ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ. Τ2188/23

 

30 Απριλίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

K.T.

 

Αιτήτριας

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

…………………….

 

Μιχάλης Μαυρονικόλας και Παναγιώτης Μπενέτης για ΑΛ ΤΑΧΕΡ, ΜΠΕΝΕΤΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για την αιτήτρια

 

Καμία εμφάνιση, για τους καθ’ ων η αίτηση

[Παρών ο κύριος Ραφαήλ Ευαγγέλου για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα και η κυρία Nova για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Hindi και αντίστροφα]

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 31/05/2023, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμη, δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν, 6 (Ι)/2000. 

 

Με το αιτητικό Α της αίτησης ακυρώσεως η αιτήτρια ζητά όπως η προσβαλλόμενη απόφαση κριθεί από το Δικαστήριο άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.  Με το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεως ζητά την έκδοση νεας εκτελεστwς απόφασης επί της ουσίας του αιτήματός της, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα, το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά την αιτήτρια και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019.  Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως η αιτήτρια είναι υπήκοος της Ινδίας και αφίχθηκε νόμιμα, με άδεια εργασίας στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές στις 16/04/2018.  Στις 18/05/2023, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία και την ίδια ημέρα παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.

 

Στις 31/05/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας στην Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός της και στη συνέχεια, αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με την συνέντευξη της αιτήτριας.  Η εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδια λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 31/05/2023. Ακολούθως, στις 10/07/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την Εισηγητική Έκθεση με την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα της αιτήτριας, η οποία της κοινοποιήθηκε στις 10/07/2023.  Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Κατά την ακρόαση της παρούσας υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της αιτήτριας προέβαλαν ότι ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην έκθεσή του δεν κατέγραψε ως ισχυρισμό τα όσα δήλωσε η αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της σε σχέση με την βία που δεχόταν από το σύζυγό της.  Επιπρόσθετα, οι συνήγοροι της αιτήτριας ισχυρίζονται πως γίνεται περιγραφή του ισχυρισμού της αλλά δεν υπέβαλαν συγκεκριμένες ερωτήσεις στην αιτήτρια επί τούτου.  Συγκεκριμένα, αναφέρουν πως η αιτήτρια δεν ρωτήθηκε εάν είχε καταγγείλει το σύζυγό της στις αρχές της χώρας της σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό βία που υπέστη από αυτόν και επέλεξε να προχωρήσει την αξιολόγηση του αιτήματός της, κρίνοντας την αιτήτρια ως οικονομικό μετανάστη χωρίς να εξετάσει τον προαναφερόμενο ισχυρισμό.

 

Οι συνήγοροι της αιτήτριας, εισηγούνται πως θα πρέπει να γίνει επανεξέταση του αιτήματος της από την Υπηρεσία Ασύλου προκειμένου να εξεταστούν εκ νέου όλοι οι ισχυρισμοί της. Επιπρόσθετα, αναφέρουν πως είναι ελλιπής η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.  Οι συνήγοροι της αιτήτριας υποστήριξαν πως η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από ουσιώδη πλημμέλεια στη σχετική Έκθεση/Εισήγηση, εφόσον δεν εξέτασαν τον δεύτερο ισχυρισμό στον οποίο η αιτήτρια στηρίζει το αίτημά της, δηλαδή τη βία που υπέστη από το σύζυγό της.

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση και σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(ε) των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχουν τροποποιηθεί, δεν απαιτείται η παρουσία των καθ’ ων η αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω, είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε εντός των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Διοικητικού Δικαστηρίου και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.  Οι ισχυρισμοί των συνηγόρων της που προωθήθηκαν κατά την ακρόαση της υπόθεσης θα εξεταστούν από κοινού ενόψει της συνάφειάς τους.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, η αιτήτρια στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου, δήλωσε πως είναι θύμα ενδοοικογενειακής βίας και ότι η ζωή της κινδυνεύει από τον σύζυγό της ο οποίος επιθυμεί να την σκοτώσει.  Εξαιτίας αυτού αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της. Ανέφερε επιπλέον, πως δέχθηκε επίθεση, χτυπήθηκε και τα σημάδια υπάρχουν ακόμη στο σώμα της. Περιγράφοντας τις επιθέσεις που δέχθηκε, η αιτήτρια κατέγραψε πως ο ξυλοδαρμός της ήταν τόσο έντονος που έπρεπε να της αφαιρέσουν τα δόντια της, ενώ δεχόταν επίσης χτυπήματα στην μήτρα καθώς και κακοποίηση μπροστά στα παιδιά της, επί καθημερινής βάσης.

 

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει. Επιπλέον, κατέγραψε πως ήρθε στην Κύπρο το 2018 ως οικιακή βοηθός και όταν επέστρεψε στην χώρα της το 2022 για να δει τα παιδιά της, υπήρξε ακόμη μία αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας της από το σύζυγό της και εξαιτίας αυτού επέστρεψε στην Κύπρο. Καταλήγοντας, δήλωσε πως παντρεύτηκε όταν ήταν ανήλικη και αναγκάστηκε να έρθει στην Κύπρο για να σώσει τη ζωή της.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, επεξηγήθηκε στην αιτήτρια η όλη διαδικασία εξέτασης της αίτησής της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, ως επίσης ότι η χώρα καταγωγής της έχει καθοριστεί ως ‘ασφαλής χώρα ιθαγένειας’ με βάση το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών, Κ.Δ.Π. 202/2022, που ίσχυε την συγκεκριμένη χρονική στιγμή εξέτασης του αιτήματός της.  Ως εκ τούτου, ενημερώθηκε πως η αίτησή της θα εξεταζόταν σύμφωνα με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται από τον Νόμο (άρθρα 12Δ και 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000). Η αιτήτρια ρωτήθηκε εάν επιθυμεί να σχολιάσει οτιδήποτε σε σχέση με τη διαδικασία ή το γεγονός ότι η χώρα της έχει καθοριστεί ως ‘ασφαλής χώρα ιθαγένειας’ με βάση το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών και απάντησε αρνητικά.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, η αιτήτρια δήλωσε πως ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα της και όσον αφορά τα μέλη της οικογένειας της, δήλωσε πως τα τρία παιδιά της (δύο ανήλικα και ένα ενήλικο) διαμένουν με την μητέρα της στο Rasulpur (Haryana district).  Όπως ανέφερε, ο πατέρας της απεβίωσε και τα τέσσερα αδέλφια της ζουν με τις οικογένειες τους σε διάφορα χωριά της ίδιας επαρχίας, κοντά στο χωριό της. Επιπλέον, ανέφερε ότι έχει επικοινωνία με την οικογένεια της, ενώ δήλωσε ότι ο σύζυγος της τους είχε εγκαταλείψει πριν από 4 με 5 χρόνια και η ίδια δεν έχει επαφή μαζί του και ουδέποτε τον συνάντησε από τότε.

 

Αναφορικά με την απασχόλησή της στη χώρα της, η αιτήτρια δήλωσε ότι εργαζόταν ως καθαρίστρια σε ιδιωτικό σχολείο, για περίπου 4 με 5 χρόνια, ενώ διέκοψε την εργασία αυτή όταν εγκατέλειψε τη χώρα της. Δήλωσε επίσης ότι κατάγεται από το Rasulpur (Haryana district), ενώ όταν παντρεύτηκε το 2002 μετοίκησε σε ένα άλλο χωριό της ίδιας επαρχίας, όμως το 2013 επέστρεψε στο χωριό της, αλλά έπειτα και κατόπιν παρότρυνσης από την οικογένεια της, επέστρεψε στο χωριό του συζύγου της, και εν τέλει το 2015 επέστρεψε στο σπίτι της μητέρας της, όπου και παρέμεινε μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα της το 2018. Ανέφερε επίσης ότι το 2022 μετέβηκε από την Κύπρο στη χώρα της για να επισκεφθεί τα παιδιά της και αφού παρέμεινε εκεί για ένα μήνα, έπειτα επέστρεψε στην Κύπρο. Ερωτηθείσα κατά πόσο αντιμετώπισε οποιαδήποτε ζητήματα στο αεροδρόμιο κατά την έξοδό της από τη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια απάντησε αρνητικά.

 

Κληθείσα στη συνέχεια να αναφέρει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει, η αιτήτρια δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα της για να εργαστεί και να στηρίξει οικονομικά τα παιδιά της.  Σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, η αιτήτρια δήλωσε πως θα αντιμετωπίσει οικονομικές δυσκολίες και έτσι ανέφερε πως επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο ώστε να εργαστεί και να μαζέψει χρήματα.  Η αιτήτρια δήλωσε πως ουδέποτε έχει συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα καταγωγής της για οποιοδήποτε λόγο και ανέφερε πως οι αρχές της χώρας της θα της επέτρεπαν την επιστροφή της.

 

Ακολούθως, η αιτήτρια ανέφερε πως από το 2015 ζούσε με την μητέρα της και τα παιδιά της και τα τελευταία 4 με 5 χρόνια δεν είχε επαφή με τον σύζυγό της. Όπως δήλωσε, όταν το 2022 επισκέφθηκε την οικογένεια της στην χώρα της, το έμαθε ο σύζυγός της και την επισκέφθηκε στο σπίτι της μητέρας της, όπου αρχικά ήταν καλός, αλλά μετά από ένα διαπληκτισμό τους όπως ισχυρίστηκε, την χαστούκισε. Έπειτα, η μητέρα της τον έδιωξε από το σπίτι και δύο ημέρες μετά, ο σύζυγός της την επισκέφτηκε εκ νέου και την απείλησε ότι θα την χτυπούσε. Ερωτηθείσα αναφορικά με το τι έκανε ώστε να προστατεύσει τον εαυτό της από τον σύζυγό της, η αιτήτρια ανέφερε πως απευθύνθηκε στον ηγέτη του χωριού της και του ανέφερε τα όσα έγιναν.

 

Δήλωσε επίσης, πως τα αδέρφια της είναι παντρεμένα και δεν επιθυμούσαν να εμπλακούν σε αυτό το περιστατικό, και έτσι η ίδια δεν αποτάθηκε στην αστυνομία.  Ο υιός της θα γινόταν 18 ετών την επόμενη χρονιά και με την ενηλικίωσή του θα γίνει ο άντρας του σπιτιού και τότε δήλωσε πως προτίθεται να επιστρέψει στη χώρα της. Κληθείσα να σχολιάσει το γεγονός ότι ενώ ο σύζυγός της επιθυμούσε να την σκοτώσει ως η ίδια ισχυρίστηκε, φαίνεται να μην την ενόχλησε κατά την περίοδο μεταξύ του 2015 και του 2018, όπου εγκατέλειψε τη χώρα της και παρέμεινε μακριά της, ενώ γνώριζε που θα την εντοπίσει και εν τέλει αποφάσισε να της επιτεθεί το 2022, αφότου πέρασαν αρκετά χρόνια, η αιτήτρια ανέφερε πως δεν γνωρίζει το λόγο για τον οποίο την ενόχλησε μόνο το έτος 2022.

 

Αξιολογώντας το αίτημα διεθνούς προστασίας της αιτήτριας, οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος, ως προς την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής, τα προσωπικά στοιχεία και το προφίλ της αιτήτριας, έγινε αποδεκτός. Ως δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός εξετάστηκε το ότι η αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για οικονομικούς λόγους. Στο σημείο αυτό, παρατηρείται πως στα πλαίσια εξέτασης του προαναφερόμενου ισχυρισμού, η αρμόδια λειτουργός προέβη επίσης σε εξέταση του ισχυρισμού της αιτήτριας, αναφορικά με τον φόβο δίωξης της περί του ότι κινδυνεύει από τον σύζυγό της στη χώρα καταγωγής της.

 

Ειδικότερα, η αρμόδια λειτουργός, εξετάζοντας τα όσα η αιτήτρια δήλωσε στην αρχική της αίτηση και τα όσα ανέφερε κατά τη συνέντευξή της, σημείωσε πως η αιτήτρια διευκρίνισε πως ο σύζυγός της ασκούσε βία εναντίον της αλλά δεν έχουν καμία επαφή και ούτε συναντήθηκαν εδώ και 4 με 5 χρόνια. Επίσης, επεσήμανε επιπλέον πως σε σχετικές ερωτήσεις που της τέθηκαν κατέστη ξεκάθαρο ότι τα όσα ισχυρίστηκε στερούνταν ευλογοφάνειας και επιπρόσθετα σημειώθηκαν αντιφάσεις κατά τα λεγόμενά της.

 

Περαιτέρω, η αρμόδια λειτουργός κατέγραψε πως δεδομένου του γεγονότος ότι αρχικά η αιτήτρια παραδέχτηκε ότι δεν είχε καμία επαφή με τον σύζυγό της εδώ και 4-5 έτη και δεδομένων των αντιφάσεων και ασυνεπειών, κρίθηκε ότι δεν συντρέχει λόγος για περαιτέρω διερεύνηση του εν λόγω ισχυρισμού της. Καταλήγοντας, η αρμόδια λειτουργός σημείωσε πως από τα όσα ανέφερε κατά τη διάρκεια της συνέντευξή της η αιτήτρια, διαφαίνεται πως πρόκειται για οικονομικό μετανάστη και κατά συνέπεια έγινε αποδεκτός και ο εν λόγω δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός.

 

Ακολούθως, η αρμόδια λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου και λαμβάνοντας υπόψη τα αποδεκτά ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από το αίτημα της αιτήτριας, την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία με βάση το προφίλ της αιτήτριας, καθώς και το ότι η αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για οικονομικούς λόγους, διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής της αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Σχετικά με τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής της αιτήτριας, το Rasulpur στην επαρχία Haryana, η αρμόδια λειτουργός διεξήγαγε έρευνα κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι πληροφορίες καταδεικνύουν ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Κατά τη νομική ανάλυση για το προσφυγικό καθεστώς, ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε πως από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς της αιτήτριας διαφαίνεται ότι στο πρόσωπό της δεν συντρέχουν εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που θα μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν βάσιμο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται εξαντλητικά στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Επισημαίνοντας επίσης πως στην περίπτωση της αιτήτριας εφαρμόζονται οι παράγραφοι 62-64 του Εγχειριδίου της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, εφόσον πρόκειται για οικονομικό μετανάστη, η αρμόδια λειτουργός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν πληροί τις προϋποθέσεις για υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα.

 

Επιπρόσθετα, λαμβάνοντας υπόψη το προφίλ της αιτήτριας, τα αποδεκτά πραγματικά περιστατικά και ισχυρισμούς και την αξιολόγηση κινδύνου, κρίθηκε ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 επειδή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2), εδάφια (α), (β), (γ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Τέλος, διαπιστώθηκε πως η αιτήτρια δεν ανέτρεψε το τεκμήριο του χαρακτηρισμού της χώρας καταγωγής της ως ασφαλούς στη συγκεκριμένη περίπτωση της και η αίτησή της απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τον Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο πού βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).

 

Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).

 

Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Στην επιστολή που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια (ερυθρό 35 του διοικητικού φακέλου), αναφέρεται ξεκάθαρα ότι η αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης βρίσκεται στην Εισηγητική Έκθεση που συμπεριλήφθηκε στην εν λόγω απορριπτική επιστολή. Ειδικότερα, ως διακρίνεται από την εν λόγω Εισηγητική Έκθεση, οι καθ’ ων η αίτηση εξέτασαν όλους τους ισχυρισμούς που προέβαλε η αιτήτρια και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως τα στοιχεία που προσκόμισε η αιτήτρια δεν ανατρέπουν το τεκμήριο του χαρακτηρισμού της χώρας καταγωγής της ως ‘ασφαλούς χώρας ιθαγένειας’ στην περίπτωση της και ως εκ τούτου, η αίτησή της απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Ως εκ τούτου, κρίνω πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11, εδάφια (2) και (3), του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου θα πρέπει να επισημανθεί πως η αιτήτρια είχε τη δυνατότητα να παρουσιάσει και να ενισχύσει τους ισχυρισμούς της μέσω του κατάλληλου δικονομικού διαβήματος και να αναφέρει οτιδήποτε επιθυμούσε στην ενώπιον μου διαδικασία προκειμένου να τύχουν οι ισχυρισμοί εξέτασης από το Δικαστήριο.  Είχε μάλιστα την ευκαιρία να αντικρούσει την κάθε αντίφαση που εντοπίστηκε και να συμπληρώσει το κάθε κενό που διαφαίνεται από την αφήγησή της.  Έχοντας τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ενώπιον μου, τα οποία λαμβάνω υπόψη μου, προχωρώ να εξετάσω κατ’ουσίαν τον ισχυρισμό που πρόβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου και ανέπτυξε ενώπιον μου, παρ’όλο που διαφαίνεται πως η εξέταση του αρμόδιου οργάνου ήταν η δέουσα.

 

Κατά τη διαδικασία της ακρόασης της παρούσας υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η αιτήτρια ανέφερε ότι βρίσκεται στην Κύπρο από το 2018 και όταν αντιμετώπιζε το εν λόγω πρόβλημα στη χώρα της ήταν μόνο 15 ετών και είχε παντρευτεί με βάση την Ινδική κουλτούρα μέσω παραδοσιακού γάμου, ενώ έμεινε έγκυος από τα 17 της και από τότε όπως ισχυρίστηκε ο σύζυγός της την κακοποιούσε, βασανίζοντάς την λεκτικά και σωματικά. Δήλωσε επίσης πως ο πατέρας της είχε αποβιώσει και η ίδια δεν είχε κάποιον για να την υπερασπιστεί και να την βοηθήσει.  Όταν ρωτήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου για ποιο λόγο δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας καταγωγής της για προστασία, η αιτήτρια αποκρίθηκε λέγοντας πως κατάγεται από ένα πολύ μικρό χωριό και οι άνθρωποι που την περιτριγύριζαν είναι δυνατοί και έχουν χρήματα, ενώ χωρίς τη συνοδεία κάποιου από τους αρχηγούς δεν μπορούσε να απευθυνθεί στην αστυνομία.

 

Η αιτήτρια οφείλει να εκθέσει με στοιχειώδη σαφήνεια τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία της προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της. Για να αποδείξει ότι κινδυνεύει από τον σύζυγό της, η αιτήτρια όφειλε να παρουσιάσει το αίτημά της με συνοχή και λεπτομέρεια και να αναπτύξει επαρκώς κατά ποιο τρόπο αποτελεί η ίδια στόχο ενδοοικογενειακής βίας, καθώς και την απουσία αποτελεσματικής προστασίας από τις αρχές τις χώρας της ή/και ΜΚΟ στην χώρα καταγωγής της, ενέργεια στην οποία όμως δεν προέβη, ούτε κατά την ενώπιον μου διαδικασία. Παρατηρώ ότι, ενώπιον μου, η αιτήτρια επανέλαβε τα όσα ανέφερε και κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της στην Υπηρεσία Ασύλου όσον αφορά τα προβλήματα με τον σύζυγό της και τους λόγους που δεν είχε αποταθεί στις αρχές τις χώρας της, χωρίς να είναι σε θέση να δώσει περαιτέρω πληροφορίες αναφορικά με τις απειλές/κίνδυνο που κατ’ ισχυρισμό η ίδια θα αντιμετωπίσει από τον σύζυγό της στη χώρα της σε περίπτωση επιστροφής της.

 

Αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό παρελθούσα κακοποίηση της αιτήτριας από τον σύζυγό της στη χώρα καταγωγής της, διακρίνεται καταρχάς ότι ουδόλως δεν προώθησε αυτό κατά τη συνέντευξή της ως λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, πέραν ορισμένων γενικών αναφορών που έκανε σε σχέση με αυτό, η αιτήτρια αναφέρθηκε περαιτέρω στα εν λόγω γεγονότα σε σχέση με τον σύζυγό της όταν ρωτήθηκε συγκεκριμένα για τα όσα σχετικά δήλωσε στην αρχική της αίτηση. Διαπιστώνεται, ότι η αιτήτρια έζησε προστατευμένη στη χώρα καταγωγής της από το 2015 όταν είχε μετοικήσει και ζούσε, οριστικά πλέον, με την μητέρα της και έπειτα μέχρι και το 2018 που εγκατέλειψε τη χώρα της. Εξάλλου, παρατηρείται ότι η αιτήτρια υπέβαλε την αίτηση της για διεθνή προστασία αρκετά χρόνια αφού η ίδια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για πρώτη φορά με σκοπό να εργαστεί.

 

Ειδικότερα, παρατηρείται ότι με βάση τις δηλώσεις της, η αιτήτρια εγκατέλειψε τον σύζυγο της το 2013 (προσωρινά) και έπειτα, το 2015 (οριστικά, πλέον) και έκτοτε διέμενε με την οικογένεια της σε άλλη περιοχή (που εντοπίζεται σε απόσταση 230χλμ. περίπου από την εστία του συζύγου της[1]), μέχρι τα μέσα περίπου του 2018 που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, χωρίς η ίδια να αναφέρει οποιαδήποτε περιστατικά που ενδεχομένως αντιμετώπισε με τον σύζυγό της κατά την εν λόγω περίοδο (δηλαδή το 2015-2018). Πέραν τούτου, με βάση τις σχετικές της δηλώσεις, η ίδια καμία επαφή δεν είχε με τον σύζυγό της για πέραν των 4-5 ετών. Ενόψει τούτων, κρίνεται ως μη ευλογοφανής ο ισχυρισμός της ότι κατά την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής το 2022, δέχθηκε απειλητική επίθεση από τον σύζυγό της. Εξάλλου, το γεγονός ότι η αιτήτρια επέστρεψε στη χώρα καταγωγής της (έστω προσωρινά για να δει την οικογένεια της) από μόνο του, υποδηλώνει πως δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε φόβο δίωξης και κίνδυνο στη χώρα της.

 

Περαιτέρω, διακρίνεται ότι η αιτήτρια δεν ήταν ούτε σε θέση να ανταποκριθεί αφού ουδόλως δεν έδωσε κάποια εξήγηση, όταν της τέθηκε το γεγονός ότι με βάση τα λεγόμενά της, παρά την κατ’ ισχυρισμό δίωξη της από τον σύζυγό της, εντούτοις εκείνος ουδέποτε την είχε προσεγγίσει μεταξύ της περιόδου 2015-2018 και παρέμεινε μακριά της, αλλά αποφάσισε να της επιτεθεί απειλητικά το 2022, αφού παρήλθαν αρκετά χρόνια, όταν τότε η ίδια είχε μεταβεί στη χώρα της για να δει την οικογένειά της. Ως αναλύθηκε ανωτέρω, στερούνται αληθοφάνειας οι εν λόγω ισχυρισμοί της. Σε κάθε περίπτωση, ως διαφαίνεται από τις δηλώσεις της, η αιτήτρια δεν μπορούσε να αποταθεί στις αστυνομικές αρχές της χώρας της για τα προβλήματα με τον σύζυγό της, εφόσον δεν είχε κάποιον για να την συνοδεύσει, εντούτοις, ως διαπιστώνεται (από τις δηλώσεις της ίδιας και πάλι), θα μπορούσε να την συνοδεύσει ο υιός της με την ενηλικίωσή του, ως ο άνδρας του σπιτιού, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, η ίδια, σε αυτήν την περίπτωση, προτίθεται να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της.

 

Παρά το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν στοιχειοθετούνται με βάση τα όσα η ίδια δήλωσε καθ’ όλη τη διαδικασία εξέτασης της αίτησής της, διεξάγεται εκ του περισσού έρευνα σε έγκυρες και πρόσφατες πηγές πληροφόρησης σχετικά με την έμφυλη βία και την υποστήριξη και προστασία των γυναικών στην Ινδία.

 

Από σχετικό έγγραφο που κατατέθηκε (πρόσφατα) στον Ο.Η.Ε. από την Συνομοσπονδία ΜΚΟ της Αγροτικής Ινδίας (CNRI Confederation of NGOs of Rural India), καταγράφεται ότι (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) «Στην Ινδία, έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες για την προώθηση της ισότητας των φύλων μεταξύ ανδρών και γυναικών. […] Η Ινδία έχει σημειώσει πρόοδο στην εκπαίδευση και την πολιτική ενδυνάμωση, με εκπροσώπηση γυναικών άνω των 40% στην τοπική αυτοδιοίκηση. Έχουν θεσπιστεί νόμοι για την αντιμετώπιση ζητημάτων όπως η προίκα, η ενδοοικογενειακή βία και η σεξουαλική παρενόχληση, συμπεριλαμβανομένου του Dowry Prohibition Act [νόμου περί απαγόρευσης της προίκας], του Protection of Women from Domestic Violence Act [νόμου περί προστασίας των γυναικών από την ενδοοικογενειακή βία] και του Sexual Harassment of Women at Workplace (Prevention, Prohibition, and Redressal) Act [νόμου περί σεξουαλικής παρενόχλησης των γυναικών στο χώρο εργασίας (Πρόληψη, Απαγόρευση και Επανόρθωση)]. Διάφορες κυβερνητικές και μη κυβερνητικές οργανώσεις τρέχουν προγράμματα για την ενδυνάμωση των γυναικών οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά.», ως επίσης ότι «Η Οικονομική Έρευνα 2022–2023 σημείωσε ότι η Ινδία έχει κάνει τεράστια βήματα στην προώθηση της ισότητας των φύλων…».[2]

 

Παρά δε, την αναφορά που υπάρχει στο πιο πάνω έγγραφο περί του ότι «Παρά αυτές τις πρωτοβουλίες, η ισότητα των φύλων παραμένει ένα πιεστικό μέλημα που απαιτεί περαιτέρω προσοχή. Υπάρχουν πολλά εμπόδια που πρέπει να επιλυθούν, όπως οι βαθιά ριζωμένες πολιτιστικές πρακτικές, οι οικονομικές ανισότητες και οι κοινωνικές προκαταλήψεις. Η κυβέρνηση και η κοινωνία των πολιτών πρέπει να διατηρήσουν τη δέσμευσή τους για πρόοδο σε αυτόν τον τομέα, ώστε να μπορέσουν να ενδυναμωθούν οι γυναίκες σε όλους τους τομείς της ζωής.», καταγράφεται επίσης (στα πλαίσια της κατάληξης του πιο πάνω εγγράφου) ότι «…το CNRI δεσμεύεται για την ενδυνάμωση όλων των γυναικών και των κοριτσιών μέσω της αντιμετώπισης της φτώχειας και ενίσχυσης των θεσμών. Το CNRI δεσμεύεται να προάγει συνθήκες που επιτρέπουν στις αγροτικές Ινδές να ασκήσουν τα δικαιώματά τους, να επωφεληθούν από ευκαιρίες και να συμβάλουν ενεργά στην ανάπτυξη των κοινοτήτων τους. Μέσω μιας σειράς δραστηριοτήτων, το CNRI είναι αφιερωμένο στην ενδυνάμωση των γυναικών στις αγροτικές περιοχές. Παρέχονται εκπαιδευτικά προγράμματα που δίνουν στις γυναίκες τις πληροφορίες και τις δεξιότητες που χρειάζονται ώστε να είναι ανεξάρτητες και να συνεισφέρουν στις οικογένειες και τις κοινότητές τους. […] Προκειμένου να προωθηθούν περισσότερο και χωρίς αποκλεισμούς ισότιμες αγροτικές κοινωνίες, ο οργανισμός [CNRI] δίνει επίσης μεγάλη έμφαση στην ενίσχυση της υγείας των γυναικών, στην οικονομική ενδυνάμωση και στην πρόσβαση στην εκπαίδευση. […]».[3]

 

Πρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη πως ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 166/2023 (η οποία εκδόθηκε μετά την ΚΔΠ 202/22 η οποία εφαρμόστηκε τη στιγμή έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης), καθόρισε τη χώρα καταγωγής της αιτήτρια, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιήθηκε πως δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Εκ των ανωτέρω, λαμβάνοντας υπόψη και τις σχετικές της δηλώσεις, ως αναλύθηκαν πιο πάνω, είναι προφανές, πως η αιτήτρια ουδέν βάσιμο φόβο δίωξης επικαλείται. Η Υπηρεσία Ασύλου στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών ορθά απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας ως προδήλως αβάσιμο, δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν διαπιστώθηκε ότι οι ισχυρισμοί της δεν ανατρέπουν το τεκμήριο περί της ‘ασφαλούς χώρας ιθαγένειας’ στην περίπτωση της. Συνεπώς, κρίνονται αβάσιμοι οι ισχυρισμοί της περί του ότι κινδυνεύει με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της και ορθά απορρίφθηκε το αίτημά της.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας ως προδήλως αβάσιμης σύμφωνα με τα άρθρα 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας.

 

Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, δεν προκύπτει οποιοσδήποτε λόγος ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε όμως και τροποποίησης της απόφασης του αρμόδιου οργάνου προκειμένου να δοθεί καθεστώς πρόσφυγα ή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.  Κατά συνέπεια, τα αιτητικά Α και Β, ως έχουν παρατεθεί ανωτέρω απορρίπτονται.

 

Ως εκ τούτου, η προσφυγή απορρίπτεται στο σύνολό της και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Βλ. σχετικό χάρτη περιοχής από Google Mapsοδική απόσταση από Rasulpur (Haryana) και Popra (Haryana), διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://www.google.com/maps/dir/Popra,+Haryana,+India/Rasulpur,+Haryana+121102,+India/@28.837174,76.1502171,9z/data=!4m13!4m12!1m5!1m1!1s0x390dffbb72bce4c1:0x871e61847e60ed58!2m2!1d76.4852265!2d29.4364699!1m5!1m1!1s0x397332b564e72875:0x599b24d2684e4cad!2m2!1d77.4006229!2d28.0869399?entry=ttu

[2] United Nations, Economic and Social Council, 20 December 2023, Commission on the Status of Women, Sixty-eighth session (11–22 March 2024), Statement submitted by Confederation of NGOs of Rural India, a non-governmental organization in consultative status with the Economic and Social Council, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμο: https://www.ecoi.net/en/file/local/2108083/n2341019.pdf

[3] Ibid.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο