτήτρια ανέφερε ότι έλαβαν χώρα τον Ιούλιο του 2019 αλλά και το Δεκέμβριο του 2019. Η Αιτήτρια αναφέρει πως βρισκόταν με τη συνοδεία της αδελφής της, όταν χτυπήθηκε, χρησιμοποιήθηκε σίδερο σε βάρος της και απειλήθηκε με βιασμό. Τα εν λόγω περιστατικά εμφανίζονται διαφορετικά από τα εξιστορηθέντα του Ιουλίου του 2019, όπου παρών ήταν ο θείος της, ο οποίος και δραπέτευσε. Παρότι, επιλέον, η καταγγελία έλαβε χώρα το Δεκέμβριο του 2019, κατόπιν δηλαδή των περιστατικών του Ιουλίου του 2019, η Αιτήτρια αναφέρει πως δεν «έχει προηγούμενα ζητήματα με οποιονδήποτε, άνδρα ή γυναίκα». Οι ανωτέρω αντιφάσεις του εγγράφου με το περιεχόμενο των ισχυρισμών της Αιτήτριας θίγουν σημαντικά την αποδεικτική αξία του εγγράφου.

64.          Ως προς την αξιολόγηση των εγγράφων τα οποία φέρουν ημερομηνία έκδοσης 21.7.2019 και 22.7.2019 και έχουν συνταχθεί από δύο ιατρούς, επισημαίνεται ότι συνιστούν συνταγογραφήσεις φαρμάκων. Επισημαίνεται ότι δεν διακρίνεται ευκρινώς η σφραγίδα η οποία υπάρχει στο σώμα τους, με αποτέλεσμα να καθίσταται δυσχερής η αξιολόγηση τους. Ενόψει εξάλλου της δυσανάγνωστης σφραγίδας, δεν είναι δυνατή η διαπίστωση του αν συνιστούν ιδιωτικά έγγραφα ή έγγραφα τα οποία έχουν εκδοθεί από δημόσιο νοσοκομείο. Στις εν λόγω συνταγογραφήσεις, υπάρχει πράγματι αναφορά τουλάχιστον ενός φαρμάκου σχετικού με τη θεραπεία εγκαυμάτων[6] και ενός εκ του στόματος παυσίπονου [7], όπως ανέφερε η Αιτήτρια στην ενώπιόν μου διαδικασία.

65.          Προβαίνοντας σε αξιολόγηση του ισχυρισμού υπό το φως του συνόλου των ενδείξεων, επισημαίνω ότι η εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού δεν έχει στοιχειοθετηθεί, η αποδεικτική αξία του εγγράφου της καταγγελίας στην αστυνομία παρίσταται μειωμένη, για τους λόγους που εκεί εκτέθηκαν, ενώ, όπως ήδη έχει υποδειχθεί, καθίσταται δυσχερής η αξιολόγηση των εγγράφων συνταγογράφησης ενόψει της μη ευανάγνωστης σφραγίδας. Επισημαίνω εξάλλου ότι μόνο το γεγονός συνταγογράφησης παυσίπονων και φαρμάκων για εγκαύματα δεν αποδεικνύει τις περιστάσεις γέννησης του εν λόγω εγκαύματος, λαμβάνοντας ιδίως υπόψιν τη μη στοιχειοθετηθείσα εσωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται ούτε από τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι οποίες υποδεικνύουν ότι οι πολίτες της ΛΔΚ λαμβάνουν δάνεια κυρίως από φίλους και την οικογένειά τους, ενόψει της μη στοιχειοθέτησης της εσωτερικής αξιοπιστίας του ισχυρισμού.

 

66.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση του κινδύνου που διατρέχει η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού της σχετικά με τα προσωπικά της στοιχεία, αρχικά κρίνω ότι ο εκπεφρασμένος φόβος της δεν κρίνεται ως βάσιμος και δικαιολογημένος καθώς, από όλα όσα αξιολογήθηκαν, δεν πιθανολογείται ότι η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από το άτομο που φέρεται να δάνεισε χρήματα στον θείο της. Προς αυτό συνηγορεί και το γεγονός ότι η Αιτήτρια παρέμεινε στην Kinshasa μέχρι να ολοκληρώσει τη φοίτητή της στο σχολείο.  Ως προς τα στοιχεία του μη εκπεφρασμένου φόβου της τα οποία απορρέουν από τα χαρακτηριστικά του προσωπικού της προφίλ ήτοι, του ότι αποτελεί γυναίκα, χωρίς ανδρικό οικογενειακό δίκτυο στη χώρα καταγωγής, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας ανευρέθησαν οι ακόλουθες πληροφορίες.

 

67.          Πράγματι, η αξιολόγηση μελλοντικού κινδύνου απαιτεί την επαρκή γνώση των συνθηκών που επικρατούν στη χώρα καταγωγής των αιτητών.[8] Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται ότι βάσει πηγών πρόσφατης έρευνας του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Agency for Asylum- EUAA), «παρά τις εγγυήσεις για ισότητα μεταξύ των γυναικών και των ανδρών στη ΛΔΚ, η διάκριση σε βάρος των γυναικών συνεχίστηκε».[9] Επιπλέον, σε παλαιότερη έκθεση του ίδιου Οργανισμού (τότε European Agency for Asylum -EASO), συνοψίζεται έρευνα πραγματοποιηθείσα από το Swiss State Secretariat for Migration (SEM), όπου αναφέρεται ότι οι μόνες γυναίκες «οι οποίες ορίζονται στο πλαίσιο της Kinshasa ως ενήλικες γυναίκες με ή χωρίς παιδιά, οι οποίες υποστηρίζουν τους εαυτούς τους χωρίς άρρενα σύντροφο, είναι ευάλωτες και επηρεάζονται αρνητικά από την έλλειψη οικογενειακής συνοχής, τη φτώχεια, την έλλειψη κρατικής προστασίας και τη διαφθορά μεταξύ άλλων παραγόντων.»[10] Αντίστοιχα, πηγή της έρευνας της Υπηρεσίας Μετανάστευσης της Δανίας (DIS), υποδεικνύει ότι σημαντικό κοινωνικό δίκτυο στην Kinshasa αποτελεί πρωτίστως η οικογένεια, εφόσον οι δεσμοί μεταξύ των μελών της διατηρούνται.[11] Η ίδια πηγή, ωστόσο, αναφέρει την εκκλησία ως «παράγοντα κλειδί» ως κοινωνικό δίκτυο, η οποίος «διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ενσωμάτωση».[12] Ως εξηγεί, η σημασία του συγκεκριμένου κοινωνικού δικτύου εξηγείται από το μεγάλο βαθμό θρησκευτικότητας και εκκλησιασμού του πληθυσμού, με αποτέλεσμα την ύπαρξη μεγάλου βαθμού διασύνδεσης σε επίπεδο εκκλησίας.[13] Οι εκκλησίες συχνά συγκεντρώνουν πόρους, όπως ένδυση, τροφή και χρήματα για τους πλέον αδύναμους των μελών τους, ενώ εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και η ευαγγελική, είναι σε θέση προσφοράς συνδρομής με τη μορφή τροφής και ρουχισμού, και σε σπάνιες περιπτώσεις καταφυγίου.[14] Η ανωτέρω πηγή επεξηγεί ακόμα τις δυσχέρειες με τις οποίες θα έλθει αντιμέτωπο κάποιο πρόσωπο χωρίς κοινωνικό δίκτυο στην Kinshasa, εφόσον «στη ΛΔΚ η οικογένεια και η εκκλησία συνιστούν ή πρακτικά διαδραματίζουν το ρόλο της ανεπίσημης κοινωνικής ασφάλειας».[15] Η ανωτέρω έρευνα του SEM, όπως παρατίθεται μερικώς από το ACCORD (Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation)[16], εντοπίζει επίσης ότι «ήδη ευάλωτη ως γυναίκα, μία γυναίκα μόνη χωρίς οικογενειακό ή κοινωνικό δίκτυο συνιστά ακόμα περισσότερο [ευάλωτο πρόσωπο] εφόσον παραμένει στερημένη μέσων».[17]

68.           Σύμφωνα με τη μη κυβερνητική οργάνωση Afia Mama, όπως αυτή παρατίθεται σε έρευνα της Υπηρεσίας Μετανάστευσης της Δανίας, «οι μόνες και μορφωμένες γυναίκες είναι περισσότερο χειραφετημένες από τις έγγαμες γυναίκες στις κοινότητες του Κογκό. Υπάρχει, ωστόσο, προκατάληψη έναντι των μόνων γυναικών […]»[18] Βάσει της ίδιας πηγής η προκατάληψη αυτή αφορά την ιδιότητά τους ως εκδιδόμενων, τη σεξουαλική τους παρενόχληση κατά την είσοδο στην αγορά εργασίας καθώς και την άτυπη φορολόγηση την οποία υπόκεινται για να έχουν πρόσβαση στην αγορά.[19]

69.          Περαιτέρω, και ως προς τη γυναικεία εργασία, πηγή της έρευνας  του Immigration and Refugee Board του Καναδά (IRB Canada) αναφέρει πως η ανεπίσημη εργασία, συχνά επισφαλής και με ενδεείς συνθήκες, έχει εξελιχθεί στην πλέον ευρέως διαδεδομένη μορφή εργασίας στη ΛΔΚ και συνιστά μεγαλύτερης σημασίας για τις γυναίκες παρά για τους άνδρες. Η ανεπίσημη γυναικεία εργασία λαμβάνει χώρα ευρέως και ιδίως στα αστικά κέντρα.[20] Η ανωτέρω έρευνα του SEM, όπως παρατίθεται από την EASO, υποδεικνύει ότι «κάποιες μόνες γυναίκες είναι ικανές να οργανωθούν και εξεύρουν κάποια υποστήριξη προς βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους και προσπαθούν να εξασφαλίσουν την οικονομική τους ανεξαρτησία.»[21] Έρευνα της Bertelsmann Stiftung αναφέρει τις τοπικές γυναικείες οργανώσεις ως μέγιστα πλαίσια αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης.[22]

70.          Ως καθίσταται εμφανές από τα παραπάνω, η Αιτήτρια, αν και γυναίκα χωρίς οικογενειακό δίκτυο, συνιστά πρόσωπο το οποίο διαθέτει κοινωνικό δίκτυο. Πράγματι, η ευαγγελική εκκλησία την οποία η Αιτήτρια ασπάζεται βάσει του προσκομισθέντος από αυτήν ερυθρού 35, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω πηγές, προσφέρει αρωγή στα μέλη της, με τη μορφή τουλάχιστον ένδυσης, τροφής και σπανιότερα στέγης. Όπως προκύπτει εξάλλου από τις δηλώσεις της Αιτήτριας, αυτή εκκλησιαζόταν ήδη όσο η μητέρα της βρισκόταν εν ζωή, ενώ η εκκλησία συνιστούσε ένα από τα μέρη στα οποία εξακολουθούσε να μεταβαίνει παρά τα περιστατικά που σύμφωνα με την Αιτήτρια έλαβαν χώρα τον Ιούλιο και Δεκέμβριο του 2019 (ενδεικτικά ερυθρό 24, 27 διοικητικού φακέλου) Την ίδια στιγμή, η Αιτήτρια αναφέρει πως από το 2023 δεν διατηρεί επαφή με το προσφιλές της πρόσωπο το οποίο τη φιλοξενούσε στην Kinshasa από το 2019 έως και την εγκατάλειψη της χώρας καταγωγής, λόγω της απώλειας του τηλεφώνου της. Ακόμα και εάν τούτο είναι αληθές, η περίοδος που δεν διατηρούν επαφή είναι εξαιρετικά μικρή, ενώ η Αιτήτρια οποιαδήποτε διάρρηξη στη σχέση τους δεν αναφέρει. Ως ανέφερε, μάλιστα, κατά τη συνέντευξή της διέμενε στην κατοικία της ως «κόρη και μητέρα, ως δύο αδελφές» (ερυθρό 26 διοικητικού φακέλου). Ως εκ της στενής σχέσης την οποία διατηρούσαν, ευλόγως αναμένεται η εν λόγω γυναίκα να παράσχει στην Αιτήτρια διαμονή, όπως έπραττε κατά το προηγούμενο διάστημα. Τυχόν εύρεσή της από την Αιτήτρια, εξάλλου, δεν αναμένεται να αποδειχθεί υπέρμετρα δυσχερής, δια του εκκλησιαστικού δικτύου. Παρότι αναγνωρίζεται η ευαλωτότητα της Αιτήτριας ενόψει της έλλειψης οικογενειακού δικτύου, ιδίως δε ανδρικού δικτύου, ενόψει και της ύπαρξης του κοινωνικού της δικτύου, το οποίο θα είναι σε θέση να τη συνδράμει στην εξασφάλιση των προς το ζην, δε στοιχειοθετείται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης ή πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στην πόλη της Kinshasa. Για την ίδια κατάληξη ως προς γυναίκα η οποία διατηρεί κοινωνικό δίκτυο μέσω της εκκλησίας της, παραπέμπω στην απόφαση του αδελφού μου δικαστή Α. Χριστοφόρου στην προσφυγή αρ. 3635/21, αρ. υπόθεσης, GM v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 28.4.2023.

71.          Ως προς τις δυνατότητες ανεύρεσης εργασίας, λαμβάνεται υπόψη ότι διαθέτει υψηλό μορφωτικό επίπεδο το οποίο ευλόγως αναμένεται να τη βοηθήσει στην περίπτωση αναζήτησης εργασίας στη χώρα καταγωγής. Σημειώνεται συναφώς ότι κατά τη διάρκεια της παραμονής την στην Κύπρο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εργάστηκε περιστασιακά, γεγονός το οποίο συνηγορεί υπερ του σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής, θα μπορέσει να επιδείξει ένα προφίλ (μόρφωση/εργασιακή εμπειρία) το οποίο θα την βοηθήσει στην προσπάθειά της προς ανεύρεση εργασίας.

72.          Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξής της για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

73.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή της Αιτήτριας  στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς εκείνη δεν στοιχειοθετείται αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της και δη στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

74.          Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό της Αιτήτριας δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

75.          Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι η Αιτήτρια, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].

76.          Επισημαίνεται ότι «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε Αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε Αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δε βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής». Ως  «σοβαρή» ή «σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη» ορίζεται δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) ως «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης».

77.           Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[…]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

78.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, η χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

79.          Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ, «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

80.          Εν προκειμένω, σε σχέση με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής και κατ' επέκταση τον προορισμό της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής, ήτοι την πόλη Kinshasa, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας, εκ της οποίας αρχικώς ανευρέθη  έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, η οποία αναφέρει: «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον ορισμένων ένοπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Κινσάσα»[23] . Συν τοις άλλοις, Έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ το 2022 αναφέρει ότι  ένοπλες συγκρούσεις στη ΛΔΚ εντοπίζονται στις περιοχές  Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï and Mai-Ndombe χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Κινσάσα[24]. Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Κινσάσα δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.

81.          Αναλύοντας τα κατωτέρω ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 26/01/2022 έως 26/01/2023, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshasa 59 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 71 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 23 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (49 θάνατοι), 29 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (2 θάνατοι), 7 ήταν περιστατικά μαχών (20 θάνατοι) ενώ καταγράφηκαν και 48 περιστατικά τα οποία συνίσταντο σε διαμαρτυρίες εκ των οποίων δεν προέκυψε κάποια απώλεια. Ούτε άλλωστε καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[25] .  Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σήμερα σε  περίπου 16.316.000 κατοίκους[26],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (71 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

82.          Τα παραπάνω υποδηλώνουν στο σύνολό τους, ότι στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και μέρος όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει άμα τη επιστροφή της στη χώρα καταγωγής,  δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύγκρουσης και κατ΄ επέκταση συνθήκες βίας ασκούμενης αδιακρίτως κατά αμάχων, υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

83.          Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

84.          Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς δεν καταδεικνύεται ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

85.           Η Αιτήτρια προβάλλει τέλος ότι η απόφαση επιστροφής έχει εκδοθεί αφενός χωρίς σχετική νομιμοποίηση, αφού η Αιτήτρια εξακολουθούσε να αποτελεί Αιτήτρια ασύλου, και αφετέρου αναρμοδίως, αφού ο κ. Α. Α. δε διαθέτει εξουσία έκδοσης απόφασης βάσει του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105).

86.          Σχετικά με τον ισχυρισμό περί νομιμοποίησης των Καθ’ ων η αίτηση να προβούν σε έκδοση απόφασης επιστροφής, ενόψει της ιδιότητας της Αιτήτριας ως Αιτήτριας ασύλου , επισημαίνεται ότι βάσει του άρθρου 18 (7Β) (α1) του Περί Προσφύγων Νόμου (η υπογράμμιση είναι δική μου), έπειτα από την τροποποίηση με τον 142(I)/ 2020 Τροποποιητικό Νόμο «(7Β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος απορρίπτει αίτηση, αναφορικά με το καθεστώς πρόσφυγα ή/και το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας –  […](α1) διατάσσει την επιστροφή και/ή απομάκρυνση και/ή απέλαση του αιτητή, η οποία αποτελεί  αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης του Προϊσταμένου, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, εφόσον δε υφίσταται ήδη σε ισχύ άλλη απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή απέλασης, θεωρείται ότι η εν λόγω απόφαση ενσωματώνεται στην απορριπτική απόφαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, […]».

87.          Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται η ορθότητα της εναρμόνισης και των εθνικών εναρμονιστικών διατάξεων, οι οποίες είναι αυτές που έχουν άμεση ισχύ καταρχήν και όχι οι διατάξεις της Οδηγίας 2013/32. (Βλ. Α.Ε. Αρ. 56/2010, Sigma Radio T.V. Public v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, ημερ. 3.4.2015, Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 81/19,  xxx Alabdala v. Δημοκρατίας, ημερ. 20.7.2021 ECLI:CY:AD:2021:A330, Απόφαση του του ΔΕΕ, της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing S.A, σκέψη 8).

88.          Το ΔΕΕ εξάλλου στην απόφαση Gnandi (απόφαση στην υπόθεση C-181/16, Gnandi, ημερ. 19.6.2018, ECLI:EU:C:2018:465) εξετάζοντας νομοθεσία κράτους- μέλους η οποία χορηγούσε αρμοδιότητα έκδοσης απόφασης επιστροφής ήδη από την απόρριψη αίτησης παροχής καθεστώτος διεθνούς προστασίας από την αρμόδια αρχή, έκρινε ότι:

 «Η οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και τις διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με την οδηγία 2005/85/ΕΚ του Συμβουλίου, της 1ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για τις διαδικασίες με τις οποίες τα κράτη μέλη χορηγούν και ανακαλούν το καθεστώς του πρόσφυγα, και με γνώμονα την αρχή της μη επαναπροωθήσεως και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, που κατοχυρώνονται με το άρθρο 18, το άρθρο 19, παράγραφος 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι δεν αντιβαίνει σε αυτήν η έκδοση αποφάσεως περί επιστροφής, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, εις βάρος υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος υπέβαλε αίτηση παροχής διεθνούς προστασίας, ήδη από της εκ μέρους της υπεύθυνης αρχής απορρίψεως της αιτήσεως αυτής ή μαζί με αυτήν στο πλαίσιο της ιδίας διοικητικής πράξεως και, ως εκ τούτου, πριν από την εκδίκαση της ένδικης προσφυγής κατά της απορρίψεως αυτής, υπό την προϋπόθεση, μεταξύ άλλων, ότι το οικείο κράτος μέλος διασφαλίζει την αναστολή του συνόλου των εννόμων αποτελεσμάτων της αποφάσεως επιστροφής εν αναμονή της εκδικάσεως της προσφυγής αυτής, ότι ο αιτών αυτός δύναται, κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, να απολαύει των δικαιωμάτων που παρέχονται βάσει της οδηγίας 2003/9/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με τις ελάχιστες απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων άσυλο στα κράτη μέλη, και να προβάλει οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων η οποία επήλθε κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής περί επιστροφής και η οποία δύναται να έχει ουσιώδη σημασία για την εκτίμηση της καταστάσεως του ενδιαφερομένου βάσει της οδηγίας 2008/115, ιδίως δε του άρθρου της 5, στοιχεία των οποίων η διακρίβωση απόκειται στο εθνικό δικαστήριο.».

89.          Λαμβάνοντας υπόψιν την αναστολή της απόφασης επιστροφής και της προθεσμίας οικειοθελούς αναχώρησης μέχρι την έκδοση απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, την οποία η Αιτήτρια πληροφορήθηκε (ερ. 50 διοικητικού φακέλου), ότι δεν λαμβάνει χώρα επίκληση οποιασδήποτε στέρησης των δικαιωμάτων της ως αιτούσας άσυλου, καθώς και την αρμοδιότητα του παρόντος Δικαστηρίου όπως αυτή καθορίζεται από το άρθρο 11(1)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, δεν είναι δυνατό παρά να κριθεί ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου προέβη σε έκδοση της απόφασης επιστροφής δρώντας σε συμφωνία με τον περί Προσφύγων Νόμο και το πρωτογενές και παράγωγο ενωσιακό δίκαιο.

90.          Ειδικά ως προς την αρμοδιότητα του κ. Α. Α. να προβαίνει σε έκδοση αποφάσεων επιστροφής, επαναλαμβάνω ότι δυνάμει του άρθρου 18(7Β) (α1) του περί Προσφύγων Νόμου, η αρμοδιότητα έκδοσης απόφασης επιστροφής του Αιτητή παρέχεται στον Προϊστάμενο. Ο όρος «Προϊστάμενος», βάσει του άρθρου 2 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, περιλαμβάνει επιπλέον «οποιοδήποτε άλλο αρμόδιο λειτουργό της εν λόγω Υπηρεσίας που εξουσιοδοτείται από τον Υπουργό, για να ασκεί όλες ή οποιεσδήποτε από τις εξουσίες ή να εκτελεί όλα ή οποιαδήποτε από τα καθήκοντα του Προϊσταμένου·» Λαμβάνοντας υπόψιν την από 9.6.2022 εξουσιοδότηση του Υπουργού Εσωτερικών προς τον κ. Α. Α. όπως ασκεί μέρος των καθηκόντων του Προϊσταμένου που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, σε έκδοση αποφάσεων επιστροφής βάσει των άρθρων 12Δ, 13 και 18, o ισχυρισμός του Αιτητή περί αναρμοδιότητας του κ. Α. Α. να προβεί σε έκδοση της εν λόγω απόφασης οφείλει να απορριφθεί.

91.          Σε σχέση εξάλλου με την αιτιολογία της απόφασης επιστροφής, παρότι ορθότερη θα ήταν η καταγραφή των παραμέτρων οι οποίες λαμβάνονται υπόψιν από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, επισημαίνω ότι από το κείμενο της συνέντευξης δε συνάγεται οποιαδήποτε περίσταση της Αιτήτριας η οποία θα οδηγούσε σε συμπέρασμα περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ούτε και σε οποιοδήποτε στάδιο εξέτασης της αιτήσεώς της για διεθνή προστασία η Αιτήτς επικαλέστηκε οτιδήποτε πέραν των όσων περιλαμβάνονται και εξέταστηκαν ήδη στην περίμετρο της αιτήσεώς της για διεθνή προστασία.

92.          Όπως έχει κρίνει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του FG v Sweden (υπ’ αριθ. 43611/11, απόφαση ημερ. 23/03/2016, παρ. 111) «Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι τα συμβαλλόμενα κράτη έχουν το δικαίωμα, ως ζήτημα καθιερωμένο στο διεθνές δίκαιο και υποκείμενο στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένης της Σύμβασης, να ελέγχουν την είσοδο, διαμονή και απέλαση αλλοδαπών […]. Ωστόσο, η απέλαση αλλοδαπού από συμβαλλόμενο κράτος ενδέχεται να εγείρει ζήτημα υπό το άρθρο 3, και ως εκ τούτου την ευθύνη του κράτους αυτού υπό τη Σύμβαση, όπου υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι το εν λόγω πρόσωπο, εάν απομακρυνθεί, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση αντίθετη με το άρθρο 3 στη χώρα προορισμού. Στις περιπτώσεις αυτές, το άρθρο 3 συνεπάγεται την υποχρέωση μη απομάκρυνσης του προσώπου στη χώρα αυτή […]»

93.          Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προβαίνοντας στη σχετική αξιολόγηση κινδύνου, υποδεικνύει ότι η σχετική αξιολόγηση κινδύνου οφείλει να επικεντρώνεται στις προβλέψιμες συνέπειες της απομάκρυνσης του αιτητή υπό το φως της γενικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή (ΕΔΔΑ, Khasanov and Rakhmanov v. Russia, αιτήσεις υπ’ αριθ. 28492/15 και 49975/15, ημερ. 29/04/2022, παρ. 95). Εναπόκειται καταρχήν στον αιτητή να προβάλλει ενδείξεις ικανές να αποδείξουν ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται πως εάν το μέτρο για το οποίο παραπονείται τύχει εφαρμογής, θα εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο μεταχείρισης ενάντια στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. (παρ. 109) Σε περίπτωση προσκόμισής τους, η Κυβέρνηση οφείλει να διαλύσει τις εγειρόμενες εξ αυτών αμφιβολίες (παρ.109)

94.          Όσο αφορά στη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό, ως κατά τα παραπάνω έχει αξιολογηθεί, δε συνιστά μία από της εξαιρετικές περιστάσεις γενικευμένης κατάστασης βίας, όπου ενόψει της έντασης της ασκούμενης βίας, κάθε απομάκρυνση στη χώρα θα είχε ως αναγκαστικό αποτέλεσμα την παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης, δεδομένης μεταξύ άλλων της κατάστασης ασφαλείας στην Kinshasa, τόπο τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας (παρ. 96). Οποιαδήποτε προσωπική της περίσταση ακόμα η Αιτήτρια δεν έχει επικαλεστεί με αξιόπιστο τρόπο η οποία θα την εξέθετε σε πράξη κακομεταχείρισης (παρ. 95, 98) Την ίδια στιγμή, η Αιτήτρια δεν επικαλέστηκε ή απέδειξε οποιαδήποτε ιδιότητά της ως μέλους ομάδας, η οποία συστηματικά υπόκειται σε κακομεταχείριση (παρ. 97). Επόμενο βήμα το οποίο ακολουθεί τη διαπίστωση έλλειψης συστηματικής κακομεταχείρισης της ομάδας στην οποία η Αιτήτρια ανήκει, συνιστά η έρευνα περί ιδιαίτερων διακριτικών χαρακτηριστικών τα οποία θα έθεταν αυτήν σε πραγματικό κίνδυνο κακομεταχείρισης (παρ. 100). Στο πλαίσιο αυτό παρατηρώ ότι οποιοδήποτε τέτοιο χαρακτηριστικό δεν έχει τύχει επίκλησης ή απόδειξης από την Αιτήτρια. Από όσα έχουν προηγηθεί δε διαφαίνεται ότι η Αιτήτρια θα υποβληθεί δια της απομάκρυνσής της σε οποιαδήποτε ταλαιπωρία πέρα από αυτή που εμπεριέχεται αναπόδραστα σε κάποια μορφή νόμιμης μεταχείρισης (ΕΔΔΑ, Kudla v. Poland, αίτηση υπ’ αριθ. 30210/96, ημερ. 26/10/2000, παρ.92). Η εφαρμογή των  προβλεπόμενων από το άρθρο 180Ζ του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (ΚΕΦ. 105) παραμέτρων, πέραν της αρχής της μη επαναπροώθησης, δεν προβάλλεται κατά κανένα τρόπο ότι λαμβάνει χώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα εναντίον της Αιτήτριας ενόψει των παραλείψεων των Καθ’ ων η αίτηση να εξετάστουν ουσιαστικές παραμέτρους των περιστάσεων της Αιτήτριας, οι οποίες υποδεικνύονται ανωτέρω.

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EASO, ‘Practical Guide: Evidence Assessment’ (2015), 15 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 15/04/2023)

[2] IMF, ‘The Democratic Republic of the Congo- Selected Issues’ (2022), 20  διαθέσιμο σε https://www.elibrary.imf.org/downloadpdf/journals/002/2022/211/article-A000-en.xml (ημερομηνία πρόσβασης 15/04/2024)

[3] EASO, 'Δικαστική Ανάλυση - Αξιολόγηση Αποδεικτικών Στοιχείων και Αξιοπιστίας στο πλαίσιο του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου’ (2018), 106, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/EASO-Evidence-and-Credibility-Assessment-JA-EL.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 15/04/2024)

[4]  Héritiers de la justice. 2023-03-09. Correspondence from the Executive Secretary to the Research Directorate., όπως παρατίθεται από IRB Canada, ‘Democratic Republic of the Congo: Documents issued by the Congolese National Police (Police nationale congolaise, PNC), including wanted notices (avis de recherche), police reports and appearance notices (citations à comparaître); their appearance, their security features and the procedure for obtaining these documents; samples (2021–March 2023) [COD201410.FE], 1 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/2092757.html (ημερομηνία πρόσβασης 15/04/2024)

[5]       Ligue des droits de la personne dans la région des Grands Lacs (LDGL). 2023-03-15. Correspondence from the Program Officer in the DRC to the Research Directorate, όπως παρατίθεται από IRB Canada, ‘Democratic Republic of the Congo: Documents issued by the Congolese National Police (Police nationale congolaise, PNC), including wanted notices (avis de recherche), police reports and appearance notices (citations à comparaître); their appearance, their security features and the procedure for obtaining these documents; samples (2021–March 2023) [COD201410.FE], 1 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/2092757.html (ημερομηνία πρόσβασης 15/04/2024)

[6] NHS, ‘Flamazine 1% Cream in Burn Wound Care’ (2017), διαθέσιμο σε https://www.lsebn.nhs.uk/website/X13911/files/Flamazine%C2%AE%201pc%20Cream%20in%20Burn%20Wound%20Care.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 15/04/2024)

 

[7] Mayo Clinic, ‘Tramadol (Oral Route)’ (χωρίς ημερομηνία), διαθέσιμο σε https://www.mayoclinic.org/drugs-supplements/tramadol-oral-route/description/drg-20068050 (ημερομηνία πρόσβασης 15/04/2023)

[8] EUAA, ‘Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System Judicial Analysis’  (2023),                 148 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-02/Evidence_credibility_judicial_analysis_second_edition.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 09/04/2024)

[9] EUAA, ‘COI Query: Democratic Republic of CongoSituation of Women without a Support Network in Kinshasa’ (2023), 2 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2096524/2023_08_EUAA_COI_Query_Response_Q28_DRC_Situation_of_women_without_network.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 09/04/2024)

[10] EASO, ‘COI Query- DRC (Democratic Republic of Congo)  Information on the situation of women without a male support network in Kinshasa (2017-2019)’ (2019), 4 Διαθέσιμο σε https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_11_DRC_Query_Women_without_Nework_Q32.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 09/04/2024)

 

[11] José Bazonzi (2022), διαδικτυακή συνέντευξη σε DIS, ‘Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa’ (2022), 47 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 09/04/2024)

[12] José Bazonzi (2022), διαδικτυακή συνέντευξη σε DIS, ‘Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa’ (2022), 47- 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 09/04/2024)

[13] José Bazonzi (2022), διαδικτυακή συνέντευξη σε DIS, ‘Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa’ (2022), 50 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 09/04/2024)

[14] José Bazonzi (2022), διαδικτυακή συνέντευξη σε DIS, ‘Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa’ (2022), 50 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 09/04/2024)

[15]   José Bazonzi (2022), διαδικτυακή συνέντευξη σε DIS, ‘Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa’ (2022), 48 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 09/04/2024)                

[16] Για το ACCORD, βλ. Σχετικά (χωρίς όνομα), ‘Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation (ACCORD), (χωρίς ημερομηνία),  διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/source/10979.html (ημερομηνία πρόσβασης 10/04/2024)

[17] SEM, ‘Focus RD Congo; Situation des femmes seules à Kinshasa’ (2016), όπως παρατίθεται σε ACCORD, ‘Anfragebeantwortung zu DR Kongo: Situation alleinstehender Frauen mit Kindern, insbesondere im Hinblick auf Arbeitsmarkt, Wohnversorgung und Sozialhilfe [a-11424]’ (2020), διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/document/2043986.html (ημερομηνία πρόσβασης 10/04/2024)

[18] Afia Mama (2022), διαδικτυακή συνέντευξη σε DIS, ‘Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa’ (2022), 45 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 09/04/2024)                

[19] Afia Mama (2022), διαδικτυακή συνέντευξη σε DIS, ‘Democratic Republic of the Congo- Socioeconomic Conditions in Kinshasa’ (2022), 45 διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2079915/notat-drc-kinshasa.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 09/04/2024)                

[20] UNDP, ‘Rapport national sur de développement humain 2016. Thème : Croissance inclusive, développement durable et défi de la décentralisation en République démocratique du Congo’ (2017), όπως παρατίθεται σε IRB, Canada, ‘Democratic Republic of Congo: Ability to resettle in Kinshasa, particularly for women without male support, including access to housing, jobs and public services (2016- August 2019) (2019), υπό 3.1.1, διαθέσιμο σε https://irb.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458089&pls=1 (ημερομηνία πρόσβασης 10/04/2024)

[21] SEM, ‘Focus RD Congo; Situation des femmes seules à Kinshasa’ (2016), 4 διαθέσιμο σε EASO, ‘COI Query- DRC (Democratic Republic of Congo)  Information on the situation of women without a male support network in Kinshasa (2017-2019)’ (2019), 4-5  Διαθέσιμο σε https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2019_11_DRC_Query_Women_without_Nework_Q32.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 10/04/2024)

[22] BTI, ‘ΒΤΙ 2024 Country Report’ (2024), 15, διαθέσιμο σε https://www.ecoi.net/en/file/local/2105834/country_report_2024_COD.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 10/04/2024)

[23] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, [ημερ. πρόσβασης 31/01/2024]

[24] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2022, n.d. διαθέσιμο σε https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/,  [ημερ. πρόσβασης 31/01/2024]

[25] Αccled, Kinshasa, reference period 29/09/2022 - 29/09/2023, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 26/01/2024]

[26] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [ημερ. πρόσβασης 31/01/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο