ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                                   Υπόθεση αρ. Τ2007/23

 

12 Απριλίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Τ. Α. U.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Α. Λαζάρου, Δικηγόρος για αιτητή

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής, αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.27/06/23, η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, και δια της οποίας απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στο Υπόμνημα που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, ο αιτητής κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 20/10/18 και υπέβαλε 1η αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 06/11/18 (ερ.1-3, 77).

Στις 12/03/21 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός του για διεθνή προστασία όπου δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.62-77). Μετά το πέρας της συνέντευξης, ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση, στις 26/07/21, απορρίφθηκε η αίτηση για διεθνή προστασία (ερ.102-114). Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του επιδόθηκε διά χειρός στις 30/08/21 στη μητρική του γλώσσα (ερ.118-119).

Κατά της ως άνω απόφασης της Υπηρεσίας ο αιτητής καταχώρησε στο Δικαστήριο την προσφυγή αρ.6342/21, η οποία απορρίφθηκε κατόπιν απόφασης του Δικαστηρίου στις 16/12/22 (ερ.130-151).

Στις 27/06/23 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία και απορρίφθηκε αυθημερόν ως απαράδεκτη στη βάση του αρ.16 (Δ) του περί Προσφύγων Νόμου (ερ.155-158, 164-168). Ακολούθως ετοιμάστηκε επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας, η οποία του δόθηκε δια χειρός την ίδια μέρα (ερ.169).

Επί της 1ης αιτήσεως ασύλου ο αιτητής αναφέρει ότι είναι μέλος των μαχητών της περιοχής Biafra, αγωνιζόμενος για την απελευθέρωση της. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε πως στις 14/10/18, μαζί με άλλους μαχητές, είχαν μεταβεί σε εκκλησία για να προσευχηθούν για βοήθεια και στην επιστροφή τους επιτέθηκαν κυβερνητικές δυνάμεις, οι οποίες σκότωσαν αρκετούς αγωνιστές μεταξύ αυτών και την αδερφή του. Τέλος, καταφθάνοντας στην οικία του διαπίστωσε ότι σκότωσαν και τον πατέρα του, ενώ επιπλέον άφησαν γράμμα στην μητέρα του ότι αν τον βρουν θα τον σκοτώσουν. 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης από την Υπηρεσία στα πλαίσια της 1ης αιτήσεως ο αιτητής ανέφερε ότι προέρχεται από την πόλη Port Harcourt της πολιτείας Rivers, που ήταν και ο τόπος διαμονής του. Ανήκει στην φυλή Igbo, της οποίας ομιλεί και την ομώνυμη γλώσσα, είναι χριστιανός καθολικός, έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής και ξεκίνησε σπουδές πανεπιστημίου, τις οποίες αναγκάστηκε να διακόψει. Εργάστηκε για δύο χρόνια  σε εταιρία ως  εκπαιδευόμενος, είναι άγαμος και άτεκνος, ο πατέρας και ο αδελφός του ισχυρίζεται πως δολοφονήθηκαν ενώ η μητέρα του είναι ο μοναδικός εν ζωή συγγενής που διαθέτει και είναι στην πολιτεία Imo.

Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής ο αιτητής ισχυρίστηκε διώκεται από την Κυβέρνηση της χώρας του λόγω της συμμέτοχής του στους μαχητές της ομάδας «ΙPOB», της οποίας τυγχάνει και ηγετικό μέλος. Ως μέλος της ομάδας αυτής από το 2017 αγωνίζεται για την απελευθέρωση της περιοχής «Biafra» και την απόσχιση της από την υπόλοιπη χώρα, διότι οι κάτοικοι της υφίστανται διακρίσεις και περιθωριοποιούνται από τη κυβέρνηση. Προς τον σκοπό αυτόν συμμετείχε σε πορείες διαμαρτυρίας και φρόντιζε για την παροχή ασφάλειας στους κατοίκους της. Συγκεκριμένα, συμμετείχε σε δύο διαμαρτυρίες, μια στις 20/11/17 που έλαβε χώρα στο Port Harcourt και μια στις 04/10/18 στην πόλη Owerri της πολιτείας Imo.

Η 1η ισχυρίστηκε ότι κατεστάλη από την αστυνομία και τον στρατό, οι οποίοι άνοιξαν πυρά και προκάλεσαν τον θάνατο διαδηλωτών. Μετά την πορεία ισχυρίστηκε ότι οι δυνάμεις ασφαλείας τον αναζήτησαν στην οικία του στο Port Harcourt αλλά χωρίς αποτέλεσμα καθότι δεν βρισκόταν εκεί. Εν συνεχεία, αναφορικά με την 2η πορεία δήλωσε πως αυτή, σε αντίθεση με την 1η, ήταν ειρηνική και δεν ενεπλάκη ο στρατός όμως ο αιτητής δέχτηκε τηλεφώνημα από την μητέρα του να επειγόντως στην οικία της, όπου και διαπίστωσε ότι οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν σκοτώσει τον πατέρα και τον αδερφό του και απείλησαν να κάνουν το ίδιο και σε αυτόν

Κατόπιν των ως άνω, παρότι ο αιτητής ισχυρίζεται ότι κατήγγειλε το περιστατικό στην αστυνομία, η υπόθεση του δεν διερευνήθηκε και εντέλει ο φάκελος έκλεισε. Τέλος, προέβαλε επίσης ότι τα μέλη «IPOB» έχουν χαρακτηριστεί ως «τρομοκράτες» από τη κυβέρνηση και για τον λόγο αυτό εικάζει πως δεν θα του επιτραπεί η είσοδος στην χώρα σε περίπτωση επιστροφής του σε αυτήν. Επίσης, εξέφρασε και την ανησυχία ότι δεν έχει νέα από την μητέρα του και φοβάται πως εξακολουθεί να καταζητείται από τις κρατικές δυνάμεις.

Οι καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν 3 ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο 1ος αφορά τη ταυτότητα, προφίλ και χώρα προέλευσης του, ο 2ος την Ιδιότητα του ως ηγετικού μέλους της ομάδας «IPOB» στην περιοχή του Port Harcourt και ο 3ος δολοφονία του πατέρα και του αδερφού του αιτητή λόγω της συμμετοχής του τελευταίου στην ομάδα των IPOB.

Ο 1ος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός από τον λειτουργό καθότι κρίθηκε αξιόπιστος τόσο από πλευράς εσωτερικής όσο και εξωτερική αξιοπιστίας, ο δε 2ος και 3ος απορρίφθηκαν.

Κοινή συνισταμένη του 2ου και 3ου ισχυρισμού ήταν η συμμετοχή του στο κίνημα ΙΡΟΒ, η οποία απορρίφθηκε, μεταξύ άλλων για το λόγο ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αναφέρει με πληρότητα πότε ακριβώς ιδρύθηκε η οργάνωση, δεν έδωσε συνεκτική απάντηση σχετικά με την ύπαρξη και τη δράση άλλων αντίστοιχων ομάδων υπέρ της Biafra. Ομοίως, ασαφείς και ανεπαρκείς κρίθηκαν και οι απαντήσεις του αναφορικά τα καθήκοντά του στην οργάνωση, ενώ σε ερώτηση πώς έγινε επικεφαλής με δύο μόνο χρόνια συμμετοχής στην οργάνωση, απέτυχε να παράσχει τεκμηριωμένη και ευλογοφανή απάντηση. Τέλος, κρίθηκε ότι ο φόβος του ότι καταζητείται ακόμη είναι υποθετικός και δεν συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη πληροφορία.

Όσον αφορά τον 3ο ισχυρισμό αναφορικά με το φόνο του πατέρα του και του αδελφού του κρίθηκε πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς λεπτομέρειες για τις περιστάσεις των φόνων αυτών και δεν παρείχε πληροφορίες σχετικά με το πώς και γιατί εκτιμά ότι αναζητείται από τις αρχές ενώ κατάφερε να φύγει νομίμως από την χώρα.

Εν συνεχεία, επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού 1ου ισχυρισμού του αιτητή, έγινε αξιολόγηση μελλοντικού κινδύνου λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο προηγούμενης διαμονής του, την πολιτεία Rivers, και οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας όπως αυτός να εκτεθεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη.

Για τους πιο πάνω λόγους η 1η αίτηση απορρίφθηκε.

Στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης του που οδήγησε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση ο αιτητής καταγράφει πως ζει με το 2 μηνών τέκνο του, γεννημένο εκτός γάμου και εξ’ αυτού του λόγου αδυνατεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του διότι, ως μέλος της Biafra, η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο.

Συνέπεια των ανωτέρω, οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση, διά τον λόγο ότι, ως καταγράφουν στην επίδικη έκθεση, κρίθηκε πως τα όσα ο αιτητής καταγράφει επί της επίδικης αιτήσεως περί συμμετοχής του στο κίνημα για τη Biafra δεν αποτελούν νέα στοιχεία και ο ισχυρισμός του περί του τέκνου του που γεννήθηκε στη Δημοκρατία δεν συνδέεται με τις εκ του Νόμου προϋποθέσεις για χορήγηση διεθνούς προστασίας και συνεπώς ουδόλως αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης τέτοιας προστασίας.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

Η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε από τον αιτητή προσωπικά, ο οποίος στη συνέχεια διόρισε δικηγόρο. Ακολούθως, κατόπιν σχετικής αιτήσεως και διατάγματος Δικαστηρίου καταχωρήθηκε τροποποιημένη προσφυγή, επί της οποίας καταγράφονται αρκετά νομικά σημεία, χωρίς να εξειδικεύονται και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα εν προκειμένω ζητήματα.

Κατά την ακρόαση της προσφυγής, η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή, αγορεύοντας προφορικά, σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, εισηγήθηκε ότι, δεδομένου ότι στην επίδικη αίτηση γίνεται αναφορά σε ανήλικο τέκνο του αιτητή, γεννηθέν στη Δημοκρατία, με μητέρα υπήκοο Λιβύης, θα έπρεπε να κληθεί ο αιτητής σε συνέντευξη σχετικά με τους λόγους που φοβάται να το αφήσει.

Σημειώνεται ότι, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης, αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[…] υποβλήθηκαν από τον/την αιτητή/τρια νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του […]» [αρ.16Δ (3) (α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, προχωρά σε εξέταση του κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον/στην αιτητή/τρια διεθνούς προστασίας […]» [αρ.16Δ (3) (β) (i)] και του κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο/η αιτητής/τρια, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία» [αρ.16Δ (3) (β) (i)], [βλ. και αρ.40 (2),(3) και (4) Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Από τα ενώπιον μου στοιχειά, ως ανωτέρω αναφέρονται, θα συμφωνήσω με την επί της επίδικης μεταγενέστερης αιτήσεως κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, ως στα ερ.165-166 καταγράφεται. Τούτο για τους λόγους που θα εξηγήσω κατωτέρω.

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να σημειωθεί ότι η απόρριψη μεταγενέστερης αιτήσεως ως απαράδεκτης για τον λόγο ότι τα ενώπιον της εξετάζουσας αρχής στοιχεία ή πορίσματα δεν  αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας, αν και ανήκει σε διακριτό στάδιο της διαδικασίας εξέτασης της, παραμένει παράγοντας που εξετάζεται στα πλαίσια της προκαταρτικής εξέτασης αυτής.

Σχετικά, στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής ΔΕΕ) αρ.C-921/19, LH, ημ.10/06/21 λέχθηκαν τα εξής:

«34     Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

35      Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

36      Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ' αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

37      Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

38      Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.»

Εδώ λοιπόν, κατά την προκαταρτική εξέταση της επίδικης αίτησης, ορθώς οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν ότι τα όσα αναφέρει περί γέννησης του τέκνου του στη Δημοκρατία ο αιτητής αποτελούν όντως νέα στοιχεία. Το γεγονός όμως της γέννησης τέκνου του αιτητή στη Δημοκρατία, ως και πάλι ορθώς αναφέρουν οι καθ’ ων η αίτηση, δεν μπορεί άνευ ετέρου να αποτελέσει βάση για παροχή διεθνούς προστασίας και συνεπώς ουδόλως αυξάνει, πόσο μάλλον κατά πολύ τις πιθανότητες χορήγησης τέτοιας προστασίας. Ενόψει της κατάληξης τους αυτής ουδεμία ανάγκη για περαιτέρω έρευνα ή κλήση του αιτητή σε συνέντευξη υπήρχε εν προκειμένω.

Επί των ως άνω θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής.

Η γέννηση ενός τέκνου αιτητή στη Δημοκρατία είναι βεβαίως γεγονός που επιβάλλει την εξέταση του βέλτιστου συμφέροντος του τέκνου αυτού και πως αυτό επηρεάζεται υπό τις περιστάσεις εκάστης περίπτωσης. Ως λέχθηκε στην απόφαση του ΔΕΕ στη C-112/20, M. A., ECLI:EU:C:2021:197, ημ.11/03/21, « […] τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού πριν εκδώσουν απόφαση περί επιστροφής, συνοδευόμενη από απαγόρευση εισόδου, ακόμη και όταν ο αποδέκτης της αποφάσεως αυτής δεν είναι ένας ανήλικος, αλλά ο πατέρας του ανηλίκου αυτού. ». Η προσέγγιση αυτή επιβεβαιώθηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ στη C‑484/22, G. S., ECLI:EU:C:2023:122, ημ.15/02/23. Αμφότερες οι ως άνω αποφάσεις του ΔΕΕ αναφέρονται στην εξέταση του βέλτιστου συμφέροντος του ανηλίκου κατά την έκδοση απόφασης επιστροφής, είτε κατά του ιδίου του ανήλικου είτε κατά ενός ή και των δύο γονέων αυτού.

Εν προκειμένω όμως δεν μπορεί να γίνει λόγος για απόφαση επιστροφής καθώς αυτή, ως ρητώς αναφέρεται στο ερ.164, έχει ήδη εκδοθεί προ πολλού (26/07/21), κατά την απόρριψη της 1ης αιτήσεως διεθνούς προστασίας του αιτητή (βλ. ερ.115). Συνεπώς στα πλαίσια της επίδικης αίτησης ουδεμία εξέταση έγινε περί των προϋποθέσεων έκδοσης απόφασης επιστροφής αφού δεν υπήρχε ανάγκη έκδοσης νέας απόφασης επιστροφής, δεδομένου ότι η προηγούμενη απόφαση επιστροφής βρισκόταν σε ισχύ και ουδέποτε ανακλήθηκε ή ακυρώθηκε ή έπαυσε να ισχύει για οιονδήποτε λόγο.

Σχετικά με τα ως άνω, στην Έφεση κατά απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.8/22, Madber v. Δημοκρατίας, ημ.17/11/22, κρίθηκε ως απολύτως ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι «οι μεταγενέστερες αιτήσεις ασύλου, […] αφορούν σε περαιτέρω διαβήματα προσώπου που είχε υποβάλει αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία είχε απορριφθεί, χωρίς η αίτηση αυτή να συνιστά νέα αίτηση, γι' αυτό είναι δυνατή η τυχόν απόρριψη αυτής στη βάση της αρχής του δεδικασμένου.  Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας.  Ξεκινά, δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη.».

Υπό το φως όσων ανωτέρω εξηγώ τα όσα προβάλλονται από την ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή δεν μπορούν να εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσης, ελλείψει εκτελεστής απόφασης επιστροφής στα πλαίσια της προσβαλλόμενης απόφασης και δεν αφορούν το πλαίσιο διεθνούς προστασίας.

Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022 και 166/2023, που εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και ο αιτητής στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκόμισε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Για τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €700 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο