ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθ. Αρ.: 8703/2021

 

18 Απριλίου, 2024

 

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

A.  F. N.

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

E. Σαπρατίλσκα (κα) για Στ. Κωνσταντινίδου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Δ. Κυπριανίδου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη και παράνομη η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 05/11/2021, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 02/12/2021 και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας του Αιτητή.

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ως έχουν εκτεθεί στην Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από τον διοικητικό φάκελο, έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Ιράν και εισήλθε παράτυπα στη Δημοκρατία τον Οκτώβριο του 2019. Υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 14/10/2019.

 

Στις 13/10/2021, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από εμπειρογνώμονα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (πρώην EASO και νυν ΕΥΥΑ), εφεξής ο «εμπειρογνώμονας». Στις 25/10/2021, εμπειρογνώμονας συνέταξε Εισηγητική Έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία. Εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών ως ο νόμος ορίζει, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε για λογαριασμό του Προϊστάμενου την ανωτέρω εισήγηση στις 05/11/2021.

 

Στις 24/11/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 02/12/2021, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε στις 17/12/2021.

  

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, δια της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου του, προωθεί σωρεία νομικών ισχυρισμών, πολλοί από τους οποίους δεν εξειδικεύονται. Εστιάζει κυρίως στην έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας αναφέροντας ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν έλαβαν υπόψη την ποινική απόφαση εναντίον του Αιτητή και τις ποινές που τη συνοδεύουν, με συνέπεια να μην εκτιμηθεί ο προσωπικός φόβος του Αιτητή για τη ζωή του και για φυλάκιση στη χώρα του.

 

Στο σημείο αυτό θα προσθέσω ότι ο Αιτητής, μέσω της συνηγόρου του, στην τροποποιημένη του αίτηση, προχώρησε στην υποβολή εγγράφου, το οποίο συνίσταται σε διάταγμα του Ισλαμικού Επαναστατικού Δικαστηρίου Andisheh του Ιράν, βάσει του οποίου ο Αιτητής κρίνεται ένοχος σε τέσσερις κατηγορίες.

 

Η συνήγορος των Καθ’ ων η Αίτηση ισχυρίζεται στη Γραπτή της Αγόρευση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη, σύμφωνη με τις διατάξεις του Συντάγματος, των σχετικών Νόμων και Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ’ ων η Αίτηση και κατ’ εφαρμογή του διοικητικού δικαίου, έχει ληφθεί κατόπιν δέουσας έρευνας και αφού λήφθηκαν υπόψιν όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και είναι δεόντως αιτιολογημένη.

 

Αναφορικά με τους ισχυρισμούς που εγείρει ο Αιτητής στη Γραπτή του Αγόρευση δια της συνηγόρου του, οι Καθ’ ων η Αίτηση προβάλλουν ότι αυτοί δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962, αφού προβάλλονται με αόριστο τρόπο χωρίς να εξειδικεύονται επαρκώς. Αναφορικά με το έγγραφο που προσκόμισε ο Αιτητής, μέσω της συνηγόρου του, οι Καθ’ ων προβάλλουν ότι η Γραπτή Αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης επίδικων θεμάτων και συνεπώς δεν είναι επιτρεπτή χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.

 

Δια της απαντητικής αγόρευσης της συνηγόρου του, ο Αιτητής εμμένει στον ισχυρισμό ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για τη ζωή του, καθότι στην απουσία του έχει εκδοθεί απόφαση Δικαστηρίου η οποία τον καταδικάζει σε ποινές φυλάκισης και σε μαστιγώματα. Η συνήγορος του Αιτητή ισχυρίζεται πως ακόμη και στην περίπτωση που δεν υπήρχε η πιο πάνω απόφαση ή αν δεν γίνει αποδεκτή από το Δικαστήριο, ο Αιτητής κινδυνεύει από τα ξαδέρφια του, τα οποία έχουν διασυνδέσεις στην Ιρανική κυβέρνηση, καθώς και από την εταιρεία όπου εργαζόταν. 

 

Θα συμφωνήσω, αρχικά, με τη θέση της συνηγόρου των Καθ’ ων η Αίτηση ότι κάποιοι από τους ισχυρισμούς που προωθεί η συνήγορος του Αιτητή παρατίθενται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, με αναφορά μόνο στις γενικές αρχές δικαίου και της νομολογίας, χωρίς όμως οποιοδήποτε ισχυρισμό σε σχέση με τα γεγονότα της παρούσας προσφυγής. Σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία έχει παραπέμψει και η συνήγορος των Καθ’ ων η Αίτηση, και συγκεκριμένα στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Κυπριακή Δημοκρατία ν. Svetlana Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598), λέχθηκε ότι «οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα αυτοί να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Σε διαφορετική δε περίπτωση, θα παρεχόταν η ευχέρεια για τη συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης (βλ. Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709).».

 

Επίσης, στην απόφαση Κώστας Παναγή ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1250/2012, ημερ. 19.12.2013 αναλύεται η υποχρέωση αναφοράς και εξειδίκευσης ρητώς και αιτιολογημένα των νομικών λόγων ακύρωσης και στην απόφαση Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56 επιβεβαιώνεται ότι μόνο στοιχειοθετημένοι λόγοι ακύρωσης μπορεί να παράσχουν έρεισμα στο αίτημα για την ακύρωση της διοικητικής απόφασης που προσβάλλεται (βλ. επίσης απόφαση Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Χριστόδουλος Μιχαήλ (Συνταγματάρχης) κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 107/2017, ημερ. 11.12.2017).

 

Ως εκ τούτου, απορρίπτω τους ισχυρισμούς της συνηγόρου του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, ως γενικούς και αόριστους, διατυπωμένους σε αφηρημένη μορφή, οι οποίοι έχουν εκτεθεί χωρίς την απαιτούμενη τεκμηρίωση τους με παραπομπή στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης.

 

Σε σχέση με τους ισχυρισμούς της συνηγόρου του Αιτητή περί μη διεξαγωγής δέουσας έρευνας και ελλιπούς αιτιολογίας, θα προχωρήσω στην εξέτασή τους, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο, εκτός της νομιμότητας, και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)).

 

Περί τούτου, κρίνω σκόπιμη την παράθεση των ισχυρισμών του Αιτητή, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.  

 

Στο πλαίσιο της αίτησής του για διεθνή προστασία (ερυθρό 20 του διοικητικού φακέλου), ο Αιτητής κατέγραψε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του πρώτον, λόγω του Ισλαμισμού και της υποχρέωσης να ακολουθεί τους κανόνες του, δεύτερον λόγω της δυσμενούς οικονομικής του κατάστασης και τρίτον λόγω της γενικής κατάστασης που επικρατεί στη χώρα του. Τέλος, ανέφερε ως τέταρτο λόγο πως πώλησε ό,τι είχε στην κατοχή του στο Ιράν.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης (ερυθρά 50-35 του διοικητικού φακέλου), ο Αιτητής δήλωσε ότι είναι Ιρανός υπήκοος και ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Azari. Αναφορικά με τη θρησκεία του δήλωσε ότι στο παρελθόν ακολουθούσε τον Ισλαμισμό, αλλά πρόσφατα άρχισε να μελετά για τον Χριστιανισμό. Διευκρίνισε ότι δεν έχει βαπτιστεί ακόμη, αλλά ότι προτίθεται να παρακολουθήσει μαθήματα για να εξοικειωθεί με την εν λόγω θρησκεία. Γεννήθηκε στην πόλη Ardabil όπου έμενε μέχρι την ηλικία των δεκαοκτώ ετών. Διέμενε στην Τεχεράνη από την ηλικία των δεκαεννέα ετών και εργαζόταν σε μία εταιρεία ως υπεύθυνος μηχανολόγος για τα προϊόντα από το 2003 έως το 2019.

 

Ερωτηθείς για τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κατά την ελεύθερη αφήγησή του ανέφερε πως ο πατέρας του ήταν βαθιά θρησκευόμενος και τους ανάγκαζε να ακολουθούν πιστά τα όσα επέβαλλε ο Ισλαμισμός, καταφεύγοντας ακόμη και στη βία. Στο πλαίσιο αυτής της ανατροφής του, ο Αιτητής ανέφερε ότι ο πατέρας του εξανάγκασε σε γάμο την αδερφή και τον αδερφό του, επιλέγοντας τα άτομα που θα παντρεύονταν. Ισχυρίστηκε πως η αδερφή του ήταν δυστυχισμένη στο γάμο της, υφίστατο κακοποίηση από τον σύζυγό της και στην απουσία οποιασδήποτε αντίδρασης εκ μέρους του πατέρα τους, βρέθηκε δολοφονημένη από τον σύζυγό της.

 

Σχετικά με τον αδερφό του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι αυτοκτόνησε, επίσης λόγω προβλημάτων στο γάμο του. Ο Αιτητής ανέφερε ότι όταν ήρθε η σειρά του να παντρευτεί με οδηγίες του πατέρα του, την κόρη της θείας του, αρχικά αρνήθηκε λόγω των εμπειριών που βίωσε μέσω των αδερφιών του. Ωστόσο, ως ισχυρίστηκε, η άρνησή του είχε ως συνέπεια ο πατέρας του να κτυπήσει σοβαρά τη μητέρα του με αποτέλεσμα αυτή να νοσηλευτεί. Ως εκ τούτου αποφάσισε να αποδεχτεί τον γάμο που καθόρισε ο πατέρας του μία εβδομάδα μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας. Προχωρώντας με την αφήγησή του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τον Μάρτιο του 2017 είχαν μία έντονη συζήτηση με τον πατέρα και τους θείους για το γεγονός ότι δεν είχαν ακόμη αποκτήσει παιδιά με τη σύζυγό του. Ισχυρίστηκε ότι δύο μέρες μετά τον διαπληκτισμό τους, ο πατέρας του έπαθε καρδιακή προσβολή και απεβίωσε. Ο ίδιος θεωρήθηκε υπαίτιος για τον θάνατο του πατέρα του από την οικογένειά του και κυρίως από τον θείο του και τα ξαδέρφια του.

 

Για διάστημα ενός μήνα ζούσε στο Αζερμπαϊτζάν λόγω απειλών  που έλαβε για τη ζωή του. Όταν επέστρεψε στην Τεχεράνη προχώρησε σε διαδικασία διαζυγίου από τη σύζυγό του με την οποία ήταν μαζί για δεκαέξι χρόνια. Ο Αιτητής αναφέρθηκε σε δύο περιστατικά, το ένα στην γενέτειρά του Ardebil και το άλλο στην πόλη Khalkhal, μπροστά από τον αστυνομικό σταθμό, όπου ένα αυτοκίνητο προσπάθησε να τον κτυπήσει. Ισχυρίστηκε ότι κατά το δεύτερο περιστατικό άρχισε να τρέχει, με συνέπεια να πέσει και να κτυπήσει στο κεφάλι. Τότε αντιλήφθηκε ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο, δεν αποτάθηκε στις αστυνομικές αρχές και επέστρεψε στην Τεχεράνη. Εκεί άρχισε να λαμβάνει απειλές τόσο τηλεφωνικώς, όσο και στο σπίτι του. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι μία φορά είδε σταθμευμένο το ίδιο αυτοκίνητο που είχε προσπαθήσει να τον κτυπήσει στην περιοχή όπου έμενε και όταν μπήκε στο σπίτι του βρήκε το σύμβολο «Χ» γραμμένο με αίμα.

 

Μετά τα πιο πάνω περιστατικά, ισχυρίστηκε ότι προέβη σε αλλαγή αριθμού τηλεφώνου, καθώς και σε αλλαγή ονόματος. Ισχυρίστηκε ότι οι γιοι του θείου του έχουν διασυνδέσεις με τις αρχές και λόγω αυτού κατάφεραν να εξασφαλίσουν τον νέο αριθμό τηλεφώνου του, με συνέπεια να συνεχίσουν τις απειλές και να του δημιουργήσουν πρόβλημα στην εργασία του. Ακολούθως, ως ισχυρίστηκε, ένας συνάδελφός του, του εξασφάλισε εισιτήριο για την Κωνσταντινούπολη, χωρίς να γνωρίζει οποιοσδήποτε άλλος για την αναχώρησή του.

 

Ερωτηθείς για το τι θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι θα λάβει ξανά απειλές και ότι θα προσπαθήσουν να τον σκοτώσουν όπου κι αν βρίσκεται στο Ιράν. Επιπλέον, αναφέρθηκε στο γεγονός ότι πιθανόν η εταιρεία στην οποία εργαζόταν να του δημιουργήσει πρόβλημα, διότι είναι ενήμερος για τη χαμηλή ποιότητα κάποιων προϊόντων. Κληθείς να δώσει περαιτέρω πληροφορίες για τις διασυνδέσεις των δύο ξαδερφιών του, ο Αιτητής ανέφερε ότι έχουν σωματοφύλακες και ότι ασχολούνται με την εξαγωγή σιτηρών, με την ελπίδα να διακινούν στρατιωτικό εξοπλισμό στη Συρία και το Ιράκ, βοηθώντας με τον τρόπο αυτό έμμεσα την κυβέρνηση του Ιράν.

 

Σε ερώτηση για τα κίνητρα που είχαν τα εν λόγω άτομα να τον απειλήσουν, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι θεωρούν ότι αυτός προκάλεσε προβλήματα στην οικογένεια και τον θάνατο του πατέρα του, καθότι είχε αρνηθεί να αποκτήσει παιδιά. Αναφορικά με τις απειλές, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ξεκίνησαν μετά τον θάνατο του πατέρα του (19/03/2017) και ότι η τελευταία έλαβε χώρα τέσσερις ημέρες πριν λάβει το εισιτήριο για να εγκαταλείψει το Ιράν. Σχετικά με τα περιστατικά με το αυτοκίνητο που προσπάθησε να τον κτυπήσει, ισχυρίστηκε ότι το πρώτο συνέβη στις 17/06/2018 και το δεύτερο την επόμενη μέρα, ενώ βρισκόταν καθοδόν προς τον  αστυνομικό σταθμό για να καταγγείλει το πρώτο περιστατικό. Μετά από τα περιστατικά αυτά και για διάστημα τεσσάρων μηνών παρόλο που δεν του συνέβη οτιδήποτε, ισχυρίστηκε πως λάμβανε προειδοποιήσεις από τον αδερφό του να μην επιστρέψει στην περιοχή όπου έμενε, καθότι υπήρχαν φήμες ότι εξακολουθούσαν να τον αναζητούν.

 

Στην εισηγητική έκθεση (ερυθρά 70-62 του διοικητικού φακέλου), ο εμπειρογνώμονας  αποδέχτηκε τον ισχυρισμό του Αιτητή ως προς την ταυτότητα, το προφίλ, καθώς και τη χώρα καταγωγής του και την περιοχή συνήθους διαμονής του στη χώρα του, τα οποία ως κατέγραψε, πρωτίστως τεκμηριώνονται και από το πρωτότυπο διαβατήριο που προσκόμισε.

 

Αξιολογώντας τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του επειδή λάμβανε απειλές  από δύο ξαδέρφια του, ο εμπειρογνώμονας τον απέρριψε καθότι, ως κατέγραψε, οι ισχυρισμοί του Αιτητή χαρακτηρίζονται από έλλειψη συνοχής και λεπτομέρειας. Ειδικότερα, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι δύο από τα ξαδέρφια του τον κατηγόρησαν για την καρδιακή προσβολή που οδήγησε τον πατέρα του σε θάνατο, λόγω μίας διαμάχης που είχε με τον τελευταίο, επειδή δεν απέκτησε παιδιά με την πρώην σύζυγό του και κόρη της θείας του, με την οποία ήταν παντρεμένος για δεκαέξι χρόνια. Κληθείς ο Αιτητής να εξηγήσει το κίνητρο πίσω από τις εν λόγω απειλές, ανέφερε ότι ήταν κυρίως το γεγονός ότι δεν ήθελε να αποκτήσει παιδιά με την πρώην σύζυγό του. Ωστόσο, όταν κλήθηκε να περιγράψει πώς ήταν η συζυγική του ζωή, δήλωσε ότι, σε αντίθεση με την πρώην σύζυγό του, δεν επιθυμούσε να αποκτήσει παιδιά και ότι εκτός αυτού διατηρούσαν καλή σχέση. Δήλωσε επίσης ότι το διαζύγιό τους ήταν συναινετικό και ότι μετά το διαζύγιό τους η σύζυγός του προχώρησε σε νέο γάμο. Ο εμπειρογνώμονας κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να καταδείξει για ποιο λόγο ο γάμος του οδήγησε στη σύγκρουση που είχε με τα ξαδέλφια του.  Επιπλέον, ο Αιτητής αναφέρθηκε στις διασυνδέσεις που είχαν τα ξαδέλφια του με τις αρχές, οι οποίες τους επέτρεψαν να βρουν τα στοιχεία επικοινωνίας του, ωστόσο, κληθείς να αναπτύξει το θέμα αυτό, ανέφερε ότι «δεν έχω δει αυτούς ή τις διασυνδέσεις τους» και στήριξε τη δήλωσή του αυτή στο γεγονός ότι τα ξαδέλφια του έχουν προσλάβει σωματοφύλακες και ότι εξάγουν σιτάρι με την ελπίδα ότι μέσω αυτής της επιχείρησης θα συνεργαστούν με τις αρχές για την αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού στη Συρία και το Ιράκ.

 

Ο εμπειρογνώμονας επεσήμανε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή βασίζονται κυρίως σε εικασίες του ιδίου και όχι σε συγκεκριμένα στοιχεία που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τον ισχυρισμό του ότι τα ξαδέλφια του έχουν διασυνδέσεις με τις αρχές και ως εκ τούτου θα μπορούσαν να τον βλάψουν. Αναφορικά με τα δύο κατ’ ισχυρισμό περιστατικά που του συνέβησαν ενώ οδηγούσε, ο εμπειρογνώμονας σημείωσε στην έκθεσή του πως για το πρώτο περιστατικό ο Αιτητής δήλωσε πως δεν είδε ποιος ήταν στο αυτοκίνητο, χωρίς να μπορεί να συνδέσει συγκεκριμένα το περιστατικό αυτό με τη διένεξη που είχε με τα ξαδέλφια του. Σχετικά με το δεύτερο περιστατικό, ως ο Αιτητής ισχυρίστηκε, συνέβη ενώ επρόκειτο να καταγγείλει το πρώτο περιστατικό, αλλά εξήγησε ότι το θεωρούσε άσκοπο, δεδομένου ότι το δεύτερο περιστατικό συνέβη μπροστά από το αστυνομικό τμήμα. Ερωτηθείς εάν βγήκε αστυνομικός από το αστυνομικό τμήμα για να καταγράψει το περιστατικό, ο Αιτητής ανέφερε ότι συνέβη κοντά στον κεντρικό αστυνομικό σταθμό, ο οποίος δεν είναι αρμόδιος για τέτοιου είδους περιστατικά, μη δίνοντας με τον τρόπο αυτό μία ικανοποιητική εξήγηση για τη μη καταγγελία του περιστατικού. Περαιτέρω, ο Αιτητής στήριξε τον ισχυρισμό ότι τα ξαδέρφια του εξακολουθούν να τον αναζητούν σε φήμες, χωρίς να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες για το συμπέρασμα αυτό.

 

Ο εμπειρογνώμονας ανέτρεξε σε εξωτερική πηγή πληροφόρησης, βάση της οποίας διαπιστώθηκε ότι οι οικογενειακοί δεσμοί είναι πολύ ισχυροί στην κουλτούρα των Ιρανών και ότι η τιμή και η ντροπή μίας οικογένειας μοιράζεται ανάμεσα στα μέλη της. Εντούτοις, λόγω έλλειψης συνοχής και λεπτομέρειας στην αφήγηση του Αιτητή, ο ισχυρισμός αυτός δεν έγινε αποδεκτός.

 

Σχηματίζοντας και αξιολογώντας τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι ότι θα υποστεί συνέπειες από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν επειδή ενέκρινε χαμηλής ποιότητας προϊόντα, ο εμπειρογνώμονας δεν τον έκανε αποδεκτό, καθότι, ως κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση, οι δηλώσεις του Αιτητή βασίζονται σε υποθετικό σενάριο, χωρίς να παρουσιάζει συγκεκριμένα στοιχεία που να τεκμηριώνουν τον κατ’ ισχυρισμό φόβο του. Πιο συγκεκριμένα, σε ερώτηση του εμπειρογνώμονα κατά πόσο φοβάται κάτι άλλο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, ο Αιτητής ανέφερε ότι έχοντας εργαστεί σε εταιρεία μηχανημάτων, απέκτησε γνώση για τα προϊόντα χαμηλής ποιότητας που κυκλοφόρησαν στην αγορά και ερωτηθείς εάν έχει μοιραστεί αυτές τις πληροφορίες με κάποιον, ισχυρίστηκε ότι ένας συνάδελφός του γνώριζε ότι ήταν ενήμερος για το θέμα αυτό. Σε ερώτηση, εάν η εταιρεία τον προσέγγισε για το θέμα αυτό, απάντησε αρνητικά, επεσήμανε ωστόσο ότι γνωρίζουν, καθότι ως ισχυρίστηκε προέβη στην έγκριση των προϊόντων υπό πίεση και επειδή τα προϊόντα χρησιμοποιούνται στην αγορά, θα τον αναζητήσουν επειδή τα ενέκρινε.

 

Κατόπιν έρευνας, ο εμπειρογνώμονας διαπίστωσε ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί χαμηλής ποιότητας προϊόντων που προμήθευσε η εταιρεία του, επιβεβαιώνονται από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ωστόσο δεν εντόπισε οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με ποινική δίωξη ή έρευνα για το θέμα αυτό.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση των ισχυρισμών του Αιτητή, ο εμπειρογνώμονας εισηγήθηκε απόρριψη του αιτήματός του για διεθνή προστασία, καθώς δεν στοιχειοθετήθηκε δίωξη δυνάμει του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 15 της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αντίστοιχο άρθρο 19(2) του περί Προσφύγων Νόμου), ώστε να παραχωρηθεί στον Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Ως προς την υπαγωγή του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο εμπειρογνώμονας παρέθεσε πληροφορίες αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Τεχεράνη, τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή και όπου αναμένεται να επιστρέψει, επισημαίνοντας πως δεν είναι πιθανόν, ο Αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο ως πολίτης με την επιστροφή του εκεί ως αποτέλεσμα αδιάκριτης βίας λόγω κατάστασης διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

  

Από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου, διαπιστώνω ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, τέθηκε στον Αιτητή επαρκής αριθμός ερωτήσεων για να του δοθεί η ευκαιρία να προβάλει τους ισχυρισμούς του, να αναπτύξει και να τεκμηριώσει το αίτημά του, σε περίπτωση που πράγματι υφίστατο φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του ή πληρούνταν οι προϋποθέσεις για να του παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Οι απαντήσεις που έδωσε, αξιολογήθηκαν από εμπειρογνώμονα της ΕΥΥΑ σε συνάρτηση με πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή και διαπιστώθηκε ότι δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει  βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του. Τα ευρήματα του εμπειρογνώμονα ήταν ορθά και τεκμηριωμένα, με παραπομπές στους ισχυρισμούς που πρόβαλε ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, καθώς και σε πηγές πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής του.

 

Η έρευνα που προηγήθηκε ήταν επαρκής και διερευνήθηκαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο Αιτητής, όπως αναλύεται ανωτέρω. Είναι πάγια νομολογημένο ότι η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, ενώ η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου. Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99).

 

Επισημαίνεται ότι δυνάμει του άρθρου 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, ο Αιτητής φέρει καταρχήν το βάρος να τεκμηριώσει την αίτησή για διεθνή προστασία. Από την άλλη πλευρά, αποτελεί καθήκον της αρμόδιας αρχής να αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησης (Βλ. Προτάσεις της Γενικής εισαγγελέως, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-148/13, C-149/13 και C-150/13, A, B και C, 17 Ιουλίου 2014, σημεία 73 και 74). Στην παρούσα περίπτωση, διαπιστώνω πως οι ισχυρισμοί του Αιτητή εξετάστηκαν δεόντως και αξιολογήθηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση. Συναφώς, απορρίπτω και τον ισχυρισμό της συνηγόρου του ότι οι Καθ’ων η Αίτηση όφειλαν να εξετάσουν την κατάσταση σε σχέση με τους Azari, εθνική μειονότητα στην οποία ανήκει ο Αιτητής.  Σε κανένα σημείο της συνέντευξής του δεν αναφέρθηκε ο Αιτητής σε δίωξη που αντιμετώπισε λόγω του ότι ανήκει στη συγκεκριμένη εθνική ομάδα.

 

Εξετάζοντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, καθώς και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής κατά την αφήγησή του δεν επέδειξε τον ενδεδειγμένο βαθμό σαφήνειας που προκύπτει από βιωματικές εμπειρίες, βάσισε το φόβο δίωξής του σε εικασίες, με αποτέλεσμα να εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη γνησιότητα των ισχυρισμών του και ως εκ τούτου δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει τις προϋποθέσεις του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ως απαιτείται για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα.

 

Σχετικά με το έγγραφο που ο Αιτητής προσκόμισε μέσω της τροποποιημένης αίτησής του, αυτό αφορά καταδικαστική απόφαση δικαστηρίου της περιοχής Andisheh, ημερομηνίας 08/12/2019 για τέσσερις κατηγορίες. Συγκεκριμένα, καταγράφεται πως ο Αιτητής βρέθηκε ένοχος στις πιο κάτω κατηγορίες:

1. Πρόκληση οικονομικών απωλειών στη γραμμή παραγωγής της εταιρείας Khodro Company που ανέρχονται σε 81.000.000.000 ιρανικές Rls. που αντιστοιχούν σε 8 δισεκατομμύρια και εκατό εκατομμύρια Tuman.

2. Δημόσια προσβολή των θρησκευτικών μυστηρίων και του συστήματος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

3. Προσβολή της φήμης και την αξιοπιστίας της εταιρείας Dena Faraz Sanat και πρόκληση ηθικής βλάβης στην εταιρεία.

4.  Πρόκληση βλάβης της οικονομίας και χειραγώγηση του συστήματος συναλλάγματος της χώρας.

 

Οι Καθ’ων η Αίτηση στην γραπτή τους αγόρευση, υποστήριξαν ότι  αυτό δεν πρέπει να ληφθεί υπόψιν από το Δικαστήριο, καθότι ούτε η αίτηση ακυρώσεως αλλά ούτε και η γραπτή αγόρευση αποτελούν μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επίδικων θεμάτων και επιπρόσθετα, δεν επιτρέπεται προσαγωγή μαρτυρίας χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου.  Η συνήγορος του Αιτητή, δεν προέβη σε κανένα επιπρόσθετο διάβημα και κατά τις διευκρινήσεις ανέφερε ότι απάντησε γραπτώς με την αγόρευση της στον ισχυρισμό αυτό.  Το Δικαστήριο δεν έχει εντοπίσει οποιαδήποτε απάντηση στον ισχυρισμό αυτόν, πλην της περιγραφής και σχολιασμού του εγγράφου το οποίο επισύναψε στην κυρίως αγόρευση του Αιτητή.

 

Tονίζω ότι ακόμα και μετά την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής δεν προέβη σε κανένα διάβημα για να παρουσιάσει στοιχεία ή μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, και οι οποιοιδήποτε ισχυρισμοί προβλήθηκαν με την αγόρευση του συνηγόρου του δεν μπορούν να αξιολογηθούν ως μαρτυρία αφού δεν υπεβλήθησαν με τον ορθό δικονομικό τρόπο.

 

Όπως έχει πολλάκις νομολογηθεί, η αγόρευση σε υποθέσεις διοικητικού δικαίου δεν είναι μέσο για θεμελίωση πραγματικών δεδομένων και περαιτέρω, δεν είναι επιτρεπτή η προσαγωγή μαρτυρίας χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου (βλ. Μαρία Βασιλείου Φωτιάδου ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 1254/02, ημερομηνίας 15.11.2004, σελ. 7, Δημοκρατία ν. Kassinos Constructions (1990) 3 Α.Α.Δ. 3835, 3840, Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 3420 ημερομηνίας 29.9.93). Είναι πάγια νομολογημένο ότι η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας και οι αναφορές σε μαρτυρίες οι οποίες δεν προκύπτουν από το περιεχόμενο του φακέλου στερούνται οποιασδήποτε σημασίας (ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ν. ΔΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ ΚΑΙ/Ή ΑΛΛΟΥ, (1995), 4 ΑΑΔ 1275, ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΤΔ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 1) (2013) 3 ΑΑΔ 242, Κοιν. Λυσού ν. Δημοκρατία (1998) 3 ΑΑΔ 537).

 

Ως εκ τούτου, το έγγραφο στο οποίο γίνεται αναφορά στην αγόρευση της συνηγόρου του Αιτητή δεν μπορεί να γίνει δεκτό και να αξιολογηθεί με οποιονδήποτε τρόπο.

 

Για την αξιολόγηση της κατάστασης ασφαλείας και την εκτίμηση του αν ο Αιτητής διατρέχει πιθανό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράν και συγκεκριμένα στην Τεχεράνη, τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του και τόπο όπου αναμένεται να επιστρέψει καθότι διέμενε εκεί από το 2003 έως το 2019 πριν την αναχώρησή του, το Δικαστήριο προέβη σε επικαιροποιημένη έρευνα από τα στοιχεία της οποίας προκύπτει ότι στην εν λόγω περιοχή κατά το διάστημα ενός έτους και συγκεκριμένα από τις 08/12/2022 έως τις 08/12/2023 έλαβαν χώρα 564 περιστατικά εκ των οποίων προέκυψαν 4 απώλειες. Από αυτά τα περιστατικά το 1 αφορούσε μάχη, τα 6 αφορούσαν βία κατά πολιτών, τα 34 αφορούσαν εξεγέρσεις και τα 523 αφορούσαν διαδηλώσεις.[1] πληθυσμός της Τεχεράνης καταγράφεται στους 5,492,313 κατοίκους, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη καταμέτρηση το 2015.[2] Συνεπώς, δεν προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή.

 

Λαμβάνοντας υπόψη την απουσία προσωπικών υποκειμενικών εξατομικευμένων στοιχείων στο προφίλ του Αιτητή και τα προαναφερθέντα δεδομένα όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στην Τεχεράνη, συνάγεται εύλογα το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως άμαχος πολίτης, σε περίπτωση επιστροφής στην περιοχή συνήθους διαμονής του, η κατάσταση της οποίας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση αδιάκριτης βίας, κατά την έννοια του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και του αντίστοιχου άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε, απορρίπτεται ο ισχυρισμός της συνηγόρου του Αιτητή ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν ελλιπούς και ανεπαρκούς έρευνας, αφού στην παρούσα υπόθεση διαφαίνεται ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή εξετάστηκαν ενδελεχώς και σε συνάρτηση με τις προϋποθέσεις που τίθενται από τον περί Προσφύγων Νόμο και ορθώς απορρίφθηκε το αίτημά του για διεθνή προστασία. Η δε απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη και συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ενώ η αιτιολογία φαίνεται καθαρά στο κείμενο της απόφασης που κοινοποιήθηκε στον Αιτητή (βλ. Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371 Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).

 

Στη βάση των ανωτέρω, θεωρώ πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι πάσχει η ορθότητα και νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και ότι στο πρόσωπό του πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Επομένως, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] ACLED -DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project

https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

(βλ. Πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 08/12/2022-08/12/2023, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Violence against civilians / Explosions / Remote violence/ Riots / Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle East – Iran – Tehran

 

[2] City Population,Iran, Tehran https://www.city-facts.com/tehran-iran/population


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο