ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: Τ99/2024

5 Απριλίου, 2024

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

B.Y.N.

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Αίτηση ημερομηνίας 22.01.2024 για δικαίωμα παραμονής

 

Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

 

Καμία εμφάνιση για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό αναφορά προσφυγή, ζητείται από το Δικαστήριο απόφαση με την οποία να ακυρώνει ως παράνομη και στερούμενη οιουδήποτε έννομου αποτελέσματος την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 08/01/2024, με την οποία απορρίφθηκε το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή ως απαράδεκτο.

 

Στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση μονομερής αίτηση, με την οποία ο Αιτητής αιτείται Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να επιτρέπεται η δυνατότητα παραμονής του στη Δημοκρατία μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης στην προσφυγή.

 

Η υπό αναφορά αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση (ημερ. 22/01/2024) του Αιτητή προς υποστήριξη της επίδικης αίτησής του. Επί της ένορκης δήλωσης ο Αιτητής επισυνάπτει ως τεκμήρια, άρθρα από εφημερίδα (στην ηλεκτρονική της έκδοση), άρθρο από διαδικτυακό δίκτυο αναφοράς ειδήσεων, φωτογραφίες, Πρόταση Ψηφίσματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Καμερούν, απόσπασμα δημοσίευσης των Υπηρεσιών Ιθαγένειας και Μετανάστευσης των ΗΠΑ (USCIS), επιστολή της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, Πιστοποιητικό Γέννησης της θυγατέρας του και Πιστοποιητικό Γάμου.  Ο Αιτητής καταγράφει γεγονότα που αφορούν την αίτηση του για διεθνή προστασία και δίδει περισσότερα στοιχεία επί των ισχυρισμών που είχε καταγράψει εν συντομία στην μεταγενέστερη του αίτηση και σύμφωνα με τον ίδιο, δεν είχαν διερευνηθεί από τον λειτουργό.

 

Κατά το στάδιο της ακρόασης της υπό εξέταση αίτησης, η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή ισχυρίστηκε ότι η υπό κρίση αίτηση θα πρέπει να εγκριθεί επειδή οι Καθ' ων η Αίτηση δεν αξιολόγησαν ορθά τα στοιχεία που προσκόμισε ο Αιτητής με τη μεταγενέστερη του Αίτηση και αφορούν τον πρωταγωνιστικό του ρόλο σε διαδήλωση και άλλες ενέργειες που σχετίζονται με την κατάσταση στη χώρα του και συντελέστηκαν στη Δημοκρατία. Ισχυρίστηκε ακόμη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη καθότι δεν εξετάστηκε το δικαίωμα του Αιτητή να παραμείνει στη Δημοκρατία ως μέλος οικογένειας ευρωπαίων πολιτών.

 

Έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τις θέσεις και ισχυρισμούς που προβάλλονται, τόσο με την ένορκη δήλωση του Αιτητή όσο και δια της προφορικής αγόρευσης της συνηγόρου του, υπό το φως των νομοθετικών προνοιών και νομολογιακών αρχών αναφορικά με την εξέταση αίτησης για άδεια παραμονής.

 

Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τις σχετικές διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου όσον αφορά την παρούσα αίτηση στην οποία απορρίφθηκε πρώτο μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή:

 

Το άρθρο 8 προνοεί τα ακόλουθα (υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου):

«8.-(1)(α) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (1Α) του παρόντος άρθρου και με την επιφύλαξη της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 16Δ, ο αιτητής έχει, αποκλειστικά για το σκοπό της διαδικασίας, δικαίωμα παραμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, το οποίο δικαίωμα ισχύει από την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του μέχρι-

(i) την ημερομηνία κατά την οποία λήγει άπρακτη η προθεσμία που ορίζεται στο άρθρο 12Α του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου για άσκηση προσφυγής κατά απόφασης του Προϊσταμένου επί της εν λόγω αίτησης (…), ή

(ii) σε περίπτωση που ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή εμπρόθεσμα, την ημερομηνία έκδοσης πρωτόδικης απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου επ’ αυτής.

(…)

(1Α) (…), σε περίπτωση απόφασης του Προϊσταμένου-

(α) (…)

(β) με την οποία κρίνεται μια αίτηση απαράδεκτη, σύμφωνα με τις παραγράφους (α), (β) ή (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ή

(…)

η δυνατότητα παραμονής του αιτητή στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές αποφασίζεται από το Διοικητικό Δικαστήριο, κατόπιν καταχώρισης σχετικής αίτησης του αιτητή η οποία εξετάζεται και αποφασίζεται το ταχύτερο δυνατό, χωρίς να απαιτείται η κλήση του αιτητή για να παραστεί, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά:

(…)

(1Β) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (γ) του εδαφίου (4) του άρθρου 16Δ, ο αιτητής του οποίου το δικαίωμα παραμονής εξετάζεται από το Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του εδαφίου (1Α), έχει το δικαίωμα παραμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρι την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επί της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1Α) αίτησής του. (…)»  

 

Σύμφωνα με το άρθρο 16Δ (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«(4)(α) Με την επιφύλαξη  της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, το εδάφιο (1) του άρθρου 8  εφαρμόζεται επί αιτητή που ενεργεί κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1).

(β) Ο Προϊστάμενος δύναται με απόφασή του να τερματίζει το δικαίωμα παραμονής, στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, προσώπου που ενήργησε κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1), όταν το εν λόγω πρόσωπο –

(i) Καταθέτει πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, η οποία δεν εξετάζεται περαιτέρω βάσει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (3), απλώς για να καθυστερήσει ή να παρεμποδίσει την εκτέλεση απόφασης, η οποία θα οδηγούσε στην άμεση απομάκρυνσή του από τη Δημοκρατία, ή

(ii) (…)

(γ) Το εδάφιο (1Β) του άρθρου 8 δεν εφαρμόζεται αναφορικά με πρόσωπο επί του οποίου εφαρμόζεται η παράγραφος (β) του παρόντος εδαφίου.»

 

Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή, διαφαίνεται ότι ο Αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερο αίτημα στις 14/11/2023 (Ερ.177-180 Δ.Φ.) και αφού η προσφυγή που είχε καταχωρήσει στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας κατά απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου απορρίφθηκε στις 31/03/2023. (Ερ.132-155 Δ.Φ.)  Στις 08/01/2024, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός να εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την σχετική Έκθεση/Εισήγηση αρμόδιου λειτουργού ημερομηνίας 08/01/2024, απέρριψε τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή ως απαράδεκτη. (Ερ.181-186 Δ.Φ.)  Στις 10/01/2024 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή επιστολή, στην οποία συμπεριέλαβε την αιτιολόγηση της απόφασής της και η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στον Αιτητή (Ερ.187 Δ.Φ.).  Αξίζει να σημειωθεί ότι στην επιστολή των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 10/01/2024 αναφέρονται τα ακόλουθα: «Furthermore, due to the fact that your first subsequent application was declared inadmissible and that it was submitted merely in order to delay or frustrate the enforcement of your return from the Republic of Cyprus to your country, you have no right to remain in the Republic of Cyprus, according to the article 16D (4)(b)(i) of the Refugee Law of 2000.»

 

Όσον αφορά την ουσία της παρούσας αίτησης, η προσφερόμενη στο παρόν Δικαστήριο δυνατότητα έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων ώστε ο Αιτητής να διαμείνει στη Δημοκρατία μέχρι την αποπεράτωση της προσφυγής του βασίζεται στο άρθρο 8(1Α) του περί Προσφύγων Νόμου και διέπεται δικονομικά από τον Κανονισμό 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, ο οποίος τυγχάνει εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας βάσει του Κανονισμού 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).  Σύμφωνα με την πλούσια επί του θέματος νομολογία, η εν λόγω δικαιοδοσία πρέπει να ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθεί είτε έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είτε το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος (βλ. ενδεικτικά Economides v. Republic (1982) 3 CLR 837, Moyo and another v. Republic (1988) 3 CLR 1203, Frangos and others v. Republic (1982) 3 CLR 53, Eπιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank (2007) 3 A.A.Δ. 32). Η διαπίστωση έκδηλης παρανομίας, η οποία δικαιολογεί την έκδοση προσωρινού διατάγματος, έχει την έννοια ότι η παρανομία είναι αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής και καταδεικνύεται χωρίς να απαιτείται να διερευνηθούν οποιαδήποτε αντιφατικά γεγονότα και ισχυρισμοί. Αν δεν αναδύεται αυτόματα, πρέπει να προκύπτει ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης (Frangos a.ο. v. The Minister of Interior a.ο. (1982) 3 C.L.R. 53, Moyo a.ο. v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203, Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1857, Τούμπας κ.ά. ν Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 387). 

 

Ο δε ισχυρισμός για ανεπανόρθωτη ζημία πρέπει να δικογραφείται δεόντως, ώστε να προσδιορίζεται με σαφήνεια και να τεκμηριώνεται επαρκώς. Απλοί ισχυρισμοί για ανεπανόρθωτη ζημία ή αναφορά σε γενικό ή θεωρητικό επίπεδο δεν αρκούν (Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos κ.ά. ν. Cybarco Plc κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 513). Το δε βάρος τόσο της επίκλησης όσο και της απόδειξης ανεπανόρθωτης ζημιάς, το φέρει ο αιτητής (Μαρκουλλίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3413).   Στην παρούσα, ο Αιτητής καταγράφει στην ένορκη του δήλωση ότι σε περίπτωση επαναπροώθησης του στο Καμερούν, η ζωή του θα κινδυνεύσει.

 

Οι ισχυρισμοί του Αιτητή στην ένορκη δήλωσή του και οι θέσεις της συνηγόρου του, που αφορούν τα ζητήματα της οικογενειακής ενότητας και του παράγωγου δικαιώματός του για παραμονής στη Δημοκρατία, ως σύζυγος προσώπου που έχει άδεια παραμονής ως μέλος οικογένειας ευρωπαίου πολίτη, εδράζονται επί νομοθετικών προνοιών εκτός του περί Προσφύγων Νόμου και επί των οποίων δεν έχει αρμοδιότητα το παρόν Δικαστήριο να αποφασίσει. Το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, που διαφυλάσσεται κυρίως μέσα από τη εξασφάλιση της οικογενειακής ενότητας, παρόλο που αποτελεί ζήτημα που ενδιαφέρει το παρόν Δικαστήριο, απαιτεί εξέταση που θα οδηγούσε σε έρευνα των επιμέρους περιστάσεων της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή. Η ύπαρξη παρανομίας ως προς αυτό το ζήτημα δεν αποκλείεται, αλλά θα μπορούσε να διαπιστωθεί μόνο μετά από εξέταση των επιμέρους περιστάσεων, κάτι που δεν είναι δυνατό να γίνει στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας αίτησης αλλά στα πλαίσια της κυρίως διαδικασίας (βλ. Octavio Libman ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών κ.α., Υπόθεση αρ. 171/01, 8 Mαΐου, 2001).

 

Ωστόσο, από τα ενώπιον μου στοιχεία διαπιστώνω ότι η παρούσα αίτηση θα πρέπει να τύχει έγκρισης για τον εξής λόγο: Ο αρμόδιος λειτουργός που εξέτασε τη μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή και συνέταξε την εισηγητική έκθεση, που αποτελεί και την αιτιολογική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης, προχωρεί σε διαπιστώσεις ως προς τα στοιχεία που προσκόμισε ο Αιτητής οι οποίες εκ πρώτης όψεως φαίνονται λανθασμένες.  Ειδικότερα, ο λειτουργός καταγράφει στην έκθεσή του σχετικά με απόκομμα εφημερίδας ότι το έγγραφο αυτό αναφέρεται σε διαδηλώσεις που «λαμβάνουν χώρα στο Καμερούν με ημερομηνία 19/08/2022. Το έγγραφο αυτό δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης του με διεθνή προστασία αφού δεν στοιχειοθετείται προσωπικός φόβος δίωξης.» Ωστόσο, ο λειτουργός δεν εξηγεί γιατί ελλείπει το στοιχείο του «προσωπικού» φόβου δίωξης. Επιπρόσθετα και όπως ορθώς ισχυρίσθηκε η δικηγόρος του Αιτητή, το εν λόγω έγγραφο αφορά σε γεγονότα που συντελέστηκαν στη Δημοκρατία και η περιγραφή που δίνει ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου σε αυτό είναι εντελώς εσφαλμένη. Δεν προκύπτει επομένως αξιολόγηση του ισχυρισμού του Αιτητή ως προς τον κίνδυνο που θα διατρέξει εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του για λόγους που ανέκυψαν ενώ βρισκόταν στη Δημοκρατία (refugee sur place).

 

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων μου παρατηρώ ότι εκ πρώτης όψεως η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση είναι απότοκο πλάνης ως προς τα πραγματικά γεγονότα και έλλειψης δέουσας έρευνας και ως εκ τούτου προκύπτει εμφανής παρανομία αυτής. Τα πιο πάνω συμπεράσματα του Δικαστηρίου δεν σφραγίζουν το αποτέλεσμα της κυρίως προσφυγής, ούτε και δύνανται να προκαταλάβουν την κρίση του Δικαστηρίου σε σχέση με την επίδικη απόφαση, με την οποία κρίθηκε απαράδεκτο το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή.

 

Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψιν μου ότι σε περίπτωση που δεν εγκριθεί η υπό εξέταση αίτηση, ο Αιτητής ενδεχομένως επιστραφεί στη χώρα του, όπου ως ισχυρίζεται επισυνάπτοντας και στοιχεία, μπορεί να κινδυνεύσει.  Εν προκειμένω, δέον να διερευνηθεί κατά πόσον οι δραστηριότητες του στη Κυπριακή Δημοκρατία δύνανται να τεκμηριώσουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.  Σύμφωνα με το άρθρο 14(1) του περί Προσφύγων Νόμου:

«14.-(1) Κατά την αξιολόγηση αίτησης ή διοικητικής προσφυγής, γίνεται αποδεκτό ότι-

 

(α) ο βάσιμος φόβος δίωξης ή ο πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης δυνατό να στηρίζεται σε γεγονότα τα οποία επήλθαν μετά την αναχώρηση του αιτητή από τη χώρα καταγωγής του∙

 

(β) ο βάσιμος φόβος δίωξης ή ο πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης δυνατό να στηρίζεται σε δραστηριότητες στις οποίες ο αιτητής επιδόθηκε μετά την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του, ιδίως εάν αποδεικνύεται ότι οι δραστηριότητες τις οποίες επικαλείται αποτελούν εκδήλωση και προέκταση πεποιθήσεων ή προσανατολισμών τις οποίες ο αιτητής είχε ήδη στη χώρα καταγωγής του.»

 

Για τους πρόσφυγες, η αρχή της μη επαναπροώθησης  όπως ορίζεται στο άρθρο 33 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, περί του καθεστώτος των προσφύγων, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού καθεστώτος για την προστασία τους. Η αρχή της μη επαναπροώθησης όχι μόνο απαγορεύει την απομάκρυνση, απέλαση ή έκδοση προς χώρα όπου ένα πρόσωπο απειλείται με τον κίνδυνο δίωξης ή άλλη σοβαρή βλάβη (άμεση επαναπροώθηση) αλλά και προς χώρες όπου τα άτομα ενδέχεται να εκτεθούν σε σοβαρό κίνδυνο μεταγενέστερης απομάκρυνσης προς τέτοια χώρα (έμμεση επαναπροώθηση). 

 

Σχετική είναι και η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-562/13, Centre public d'action sociale d'Ottignies-Louvain-LaNeuve v. Abdida, η οποία εκδόθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2014,  στην οποία έχει λεχθεί ότι τα κράτη έχουν υποχρέωση αυτόματης αναστολής της ισχύος απόφασης περί απομάκρυνσης ή επιστροφής, όταν υφίστανται αποχρώντες λόγοι να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί σε σοβαρό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς το Άρθρο 19.2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προβλέπει για την απαγόρευση βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής ποινής ή μεταχείρισης, κατά τρόπο ανάλογο με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. 

 

 

Με βάση τις ανωτέρω αναφερόμενες νομοθετικές πρόνοιες και την νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, ο ανασταλτικός χαρακτήρας απέλασης μέχρι την εκδίκαση της κυρίως προσφυγής είναι θεμελιώδους σημασίας για την προάσπιση των δικαιωμάτων αιτητή, ο οποίος ενδέχεται να κινδυνεύσει και/ή να υποστεί βασανιστήρια και/ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση στην χώρα στην οποία θα απελαθεί.  Από δε τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, διαφαίνεται ότι ο Αιτητής έχει εγείρει ισχυρισμούς περί κινδύνου που ενδέχεται να διατρέξει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, λόγω δραστηριοτήτων του που έλαβαν χώρα στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Ως εκ τούτου, κρίνω ότι ενδεχομένως ο Αιτητής υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά σε περίπτωση που δεν εγκρίνω την παρούσα αίτηση.

 

Ως εκ τούτου, εγκρίνεται η ενδιάμεση αίτηση του Αιτητή ημερομηνίας 22/01/2024 ως το αιτητικό της και επιτρέπεται η παραμονή του Αιτητή στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρι την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής.  Τα έξοδα της παρούσας αίτησης θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της κυρίως προσφυγής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα επιδικαστούν εναντίον του Αιτητή.

 

 

Μ. Παπαντωνίου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο