ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: Τ1282/23

 

05 Απριλίου, 2024

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣΔ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

T.M.P.

Αιτήτρια

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

Καθ' ων η αίτηση

 ........

 

Α. Κυραζόκοβα (κα) για ΝΑΤΑΣΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΟΥ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για Αιτήτρια   

  

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Κ. Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 03/04/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 03/04/2023 και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή της για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ(3)(δ), 16Δ(4)(β) και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί  Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά την Αιτήτρια και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Βιετνάμ  και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 06/07/20218, αφού προηγουμένως εισήλθε νόμιμα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 15/11/2018, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας  στην Υπηρεσία Ασύλου. Αυθημερόν, ήτοι στις 15/11/2018, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη (interview) της Αιτήτριας.  Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας στις 21/11/2018. Στις 22/11/2018, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή μαζί με  αιτιολόγηση της απόφασης της, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτήτρια στις 10/01/2019.

Στις 10/01/2019 λήφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων διοικητική προσφυγή από τον Αιτήτρια κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στην συνέχεια απορρίφθηκε με απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων στις 02/08/2019.Στις 15/10/2020 η αίτηση (προσφυγή) της Αιτήτριας κατά της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής αποσύρεται και απορρίπτεται από Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας(Δ.Δ.Δ.Π.).

Στις 04/12/2020 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της για παροχή Διεθνούς προστασίας.

Στις 09/12/2020 ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε σημείωμα/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου για παροχή διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας.

Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας ως απαράδεκτης στις 22/12/2020. Στις 18/01/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή σχετικά με το επανάνοιγμα του φακέλου της, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτήτρια στις 20/01/2021.

 Στις 28/01/2021 καταχωρήθηκε προσφυγή/Νομική Αρωγή υπ' αριθμό 105/2021, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

Στις 22/12/2021 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της. Στις  21/01/2022, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία της Αιτήτριας.  Στις 07.02.2022 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε το Σημείωμα / Εισήγηση του λειτουργού σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση που αφορούσε Εισήγηση όπως αυτή κριθεί ως απαράδεκτη.

Στις 18.02.2022 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά  με την μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας, η οποία της κοινοποιήθηκε  στις 28/02/2022. Στη συνέχεια, εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που απέρριψε τη μεταγενέστερη αίτησή της ως απαράδεκτη, καταχωρήθηκε η προσφυγή 1302/2022 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

Στις 03/04/2023 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της. Την ίδια μέρα, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία της Αιτήτριας ως απαράδεκτης.  Στις 03/04/2023 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε το Σημείωμα / Εισήγηση του λειτουργού σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση που αφορούσε Εισήγηση όπως αυτή κριθεί ως απαράδεκτη και αποφάσισε την επιστροφή της στο Βιετνάμ δυνάμει του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης  Νόμου.

Στις 03/04/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 03/04/2023. Στη συνέχεια, εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που απέρριψε τη μεταγενέστερη αίτησή της ως απαράδεκτη, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

Κατά την ακρόαση της 30/05/2023 η υπόθεση επαναορίστηκε για ακρόαση καθότι η Αιτήτρια διαγνώσθηκε με καρκίνο. Την 29/06/2023 η δικηγόρος της Αιτήτριας ανέφερε ότι, η Αιτήτρια διεγνώσθη με εκτεταμένο καρκίνο του μαστού προσκομίζοντας σχετικό ιατρικό έγγραφο με ημερομηνία 29/06/2023 το οποίο υπογράφει Δρ. Χρίστου Δημητρίου Γενικού Χειρουργού του Γ.Ν. Λεμεσού και η υπόθεση αναβλήθηκε. Στην ακρόαση της 26/09/2023 η δικηγόρος της Αιτήτριας προσκόμισε βεβαίωση από τον Οργανισμό Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας ΟΚΥΠΥ ημερομηνίας 22/09/2023 όπου βεβαιώνεται ότι η Αιτήτρια είναι καρκινοπαθής και παρακολουθείται από το Ογκολογικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού από τις 26/05/2023, ότι η επόμενη προγραμματισμένη επίσκεψη στις 26/09/2023 και ότι η χημειοθεραπεία πρόκειται να διαρκέσει έξι μήνες. Τις Βεβαιώσεις υπέγραφε η Δρ. Σμπιλίρη Ευαγγελία παθολόγος /Ογκολόγος του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού.

Η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και των συνηγόρων του.

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Θεωρώ χρήσιμο προτού προβώ στην κατάληξή μου να επεξηγήσω το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το αρμόδιο όργανο οφείλει να εξετάζει την μεταγενέστερη αίτηση που προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.  Παραθέτω πιο κάτω απόσπασμα από το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, το οποίο καθορίζει τη διαδικασία υποβολής μεταγενέστερης αίτησης, ως κατωτέρω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ.-(1)(α)  Σε περίπτωση που Αιτήτριας υποβάλει στον Προϊστάμενο

 

(i)  Μεταγενέστερη αίτηση, ή

 

(ii)  νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του Αιτήτρια,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β)  Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

 

(2) Σε περίπτωση που Αιτήτριας υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης, σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτήτρια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτήτριας πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτήτριας  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.»

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον Αιτήτρια, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτήτρια διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο Αιτήτριας, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β), εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του  άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον Αιτήτρια για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.»

 

Το άρθρο 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, προβλέπει τα πιο κάτω (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«12Βτετράκις.-...

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

[…]

 

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση, στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτήτρια ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση, του κατά πόσο ο Αιτήτριας πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας ή...».

 

Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης, προκειμένου δηλαδή να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από την Αιτήτρια,  νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αρχικής αίτησης.  Από τα πιο πάνω άρθρα συνάγεται, πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση, ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη χωρίς να υπάρξει εξέταση επί της ουσίας της. 

Κατά δεύτερον, εάν ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε μόνο προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση μόνο εφόσον ικανοποιούνται δύο προϋποθέσεις:

α) τα εν λόγω στοιχεία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στην Αιτήτρια, διεθνούς προστασίας και

β) η Αιτήτρια, άνευ δικής του υπαιτιότητας αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος. (βλ. άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου)

Το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου, ενσωματώνει στην εθνική νομοθεσία τις διατάξεις του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Όπως επισημάνθηκε από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-901/19, με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής απόφασης, η οποία εκδόθηκε στις 21 Ιουνίου 2021, η διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης ορίζεται ως εξής: (Η υπογράμμισή του παρόντος δικαστηρίου)

 34     Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

35      Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

36      Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

37      Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

38      Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται.

Περαιτέρω, τόσο η τελευταία περίοδος του άρθρου 40(3), όσο και το άρθρο 40(4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, προβλέπουν ότι εναπόκειται στα κράτη-μέλη να θέσουν επιπλέον προϋποθέσεις για την περαιτέρω εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, πρόβλεψη της οποίας έκανε χρήση ο εθνικός νομοθέτης με την εισαγωγή της υποπαραγράφου ii) στο άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου. Επομένως, στη βάση της ανάλυσης που ακολούθησε το ΔΕΕ στην ανωτέρω απόφαση, το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τη διαδικασία εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης σε δύο στάδια, ένα προκαταρκτικό επί του παραδεκτού των νέων στοιχείων και, εφόσον γίνει παραδεκτή, ένα επί της ουσίας της αίτησης. Το προκαταρκτικό στάδιο χωρίζεται περαιτέρω σε δύο στάδια κατά τα οποία εξετάζονται τα εξής:

- αρχικά, εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95∙

- όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη/αρχική αίτηση, η εξέταση του παραδεκτού συνεχίζεται προκειμένου να εξακριβωθεί εάν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή καθεστώτος διεθνούς προστασίας και εάν ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (υποπαράγραφοι i) και ii) του άρθρου 16Δ(3)(β)).

Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι από τη διατύπωση του άρθρου 16Δ(3)(α) «Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη», προκύπτει ότι κατά την προκαταρκτική εξέταση επί του παραδεκτού μεταγενέστερης, δεν διεξάγεται συνέντευξη. Η προσθήκη αυτή στο συγκεκριμένο άρθρο έγινε με τον νόμο 142(I)/2020 της 13/10/2020 που τροποποίησε τον περί Προσφύγων Νόμο, χωρίς ωστόσο να γίνει αντίστοιχη τροποποίηση στο άρθρο 12Βτετράκις(3) με την προσθήκη επιφύλαξης ως προς την δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης πριν την απόφαση επί του παραδεκτού σε μεταγενέστερες αιτήσεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις αν υπάρχει κάποια ασυμφωνία ή σύγκρουση μεταξύ των προνοιών μιας νομοθεσίας και αυτών μιας άλλης τότε υπερισχύουν οι πρόνοιες της μεταγενέστερης  από τις δύο νομοθεσίες, γνωστή ως η αρχή lex posterior derogat legi priori (βλ. Ελληνική Τράπεζα Λτδ. ν. Lextalionis Investments Ltd. κ.α., Αρ. Αγωγής: 3172/99, 25  Ιανουαρίου 2007). Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ δεν αφήνει αμφιβολίες ως προς την ρύθμιση του ζητήματος καθώς προβλέπει τη δυνατότητα παράλειψης διεξαγωγής συνέντευξης κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ως η πρόβλεψη του άρθρου 16Δ(3)(α). Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 42 Διαδικαστικοί κανόνες επισημάνω:

1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αιτούντες των οποίων η αίτηση υπόκειται σε προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40 να απολαμβάνουν των εγγυήσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 12 παράγραφος 1.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν στην εθνική τους νομοθεσία κανόνες για την προκαταρκτική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 40. Οι κανόνες αυτοί μπορούν μεταξύ άλλων: α) να υποχρεώνουν τον συγκεκριμένο αιτούντα να αναφέρει τα γεγονότα και να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία·

β) να επιτρέπουν τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς προσωπική συνέντευξη, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 40 παράγραφος 6.

Οι κανόνες αυτοί δεν πρέπει να καθιστούν αδύνατη την πρόσβαση των αιτούντων σε νέα διαδικασία ούτε να οδηγούν πρακτικώς στη ματαίωση ή στο σοβαρό περιορισμό της πρόσβασης αυτής.

Προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου, πως η μεταγενέστερη αίτηση  εξετάζεται ως ένα μεταγενέστερο διάβημα, στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Χωρίς να απαιτείται κλήση του Αιτητή σε συνέντευξη κατά το προκαταρκτικό στάδιο, ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν, και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης-αρχικής και της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή,  προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος, προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, τα οποία χρήζουν διερεύνησης. Από την ανωτέρω ανάλυση, προκύπτει πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ένδικο μέσο αλλά είναι αίτηση, η απόφαση επί της οποίας προσβάλλεται στο Δικαστήριο και εξετάζεται στη βάση της σχετικής νομοθεσίας. Η εξέταση από το Δικαστήριο βεβαίως δεν επιβάλλει την εκ βάθρων εξέταση όλων των ζητημάτων που προκύπτουν από την αρχική αίτηση που υποβλήθηκε από τον Αιτήτρια στο Δικαστήριο.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχήν, θα πρέπει να τονιστεί ότι στο εισαγωγικό δικόγραφο στην αίτηση της Αιτήτριας προβάλλονται αρκετοί λόγοι ακύρωσης με γενικότητα και αοριστία χωρίς αυτοί να εξειδικεύονται με σαφήνεια και πληρότητα. Όπως έχω επισημάνει σε πολλές αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου αλλά και σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 και οι συναφείς νομολογιακές αρχές, επιβάλλουν την αιτιολόγηση και  εξειδίκευση των λόγων ακύρωσης που προωθούνται ήδη στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι η οριοθέτηση με λεπτομέρεια των επίδικων θεμάτων -αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»-  ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο για τον οποίο προωθείται ο εκάστοτε λόγος ακύρωσης, αλλά και ώστε το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικές και αόριστες τοποθετήσεις [Βλ. Α.Ε. Αρ. 156/2012, Mustafa Haghilo v. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερ. 27/2/2018, Α.Ε. Αρ. 95/2012, Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερ. 6.7.2018]. Αυτά ισχύουν κατά μείζονα λόγο όταν η Αιτήτρια εκπροσωπείται δια συνηγόρου.

Επιπρόσθετα, η περίμετρος των ζητημάτων που έχει δικαιοδοσία να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο καθορίζεται και σε αυτή την περίπτωση καταρχήν από τα δικόγραφα των διαδίκων. Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι λόγοι ακύρωσης που άπτονται ζητημάτων δημοσίας τάξεως τα οποία δύναται το δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπαγγέλτως κάτω και πάλι από συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Εξάλλου, η παράθεση απλώς των νομικών διατάξεων και παραπομπή σε συναφή με το λόγο ακύρωσης νομολογία χωρίς ειδική αναφορά στην πλημμέλεια της επίδικης απόφασης αποτελεί περίπτωση αόριστης προβολής των λόγων ακύρωσης. Το γεγονός ότι το παρόν Δικαστήριο είναι δικαστήριο που εξετάζει όχι μόνο τη νομιμότητα αλλά και την ορθότητα των διοικητικών πράξεων, οι οποίες απαριθμούνται στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, δεν αναιρεί την πιο πάνω υποχρέωση της Αιτήτριας.

Περαιτέρω, η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων ακύρωσης με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας, διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση. [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.

Υπό το φως της πιο πάνω ανάλυσης όλοι οι εγειρόμενοι λόγοι ακυρώσεως απορρίπτονται ως αλυσιτελείς και εξ αυτού απαράδεκτοι εξαιτίας της γενικότητας και αοριστίας  με την οποία αυτοί εγείρονται.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, υπό το άρθρο  16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχει μόνο κατά πόσον, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και αφού κρίνει επί του κατά πόσο προέκυψαν τα εν λόγω νέα στοιχεία η απόφαση θα πάσχει και θα ακυρωθεί. Επομένως, στα πλαίσια αποτελεσματικής πρόσβασης της Αιτήτριας στη δικαιοσύνη, το δικαστήριο δεν προχωρά καθ’ εαυτό σε ουσιαστική εξέταση τους, όπως προνοεί το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16(Δ) (3) (β),  αφού για να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος της Αιτήτριας ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχει απόφαση από το διοικητικό όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα της Αιτήτριας σε πρώτο βαθμό, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Περαιτέρω  όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Κηαi ν. Τhe Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αιτήτριας, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, η Αιτήτρια είναι ενήλικας από το Βιετνάμ.

Στην αρχική της Αίτηση για Διεθνή Προστασία ισχυρίστηκε ότι η οικογένειά της αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα στο Βιετνάμ και για το λόγο αυτόν η ίδια δεν μπορεί να επιστρέψει εκεί. (βλ. ερυθρό 23 Δ.Φ.).

Στην συνέχεια και κατά το στάδιο της συνέντευξής της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της διότι η οικογένειά της ήταν πολύ φτωχή  για το λόγο αυτό έπρεπε να εργαστεί για να την στηρίξει οικονομικά. Ο λόγος για τον οποίο υπέβαλε αίτημα ασύλου ήταν προκειμένου να παραμείνει νόμιμα στην Κύπρο και να εργαστεί. Σε περίπτωση επιστροφής της δήλωσε ότι θα αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα. Ούτε η ίδια ούτε και οποιαδήποτε μέλη της οικογένειας της ανήκουν ή ανήκαν στο παρελθόν σε οποιοδήποτε πολιτικό, θρησκευτικό, στρατιωτικό, εθνικό ή κοινωνικό οργανισμό ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του (ερυθρό 29 Δ.Φ.). Ερωτηθείσα αν είχε ποτέ παρενοχληθεί, διωχθεί, συλληφθεί, ή κρατηθεί, απάντησε αρνητικά (ερυθρά 28-29 Δ.Φ.). Αρνητικά απάντησε επίσης στην ερώτηση αν αντιμετωπίζει οποιοδήποτε πρόβλημα στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 27 Δ.Φ.). Αντιθέτως θετική ήταν η απάντησή της στην ερώτηση που αφορά στο αν οι αρχές της χώρας της θα της επέτρεπαν να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της (ερυθρό 26 Δ.Φ.). Σχετικά με τις συνέπειες που θα αντιμετώπιζε σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της την δεδομένη στιγμή αναφέρθηκε στα οικονομικά προβλήματα που θα αντιμετωπίσει (βλ. ερυθρό 26 Δ.Φ.) 

Στις 10/01/2019 η Αιτήτρια καταχώρησε εμπρόθεσμα διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων επικαλούμενη  οικονομικά προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει η οικογένειά της εξαιτίας των οποίων η Αιτήτρια έπρεπε να εργαστεί και να στηρίξει την οικογένειά της. Η Διοικητική προσφυγή της Αιτήτριας απορρίφθηκε στις 02/08/2019. Η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων ουσιαστικά έκρινε ότι πρόκειται για οικονομική μετανάστρια και όχι για πρόσφυγα καθώς οι λόγοι  που την οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της,  δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο. Στις 15/10/2020 η προσφυγή της Αιτήτριας κατά της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής, αποσύρθηκε και απορρίφθηκε από στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

Η Αιτήτρια συμπλήρωσε μεταγενέστερη αίτηση 04/12/2020, όπου και ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της λόγω χρέους από δάνειο το οποίο είχε λάβει στη χώρα καταγωγής.  

Η αρμόδια λειτουργός στην εισηγητική έκθεση έκρινε την αίτηση απαράδεκτη καθώς οι ισχυρισμοί που προέβαλε η Αιτήτρια είχαν προβληθεί και σε προηγούμενη εξέταση της αίτησής της, συνεπώς οι ισχυρισμοί της δεν αποτελούν νέα στοιχεία και επιπλέον δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτήν καθεστώτος  διεθνούς προστασίας, με βάση το άρθρο 16(Δ) των Περί Προσφύγων Νόμων 2000 – 2020.  

Ο ασκών καθήκοντα προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την έκθεση εισήγηση της λειτουργού την 22/12/2020  και η σχετική απόφαση κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια την 18/01/2021.

Κατά της απόφασης αυτής η Αιτήτρια άσκησε την υπ’ αρ. 105/2021 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας η οποία απορρίφθηκε την 01/07/2021.

Την 29/12/2021 η Αιτήτρια κατέθεσε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση, όπου ισχυρίστηκε ότι η οικογένειά της έχει προβλήματα με τους γείτονες σχετικά με κτηματικές διαφορές και σε περίπτωση επιστροφής της θα την ξυλοκοπήσουν. Για τον λόγο αυτόν δεν μπορεί να επιστρέψει και θα ήθελε να παραμείνει στην Κύπρο προκειμένου να εργαστεί.  

Ο αρμόδιος λειτουργός στην εισηγητική έκθεση έκρινε την αίτηση απαράδεκτη καθώς η Αιτήτρια δεν αιτιολογεί με σαφείς λεπτομέρειες τον βασικό ισχυρισμό της που αφορά στην ύπαρξη προβλημάτων στη χώρα καταγωγής της τα οποία δεν της επιτρέπουν να επιστρέψει. Επισημαίνοντας ότι η Αιτήτρια δεν ανέφερε σε προηγούμενη συνέντευξή της ότι αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα ή λόγο/φόβο δίωξης ο λειτουργός έκρινε ότι ο ισχυρισμός της κλονίζεται. Περαιτέρω ο λειτουργός αναφέρθηκε στους οικονομικούς λόγους στους οποίους αναφέρθηκε η Αιτήτρια οι οποίοι ενισχύθηκαν από τα όσα δήλωσε κατά την υποβολή της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής της. Κατόπιν τούτων, ο λειτουργός απέρριψε την δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας ως απαράδεκτης διότι η Αιτήτρια είχε την ευκαιρία να αναφερθεί στη κτηματική διαφορά εξαιτίας της οποίας κινδυνεύει με κακομεταχείριση εν τούτοις δεν το έπραξε από δική της υπαιτιότητα ενώ οι ισχυρισμοί που αφορούν την παραμονή της στην Κυπριακή Δημοκρατία προκειμένου να εργαστεί έχουν ήδη αναφερθεί και δεν αποτελούν νέα στοιχεία.

Ο ασκών καθήκοντα προϊστάμενου της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την έκθεση εισήγηση της λειτουργού την 07/02/2022  και η σχετική απόφαση κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια την 28/02/2022.

Κατά της απόφασης αυτής η Αιτήτρια άσκησε την υπ’ αρ. 1302/2022 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας η οποία απορρίφθηκε την 31/01/2023 και συνεπώς η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου της 21/11/2018 κατέστη τελική.

Την 03/04/2023 η Αιτήτρια κατέθεσε τρίτη μεταγενέστερη αίτηση, όπου ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε τηλεφωνική κλήση από τον πατέρα της στην οποία την ενημέρωνε ότι ο σύζυγός της εισέβαλε στην οικία του όταν έμαθε ότι η Αιτήτρια διατηρεί σχέση με άνδρα στην Κύπρο. Ο σύζυγός της θα τη σκοτώσει σε περίπτωση επιστροφής της στην Κύπρο εξαιτίας της σχέσης της στη Δημοκρατία και για το λόγο αυτό επιθυμεί να διαμείνει και να εργάζεται στην Κύπρο.

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγήθηκε την  απόρριψη της αίτησης ως απαράδεκτης καθότι η επίκληση εκ μέρους της Αιτήτριας διαφορετικών λόγων για τους οποίους αιτείται διεθνούς προστασίας κλονίζει την αξιοπιστία της.

Αυθημερόν ο εκτελών χρέη προϊσταμένου έκανε δεκτή την εισήγηση του λειτουργού περί απόρριψης της μεταγενέστερης αίτησης διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας.

Η σχετική απορριπτική απόφαση μαζί με την απόφαση ημερομηνίας 22/12/2020 περί επιστροφής της Αιτήτριας στο Βιετνάμ η οποία αναβιώνει κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη 18(7Β)(α1) του Περί Προσφύγων Νόμου, κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια την 03/04/2023.

Εναντίον της απορριπτικής απόφασης αυτής καταχωρήθηκε εκ μέρους της Αιτήτριας η υπ’ αρ. Τ1282/2023 Προσφυγή την 12/04/2023.

Κατά την ακρόαση της 29/06/2023 η δικηγόρος της Αιτήτριας ανέφερε ότι, η Αιτήτρια διεγνώσθη με εκτεταμένο καρκίνο του μαστού προσκομίζοντας σχετικό ιατρικό έγγραφο με ημερομηνία 29/06/2023 το οποίο υπογράφει Δρ. Χρίστου Δημητρίου Γενικού Χειρουργού του Γ.Ν. Λεμεσού. Στην ακρόαση της 26/09/2023 η δικηγόρος της Αιτήτριας προσκόμισε βεβαίωση από τον Οργανισμό Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας ΟΚΥΠΥ ημερομηνίας 22/09/2023 όπου βεβαιώνεται ότι η Αιτήτρια είναι καρκινοπαθής και παρακολουθείται από το Ογκολογικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού από τις 26/05/2023, ότι η επόμενη προγραμματισμένη επίσκεψη στις 26/09/2023 και ότι η χημειοθεραπεία πρόκειται να διαρκέσει έξι μήνες. Τις Βεβαιώσεις υπέγραφε η Δρ. Σμπιλίρη Ευαγγελία παθολόγος /Ογκολόγος του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού.

Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και τα γεγονότα της υπόθεσης καθώς και την ανάλυση του νομικού πλαισίου όπως παρατέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι η ζωή της θα τεθεί σε κίνδυνο άμα τη επιστροφή της στη χώρα καταγωγής εξαιτίας του ότι κατέστη γνωστή η σχέση της με άνδρα στην Κύπρο στο σύζυγό της  κατά την εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησής της αποτελεί νέο στοιχείο καθώς νέα στοιχεία μπορεί να σχετίζονται με:

• νέα γεγονότα μετά την τελεσίδικη απόφαση·

• στοιχεία που προϋπήρχαν αλλά ούτε παρουσιάστηκαν από τον αιτούντα κατά την προηγούμενη διαδικασία ούτε εξετάστηκαν από την αρχή ασύλου[1]

Συνεπώς αυτό που θα πρέπει να εξεταστεί στη συνέχεια είναι κατά πόσο τα νέα αυτά στοιχεία που ανέκυψαν ή παρουσιάστηκαν από την Αιτήτρια αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες να χαρακτηριστεί η Αιτήτρια ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Κατά το στάδιο αυτό της εξέτασης  επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης δεν απαιτείται να διαπιστωθεί εάν το νέο στοιχείο θα οδηγήσει όντως στη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα ή διεθνούς προστασίας. Απαιτείται απλώς και μόνο να αξιολογηθεί εάν υφίσταται σημαντική αύξηση των πιθανοτήτων να συμβεί αυτό. Ως εκ τούτου, οι απαιτήσεις είναι λιγότερο αυστηρές από ό,τι στην περίπτωση της πλήρους εξέτασης. Αρκεί το στοιχείο να είναι νέο και να μπορεί δυνητικά να μεταβάλει το συμπέρασμα της προηγούμενης εξέτασης[2].

Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εξαιτίας σχέσης που διατηρεί με άνδρα στην Κύπρο θα κινδυνεύσει η ζωή της από το σύζυγό της άμα τη επιστροφή της στη χώρα καταγωγής.

«Προκειμένου να καθοριστεί αν το στοιχείο αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας, θα πρέπει να απαντηθούν καταφατικά οι ακόλουθες ερωτήσεις:

(1)  Είναι το νέο στοιχείο συναφές; Υποστηρίζει κάποιο πραγματικό γεγονός;

Τα πραγματικά γεγονότα είναι γεγονότα που συνδέονται άμεσα με τον ορισμό του πρόσφυγα [άρθρο 2 στοιχείο δ) της ΟΑ] ή του προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία [άρθρο 2 στοιχείο στ) της ΟΑ] και άπτονται του πυρήνα της αίτησης. Συνήθως είναι περιττό να εστιάζουμε σε ήσσονος σημασίας ή μη ουσιώδη περιστατικά που δεν επηρεάζουν τα κρίσιμα στοιχεία των ισχυρισμών ( 74). Στο πλαίσιο και των τριών προαναφερθέντων σεναρίων, οι καταστάσεις στις οποίες μπορούν να παρουσιαστούν νέα στοιχεία συνδέονται όντως με πραγματικά γεγονότα. Συνδέονται με υφιστάμενο πραγματικό γεγονός, συνιστούν νέο πραγματικό γεγονός αυτά καθαυτά ή συνιστούν εντελώς νέο ισχυρισμό.

(2) Είναι το νέο στοιχείο σημαντικό; Θα μπορούσε να είναι ζωτικής σημασίας για τη χορήγηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας; Το στοιχείο δεν αρκεί να είναι απλώς νέο και συναφές, αλλά θα πρέπει επίσης να είναι τέτοιος ο χαρακτήρας του ώστε να έχει άμεση ή έμμεση επίπτωση στην αξιολόγηση του κινδύνου που ενέχει η επιστροφή στη χώρα καταγωγής.

(3) Μετά την πρώτη εξέταση, είναι το νέο στοιχείο αξιόπιστο ή πειστικό; Θα πρέπει να διενεργηθεί εξέταση προκειμένου να αξιολογηθεί η αποδεικτική ισχύς του νέου στοιχείου. Νέα στοιχεία που είναι σαφώς αναληθή δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες αναγνώρισης της ανάγκης για διεθνή προστασία. Ωστόσο, δεδομένου του προκαταρκτικού χαρακτήρα της εξέτασης, αυτή η αξιολόγηση δεν θα πρέπει να καλύπτει άλλες πληροφορίες πέραν εκείνων που είναι άμεσα διαθέσιμες.»[3]

Η Αιτήτρια έχει παρουσιάσει νέο ισχυρισμό εν τούτοις, εξαιτίας της χαμηλής γενικότερης αξιοπιστίας της στα πλαίσια εξέτασης των προηγούμενων αιτήσεών της, η δήλωσή της και μόνο δεν αρκεί για να μεταβάλει δυνητικά την αρχική αξιολόγηση.  Επομένως, η νέα της δήλωση δεν αυξάνει σημαντικά τις πιθανότητες να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Επιπλέον παρατηρώ ότι στη μεταγενέστερη αίτηση ημερ. 03/04/2023 την οποία η ίδια η Αιτήτρια συμπλήρωσε (ερ. 120-123 Δ.Φ.) η Αιτήτρια αναφέρει ότι δεν είναι παντρεμένη στοιχείο το οποίο πλήττει περαιτέρω την αξιοπιστία του ισχυρισμού της περί φόβου δίωξης της από τον σύζυγο της.

Ούτε επί της παρούσας διαδικασίας ήταν σε θέση η Αιτήτρια να ανατρέξει τα ευρήματα των Καθ’ων η Αίτηση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν της υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009). 

Σημειώνεται δε ότι βάση των διαθέσιμων πληροφοριών από τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας τα προγράμματα καταπολέμησης της βίας με βάση το φύλο τα τελευταία 20 χρόνια έδωσαν αξιοσημείωτα επιτεύγματα. Η Εθνική Μελέτη για τη Βία κατά των Γυναικών στο Βιετνάμ που διεξήχθη το 2019 αποκαλύπτει θετικές αλλαγές στη βία με βάση το φύλο (GBV), σε σύγκριση με το 2010, ιδιαίτερα τη βία κατά νεαρών γυναικών και οι περισσότερες μορφές βίας έχουν μειωθεί. Η κυβέρνηση του Βιετνάμ έχει θέσει σε εφαρμογή διαφορετικές νομοθεσίες για την πρόληψη και τον έλεγχο της βίας με βάση το φύλο, συμπεριλαμβανομένου του νόμου του 2006 για την ισότητα των φύλων, του νόμου του 2007 για την ενδοοικογενειακή βία, της νέας εθνικής στρατηγικής για την ισότητα των φύλων για την περίοδο 2011-2020. Επιπλέον, η βιετναμέζικη κοινωνία των πολιτών έχει επίσης ενώσει τα χέρια με την κυβέρνηση για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας λόγω φύλου, με πολλαπλές προσπάθειες ευαισθητοποίησης και παροχής υπηρεσιών υποστήριξης σε θύματα βίας[4]. Υπό τον Νόμο που αφορά στην πρόληψη και στον έλεγχο της ενδοικογενειακής βίας υπήρξε πρόοδος στην αντιμετώπιση της βίας με βάση το φύλο σε επίπεδο κοινότητας[5].

Υπενθυμίζεται εξ άλλου ότι το Βιετνάμ συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών  ημερ. 26.5.2023  (Κ.Δ.Π. 166/2023), χωρίς εν προκειμένω η Αιτήτρια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. 

Ως εκ τούτου, και με δεδομένα τα ευρήματα της προκαταρκτικής εξέτασης, δε θα μπορούσαν οι Καθ’ ων η Αίτηση να προχωρήσουν επί του δεύτερου σκέλους εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, δηλαδή σε κατ’ ουσίαν εξέτασή της όπως προβλέπεται στο άρθρο 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στη βάση των όσων έχω αναλύσει πιο πάνω, κρίνω ότι η νομιμότητα της επίδικης απόφασης δεν πάσχει.

Δεν διαφεύγει της προσοχής του Δικαστηρίου ότι η Αιτήτρια δια της συνηγόρου της προσκόμισε στο Δικαστήριο δύο (2) βεβαιώσεις του Οργανισμού Κρατικών Υπηρεσιών Υγείας ημερομηνίας 22/09/2023 [οι οποίες σημειώθηκαν από το δικαστήριο ως Τεκμήριο 2] η πρώτη εξ' αυτών βεβαιώνει ότι η Αιτήτρια είναι καρκινοπαθής και παρακολουθείται από το Ογκολογικό Τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού από τις 26/05/2023 και ότι η επόμενη προγραμματισμένη επίσκεψή της είναι 26/09/2023. Η δεύτερη βεβαιώνει περαιτέρω ότι η ασθενής λαμβάνει χημειοθεραπεία η οποία πρόκειται να διαρκέσει έξι (6) μήνες. Σε προηγούμενη δικάσιμο με ημερομηνία 29/06/2023 απεστάλη μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας στο Δικαστήριο παραπεμπτικό όπου αναφέρεται ότι η Αιτήτρια  είναι ασθενής με εκτεταμένο καρκίνο δεξιού μαστού και ότι χρήζει υποδόριας μαστεκτομής.

Υπενθυμίζεται ότι η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια την 03/04/2023. Η σχετική προσφυγή κατά της απορριπτικής αυτής απόφασης κατατέθηκε την 12/04/2023 ημερομηνία πρότερη των ημερομηνιών που φέρουν τα έγγραφα τα οποία αναφέρονται στην κατάσταση της υγείας της Αιτήτριας (υπενθυμίζεται ότι πρώτη φορά αναφέρεται η ασθένεια της Αιτήτριας όταν ελήφθη αίτημα αναβολής της υπόθεσης την 30/05/2023). Συνεπώς τα στοιχεία αυτά τα οποία παρουσιάζονται ενώπιον του Δικαστηρίου συνιστούν στοιχεία τα οποία δεν τέθηκαν και δεν εξετάστηκαν από την Υπηρεσία Ασύλου. Επισημαίνω ωστόσο, ότι η Αιτήτρια δεν υπέβαλε οποιοδήποτε ισχυρισμό επί της παρούσας διαδικασίας αναφορικά δε με τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει ως λόγο μη επιστροφής της στην χώρα καταγωγής του αλλά ούτε γενικά τα όποια προβλήματα υγείας ,χωρίς επαρκή τεκμηρίωση από την Αιτήτρια, καθιστούν αδύνατη την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής και/ή αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης σ΄ αυτήν του καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Ενόψει συνεπώς της αποτυχίας της Αιτήτριας να προβάλει ακόμα και στο στάδιο της ακρόασης της αίτησής της ενώπιον Δικαστηρίου ισχυρισμούς για εκ προθέσεως άρνηση ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης στην ίδια, θεωρώ ότι δεν χρήζει εξέταση η κατάσταση του υγειονομικού συστήματος στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας καθότι διαπιστώνεται εξ υπαρχής η έλλειψη του ουσιώδους αυτού παράγοντα της ηθελημένης συμπεριφοράς τρίτου με στόχο την Αιτήτρια. Αυτή η κατάληξη του Δικαστηρίου, ότι δηλαδή στην περίπτωση που ο αιτών πάσχει από ασθένειες δεν συνεπάγεται την υπαγωγή αυτού στο καθεστώς διεθνούς προστασίας δίχως άλλο, επιβεβαιώνεται και από την απόφαση του ΔΕΕ C-542/13, Mohamed M’Bodj v Βελγικού Δημοσίου, ημερ.18/12/2014[6]

Σε κάθε περίπτωση σημειώνεται ότι τα ιατρικά έγγραφα της Αιτήτριας δεν κατατίθενται σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 3 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 και πιο συγκεκριμένα το εδάφιο (β) αυτού όπου αναφέρεται ότι:

«(β) Νέα έγγραφα ή στοιχεία ή οποιαδήποτε πρόσθετη μαρτυρία που προσκομίζονται κατά την καταχώριση της προσφυγής, παρατίθενται ή επισυνάπτονται ως τεκμήρια, ανάλογα, σε ένορκη δήλωση από τον Αιτητή. Ο ενόρκως δηλών εξηγεί το λόγο για τον οποίο δεν προσκομίστηκαν τα έγγραφα ή στοιχεία ή πρόσθετη μαρτυρία κατά την εξέταση της προσβαλλόμενης πράξης καθώς και τη συνάφειά τους με τα επίδικα θέματα.[7]» Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας δεν προσκομίστηκε στο Δικαστήριο οποιοιδήποτε πρωτότυπο ιατρικό έγγραφο που να αφορά την ασθένεια (χρονικό σημείο διάγνωσης και πρόγνωση ή θεραπεία) της Αιτήτριας και  για να αξιολογηθεί (ως πραγματικό γεγονός), ούτε μπορεί να ληφθεί υπόψη μαρτυρία που προσκομίζεται εκτός των δικονομικών πλαισίων μέσω Γραπτών Αγορεύσεων (Βλέπε Sportsman Betting Co. Limited v. Κυπριακής Δημοκρατíaς (2000) 3 Α.Α.Δ. 591Α.Ε. 49/2012, Σάββα ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 07/02/2018).

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, όπως τα έχω αναλύσει και πιο πάνω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €500 έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας είναι απαράδεκτη.

 

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π 

 

 

 



[1] EUAA,  Πρακτικός οδηγός για τις μεταγενέστερες αιτήσεις, Δεκέμβριος 2021, σ.28, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-05/Practical_Guide_Subsequent_Applications_EL.pdf,

[2] Ο.π., σ.32

[3] Ο.π., σ.33

[4] Center for Education Promotion & Empowerment of women-CEPEW, Gender-based violence in Vietnam: A critical analysis and recommendation, 24/02/2021, https://cepew.org.vn/en/gender-based-violence-in-vietnam-a-critical-analysis-and-recommendation/

[5] USAID, REDUCING GENDER-BASED VIOLENCE IN THE VIETNAMESE CONSERVATION SECTOR, WildAct Vietnam, Final Report, December 2022 - January 2023, https://portals.iucn.org/union/sites/union/files/doc/WildAct_Vietnam_Final_Report.pdf

[6] ΔΕΕ C-542/13, Mohamed M’Bodj v Βελγικού Δημοσίου, ημερ.18/12/2014 Παρ. 35,36,40,41,42,43

[7] Cy law, Οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019 (3/2019), α. 3 (β), https://www.cylaw.org/nomoi/kanon/non-ind/2019_3/full.html


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο