ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Aρ.: 966/23

 

18 Απριλίου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Y.K.M.

                                                     

Aιτητής,

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

 .........

 

Κ. Κουπαρή (κα), για τον Αιτητή

Θ. Παπανικολάου (κα) για Ε. Προκοπίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους Δ.Δ.Δ.Δ.ΠΟ Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική, και στερούμενη νομικού αποτελέσματος,  η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 22.12.2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για  διεθνή προστασία.

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Ο Αιτητής  κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό (στο εξής: ΛΔΚ). Περί τις 17.4.2021, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία. Στις 15.9.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (European Union Agency for Asylum, EUAA). Στις 6.12.2022, ο λειτουργός υπέβαλε σχετική Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: ο Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης του Αιτητή. Στις 22.12.2022, η εισήγηση για απόρριψη της αίτησης εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 27.3.2023 και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας.  

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Ο Αιτητής δια της συνηγόρου του, στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, αναφερόμενος στον πυρήνα του αιτήματος του, δήλωσε ότι κινδυνεύει από τον συνταγματάρχη (colonel) που δολοφόνησε το αφεντικό του καθώς ο ίδιος υπήρξε μάρτυρας. Παράλληλα, ως υποστηρίζει, διώκεται και από την αστυνομία ως καταζητούμενο άτομο. Ο Αιτητής, προωθεί ως μόνο λόγο προσφυγής την έλλειψη δέουσας έρευνας. Περαιτέρω, είναι η θέση του Αιτητή ότι δεν εξετάστηκε η δυνατότητα υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας καθώς υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι κινδυνεύει από απάνθρωπη μεταχείριση σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.  

3.             Από την πλευρά τους οι Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης. Υποδεικνύουν με αναφορές στην Έκθεση/Εισήγηση τα σημεία στα οποία στηρίζεται το συμπέρασμα περί αναξιοπιστίας του Αιτητή ως προς τον ισχυρισμό του περί κατηγορίας του για τη δολοφονία του αφεντικού του, και συνεπώς της ιδιότητας του ως καταζητούμενου προσώπου. Επισημαίνουν δε, ότι η επίδικη απόφαση, έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και δεν υπήρχε οποιαδήποτε λανθασμένη εκτίμηση ή παρερμηνεία των στοιχείων, που ο Αιτητής είχε θέσει ενώπιον της διοίκησης.   

 

 To νομικό πλαίσιο

4.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

5.              Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019  έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

6.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 προβλέπει τα εξής:

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν».

 

7.             Ο Κανονισμός 7 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχει τροποποιηθεί,  ορίζει ότι:

«7. (α) Κάθε γραπτή αγόρευση θα χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικά.[...]».

 

8.              Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

9.             Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2)  Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙

 [.]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

 

10.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης του καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

 

11.          Όσον αφορά τους λόγους προσφυγής που προωθεί ο Αιτητής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο, ως δικαστήριο ουσίας, δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο καταρχήν που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή). Ο Αιτητής αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η έκταση του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο επί της επίδικης απόφασης σε συνάρτηση με την εξουσία του να την τροποποιήσει καθιστά αλυσιτελή την προβολή των πιο πάνω υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.]. Ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται ο λόγος προσφυγής, ο οποίος, ακόμα και εάν γίνει δεκτός, δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης [Βλ. Η προβολή ισχυρισμών στις διοικητικές διαφορές ουσίας,  Α. ΑΘ. Αρχοντάκη, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 100].

 

12.          Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης [Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345].

 

13.          Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Βλ. ενδεικτικώς, Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320αποτελεί υποχρέωση του αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου [Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010]. Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του [Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68].

 

14.          Παρατηρείται συναφώς ότι κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω του ότι ήταν μάρτυρας της δολοφονίας του αφεντικού του, διευθυντή της εταιρείας επικοινωνίας AIRTEL (AIRTEL communication company). Ο ίδιος εργαζόταν ως φρουρός ασφαλείας στην εταιρεία GSA. Ενόσω βρισκόταν εδώ, άρχισαν να τον αναζητούν για να τον σκοτώσουν (ερυθρό 1 και μετάφραση αυτού, ερυθρό 12 του διοικητικού φακέλου).

 

15.          Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής ανέφερε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa (ερυθρό 39, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει ένα γιο, ο οποίος διαμένει με τη μητέρα του στην Kinshasa. Ως περαιτέρω ανέφερε, έχει 7 αδέρφια (4 αδερφές και 3 αδερφούς), εκ των οποίων οι 4 αδερφές διαμένουν στην Αγκόλα, 2 από τα αδέρφια του στην Kinshasa και 1 στην πόλη Lubumbashi (ερυθρό 41 3Χ και ερυθρό 40 1Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής ανέφερε ότι είναι κάτοχος πανεπιστημιακού πτυχίου (Bachelor Degree, IT and Maintenance) (ερυθρό 41, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Όσον αφορά στην εργασιακή του πείρα, ανέφερε ότι έχει εργαστεί  ως φρουρός ασφαλείας  στην εταιρεία Guarding Security Africa, στην περιοχή Gombe της πόλης Kinshasa, από το 2018 μέχρι που έφυγε από τη χώρα∙ ενώ επίσης εργάστηκε και στον τομέα της πληροφορικής (ΙΤ) (ερυθρό 40, 2Χ, και ερυθρό 39 1Χ, του διοικητικού φακέλου). Τέλος, αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της ανέφερε ότι κάποιες φορές νιώθει πόνο στο αριστερό του χέρι (ερυθρό 43, 1Χ του διοικητικού φακέλου).

 

16.          Ως προς τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα του, ο Αιτητής ανέφερε ότι υπήρξε μάρτυρας της δολοφονίας του αφεντικού του. Ο δράστης, ο οποίος ήταν στρατιωτικός, τον κατηγόρησε για τον φόνο και τον αναζητούσε καθώς γνώριζε τι συνέβη. Ο θείος του, ο οποίος ήταν ιερέας, τον έκρυψε στο σπίτι του και τον βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα, καθώς θεωρούσε ότι αν πήγαιναν σε δικαστήριο, λόγω της δύναμης του δράστη κανείς δεν θα τον πίστευε (ερυθρό 38, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Ως περαιτέρω προσθέτει, ο φίλος του αφεντικού του, τον επισκέφθηκε γύρω στις 8μ.μ. με τα στοιχεία του να καταχωρούνται στο μητρώο επισκεπτών. Το σπίτι συνήθως φρουρείται από 2 άτομα, ο ένας φρουρεί το πίσω μέρος του σπιτιού ενώ ο άλλος παραμένει μπροστά. Εκείνη τη νύχτα, ο ίδιος ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού, και καθώς περιπολούσε, άκουσε κάποιο ασυνήθιστο θόρυβο να έρχεται από το σπίτι. Όταν πλησίασε, είδε ότι στραγγάλιζαν το αφεντικό του. Σε κατάσταση πανικού και σοκ, προχώρησε στο μπροστινό μέρος του σπιτιού για να ενημερώσει το συνάδελφο του και να καλέσουν την αστυνομία. Προσεγγίζοντας την πύλη, είδε ότι ο συνάδελφός του ήταν δεμένος και στα χέρια και στα πόδια και τον ρωτούσαν που βρισκόταν ο ίδιος. Τότε οπισθοχώρησε, ανέβηκε σε ένα τοίχο και κρύφτηκε στην τουαλέτα του γείτονα. Γύρω στις 4π.μ. έφυγε με το αυτοκίνητό του και πήγε απευθείας στο σπίτι του θείου, καθώς ήξερε ότι θα πήγαιναν στο σπίτι του να τον ψάξουν. Εκεί, εξήγησε στη μητέρα και το θείο του τι συνέβη ενώ εργαζόταν, και ο θείος είπε ότι αν το αναφέρουν στην αστυνομία κανείς δεν θα τον πιστέψει. Έτσι ο θείος τον βοήθησε να φύγει από τη χώρα. Ενόσω βρισκόταν στη Δημοκρατία, ενημερώθηκε ότι ο συνταγματάρχης (colonel) που προέβη στο φόνο υποστήριξε ότι είναι ο Αιτητής που σκότωσε το αφεντικό και τον συνάδελφο του, καθιστώντας τον καταζητούμενο άτομο στη χώρα του. (ερυθρό 37, 1Χ του διοικητικού φακέλου).    

17.          Στο πλαίσιο των διερευνητικών ερωτημάτων που του υποβλήθηκαν, ο Αιτητής δήλωσε ότι η δολοφονία έλαβε χώρα στις 20.1.2020, και μετά από 10 μέρες έφυγε από τη χώρα του (ερυθρό 36, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Κληθείς να διευκρινίσει ποιος τον αναζητά και από ποιον διώκεται, ο Αιτητής απάντησε ότι τον ψάχνει ο συνταγματάρχης καθώς γνωρίζει την αλήθεια, ενώ παράλληλα τον αναζητά και η αστυνομία ως καταζητούμενο άτομο (ερυθρό 36, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Κληθείς να εξηγήσει το λόγο που δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας του, ο Αιτητής υποστήριξε ότι ο συνταγματάρχης είναι γνωστό και ισχυρό άτομο στη ΛΔΚ και δεν θα τον πίστευαν (ερυθρό 35, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Προβάλλοντας ο λειτουργός το μητρώο επισκεπτών ως αποδεικτικό στοιχείο, ο Αιτητής υποστήριξε ότι το μητρώο χάθηκε προσθέτοντας ότι τον ενημέρωσε ο θείος του για αυτή την εξέλιξη, ο οποίος ήταν παρών σε έρευνα της αστυνομίας (ερυθρό 35, 3Χ και ερυθρό 34, 1Χ του διοικητικού φακέλου). Σε διερευνητικές ερωτήσεις αναφορικά με τη δίωξη του τόσο από τον συνταγματάρχη όσο και από την αστυνομία, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο θείος του τον ενημέρωσε ενόσω ήταν στη Δημορκατία, ότι ο συνταγματάρχης τον κατηγόρησε στην αστυνομία για τον φόνο (ερυθρό 34, 2Χ του διοικητικού φακέλου). Ως περαιτέρω ισχυρίζεται, τέσσερεις μέρες μετά τη δολοφονία επισκέφθηκαν το σπίτι του και χτύπησαν την μητέρα του για να της αποσπάσουν πληροφορίες για την τοποθεσία όπου βρίσκεται ο Αιτητής (ερυθρό 33, 1Χ και 2Χ του διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείς αν έχουν συμβεί και άλλα παρόμοια περιστατικά, ο Αιτητής απάντησε ότι έγινε μόνο μια φορά (ερυθρό 33, 2Χ του διοικητικού φακέλου).      

18.           Αξιολογώντας το αίτημα διεθνούς προστασίας του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος ως προς την ταυτότητα, το προφίλ, τη χώρα καταγωγής, και τόπο συνήθους διαμονής, και ο δεύτερος ως προς την κατ’ ισχυρισμό κατηγορία του για το φόνο του αφεντικού του και την ιδιότητα του ως καταζητούμενου προσώπου. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, δεδομένου ότι κρίθηκε πως παρατέθηκε με επαρκώς λεπτομερή και συγκεκριμένο τρόπο, βρισκόταν δε σε συμφωνία με τα προσκομισθέντα από τον Αιτητή έγγραφα και τις εξωτερικές πηγές. Ο δεύτερος ισχυρισμός, ωστόσο, έτυχε απόρριψης, καθώς κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση  να παρέχει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες για θέματα που άπτονται του πυρήνα του αιτήματός του. Δεν μπορούσε να απαντήσει σε βασικά ερωτήματα στα οποία αποκρινόταν με γενικότητα και ασάφεια. Ειδικότερα, επεσήμαναν ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει με επαρκή λεπτομέρεια τη δολοφονία του αφεντικού του, αναφέροντας επιγραμματικά ότι το αφεντικό του δολοφονήθηκε στη βάρδια του από τον φίλο του, ο οποίος είναι συνταγματάρχης, και δύο σωματοφύλακες. Επιπρόσθετα, οι δηλώσεις του αναφορικά με τις συνθήκες του φόνου κρίθηκαν γενικές και μη επαρκείς, καθώς κληθείς εις διπλούν να παραθέσει πληροφορίες, απλά ανέφερε ότι οπισθοχώρησε φορτισμένος συναισθηματικά. Τέλος, οι Καθ’ ων η αίτηση επεσήμαναν ότι οι δηλώσεις του Αιτητή όσον αφοράσ τις επισκέψεις ατόμων στη μητέρα του προς αναζήτηση του ιδίου, χαρακτηρίζονται από χρονικές ανακολουθίες, ασυνέπειες, και αντιφάσεις. Ειδικότερα, κατά την ελεύθερη αφήγηση του, ο Αιτητής ανέφερε ότι πήγαν να τον αναζητήσουν στο σπίτι της μητέρας του στις 3π.μ. τη βραδιά της δολοφονίας, ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο της συνέντευξης δήλωσε ότι ο συνταγματάρχης με τους δύο σωματοφύλακες τον έψαξαν στο σπίτι της μητέρας του 4 μέρες μετά τη δολοφονία προβάλλοντας και τον ξυλοδαρμό της μητέρας του.  Σε ανασκόπηση εξωτερικών πηγών προς τεκμηρίωση της εξωτερικής αξιοπιστίας, οι Καθ’ ων η αίτηση, αναφέρουν συνοπτικά τις κυριότερες μορφές εγκληματικότητας στη χώρα ανάλογα με τις περιοχές. Δεν γίνεται αναφορά στην κατ’ ισχυρισμόν δολοφονία, ενώ ο δεύτερος ισχυρισμός απορρίπτεται λόγω μη τεκμηρίωσης της εσωτερικής αξιοπιστίας.

19.          Στη βάση του ισχυρισμού ο οποίος έγινε αποδεκτός, ήτοι η ταυτότητα και η χώρα καταγωγής του Αιτητή και λαμβανομένων υπόψιν των πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής, και ειδικότερα πληροφορίες για την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Kinshasa, δεν διαπιστώθηκε η συνδρομή φόβου δίωξης ή βλάβης του Αιτητή. Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, διαπιστώθηκε ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης αυτού, δυνάμει του άρθρου 19(2)(α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου. Στο πλαίσιο εξέτασης της υπαγωγής του Αιτητή στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, λαμβάνοντας υπόψη το ατομικό προφίλ του Αιτητή σε συνάρτηση με επικαιροποιημένες πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Kinshasa, κρίθηκε ότι αυτός δεν διατρέχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας ως άμαχος, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας καθώς η Kinshasa δεν εμπλέκεται σε οποιαδήποτε διεθνή ή εσωτερική ένοπλη διαμάχη.

20.           Στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής δεν προέβαλε οποιοδήποτε νέο, ειδικό και τεκμηριωμένο ισχυρισμό συναφή με τον πυρήνα του αιτήματός του για διεθνή προστασία. Οφείλεται εξάλλου να επισημανθεί ότι από τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή απουσιάζει η υπαγωγή των πραγματικών περιστάσεων της υπόθεσης του Αιτητή στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Αφ' ης στιγμής, όπως εξηγείται, το παρόν Δικαστήριο εξετάζει την αίτηση του Αιτητή εξ υπαρχής, η εν λόγω ανάλυση θα έπρεπε να αποτελεί την πεμπτουσία της γραπτής αγόρευσης του Αιτητή, γεγονός που δεν παρατηρείται εν προκειμένω. Η ανακύκλωση των ισχυρισμών του, η γενική αναφορά σε νομολογία και η επισήμανση των κατ' ισχυρισμό σφαλμάτων της διοίκησης δεν αποτελεί νομική τεκμηρίωση και ανάλυση του δικαιώματός του να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας. Δεν σχολιάζεται δε με οποιοδήποτε τρόπο το εύρημα αναξιοπιστίας εκ των ουσιωδών ισχυρισμών του Αιτητή.  

21.          Προχωρώντας στην de novo και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, επισημαίνονται τα εξής:

22.          Ως προς τη διάκριση των ουσιωδών ισχυρισμών συντάσσομαι με τους Καθ’ ων η αίτηση ότι ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός είναι τα προσωπικά στοιχεία και η χώρα καταγωγής του Αιτητή με την αποδοχή του οποίου συμφωνώ. Ο Αιτητής κατέθεσε πρωτότυπο διαβατήριο από το οποίο προκύπτουν τα στοιχεία της ταυτότητάς του και ο τόπος γέννησής του.

23.          Αναφορικά με τον δεύτερο σχηματισθέντα ουσιώδη ισχυρισμό του περί της κατ’ ισχυρισμόν κατηγορίας του για το φόνο του αφεντικού του η οποία τον κατέστησε καταζητούμενο πρόσωπο, θεωρώ ότι θα έπρεπε να διακριθεί σε δύο επιμέρους ισχυρισμούς παρά τη αιτιώδη συνάφειά τους. Ο μεν δεύτερος αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμόν δίωξη και ενοχοποίηση του για το φόνο του αφεντικού του από τον συνταγματάρχη, ο δε τρίτος αναφορικά με τη δίωξη του από την αστυνομία ως καταζητούμενο πρόσωπο.[1] Οι δύο νεοσχηματισθέντες ισχυρισμοί είναι άμεσα συνδεδεμένοι μεταξύ τους καθώς τυχόν τεκμηριωμένη αξιοπιστία του ενός επηρεάζει την αξιολόγηση του άλλου.

24.          Όσον αφορά στο δεύτερο διαμορφωθέντα ισχυρισμό, ήτοι τη δίωξη από τον συνταγματάρχη, ο οποίος τον κατηγόρησε για φόνο τον οποίο ο ίδιος διέπραξε, παρατηρείται ότι πράγματι οι δηλώσεις του στερούνται λεπτομέρειας, συνοχής και ως εκ τούτου ευλογοφάνειας. Η χρονική ανακολουθία που εντοπίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση όσον αφορά την αναζήτηση του από τον συνταγματάρχη στο σπίτι της μητέρας του αποτελεί σημαντική αντίφαση, η οποία αποδυναμώνει την αξιοπιστία του Αιτητή. Θα αναμένετο ότι όσον αφορά το συγκεκριμένο συμβάν θα υπήρχε μια σταθερότητα στις δηλώσεις του όσον αφορά στην περιγραφή και το χρόνο που έλαβε χώρα. Ωστόσο, ενώ αρχικά ανέφερε ότι τη νύχτα του φόνου στις 3 π.μ. άτομα μετέβησαν στο σπίτι της μητέρας του και τον έψαχναν, σε μεταγενέστερο στάδιο της συνέντευξης υποστήριξε ότι 4 μέρες μετά το φόνο ο συνταγματάρχης με 2 σωματοφύλακες πήγαν στο σπίτι της μητέρας του και τον έψαχνε προβάλλοντας και ξυλοδαρμό της μητέρας του. Αξιοσημείωτο δε, είναι και το γεγονός ότι το συγκεκριμένο συμβάν αποτελεί ένα μεμονωμένο γεγονός, καθώς ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν ξανασυνέβη άλλο παρόμοιο περιστατικό. Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η μητέρα του εξακολουθεί να διαμένει στην Kinshasa μαζί με το γιο του Αιτητή. Ο Αιτητής δεν παρείχε οποιεσδήποτε ειδικότερες πληροφορίες αναφορικά με τον κατ’ ισχυρισμό διώκτη του, όνομα, θέση από την οποία αντλεί επιρροή κ.ο.κ.. Επιπλέον, δεν είναι σαφές πώς ο θείος του Αιτητή έλαβε γνώση για την απόδοση στον ίδιο ευθυνών από την αστυνομία και πώς ο ίδιος ο θείος του βρέθηκε στο τόπο του κατ΄ισχυρισμό εγκλήματος κατά το χρόνο της δολοφονίας (ερ. 34, 1Χ), δεδομένο μη ευλογοφανές.

25.          Ως προς την αξιολόγηση του τρίτου ουσιώδους ισχυρισμού, ήτοι τη δίωξη του από την αστυνομία ως καταζητούμενο άτομο, δεν προκύπτει καμιά πληροφορία που να καταδεικνύει τον εν λόγω ισχυρισμό πέραν των λεγομένων του Αιτητή. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε απτή και συγκεκριμένη πληροφορία που να ενισχύει τον εν λόγω ισχυρισμό, ενώ οι δηλώσεις του Αιτητή στηρίζονται σε αόριστες και γενικές αναφορές ότι ενημερώθηκε από το θείο του ότι ο συνταγματάρχης τον κατηγόρησε για το φόνο και καταζητείται από την αστυνομία. Δεν παροράται εξάλλου το γεγονός ότι, ενώ ο Αιτητής ανέφερε ότι υπάρχει ένταλμα σύλληψης εναντίον του όταν ερωτήθηκε, δεν προσκόμισε οποιοδήποτε έγγραφο ότι καταζητείται από την αστυνομία. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι η διεθνής προστασία δε δύναται να αποτελέσει προστασία από την άσκηση ποινικής δίωξης κατά ενός προσώπου, καθώς αυτή δεν υπάγεται καταρχήν στο όρο δίωξη με την έννοια του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ανατρέχοντας και στον οδηγό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (2018), αναφέρεται πως η δίωξη πρέπει να διακρίνεται από την ποινική δίωξη ή την ποινή που επιβάλλεται για αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου. Οι φυγόδικοι ή φυγόποινοι δεν είναι κανονικά πρόσφυγες.[2] Τονίζεται εξάλλου, ότι η δίωξη του Αιτητή ως καταζητούμενο άτομο για δολοφονία στηρίζεται σε προφορικές δηλώσεις, οι οποίες μεταφέρονται από τον θείο στον Αιτητή, χωρίς να προσκομίζεται οτιδήποτε προς στήριξη του εν λόγω ισχυρισμού. Αυτό σε συνάρτηση με τα λοιπά ευρήματα που θίγουν την αξιοπιστία του Αιτητή.

26.          Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των υπό εξέταση ισχυρισμών, το Δικαστήριο προέβη σε έρευνα όσον αφορά την εταιρεία του κατ’ ισχυρισμό δολοφονηθέντος επιχειρηματία, ωστόσο δεν προέκυψε οποιοδήποτε αποτέλεσμα. Όσον αφορά στα υπόλοιπα γεγονότα τα οποία αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία του αιτήματος του Αιτητή,  λόγω της υποκειμενικής τους φύσης δεν δύναται να διεξαχθεί έρευνα η οποία θα μπορούσε να δράσει ενισχυτικά ή όχι των δηλώσεων του Αιτητή. Ως εκ τούτου, ενόψει και της μη τεκμηριωθείσας εσωτερικής αξιοπιστίας αυτών, οι ισχυρισμοί δύο και τρία δεν γίνονται αποδεκτοί.

27.          Προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής του στη χώρα καταγωγής του για έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Πράγματι βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης ή πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης δεν προκύπτει από τη θρησκεία του Αιτητή, ήτοι χριστιανός, καθώς σύμφωνα με έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για τη Θρησκευτική Ελευθερία στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό για το 2022, 55% του πληθυσμού είναι καθολικοί, 32% προτεστάντες, και 2% μουσουλμάνοι.[3] Ούτε, επίσης, προκύπτει τέτοιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος λόγω της εθνοτικής καταγωγής του Αιτητή, καθώς δεν εντοπίστηκαν οποιεσδήποτε πληροφορίες που να παραπέμπουν σε εμπλοκή της εθνοτικής φυλής του Αιτητή, ήτοι Luba, σε εσωτερικές διενέξεις, ή διακρίσεις εναντίον ατόμων που ανήκουν στην εν λόγω φυλή. Σημειώνεται, ότι ούτε ο Αιτητής πρόβαλε οποιοδήποτε υποκειμενικό φόβο προς αυτή την κατεύθυνση.

28.          Υπό το φως των ανωτέρω, καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό του για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

29.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν επικαλείται αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

30.          Στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν καταδεικνύει ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], πιο συγκεκριμένα ότι δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής του (βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)).

31.          Ούτε εξάλλου, προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πόλη Kinshasa, λόγω της ύπαρξης διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης, όπου, ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].

32.          Ιδίως ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (Βλ.  απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C-285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (Βλ. C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

33.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

34.          Επιπλέον, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

35.          Σύμφωνα με έρευνα που διενεργήθηκε από το παρόν Δικαστήριο, και συγκεκριμένα ως προς την κατάσταση ασφαλείας, και εν προκειμένω, ως προς τον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο Αιτητής λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πρόσφατες και έγκυρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην πόλη Kinshasa, τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, εκ των οποίων προέκυψε ότι, η έκθεση του 2021 του portal RULAC σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, αναφέρει: «Η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (ΛΔΚ) εμπλέκεται σε πολλές μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (NIAC) εντός των εδαφών της εναντίον αριθμού ενόπλων ομάδων στις περιοχές  Ituri, Kasai και Kivu, ενώ δεν αναφέρεται η δραστηριοποίηση ενεργών, μη κρατικών, ένοπλων ομάδων στην Kinshasa».[4] Επιπρόσθετα, Έκθεση (2022) της Διεθνούς Αμνηστίας για τη ΛΔΚ αναφέρει ότι ένοπλες συγκρούσεις στη ΛΔΚ εντοπίζονται στις περιοχές  Nord-Kivu, Sud-Kivu, Ituri, Tanganyika, Kasaï-Oriental, Kasaï Central, Kasaï and Mai-Ndombe χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στην Kinshasa.[5] Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει ότι στην Kinshasa δεν επικρατούν συνθήκες εσωτερικής σύρραξης καθώς η κατάσταση ασφαλείας χαρακτηρίζεται ως σταθερή.

36.          Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), τη χρονική περίοδο 12.4.2023 – 12.4.2024 καταγράφηκαν στην πόλη Kinshasa 104 περιστατικά ασφαλείας στα οποία χάθηκαν 70 ανθρώπινες ζωές. Τα 104 περιστατικά έχουν κατηγοριοποιηθεί ως ακολούθως: 26 ταραχές (riots) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 1 ανθρώπινη απώλεια, 48 διαμαρτυρίες (protests), 22 περιστατικά βίας κατά πολιτών (violence against civilians) τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα 49 ανθρώπινες απώλειες, και 8 μάχες (battles) οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα 20 ανθρώπινες απώλειες.[6] Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της πόλης Kinshasa ανέρχεται σήμερα (2024) σε περίπου 17.032.000 κατοίκους[7], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (70 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

37.          Όλως επικουρικώς και παρά το ότι η κατάσταση ασφαλείας στο τόπο συνηθους διαμονής του Αιτητή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αδιάκριτη βία που να θέτει σε κίνδυνο τον Αιτητή με μόνη της παρουσία του, σημειώνεται το προφίλ του Αιτητή ως νέου άρρενος, απόφοιτου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, με εργασιακή πείρα, και οικογενειακό και κοινωνικό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής χωρίς να φέρει οποιοδήποτε χαρακτηριστικό ευαλωτότητας η άλλο χαρακτηριστικό επίτασης τυχόν κινδύνου. Παρατηρείται συναφώς ότι η μητέρα  και το παιδί του Αιτητή εξακολουθεί να διαμένει στη ΛΔΚ, χωρίς ο Αιτητής να αναφέρει οποιοδήποτε άλλο περιστατικό ή παρενόχληση της ίδιας, ενώ ταυτόχρονα δήλωσε ότι διατηρεί συχνή επικοινωνία μαζί τους.

38.          Συνεπώς, δεν τεκμηριώνεται ούτε η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν στοιχειοθετεί, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειας του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

39.          Ενόψει της πιο πάνω ανάλυσης και διαπίστωσης, η εξέταση των  ισχυρισμών του Αιτητή περί μη δέουσας έρευνας καθίσταται αλυσιτελής, ιδίως δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και της έκτασης του ελέγχου που ασκεί στην επίδικη πράξη

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με € 1000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 Κ. Κ. Κλεάνθους,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.    

 

          



[1] Ως προς το σχηματισμό των ουσιώδων ισχυρισμών βλ. σχετικά EASO, 'Practical GuideEvidence Assessment' (2015), 2 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/public/EASO-Practical-Guide_-Evidence-Assessment.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 05/1/2024)

[2] EASO, Δικαστική Ανάλυση/Προϋποθέσεις Χορήγησης Διεθνούς Προστασίας (Οδηγία 2011/95/ΕΕ), 2018, σελ. 44, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/qip-ja_el.pdf 

[3] U.S. Department of State, 2022 Report on International Religious Freedom: Sierra Leone, «According to the 2012 census, the most recent, 55 percent of the native-born population are Catholic, 32 percent Protestant (of whom approximately 33 percent belong to evangelical Christian churches), and 2 percent Muslim.»,  https://www.state.gov/reports/2022-report-on-international-religious-freedom/democratic-republic-of-the-congo/ , [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.4.2024]

[4] RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο σε https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th, [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.4.2024]

[5] Amnesty International, DEMOCRATIC REPUBLIC OF THE CONGO 2022, n.d. διαθέσιμο σε https://www.amnesty.org/en/location/africa/east-africa-the-horn-and-great-lakes/democratic-republic-of-the-congo/report-democratic-republic-of-the-congo/,  [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.4.2024]

[6] ACLED - DISAGGREGATED DATA COLLECTION - ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. πλατφόρμα Dashboard, με χρήση των ακόλουθων στοιχείων ανάλυσης: ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: 12.4.2023 – 12.4.2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions/Remote violence / Riots / Protests, και ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle Africa – Democratic Republic of Congo – Kinshasa) [Ημερομηνία Πρόσβασης: 18.4.2024]

[7] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [Ημερομηνία Πρόσβασης: 12.4.2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο